Σάββατο 30 Ιουνίου 2012

Καπιταλισμός, του Νίκου Μπογιόπουλου 30/06/2012 - 08:02 Καπιταλισμός Στην Πορτογαλία, ο πρωθυπουργός κάλεσε προ μηνών τους νέους αν δεν βρίσκουν δουλειά, να μεταναστεύσουν... Στην Ισπανία του 25% των ανέργων, η χώρα μπήκε και επισήμως σε μνημόνιο νέας λαϊκής λεηλασίας ως «αντισταθμιστικό» για την παροχή νέου πακτωλού δισεκατομμυρίων στις τράπεζες... Στη Γαλλία, οι φορείς οργάνωσης συσσιτίων ζήτησαν επιπλέον 5 εκατομμύρια ευρώ ενίσχυση, αφού αδυνατούν πλέον να ανταποκριθούν στην αυξημένη ζήτηση μερίδων σίτισης προς τους απόρους που πολλαπλασιάζονται... Στην Ιρλανδία, νέες μειώσεις στα κοινωνικά βοηθήματα προς αναπήρους, στα επιδόματα τέκνων και αυξήσεις στο πετρέλαιο θέρμανσης για ευπαθείς οικονομικά ομάδες... Στην Ιταλία, οι υπηρεσίες αγνοούν τον πραγματικό αριθμό των χιλιάδων αυτοκτονιών λόγω της κρίσης... Στη Γερμανία, οι δαπάνες για τους εκμισθωμένους από τα «δουλεμπορικά» γραφεία εργαζόμενους, από τα πολυεθνικά πιράνχας, όπως η «Ζήμενς», δεν εγγράφονται στις δαπάνες για μισθούς, αλλά στις «δαπάνες για υλικά»... Αυτή είναι η «Ευρώπη» τους... Οσο για την Αμερική των δεκάδων εκατομμυρίων πάμφτωχων, ανασφάλιστων και περιθωριοποιημένων, ο «δημοκράτης» Ομπάμα , ο... σύμμαχος των κάθε λογής εγχώριων «διαπραγματευτών» μας, επικύρωσε το νόμο που προβλέπει την εκταμίευση πάνω από 660 δισ. δολάρια για την ενίσχυση της πολεμικής ετοιμότητας των ΗΠΑ... * Υπάρχει, άραγε, λέξη που να περιγράφει όλη αυτή την απανθρωπιά, την αγριότητα, τον «παραλογισμό» και τη βαρβαρότητα; Υπάρχει. Μία και μόνο λέξη: «Καπιταλισμός». Γράφει: ο Νίκος ΜΠΟΓΙΟΠΟΥΛΟΣ




30/06/2012 - 08:02



Καπιταλισμός
Στην Πορτογαλία, ο πρωθυπουργός κάλεσε προ μηνών τους νέους αν δεν βρίσκουν δουλειά, να μεταναστεύσουν...
Στην Ισπανία του 25% των ανέργων, η χώρα μπήκε και επισήμως σε μνημόνιο νέας λαϊκής λεηλασίας ως «αντισταθμιστικό» για την παροχή νέου πακτωλού δισεκατομμυρίων στις τράπεζες...
Στη Γαλλία, οι φορείς οργάνωσης συσσιτίων ζήτησαν επιπλέον 5 εκατομμύρια ευρώ ενίσχυση, αφού αδυνατούν πλέον να ανταποκριθούν στην αυξημένη ζήτηση μερίδων σίτισης προς τους απόρους που πολλαπλασιάζονται...
Στην Ιρλανδία, νέες μειώσεις στα κοινωνικά βοηθήματα προς αναπήρους, στα επιδόματα τέκνων και αυξήσεις στο πετρέλαιο θέρμανσης για ευπαθείς οικονομικά ομάδες...
Στην Ιταλία, οι υπηρεσίες αγνοούν τον πραγματικό αριθμό των χιλιάδων αυτοκτονιών λόγω της κρίσης...
Στη Γερμανία, οι δαπάνες για τους εκμισθωμένους από τα «δουλεμπορικά» γραφεία εργαζόμενους, από τα πολυεθνικά πιράνχας, όπως η «Ζήμενς», δεν εγγράφονται στις δαπάνες για μισθούς, αλλά στις «δαπάνες για υλικά»...
Αυτή είναι η «Ευρώπη» τους...
Οσο για την Αμερική των δεκάδων εκατομμυρίων πάμφτωχων, ανασφάλιστων και περιθωριοποιημένων, ο «δημοκράτης» Ομπάμα , ο... σύμμαχος των κάθε λογής εγχώριων «διαπραγματευτών» μας, επικύρωσε το νόμο που προβλέπει την εκταμίευση πάνω από 660 δισ. δολάρια για την ενίσχυση της πολεμικής ετοιμότητας των ΗΠΑ...
*
Υπάρχει, άραγε, λέξη που να περιγράφει όλη αυτή
την απανθρωπιά,
την αγριότητα,
τον «παραλογισμό» και
τη βαρβαρότητα;
Υπάρχει. Μία και μόνο λέξη: «Καπιταλισμός».

Γράφει:
ο Νίκος ΜΠΟΓΙΟΠΟΥΛΟΣ - ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 30/6/201

Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

Η πολιτική της ανόδου στην εξουσία: Ιδεολογία του εκφασισμού

Η πολιτική της ανόδου στην εξουσία: Ιδεολογία του εκφασισμού
του Δημήτρη Λένη   
26.06.12
www.ektosgrammis.gr
Η ταξική βάση του φασιστικού κινήματος, ενός αυθεντικού, βίαιου κινήματος των μαζών, είναι τα μικροαστικά στρώματα. Ο ναζισμός είναι η πολιτική έκφραση της ανταρσίας των μικροαστικών τάξεων (κυρίως των πόλεων) που συμπυκνώνονται πολιτικά ως κοινωνική δύναμη, σε συγκυρία πολιτικής κρίσης στο έδαφος της ήττας της εργατικής τάξης. Ο φασισμός δεν είναι τόσο μια επιθετική κίνηση για την καταστολή της επανάστασης, όσο η ανελέητη αντεπίθεση του μονοπωλιακού κεφαλαίου, μετά την υποχώρηση της εργασίας, με όπλο ακριβώς τις εν μέρει αυτονομημένες μικροαστικές τάξεις. Η αντιφατικότητα, η μεταβατικότητα των στρωμάτων αυτών που αμφιταλαντεύονται μεταξύ των δύο πραγματικών τάξεων του καπιταλισμού, οι έντονες διαστρωματώσεις και διαιρέσεις, δίνει και τα ειδικά ιδεολογικά και πολιτικά χαρακτηριστικά του ναζισμού.
Ένα γενικό χαρακτηριστικό, ιδιαίτερα κρίσιμο για την πολιτική πάλη, είναι η ρευστή, ομιχλώδης και οπορτουνιστική χρήση εκ μέρους του χρήση των προγραμματικών του αρχών. Δεν μπορεί να υπάρξει συγκεκριμένη στρατηγική για την κατάληψη της εξουσίας από τα μικροαστικά στρώματα. Έτσι, ο προγραμματικός του λόγος δεν έχει την υποχρέωση σταθερότητας. Είναι ρευστός και μεταβλητός, ανάλογα με τη συγκυρία. Δεν χρειάζεται καν να γίνει σεβαστός. Ο Χίτλερ ουδέποτε τήρησε τα 25 «ιερά» σημεία προγράμματος του ναζιστικού κόμματος, ειδικά τις αντικαπιταλιστικές κορώνες που περιείχε. Εύκολα, επίσης, οι φασίστες κρύβονται πίσω από το δάχτυλό τους, αρνούνται να αναλάβουν την ευθύνη (εκτός αν έχουν καταφανές όφελος) κ.λπ.
Αντίθετα με τον προγραμματικό λόγο (που δεν έχει σταθερές, λόγω του γεγονότος ότι ο προγραμματικός λόγος θα έπρεπε να είναι αντίθετος με την ταξική βάση), ο ιδεολογικός λόγος είναι αξιοσημείωτα σταθερός. Το επιφαινόμενο, ο λόγος που αρθρώνεται (τρόπος του λέγειν το «αρθρώνεται») κατά τη διάρκεια της ναζιστικής προεκλογικής εκστρατείας είναι ίδιο για όλα τα φασιστικά ή με φασιστικές επιρροές κόμματα, μέχρι και τις μέρες μας. Μικρές οι διαφορές του λόγου των ναζί, της Χρυσής Αυγής ή του ουγγρικού φασιστικού κόμματος. Και αυτό, λόγω της σταθερής, αυθόρμητης έκκρισης τέτοιων ιδεολογημάτων από τις μικροαστικές τάξεις.

• Ο εθνικισμός και ο αλυτρωτισμός. Η απώλεια στήριξης των μικροαστών που βλέπουν και τον κόσμο τους να απειλείται από τη διαρκή επέκταση του μονοπωλιακού κεφαλαίου που τους καταστρέφει (τουλάχιστον κάποια παραδοσιακά στρώματα) και την απειλή του κομμουνισμού (η απώλεια της ιδιοκτησίας είναι ένας μόνιμος εφιάλτης), συσπειρώνει τα απειλούμενα στρώματα γύρω από ένα φανταστικό κέντρο, το έθνος. Το έθνος θα διαλύσει βίαια την απειλή τόσο των συνδικάτων όσο και του μεγάλου κεφαλαίου.
Ο ρατσισμός δεν είναι αναγκαστικά συνδεμένος με τον φασισμό. Ο Μουσολίνι είχε συχνά γελοιοποιήσει τις «αντιεπιστημονικές» θεωρίες περί φυλής. Αναγκάστηκε, βέβαια, να εισάγει τον αντισημιτισμό το '38, κάτω από την πίεση των Γερμανών. Παρόλ’ αυτά, η παθολογική λατρεία του έθνους αναγκαστικά θα βάλει και κάποια ρατσιστικά στοιχεία στον φασιστικό λόγο. Αυτά συνδέονται, επίσης, με την ευγονική, το αθλητικό ιδεώδες κ.λπ. Ο φασισμός είναι ένα είδος ακραίου ανθρωπισμού: σκοπός του είναι η βελτίωση του ανθρώπινου είδους το οποίο ταυτίζεται με τη φυλή. Δεδομένου ότι δεν υπάρχει κανένα αντικειμενικό κριτήριο για τον ορισμό της τελευταίας, το μόνο που μένει είναι ο νομικός (και επομένως όχι φυσικός, όπως διατείνεται ο φασισμός) ορισμός του δίκαιου του αίματος (το κριτήριο αν δηλαδή οι πρόγονοι ήταν νομικά Γερμανοί, Έλληνες, Αρειανοί ή Σομαλοί).
Ο γερμανικός σφοδρός αντισημιτισμός και ρατσισμός εξηγείται (πέρα από τον παθολογικό ρατσισμό του Χίτλερ) από πολλούς ιστορικούς παράγοντες, τους οποίους ο ναζισμός, με τον ακραίο κυνικό οπορτουνισμό του, εκμεταλλεύτηκε πλήρως.
        o Τον παραδοσιακό γερμανικό αντισημιτισμό. Ο τελευταίος μεγεθύνθηκε πολλές φορές από δύο γεγονότα. Το πρώτο ήταν η διάλυση της Αυστρουγγρικής Αυτοκρατορίας. Η απώλεια των εδαφών της έγινε προς όφελος ανατολικών λαών (Τσέχοι, Ούγγροι κ.λπ.) που το πιεσμένο γερμανικό στοιχείο στην Αυστρία και ειδικά την Βιέννη, το είδε σαν απειλή για την εθνική του επιβίωση, μιας και τα γερμανόφωνα στρώματα είχαν μάθει να εκμεταλλεύονται τις υπόλοιπες εθνότητες της Αυτοκρατορίας. Η ιδιαίτερη αντιεβραϊκή χροιά του αυστριακού ρατσισμού (ο Χίτλερ ήταν Αυστριακός) οφείλεται και στην ιδιαίτερη σημασία που είχαν οι Εβραίοι σε αρκετές από τις αυτοκρατορικές πόλεις στα ανατολικά εδάφη.
       o Τον παραδοσιακό αντιδραστικό αντικαπιταλισμό, με παλιές μεσαιωνικές ρίζες, έναν αντικαπιταλισμό που συμπυκνώνεται στο στερεότυπο του Εβραίου τοκογλύφου. Η ρίζα αυτού του αντισημιτισμού είναι ιστορική. Η μόνη επαγγελματική απασχόληση που επιτρεπόταν στους Εβραίους τον Μεσαίωνα ήταν η διαχείριση του χρήματος, αφού ο τόκος, σύμφωνα με την εκκλησία, ήταν θανάσιμο αμάρτημα, ανάξιο των ευγενών. Παραδοσιακά, επομένως, είχαν παραμείνει αρκετές παλιές εβραϊκές οικογένειες που διαχειρίζονταν το μεγάλο χρηματιστικό κεφάλαιο (προφανώς δεν είναι η πλειονότητα της αστικής τάξης εβραϊκής καταγωγής!), αλλά, επίσης, συμμετείχαν ενεργά στην πολιτική των αστικών κομμάτων (αλλά σπάνια στον στρατό, τουλάχιστον τον γερμανικό).
        o Το ζήτημα των Östjuden, των ανατολικών Εβραίων. Τα γερμανικά και αυστριακά στρατεύματα είχαν φέρει μαζί τους από το ανατολικό μέτωπο μεγάλους αριθμούς φτωχών Εβραίων για χρήση φτηνής (βλ. δωρεάν) αγροτικής και αστικής εργασίας, κατά τη διάρκεια του πολέμου που τα εργατικά χέρια είχαν επιστρατευτεί. Αυτοί, αντίθετα με τους ενσωματωμένους από παλιά Εβραίους των πόλεων, ούτε τη γλώσσα μιλούσαν ούτε πολιτισμικά ενσωματωμένοι ήταν (και σε μεγάλο βαθμό δεν ήθελαν να ενσωματωθούν). Ξαφνικά, έγιναν «λαθρο»μετανάστες που έκλεβαν τον πλούτο των τίμιων Γερμανών...
       o Η πραγματική πρόσδεση των Εβραίων με την Αριστερά. Οι ενσωματωμένοι Εβραίοι των πόλεων ανήκαν κατά πλειοψηφία σε εργατικά στρώματα, αλλά, επίσης, επάνδρωναν τη νέα μικροαστική τάξη, δεδομένου ότι είχαν ως μοναδικό μηχανισμό κοινωνικής ανόδου την εκπαίδευση. Έτσι, οι δάσκαλοι, οι δικηγόροι κ.λπ., ήταν συχνά εβραϊκής καταγωγής. Επομένως, λόγω της σύνδεσης αυτών των στρωμάτων με το κίνημα, δεν ήταν καθόλου σπάνια η παρουσία Εβραίων στ’ αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας. Για τον μύθο των εβραιομπολσεβίκων δεν έφταιγε μόνο ο Τρότσκι, αλλά, λ.χ., και το γεγονός ότι στην σοβιετική δημοκρατία της Βαυαρίας πάνω από τη μισή ηγεσία ήταν όντως εβραϊκής καταγωγής.
        o Ένα τελευταίο, όχι και τόσο ιδεολογικό στοιχείο: η παλιά καλή απληστία. Από τη στιγμή που ξεκίνησαν οι ναζιστικές επιδρομές κατά εβραϊκών στόχων, το πλιάτσικο ήταν δεδομένο. Ο εύκολος πλουτισμός, συστατικό στοιχείο της προσωπικότητας των οργανωμένων φασιστών και των κοινωνικών του συμμαχιών, συνεισέφερε στην κλιμάκωση του αντισημιτισμού. Σχετικά με αυτό, η συζήτηση για το Ολοκαύτωμα πολύ σπάνια πιάνει μια σημαντική (όχι, όμως, τη σημαντικότερη) πλευρά του: το Ολοκαύτωμα δεν ήταν η μεγαλύτερη δολοφονία της ιστορίας• το Ολοκαύτωμα ήταν η μεγαλύτερη ληστεία μετά φόνου της ιστορίας [1] .
• Ο αντιδραστικός αντικαπιταλισμός των μικροαστών. Πέρα από την αρχαία αντικαπιταλιστική ιδεολογία του Εβραίου τοκογλύφου, τα μικροαστικά στρώματα καθ' όλη τη διάρκεια της Βαϊμάρης είχαν υποστεί σοβαρές απώλειες. Η επέκταση των μονοπωλίων τούς συμπίεζε διαρκώς. Ο υπερπληθωρισμός τούς χτύπησε πιο σκληρά από οποιονδήποτε άλλον. Ο αποπληθωρισμός, με τη λιτότητα και την ακριβή αποπληρωμή των δανείων, απειλούσε διαρκώς την ίδια την ύπαρξη και βιολογική επιβίωσή τους. Ο διακηρυκτικός αυτός αντικαπιταλισμός δεν φτάνει μέχρι την καταγγελία της ίδιας της ιδιοκτησίας, η οποία θεωρείται ιερή, αλλά μόνο στην καταγγελία του μεγάλου κεφαλαίου που συντρίβει το μικρό και... νοθεύει τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Και στην Ιταλία και στην Γερμανία υπήρξαν ισχυρές σοσιαλίζουσες ιδεολογικές αναφορές την περίοδο πριν την άνοδο στην εξουσία. Τα SA, επηρεασμένα από τον ηγέτη της αριστεράς του NSDAP, Στράσερ, μετά την άνοδο στην εξουσία ανέμενα την «δεύτερη επανάσταση», την αντικαπιταλιστική επανάσταση. Δεν τους έγινε, φυσικά, το χατίρι, εκκαθαρίστηκαν (όπως και οι αντίστοιχες φράξιες στην Ιταλία), με τον μοναδικό τρόπο που γίνονται οι εκκαθαρίσεις στον φασισμό: δολοφονήθηκαν.
• Ο βίαιος αντικομμουνισμός. Η ήττα της επανάστασης το '18-'21 δεν άφησε πίσω της μόνο συντρίμμια (όπως στην Βαυαρία), αλλά και ένα δυνατό συνειδητό κίνημα, ειδικά στο βιομηχανικό κέντρο. Η «απειλή» του κομμουνισμού αποτέλεσε έναν πραγματικό φόβο για πλατιά μικροαστικά τμήματα, φόβο που χρησιμοποιήθηκε με συστηματικό και έξαλλο τρόπο από όλη τη Δεξιά. Την κατάσταση δεν τη βοήθησε η διάχυση σε ευρύτερες μάζες του οικονομισμού της Διεθνούς, όπως αυτός έβγαινε σε ένα είδος αυτοματισμού της επανάστασης, η οποία υποτίθεται θα έρθει από μόνη της ως αποτέλεσμα της κρίσης. Τον φόβο τον καρπώθηκε αυτός που είχε επιδείξει τον συστηματικότερο αντικομμουνισμό όλων.
Ως ένα γενικό χαρακτηριστικό, όλες οι φασιστικές ομάδες διατείνονται ότι δεν είναι ούτε αριστερές ούτε δεξιές. Διακηρύσσουν ότι ακολουθούν τον τρίτο δρόμο, την τρίτη ιδεολογία, τον εθνικισμό, μετά τον διεθνιστικό μπολσεβικισμό (και, αν αυτός εκλείπει, την σοσιαλδημοκρατία, όπως οι Ούγγροι του Jobbik) και τον τοκογλυφικό φιλελευθερισμό. Το ότι το διακηρύσσουν, δεν σημαίνει ότι είναι κιόλας.
• Φετιχισμός της εξουσίας. Νόμος, τάξη και λατρεία του κράτους (που προσωποποιείται στον σχεδόν θεοποιημένο ηγέτη). Σφοδρός αντικοινοβουλευτισμός και μίσος εναντίον της διεφθαρμένης δημοκρατίας. Η ...δια της βίας ταξική συμφιλίωση, είναι ο μόνος τρόπος ώστε τα μικροαστικά στρώματα να μη συνθλιβούν σε μια σύγκρουση κεφάλαιου-εργασίας. Το κράτος, ως όργανο του Έθνους-Λαού (που φυσικά δεν είναι παρά η ίδια η μικροαστική τάξη) μπορεί να το εγγυηθεί. «[Τ]ο μοναδικό κράτος που εξυπηρετεί με ορθότητα τον ιστορικό του ρόλο είναι το Λαϊκό κράτος, όπου την πολιτική εξουσία έχει ο Λαός, χωρίς κομματικούς προαγωγούς», λέει η Χρυσή Αυγή. Η συνέχεια του κράτους και της καπιταλιστικής συσσώρευσης, της οποίας αυτό είναι ο εγγυητής, είναι μια σταθερά που διαπερνά όλα τα μικροαστικά στρώματα. Η κλοπή είναι το μέγιστο των εγκλημάτων. Το σκληρό κράτος εγγυάται τη μείωση της εγκληματικότητας. Επιπλέον, είναι προφανές το ποιος είναι ο κυριότερος εχθρός του καπιταλιστικού κράτους – οι κομμουνιστές. Οι φασιστικές διακηρύξεις δεν φτάνουν στο γεγονός ότι το ισχυρό κράτος, βέβαια, είναι πάντα και παρεμβατικό, άρα στην πραγματικότητα εξυπηρετεί όχι τα μικροαστικά, αλλά τα μονοπωλιακά συμφέροντα.
Η λατρεία του κράτους συνδέεται ταυτόχρονα με τη μικρότερη ή μεγαλύτερη αντίθεση στους φόρους και τη στάση αντίθεσης στη σάπια Δικαιοσύνη, που αντισταθμίζεται από τη λατρεία του αρχηγού. Επίσης, τη μετατόπιση προς ηθικά ζητήματα, τιμή, καθήκον κ.λπ.
Φυσικά, τίποτα δεν είναι πιο αγαπητό στις φασιστικές ηγεσίες από την «μισητή» διαφθορά. Οι καταγγελίες για την οικογενειοκρατία συνοδεύονται από σκληρό νεποτισμό. Μόνο που στην περίπτωσή του «δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε την εκλογή τής συζύγου του αρχηγού από τον Λαό». Μόνο των συγγενών στα άλλα κόμματα η «λαϊκή εντολή» είναι κατακριτέα.

