Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2011

«ΑΠΟ«ΑΠΟ ΔΩ ΚΑΙ ΜΠΡΟΣ ΘΑ ΚΥΡΙΑΡΧΟΥΝ ΟΙ ΤΡΑΠΕΖΙΤΕΣ»* ΤΟΥ ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ

«ΑΠΟ«ΑΠΟ ΔΩ ΚΑΙ ΜΠΡΟΣ ΘΑ ΚΥΡΙΑΡΧΟΥΝ ΟΙ ΤΡΑΠΕΖΙΤΕΣ»*


Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΦΛΕΒΑΡΗ 1848 ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΑΣ*

ΤΟΥ ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ
Αν εξαιρέσουμε λίγα μόνο κεφαλαία, κάθε σημαντικό μέρος από τα χρονικά της επανάστασης απ΄ το 1848 ως το 1849 έχει τον τίτλο: Ήττα της Επανάστασης!
Σ' αυτές τις ήττες δεν υπόκυπτε η επανάσταση. Υπόκυπταν οι προεπαναστατικές πατροπαράδοτες επιβιώσεις, αποτελέσματα των κοινωνικών σχέσεων που δεν είχαν ακόμα οξυνθεί σε έντονες ταξικές αντιθέσεις—πρόσωπα, αυταπάτες, παραστάσεις, σχέδια από τα οποία το επαναστατικό κόμμα δεν ήταν απαλλαγμένο πριν την επανάσταση του Φλεβάρη και από τα οποία δε μπορούσε να το απαλλάξει η νίκη του Φλεβάρη, μα μονάχα μια σειρά από ήττες.
Με δυο λόγια: η επαναστατική πρόοδος άνοιξε το δρόμο της όχι με τις άμεσες κωμικο-τραγικές καταχτήσεις της, αλλά αντίθετα με τη δημιουργία μιας σφιχτοδεμένης ισχυρής αντεπανάστασης, με τη δημιουργία ενός αντίπαλου που μονάχα με τον αγώνα εναντίον του το κόμμα της ανατροπής ωρίμασε σ' ένα πραγματικά επαναστατικό κόμμα.
Έργο των σελίδων πού ακολουθούν, είναι να το αποδείξουν αυτό.

Η ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΤΩΝ*
Ύστερα από την επανάσταση του Ιούλη, όταν ο φιλελεύθεροςτραπεζίτης Λαφίτ οδηγούσε στο δημαρχείο θριαμβευτικά τον Compère του (Σημ. Συντ: γαλλική λέξη με διφορούμενη έννοια: κουμπάρος ή συνεργός σε κάποια μηχανορραφία ή περιπέτεια), το δούκα της Ορλεάνης (Σημ.Συντ.: Ο δούκας της Ορλεάνης ανέβηκε στο θρόνο της Γαλλίας με το όνομα Λουδοβίκος Φίλιππος) άφησε να του ξεφύγουν οι λέξεις: «Από δω και μπρος θα κυριαρχούν οι τραπεζίτες». Ο Λαφίτ είχε προδώσει το μυστικό της επανάστασης.
Στην εποχή του Λουδοβίκου Φιλίππου δεν κυριαρχούσε η γαλλική αστική τάξη, αλλά μόνο μια ομάδα της, τραπεζίτες, βασιλιάδες του χρηματιστηρίου, βασιλιάδες των σιδηροδρόμων, ιδιοκτήτες ορυχείων, κάρβουνου και σίδερου, ιδιοκτήτες δασών, ένα μέρος των τσιφλικάδων πού συνενώθηκαν μ' αυτούς—η λεγόμενη αριστοκρατία του χρήματος. Αυτή κάθισε στο θρόνο, αυτήυπαγόρευε τους νόμους στις βουλές, αυτή μοίραζε τις δημόσιες θέσεις, από το υπουργείο ως τα γραφεία των καπνών.
Η καθαυτό βιομηχανική αστική τάξη αποτελούσε ένα μέρος της επίσημης αντιπολίτευσης, δηλ. δεν αντιπροσωπευόταν στις βουλές παρά σα μειοψηφία. Η αντιπολίτευσή της πρόβαλλε τόσο πιοαποφασιστικά, όσο πιο ξεκάθαρα αναπτυσσόταν η αποκλειστική κυριαρχία της αριστοκρατίας του χρήματος κι όσο περισσότερο αυτή η ίδια θεωρούσε εξασφαλισμένη την κυριαρχία της πάνω στην εργατική τάξη ύστερα από τις πνιγμένες στο αίμα εξεγέρσεις του 1832, 1834 και 1839. Ο Γκραντέν,εργοστασιάρχης από τη Ρουέν, το πιο φανατικό όργανο της αστικής αντίδρασης, τόσο μέσα στη συνταχτική όσο και στη νομοθετική εθνοσυνέλευση, ήταν, μέσα στη βουλή, ο δριμύτερος αντίπαλος του Γκιζό. Ο Λεόν Φωσέ, γνωστός αργότερα για τις ανήμπορες προσπάθειές του να αναδειχθεί σε Γκιζό της γαλλικής αντεπανάστασης, έκανε στο τελευταίο διάστημα της βασιλείας του Λουδοβίκου Φίλιππουδημοσιογραφικό αγώνα υπέρ της βιομηχανίας, ενάντια στην κερδοσκοπία και στο τσιράκι της, τη κυβέρνηση. Ο Μπαστιά προπαγάνδιζε στο όνομα του Μπορντώ κι όλης της οινοπαραγωγικής Γαλλίας ενάντια στο σύστημα που κυριαρχούσε.
Η μικροαστική τάξη σ' όλες τις διαβαθμίσεις της, όπως και η αγροτική τάξη είχαν αποκλειστεί ολότελα από την πολιτική εξουσία.
Τέλος, μέσα στην επίσημη αντιπολίτευση ή ολότελα έξω από το «pays légal» (Σημ. Συντ. «pays légal» : ο κύκλος των ανθρώπων που είχαν εκλογικό δικαίωμα. Έτσι ονόμαζαν στο καθεστώς της μοναρχίας του Ιούλη την άρχουσα μειοψηφία που είχε δικαίωμα ψήφου, σε αντίθεση με τις πλατιές μάζες του πληθυσμού που είχαν στερηθεί αυτό το δικαίωμα)βρίσκονταν οι ιδεολογικοί εκπρόσωποι και τα φερέφωνα των πιο πάνω τάξεων, οι σοφοί τους, οιδικηγόροι τους, οι γιατροί τους κλπ, με μια λέξη: Οι λεγόμενες «αξίες» τους.

ΤΑ ΚΡΑΤΙΚΑ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΑΣ – ΚΥΡΙΑ ΠΗΓΗ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ

Δημοσιονομικές δυσχέρειες έκαναν τη μοναρχία του Ιούλη να είναι από την αρχή εξαρτημένη από τη μεγαλοαστική τάξη και η εξάρτησή της από τη μεγαλοαστική τάξη έγινε μια αστείρευτη πηγή για τομεγάλωμα των δημοσιονομικών δυσχερειών. Ήταν αδύνατο να υποταχθεί η διοίκηση του κράτους στοσυμφέρον της εθνικής παραγωγής χωρίς ν' αποκατασταθεί το ισοζύγιο στον προϋπολογισμό, τοισοζύγιο ανάμεσα στις κρατικές δαπάνες και τα κρατικά έσοδα. Και πως να αποκατασταθεί αυτό το ισοζύγιο δίχως την περιστολή των κρατικών δαπανών, δηλ. δίχως να θιχτούν συμφέροντα που αποτελούσαν ισάριθμα στηρίγματα του συστήματος που κυριαρχούσε και χωρίς να ξαναρυθμιστεί η κατανομή των φόρων, δηλ. χωρίς να ριχτεί ένα σημαντικό μέρος του φορολογικού βάρους στους ώμους της ίδιας της μεγαλοαστικής τάξης;
Αντίθετα, η ομάδα της αστικής τάξης που κυβερνούσε και νομοθετούσε με τις βουλές, είχε άμεσο συμφέρονστην καταχρέωση του κράτους. Το κρατικό έλλειμμα, αυτό ήταν ίσα-ίσα το καθαυτό αντικείμενο της κερδοσκοπίας της και η κύρια πηγή του πλουτισμούτης. Κάθε χρόνο κι από ένα νέο έλλειμμα. Ύστερα από κάθε τέσσερα-πέντε χρόνια κι από ένα νέο δάνειο. Και κάθε νέο δάνειο πρόσφερε στη χρηματική αριστοκρατία μιακαινούργια ευκαιρία να κατακλέβει το κράτος που κρατιόταν τεχνικά στο χείλος της χρεωκοπίας -και που ήταν υποχρεωμένο, να διαπραγματεύεται με τους τραπεζίτες κάτω από τους πιο δυσμενείς όρους. Κάθε νέο δάνειο της πρόσφερε μια ακόμη ευκαιρία νακαταληστεύει με χρηματιστηριακές επιχειρήσεις το κοινό που τοποθετούσε τα κεφάλαιά του σε κρατικά ομόλογα και που στα μυστικά τους ήταν μπασμένες η κυβέρνηση και η πλειοψηφία της βουλής. Γενικά, η αστάθεια στην κατάσταση της κρατικής πίστης και η γνώση των κρατικών μυστικών, έδινε στους τραπεζίτες και στουςσυνεταίρους τους στις βουλές και στο θρόνο, τη δυνατότητα να προκαλούν εξαιρετικές, απότομες διακυμάνσεις στην τρέχουσα τιμή των κρατικών τίτλων, που δε μπορούσαν να έχουν κάθε φορά άλλο αποτέλεσμα παρά την καταστροφή μιας μάζας μικρότερων κεφαλαιούχων και το μυθικά γρήγορο πλουτισμό των μεγάλων παιχτών. Και μια που το κρατικό έλλειμμα ήταν το άμεσο συμφέρον της άρχουσας μερίδας της αστικής τάξης, εξηγείται γιατί οι έκτακτες κρατικές δαπάνες στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Λουδοβίκου Φιλίππου ξεπέρασαν πολύ περισσότερο από το διπλάσιο τις έκτακτες κρατικές δαπάνες του Ναπολέοντα, κι έφτασαν μάλιστα περίπου τα 400 εκατομμύρια φράγκα το χρόνο, ενώ οι ετήσιες εξαγωγές της Γαλλίας σπάνια ανέβαιναν στο ύψος των 750 εκατομμυρίων φράγκων κατά μέσον όρο. Τα τεράστια ποσά που κυλούσαν έτσι μέσα από τα χέρια του κράτους, έδιναν επί πλέον ευκαιρίες για δόλια συμβόλαια προμηθειών, γιαδωροδοκίες, καταχρήσεις και για κάθε λογής μπαγαμποντιές. Η εξαπάτηση του κράτους, όπως γινόταν χοντρικά με τα δάνεια, επαναλαμβανόταν και λιανικά στα δημόσια έργα. Οι σχέσεις ανάμεσα στη βουλή και στην κυβέρνηση πολλαπλασιάζονταν σα σχέσεις ανάμεσα σε ξεχωριστές διαχειρίσεις και σε ξεχωριστούς εργολάβους.

Η ΜΟΝΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΙΟΥΛΗ «ΜΕΤΟΧΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΓΑΛΛΙΚΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΠΛΟΥΤΟΥ

Η άρχουσα τάξη εκμεταλλευόταν την κατασκευή των σιδηροδρομικών γραμμών με τον ίδιο τρόπο που εκμεταλλευόταν τις κρατικές δαπάνες γενικά και τα κρατικά δάνεια. Οι βουλές φορτώνανε στο κράτος τα κύρια βάρη και εξασφάλιζαν στην κερδοσκοπική αριστοκρατία του χρήματος τουςχρυσούς καρπούς. Όλοι θυμούνται τα σκάνδαλα στη βουλή, όταν τυχαία ήρθε στο φως ότι στις ίδιες τις επιχειρήσεις των σιδηροδρομικών γραμμών ήταν μέτοχοι όλα τα μέλη της πλειοψηφίας μαζί κι ένα μέρος από τους υπουργούς, που φρόντισαν ύστερα σα νομοθέτες να εκτελεστούν οι γραμμές αυτές με έξοδα του κράτους.
Αντίθετα, και η πιο παραμικρή δημοσιονομική μεταρρύθμισηναυαγούσε μπροστά στην επιρροή των τραπεζιτών. Έτσι έγινε λ.χ. με την ταχυδρομική μεταρρύθμιση. Ο Ρότσιλντ διαμαρτυρήθηκε. Είχε το κράτος το δικαίωμα να περιορίζει πηγές εισοδήματος από τις οποίες έπρεπε να πληρώνει τους τόκους του ολοένα αυξανόμενου χρέος του;
Η μοναρχία του Ιούλη δεν ήταν τίποτα άλλο από μια μετοχική εταιρεία για την εκμετάλλευση του γαλλικού εθνικού πλούτου,που τα μερίσματά της μοιράζονταν ανάμεσα στους υπουργούς, τις βουλές, τους 240.000 εκλογείς και τα τσιράκια τους. Ο Λουδοβίκος Φίλιππος ήταν ο διευθυντής αυτής της εταιρίας: Ο Ροβέρτος Μακέρ στο θρόνο. (Σημ. Σύντ.: Robert Macaire. Τύπος διαβολεμένου επιχειρηματία που αποθανατίστηκε στις γελοιογραφίες του Ονορέ Ντομιέ. Η μορφή του Ροβέρτου Μακέρ ήταν μια τσουχτερή σάτιρα για την κυριαρχία της αριστοκρατίας του χρήματος στην περίοδο της μοναρχίας του Ιούλη) Το εμπόριο, η βιομηχανία, η γεωργία, η ναυτιλία, τα συμφέροντα της βιομηχανικής αστικής τάξης, δε μπορούσαν παρά να μπαίνουν σε κίνδυνο και να ζημιώνουν διαρκώς κάτω άπ' αυτό το σύστημα. Γι' αυτό, ηβιομηχανική αστική τάξη στις μέρες του Ιούλη είχε γράψει στη σημαία της: Φτηνή κυβέρνηση(gouvernement à bon marché ).
Ενώ η αριστοκρατία του χρήματος έκανε τους νόμους, διεύθυνε το κράτος, είχε στη διάθεση της όλες τις οργανωμένες δημόσιες εξουσίες, και με βάση αυτά τα ίδια τα γεγονότα και με τον τύπο εξουσίαζε την κοινή γνώμη και ενώ σ' όλες τις σφαίρες από την αυλή ως το Café Borgne (Σημ. Συντ: έτσι ονομάζουν στο Παρίσι τα κακόφημα καφενεία και καπελειά) συνεχιζόταν η ίδια πορνεία, η ίδια ξετσίπωτη απάτη, η ίδια μανία πλουτισμού, όχι με την παραγωγή, αλλά με το επιτήδειο τσέπωμα του ετοίμου πλούτου των άλλων, ξέσπασαν, ιδιαίτερα στις κορυφές της αστικής κοινωνίας, και επικράτησαν αχαλίνωτα νοσηρές και έκλυτες ορέξεις πού κάθε στιγμή έρχονταν σε σύγκρουση με τους ίδιους τους αστικούς νόμους— ορέξεις όπου πλούτος που προερχόταν απ' το παιχνίδι γύρευε φυσικά την ικανοποίησή του εκεί που η απόλαυση γίνεται ακολασία, εκεί που γίνονται ένα το χρήμα, η βρωμιά και το αίμα. Η χρηματική αριστοκρατία, με τον τρόπο πλουτισμού της, όπως και με τις απολαύσεις της, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αναγέννηση του κουρελοπρολεταριάτου στα ανώτατα στρώματα της αστικής κοινωνίας.
Και οι ομάδες της γαλλικής αστικής τάξης που δε βρίσκονταν στην εξουσία, φώναζαν: «Διαφθορά!». Κι όταν το 1847, στις πιο υψηλές βαθμίδες της αστικής κοινωνίας παρουσιάζανε δημόσια τις ίδιες εκείνες σκηνές που οδηγούν κανονικά το κουρελοπρολεταριάτο στα πορνεία, στα φτωχοκομεία, στα τρελοκομεία, μπρος στο δικαστή, στα κάτεργα και στην κρεμάλα, ο λαός φώναζε: «Κάτω οι μεγάλοι κλέφτες, κάτω οι δολοφόνοι!». Η βιομηχανική αστική τάξη έβλεπε τα συμφέροντα της να κινδυνεύουν, ημικροαστική τάξη ήταν γεμάτη από ηθική αγανάχτηση, η λαϊκή φαντασία ήταν ξαναμμένη, το Παρίσι ήταν πλημμυρισμένο με λίβελους—«η δυναστεία των Ρότσιλντ», «οι τοκογλύφοι είναι βασιλιάδες της εποχής » κλπ— με τους οποίους, με περισσότερο ή λιγότερο πνεύμα, καταγγέλλανε και στιγματίζανε την κυριαρχία της αριστοκρατίας του χρήματος.
Ούτε πεντάρα για τη δόξα! Η δόξα δε φέρνει κανένα κέρδος. Ειρήνη παντού και πάντα! Ο πόλεμος κάνει να πέφτουν οι τρέχουσες τιμές των χρεωγράφων των 3 και των 4%! Να τί είχε γράψει στη σημαία της η Γαλλία των τοκογλύφων του χρηματιστηρίου. Γι αυτό ηεξωτερική της πολιτική χαντακώθηκε μέσα σε μια σειρά από ταπεινώσεις του γαλλικού εθνικού αισθήματος, που αντέδρασε με τη μεγαλύτερη ζωηρότητα όταν η αρπαγή της Πολωνίας ολοκληρώθηκε με την προσάρτηση της Κρακοβίας από την Αυστρία και όταν ο Γκιζό προσχώρησε ενεργά στο πλευρό της Ιερής Συμμαχίας, στον ελβετικό πόλεμο του Ζόντερμπουντ. Η νίκη των Ελβετών φιλελεύθερων σ' αυτό τον ψευτοπόλεμο ανέβασε την αυτοπεποίθηση της αστικής αντιπολίτευσης στη Γαλλία, η αιματηρή εξέγερση του λαού στο Παλέρμο ενήργησε σαν ηλεκτρική εκκένωση πάνω στηνπαράλυτη λαϊκή μάζα και ξύπνησε τις μεγάλες επαναστατικές αναμνήσεις και τα επαναστατικά πάθη της.

ΤΑ ΔΥΟ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΟΥ ΟΔΗΓΗΣΑΝ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΦΛΕΒΑΡΗ
Το ξέσπασμα της γενικής δυσφορίαςεπιταχύνθηκε τελικά και η δυσθυμία ωρίμασε σε στάση χάρη σε δυο παγκόσμια οικονομικά γεγονότα.
Η αρρώστια της πατάτας και οι κακές σοδιές του 1845 και του 1846 μεγάλωσαν το γενικό αναβρασμό στο λαό. Η ακρίβεια του 1847 προκάλεσε στη Γαλλία, όπως και στη λοιπή ηπειρωτική Ευρώπη αιματηρές συγκρούσεις. Μπρος στα αναίσχυντα όργια της αριστοκρατίας του χρήματος, είχαμε την πάλη του λαού για τα πιο στοιχειώδη τρόφιμα! Στο Μπυζανσέ εκτελούσαν τους εξεγερμένους από την πείνα, ενώ στο Παρίσι η βασιλική οικογένεια αποσπούσε από τα δικαστήρια παραχορτάτους λωποδύτες.
Το δεύτερο μεγάλο οικονομικό γεγονός πού επέσπευσε το ξέσπασμα της επανάστασης ήταν μια γενική εμπορική και βιομηχανική κρίση στην Αγγλία. Η κρίση αυτή, -που την προμηνούσε ακόμα απ' το φθινόπωρο του 1845 η μαζική χρεωκοπία των κερδοσκόπων πάνω στις μετοχές των σιδηροδρόμωνκαι αναχαιτίστηκε το 1846 από μια σειρά τυχαία περιστατικά, όπως από την επικείμενη κατάργηση των δασμών του σταριού- ξέσπασε τέλος το φθινόπωρο του 1847 με τις χρεοκοπίες των μεγαλεμπόρων αποικιακών προϊόντων του Λονδίνου, που τις ακολούθησαν κατά πόδας οι πτωχεύσεις των γεωργικών τραπεζών και το κλείσιμο των εργοστασίων στις εγγλέζικες βιομηχανικές περιοχές. Ο αντίχτυπος της κρίσης αυτής δεν είχε ακόμα εξαντληθεί στην ηπειρωτική Ευρώπη, όταν ξέσπασε η επανάσταση του Φλεβάρη.
Το ρήμαγμα του εμπορίου και της βιομηχανίας από την οικονομική επιδημία έκανε ακόμα πιο αφόρητη την αποκλειστική κυριαρχία της αριστοκρατίας του χρήματος. Η αντιπολιτευτική αστική τάξηξεσήκωσε σ' όλη τη Γαλλία την εκστρατεία των συμποσίων για την εκλογική μεταρρύθμιση που θα της επέτρεπε να καταχτήσει την πλειοψηφία στις βουλές και να ανατρέψει την κυβέρνηση του χρηματιστηρίου. Στο Παρίσι η βιομηχανική κρίση είχε ακόμα σαν ειδική συνέπεια να ρίξει στοεσωτερικό εμπόριο ένα πλήθος εργοστασιάρχες και μεγαλέμπορους που, κάτω από τις συνθήκες της στιγμής εκείνης, δε μπορούσαν πια να κάνουν καμία επιχείρηση στην αγορά του εξωτερικού. Ιδρύσανε μεγάλα καταστήματα που οσυναγωνισμός τους ρήμαζε κατά μάζες τους μπακάληδες και τους μαγαζάτορες. Έτσι εξηγούνται οιαναρίθμητες πτωχεύσεις στη μερίδα της παρισινής αστικής τάξης. Έτσι εξηγείται κι η επαναστατική εμφάνισή της το Φλεβάρη. Είναι γνωστό ότι ο Γκιζό και οι βουλές απάντησαν σ' αυτές τις προτάσεις για μεταρρύθμιση μια ξεκάθαρη πρόκληση(Σημ. Μτφρ: Σε όλες αυτές τις προτάσεις ο Πρωθυπουργός Γκιζό απαντούσε: «πλουτίστε για να γίνετε εκλογείς»), ότι ο Λουδοβίκος Φίλιππος πολύ αργά αποφάσισε νασχηματίσει την κυβέρνηση Μπαρρό, ότι φτάσανε τα πράματα ως τις συμπλοκές ανάμεσα στο λαό και στο στρατό, ότι ο στρατός αφοπλίστηκε χάρη στην παθητική στάση της εθνοφρουράς, ότι η μοναρχία του Ιούλη αναγκάστηκε να παραχωρήσει τη θέση της σε μια προσωρινή κυβέρνηση.

ΤΟ ΠΑΡΙΣΙΝΟ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΤΟ ΟΔΗΓΕΙ ΤΗ ΧΩΡΑ ΣΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Η προσωρινή κυβέρνηση που πρόβαλε από τα οδοφράγματα του Φλεβάρη καθρέφτιζε αναγκαστικά στη σύνθεση της τα διάφορα κόμματα που μοιράστηκαν τη νίκη. Δε μπορούσε να είναι τίποτα άλλο παρά ένας συμβιβασμός ανάμεσα στις διάφορες τάξεις που μαζί είχαν ανατρέψει το θρόνο του Ιούλη, που τασυμφέροντα τους όμως συγκρούονταν. Τη μεγάλη πλειοψηφία της την αποτελούσαναντιπρόσωποι της αστικής τάξης. Η δημοκρατική μικροαστική τάξη αντιπροσωπευόταν από τον Λεντρύ-Ρολλέν και το Φλοκόν, η δημοκρατική αστική τάξη από τους ανθρώπους της «Νασιονάλ» (Σημ. Συντ. «National»: Η εφημερίδα που έβγαινε στο Παρίσι στα 1830-1851, όργανο του αστικού δημοκρατικού κόμματος) ηδυναστική αντιπολίτευση από τους Κρεμιέ, Ντυπόν ντε λ' Έρ κλπ. Η εργατική τάξη είχε δυο μόνο αντιπροσώπους, τον Λουί Μπλάν και τον Αλμπέρ. Τέλος, η συμμετοχή τουΛαμαρτίνου στην προσωρινή κυβέρνηση δεν υποστήριζε άμεσα κανένα πραγματικό συμφέρον, καμιά ορισμένη τάξη: ήταν η ίδια η επανάσταση του Φλεβάρη, η κοινή εξέγερση με τις αυταπάτες της, την ποίησή της, το χιμαιρικό περιεχόμενό της και τις φράσεις της. Κατά τ' αλλά, ο εκπρόσωπος της επανάστασης του Φλεβάρη, σύμφωνα με τη θέση του και τις απόψεις του, άνηκε στην αστική τάξη.
Αν το Παρίσι χάρη στον πολιτικό συγκεντρωτισμό εξουσιάζει τη Γαλλία, οιεργάτες, σε στιγμές επαναστατικών κλονισμών, εξουσιάζουν το Παρίσι. Η πρώτη πράξη της προσωρινής κυβέρνησης ήταν η προσπάθεια της ν' απαλλαγεί απ' αυτήν την συντριπτική επιρροή με μιαν έκκληση από το μεθυσμένο Παρίσι προς τη νηφάλια Γαλλία. Ο Λαμαρτίνος αμφισβήτησε στους μαχητές των οδοφραγμάτων το δικαίωμα ν' ανακηρύξουν τη δημοκρατία.Αρμόδια γι' αυτά, έλεγε, είναι μονάχα η πλειοψηφία των Γάλλων. Έπρεπε να περιμένουν την ψήφο της.Το παρισινό προλεταριάτο δεν έπρεπε να λερώσει τη νίκη του με ένα σφετερισμό. Η αστική τάξη επιτρέπει στο προλεταριάτο μονάχα ένα σφετερισμό—το σφετερισμό του αγώνα.
Το μεσημέρι της 25 του Φλεβάρη η δημοκρατία δεν είχε ακόμα ανακηρυχθεί, ενώ αντίθετα είχαν κιόλας μοιραστεί όλα τα υπουργεία ανάμεσα στα αστικά στοιχεία της προσωρινής κυβέρνησης κι ανάμεσα στους στρατηγούς, τους τραπεζίτες και τους δικηγόρους της «Νάσιοναλ». Οι εργάτες όμως τη φορά αυτή ήταν αποφασισμένοι να μην ανεχθούν καμιάν απάτη σαν εκείνη του Ιούλη του 1830. Ήταν έτοιμοι να ξαναρχίσουν τον αγώνα και να επιβάλουν τη δημοκρατία με τη βία των οπλών. Μ' αυτό το μήνυμα, ο Ρασπάιγ πήγε στο δημαρχείο. Στο όνομα του παρισινού προλεταριάτου πρόσταξε την προσωρινή κυβέρνηση να ανακηρύξει τη δημοκρατία. Αν δεν εκτελούσαν μέσα σε δυο ώρες την προσταγή αυτή του λαού, θα επέστρεφε επικεφαλής 200.000 ανδρών. Τα πτώματα αυτών που είχαν πέσει δεν είχαν καλά-καλά κρυώσει, τα οδοφράγματα δεν είχαν παραμεριστεί, οι εργάτες δεν είχαν αφοπλιστεί και η μοναδική δύναμη που μπορούσε να τους αντιμετωπίσει ήταν η εθνοφρουρά. Κάτω απ' αυτές τις συνθήκεςεξαφανίστηκαν ξαφνικά οι σοφοί πολιτικοί δισταγμοί και οι νομικοί ενδοιασμοί της προσωρινής κυβέρνησης. Η δίωρη προθεσμία δεν είχε ακόμα λήξει και στους τοίχους του Παρισιού άστραφταν κιόλας οι γιγάντιες ιστορικές λέξεις:
Γαλλική Δημοκρατία! Ελευθερία! Ισότητα! Αδερφοσύνη!
*Οι τίτλοι και υπότιτλοι είναι της ΙΣΚΡΑ για το συγκεκριμένο απόσπασμα από το έργο του Καρλ Μαρξ "Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία, 1848-1850)