Ο μόνος πολιτικός προγραμματικός σκοπός που παραμένει αληθής και σταθερός στον προγραμματικό φασιστικό λόγο είναι η κατάληψη της κρατικής εξουσίας. Η κατάληψη της εξουσίας με όλα τα μέσα, αν χρειαστεί ακόμα και τα νόμιμα.
• Ο κορπορατισμός και ο συντεχνιασμός. Εδώ η γραμμή του «αριστερού» Στράσσερ είναι πιο καθαρή: «το “απολίτικο” ναζιστικό κράτος -υποτίθεται ότι-, αντίθετα με το κράτος των “πολιτικάντηδων”, θα στηρίζεται σε μια ισχυρή ιεραρχία συνδικάτων που θα πειθαναγκάσει τους εργοδότες, μέσα στις οικονομικές οργανώσεις που θα συγκροτήσει». Αν και η γραμμή αυτή εκκαθαρίστηκε (...δια διαγραφής μετά φόνου), το γεγονός παραμένει ότι η ταξική συνεργασία (με την απόλυτη υποταγή της εργασίας) παραμένει μια σταθερά. Οι ναζί απαγόρευσαν τόσο τις απεργίες όσο και τα λοκάουτ (φυσικά το δεύτερο είναι άχρηστο μέτρο, εφόσον δεν υπάρχουν απεργίες...). Το ιδεολογικό εργαλείο είναι η υποτιθέμενη κοινότητα των παραγωγών που μέσα από τις μυθικές κοινές τους οργανώσεις (εργασία και κεφάλαιο μαζί) θα τα βρουν για το καλό του έθνους.
• Η έννοια της αυτάρκειας. Πρόκειται για την ουτοπική πίστη ότι η κανονικοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας στο εσωτερικό του φασιστικού κοινωνικού σχηματισμού θα οδηγήσει σε παραγωγική αυτάρκεια, σε παύση της «εξάρτησης» από τους κατά τεκμήριο εχθρούς, από άλλες οικονομίες για εισαγωγές. Πρακτικά περιορίζεται, εν τέλει, μόνο στη διατροφική αυτάρκεια, τον μηδενισμό των εισαγωγών ειδών διατροφής μέσω της δασμολογικής προστασίας της αγροτικής παραγωγής, με μετακύλιση του κόστους στις κατώτερες τάξεις. Είναι ένα από τα λίγα στοιχεία συμμαχίας με ανώτερα μικροαστικά στρώματα και το μικρό κεφάλαιο, που μένουν ζωντανά μετά την άνοδο στην εξουσία. Όμως, ούτε οι Γερμανοί ούτε οι Ιταλοί κατόρθωσαν να φτάσουν σε αυτάρκεια κάποιου είδους, ακόμα και αν συνυπολογίσουμε τη ληστρική επιδρομή που διεξήγαγαν κατά των πρώτων υλών των κατακτημένων περιοχών.
• Η αξιοκρατία (ή η ισότητα των ευκαιριών, μια ιδιαίτερα αντιφατική έννοια όταν ισχύει το αλάνθαστο του ηγέτη). Ίσως, αυτό να είναι το πιο σημαντικό στοιχείο ιδεολογικού διαχωρισμού του φασισμού από τα άλλα ακροδεξιά ρεύματα. Η Χρυσή Αυγή τα λέει όλα, κάπως παραληρηματικά, αλλά συμπυκνωμένα: «Το Λαϊκό κράτος του Εθνικισμού είναι η μόνη άμεση δημοκρατία. Η Πολιτεία όπου ο Λαός είναι η μόνη πραγματικότητα που δεν χρειάζεται εξουσία αλλά ηγεσία. Ο Λαός είναι ο πραγματικός άρχοντας, ηγεμονεύει τον εαυτό του μέσα απ’ τον Ηγέτη του. Γι’ αυτό το Λαϊκό κράτος μπορεί να πραγματώνει την μοναδική δυνατή ισότητα, (που απορρέει από την Σκέψη και δεν είναι Φυσική, αλλά ανθρώπινο πολιτιστικό – πολιτικό δημιούργημα), την ισότητα ευκαιριών.» Για τη μικροαστική σκέψη, η πιθανότητα της κοινωνικής ανόδου δεν πρέπει να αποκλειστεί, ακόμα και αν αυτό σημαίνει τον κοινωνικό δαρβινισμό, τον μέχρι τέλους ανταγωνισμό, το ατομικό πέρασμα των ικανότερων στην ανώτερη τάξη, πατώντας επί των πτωμάτων των υπόλοιπων. Ο καπιταλισμός, επομένως, πρέπει να είναι η επιβίωση του ικανότερου. Ακριβώς λόγω της πολυδιασπασμένης και υπαγόμενης στην κυρίαρχη ιδεολογία φύσης των μικροαστικών στρωμάτων και αυτό το ιδεολόγημα οδηγεί στην καταστροφή της ίδιας της τάξης: ή αστός (όπως η ανώτατη ιεραρχία των ναζί [2] ) ή πρώτα λούμπεν και μετά SS.
• Μια σειρά από αντιδραστικά ιδεολογικά στοιχεία παρηκμασμένων τάξεων (ακραίος ανορθολογισμός, προγονολατρεία, αντιδραστικός ρομαντισμός, λατρεία της αριστοκρατίας, συνωμοσιολογία κ.λπ.). Η παράλληλη με όλες τις ακροδεξιές ιδεολογίες πορεία του φασισμού σήμανε και την αλληλοτροφοδότηση όλης της αντίδρασης με κοινά ιδεολογήματα, διευκολύνοντας στο τέλος την εκλογική λεηλασία όλων των εθνικιστικών αντιδραστικών κομμάτων της εποχής. Τα καθυστερημένα κατώτερα αγροτικά στρώματα (το αντίστοιχο των μικροαστών, στην ύπαιθρο) με την ισχυρή υπαγωγή τους στην φεουδαρχία, συνεισέφεραν στην ανάπτυξη τέτοιων ιδεολογημάτων. Οι αγροτικές περιοχές αποτελούσαν την κύρια δεξαμενή εκλογικής ανόδου του ναζισμού κατά την περίοδο του εκφασισμού, αν και δεν συνεισέφεραν σχεδόν καθόλου στο κινηματικό κομμάτι.
• Ο ισχυρός αρσενικός σωβινισμός. Η γυναίκα, μια μηχανή παραγωγής πολεμιστών για το έθνος, είναι καλή για τα τρία Κ: Kinder, Küche, Kirche. Παιδιά, Κουζίνα, Εκκλησία. Γυναίκες σε δημόσιες ή πολιτικές θέσεις (ειδικά αν σχετίζονται με την Αριστερά) είναι μόνο για σφαλιάρες.
• Ισχυρός αντιδιανοουμενισμός. Οι ναζί μισούσαν και προσπαθούσαν να γελοιοποιήσουν τον Kulturbolschewismus και τους «κουλτουρομαρξιστές» που είναι μέρος του «διεφθαρμένου» κατεστημένου (σας θυμίζει κάτι η ορολογία;) Δεν υπάρχουν οργανικοί διανοούμενοι της μικροαστικής τάξης, δεν μπορεί η «μικροαστική» ιδεολογία να γίνει κυρίαρχη: άρα, με δεδομένη την εν τέλει υποταγή των φασιστικών ιδεολογημάτων στην κυρίαρχη ιδεολογία, αλλά και την ταυτόχρονη ηγεμονία των μικροαστικών ιδεολογικών υποσυνόλων, δεν χρειάζονται οι διανοούμενοι (που μπορεί και να ξεμπερδέψουν αυτό το κουβάρι...)
• Η ιδιότυπη λατρεία της μηχανής, ως μεταφορά για την εκμηχάνιση της παραγωγής, του πολέμου και της κοινωνίας, που νοείται ως μια αυστηρή αλλά αποτελεσματική γραφειοκρατεία (επανδρωμένη από τη μικροαστική τάξη). Εξάλλου, ο Μουσολίνι «έκανε τα τρένα να έρχονται στην ώρα τους», σαν καλοκουρδισμένο ρολόι.
Η συγκεκριμένη επιρροή από τη νέα μικροαστική τάξη (των μορφωμένων υπαλλήλων και τεχνικών της παραγωγής), είναι και αυτή, όπως και οι προηγούμενες, μια παραμόρφωση από τον μικροαστικό φακό της κυρίαρχης ιδεολογίας. Ο φασιστικός τεχνοκρατισμός μυθοποιεί την αποδοτικότητα, την αποτελεσματικότητα, την εκμηχάνιση κάθε πλευράς της παραγωγής, ακόμα και του μαζικού θανάτου: μαζικοί βομβαρδισμοί κατά αμάχων (ένα δηλητηριώδες φρούτο που το δοκίμασαν και οι ίδιοι οι Γερμανοί προς το τέλος του πολέμου) ή θάλαμοι αερίων.
Τα παραπάνω δεν είναι τα σημαντικότερα στοιχεία του ναζιστικού φαινομένου. Πρόκειται για ιδεολογήματα που κυκλοφορούν έτσι κι αλλιώς ευρύτερα, αυθόρμητα και αυτό-αντιφατικά. Τα περισσότερα (και τα πιο σημαντικά) ταιριάζουν ακριβώς με τις εκάστοτε επιδιώξεις και συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Φιλελευθερισμός, αντιδιανοουμενισμός [3] , εθνικισμός, κράτος [4] κ.λπ.
Αντίθετα, το πολιτικά κρίσιμο σημείο είναι η συγκρότηση ενός κόμματος της πρωτοπορίας (με κάποιες οργανωτικές επιρροές από τα εργατικά κόμματα), το οποίο διαμορφώνει τους όρους συγκρότησης λαϊκής βάσης κινήματος, συστηματοποιώντας τα «αδέσποτα» αυτά ιδεολογήματα. Μάλιστα, το κόμμα αυτό δεν είναι αδιάφορο στην πιθανότητα μετωπικών κινήσεων με άλλα δεξιά κόμματα, πάντα φυσικά με έναν επιθετικό οπορτουνισμό, εφόσον είναι πιθανό να τα εκμεταλλευτεί. Ο φασισμός δεν μπορούσε να προκύψει πριν την εποχή των κομμουνιστικών κομμάτων, γιατί δεν θα είχε εχθρό να μιμηθεί.
Πάντως, ως μια παρατήρηση για τις συνθήκες σήμερα στην Ελλάδα, τα ιδεολογήματα του φασισμού έχουν στο σύνολό τους αναπτυχθεί από την Χ.Α., με τη μερική εξαίρεση του σοσιαλίζοντος λόγου, που αποτελεί για αυτήν πολύ πιο ασήμαντο τμήμα του λόγου της από ότι στο NSDAP ή τους Ιταλούς φασίστες σε αντίστοιχο σημείο ανάπτυξης.
Ακόμα πιο ανησυχητική είναι η ανάπτυξη όλων αυτών των ιδεολογικών προϋποθέσεων σε ευρύτερα τμήματα του «λαού της Δεξιάς» και η αποδοχή τους από τα κόμματα του χώρου. Εάν υπάρξει πραγματικό φασιστικό κίνημα στην χώρα, την κατάλληλη στιγμή, όταν δηλαδή το πολιτικό σχέδιο της κοινοβουλευτικά προσανατολισμένης Δεξιάς θα έχει καταρρεύσει, ο φασισμός δεν θα δυσκολευτεί να καταπιεί μεγάλο τμήμα των ψηφοφόρων της, κινητοποιώντας τους διαρκώς και βίαια στη βάση των ήδη αποδεκτών αυτών ιδεολογημάτων. Δεν θα πρέπει εδώ να μας μπερδεύει η έλλειψη σοσιαλίζοντος λόγου. Το σημαντικό στοιχείο είναι η προβαλλόμενη (αόριστη και βασισμένη μόνο στη βία) αντισυστημικότητα και όχι ο σοσιαλισμός. Ακόμα και ο «λυσσασμένος» επαναστάτης, o Στράσερ, δεν αμφισβητούσε την αξιοκρατία και τον ανταγωνισμό, ούτε την ιδιοκτησία. Σε εποχή που η σοσιαλιστική επανάσταση δεν είναι στην ημερήσια διάταξη και οι σοσιαλιστικές ιδεολογίες δεν έχουν διάδοση σε ευρύτερα στρώματα, ο φασισμός δεν χρειάζεται να τις κανιβαλίσει. Ένας λελογισμένος εργατισμός (π.χ. επίσκεψη σε ένα εργοστάσιο και σύναψη σχέσεων με τον ιδιοκτήτη, εν παρόδω) μπορεί και να είναι αρκετός.