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011

Αλήθειες και ψέματα για την δραχμή , του Δ.Καζάκη

Δευτέρα, 28 Νοεμβρίου 2011

Αλήθειες και ψέματα για την δραχμή

Τι θα γίνει έτσι και επιστρέψουμε στη δραχμή; Προφανώς θα πέσει ο ουρανός να μας πλακώσει. Η Ελλάδα θα γίνει Αλβανία του Εμβέρ Χότζα, Βόρεια Κορέα του Κιμ Ιλ Σουνγκ, ή θα γυρίσουμε στην λίθινη εποχή. Ακριβώς δηλαδή όπως ήταν πριν αποκτήσουμε το ευρώ. Διότι, αν δεν με γελά η μνήμη μου, οι Έλληνες πριν το ευρώ κατοικούσαν στις σπηλιές και στα δέντρα, φορούσαν δέρματα, ζεσταίνονταν με κοπριές και έτρωγαν κουκουνάρια. Μιας και ποιος δεχόταν τότε την ξεφτιλισμένη πληθωριστική δραχμούλα;
Η αλήθεια είναι ότι η ελληνική οικονομία επιβίωνε – με όλα τα προβλήματά της – πολύ καλύτερα εκτός ευρώ παρά με το «ισχυρό ευρώ». Είχε διεθνείς σχέσεις και πριν το ευρώ και μάλιστα καλύτερες, με περισσότερες χώρες και πιο προσοδοφόρες. Και παρά το γεγονός ότι το εθνικό νόμισμα, δηλαδή τη δραχμή, την μεταχειρίζονταν οι κυβερνήσεις με κύριο σκοπό να διευκολυνθεί η κερδοσκοπία και να αυξηθεί η λεγόμενη ανταγωνιστικότητα με διαρκείς υποτιμήσεις, τα αποτελέσματα ήταν τα εξής:
§ Τα εξωτερικά ελλείμματα της χώρας ποτέ δεν έφτασαν στα ύψη που βρέθηκαν επί ευρώ. Μάλλον ήταν αδιάφορο σ’ όλους όσοι εμπορεύονταν με την χώρα η κατάσταση της δραχμούλας. Οι εξωτερικές σχέσεις της χώρας ήταν σαφώς πιο εκτεταμένες και πιο πολύπλευρες απ’ ότι σήμερα που 3 χώρες ελέγχουν ουσιαστικά το εξωτερικό εμπόριό της.
§ Παρά τον πληθωρισμό και τις διαρκείς υποτιμήσεις οι εξωτερικοί όροι εμπορίου της χώρας ήταν πολύ καλύτεροι απ’ ότι την δεκαετία του ευρώ. Το ίδιο και η εσωτερική αγοραστική δύναμη της οικονομίας.
§ Χάρις στη δραχμούλα το χρέος ήταν απολύτως διαχειρίσιμο και παρά την εκτίναξή του επί Μητσοτάκη και Σημίτη δεν μας οδήγησε σε χρεοκοπία. Κι ούτε θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε στη σημερινή χρεοκοπία, όσο διατηρούσαμε τη δραχμή.
Αυτά είναι τα γεγονότα. Να θυμίσουμε μόνο ότι από την υποτίμηση της δραχμής έναντι του δολαρίου επί Μαρκεζίνη (1954), το εθνικό νόμισμα έχασε πάνω από 10 φορές την αξία του έως ότου μπήκαμε στο ευρώ. Στην μεταπολίτευση χάρις στις τρεις επίσημες υποτιμήσεις και την τακτική της διολίσθησης, η δραχμή έχασε το 90% της αξίας της. Καταστράφηκε η οικονομία; Μήπως χρεοκόπησε και δεν το γνωρίζουμε; Χάθηκαν οι καταθέσεις; Εξαφανίστηκε το νόμισμα; Κατέρρευσαν οι εξωτερικές οικονομικές δοσοληψίες; Τίποτε απ’ όλα αυτά. Γιατί άραγε;
Επιπλέον, μήπως χρεοκόπησε ποτέ η Ελλάδα λόγω εθνικού νομίσματος; Ποτέ! Το 1893 η Ελλάδα χρεοκόπησε λόγω υπερδανεισμού σε χρυσό φράγκο, λόγω της ένταξης στην νομισματική Λατινική Ένωση, η οποία διαφημίστηκε και τότε ως ιδανική για φτηνά δάνεια προς το δημόσιο. Το 1932 η Ελλάδα χρεοκόπησε λόγω χρυσής δραχμής και υπερδανεισμού σε χρυσές λίρες, μιας και τότε ανήκε στην νομισματική ένωση της χρυσής λίρας στερλίνας.
Δεν υπάρχει «διεθνής λύση»
Το ίδιο και αμέσως μετά την απελευθέρωση όταν η Βρετανία επέβαλε την συμφωνία του Λονδίνου (1944) στην Ελλάδα με βάση την οποία η χρυσή λίρα λειτουργούσε ως βασικό γενικό ισοδύναμο της ελληνικής οικονομίας. Έτσι φτάσαμε να στοιχίζει ένα καρβέλι ψωμί μερικά εκατομμύρια δραχμές και ο μαυραγοριτισμός να σαρώνει. Αυτή η συμφωνία του Λονδίνου και η έκδοση κατόπιν της στρατιωτικής βρετανικής λίρας για το εσωτερικό της Ελλάδας, σηματοδότησε την δεύτερη περίοδο της κατοχής, την βρετανική κατοχή.
Οι παγκόσμιες κρίσεις του οικονομικού στερεώματος της αγοράς δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν σε διεθνές επίπεδο. Εκτός κι αν αποζητάμε εμπόλεμες συρράξεις ανάμεσα στους ισχυρούς με οικονομικούς, είτε πολιτικούς όρους. Μόνο έτσι ξέρει η παγκόσμια αγορά να αναζητά διεθνείς λύσεις. Αυτό αποτελεί θέσφατο για όποιον έχει στοιχειωδώς μελετήσει τις μεγάλες περιόδους παγκόσμιας κρίσης από την εποχή της πρώτης Μεγάλης Ύφεσης του 1873-1896.
Η ανάγκη εθνικού νομίσματος, ειδικά για τις πιο ασθενικές οικονομίες, γεννήθηκε ως αδήριτη ανάγκη αντιμετώπισης και θωράκισης των εθνικών οικονομιών από τις παγκόσμιες κρίσεις και αναταράξεις των αγορών. Εντελώς ενδεικτικά μόνο, θα άξιζε τον κόπο να αναφέρουμε ότι ο Τζον Μέϊναρτ Κέϊνς, που παπαγαλίζουν ορισμένοι σύγχρονοι idiotus ignoramus με πανεπιστημιακούς τίτλους, όταν βρέθηκε σε μια ανάλογη παγκόσμια κρίση χρέους, τι πρότεινε; Όταν μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, όλα τα εμπόλεμα κράτη βρέθηκαν καταχρεωμένα κυρίως προς την μόνη χώρα πιστωτή που είχε απομείνει, τις ΗΠΑ, ο Κέϊνς ξάφνιασε το αστικό κατεστημένο με δυο καίριες προτάσεις: Αφενός, ισχυρίστηκε ότι τα χρέη είναι αδύνατο να εξυπηρετηθούν και προκειμένου να επιβάλλουν οι εξεγερμένοι λαοί τη διαγραφή τους, θα έπρεπε να πειστούν οι ΗΠΑ να προβούν αυτές σε διαγραφή των χρεωστικών της απαιτήσεων. Αφετέρου, να καταργηθεί ο χρυσός κανόνας, οι σταθερές ισοτιμίες και το ιδιωτικά εκδιδόμενο χρήμα και οι οικονομίες να μεταβούν τάχιστα σε εθνικό νόμισμα που εκδίδει το οικείο κράτος με βάση τις ανάγκες του.
Όταν τόλμησε να τα προτείνει για πρώτη φορά το 1920, αντιμετωπίστηκε ως «γραφικός» και ανόητος από τους μεγάλους τραπεζίτες και χρηματιστές. Ο μεγαλοχρηματιστής Λέφινγουελ και συνεταίρος του Μόργκαν, όταν πρωτάκουσε τον Κέινς να προτείνει τόσο αιρετικές ιδέες, σχολίασε: « Ο Κέινς… φλερτάρει με περίεργους θεούς και προτείνει να εγκαταλείψουμε για πάντα τον χρυσό κανόνα και να τον αντικαταστήσουμε με ένα «κατευθυνόμενο» νόμισμα… είναι καλύτερα να έχουμε κάποια σταθερά παρά να παραδώσουμε τις υποθέσεις μας στην ευφυΐα των δημοσιολογούντων οικονομολόγων και των πολιτικών…» Εκεί βρισκόταν το κουμπί. Η αντικατάσταση του παγκόσμιου σταθερού νομίσματος με εθνικά «κατευθυνόμενα» νομίσματα με βάση τις ανάγκες των εθνικών οικονομιών, περιόριζε δραστικά τον έλεγχο από τους μεγάλους χρηματιστές και τραπεζίτες που λειτουργούσαν στην παγκόσμια αγορά. Κι αυτό ήταν κάτι αδιανόητο. Τι θα συνέβαινε αν γινόταν κάτι τέτοιο; Οι ουρανοί θα άνοιγαν και θα κατέστρεφαν τους ασεβείς! Μα είναι δυνατόν να λειτουργήσει η οικονομία χωρίς σταθερό νόμισμα με παγκόσμιο αντίκρισμα; Θα εξαφανιστεί το διεθνές εμπόριο. Θα χαθούν οι αποταμιεύσεις και κανείς δεν θα θέλει να συναλλάσσεται με ένα πληθωριστικό εθνικό νόμισμα, το οποίο το μόνο που θα κάνει είναι να υποτιμάται διαρκώς. Αυτά κι άλλα πολλά, σαν σήμερα, επικαλούνταν όσοι θεωρούσαν τον Κέϊνς τρελό, γραφικό και ανόητο που προτείνει τέτοια πράγματα.
Βέβαια ο Κέϊνς πίστευε λανθασμένα ότι μπορεί να πείσει τις κυβερνήσεις και κυρίως τις ΗΠΑ να το κάνουν από μόνες τους, πριν προλάβουν να τους το επιβάλουν οι λαοί. Όπως κάποιοι σήμερα πιστεύουν πώς μπορούν να πείσουν την ΕΕ και την ΕΚΤ να ασκήσει άλλη πολιτική από αυτή που ασκούν και να κρατήσουν άλλη στάση από αυτήν που κρατούν.
«Ισχυρό ευρώ» και πόλεμος
Το κλου της ιστορίας είναι ότι η κρίση του 1929 έφερε όλα αυτά που οι πολέμιοι του Κέϊνς χρέωναν ως δήθεν αναπόφευκτες συνέπειες των προτάσεων για διαγραφή του χρέους και αποκατάσταση του εθνικού νομίσματος. Οι λαοί εξεγέρθηκαν τελικά και οι ίδιοι που δεν ήθελαν με τίποτε να δουν να χάνονται τα χρηματιστικά κέρδη τους, έφεραν τον φασισμό και τον ναζισμό οδηγώντας τον κόσμο στο ολοκαύτωμα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.
Το ίδιο θα συμβεί και σήμερα, αν αφήσουμε τις ίδιες δυνάμεις της ανοιχτής δικτατορίας του χρηματιστικού κεφαλαίου να επιμείνουν στην εξυπηρέτηση του χρέους και στην κατοχύρωση του «ισχυρού ευρώ». Κι αυτό ήδη συμβαίνει με τον διορισμό τραπεζιτών επικεφαλής δοτών κυβερνήσεων, όπως έγινε στην Ελλάδα με τον κ. Λουκά Παπαδήμο και στην Ιταλία με τον κ. Μάριο Μόντι.
Η επινόηση του ευρώ
Ορισμένοι λένε ότι μπορεί η είσοδος στο ευρώ να ήταν λάθος, αλλά τώρα που μπήκαμε η έξοδος θα ήταν καταστροφή. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανοησία από κάτι τέτοιο. Το ευρώ αποτελεί μια χρηματοπιστωτική επινόηση που δεν βασίζεται, ούτε απηχεί την πραγματική οικονομία ακόμη και σε επίπεδο ευρωζώνης. Η σταθερότητα του ευρώ εξαρτάται όχι από την πραγματική δυναμική της οικονομίας, αλλά από συγκεκριμένες αξιωματικές πολιτικές παραδοχές, από ορισμένες υποθέσεις εργασίας: (1) Σταθερή νομισματική κυκλοφορία, που δεν επιτρέπει την έκδοση πρόσθετου νομίσματος. (2) Χαμηλά επίπεδα χρέους και κρατικών ελλειμμάτων. (3) Συντονισμός οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής.
Η οικονομία όμως δεν κινείται με βάση πολιτικές παραδοχές και μάλιστα αξιωματικού χαρακτήρα, αλλά με βάση την αντικειμενική κατάσταση των συναλλαγών και της παραγωγής στην πραγματική οικονομία. Κι αυτή η κατάσταση είναι πάντα κυμαινόμενη σε τέτοιον βαθμό που καμιά σταθερά δεν μπορεί να λειτουργήσει. Όταν μια οικονομία είναι διαρκώς ελλειμματική στο επίπεδο της παραγωγής και των συναλλαγών, όσο κι αν προσπαθεί είναι αδύνατο να τηρήσει τις όποιες παραδοχές και αξιώματα. Ότι κι αν κάνει.
Έτσι και με το ευρώ. Ένα νόμισμα που βασίζεται σε εξωπραγματικά αξιώματα δεν μπορεί να διασωθεί ενισχύοντας τις υποθέσεις εργασίας πάνω στις οποίες στηρίχθηκε. Είναι αδύνατον. Όσο ενισχύονται οι αξιωματικές πολιτικές παραδοχές σε βάρος της πραγματικής κατάστασης της οικονομίας, τόσο περισσότερο θα σπέρνει την χρεοκοπία, την καταστροφή και την ισοπέδωση. Σε βαθμό μάλιστα πρωτάκουστο για τους λαούς της Ευρώπης.
Μέχρι εδώ το παραμύθι περί «λίθινης εποχής»
Επομένως η λίθινη εποχή δεν είναι ένα ενδεχόμενο που συνδέεται με την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, αλλά με την ίδια την παραμονή στο ευρώ. Άλλωστε στη λίθινη εποχή ζουν ήδη οι πάνω από 1 εκατομμύριο άνεργοι της χώρας, αλλά και τα 4 εκατομμύρια εργαζόμενοι που βιώνουν μια κατάσταση όπου είτε βρίσκονται με δουλειά χωρίς μέλλον, είτε με μέλλον χωρίς δουλειά, όπως το 50% και πλέον της νέας γενιάς. Δεν συζητάμε βέβαια για την ανέχεια που έχει ενσκήψει στην πλειοψηφία των ελληνικών νοικοκυριών. Οι συνθήκες μέσα στις οποίες ζει η μέση ελληνική οικογένεια μπορεί να συγκριθεί μόνο με την κατοχική και την πρώτη μετακατοχική περίοδο.
Κι επειδή η κατάσταση αυτή θα επιδεινωθεί σε βαθμό ανήκουστο, θα πρέπει να ρωτήσουμε που βρίσκεται η «κόκκινη γραμμή»; Που πρέπει να φτάσουμε για να πούμε «φτάνει, ως εδώ»; Πόσοι από τους νέους μας πρέπει να μεταναστεύσουν μαζικά γιατί δεν βρίσκουν ούτε δουλειά του ποδαριού; Πόσοι εργαζόμενοι και μικρομεσαίοι πρέπει να ζήσουν σε συνθήκες πείνας και εξαθλίωσης; Πόσοι από τους ηλικιωμένους πρέπει να πεθάνουν γιατί δεν έχουν ούτε καν να πληρώσουν για την θέρμανσή τους; Πόσα άτομα με ειδικές ανάγκες πρέπει να ριχτούν στον Καιάδα γιατί καταργείται ακόμη και η πιο στοιχειώδης κοινωνική πρόνοια; Πόσοι θα πρέπει να αφήσουν την τελευταία τους αναπνοή σε κάποιο ράντσο, ή στα χέρια των δικών τους, γιατί διαλύεται ακόμη και η πρωτοβάθμια υγεία;
Είναι ή δεν είναι η λίθινη εποχή αυτή που ζουν σήμερα εκατομμύρια Έλληνες; Τι έχουν να φοβηθούν οι άνεργοι, οι κατεστραμμένοι επαγγελματίες και οι αφανισμένοι μικρομεσαίοι, τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά και οι εργαζόμενοι που ζουν κυριολεκτικά στο όριο; Τι έχουν να φοβηθούν όλοι αυτοί από την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα; Μην χάσουν τις (ανύπαρκτες) καταθέσεις τους; Μην και χάσουν ακόμη κι αυτά τα λίγα που τους έχουν απομείνει; Μόνο ένας ανόητος ή ένα τυπικό κομματικό στέλεχος, μπορεί να πιστεύει στα σοβαρά σήμερα ότι δεν οδηγούμαστε με μαθηματική βεβαιότητα σε ολοκαύτωμα ενός ολόκληρου λαού προκειμένου να διατηρηθεί μια τυχάρπαστη κερδοσκοπική επινόηση των τραπεζιτών: το ευρώ.
Νέα αρχή να επιβάλλει ο ελληνικός λαός
Με το εθνικό νόμισμα μπορεί να γίνει μια νέα αρχή προς το συμφέρον της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού. Αρκεί να το επιβάλει ο ίδιος και όχι οι καταχτητές του και οι ντόπιοι δοσίλογοι. Με το εθνικό νόμισμα μπορεί να κερδίσει την ελευθερία του από τους δυνάστες των αγορών και να διεκδικήσει την κυριαρχία του σ’ αυτόν τον τόπο. Κι αυτό είναι το ζουμί της όλης υπόθεσης.
Μπορεί ένας λαός σαν τον ελληνικό να σταθεί στα πόδια του και να προχωρήσει με ίδιες δυνάμεις; Ή είναι καταδικασμένος να χρειάζεται πατερίτσες, προστάτες και νταβατζίδες; Αυτό είναι το δίλλημα που συνδέεται πρώτα και κύρια με το ζήτημα του εθνικού νομίσματος. Η τερατολογία που συνδέεται με την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα συνδέεται με την ανάγκη ο λαός να πιστέψει ότι δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα μόνος του, ότι αν και κατοικεί σε μια από τις πιο ευλογημένες χώρες της Ευρώπης δεν μπορεί να παράγει τίποτε, δεν έχει τα μέσα για να σταθεί όρθιος με τις δικές του δυνάμεις.
Δεν είναι καινούργια αυτή η προσπάθεια. Λίγο μετά την ναζιστική κατοχή οι ίδιες δυνάμεις που υπηρέτησαν το καθεστώς κατοχής πάσχιζαν να πείσουν τον Έλληνα ότι η ανεξαρτησία και η εθνική κυριαρχία είναι ένας μύθος. Ο Γεώργιος Βλάχος της Καθημερινής, συνεργάτης των γερμανικών δυνάμεων κατοχής, έγραψε το 1958 ότι το σύνθημα της εθνικής ανεξαρτησίας είναι «κενό ουσίας πυροτέχνημα», ενώ ο διευθυντής του γνωστού συγκροτήματος Χρ. Λαμπράκης, που διέπρεψε στην κατοχή, έγραφε την ίδια χρονιά πώς «η ανεξαρτησία στον σημερινό κόσμο είναι μια ουτοπία…» Στον χορό αυτού του νεοδοσιλογισμού και ονομαστοί διανοούμενοι της εποχής όπως ο κ. Γ. Θεοτοκάς, ο οποίος έγραφε ότι η «ιστορική αναγκαιότητα» οδηγεί στο ξεπέρασμα των εθνών και στη δημιουργία υπερεθνικών σχηματισμών, γιατί μόνο έτσι μπορεί «να αξιοποιηθεί εντελώς η σύγχρονη τεχνική» και να πραγματοποιηθεί η «σταθερή εξύψωση του βιοτικού και μορφωτικού επιπέδου των λαϊκών μαζών του κόσμου.»
Αυθυπαρξία ή υποτέλεια;
Την εποχή εκείνη με νωπές της μνήμες των αγώνων κατά του καταχτητή παλιού και νέου, για την λαϊκή και εθνική κυριαρχία, δεν περνούσαν εύκολα οι ενδοτισμοί. Έτσι ο Ε. Παπανούτσος απαντώντας στον Θεοτοκά έγραφε: «ομολογώ πώς άμα βάζω στο νου μου πραγματοποιημένο το καθεστώς που προφητεύει ο καλός φίλος με πιάνει φόβος. Μεγάλος φόβος… Ας θυμηθούμε ότι ο Χίτλερ προόριζε την Ελλάδα για τουριστικά ταξίδια και για καλλιέργεια της αγριόμεντας…». Πολύ σωστά ο κ. Παπανούτσος διαβλέπει τους κινδύνους που συνεπάγονται για την Ελλάδα σε τέτοιες «υπερεθνικές ενώσεις» και σωστά υπογραμμίζει πως η «εθνική μας προσωπικότητα, η πολιτική μας παράδοση, το πνεύμα και το ήθος του λαού μας… ένας μόνο σίγουρος τρόπος υπάρχει να διαφυλαχθούν: η αυθυπαρξία, το δικαίωμα να διαθέτει κανείς τον εαυτό του όπως θέλει, να κυβερνάει αυτός το σπίτι του και όχι οι άλλοι – ας είναι και οι καλύτεροι φίλοι».
Αυθυπαρξία ενός λαού χωρίς οικονομική αυτοδυναμία και εθνική ανεξαρτησία δεν μπορεί να υπάρξει κάτω από οποιοδήποτε καθεστώς. Και αφετηρία για μια τέτοια αυθυπαρξία αποτελεί η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα.