[1] Την ιδέα της δωρεάν εργασίας από Εβραίους την είχε ήδη εφαρμόσει πειραματικά ο αυτοκρατορικός στρατός με τους ανατολικούς Εβραίους. Η ιδέα αυτή φαίνεται ότι άρεσε στο γερμανικό κεφάλαιο και είπε να τη συστηματοποιήσει κάπως περισσότερο με την ευκαιρία της «τελικής λύσης». Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ήταν συνήθως χωρισμένα στα δύο: το στρατόπεδο θανάτου, που όλοι ξέρουμε τι είναι, και το στρατόπεδο εργασίας, που σπάνια ακούγεται. Το δεύτερο ήταν ένα «βιομηχανικό πάρκο», όπου οι γερμανικές βιομηχανίες είχαν ανοίξει εργοστασιακές μονάδες στις οποίες δούλευαν κρατούμενοι του στρατοπέδου, νοικιασμένοι στη βιομηχανία σε πολύ λογική τιμή από το Ράιχ, του οποίου ήταν ιδιοκτησία. Επρόκειτο για μια ιδιαίτερα συμφέρουσα συμφωνία και για τα δύο εμπλεκόμενα μέρη (οι εργάτες δεν ήταν νομικά πρόσωπα για να μπορούν να διεκδικούν τμήμα των κερδών. Εξάλλου, ήταν απασχολημένοι, επειδή -με όλη την τραγική κυριολεξία- πέθαιναν στη δουλειά).
[2] Ο Γκέρινγκ (και αυτός μικροαστικής καταγωγής) ήταν μια ενδιαφέρουσα ιδιότυπη περίπτωση. Χρησιμοποιώντας τη θέση του στο κόμμα, επιχείρησε να γίνει μέλος της ανώτατης βιομηχανικής ιεραρχίας, ιδρύοντας μάλιστα το προσωπικό του βιομηχανικό τραστ, ενδεχομένως έχοντας βαρεθεί το ρόλο του ως πολιτική ελίτ. Επίσης, παρουσίαζε και αυτός την διαταραγμένη προσωπικότητα που ανέπτυξαν σταδιακά πολλοί από τους ηγέτες ναζί. Αίφνης, ήταν συστηματικός υπέρμαχος των δικαιωμάτων των ζώων και πέρασε αυστηρότατη νομοθεσία (που μάλιστα διατηρήθηκε σχεδόν αυτούσια μέχρι σήμερα) για την προστασία των ζώων, τόσο των κατοικιδίων όσο και των ζώων κτηνοτροφίας (συνθήκες σφαγής κ.λπ.). Είναι γνωστό το επεισόδιο που επειδή κάποιος τεμάχισε μπροστά του έναν ζωντανό βάτραχο για να τον κάνει δόλωμα, ο Γκέρινγκ ...τον έστειλε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης για να μάθει. Η μεταμοντέρνα πολιτική δικαιωμάτων («τα δικαιώματά σου, αυτά που αναγνωρίζει το κράτος, δεν περιλαμβάνουν το δικαίωμα να τα αρνηθείς») δεν απέχει πολύ ως ιδεοληψία.
[3] Πόσες και πόσες φορές δεν έχουν πει οι ακραίοι φιλελεύθεροι των ημερών ότι δεν χρειαζόμαστε άλλους πτυχιούχους ανθρωπιστικών επιστημών; Πόσες φορές δεν έχουν πει ότι τα πανεπιστήμια βγάζουν πολλούς γιατρούς; Υπερβολικά πολλούς «άχρηστους» δασκάλους;
[4] Οι φιλελεύθεροι ζητούν «λιγότερο» κράτος για τους πολλούς, περισσότερο όταν πρόκειται για την αστυνομία, το σώσιμο των τραπεζών, την κοινωνικοποίηση των ζημιών....

Ο Μητσοτάκης, το τέρας της Χρυσής Αυγής και τα συγκοινωνούντα δοχεία


Ο Μητσοτάκης, το τέρας της Χρυσής Αυγής και τα συγκοινωνούντα δοχεία

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjI81t2HA3phSUeeb7IGa0APmDnE13dpXvREz8e5MWywRUOqj_OZRLGNYNOwz2SsI9p6RY_m6aHiwkyVlWcI9_CL_rR87sOZyRnum-cojvynVqcWDACLA46YrR17GHnvnF5VOijdYxr9lFv/s200/%CE%95%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CE%BD%CE%B11.png                                                     του Π. Μουρουζίδη 

Καιρό τώρα εκτιμούμε ως ΑΝΤΑΡΣΥΑ πως, η συντονισμένη φραστική επίθεση στο σύνολο της Αριστεράς από Βενιζέλο-Σαμαρά προ μηνών στο κοινοβούλιο, παράλληλα με τα παρακρατικού τύπου χτυπήματα των φοιτητικών παρατάξεων το Μάρτιο, ως τα προεκλογικά τηλεοπτικά βρισίδια της Ντόρας στο βουλευτή κ. Στρατούλη, δεν είναι συμπτωματική ή ήσσονος σημασίας, αλλά σηματοδοτεί μία ποιοτική αλλαγή του πολιτικού συστήματος. Το επιβεβαιώνουν η θρασύδειλη επίθεση Κασιδιάρη στη βουλευτή του ΚΚΕ και οι ολοένα συχνότερες, δεκάδες επιθέσεις  της Χρυσής Αυγής τον Ιούνιο σε μετανάστες (Αττική, Βέροια, Ηράκλειο), περίπτερα και υποψήφιους βουλευτές κομμάτων της Αριστεράς (ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ΚΚΕ-Αγ. Παρασκευή), η καταστροφή του μνημείου του Άρη Βελουχιώτη(!) στη Μεσούντα Άρτας, επιθέσεις εν τέλει απέναντι στον πραγματικό-μοναδικό τους εχθρό: τους μετανάστες και την Αριστερά.
Το «αφοπλιστικό» επιχείρημα χρόνων, ήταν πως οι μετανάστες μας παίρνουν τις δουλειές. Τώρα που δεν υπάρχουν καθόλου δουλειές το επιχείρημα μεταλλάσσεται στο «μας παίρνουν τις θέσεις, στους παιδικούς σταθμούς και στα ράντζα των νοσοκομείων». Αυτό το τελευταίο το λέει ο Σαμαράς και η Χρυσή Αυγή συμπληρώνει (το ‘να χέρι νίβει τ’ άλλο) πως θα κάνει ντου… Είναι τόσο φτηνή, κοντόφθαλμη και μισάνθρωπη αυτή η λογική, που σε λίγο θα μας πουν πως οι μετανάστες «μας κλέβουν τ’ αποφάγια από τους κάδους σκουπιδιών - οι σκουπιδοτενεκέδες είναι αποκλειστικά για τους … Έλληνες!».
Είναι όμως αυτοφυές το σαρκοβόρο σαπρόφυτο της Χρυσής Αυγής; Πρόκειται απλώς για τα ζόμπι των φασιστοσυνάξεων σε Γράμμο-Βίτσι στα οποία, παρεπιπτόντως, πρωτοστατούσαν απομεινάρια της ΕΠΕΝ, συμμετείχαν (απευθύνοντας χαιρετισμό και καταθέτοντας στεφάνι) βουλευτές της ΝΔ αγκαλιά με τους Χρυσαυγίτες;
«Αντιβία στη βία των κουκουλοφόρων και της Αριστεράς.» χαρακτήρισε ο Κ. Μητσοτάκης, τη δράση της Χρυσής Αυγής και των ακροδεξιών ομάδων. «Δεν επιτρέπεται ούτε βία από την Αριστερά(!) ούτε αντιβία(!) από τη Δεξιά». Δηλαδή οι κουκουλοφόροι φέρανε τη Χρυσή Αυγή! Κρίμα που δε «βγάλανε» τις κουκούλες από τους κουκουλοφόρους, όπως υπόσχεται ο Σαμαράς, για να διαπιστώσουμε πως οι περισσότεροι είναι έμμισθοι υπάλληλοι, ασφαλίτες και μπράβοι της νύχτας… 
Πήρανε όμως πληρωμένη απάντηση, οι κ.κ. Μητσοτάκης και Σαμαράς, από τον Παναγιώτη Ψωμιάδη, όταν τους εξέθεσε ανεπανόρθωτα, ομολογώντας αυτό που όλος ο κόσμος ξέρει, πως στην ουσία ΝΔ-ΛΑΟΣ και Χρυσή Αυγή είναι «αδελφά κόμματα»! Η θεωρία των «συγκοινωνούντων δοχείων» βρίσκει την απόλυτη ομολογία και αποκάλυψη στη «δεξιά πολυκατοικία»!
Στο ΠΑΣΟΚ, ασκούνται σε ασκήσεις σοφιστιών. Την Πέμπτη το βράδυ στην κεντρική πλατεία της Πτολ/δας, ο κ. Κουκουλόπουλος προσπαθούσε να μας πείσει να ψηφίσουμε ΠΑΣΟΚ για να μην ξεπουληθούν οι ΔΕΚΟ αντί πινακίου φακής(!), για να αντισταθούν στην Τρόικα και την εξωτερική επιβολή(!) και τελευταίο και καλύτερο, για να εξαφανίσουν την ακροδεξιά, όπως έχει κάνει στην Ιστορία (κάπου εκεί μπέρδεψε και τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης!) και εγγυάται να το ξανακάνει η μεγάλη δημοκρατική παράταξη!... Ας του πει κάποιος τέλος πάντων, πως οι γερμανοί σοσιαλοδημοκράτες της εποχής (1918-1919), Νότσκε και Έμπερτ, κατέσφαξαν τους Σπαρτακιστές, χιλιάδες εργάτες, τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και τον Κ. Λήμπνεκχτ, κι άνοιξαν το δρόμο στο Χίτλερ!..
Επιβεβαιώνεται για ακόμα μια φορά στην Ιστορία, ότι τα διάφορα ναζιστικά μορφώματα αποτελούν το μαστίγιο του συστήματος για την τρομοκράτηση των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων. Στο στόχαστρο τέτοιων οργανώσεων βρίσκεται μόνιμα η Αριστερά, οι κομμουνιστές και οι εργαζόμενοι που αγωνίζονται.
https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhtk_4Rvly0ekntF8btp_Z2nxf-UL1xdg0xyJLYXHKx_TlKZm-k_PX55VRvjnLom7mDFMsuDfshHi9GYfLGOQ5eQRHyFR4T2uo2xiwCGQomRFWgNHZ1XKbWXRZh-QgujfzXhmhDWDkX2Daq/s200/%CE%95%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CE%BD%CE%B12.jpgΌπως και στην περίοδο που γεννήθηκε ο φασισμός, σε περίοδο κρίσης, έτσι και τώρα, ο φασισμός ως επιλογή της άρχουσας τάξης – τμημάτων του κεφαλαίου, είναι η ετεροθαλής αδερφή της αστικής δημοκρατίας, που προκρίνεται για να συντρίψει την άνοδο του εργατικού και αριστερού κινήματος, όταν η ίδια η αστική δημοκρατία δεν μπορεί να το κάνει.
Ο φασισμός και ο ναζισμός είναι γέννημα θρέμμα του βάρβαρου καπιταλιστικού συστήματος. Η Χρυσή Αυγή αποτελεί την παραβίαση της αστικοδημοκρατικής νομιμότητας από πλευράς της άρχουσας τάξης. Αυτό εκφράζει συμπυκνωμένα το χαστούκι του νεοναζί μπράβου στη Λ. Κανέλλη. Αυτή η παραβίαση δεν είναι όμως δυνατόν να νικηθεί χωρίς όξυνση της ταξικής πάλης, καθώς και σε όλα τ’ άλλα πεδία της αντιπαράθεσης, ιδεολογίας-θεωρίας-πάλης-αλληλεγγύης και λαϊκής αυτοάμυνας. Ένα μαζικό λαϊκό κίνημα της ρήξης και της ανατροπής είναι η καλύτερη απάντηση στους ταγματασφαλίτες που ξαναβγαίνουν απ’ τα λαγούμια τους.
Απαιτούμε τη διάλυση της Χρυσής Αυγής, να τεθεί εκτός νόμου αυτή η εγκληματική συμμορία! Δεν τρέφουμε καμία αυταπάτη πως υπάρχει έστω και μία πιθανότητα να συμβεί κάτι τέτοιο. Η βία της ΧΑ είναι η βία του καπιταλιστικού συστήματος που λόγω κρίσης δεν έχει περιθώρια παροχών κι επιλέγει το σφαγιασμό εργαζομένων και συνταξιούχων, για να αντιρροπήσει τη μικρή του (ως ποσοστό) κερδοφορία. Να ξέρουν όμως καλά, πως όπως στο παρελθόν το λαϊκό κίνημα διέλυσε τις ομάδες των Μπουραντάδων, τους ΜΑΥδες και την ομάδα Χ, έτσι θα διαλύσει και τους σύγχρονους ταγματασφαλίτες!

ΤΟ ΣΥΝΤΟΜΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΗΣ ΟΛΙΓΑΡΧΙΑΣ, του Πέτρου Παπακωνσταντίνου


Παρασκευή, 22 Ιουνίου 2012

ΤΟ ΣΥΝΤΟΜΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΗΣ ΟΛΙΓΑΡΧΙΑΣ


Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Πηγή: ThePressProject (via ISKRA)

“Άλλη μια τέτοια νίκη και χαθήκαμε”, είπε ο Πύρρος μετά τη δύσκολη επικράτηση του αποδεκατισμένου στρατού του επί των Ρωμαίων, το 281 π.Χ. Παρόμοια συναισθήματα συνόδευαν, το βράδυ της περασμένης Κυριακής, τον βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης των αστικών επιτελείων για τη σημαντική επιτυχία τους να αποτρέψουν τον σχηματισμό της πρώτης αριστερής κυβέρνησης στον Δυτικό κόσμο μετά την κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου υπό τον Λεόν Μπλουμ, στη Γαλλία του 1936.
Η Νέα Δημοκρατία και το υπόλειμμα του ΠΑΣΟΚ γνωρίζουν ότι οι ψηφοφόροι τους ψήφισαν με κλειστή τη μύτη, υπό το κράτος του τρόμου που είχαν διαχύσει στην κοινωνία οι ωμές, άνευ προηγουμένου παρεμβάσεις των ξένων δυνάμεων και τα συγκροτήματα της κατ΄ ευφημισμόν “ενημέρωσης”. Ο Τσίπρας δεν είχε να αντιμετωπίσει σ΄ αυτή τη μάχη τον Σαμαρά και το Βενιζέλο, αλλά τη Μέρκελ, τον Ολάντ και τον Ομπάμα, που έκαναν μέχρι την τελευταία στιγμή προεκλογική εκστρατεία από τα δελτία των οκτώ. Παρόλα αυτά, ο ΣΥΡΙΖΑ εκτοξεύθηκε μέσα σε ένα μήνα από το 4.5% στο 27%, ενώ στο σύνολό της η Αριστερά (συμπεριλαμβάνοντας το ΚΚΕ και τις εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις) ψηφίστηκε από το ένα τρίτο του εκλογικού σώματος, πολύ περισσότερο από το ιστορικό 24% της ΕΔΑ, το 1958.

Όσοι, μικρόψυχοι ή λιπόψυχοι, σπεύδουν να μιλήσουν για ευκαιριακή, εκλογική φούσκα, που μοιραία θα συρρικνωθεί με την ίδια ταχύτητα που διογκώθηκε, παραγνωρίζουν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του αποτελέσματος και τον εκρηκτικό χαρακτήρα της συγκυρίας. Ο διπολισμός Δεξιά- Αριστερά που εκδηλώθηκε στο πολιτικό επίπεδο είχε σαφέστατο κοινωνικό περιεχόμενο. Η ανάλυση των εκλογικών αποτελεσμάτων κατά γεωγραφική περιοχή και κοινωνική κατηγορία αναδεικνύει κυριολεκτικά τη σύγκρουση δύο κόσμων. Η Νέα Δημοκρατία συσπείρωσε τη μεγάλη, μεσαία και μικρή αστική τάξη, την πλειονότητα των εκτός παραγωγής στρωμάτων, συνταξιούχων και νοικοκυρών, της υπαίθρου που έχει πληγεί λιγότερο από την κρίση και των μεγάλων ηλικιών, όπου ο φόβος κυριαρχεί ευκολότερα έναντι της ελπίδας. Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ (και ως ένα βαθμό το ΚΚΕ) κυριάρχησε στους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα (την κοινωνική κατηγορία όπου είχε την πιο θεαματική εκτόξευση μεταξύ των δύο εκλογών), τους ανέργους, τους μισθωτούς του δημόσιου τομέα, τους εργατικούς Δήμους της Β΄ Αθήνα, της Β΄ Πειραιά, της Α΄ Θεσσαλονίκης και τη νεολαία- τα πιο δυναμικά, στην παραγωγή και στον αγώνα, τμήματα της ελληνικής κοινωνίας.
Δύο εκατομμύρια Έλληνες που στήριξαν την Αριστερά, αψήφισαν την τρομοκρατική υστερία των συστημικών περί επιστροφής στη Λίθινη Εποχή από την “αναπόφευκτη”, σε περίπτωση σχηματισμού αριστερής κυβέρνησης, έξοδο από το ευρώ. Αυτό ισχύει όχι μόνο για το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που πρόβαλαν χωρίς ταλαντεύσεις μια γραμμή εξόδου από την ευρωζώνη, αλλά και για τον ΣΥΡΙΖΑ, που υποστήριζε μεν ότι η έξοδος από το ευρώ δεν ήταν επιλογή του, κατέστησε όμως σαφές τις τελευταίες ημέρες- ιδιαίτερα με τις τοποθετήσεις του Αλέξη Τσίπρα- ότι το ευρώ δεν αποτελεί φετίχ και ότι η πραγματική κόκκινη γραμμή είναι η ακύρωση του μνημονίου και η επιβίωση του εργαζόμενου έθνους. Με δυο λόγια, η τρομοκρατική εκστρατεία του συστήματος που είχε ως πολιορκητικό κριό το ευρώ, ναι μεν κατάφερε να αποτρέψει τη νίκη της Αριστεράς σ΄ αυτή τη φάση, αλλά είχε ως τίμημα μια ορισμένη ριζοσπαστικοποίηση των ευρύτατων στρωμάτων που μετατοπίστηκαν από τα κόμματα του κατεστημένου (κυρίως το ΠΑΣΟΚ) προς την Αριστερά. Αυτός ο κόσμος έχει αναπτύξει πλέον κάποια πολιτικά αντισώματα απέναντι στους νέους εκβιασμούς του μέλλοντος. Θα τον βρουν μπροστά τους!
Τίποτα δεν εγγυάται ότι η τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά, που ανακοινώθηκε σήμερα, θα έχει καλύτερη τύχη από τις κυβερνήσεις Παπανδρέου και Παπαδήμου. Παντελώς απαξιωμένος στον ελληνικό λαό με τις ταπεινωτικές κωλοτούμπες του κάτω από τα προστάγματα των Γερμανών, ο νέος πρωθυπουργός έχει καταντήσει ξένος μέσα στο ίδιο του το κόμμα, όμηρος των Μητσοτακικών εσωκομματικών αντιπάλων του, αναγκαστικός συνεταίρος με το κατεξευτελισμένο ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου. Γνωρίζοντας ότι Σαμαράς και Βενιζέλος δεν έχουν καμία λαϊκή νομιμοποίηση, τα αστικά κέντρα επέβαλαν στην πρόθυμη για όλα ΔΗΜΑΡ να συμμετάσχει στην κυβερνητική πλειοψηφία εν είδει φερετζέ, διακινδυνεύοντας να κάψουν μια από τις τελευταίες πολιτικές εφεδρείες του συστήματος. Προκαλεί θλίψη να βλέπει κανείς ανθρώπους που αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί να καλούν προεκλογικά τον κόσμο να τους ψηφίσει ως κόμμα- “μπαλαντέρ”, που θα “κολλήσει” σ΄ όποιον παίχτη χρειάζεται ένα ακόμα φύλλο για να κλείσει κυβέρνηση, κι ύστερα από τις εκλογές να παίζουν ασμένως το ρόλο που έπαιζε το ΛΑΟΣ στην προηγούμενη τρικομματική κυβέρνηση. Όσο για την επιλογή της ΔΗΜΑΡ και του ΠΑΣΟΚ να στηρίξουν την κυβέρνηση χωρίς να πάρουν υπουργεία, πέραν της πολιτικής δειλίας και μιας κάποιας ντροπής που προδίδει, παραπέμπει στον αντιήρωα του Μπέρτολτ Μπρεχτ, ο οποίος, αν και είχε βουτηχτεί μέχρι το λαιμό στα βρωμόνερα, αγωνιούσε να σώσει τη χωρίστρα του.
Δεν εννοούμε με όλα αυτά ότι η νέα κυβέρνηση είναι σάπιο μήλο, έτοιμο να πέσει όπου νάναι από μόνο του. Αντίθετα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα στηριχτεί αποφασιστικά από το σύνολο της αστικής τάξης, με όλη τη δύναμη πυρός των μέσων μαζικής πλύσης εγκεφάλου- κανάλια, εφημερίδες, εταιρείες δημοσκοπήσεων. Τα πρώτα δείγματα γραφής είναι αποκαλυπτικά: Οι ίδιοι άνθρωποι που ανακάλυψαν ξαφνικά, στις 7 Μαίου, ότι αδειάζουν τα ταμεία, δεν υπάρχουν φάρμακα, καταρρέουν οι τράπεζες, τέλειωσαν τα λεφτά για τις συντάξεις, οργιάζει η εγκληματικότητα, διαλύεται το σύμπαν και πάει λέγοντας, από την Κυριακή το βράδυ τα έκαναν όλα γαργάρα, λες και με τη νίκη της Νέας Δημοκρατίας η τάξη, η ασφάλεια και η αισιοδοξία επέστρεψαν στη χώρα όπου ανθεί φαιδρά η πορτοκαλέα.
Ωστόσο, η κατάσταση παραμένει εξαιρετικά ασταθής και απρόβλεπτη, με τις συστημικές δυνάμεις υποχρεωμένες να ασκούν μια ευάλωτη “κυριαρχία χωρίς ηγεμονία”. Η τρικομματική κυβέρνηση θα μπορέσει να σταθεροποιηθεί για κάποιο διάστημα μόνο αν οι κυρίαρχες δυνάμεις της Ε.Ε.- και κυρίως η Γερμανία- ανακρούσουν πρύμναν από τη γραμμή της ακραίας λιτότητας και της εσωτερικής υποτίμησης, κάτι που δεν φαίνεται για την ώρα, ούτε καν ως πιθανότητα, στον ορίζοντα. Το μόνο που φαίνονται διατεθειμένοι να “προσφέρουν” στη νέα κυβέρνηση είναι η επιμήκυνση του μνημονίου, χωρίς καμία υπαναχώρηση από τις ουσιαστικές δεσμεύσεις. Σ΄ αυτή την περίπτωση, θα πρόκειται για καθαρό εξευτελισμό των τριών εταίρων, οι οποίοι προεκλογικά υπόσχονταν “σταδιακή απαγκίστρωση” από το μνημόνιο και μετεκλογικά θα κληθούν να το... επιμηκύνουν!
Το μόνο που μπορούμε να περιμένουμε από την κυβέρνηση Σαμαρά, έστω με τους δωρητές σώματος της “υπεύθυνης Κεντροαριστεράς”, είναι ένα απολυταρχικό κράτος εκτάκτου ανάγκης, για το οποίο μας έχει ήδη προετοιμάσει ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας με την πιο αντικομμουνιστική, ξενοφοβική, αυταρχική προεκλογική εκστρατεία της Δεξιάς ύστερα από τη μεταπολίτευση. Πέρα από κάποιες, κυρίως διακοσμητικές “διορθώσεις”, το βάρος θα πέσει στην επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων, τις απολύσεις- εφεδρεία δημοσίων υπαλλήλων, τις νέες περικοπές στις συντάξεις και τις κοινωνικές ασφαλίσεις, εν ολίγοις στη συνέχιση της εσωτερικής υποτίμησης με άλλα μέσα.
Επομένως, ένας νέος γύρος σύγκρουσης με τα λαϊκά στρώματα είναι απλώς θέμα χρόνου. Εδώ θα κληθεί να παίξει το ρόλο της και η Χρυσή Αυγή, η οποία, ακολουθώντας το ναζιστικό της αρχέτυπο, πολύ εύκολα θα μεταμορφωθεί από “αντισυστημική, λαϊκή” δύναμη σε εταιρεία σεκιούριτι του συστήματος εναντίον των κοινωνικών αγωνιστών. Άλλωστε, αυτός ο ρόλος είναι εγγεγραμμένος στα κοινωνικά γονίδια της ακροδεξιάς συμμορίας, εκφραστή της κατεστραμένης μικροαστικής τάξης που παθαίνει αμόκ και των πιο λούμπεν, καθυστερημένων εργατικών στρωμάτων. Είναι αυτός ο υπόκοσμος των θρασύδειλων, που στέκονται σούζα απέναντι στο κεφάλαιο όταν δεν στελεχώνουν τους κρατικούς και παρακρατικούς, κατασταλτικούς μηχανισμούς του, για να βγάλουν όλη την “παλικαριά” τους απέναντι στους αδύνατους, όταν μαχαιρώνουν μετανάστες ή χαστουκίζουν γυναίκες- σαν τον θρασύδειλο λοχία που τρέμει μπροστά στον λοχαγό και κάνει καψόνια στους νεοσύλλεκτους μέχρι να βρει το δάσκαλό του και να μαζευτεί στα αβγά του.
Στη νέα κατάσταση που διαμορφώνεται, η χάραξη στρατηγικής από την πλευρά της μαχόμενης Αριστεράς απαιτεί μια σωστή εκτίμηση των συσχετισμών και του πολιτικού χρόνου. Δύο λάθη πρέπει, πιστεύουμε, να αποφευχθούν: Πρώτον, η αίσθηση ότι έχουμε να κάνουμε με έναν αγώνα σπριντ, ότι απέχουμε ελάχιστα από την κατάκτηση της εξουσίας κι ότι με μια υπερένταση προσπαθειών θα το καταφέρουμε σύντομα- κάτι που θα οδηγήσει είτε σε τυχοδιωκτισμούς, είτε, το πιθανότερο, σε δεξιόστροφες λογικές “γρήγορης, περαιτέρω διεύρυνσης με την υιοθέτηση μιας πιο υπεύθυνης, μετριοπαθούς αντιπολιτευτικής στάσης”. Και δεύτερον, η αδικαιολόγητη αίσθηση της συντριβής, του “όλα ξεκινάνε από την αρχή”, που είναι ισχυρή, μετά το εκλογικό σοκ, στην πέραν του ΣΥΡΙΖΑ Αριστερά και ωθεί σε μια μακρόχρονη ενδοσκόπηση, με απόσυρση από την καυτή πολιτική συγκυρία.
Η μαχόμενη Αριστερά στο σύνολό της- και κάθε πολιτική της δύναμη με το δικό της τρόπο- οφείλει, κατά τη γνώμη μας, να προετοιμαστεί για έναν “αγώνα δρόμου ημιαντοχής” με στόχο όχι μόνο την κυβερνητική, αλλά και την πραγματική εξουσία σε ορίζοντα αρκετών μηνών ή λίγων χρόνων. Το άμεσο ζητούμενο δεν είναι επικοινωνιακού τύπου πρωτοβουλίες “διεύρυνσης” (ή πολύ περισσότερο δεξιόστροφες μετατοπίσεις που θα φέρουν αναπόφευκτα τη διάσπαση και την αποθάρρυνση), αλλά η πολιτική και οργανωτική εμπέδωση αυτού που έχει προσωρινά κατακτηθεί στο εκλογικό και το κινηματικό επίπεδο. Το εκλογικό αποτέλεσμα και ο σχηματισμός μνημονιακής κυβέρνησης θα φέρουν ένα προσωρινό μούδιασμα σε μερίδα του κόσμου που μετατοπίστηκε προς την Αριστερά χωρίς να ταυτίζεται ιδεολογικά με κάποιο από τα κόμματά της. Αυτό είναι αναπόφευκτο, αλλά και ανατρέψιμο. Αρκεί να αξιοποιήσουμε τον- λίγο, ίσως μόνο μέχρι το φθινόπωρο- χρόνο που μας προσφέρεται για τον αναγκαίο στρατηγικό επανεξοπλισμό, κάνοντας κάμποσα βήματα πίσω ώστε να πάρουμε φόρα και την επόμενη φορά να πηδήσουμε μακρύτερα.
Στη σημερινή συγκυρία, η πρώτη ευθύνη για την πολιτική και οργανωτική άρθρωση της σκόρπιας, εκλογικής Αριστεράς μοιραία πέφτει στον ΣΥΡΙΖΑ. Όχι μόνο λόγω εκλογικής δύναμης, αλλά και γιατί αποτελεί τη λιγότερο πολιτικά συνεκτική, κινηματικά ισχυρή και οργανωτικά αρθρωμένη- επομένως ευάλωττη- πτέρυγα της Αριστεράς. Ήδη, οι λυσσαλέες επιθέσεις που δέχτηκαν οι εκπρόσωποι των πιο αριστερών απόψεων μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ (Λαφαζάνης, Στρατούλης κ.α.) στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου και η προκλητική προβολή των δεξιότερων έδειξαν καθαρά τις προθέσεις των συστημικών δυνάμεων και τις αντιφάσεις του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ. Άλλο τόσο είναι αλήθεια, όμως, ότι στο πρόσωπο του Αλέξη Τσίπρα ο ΣΥΡΙΖΑ βρήκε έναν ηγέτη ο οποίος όχι μόνο δεν ελέγχεται από το σύστημα (όπως δεν ελεγχόταν και ο προκάτοχός του Αλέκος Αλαβάνος, πληρώνοντας το σχετικό τίμημα), αλλά και έχει αποκτήσει σταθερό βάδισμα και ευρύτερο κύρος, που θα του επιτρέψουν, αν το επιλέξει, να πάρει θαρραλέες πρωτοβουλίες ανασυγκρότησης του ευρύτερου αριστερού, λαϊκού, δημοκρατικού χώρου. Ακόμη κι αν αυτές οι πρωτοβουλίες προκαλέσουν αποχωρήσεις κάποιων στελεχών ή ευκαιριακών συνοδοιπόρων (κάτι που συνέβη σε όλα τα δυναμικά ανερχόμενα πολιτικά ρεύματα), το προσωρινό κόστος θα είναι διαχειρίσιμο και το στρατηγικό όφελος πολύ μεγαλύτερο.
Οι πρωτοβουλίες για τις οποίες κάνουμε λόγο δεν μπορεί να αφορούν μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ και τη διαχείριση των “συνιστωσών” του. Κυρίως αναφέρονται στην ανάγκη να συγκροτηθεί ενιαίο λαϊκό μέτωπο, με πρωτοβουλία των δυνάμεων της ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής Αριστεράς, αλλά όχι περιορισμένο στα στενά πολιτικά της όρια. Ένα μέτωπο που δεν θα αποτελεί συνεύρεση “πολιτικών γραφείων”, αλλά θα οικοδομηθεί κυρίως στη βάση, με τη συγκρότηση ενός δικτύου επιτροπών κοινωνικής αλληλεγγύης, που θα δίνουν καθημερινά τη μάχη της επιβίωσης, της αλληλοβοήθειας, της αγωνιστικής διεκδίκησης και της λαϊκής αυτοάμυνας (με πολιτικούς όρους και όχι με όρους βεντέτας) απέναντι σε εγκληματικές και φασιστικές συμμορίες. Παράλληλα, θα ήταν χρήσιμο οι αριστερές δυνάμεις, υπερβαίνοντας λογικές τυφλής διάσπασης, να πάρουν άμεσα συντονισμένες πρωτοβουλίες για ανατροπή των συμβιβασμένων ηγεσιών στα συνδικάτα με έκτακτα συνέδρια, αξιοποιώντας την κοινωνική δυναμική των εκλογικών αποτελεσμάτων. Τελευταίο στη σειρά, αλλά όχι και σε σημασία ζητούμενο της στιγμής είναι, πιστεύουμε, η άμεση ανάληψη πρωτοβουλιών για να σπάσει το μονοπώλιο των μνημονιακών δυνάμεων στην ενημέρωση. Το μέγεθος των προκλήσεων που έχει να αντιμετωπίσει η Αριστερά καθιστά απολύτως αναγκαία τη δημιουργία μιας μαζικής κυκλοφορίας, ημερήσιας εφημερίδας και ενός έστω μικρού προϋπολογισμού ενημερωτικού, τηλεοπτικού καναλιού. Είναι βέβαιο ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος των πολιτών, που νοιώθει παντελώς αποξενωμένο από τα υπάρχοντα μέσα ενημέρωσης, θα αγκάλιαζε πολύ γρήγορα παρόμοιες πρωτοβουλίες.
Παρασκευή 22 Ιουνίου 2012.