Δημήτρης Καζάκης

Δημοσιεύτηκε στο Ποντίκι, 24/11/2011

Υπάρχει ζωή μετά το ευρώ; του Γ.Αλεξάτου

Υπάρχει ζωή μετά το ευρώ;

«Το ζήτημα πια έχει τεθεί.
Ή θα συνεχίζουμε να γονατίζουμε ή θα υψώσουμε άλλον πύργο,
ατίθασο απέναντί τους»
(Μιχάλης Κατσαρός, Κατά Σαδδουκαίων)

Καμιά διάθεση αστεϊσμού, καθώς το ερώτημα τίθεται εναγώνια από έναν ολόκληρο λαό, αν και, όπως φαίνεται από τις εντεινόμενες συζητήσεις των τελευταίων ημερών για την τύχη του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, δεν αφορά μόνο τον δικό μας λαό. Και τίθεται με υπαρξιακούς όρους, καθώς οι υπερασπιστές του ευρωμονόδρομου (από τη Δεξιά μέχρι την Αριστερά) αρέσκονται να παρουσιάζουν το ενδεχόμενο εξόδου της χώρας μας από την Ευρωζώνη με όρους εθνικής καταστροφής. Στην περίπτωση, μάλιστα, μιας –όλο και πιο πιθανής- διάλυσης της Ευρωζώνης, η καταστροφολογία εκδηλώνεται σαν πανικός.
Η απάντηση των καταστροφολόγων παραπέμπει, όντως, στις σελίδες της «Αποκάλυψης». Αποκαλύπτοντας, έτσι, τη βαθιά, θρησκευτικού τύπου, δογματική προσήλωση τους στο αναπόδεικτο, με διακηρύξεις πίστης στη μόνη Αλήθεια, απειλώντας με δεινά τους άπιστους, που ενδέχεται να παρασυρθούν από τις δυνάμεις του Κακού. Στην προκειμένη περίπτωση, όσους αρνούνται να δεχτούν πως οι τύχες του λαού μας και των άλλων ευρωπαϊκών λαών εξαρτώνται από την τύχη ενός νομίσματος, που αντιμετωπίζεται ως φετίχ. Αναμφιβόλως, η σύζευξη μονοθεϊσμού και ειδωλολατρίας είναι εκπληκτική: ένας είναι ο Θεός, το ευρώ, και πέραν αυτού η γέενα του πυρός!
Παράδοξο μεν, αληθές δε! Οι ομνύοντες στον ορθολογισμό, οι τεχνοκράτες, που συνήθως εγκαλούν τους διαφωνούντες με τις όποιες προτάσεις τους, προβάλλοντας τη θετικιστική σχέση αιτίου-αποτελέσματος, αποφεύγουν να απαντήσουν στο πιο απλό και βασικότερο των ερωτημάτων:
Αν καθετί κρίνεται εκ του αποτελέσματος, πώς θα κρίναμε τα αποτελέσματα που επέφερε στο βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων, ακόμα και πριν το ξέσπασμα της κρίσης, η κατάργηση των εθνικών νομισμάτων και η εισαγωγή του ευρώ;
Για τους υπερασπιστές της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής το ερώτημα δεν έχει καμιά σημασία, καθώς η εισαγωγή του ευρώ αποτελεί σημαντικό βήμα στην κατεύθυνση της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής-ιμπεριαλιστικής ολοκλήρωσης. Γι’ αυτούς, τα αποτελέσματα δεν κρίνονται, σε καμιά περίπτωση, στο επίπεδο των επιπτώσεων στο βιοτικό επίπεδο των ευρωπαϊκών λαών, αλλά στη δυνατότητα ή μη του συνασπισμού των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων να ενισχύει τη θέση του στο πεδίο των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων.
Για την Αριστερά; Τι είναι αυτό που κάνει τις κύριες δυνάμεις της στην Ευρώπη, κάποια τμήματά της και στη χώρα μας, να αποφεύγουν το ερώτημα; Προς τι η εναρμόνιση με την καταστροφολογία, όταν είναι σαφές πως η πορεία προς την καταστροφή, όσον αφορά το εργατικό και λαϊκό εισόδημα έχει συνδεθεί αδιάσπαστα με την υιοθέτηση του κοινού νομίσματος; Αυτή η Αριστερά του ορθολογισμού και της υπευθυνότητας, που θέλει να βασίζεται στη ρεαλιστική μελέτη των πραγματικών δεδομένων, γιατί επιμένει να αποσυνδέει τους δείκτες της σταθερής πτώσης του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων από την εισαγωγή του ευρώ; Επιπλέον, πώς είναι δυνατόν μια Αριστερά να αποφεύγει να τοποθετηθεί ως τέτοια (άρα ως έκφραση των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων) στους εκβιασμούς που ασκούνται, με βάση ακριβώς το νόμισμα, για την αποδοχή των αλλεπάλληλων μέτρων που οδηγούν στην ολοκλήρωση της διαδικασίας ξεθεμελιώματος κατακτήσεων ενός αιώνα;