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

Για τον κίνδυνο εκφασισμού

Για τον κίνδυνο εκφασισμού
του Δημήτρη Λένη   
26.06.12
www.ektosgrammis.gr
1716Όπως προειδοποίησε ο Πουλαντζάς, ο φασιστικός κίνδυνος είναι πάντα παρών, ως πολιτικό ενδεχόμενο σε συγκυρίες κατάρρευσης του πολιτικού κέντρου (που γενικά συνδέονται με καπιταλιστική κρίση). Εν τούτοις, είναι διαφορετικό πράγμα ένα ακροδεξιών πεποιθήσεων κόμμα (π.χ. ΛΑΟΣ) από ένα ενεργό φασιστικό κίνημα και διαφορετικές οι απαντήσεις. Επίσης, είναι διαφορετικού τύπου οι κίνδυνοι από μια στρατιωτική δικτατορία, παρά από μια φασιστική. Και οπωσδήποτε το βάθος και η βιαιότητα των αλλαγών που προκαλούν συνολικά σε έναν κοινωνικό σχηματισμό οι φασιστικές δικτατορίες, τις βάζει στην κορυφή των κινδύνων. Το ερώτημα, επομένως, δεν μπορεί να απορριφθεί με μια απάντηση του τύπου «η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται παρά ως φάρσα». Υπάρχουν και τραγικές, αιματηρές φάρσες.
Η μονοκαλλιέργεια του νεοφιλελευθερισμού παντού στον κόσμο έχει προκαλέσει ακροδεξιές «λαϊκίστικες» όπως (λάθος) τις λέμε αντιδράσεις, από το tea party μέχρι τη Λεπέν. Από τη μία μεριά, η μακροπρόθεσμη ήττα του κινήματος δεν έχει επιτρέψει τη συστηματική απάντηση από την σκοπιά της εργατικής τάξης. Από την άλλη, λόγω ακριβώς ανυπαρξίας για την ώρα «κομμουνιστικού κινδύνου», σχεδόν πουθενά τα ακροδεξιά κόμματα δεν αποτελούν αυτή τη στιγμή ορατό, άμεσο φασιστικό κίνδυνο. Είναι διαφορετικά τα πράγματα αν σκεφτούμε πιο μεσο-μακροπρόθεσμα;
Στην Ευρώπη καταρχάς, αυτή τη στιγμή, υπάρχει μια ισχυρή άνοδος ρατσιστικών και εθνικιστικών κομμάτων με πολύ καλά εκλογικά αποτελέσματα. Γεγονός ευεξήγητο από την ιδιαίτερα σκληρή μοίρα που επιφύλασσε το ευρώ και η κρίση στα μικροαστικά στρώματα. Το πιο σημαντικό είναι βέβαια το κόμμα της Λεπέν στη Γαλλία, το οποίο έχει έναν λόγο σχετικά ρατσιστικό και σαφώς ακροδεξιό, με στοιχεία, όμως, αναδιανομής και περιορισμού του χρηματιστικού κεφαλαίου, αλλά απέχει πολύ από το να μπορεί να θεωρηθεί φασιστικός: κυρίως, δεν υπάρχουν συστηματικά στοιχεία ενός βίαιου κινηματισμού. Οι νεοναζιστικές γκρούπες δεν ηγεμονεύουν ακόμα στον κομματικό μηχανισμό. Οπωσδήποτε αναπαράγονται μέσα του και δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να εκραγούν στο μέλλον. Ακροδεξιές τάσεις (και μάλιστα πολύ πιο σκληρές) παρουσιάζονται στην Ολλανδία και ακόμα περισσότερο στην Ουγγαρία, με ένα κόμμα που όσον αφορά τον λόγο του είναι πραγματικά αδερφικό κόμμα της Χ.Α. Μόνο ο συμβολισμός του είναι λίγο πιο προσεκτικός, αλλά τα ποσοστά του είναι μεγαλύτερα. Και εκεί, όμως, οι εγκληματικές συμμορίες που δρουν μάλλον εγκλωβίζονται εκλογικά από το κόμμα, παρά αφήνονται να αναπτυχθούν, όσο κι αν ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Και βέβαια υπάρχει πάντα το ερώτημα της Γερμανίας, ένας φόβος που θα διαπερνά το πολιτικό σκηνικό των ευρωπαϊκών κοινοβουλευτικών θεσμών. Για την ώρα καθησυχάζονται από τρία γεγονότα: την, για ιστορικούς λόγους, γενικά χαμηλή ανοχή του πολιτικού προσωπικού και των θεσμών απέναντι στις νεοναζιστικές γκρούπες (συνταγματικές απαγορεύσεις από την μία, αλλά διείσδυσή τους στους κατασταλτικούς μηχανισμούς από την άλλη), τη σχετικά καλή ως τώρα πορεία του γερμανικού καπιταλισμού και τη σταθερότητα του κεντρικού πολιτικού και την πολύ μικρότερη σήμερα σημασία για τη γερμανική οικονομία των μικροαστών, ειδικά των παραδοσιακών μεταναστών. Είναι προφανές ότι η πορεία των πραγμάτων μπορεί να ανατρέψει τα τρία αυτά δεδομένα, αν και κάτι τέτοιο δεν θα γίνει μέσα στους επόμενους λίγους μήνες.
Οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαδικασίας εκφασισμού (ισχυρής κινηματικής μαζικοποίησης) είπαμε πως είναι, εκτός από την ίδια την ύπαρξη του κόμματος της φασιστικής πρωτοπορίας (έστω και σε ημιπεριθωριακή μορφή):
• Η κρίση ηγεμονίας της αστικής τάξης ύστερα από την αποτυχία της στρατηγικής της στο προηγούμενο στάδιο, κρίση που εκδηλώνεται ως πολιτική κρίση αντιπροσώπευσης και συμπύκνωση της (αντιφατικής και ταλαντευόμενης) μικροαστικής τάξης ως κοινωνικής δύναμης γύρω από το φασιστικό κόμμα,
• Η ήττα του εργατικού κινήματος που εκφράζεται και ως ιδεολογική κρίση και ως αποτυχία, σε ένα προηγούμενο στάδιο, κρίσιμων πολιτικών στόχων (οι οποίοι δεν είναι αναγκαστικά η επανάσταση). Το εργατικό κίνημα, εντούτοις, δεν έχει υποστεί ακόμα συντριπτική ήττα, εξακολουθεί να αποτελεί έναν δυνάμει εχθρό, ο οποίος
• Μπορεί να αποτελέσει την αιτία να σταματήσει το ξεδίπλωμα μιας νέας φάσης της αστικής στρατηγικής για τη συσσώρευση, για την οποία εκτιμάται ότι έχουν μαζευτεί οι οικονομικές, τεχνικές συνθήκες, αλλά απαιτείται για την ανάπτυξή της η πλήρης υποταγή της εργατικής τάξης (και μαζί της και η συντριβή μικροαστικών στρωμάτων που θα προδοθούν από το κόμμα τους).
Στον αναπτυγμένο καπιταλισμό δεν υπάρχουν (για την ώρα) τουλάχιστον οι δύο από τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη φασιστικού κινήματος: η διάλυση του πολιτικού σκηνικού (αν και αυτή μάλλον δεν θα αργήσει) και η προηγούμενη ήττα του κινήματος, το οποίο κρατά δυνάμεις, αλλά βρίσκεται σε κρίση. Δεδομένης, όμως, της εκρηκτικής από οικονομική πλευρά κατάστασης και της πολιτικής αποδιάρθρωσης (ή ανακατάταξης) που βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και που σύντομα θα ακολουθήσει και σε άλλες χώρες, τίποτα δεν μπορεί να αποκλειστεί. Το κίνημα στη χώρα μας, δεδομένης της συγκρότησης ενός καθαρού ναζιστικού κομματικού πόλου, οφείλει να είναι έτοιμο. Για την ακρίβεια οφείλει να κάνει ό,τι είναι δυνατό για να ξεριζώσει το ίδιο το ναζιστικό μόρφωμα και γρήγορα.
Προφανώς, ο μόνος μακροπρόθεσμος τρόπος για να γίνει αυτό είναι η ανατροπή της κατάστασης, η ακύρωση των προϋποθέσεων του ναζισμού. Η μακροπρόθεσμη στρατηγική είναι η ακύρωση της κοινωνικής καταστροφής που έχει πέσει στην χώρα, και που η ίδια (και όχι τα μέσα πληροφόρησης) επωάζει το φαινόμενο. Η Χ.Α. δεν είχε παρά μόνο δευτερευόντως κάλυψη στα μέσα, τα οποία διακίνησαν και θα συνεχίσουν να διακινούν («αυθόρμητα», χωρίς να είναι φασίστες, οδηγημένοι μόνο από το αντικειμενικό κριτήριο του κέρδους) αυτό που «πουλάει» στα λαϊκά στρώματα: ανορθολογισμό, φοβίες, ρατσισμό, το βούτυρο στο ψωμί του φασισμού. Άρα, δεν είναι τα μέσα πληροφόρησης οι υπαίτιοι για την επώαση του αυγού (απλώς το βοηθάνε), υπαίτιος είναι η αντικειμενική διάρρηξη πολιτικών δεσμών, η διάψευση των ψευδαισθήσεων και η αντικατάστασή τους με καινούργιες, πολύ πιο βίαιες και αυθόρμητα παραγόμενες. Τα κανάλια (και τα κόμματα) θα ενσωματωθούν σε αυτό το ρεύμα πλήρως και συνειδητά, μόνο όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν και το κρίνουν αυτά.
Από την άλλη μεριά, η διάρρηξη των σχέσεων εκπροσώπησης και η κατάρρευση του πολιτικού αναγκάζουν τα κύρια δεξιά κόμματα να ακολουθήσουν την αντικειμενική φορά των πραγμάτων ώστε να την εκμεταλλευτούν οπορτουνιστικά, υιοθετώντας την ακροδεξιά ατζέντα για να «χαϊδέψουν αυτιά». Το πρόβλημα εδώ είναι ότι τα αυτιά αυτά ήδη έχουν φτάσει σε κατάσταση ώστε να χρειάζονται χάϊδεμα. Κι έχουν φτάσει εκεί, όχι γιατί τους γοήτευσε ο ναζισμός, αλλά επειδή τους απογοήτευσε η κοινωνική αποδιάρθρωση, η κατάρρευση του κόσμου γύρω μας. Ο φασισμός θα χτυπήσει αν χρειαστεί και θα λεηλατήσει εκλογικά τα κοινοβουλευτικά κόμματα, όταν έρθει η στιγμή. Άρα, χρειάζεται επειγόντως να δημιουργηθούν συμμαχίες με τμήματα της μικροαστικής τάξης και της αγροτιάς που απειλούνται με αφανισμό, ώστε να αποτραπεί ιδεολογικά πρώτα η μετάβασή τους συνολικά προς τα ακροδεξιά, ώστε να δοθεί μια μακροπρόθεσμη ελπίδα για έξοδο από τον βούρκο.
Ο κίνδυνος δεν θα πάψει μέχρι να σταθεροποιηθεί ξανά το πολιτικό σκηνικό. Μια τέτοια εξέλιξη δεν είναι πιθανή στο άμεσο μέλλον και η πρωτοφανής στην ιστορία του καπιταλισμού κρίση της χώρας δεν προμηνύει καλά (ποτέ ξανά, ούτε σε συνθήκες πολέμου, δεν υπήρξε ύφεση για πέντε χρόνια σε καμιά χώρα). Η συνέχιση της πόλωσης και της αδυναμίας να συγκροτηθεί με κοινοβουλευτικά μέσα μια σταθερή κυβέρνηση θα συνεχιστεί. Ένας πρόσθετος λόγος ανησυχίας είναι ο τρόπος που τίθενται τα πολιτικά επίδικα από τις λαϊκές μάζες: το μνημόνιο-αντιμνημόνιο είναι η λάθος τομή, το λάθος ζήτημα. Η εκλογική έκρηξη του ΣΥΡΙΖΑ, που οφείλεται στο (πράγματι λαϊκό) αίτημα για αριστερή (και αντιμνημονιακή) κυβέρνηση, μπορεί να έχει εκρηκτικές συνέπειες σε άλλο πεδίο από το εκλογικό.
Πράγματι η εκλογική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ βασίστηκε και σε εργατικά στρώματα, αλλά και σε δυναμικά τμήματα της νέας μικροαστικής τάξης, μια κατάσταση εν πολλοίς αντίστοιχη με τη βάση της μεσοπολεμικής σοσιαλδημοκρατίας. Μια ενδεχόμενη αποτυχία του (ασαφώς διατυπωμένου) σχεδίου του ΣΥΡΙΖΑ, εφόσον δεν υπάρχουν αυτοί οι θεσμοί που να στρέψουν την λαϊκή διεκδικητικότητα προς βιώσιμους στόχους, ώστε να «καταλάβουν έδαφος» για τις επερχόμενες μάχες, μπορεί να έχει τα ίδια αποτελέσματα που είδαμε στο παρελθόν.
Ομοίως, η ασταθής συμμαχία των δεξιών δυνάμεων δεν ηγεμονεύει σταθερά στα κατώτερα μικροαστικά στρώματα. Το «όλοι ίδιοι είναι» και το «να καεί το μπουρδέλο το Ράιχσταγ» τους παίρνει και αυτούς μπάλα. Η κατάρρευση των δεξιών κομμάτων στο άμεσο μέλλον, το λιγότερο που θα κάνει είναι να δώσει ισχυρή ώθηση σε σκληρές κινηματικές μικροαστικές κινήσεις. Εδώ, δεν μπορούμε να μην τονίσουμε τη πιθανότητα χρήσης και των άλλων μορφών έκτακτου κράτους (της συνταγματικής εκτροπής), εφόσον οι συνθήκες το επιτρέπουν.
Άρα, χρειάζονται και άμεσα μέτρα, συμπτωματικά. Για να έρθουν αυτά θα πρέπει να σταματήσουν οι γραμμές του οικονομισμού στις τάξεις του κινήματος, οι γραμμές που είτε θεωρούν τη σοσιαλδημοκρατία τον μεγάλο εχθρό ή που υποστηρίζουν ότι η σοσιαλδημοκρατία θα καταρρεύσει και τότε θα μείνουν το συνεπές κομμάτι του κινήματος και ο (φασιστικός) αστισμός σε μια προεπαναστική περίοδο του τύπου «ή αυτοί ή εμείς».
Ιστορικά δεν συνέβηκε έτσι. Από τη στιγμή που αναπτύχθηκαν οι αντικειμενικές συνθήκες και το φασιστικό φαινόμενο είχε φτάσει στο σημείο χωρίς επιστροφή, η σοσιαλδημοκρατία μεν έπεσε, αλλά έπεσε από τον φασισμό, όχι από τα αριστερά και μαζί έπεσε και το Κ.Κ. και όλος ο γερμανικός λαός. Το αντιφασιστικό μέτωπο δεν είναι η λύση στο πρόβλημα του φασισμού, είναι απλώς μια υγειονομική ζώνη κατά της εξάπλωσής του, μέχρι οι ταξικές πολιτικές να σβήσουν τις αιτίες δημιουργίας του. Άρα, χρειάζονται κινήσεις στον γοργά αποδιαρθρωνόμενο κοινωνικό ιστό της πόλης και στις αγροτικές περιοχές, δίκτυα αλληλεγγύης και ανατροπής της κατάστασης, μονάδες λαϊκής αυτοάμυνας, συμμαχίες με μικροαστικά στρώματα. Η Αριστερά πρέπει επειγόντως αυτή να «ανακαταλάβει» τα αστικά κέντρα, πριν το κάνει το κεφάλαιο. Και πρέπει να τις ανακαταλάβει δίνοντας μάχη σε πολλά επίπεδα με τους πυρήνες διάδοσης του φασισμού, πυρήνες ιδεολογικούς και κατασταλτικούς, την αστυνομία του μέλλοντος, τους παραστρατιωτικούς πυρήνες.
Ένα τελευταίο ερώτημα, ερώτημα χωρίς απάντηση. Ο φασισμός χτυπάει, όπως είδαμε, όταν είναι πλέον καθαρό στην άρχουσα τάξη ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις για έξοδο από την κρίση, αν τσακιστεί το εργατικό κίνημα και εφόσον έχουν αναπτυχθεί και οι κινηματικές προϋποθέσεις εκ μέρους του. Το ερώτημα είναι: υπάρχουν αυτές οι οικονομικές προϋποθέσεις, είναι κοντινές; Ή μήπως, όπως υπέθετε η Κομιντέρν, ακόμα κι αν προκύψει φασιστική δικτατορία θα καταρρεύσει άμεσα ύστερα από την πλήρη αποτυχία της να μειώσει την ανεργία και να δώσει δηλαδή υλικά ανταλλάγματα στις κατώτερες τάξεις;
Το ερώτημα αυτό είναι εντελώς λάθος για πολλούς λόγους. Πρώτα από όλα, μπορούμε να διακινδυνεύσουμε το ενδεχόμενο, όσο μικρό και αν είναι, φασιστικής δικτατορίας, για να περιμένουμε μετά να καταρρεύσει μόνη της και να έρθει ο σοσιαλισμός; Ποιος θα έχει μείνει να περιμένει την κατάρρευση; Αλλά και από οικονομική (οικονομίστικη) άποψη, ακόμα κι αν δεχτούμε (κάνοντας, βέβαια, λάθος) αυτήν την άποψη, δεν είναι σαφές ότι τα πράγματα θα γίνουν έτσι.
Πράγματι, το πιθανότερο ενδεχόμενο είναι μέσα στο άμεσο μέλλον η Ελλάδα να εκδιωχτεί ή να αποχωρήσει από την Ευρωζώνη ή η τελευταία να υποκύψει στις αντικειμενικές διαλυτικές αντιφάσεις της που την τανύουν καταστροφικά. Από οικονομική άποψη, αυτή θα είναι μια πολύ καλή ευκαιρία για το ελληνικό κεφάλαιο να επιτεθεί δυναμικά. Ύστερα από τόσα χρόνια ύφεσης, υπάρχουν αντικειμενικές προϋποθέσεις εκτίναξης της οικονομίας. Υπάρχει, πια, σοβαρός χώρος για έντονη καπιταλιστική ανάπτυξη, εφόσον, όμως, οι πολιτικές συνθήκες είναι ευνοϊκές. Όμως, η σύντομη καταιγίδα που θα ακολουθήσει την έξοδο θα έχει επίσης ευρύτερες συνέπειες για τα λαϊκά στρώματα και ειδικά τους μικροαστούς. Οι πολιτικές που θα ακολουθηθούν στο ενδιάμεσο αυτό διάστημα, το βάθος των συμμαχιών που θα έχουν συναφθεί δεξιά και αριστερά θα δοκιμαστούν οξύτατα. Η πιθανότητα λάθους εκεί θα είναι και μεγάλη και με βαρύτατες συνέπειες. Ανάλογα με το πώς θα γίνει αυτή η μετάβαση, θα κριθεί ξεκάθαρα και μια μεγάλη μάχη για το ταξικό μέλλον της χώρας. Μια πτώση της σοσιαλδημοκρατίας σε τέτοιες συνθήκες θα είναι το ιδανικό περιβάλλον μιας επιθετικής (μέχρι θανάτου) κίνησης του κεφαλαίου. Και η «συνεπής» Αριστερά που τα λέει σωστά δεν θα έχει να κερδίσει τίποτα σε αυτή την περίπτωση, αντίθετα θα χάσει τον κόσμο. (Να θυμίσουμε το μακροπρόθεσμο κόστος που πλήρωσε, όχι μόνο η σοσιαλδημοκρατία, αλλά και το ΚΚΓ από τον χειρισμό της ήττας, ήττας που δεν ήταν δική τους. Να θυμίσουμε, επίσης, ότι το ΚΚΓ που όχι μόνο τα έλεγε σωστά αλλά τα έκανε κιόλας, εντούτοις ως μόνο αποτέλεσμα είδε την σοσιαλδημοκρατία να πέφτει και αυτό να πληρώνει το ανθρώπινο κόστος.)
Στον Μεσοπόλεμο (και όχι μόνο στην Γερμανία) η στρατηγική των μονοπωλίων, λόγω της διαφορετικής τότε ακόμα δυναμικής του καπιταλισμού, των νέων εφευρέσεων και τεχνικών παραγωγής που ήταν έτοιμες, των ευρύτατων σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο αγροτικών στρωμάτων που έπρεπε να προλεταριοποιηθούν, των γυναικών που μπορούσαν να μπουν στην παραγωγή κ.λπ., προέκρινε τη μορφή του παρεμβατικού (κεϊνσιανού) κράτους που χρηματοδοτεί μεγάλα έργα, κάνει εθνικοποιήσεις κ.λπ. Η παρούσα συγκυρία δεν φαίνεται να ευνοεί (όχι ακόμα) τέτοιου είδους πολιτικές. Η απόλυτη σύγκληση του λόγου της Χ.Α. (φιλελευθερισμος και κανένα σοσιαλιστικό στοιχείο) και του Τζήμερου (στρατόπεδα εργασίας για τους μετανάστες πρώτα και μετά βλέπουμε, ποινικοποίηση της Αριστεράς) δεν δείχνουν προς κράτος έκτακτης ανάγκης που να αφήνει κάποιον χώρο τουλάχιστον για υλικές παραχωρήσεις. Αντίθετα• ειδικά στην Ελλάδα, ο κοινωνικός πλούτος που δεν είναι ιδιωτικοποιημένος είναι ιδιαίτερα μεγάλος και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για «εθνική» ανάπτυξη (αρκεί να εκποιηθεί στο μεγάλο κεφάλαιο, με μοναδική ίσως προϋπόθεση το τελευταίο να είναι «εθνικό»).
Αυτό δεν σημαίνει ότι ένα τέτοιο κράτος θα κατέρρεε μετά από λίγο: οι μικροαστικές τάξεις, στηρίγματα και κορμός του φασισμού, δεν τρέφονται από τις υλικές παραχωρήσεις που τους κάνει το φασιστικό κράτος (εκτός από τη μαζική επάνδρωση των μηχανισμών του και επομένως τις συμμαχίες που συνάπτονται με τον μισθό), ούτε από την εξέλιξη του καπιταλισμού, εξέλιξη που ο φασισμός επιταχύνει, «καταναλώνοντας» τους μικροαστούς στη διαδρομή. Τρέφονται ουσιαστικά από την ιδεολογία τους, αποδεχόμενες τη σταδιακή καταστροφή τους από τον μονοπωλιακό αστισμό.
Ένα αντιφασιστικό μέτωπο, με γείωση στον κόσμο της γειτονιάς, τον κόσμο της αγροτιάς, που να μπορεί να προσφέρει πραγματικές άμεσα εφαρμόσιμες λύσεις ανακούφισης και κυρίως προστασίας από το φίδι, είναι επίκαιρο. Οι πολιτικές αυτές που θα επιτρέψουν τη μόνιμη λύση είναι το ζητούμενο.
Και για να γίνουν αυτά χρειάζεται το κίνημα να είναι σε θέση να επιλύει τις αντιφάσεις στους κόλπους του λαού με εποικοδομητικό και όχι καταστροφικό τρόπο.

Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

Σύντομη ιστορική αναδρομή στη Βαϊμάρη: Η πολιτική, του Δημήτρη Λένη


27/06/2012 - 08:29

                                   Σύντομη ιστορική αναδρομή στη Βαϊμάρη: Η πολιτική
 
 

του Δημήτρη Λένη
 
 
Ο 20ος αιώνας ξεκίνησε με ένα σαδιστικό σφαγείο σε κλίμακα που ο κόσμος δεν είχε ξαναδεί: τον μεγάλο (ιμπεριαλιστικό) πόλεμο. Μια ολόκληρη γενιά Ευρωπαίων στάλθηκε από τις ηγεσίες των κρατών της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας στη λάσπη των χαρακωμάτων για να βρει έναν οδυνηρό, ακίνητο και μάταιο θάνατο, φυσικό ή πνευματικό. Η ιμπεριαλιστική αλυσίδα δεν άντεξε τον παραλογισμό• έσπασε με την Οκτωβριανή επανάσταση. Το 1918, παρά την αποχώρηση της νεοσύστατης Σοβιετικής Δημοκρατίας από τον πόλεμο, γεγονός που έλυνε τα χέρια των Γερμανών στρατηγών στο ανατολικό μέτωπο, η κατάσταση στο εσωτερικό της Γερμανικής Αυτοκρατορίας ήταν κι αυτή κοντά στο να μπορεί να χαρακτηριστεί επαναστατική.
 
 
Μπορεί ο Κάιζερ να εγκατέλειψε τον θρόνο του τον Νοέμβριο του '18, αλλά η σχεδόν επαναστατική κατάσταση ποτέ δεν έγινε κοινωνική επανάσταση (όπως ήλπιζε ο Λένιν). Το πτώμα της Λούξεμπουργκ (που στο κάτω κάτω διαφώνησε με την κήρυξη της επανάστασης από τον Λίμπκνεχτ) στο κανάλι Landwehr του Βερολίνου τον Γενάρη του '19 ήταν κατά κάποιο τρόπο ο τελευταίος όψιμος θρίαμβος της δυναστείας των Χοεντσόλερν και ο πρώτος πρώιμος θρίαμβος των ναζί. Γιατί μπορεί η δυναστεία να μην κυβερνούσε πλέον και οι ναζί να μην είχαν ακόμα συγκροτηθεί σε κόμμα, αλλά τα Freikorps, τα δολοφονικά αποσπάσματα αποστρατευμένων στρατιωτών, συνήθως μοναρχικών απόψεων, που κατέστειλαν κτηνωδώς τις εξεγέρσεις υπό την επίβλεψη του περιβόητου Noske [1], αργότερα αποτέλεσαν τον πυρήνα των SA.
 
 
Το καλοκαίρι του 1918, λίγο πριν το τέλος του πολέμου, βρήκε τη Γερμανική Αυτοκρατορία, μια οπισθοδρομική πολιτικά αλλά ταυτόχρονα και την πιο προχωρημένη τεχνικά και οικονομικά ιμπεριαλιστική δύναμη, σε βαθιά κρίση. Από τη μια μεριά, η εξάντληση όλων των πόρων, τεχνικών και ανθρώπινων, σήμαινε ότι η Γερμανία έπρεπε να συνθηκολογήσει. Από την άλλη, ευρύτατα λαϊκά εργατικά στρώματα, τόσο στο μέτωπο και στο ναυτικό όσο και στα εργοστάσια, περίμεναν είτε τη ριζική ανατροπή της κατάστασης και βελτίωση της ζωής τους είτε (τα πιο συνειδητοποιημένα τμήματα) την επέκταση της Οκτωβριανής Επανάστασης στη Γερμανία.
 
 
 
 
Οι μέρες πριν και μετά την επίσημη λήξη του πολέμου ήταν μέρες τρομερής συμπύκνωσης του ιστορικού χρόνου. Η επανάσταση κηρύχτηκε στον στόλο, στο Βερολίνο και σε άλλες πόλεις από την αριστερή αντιπολίτευση των σοσιαλδημοκρατών, χωρίς όμως να έχουν ακόμα σωρευτεί οι αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες. Η πλειοψηφία των ρεφορμιστών σοσιαλδημοκρατών προσπάθησε με νύχια και με δόντια να περιορίσει τις συνέπειες της επανάστασης, μετατρέποντας την αυτοκρατορία σε μια προοδευτική αστική δημοκρατία. Το σχέδιό τους πέτυχε, αλλά με μεγάλο και μακροπρόθεσμο κόστος. Ταυτόχρονα, ο στρατός, το σημαντικότερο προπύργιο εξουσίας της παλιάς αντιδραστικής φεουδαρχικής τάξης των αριστοκρατών γιούνκερ, στρατηγικός σύμμαχος του κεφαλαίου, προσπάθησε να αποσείσει από πάνω του τις ευθύνες για την ταπεινωτική ήττα, κατασκευάζοντας τον μύθο της «πισώπλατης μαχαιριάς», ένα επιχείρημα, δηλαδή, που έλεγε ότι η Γερμανία δεν έχασε λόγω στρατιωτικής ήττας (εξάλλου ποτέ δεν πάτησαν το πόδι τους εχθρικά στρατεύματα σε αυτοκρατορικό έδαφος), αλλά λόγω της προδοσίας στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας από τους «εβραιομπολσεβίκους», ένα επιχείρημα που αντιστρέφει την ροή της αιτιότητας: ήταν μάλλον η ήττα στο μέτωπο (ως αποτέλεσμα της βαθιάς αποτυχίας της αυτοκρατορικής στρατηγικής σε όλους τους τομείς) που έφερε την εξέγερση και όχι το αντίθετο.
 
 
Η ήττα έφερε τη Συνθήκη των Βερσαλλιών το 1919 (που την υπέγραψε και την χρεώθηκε η νέα σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση και όχι οι πραγματικοί υπεύθυνοι της ήττας [2]), μια πραγματικά ληστρική συμφωνία με επαχθέστατους και εκδικητικούς όρους για τις κατώτερες γερμανικές τάξεις, που επιπλέον, λόγω των βαρύτατων εδαφικών παραχωρήσεων που προέβλεπε, εκλήφθηκε από ευρύτατα στρώματα και ως εθνική προδοσία. Μεταξύ άλλων, η Γερμανία έπρεπε να πληρώνει σε χρυσό ένα τεράστιο ετήσιο ποσό ως «πολεμικές αποζημιώσεις», ποσό που ουσιαστικά θα έπεφτε στις πλάτες των λαϊκών τάξεων. Επίσης, η Γερμανία, αφού αναγνώριζε επισήμως την ευθύνη της για την έναρξη του πολέμου, έπρεπε ουσιαστικά να αφοπλιστεί και ο μικρός στρατός που θα είχε δικαίωμα να διατηρεί θα έπρεπε να είναι επαγγελματικός. Θα έπρεπε να παραδώσει ευρύτατες περιοχές στα ανατολικά στην Πολωνία. Σε ορισμένες άλλες περιοχές θα γινόταν δημοψήφισμα αυτοδιάθεσης, ενώ άλλες έμειναν υπό συμμαχική στρατιωτική κατοχή. Τέλος, θα έπρεπε επισήμως να αναγνωρίσει την ενοχή της και να παραδώσει τους εγκληματίες πολέμου (τον Κάιζερ και τους στρατηγούς), μια ακόμα σπίθα συσπείρωσης της εθνικιστικής Δεξιάς (και όχι μόνο). Είναι ενδιαφέρον, πάντως, ότι στην πραγματικότητα η Συνθήκη των Βερσαλλιών θα μπορούσε να είναι πολύ χειρότερη: η συνθηκολόγηση που είχε επιβάλλει ο τότε νικητής Κάιζερ στη Ρωσία, ένα χρόνο πριν, είχε πολύ πιο βαρείς όρους για τον χαμένο.
 
 
Η χώρα βρίσκεται σε συνθήκες λυσσώδους ταξικής πάλης: αλλεπάλληλες κομμουνιστικές εξεγέρσεις καταστέλλονται αιματηρά από τον στρατό ή τα Freikorps. Απεργίες σαρώνουν τη χώρα, συχνά πολιτικές (με αιτήματα λ.χ. την εθνικοποίηση των ορυχείων και των παραγωγικών μέσων). Το δεξιό πραξικόπημα του Kapp με τη βοήθεια των πιο λούμπεν από τα Freikorps, τρέπει την κυβέρνηση σε φυγή από την πρωτεύουσα, ύστερα από άρνηση του στρατού να «στρέψει τα όπλα του σε Γερμανούς» - οι χιλιάδες απεργοί εργάτες που είχαν ήδη δει τα όπλα αυτά να εκπυρσοκροτούν επάνω τους φαίνεται θα λογίζονταν ως εβραιομπολσεβίκοι [3]. Το πραξικόπημα το καταστέλλει τελικά η γενική απεργία που προκηρύσσεται αμέσως και νεκρώνει την χώρα, με αποτέλεσμα ο Kapp να διαφύγει στο εξωτερικό. Όμως, η διαδικασία σημαδεύεται από τη μακροπρόθεσμη νίκη των αντιδραστικών: αμνηστία, προαγωγή του αρχηγού του στρατού, καμιά εκκαθάριση.
 
Το βιομηχανικό κεφάλαιο την ίδια εποχή βρίσκεται σε φάση εξαγωγικής ανάπτυξης. Η εργατική τάξη βλέπει τη διαπραγματευτική της ισχύ να αυξάνεται, λόγω μηδενικής ανεργίας, γεγονός που το δείχνουν τόσο η σταδιακή άνοδος του ΚΚΓ όσο και οι επιτυχίες που κατέγραφαν οι διεκδικητικές απεργίες, όπως επίσης και η επιτυχία της γενικής απεργίας κατά του πραξικοπήματος Kapp. Το Σύνταγμα της Βαϊμάρης, προϊόν συμβιβασμού σοσιαλδημοκρατών, Κέντρου και φιλελευθέρων, είναι εντούτοις το πιο δημοκρατικό σύνταγμα της Ευρώπης, με βαθύτατες, όμως, αντιφάσεις. Η δημοκρατία βασιζόταν σε απλή αναλογική από τη μία, που βραχυκυκλωνόταν, όμως, από τις έκτακτες εξουσίες του προέδρου και τη λειψή εθνική ολοκλήρωση, με το ιδιότυπο βάρος της Πρωσίας και των δικών της, μοναρχικής καταγωγής, θεσμών στο σύνολο της χώρας. Η εργατική νομοθεσία ήταν πραγματικά πρωτοποριακή. Ο νόμος για το οκτάωρο, η κοινωνική ασφάλιση και τα επιδόματα ανεργίας από τη μία, ο νόμος για τη συμμετοχή των εργαζομένων στη διοίκηση των επιχειρήσεων από την άλλη (νόμος που δικαίως απορρίφθηκε από την αριστερή πτέρυγα, απαιτώντας πολύ ριζικότερα μέτρα), είναι η βάση για το βιομηχανικό θαύμα της Γερμανίας τόσο προπολεμικά όσο και μεταπολεμικά και βρήκε μιμητές σε όλες τις ευρωπαϊκές σοσιαλδημοκρατίες. Η κοινωνική ασφάλιση, πάλι στα χέρια της «ικανότατης» πρωσικής γραφειοκρατίας, στάθηκε ένα εκπληκτικό εργαλείο πειθάρχησης και καταστολής της εργατικής τάξης (π.χ. ποιος δικαιούται και ποιος όχι επιδόματα;). Επίσης, υπάρχει μια μοναδική άνθηση των επιστημών και των τεχνών.
 
 
Η σταδιακή οικονομική άνοδος και η αποτυχία της εξέγερσης το '19 δεν ήταν αρκετές για να καταστείλουν την επιθετική κίνηση των μαζών. Το 1921 εργατικές μάζες διεκδίκησαν την εξουσία, αν και με πραξικοπηματικού τύπου, από πάνω, ενέργειες εκ μέρους του Κ.Κ., στις ταραχές της Θουριγγίας. Η πολιτική ισχύς του προλεταριάτου αρχίζει να φθίνει: το ΚΚΓ χάνει τα μισά του μέλη. Το εκκρεμές της ιστορίας έχει ήδη αρχίσει να ταλαντώνεται προς την άλλη πλευρά. Το 1923 πέφτει η γραμμή για τις εργατικές κυβερνήσεις (συνεργασία Κ.Κ. και SPD). H γραμμή, όμως, εξειδικεύεται ως μια από τα πάνω συνεργασία, αδιαφορώντας για το κίνημα. Το κόμμα αρχίζει να αποσυνδέεται από το κίνημα με οικτρά αποτελέσματα: εμφανίζεται για παράδειγμα μια τάση για «σοσιαλσωβινισμό», δηλαδή εκμετάλλευση των αυθόρμητων εθνικιστικών ιδεολογημάτων που προκλήθηκαν από τη ληστρική συνθήκη των Βερσαλιών, ως απάντηση στην άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων. Η εισβολή των Γάλλων στη Ρουρ αυξάνει την αναταραχή.
 
 
Αν, όμως, η επανάσταση ήταν μια μεγάλη, κεφαλαιώδης μάχη που χάθηκε το '19, ο πόλεμος χάθηκε το '23. Τότε ήταν η τελευταία χρονιά που η εργατική τάξη διεκδίκησε την εξουσία, όταν ξέσπασε η τρίτη μεγάλη εργατική εξέγερση στο Αμβούργο. Η εξέγερση ήταν στην πραγματικότητα μια απόπειρα πραξικοπηματικού χαρακτήρα, με μια από τα πάνω συνωμοτική προετοιμασία. Η επιχείρηση αυτή απέδειξε την ανεπάρκειά της, όταν η εξέγερση και γενική απεργία καταστέλλεται αιματηρά για μια ακόμα φορά. Ακολούθησε, φυσικά, απαγόρευση του Κ.Κ. και κατάσταση πολιορκίας, που αίρεται το 1924. Αυτή, λοιπόν, ήταν η κρίσιμη καμπή για την ήττα της εργασίας, αφού σε όλη την υπόλοιπη περίοδο, μέχρι το τέλος, ποτέ ξανά δεν τέθηκε το θέμα της εξουσίας. Το Κ.Κ., βέβαια, αργότερα σκλήρυνε τον λόγο του και ανέβασε πάλι τα εκλογικά ποσοστά του. Ήταν, όμως, πλέον πολύ αργά και οι κατακτήσεις του κινήματος, μετά το '23 άρχισαν μία μία να παίρνονται πίσω.
 
Το 1927, μόλις τέσσερα χρόνια μετά αλλά πολύ πριν την κρίση, το οκτάωρο είχε πρακτικά αντικατασταθεί από 12ωρο, το μεγάλο κεφάλαιο απαιτούσε (και οι δεξιές κυβερνήσεις τού έδιναν) ιδιωτικοποιήσεις, τα λοκάουτ γενικεύτηκαν, οι απεργίες είχαν, πλέον, μόνο μισθολογικά αιτήματα. Παράλληλα, η αίσθηση της κοινωνικής διάλυσης επιτείνεται και η κοινωνική απελπισία δεν βρίσκει υποστήριξη από ταξικά προσανατολισμένη πολιτική. Η εμπέδωση της ιδεολογικής ήττας του κινήματος έκανε, πλέον, τη μορφή κράτους της Βαϊμάρης εμπόδιο για τον ιμπεριαλισμό: καμιά κυβέρνηση εκλεγμένη από απλή αναλογική δεν μπορούσε να περάσει τα μέτρα που απαιτούσε το μεγάλο κεφάλαιο, το κίνημα είχε αρκετές δυνάμεις ακόμα. Ούτε, όμως, μπορούσε να επιβάλλει στο μεγάλο κεφάλαιο φιλολαϊκά μέτρα, το κίνημα δεν ήταν αρκετά δυνατό. Το έκτακτο κράτος θα γινόταν μια αναγκαιότητα: ο φασισμός θα την κάλυπτε.
 
 
Και όχι χωρίς λόγο: παρά τον ηρωισμό του, τα λάθη και οι αριστερισμοί του κινήματος ήταν μέχρι και καταστροφικά. Η βραχύβια και σχεδόν οπερετική «σοβιετική εργατική δημοκρατία της Βαυαρίας» τον Απρίλιο του 1919 είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Μια «σοβιετική εργατική δημοκρατία» σε μια αγροτική και βαθιά καθολική περιοχή, δημοκρατία κηρυγμένη από διανοούμενους της Αριστεράς, δασκάλους και εμιγκρέδες και σχεδόν χωρίς καθόλου εργάτες. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο υπουργός Εξωτερικών της κατάργησε δια νόμου το χρήμα, τηλεγραφώντας την απόφασή του στον Λένιν. Όταν ο τελευταίος απαντά, ρωτώντας αν τα «σοβιέτ» έχουν ασφαλίσει τις τράπεζες και αν έχουν κρατήσει ομήρους από την αστική τάξη, ο υπουργός απαντά ότι αυτό είναι αδύνατο, αφού η προηγούμενη κυβέρνηση έφυγε, παίρνοντας μαζί της μάλιστα και το κλειδί της τουαλέτας. Δεν είναι να απορεί κανείς που λίγο αργότερα η σοβιετική δημοκρατία συντρίφτηκε τόσο ριζικά, με τέτοιο μίσος από τα Freikorps, που η Βαυαρία όχι μόνο δεν είδε ποτέ ξανά αριστερές πολιτικές, όχι μόνο έγινε η γενέτειρα των ναζί, το κόμμα των οποίων ιδρύθηκε λίγους μήνες μετά στο Μόναχο, αλλά ακόμα και σήμερα είναι η πιο ριζικά συντηρητική από όλες τις ομόσπονδες γερμανικές δημοκρατίες.
 
 
Το γενικό πολιτικό αποτέλεσμα φαίνεται από μια λεπτομέρεια. Μέχρι το '21, η ως τότε «επανάσταση» (γιατί έτσι αναφέρονταν σε αυτή και οι δεξιοί και οι αριστεροί) έγινε «λεγόμενη επανάσταση» [4]. Οι λόγοι πίσω από την αλλαγή ορολογίας ήταν προφανώς διαφορετικοί για σοσιαλδημοκράτες και μοναρχικούς• το πολιτικό αποτέλεσμα που υποκρύπτει όμως, η ιδεολογική ήττα της αριστεράς, ήταν καταστροφικό.

Και τα λάθη συνεχίστηκαν και στην αμέσως επόμενη περίοδο. Το κίνημα απέτυχε όχι μόνο στον στόχο της επανάστασης, αλλά και στους εφικτούς πολιτικούς στόχους που τέθηκαν (ή θα έπρεπε να τεθούν). Προς το τέλος της περιόδου είχαμε το παράδοξο ότι ενώ η εκλογική επιρροή του ΚΚΓ μεγάλωνε (όχι, βέβαια, τόσο γρήγορα όσο των ναζί) με τη συσπείρωση των εργατών σε συνδικάτα (και του Κ.Κ. και του SPD) να παραμένει υψηλή, το κίνημα να μην ακολουθεί το κόμμα. Ο αγώνας είχε χάσει τα πολιτικά του χαρακτηριστικά, μένοντας στις (οξύτατες βέβαια) οικονομικές διεκδικήσεις. Ταυτόχρονα, το Κ.Κ. σταδιακά μετατρεπόταν σε κόμμα ανέργων, χωρίς πραγματική παρέμβαση στους εργασιακούς χώρους και η πολιτική του άρχισε να μετατρέπεται σε πολιτική καμπάνια με υπερεπαναστατικό λόγο, αλλά μηδαμινές πραγματικές πολιτικές επιτυχίες. Η πρόταση που έγινε για αντιφασιστικό μέτωπο το '33 μένει στα χαρτιά. Μεταξύ '29 και '32 το Κ.Κ. ρίχνει 6 φορές το σύνθημα της γενικής απεργίας, αντιμετωπίζοντας, όμως, γενική αδιαφορία και απαξίωση. Παρά την εκλογική του άνοδο, ο αριθμός μελών μειωνόταν σταθερά. Η ιδεολογική κρίση του (που δεν είχε γίνει αντιληπτή ως τέτοια, το αντίθετο!), σε συνδυασμό με την κρίση της αστικής ιδεολογίας, επέτρεψε τη σταδιακή διείσδυση μικροαστικών, «υπερπεπαναστατικών» ιδεολογημάτων στην εργατική τάξη. Η προσχώρηση πολλών αναρχοσυνδικαλιστικών και «αυθορμητιστικών» συλλογικοτήτων κυρίως στους φασίστες, αλλά και στους ναζί, όπου αποτέλεσαν την αριστερή πτέρυγα (και που σφάχτηκαν το '34), είναι μόνο ένα δείγμα αυτής της μικροαστικής ιδεολογικής ηγεμονίας. Τέτοιες «υπεραριστερές» φασιστικές οργανώσεις εξακολουθούν να υπάρχουν και στην Ευρώπη και εδώ σήμερα και, ενδεχομένως, οι μειοψηφικές οργανώσεις του είδους να παίξουν και αυτές τον ρόλο τους ως το «συνεπές» αντισυστημικό τμήμα του ενδεχόμενου φασιστικού κινήματος στο μέλλον.
 