Να αναμετρηθούμε με το ερώτημα

Αν κάποια Αριστερά επιμένει στην υπεράσπιση ενός «ευρωπαϊκού προσανατολισμού», που θα… ίσως… αν… όταν… και τότε… που… προσεγγίζει τα όρια της ουτοπίας -μιας ουτοπίας θλιβερής, καθώς πλάθει μύθους στο πλαίσιο της αποδοχής της κυρίαρχης πραγματικότητας- πού βρίσκεται η άλλη Αριστερά; Πού βρίσκεται η απάντηση που δίνουν οι άλλες δυνάμεις, εκείνες που επιδιώκουν μια γειωμένη πολιτική παρέμβαση, που να πείθει ότι, ναι! Υπάρχει ζωή μετά το ευρώ! Ναι! Δεν είναι μοιραίο αυτός ο τόπος να φτάσει στην πλήρη καταστροφή, προς χάριν της στρατηγικής συμμαχίας του ελληνικού κεφαλαίου με τις άλλες ιμπεριαλιστικές κυρίαρχες τάξεις της Ε.Ε.!
Αυτή η Αριστερά, σε όλες της εκδοχές, είναι υποχρεωμένη να απαντήσει. Όχι τόσο στην κινδυνολογία των υπερασπιστών του ευρωμονόδρομου όσο στην εναγώνια ερώτηση που θέτει ο κόσμος της εργασίας: μετά το ευρώ, τι;
Είναι προφανές, πως η απάντηση έχει να κάνει με την εκτίμηση των όρων υπό τους οποίους η Ελλάδα θα μπορούσε να αποτινάξει το ζυγό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σε άμεση σχέση με την αποτίναξη του ζυγού της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Άρα, με την εκτίμηση της δυνατότητας ανατροπής της πολιτικής των μνημονίων και της δυνατότητας μιας διεξόδου που να εξυπηρετεί τα λαϊκά συμφέροντα, δηλαδή τα εθνικά, από τη σκοπιά του έθνους των εργαζομένων.
Με δηλωμένες τις θέσεις του συνόλου των αριστερών δυνάμεων, είναι σαφές ότι το τμήμα εκείνο που παραμένει προσηλωμένο στην ταύτιση των εθνικών και λαϊκών συμφερόντων με την αστική στρατηγική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι μειοψηφικό, ακόμα κι αν συνυπολογίσουμε και το κόμμα της ΔΗΜΑΡ, που βρίσκεται στα όρια μεταξύ της Αριστεράς και του Μαύρου Μετώπου ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ.
Με δηλωμένες τις λαϊκές διαθέσεις, μέσω αλλεπάλληλων δημοσκοπήσεων, η έξοδος από το ευρώ εκφράζει σημαντικό τμήμα του λαού μας, που όλο και αυξάνεται. Μόνο που αυξάνεται ταυτόχρονα και η αγωνία, την οποία εκφράζει το ερώτημα «μετά το ευρώ, τι:», που τίθεται καλοπροαίρετα, με επίγνωση ότι δεν υπάρχει καμιά ελπίδα για τους εργαζόμενους, όσο η χώρα παραμένει στην Ευρωζώνη.
Τι απαντάμε; Με εξαγγελίες οραματικών στόχων; Με βερμπαλιστικές αναφορές στον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό; Με «συνταγές για τις ταβερνούλες του μέλλοντος»;
Τι απαντάμε; Με κάλεσμα σε ενότητα κι αγώνα για την αντικαπιταλιστική ανατροπή, και μετά… βλέπουμε; Μας αρκούν τα «αντί»; Πείθουν τον κόσμο που αγωνιά οι γενικόλογες τοποθετήσεις, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση ενός προγράμματος αριστερής διεξόδου, αλλά αποφεύγουν να αναμετρηθούν με το συγκεκριμένο; Και ποιο είναι, στην προκειμένη περίπτωση, το συγκεκριμένο;
Αν μόλις πριν δυο χρόνια έθετε κάποιος το ζήτημα της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε ρεφορμιστή: Όταν η παραγωγική ανασυγκρότηση προτείνεται από αριστερές δυνάμεις στο πλαίσιο των κυρίαρχων σχέσεων ταξικής εξουσίας, επιχειρείται η υπεράσπιση λαϊκών συμφερόντων με όρους διατήρησης αυτών των σχέσεων, που δεν αμφισβητούνται.
Τι άλλαξε μέσα σ’ αυτά τα δυο χρόνια; Μπορούμε σήμερα να μιλήσουμε για παραγωγική ανασυγκρότηση, χωρίς να κινδυνεύουμε να περιορίσουμε την παρέμβασή μας στα όρια που θέτει η κυρίαρχη κατάσταση; Κι αν ναι, γιατί;
Θεωρώ πως μπορούμε και επιβάλλεται να το κάνουμε! Ακριβώς γιατί αποτελεί απαίτηση εργαζόμενων λαϊκών δυνάμεων και δεν προκύπτει ως εγκεφαλική σύλληψη κάποιων αριστερών, που εννοούν να συμβουλεύουν το κεφάλαιο για την καλύτερη διαχείριση των ζητημάτων καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ακριβώς γιατί η οποιαδήποτε συζήτηση για παραγωγική ανασυγκρότηση σήμερα, μας υποχρεώνει να αναμετρηθούμε με το κεντρικό ζήτημα της εξουσίας!


Παραγωγική ανασυγκρότηση και Αριστερό Μέτωπο

Το ζήτημα της παραγωγικής ανασυγκρότησης προκύπτει ως αναπότρεπτο ερώτημα, μετά την απάντηση στο αν υπάρχει ζωή μετά το ευρώ. Σχετίζεται άμεσα με το ποιος θα έχει την εξουσία σε μια ενδεχόμενη έξοδο από την Ευρωζώνη. Γιατί δεν έχουν εντελώς άδικο οι καταστροφολόγοι, δεξιοί και αριστεροί.
Η επάνοδος στο εθνικό νόμισμα, που μπορεί να προκύψει είτε ως συνέπεια της εξώθησης από τις κυρίαρχες δυνάμεις της Ε.Ε. σε έξοδο από το ευρώ είτε ως αναγκαστική συνέπεια της διάλυσης της Ευρωζώνης, εμπεριέχει σαφείς και προφανείς κινδύνους για το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων. Όμως, δεν ισχύει κάτι τέτοιο αν την πρωτοβουλία κινήσεων την έχει το εργατικό και λαϊκό κίνημα. Αν η έξοδος από το ευρώ έρθει ως συνέπεια της ανατροπής του συσχετισμού δυνάμεων προς όφελος του κόσμου της εργασίας.
Κι εδώ είναι που τίθεται το ζήτημα του προγράμματος. Το οποίο δεν μπορεί να προκύψει ξαφνικά, μετά την ενδεχόμενη ανατροπή, ούτε αποτελεί υπόθεση ετούτης ή της άλλης μικρής ή μεγαλύτερης αριστερής πολιτικής συλλογικότητας (κόμματος, οργάνωσης, μετωπικού σχήματος), όσο κι αν κάθε προσπάθεια σε μια τέτοια κατεύθυνση μόνο ως θετική θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί.
Η επεξεργασία ενός προγράμματος παραγωγικής ανασυγκρότησης αποτελεί υπόθεση συνδυασμένης προσπάθειας πολιτικών συλλογικοτήτων, επιστημονικών κύκλων, συγκροτημένων δυνάμεων του εργατικού, νεολαιίστικου και λαϊκού κινήματος. Μια τέτοια προσπάθεια απαιτεί τη μελέτη της σύγχρονης ελληνικής και διεθνούς πραγματικότητας, την εξέταση των δυνατοτήτων που προσφέρονται για αυτοδύναμη οικονομική ανάπτυξη και για αναπροσανατολισμό των οικονομικών μας συναλλαγών (άρα και των πολιτικών μας σχέσεων) σε διεθνές επίπεδο, σε μια συνθήκη που θα διαμορφώνει η ανατροπή της αστικής πολιτικής κυριαρχίας με την ενεργό και σταθερή παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα.
Θα ήταν έως και γελοία κάθε αναφορά σε έναν απροσδιόριστο «σοσιαλιστικό κοινωνικό μετασχηματισμό», που δεν θα έπαιρνε σοβαρά υπόψη τα καθήκοντα που ανατίθενται στην Αριστερά και στα μαζικά κινήματα σε μια περίοδο μετάβασης. Σε μια περίοδο δυαδικής εξουσίας, κατά την οποία διατηρείται μια επισφαλής και ασταθής ισορροπία ανάμεσα στον συνασπισμό δυνάμεων που χάνουν την εξουσία και στον συνασπισμό των δυνάμεων που τη διεκδικούν, έχοντας αναλάβει ήδη κυβερνητικές ευθύνες.
Είναι προφανές πως μιλάμε για το καίριο ζήτημα της εξουσίας, γιατί μόνο με τη διεκδίκησή της μπορούμε να κάνουμε λόγο για τη δική μας απάντηση στα ζωτικού χαρακτήρα ερωτήματα, τα οποία θέτει η αγωνία των κοινωνικών τάξεων, στρωμάτων και κατηγοριών που εντάσσονται εν δυνάμει σε ένα λαϊκό συνασπισμό, ικανό να στηρίξει μια ανατρεπτική διαδικασία.
Όσο σκληρό κι αν ακούγεται, η απροθυμία μελέτης της ίδιας της πραγματικότητας που θέλουμε να αλλάξουμε και επεξεργασίας ενός συγκεκριμένου προγράμματος παραγωγικής ανασυγκρότησης, ικανού να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτει η προοπτική της ενδεχόμενης –και επιδιωκόμενης- ανόδου στην εξουσία των αριστερών δυνάμεων, δεν μπορεί να ερμηνευτεί αλλιώς, παρά με την υποψία (ή βεβαιότητα;) πως οι δυνάμεις αυτές δεν έχουν πειστεί και τόσο ότι πράγματι έχουμε μπει σε μια περίοδο που η ανατροπή είναι μια πραγματική δυνατότητα για το σήμερα ή έστω για το άμεσα προβλέψιμο μέλλον.
Την υποψία ενισχύει, δυστυχώς, μια σειρά γεγονότων. Με πιο χαρακτηριστική την τραγική αδυναμία κατανόησης της δυναμικής του κινήματος των πλατειών του καλοκαιριού, που αφέθηκε να εκπνεύσει, χωρίς την παραμικρή προσπάθεια αναζωογόνησης με τον ερχομό του Σεπτέμβρη.
Την ανεπαρκή αντίδραση της Αριστεράς, στο σύνολό της, απέναντι στο κοινοβουλευτικό πραξικόπημα που έφερε στην κυβέρνηση το Μαύρο Μέτωπο. Το βασιλικό πραξικόπημα του ’65 αντιμετωπίστηκε με τα Ιουλιανά. Τώρα;
Τις χλιαρές –περιορισμένες σε φραστικό επίπεδο- αντιδράσεις για την ανάθεση της πρωθυπουργίας σε έναν κατ΄ εξοχήν εκπρόσωπο του μεγάλου κεφαλαίου και την υπουργοποίηση τσεκουροφόρων φασιστών, που σε άλλες συνθήκες θα ξεσήκωνε ακόμα και λαϊκή εξέγερση.
Ακόμα-ακόμα και την ανυπαρξία πρόνοιας για τη μαζική περιφρούρηση της κατάληψης της ΔΕΗ στη Μεσογείων, την πλήρη αδιαφορία για την οργάνωση ενός παλλαϊκού συλλαλητηρίου συμπαράστασης προς τους απεργούς της Χαλυβουργίας, που επί ένα μήνα μάχονται μόνοι.
Αλλά και την αδιανόητη αμηχανία (ή μήπως αδιαφορία;) μπροστά σε όσα συμβαίνουν στις ένοπλες δυνάμεις, με την πρωτοφανή για τα ιστορικά δεδομένα εισβολή απόστρατων διαδηλωτών στο Πεντάγωνο, τη στρατιωτική στάση, που εκφράστηκε με την απείθεια στις διαταγές του Μπεγλίτη, των επικεφαλής των στρατιωτικών δυνάμεων στην παρέλαση της Θεσσαλονίκης στις 28 Οκτωβρίου, την αντικατάσταση, εν μια νυκτί, της ηγεσίας του στρατεύματος κ.λπ.
Πάνω απ’ όλα, οι δυνάμεις εκείνες που συμπίπτουν πλέον, εδώ και καιρό, σε μια λίγο ως πολύ κοινή –όσο κι αν παραμένει γενικόλογη- πρόταση άμεσων στόχων (έξοδος από το ευρώ, ρήξη με την Ε.Ε., εθνικοποίηση των Τραπεζών και στρατηγικών τομέων της οικονομίας υπό τον έλεγχο των εργαζομένων, αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος κ.λπ.), δεν φαίνεται να βιάζονται και τόσο! Αν δεν υπήρχαν οι ανεπάρκειες, όπως αυτές που αναφέρθηκαν μόλις πριν, θα σκεφτόμασταν ότι νομίζουν πως ο χρόνος δουλεύει για μας. Μάλλον, κατώτερες των περιστάσεων αποδεικνύονται. Κάπως σαν φοβισμένοι συμπεριφερόμαστε.
Τρομαγμένοι, μπροστά στα καθήκοντα που μας αναθέτει η συγκυρία της ολόπλευρης κρίσης του συστήματος, συνεχίζουμε με τους ρυθμούς που έχουμε συνηθίσει. Περιμένοντας τις εκλογές και την αξιοπρεπή καταγραφή, ίσως και μια εξέγερση που θα μας φέρει στο προσκήνιο. Μια εξέγερση που, όμως, ενδεχομένως να εκπνεύσει, κάτω από το βάρος της άγριας καταστολής από το Μαύρο Μέτωπο, λειτουργώντας ως πρόσχημα για την περαιτέρω μετάλλαξη του ίδιου του πολιτεύματος σε πιο αντιδραστική κατεύθυνση. Ή και να αξιοποιηθεί από άλλες δυνάμεις, που δεν μπορούμε να φανταστούμε. Ο Έλληνας Κίρχνερ θα ήταν η καλύτερη περίπτωση. Αλλά και τότε, η ιστορική ευκαιρία θα έχει χαθεί για μας, Και μαζί με μας και για τις κοινωνικές δυνάμεις που θέλουμε να εκπροσωπήσουμε…
Υπάρχει ζωή μετά το ευρώ; Ασφαλώς και υπάρχει! Το ζήτημα είναι αν θα έχει τα χαρακτηριστικά που εμείς και ο εργαζόμενος λαός θέλουμε ή θα την καθορίσουν άλλοι παράγοντες εν τη απουσία μας.
Σήμερα, που το Μαύρο Μέτωπο χρωματίζει με την κυριαρχία του την καθημερινότητα αυτού του τόπου, ο καθένας ας αναλάβει τις ευθύνες του. Η Ιστορία θα είναι αμείλικτη στην κρίση της.
Ή συγκροτούμε το Αριστερό Μέτωπο, επεξεργαζόμενοι σαφές πρόγραμμα ανατρεπτικής διεξόδου ή θα έχουμε την τύχη κινημάτων που έσβησαν ως πολιτικές δυνάμεις και μετατράπηκαν σε εξωιστορικά φαινόμενα.


Γιώργος Αλεξάτος

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

Οι εργαζόμενοι της Ευρώπης δεν έχουν συμφέρον από τη διάσωση του ευρώ , συνέντευξη του Κ.Λαμπαβίτσα

Οι εργαζόμενοι της Ευρώπης δεν έχουν συμφέρον από τη διάσωση του ευρώ


Πρώτη δημοσίευση της συνέντευξης στο γερμανικό περιοδικό ‘’Μarx21’’(www.marx21.de) το οποίο δραστηριοποιείται μέσα στο Die Linke (Αριστερά) της Γερμανίας. Η συνέντευξη θα κυκλοφορήσει και σε έκδοση του Coalition of Resistance στη Βρετανία.


Πρώτα απ’όλα η κρυστάλλινη σφαίρα: Θα εξακολουθούμε να πληρώνουμε με ευρώ το 2015;

Ορισμένες χώρες θα πληρώνουν ακόμα με ευρώ, το 2015, αλλά είναι εξαιρετικά απίθανο όλα τα σημερινά μέλη της ευρωζώνης να συνεχίσoυν να το χρησιμοποιούν . Το ευρώ στην τρέχουσα μορφή του δεν είναι βιώσιμο και δεν θα επιβιώσει. Οι πιέσεις κατάρρευσης είναι εμφανείς - ακόμα και τώρα που μιλάμε η ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων είναι σε αναταραχή, επειδή οι ιδιώτες επενδυτές κινούνται προς τα γερμανικά ομόλογα, πουλώντας άλλα ομόλογα λόγω του φόβου της πτώχευσης. Κατά συνέπεια, αυξάνονται τα επιτόκια και διαταράσσεται ο κρατικός δανεισμός, καθώς και η ομαλή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Εάν αυτή η διαδικασία ενταθεί, το ευρώ θα καταρρεύσει σε λίγες εβδομάδες.

Η Μέρκελ κάνει τη διάκριση ανάμεσα στην τραπεζική κρίση , που προκλήθηκε από ανεύθυνους τραπεζίτες οι οποίοι άφησαν ανεξέλεγκτη την κερδοσκοπία, και την κρίση χρέους που προκλήθηκε από ανεύθυνες (μεσογειακές) κυβερνήσεις που άφησαν ανεξέλεγκτα τα χρέη. Είναι ορθή αυτή η διάκριση;

Όχι, έχουμε να κάνουμε με μία, ενιαία κρίση. Ξεκίνησε το 2007 στις ΗΠΑ ως κρίση στην αγορά ακινήτων που προκλήθηκε από την κερδοσκοπία των τραπεζών και άλλων χρηματιστών. Οι Γερμανοί τραπεζίτες συμμετείχαν επίσης σε μεγάλο βαθμό σε αυτή τη διαδικασία, αγοράζοντας χαρτιά ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου των ΗΠΑ. Όταν η φούσκα έσκασε, προέκυψε τραπεζική κρίση η οποία οδήγησε σε παγκόσμια ύφεση. Η ύφεση οδήγησε σε άνευ προηγουμένου κρατική παρέμβαση για τη διάσωση των τραπεζών και τη στήριξη της ζήτησης.

Το υψηλό δημόσιο χρέος σε πολλές χώρες στην Ευρώπη είναι άμεση συνέπεια της κρατικής παρέμβασης το 2008-2009, καθώς οι οικονομίες πέρασαν σε ύφεση. Δεν οφείλεται σε σπάταλες διαχειριστικές πρακτικές των κυβερνήσεων. Τη στιγμή αυτή είναι οι τράπεζες που βρίσκονται και πάλι σε κίνδυνο, ιδιαίτερα οι ευρωπαϊκές, επειδή κατέχουν μεγάλο όγκο δημόσιου χρέους. Δηλαδή, η κρίση του 2007-2008 δεν επιλύθηκε ποτέ πλήρως, ούτε στην Ευρώπη, ούτε αλλού. Καθώς τα ευρωπαϊκά κράτη αντιμετωπίζουν προβλήματα στον δημοσιονομικό τομέα, η κύρια απειλή είναι και πάλι για τις τράπεζες. Η κρίση τείνει να διαγράψει κύκλο επιστρέφοντας στις τράπεζες.

Αυτό λέτε εσείς. Ακούστε, όμως, μια άλλη αφήγηση: Οι Γερμανοί πέρασαν δύσκολες εποχές ιδιωτικοποιήσεων, λιτότητας και περιορισμού των μισθών και με πολύ κόπο έβαλαν σε τάξη τα του οίκου τους. Εν τω μεταξύ, όλοι οι άλλοι ζούσαν ζωή χαρισάμενη και τώρα φαίνεται σαν να ζητούν να πληρώσουν το λογαριασμό οι Γερμανοί. Είναι κατανοητό ότι οι Γερμανοί δεν θέλουν να πληρώσουν το λογαριασμό.

Είναι απόλυτα κατανοητό το να βλέπουν οι Γερμανοί εργαζόμενοι το ευρώ με καχυποψία. Να είναι απρόθυμοι να δεσμεύσουν δημόσιο χρήμα, δηλαδή χρήματα από άμεσους και έμμεσους φόρους, για τη διάσωση του ευρώ, η οποία αυτή τη στιγμή σημαίνει μια ακόμη μεγάλη διάσωση των τραπεζών. Για περισσότερα από δεκαπέντε χρόνια οι Γερμανοί εργαζόμενοι έχουν ζήσει μια δύσκολη περίοδο στάσιμου εισοδήματος, απώλειας της δύναμης των συνδικάτων και γενικότερης στενότητας στους όρους διαβίωσης. Το κόστος της επανένωσης και της αναδιάρθρωσης του γερμανικού καπιταλισμού το έχουν επωμισθεί οι Γερμανοί εργάτες. Η Γερμανία ξεκίνησε με υψηλότερα επίπεδα ανταγωνιστικότητας από άλλους, αλλά έφυγε ακόμη πιό μπροστά επειδή έχει παγώσει εδώ και χρόνια το κόστος εργασίας.

Το μυστικό της γερμανικής επιτυχίας δεν είναι η μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας, η γενικευμένη αποτελεσματικότητα, ή η ιδιαίτερη καινοτομία - όλες δηλαδή οι συνήθεις γενικολογίες που ακούγονται για το γερμανικό καπιταλισμό. Πολλές χώρες στην περιφέρεια έχουν καλύτερες επιδόσεις από αυτές τις πλευρές. Η γερμανική υπεροχή έχει επιτευχθεί καθαρά λόγω της πίεσης στους εργαζόμενους και της στασιμότητας των μισθών.

Επομένως είναι κατανοητή η ενστικτώδης αντίδραση των Γερμανών εργαζομένων όταν τίθεται θέμα δέσμευσης δημόσιου χρήματος για τη διάσωση του ευρώ και, πολύ περισσότερο, των τραπεζών. Αλλά θα ήθελα να πω ότι αυτό είναι εν μέρει εσφαλμένη αντίδραση. Δεν είναι αλήθεια ότι οι εργαζόμενοι αλλού στην Ευρώπη ζούσαν ζωή χαρισάμενη κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαπέντε ετών. Η πίεση στους εργαζόμενους σε όλη την Ευρώπη υπήρξε έντονη και ο τομέας της εργασίας απώλεσε μερίδιο του εισοδήματος προς όφελος του κεφαλαίου. Άλλες άρχουσες τάξεις προσπάθησαν να ακολουθήσουν την ίδια κατεύθυνση με τους κυβερνώντες της Γερμανία, αλλά ήταν λιγότερο ανελέητες και ως εκ τούτου είχαν λιγότερη επιτυχία.

Αν οι Γερμανοί εργαζόμενοι αισθάνονται προβληματισμένοι και θυμωμένοι, θα πρέπει να κατευθύνουν το θυμό τους προς τους δικούς τους εργοδότες και την κυβέρνησή τους. Αυτοί αποτελούν την πηγή πίεσης και όχι οι Έλληνες, οι Ιταλοί και οι Ισπανοί εργαζόμενοι.


Ο Φόλκερ Κάουντερ της γερμανικής Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης είπε ότι οι Ευρωπαίοι θα έπρεπε να “μάθουν γερμανικά” για να βγουν απ΄ αυτό το χάος, εννοώντας να υιοθετήσουν τη λιτότητα και τον εξαγωγικό προσανατολισμό εφ΄ όλης της ύλης. Είναι αυτή μια βιώσιμη στρατηγική για τον τερματισμό της κρίσης;


Όχι, πρόκειται για συνταγή σίγουρης καταστροφής της Ευρωζώνης. Ο λόγος για την επιτυχία της Γερμανίας είναι η πίεση στους Γερμανούς εργαζόμενους που έδωσε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στους Γερμανούς εργοδότες. Χρησιμοποίησαν αυτό το πλεονέκτημα για να εξασφαλίσουν εμπορικά πλεονάσματα που προέρχονται ως επί το πλείστον από τις χώρες της Ευρωζώνης. Η Ευρωζώνη έχει καταστεί ουσιαστικά εγχώρια γερμανική αγορά. Αυτό είναι το μεγαλύτερο πλεονέκτημα που προσφέρει το ευρώ για τη γερμανική αστική τάξη. Αλλά αν κάποιος δημιουργεί μεγάλα πλεονάσματα, κάποιος άλλος αποκτά μεγάλα ελλείμματα: Τα ελλείμματα της ευρωπαϊκής περιφέρειας είναι αντανάκλαση των γερμανικών πλεονασμάτων. Αυτή η ανισορροπία είναι η πηγή της αστάθειας της Ευρωζώνης.