 
Αλλά η κυριότερη ανεπάρκεια του Κ.Κ. στον δρόμο για τον ναζισμό ήταν η γραμμή του σοσιαλφασισμού, της προτεραιότητας της πάλης με τη σοσιαλδημοκρατία, γραμμή που συνοψίζεται ως «μετά την πτώση της σοσιαλδημοκρατίας, θα μείνουν μόνο οι φασίστες κι εμείς• άρα, μόνον εμείς». Η γραμμή αυτή ήταν καταστροφική, δεδομένου ότι το Κ.Κ. δεν αδιαφόρησε μόνο για από τα πάνω συνεργασίες με το SPD, αλλά κυρίως για τις εργατικές μάζες που ήταν παγιδευμένες σε αυτό, θεωρώντας τες οριστικά χαμένες και επομένως αδιαφορώντας για την πολιτική και συνδικαλιστική δράση του μεγαλύτερου μέρους της εργατικής τάξης. Φαίνεται ότι η ηγεσία πίστευε ότι τα μέλη του κόμματος φυτρώνουν στα δέντρα. Και όχι μόνο αυτό: διακηρύσσοντας την επικείμενη δικτατορία του προλεταριάτου, αδιαφόρησε για γραμμή μαζών, αφού η επανάσταση όπου να 'ναι θα ερχόταν από μόνη της, λόγω της επικείμενης κρίσης. Η έλλειψη πολιτικών συμμαχιών με τα πληττόμενα μικροαστικά στρώματα (την κινηματική βάση του φασισμού) στοίχισε πολύ. Και επιπλέον, το κόμμα αδιαφόρησε παγερά και για την κατάσταση της αγροτιάς, που το «εκδικήθηκε», αποτελώντας τη μεγάλη εκλογική δεξαμενή του Χίτλερ.
 
Οι με σοσιαλδημοκρατική ηγεμονία κυβερνήσεις της πρώτης περιόδου της δημοκρατίας βρίσκονταν διαρκώς μεταξύ σφύρας και άκμονος, συντετριμμένες διαρκώς από τις αντιφάσεις τους. Το SPD (η σοσιαλδημοκρατία) ήταν το μεγαλύτερο κόμμα της εργατικής τάξης, με μαρξιστική αναφορά και με βάση οργανωμένη στο συνδικαλιστικό κίνημα, ενίοτε ιδιαίτερα μαχητική, με την ειδική λειτουργία του συμβιβασμού των αστικών συμφερόντων με τα εργατικά. Η λειτουργία αυτή δεν επιτυγχάνεται εργαλειακά (η σοσιαλδημοκρατία ως ένα εργαλείο στα χέρια της αστικής τάξης που κάνει ό,τι συμφέρει την τελευταία), γιατί έτσι κινδυνεύει να αυτοακυρωθεί (όπως συμβαίνει τελευταία με τις ευρωπαϊκές σοσιαλδημοκρατίες), χάνοντας την υποστήριξη της εργατικής της βάσης. Η λειτουργία της, επομένως, βασιζόταν σε μια σειρά από πραγματικούς, αν και ακροβατικούς, συμβιβασμούς. Από τη μια υπερασπιζόταν τη συνταγματική τάξη και την αστική δημοκρατία (που εν πολλοίς ήταν δικό της έργο, πληρωμένο, μάλιστα, με το αίμα κομμουνιστών), μια δημοκρατία που σχεδόν κανένας άλλος δεν θα υπερασπιζόταν, αλλά από την άλλη μεριά την κρίσιμη στιγμή δεν είχε τρόπο να καταφύγει στην εργατική τάξη και το κίνημα, του οποίου ήταν διαρκώς σε όλη αυτήν την περίοδο ο κυριότερος πολιτικός εκπρόσωπος, λόγω του προφανούς κινδύνου ανατροπής της αστικής δημοκρατίας προς όφελος του σοσιαλισμού, ενδεχόμενου που οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες φοβόντουσαν διαρκώς. Επιπλέον, σε αυτούς έπεφτε ο κλήρος να σεβαστούν τις «διεθνείς υποχρεώσεις» της Γερμανίας από τη μία, αλλά από την άλλη δεν μπορούσαν βέβαια να ρίξουν τα βάρη για τη συμφωνία των Βερσαλλιών στην πολύ ωφελημένη από την συγκυρία της ήττας αστική τάξη και τη φεουδαρχική της σύμμαχο. Τέλος, η ισχυρή εργατική τους υποστήριξη είχε να κάνει με τη σύνδεσή τους με πολιτικές που ευνόησαν την ανάπτυξη μερικών από τα πιο δυναμικά τμήματα του εξαγωγικού βιομηχανικού κεφαλαίου (στο οποίο «ανήκε» και το αντίστοιχο προλεταριάτο): σε όλη την περίοδο της Βαϊμάρης, ακόμα και όταν η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν περιελάμβανε σοσιαλδημοκράτες, η Πρωσία, η πιο βιομηχανική ομόσπονδη δημοκρατία με το «κόκκινο Βερολίνο» και το βιομηχανικό Ρουρ, έμεινε σταθερά σοσιαλδημοκρατική, μέχρι έξι μήνες από το τέλος.
 
Η αφασία της σοσιαλδημοκρατίας απέναντι στην άνοδο του φασισμού και οι σοβαρότατες ευθύνες της (αφού εξακολουθούσε να είναι η μαζικότερη εργατικής βάσης πολιτική οργάνωση) απορρέουν από τη διαρκή συμπόρευσή της με το μεσαίο κεφάλαιο, τη στιγμή που το μεγάλο κεφάλαιο δεν την ήθελε πλέον, ούτε αυτήν ούτε κανενός είδους συνεργασία με την εργασία. Το μεγάλο κεφάλαιο ουδέποτε έγινε σοσιαλδημοκρατικό, γεγονός που εξηγεί και την αμοιβαία αλληλοαποκλειόμενη κοινωνική λειτουργία φασισμού και σοσιαλδημοκρατίας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κάουτσκι, ηγετικό στέλεχος όλη αυτή την περίοδο της αριστερής πτέρυγας του SPD, είχε προτείνει τη συμμαχία προλεταριάτου και βιομηχανικού κεφαλαίου (ειδικότερα του μεσαίου κεφαλαίου) ενάντια στο μεγάλο χρηματιστικό κεφάλαιο. Η θέση αυτή του Κάουτσκι στην πραγματικότητα διαμόρφωσε σε βάθος χρόνου τις σοσιαλδημοκρατικές-κεϊνσιανές πολιτικές του 20ού αιώνα. Ακόμα και σήμερα, οι θέσεις που ακούγονται συχνά περί «καπιταλισμού καζίνο», σύμφωνα με τις οποίες η κρίση οφείλεται στο «κακό» τραπεζικό κεφάλαιο που με τα τεράστια χρέη του «πνίγει» το βιομηχανικό, «παραγωγικό» κεφάλαιο, έλκουν την μακρινή τους καταγωγή από τη σοσιαλδημοκρατία της Βαϊμάρης.
 
Διχασμένη και αντιφατική, η σοσιαλδημοκρατία δεν έκανε ούτε καν αυτά που θα μπορούσε να είχε κάνει για την αντιμετώπιση του φαινομένου. Ακολούθησε μια διαρκή πολιτική κατευνασμού (Tolerierungspolitik), χωρίς ποτέ να θίξει τους κρατικούς μηχανισμούς, ακόμα και όταν αυτοί πυροβολούσαν τις απεργίες. Δεν αποφάσιζε διαδηλώσεις για να μην προκαλέσει. Δεν χρησιμοποίησε ποτέ τη λαϊκή πολιτοφυλακή που είχε συγκροτήσει. Δεν συναίνεσε στην καθυστερημένη πρόταση (1933!) για συγκρότηση αντιφασιστικού μετώπου (αν και ομολογουμένως θα ήταν δύσκολο να το κάνει με αυτούς που την αποκαλούσαν σοσιαλφασιστική). Και στο τέλος, ψήφισε για πρόεδρο τον αντιδραστικό Χίντεμπουργκ για να μην γίνει πρόεδρος ο Χίτλερ και, σεβόμενη τους θεσμούς, δεν αντέδρασε ποτέ στα αλλεπάλληλα «θεσμικά» πραξικοπηματα που έγιναν με τη συναίνεση του ψηφισμένου προέδρου. Οι ευθύνες της είναι σαφώς μεγαλύτερες από τις ευθύνες του Κ.Κ.
 
Η περίοδος της Βαϊμάρης χαρακτηρίζεται επομένως από διαρκή ασταθή ισορροπία στο πολιτικό επίπεδο. Οι ανταγωνισμοί μεταξύ των αστικών κομμάτων έφτασαν σε ένα πολύ οξύ επίπεδο, ενίοτε στα όρια του καταστροφικού. Προς το τέλος της περιόδου είναι πλέον σαφής η κρίση ηγεμονίας του άρχοντος συγκροτήματος, του ταξικού συνασπισμού που κυβερνούσε: οι εσωτερικές αντιφάσεις μεταξύ των μερίδων της αστικής τάξης εκδηλώνονταν με την κρίση εκπροσώπησης. Η κατάσταση επέτρεψε τη δημιουργία και επέκταση ημιαυτόνομων δικτύων και ομάδων πίεσης που διάβρωσαν τη λειτουργία του κράτους και τον ρόλο των κομμάτων σε αυτό: οι παραστρατιωτικές ομάδες που φτιάχτηκαν για την άμεση καταπολέμηση της επανάστασης είχαν αποκτήσει μια σχεδόν ανεξάρτητη δυναμική στην άσκηση της εξουσίας, ειδικά στις πόλεις (γειτονιά, συνοικία). Μερικές από αυτές (όχι τα ναζιστικά παραστρατιωτικά) ήταν στην πραγματικότητα ιδιωτικοί στρατοί συγκεκριμένων μονοπωλίων, με άμεση οικονομική υπαγωγή σε αυτά και μηχανισμός άσκησης πολιτικής από αυτά. Επίσης, υπήρξε μια ισχυρή αύξηση του ρόλου του ίδιου του κρατικού μηχανισμού που, τρόπον τινά, σταμάτησε να υπακούει στην κυβέρνηση ή υπάκουε μόνο εν μέρει, μεταφέροντας απευθείας την εξουσία στον κρατικό μηχανισμό. Παρατηρήθηκε, δηλαδή, μια ιδιότυπη κατάσταση σχεδόν «δυαδικής» ή παράλληλης εξουσίας.
Ένα τελευταίο σημείο για τις πολιτικές διεργασίες της δημοκρατίας είναι το ζήτημα του κρατικού μηχανισμού. Οι δημοκρατικές κυβερνήσεις, μπλεγμένες με τις αντιφάσεις τους, ουδέποτε κατάφεραν να επιβάλλουν τις απαραίτητες, από τη σκοπιά των εργατικών συμφερόντων, μεταρρυθμίσεις στον «αποτελεσματικό» (όπως ήταν η κοινή πεποίθηση των αρχουσών τάξεων) στρατιωτικοποιημένο και ακραία αυταρχικό κρατικό μηχανισμό. Η αριστερή πτέρυγα, αναμένοντας τον μαρασμό του μετά την επανάσταση, ουδέποτε πίεσε για δημοκρατικού τύπου αλλαγές που θα βοηθούσαν τον αγώνα της. Η κρατική ιεραρχία, που στα ανώτερα κλιμάκια ήταν επανδρωμένη από γιούνκερ φεουδάρχες, ειδικά στον στρατό και τη δικαιοσύνη, ποτέ δεν ξέχασε την ταξική της θέση. Σαμποτάρισε συστηματικά τις όποιες μεταρρυθμιστικές αλλαγές, εκτέλεσε όσους κατηγορήθηκαν ως κομμουνιστές που συμμετείχαν σε εξεγέρσεις και απελευθέρωσε όσους σκότωναν κομμουνιστές (ενίοτε, μάλιστα, επιτρέποντάς τους να μετατρέψουν τη δίκη τους σε βήμα προπαγάνδας, όπως στον ίδιο τον Χίτλερ). Το αντιδραστικό κράτος δέχτηκε μια χαρά τη συμπόρευση με τα Freikorps και έγινε η βάση για τη σύμπηξη συμμαχιών με τους ναζί. Η σκληρά ιεραρχική και αντιδημοκρατική του δομή δέχτηκε με φυσικό τρόπο τη μετάβαση στο ιεραρχικό μοντέλο της Fuhrerprizip, του φυτέματος δηλαδή στην κορυφή ενός ναζιστή γκαουλάϊτερ που αποφάσιζε για τα πάντα και έλεγχε τα πάντα. Τέλος, χρησιμοποιήθηκε συστηματικά ως μηχανισμός καταστολής της εργατικής τάξης, διανέμοντας κατά το δοκούν και εκβιαστικά τα επιδόματα ανεργίας και διάφορα άλλα κοινωνικά επιδόματα, τα οποία είχαν πρωτοποριακά θεσπίσει οι σοσιαλδημοκράτες.
 
 
[1] Σοσιαλδημοκράτης υπουργός της πρώτης μεταπολεμικής δημοκρατικής κυβέρνησης. Η άθλια, προδοτική, κατασταλτική πολιτική της σοσιαλδημοκρατίας, την περίοδο εγκαθίδρυσης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, αναμφίβολα συντέλεσε τα μέγιστα στην ανοιχτή εχθρότητα των κομμουνιστών απέναντί τους όλη την περίοδο της δημοκρατίας. Εντούτοις δεν ήταν αυτή η αιτία της γραμμής του σοσιαλφασισμού.
[2] Είναι χαρακτηριστικό εδώ ότι στην κρίσιμη ψηφοφορία στο Ράιχσταγκ, η πλάστιγγα έγειρε υπέρ της υπερψήφισης της ταπεινωτικής συνθήκης ύστερα από τη γνωμοδότηση του αρχηγού του Επιτελείου Στρατού, ενός αντιδραστικού ευγενούς, από αυτούς που έβαλαν την Αυτοκρατορία στον πόλεμο, ο οποίος επιχειρηματολόγησε ότι σε περίπτωση μη υπογραφής η Γερμανία δεν θα μπορούσε να αμυνθεί αν οι σύμμαχοι εισέβαλαν. Αυτός εισηγήθηκε, οι σοσιαλδημοκράτες το «έχαψαν», η κυβέρνηση το χρεώθηκε. Είναι, επίσης, ενδεικτικό της στάσης της σοσιαλδημοκρατίας, ότι ενώ είχε πλέον στα χέρια της μέσω του «αποστάτη» (όπως τον αποκάλεσε ο Λένιν) Κάουτσκι τα πλήρη αρχεία του γερμανικού και του αυστρουγγρικού Υπουργείου Εξωτερικών που έδειχναν καθαρά τις ευθύνες των δύο τυχοδιωκτικών αυτοκρατορικών καθεστώτων για την έναρξη του πολέμου, δεν τόλμησε να τα δημοσιοποιήσει και να καταγγείλει έτσι τις αντιδραστικές άρχουσες τάξεις, αλλά τα κράτησε μυστικά, προστατεύοντάς τες. Η δικαιολογία ήταν ότι αν τα δημοσιοποιούσαν, οι σύμμαχοι θα έβαζαν ακόμα βαρύτερους όρους στη συνθήκη. Ο έτερος ρεφορμιστής (που επίσης συγκέντρωσε τα πυρά του Λένιν), ο Μπέρνσταιν, υπέρμαχος αυτός της δημοσιοποίησης των ντοκουμέντων, κατηγορήθηκε για σύμμαχος των ξένων ιμπεριαλιστών. Στη Δεξιά, εκτός από τον μύθο του πισώπλατου μαχαιρώματος, είχε έτσι προσφερθεί στο πιάτο και ο μύθος της «αθωότητας», ότι δηλαδή η αντιδραστική αυτοκρατορική Γερμανία δεν είχε ευθύνες για το ξέσπασμα του πολέμου. Η σοσιαλδημοκρατία είχε για μια φορά ακόμα συμπιεστεί μεταξύ δύο εχθρών προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσά τους...
[3] Τον Μάρτιο του '19, ο Νόσκε είχε εκδώσει μια διαταγή που έλεγε: «οποιοσδήποτε φέρει όπλο και το στρέφει κατά των ενόπλων δυνάμεων θα πυροβολείται επί τόπου». Μόνο στις ταραχές του Μαρτίου του '19 και μόνο στο Βερολίνο, υπήρξαν τουλάχιστον 1.000 νεκροί διαδηλωτές.
[4] Το ότι μια τέτοια μετατόπιση υποκρύπτει κάτι σημαντικό, μπορεί να φωτιστεί από αντίστοιχα δικά μας παραδείγματα. Η Δεξιά σταμάτησε να αποκαλεί την χούντα «επανάσταση». Η ΝΔ έχει υιοθετήσει την ορολογία «λαθρομετανάστες» της Χ.Α.