Αν η γερμανική άρχουσα τάξη διέθετε πραγματική σοφία, θα αντιμετώπιζε την ανισορροπία, προσπαθώντας να περιορίσει τα πλεονάσματα της, ίσως και μέσω της αύξησης της εγχώριας κατανάλωσης. Αντί γι΄ αυτό λέει ότι όλοι οι άλλοι πρέπει να προσπαθήσουν να παρουσιάσουν πλεόνασμα. Πρόκειται για ανοησία. Δεν μπορούν όλοι στην Ευρωζώνη να έχουν πλεονάσματα, ειδικά όταν το ευρώ έχει υψηλή συναλλαγματική ισοτιμία σε σχέση με το δολάριο, πράγμα που καθιστά δύσκολο το εμπόριο εκτός Ευρωζώνης. Ο εξαναγκασμός όλων σε περικοπές μισθών και η μείωση της συνολικής ζήτησης στην Ευρωζώνη, όπως επιτάσσει σήμερα η γερμανική πολιτική, θέτει τα θεμέλια για την καταστροφή της Ευρωζώνης.


Αυτό ακούγεται παράλογο. Γιατί η γερμανική άρχουσα τάξη εφαρμόζει μια στρατηγική που καταστρέφει την Ευρωζώνη , εφόσον αντλεί μέγιστα οφέλη απ΄ αυτήν;


Το ερώτημα δυσκολεύει και πολλούς οικονομολόγους. Είναι βέβαια αλήθεια ότι η γερμανική άρχουσα τάξη δεν επιθυμεί να καταστρέψει την Ευρωζώνη, δεδομένου ότι επιτυγχάνει σημαντικά κέρδη από αυτή. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι κατανοεί πλήρως τις αντιφάσεις και τις συνέπειες του τι κάνει. Η επιδίωξη του άμεσου εθνικού συμφέροντος δεν προάγει απαραιτήτως τη σταθερότητα του συστήματος συνολικά. Κατά πρώτο λόγο, καμία άρχουσα τάξη δεν θα αύξανε εθελοντικά τους μισθούς των εργαζομένων της, δεδομένου ότι θα έχανε αμέσως σε ανταγωνιστικότητα στο εξωτερικό. Κατά δεύτερο, τα πλεονάσματα αποτελούν πηγή ιεραρχικής ισχύος μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών και οι Γερμανοί καπιταλιστές δεν έχουν καμία διάθεση να τα χάσουν. Υπάρχει ένας πυρήνας μερκαντιλισμού στην καπιταλιστική σκέψη που ουδέποτε εξαλείφθηκε.

Επιμένοντας ότι όλοι πρέπει να «γίνουν Γερμανοί», η γερμανική άρχουσα τάξη παραδέχεται ότι οι χώρες με ελλείμματα πρέπει να δεχθούν μόνιμη λιτότητα ασκώντας παράλληλα διαρκή πίεση στους εργαζομένους τους. Πιθανώς ελπίζει η Γερμανία ότι αυτό θα οδηγήσει σε μια νέα ισορροπία με χαμηλότερο επίπεδο εισοδήματος στην Ευρώπη, και ίσως μετά από δέκα-δεκαπέντε χρόνια θα υπάρξει ανανέωση των προϋποθέσεων για γενικότερη ανάπτυξη, με κάποιο τρόπο. Αλλά το πιθανότερο είναι ότι η Ευρωζώνη θα έχει καταρρρεύσει πολύ πριν.


Αρκετοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν τώρα τη χρήση “μπαζούκας” - μια επιθετική παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με στόχο την αγορά κρατικού χρέους και την έκδοση χρήματος γι΄ αυτό το σκοπό. Θα βοηθούσε μια τέτοια ενέργεια;


Είναι ένδειξη της απελπισίας των σχολιαστών και των οικονομολόγων ότι τώρα καλούν τόσο ηχηρά την ΕΚΤ να προβεί σε τεράστια παρέμβαση. Έχουν πλέον συνειδητοποιήσει ότι η κρίση είναι πολύ πιο σοβαρή από όσο φαντάζονταν όταν η Ελλάδα άρχισε να αντιμετωπίζει δυσκολίες δανεισμού στα τέλη του 2009. Οι ποικίλες λύσεις που έχουν προταθεί τα δύο τελευταία χρόνια δεν έχουν αποδώσει τίποτα, συμπεριλαμβανομένης της ιδέας περί έκδοσης ευρωομόλογου. Η πιο αξιοθρήνητη αποτυχία είναι αυτή του Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και ο λόγος είναι απλός. Οι χώρες του κέντρου της Ευρωζώνης προσέφεραν πολύ λίγο πραγματικό χρήμα – λιγότερο από 100 δισ. ευρώ. Στη συνέχεια χρησιμοποίησαν χρηματοπιστωτική μόχλευση για να τα κάνουν να φαίνονται 440 δισ. Και τον Οκτώβριο του 2011 πρότειναν να ξαναχρησιμοποιηθεί η μόχλευση για να κάνουν τα 440 δις. να φαίνονται 1,5 τρισ. Αυτή η γελοία ιδέα απορρίφθηκε από τους Ρώσους, τους Κινέζους και άλλους από τους οποίους ζητήθηκε να αγοράσουν μοχλευμένες υποχρεώσεις χρέους του Μηχανισμού τοποθετώντας πραγματικό χρήμα. Αρνήθηκαν ευγενικά και είπαν στους Ευρωπαίους να χρησιμοποιήσουν τον δικό τους πλούτο.

Ο Μηχανισμός δεν απέδωσε γιατί οι δυνάμεις του κέντρου αρνούνται να αναλάβουν το κόστος διάσωσης άλλων κρατών, ή των τραπεζών άλλων κρατών. Αυτή είναι μια διαρθρωτική αδυναμία της νομισματικής ένωσης, η οποία θα δημιουργήσει κωλύματα και στην ΕΚΤ που αποτελεί την τελευταία γραμμή άμυνας του ευρώ. Η τρέχουσα πρόταση αφορά το να αγοράσει η ΕΚΤ ελεύθερα δημόσιο χρέος από τη δευτερογενή αγορά, ωθώντας προς τη μείωση των επιτοκίων και μετριάζοντας την κρίση. Αυτό δεν είναι και τόσο εύκολο όσο φαντάζονται πολλοί και η δυσκολία δεν έχει και τόση σχέση με την υποτιθέμενη εμμονή των Γερμανών περί υπερπληθωρισμού, που μας λένε ότι υπάρχει στο συλλογικό τους ασυνείδητο τους από τα χρόνια του Μεσοπολέμου.

Η δυσκολία σχετίζεται με την ίδια τη δομή της ΕΚΤ. Δεν πρόκειται για μια συνηθισμένη κεντρική τράπεζα, εφόσον δεν έχει πίσω της ένα κράτος το οποίο εγγυάται τις υποχρεώσεις της ως κυρίαρχο. Η ΕΚΤ αποτελεί μια ομάδα εθνικών κεντρικών τραπεζών, μεταξύ των οποίων τον κυρίαρχο ρόλο παίζει η γερμανική Μπούντεσμπανκ. Καλείται, λοιπόν, τώρα η ΕΚΤ να αγοράσει τεράστιες ποσότητες κρατικών χρεογράφων που εκδίδονται από 17 κράτη, μερικά από τα οποία είναι πασιφανώς αναξιόχρεα. Δεν της ζητείται να αγοράσει το χρέος ενός κράτους, που έχει τη δυνατότητα το ίδιο να τη στηρίξει, όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ, τη Βρετανία ή την Ιαπωνία. Το ρίσκο από τα αναξιόχρεα κράτη θα μεταφερόταν, συνεπώς, στον ισολογισμό της ΕΚΤ και, δεδομένης της δομής της, στην πραγματικότητα θα μεταφερόταν στον ισολογισμό της Μπούντεσμπανκ. Η αξιοπιστία της ΕΚΤ θα υποχωρούσε, το ευρώ θα απειλούνταν και το δυνητικό ρίσκο για το γερμανικό κράτος θα αυξανόταν. Λάβετε υπόψη σας ότι το γερμανικό χρέος δεν είναι καθόλου αμελητέο τη στιγμή αυτή.

Η Γερμανία θα αντισταθεί σ΄ αυτή την απαίτηση για όσο περισσότερο μπορεί. Φυσικά, εάν η αγορά ομολόγων εξακολουθήσει να δυσλειτουργεί, θα πρέπει να ενδώσει σε κάποιο βαθμό, επιτρέποντας στην ΕΚΤ να αγοράσει ιταλικά και ισπανικά ομόλογα προκειμένου να μειωθούν οι πιέσεις, αν μη τι άλλο για να αποφευχθεί η ταχεία κατάρρευση της Ευρωζώνης. Η Γερμανία, όμως, γνωρίζει ότι αυτό δεν συνιστά μακροπρόθεσμη λύση, αλλά απλώς προμήθεια της απόλυτα αναγκαίας ρευστότητας, σε μέτριες ποσότητες, η οποία ωστόσο δημιουργεί κινδύνους για την κεντρική τράπεζα. Εάν η Γερμανία συμφωνούσε σε μια μαζική παρέμβαση της ΕΚΤ, θα ζητούσε παράλληλα σοβαρές αλλαγές στις δημοσιονομικές ρυθμίσεις της ΟΝΕ.


Η μακροπρόθεσμη ρύθμιση στην οποία συμφώνησε η ευρωπαϊκή Σύνοδος Κορυφής είναι μια “κοινή ευρωπαϊκή οικονομική και χρηματοπιστωτική πολιτική”. Οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες χαιρέτισαν τη διακήρυξη λέγοντας ότι αυτό ήθελαν πάντα. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια “σοσιαλδημοκρατικοποίηση” της Ευρώπης;


Απολύτως όχι. Οι Σοσιαλδημοκράτες εξακολουθούν να έχουν την ίδια εσφαλμένη γραμμή ερμηνείας του ευρωπαϊσμού και της υφιστάμενης διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ακούνε "συντονισμός" και "κρατική παρέμβαση" και νομίζουν ότι η ΕΕ είναι ένα είδος προοδευτικού, κεϋνσιανού, σχεδίου παροχής κρατικής πρόνοιας. Φαντάζονται ότι, αν η Αριστερά είχε πιο έντονη παρουσία, θα μπορούσε να ωθήσει την ΕΕ σε μια όλο και πιο προοδευτική κατεύθυνση - για παράδειγμα, με την ανάπτυξη Κοινωνικής Χάρτας και άλλα παρόμοια. Αλλά κάτι τέτοιο δεν ήταν ποτέ αλήθεια και έχει αποδειχθεί απολύτως ψευδές τα τελευταία δύο χρόνια.

Πάρτε τις προτάσεις της συνόδου κορυφής. Εάν μια σταθερή κοινή οικονομική και δημοσιονομική πολιτική στην ΕΕ μπορούσε να συμφωνηθεί από τις κυβερνήσεις - πράγμα για το οποίο αμφιβάλλω - δεν θα ήταν σίγουρα πολιτική αύξησης μισθών, επέκτασης των δικαιωμάτων των εργαζομένων, δημόσιων επενδύσεων για την αύξηση της παραγωγικότητας, βελτίωσης της κοινωνικής πρόνοιας και τα λοιπά . Θα ήταν μάλλον προς την κατεύθυνση που αναφέρεται ο Φόλκερ Κάουντερ - μόνιμη λιτότητα, διαρκής πίεση επί των μισθών, δημοσιονομική πειθαρχία επιβεβλημένη από το εξωτερικό. Κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου αιτία πανηγυρισμών.


Υποστηρίζετε την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Στη Γερμανία αυτή τη θέση την υποστηρίζει η σκληρή εθνικιστική Δεξιά. Πώς θα υπερασπιζόσαστε την άποψή σας;


Δεν χρειάζεται καθόλου να υπερασπιστώ την άποψή μου με τον τρόπο που υπονοείτε. Αντιθέτως, τα επίσημα αριστερά κόμματα στη Γερμανία και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες θα πρέπει επειγόντως να δικαιολογήσουν τη γραμμή που έχουν υιοθετήσει για την κρίση της Ευρωζώνης. Τουλάχιστον στη Γερμανία και τη Γαλλία, μεγάλα τμήματα της Αριστεράς έχουν ουσιαστικά συνταχθεί με την κυρίαρχη στρατηγική της γερμανικής και της γαλλικής άρχουσας τάξης, δηλαδή την υπεράσπιση του ευρώ. Το βασικό πολιτικό πρόβλημα στην Ευρώπη αυτή τη στιγμή δεν είναι οι θέσεις της άκρας Δεξιάς, είτε στη Γερμανία, είτε στη Γαλλία. Είναι μάλλον αυτό που η Μέρκελ και ο Σαρκοζί λένε και κάνουν, δηλαδή η προώθηση του ευρωπαϊσμού, η διάσωση του ευρώ, η αλλαγή του θεσμικού πλαισίου του ευρώ, όλα σε βάρος των εργαζομένων.

Προς έκπληξή μου, μεγάλα κομμάτια της γερμανικής Αριστεράς και γερμανικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, καθώς και τμήματα της γαλλικής Αριστεράς, υιοθετούν στην πράξη τις ίδιες πολιτικές. Δέχονται ότι υπάρχει ένα κοινό ευρωπαϊκό „σπίτι“, αλλά επιδιώκουν να αλλάξουν τις πόρτες, να καθαρίσουν το πάτωμα, να βάλουν νέα κουζίνα. Φαίνεται ότι τα κόμματα της Αριστεράς έχουν χάσει την ικανότητα να παρουσιάζουν στους λαούς πολιτικές ανεξάρτητες από την άρχουσα τάξη τους.

Το επιχείρημα για την έξοδο των χωρών της περιφέρειας από την ΟΝΕ αφορά τη ρήξη με τα ταξικά συμφέροντα και τις εθνικές ιεραρχίες που ηγεμονεύουν επί του παρόντος στην Ευρώπη. Η ΟΝΕ δεν είναι κάποιου είδους Συμμαχία για την Αλληλεγγύη, την Ειρήνη και τη Διεθνή Κατανόηση. Η νομισματική ένωση είναι ένας μηχανισμός που αποσκοπεί στην προστασία κατά κύριο λόγο των συμφερόντων των μεγάλων τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων στην Ευρώπη. Παράλληλα προωθεί τα συμφέροντα των χωρών του κέντρου, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, εις βάρος των περιφερειακών χωρών, όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ισπανία. Με μαρξιστικούς όρους, η ΟΝΕ είναι ένα ιμπεριαλιστικό εργαλείο.

Οι άρχουσες τάξεις της Γερμανίας και της Γαλλίας φυσικά επιθυμούν να διασώσουν το ευρώ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα επιτύχουν το στόχο τους. Είναι απαραίτητο η Αριστερά, και ειδικά η ριζοσπαστική, να αναγνωρίσει ότι αυτή είναι η κύρια γραμμή μάχης στην Ευρώπη και να πάρει θέση αναλόγως. Δεν θα πρέπει να μπαίνει στο πολιτικό παιχνίδι επιδιώκοντας τη διάσωση της νομισματικής ένωσης, διότι η ευρωπαϊκή εργατική τάξη δεν έχει κανένα όφελος από το ευρώ. Η Αριστερά πρέπει να βάλει πάνω απ’ όλα τα συμφέροντα των εργαζομένων και αν αυτό σημαίνει εγκατάλειψη του ευρώ, τότε ας γίνει.

Είναι αλήθεια ότι κόμματα και οργανώσεις της Δεξιάς υποστηρίζουν, επίσης, την έξοδο. Για το λόγο αυτό η Αριστερά πρέπει να ζητήσει την προοδευτική έξοδο. Χρειάζεται βαθιά κοινωνική αλλαγή προς το συμφέρον της εργατικής τάξης στην Ελλάδα και αλλού στην περιφέρεια. Η έξοδος από το ευρώ θα μπορούσε να δράσει ως καταλύτης για την αλλαγή. Ο απαραίτητος μετασχηματισμός θα πρέπει να περιλαμβάνει κρατική ιδιοκτησία των τραπεζών, επιβολή ελέγχων στη ροή κεφαλαίων, ριζική αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου, έλεγχο των μέσων διαμόρφωσης βιομηχανικής πολιτικής. Ο στόχος πρέπει να είναι η προστασία της απασχόλησης και η υπεράσπιση του εισοδήματος και των συνθηκών εργασίας των εργαζομένων.

Η έξοδος από την Ευρωζώνη θα σημάνει ριζοσπαστική ρήξη με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που έχουν επικρατήσει κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών δεκαετιών. Θα ήταν επίσης το πρώτο πραγματικό και μεγάλο πλήγμα κατά της παγκοσμιοποίησης που έχουμε βιώσει εδώ και δεκαετίες. Η Ελλάδα και άλλες χώρες της περιφέρειας πρέπει να υιοθετήσουν ένα μεταβατικό πρόγραμμα που θα αλλάξει την ισορροπία δυνάμεων υπέρ της εργασίας δημιουργώντας καλύτερες συνθήκες στην πάλη για το σοσιαλισμό. Κάτι τέτοιο είναι αδύνατο μέσα στα πλαίσια της νομισματικής ένωσης.

Αν η Αριστερά αρνηθεί να αντιμετωπίσει το θέμα του ευρώ κατά μέτωπο αντλώντας από τον απολύτως δικαιολογημένο ευρωσκεπτικισμό της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης, τότε είναι πιθανό να επωφεληθεί ακόμη και η άκρα Δεξιά. Όπως πλησιάζει η κατάρρευση του ευρώ, δεξιές απόψεις θα μπορούσαν να βρούν έδαφος σε όλη την Ευρώπη εφόσον η Αριστερά δεν προτείνει ριζοσπαστική εναλλακτική λύση. Πήραμε μια γεύση από αυτόν τον κίνδυνο με τα όσα εξωφρενικά έχουν ειπωθεί στα ΜΜΕ της Γερμανίας για τους Έλληνες και της Ελλάδας για τους Γερμανούς. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να έχει πολύ άσχημη εξέλιξη, αν η Αριστερά δεν αντιδράσει συνειδητοποιώντας ότι το ευρώ δεν είναι αυτό που φαντάζεται ότι είναι.


Με συγχωρείτε, αλλά μετά από αιώνες πολέμων μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών και μετά από δύο παγκόσμιους πολέμους, η Αριστερά όφειλε να θεωρήσει την Ε.Ε. ως κάτι προοδευτικό. Ποια άλλη επιλογή προσφέρετε; Πίσω στο παλιό καλό έθνος-κράτος, χωρίς κάποιο είδος κοινού πολιτικού εποικοδομήματος;


Αυτό το επιχείρημα ακούγεται συνεχώς από κυβερνήσεις, αστικά κόμματα, συνδικάτα, ακόμη και από την Αριστερά. Δεν το δέχομαι. Η ΕΕ δεν είναι ένα προοδευτικό μόρφωμα του είδους που υπονοείτε εδώ. Επιπλέον, το περιεχόμενό της έχει αλλάξει σε μεγάλο βαθμό με την πάροδο του χρόνου - η σημερινή ΕΕ δεν είναι η ίδια που ήταν πριν από πενήντα χρόνια. Στην πορεία του χρόνου η ΕΕ, και ιδιαίτερα η νομισματική ένωση, έχει μεταβληθεί σε μηχανισμό που υπερασπίζεται σαφή και ασυμβίβαστα ταξικά συμφέροντα που συνδέονται με τα χρηματωπιστωτικά ιδρύματα και τις μεγάλες επιχειρήσεις. Εκτός αυτού, κατά τη διάρκεια της κρίσης η ΕΕ έχει αποκαλύψει δύο εξαιρετικά προβληματικές πτυχές της.

Η πρώτη είναι ότι η εθνική κυριαρχία πολλών μικρότερων χωρών παραβιάζεται ανοιχτά και απροσχημάτιστα. Σε πολλά μέρη της Ευρώπης γίνονται επισκέψεις από επιτροπές που απαρτίζονται από γραφειοκράτες του κέντρου – με Γερμανούς συχνά σε ηγετικό ρόλο - που δίνουν οδηγίες σε άλλες χώρες. Υπαγορεύουν τους όρους της εθνικής, οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Το δεύτερο, και ακόμα πιο σοβαρό, είναι ότι παραβιάζεται η δημοκρατία, και όχι μόνο στην περιφέρεια. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η ΕΕ είχε αποκληθεί ο εγγυητής της δημοκρατίας, ο μηχανισμός που εξασφάλιζε τα δημοκρατικά δικαιώματα των ευρωπαϊκών λαών. Αποδεικνύεται τώρα ότι αυτό δεν είναι αλήθεια. Βλέπουμε ότι η ΕΕ, και ιδιαίτερα η ΟΝΕ, είναι ένας μηχανισμός για την επιβολή συγκεκριμένων συμφερόντων - στην προκειμένη περίπτωση των τραπεζών - απευθείας στην πολιτική σφαίρα. Οι τραπεζίτες όχι μόνο καθορίζουν τις οικονομικές πολιτικές, πρ’αγμα το οποίο κάνουν εδώ και καιρό, αλλά και υπαγορεύουν την πολιτική διαδικασία. Διορίζουν πρωθυπουργούς και κυβερνήσεις.

Δεν είναι υπερβολή να πω ότι η κατάσταση στην ΕΕ θυμίζει όλο και περισσότερο τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης του Μεσοπολέμου. Υπάρχει μια προϊούσα αντίληψη μεταξύ των ευρωπαϊκών λαών ότι η κοινοβουλευτική δημοκρατία έχει αποτύχει, ότι είναι διεφθαρμένη, ότι ελέγχεται από ανθρώπους έξω από την εκλογική διαδικασία και καθοδηγείται από συγκεκριμένα συμφέροντα που προτιμούν να κυβερνούν με διατάγματα. Μιά πολύ επικίνδυνη πολιτική κατάσταση αναδύεται. Αυτοί που υπερασπίζονται την ΕΕ βασιζόμενοι στις υποσχέσεις και τα λόγια του παρελθόντος θα πρέπει να σκεφτούν πολύ προσεκτικά το παρόν.

Σε αυτό το πλαίσιο, θέλω να τονίσω ότι το επιχείρημα υπέρ της εξόδου δεν αφορά καθόλου στον απομονωτισμό, δεν στρέφεται κατά της ενότητας των ευρωπαϊκών λαών. Αντίθετα, είναι ένα επιχείρημα που αναγνωρίζει την ταξική φύση της νομισματικής ένωσης, καταλαβαίνει αυτό που συμβαίνει στην ΕΕ και αναλαμβάνει δράση για ουσιαστική ευρωπαϊκή ενότητα. Δεν μπορεί να υπάρξει γνήσια ευρωπαϊκή ενότητα παρά μόνο στη βάση των εργατικών συμφερόντων, της αλληλεγγύης των εργαζομένων. Τη στιγμή αυτή η Ευρώπη χρειάζεται ένα μεγάλο σοκ που θα μπορέσει να την οδηγήσει προς αυτήν την κατεύθυνση. Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει μόνο από τους εργαζόμενους. Ο αγώνας πρέπει να αρχίσει στην περιφέρεια, αλλά είναι απαραίτητο να εξαπλωθεί στο κέντρο. Η υπόλοιπη Ευρώπη προσβλέπει στους Γερμανούς εργαζόμενους να αναλάβουν τα ηνία της αμφισβήτησης της πολιτικής της Μέρκελ στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Επιτυχημένη εργατική δράση στη Γερμανία θα μπορούσε να ελαφρύνει άμεσα την πίεση στην περιφέρεια και θα ήταν ένα τεράστιο βήμα προς την ευρωπαϊκή ενότητα από τα κάτω.


Φαίνεται να λέτε ότι η ευρωπαϊκή Αριστερά και ιδίως η Αριστερά στο κέντρο – στη Γερμανία και τη Γαλλία - θα έπρεπε να διατυπώσει μια ανεξάρτητη θέση σε σχέση με το ευρώ ενάντια στις κυβερνήσεις της. Ποια θα έπρεπε να είναι αυτή η θέση;


Μου ζητάτε να σας δώσω ένα πρόγραμμα για ολόκληρη την ευρωπαϊκή Αριστερά, ενώ παράλληλα θέλετε να σας πω και πως η έξοδος από την ΟΝΕ θα ήταν προς όφελος της περιφέρειας. Ένα τέτοιο πρόγραμμα δε μπορεί παρά να προκύψει από συλλογική προσπάθεια και διάλογο μεταξύ σοσιαλιστών που γνωρίζουν τις ιδιαίτερες συνθήκες των χωρών τους. Μπορώ όμως να κάνω ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με τις απαιτήσεις της προγραμματικής σύγκλισης που θα προωθούσε την ευρωπαϊκή ενότητα.

Πρέπει, πρώτον, να υπάρξει ρήξη με τον ευρωπαϊσμό της Μέρκελ και να απορριφθεί η αντίληψη ότι η νομισματική ένωση είναι ένα βήμα προς την ενότητα. Η ιδέα μιας κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας είναι ευγενής και αγγίζει τους ευρωπαϊκούς λαούς, αλλά η ΕΕ που δημιουργήθηκε από μια συμμαχία καπιταλιστικών τάξεων δεν είναι ο δρόμος της επιτευξής της. Αντίθετα, η παρούσα κατάσταση στην ΕΕ φέρνει τους λαούς τον έναν ενάντια στον άλλον, όπως είδαμε με τους Γερμανούς και τους Έλληνες. Πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε την ενότητα και αυτό μπορεί να γίνει μόνο στη βάση του σεβασμού της εθνικής κυριαρχίας, αλλά και της δημοκρατίας τόσο στην περιφέρεια όσο και στο κέντρο.

Η ευρωπαϊκή ενότητα πρέπει να αντλήσει από τους κοινούς αγώνες, τα αιτήματα και τις προσδοκίες των εργαζομένων. Πρέπει να βασισθεί στη γνήσια αλληλεγγύη από τα κάτω. Για να γίνει αυτό πρέπει να βρούμε κοινά πεδία αγώνα. Η κρίση μας δίνει μια μεγάλη ευκαιρία. Υπάρχουν σημαντικές εθνικές διαφορές, βέβαια, καθώς η κρίση έχει πάρει διαφορετικές διαστάσεις στην περιφέρεια σε σχέση με το κέντρο. Αλλά υπάρχει επίσης και κοινό έδαφος που μπορεί να στηρίξει κοινές επιδιώξεις.

Συμφωνούμε, για παράδειγμα, για την αναγκαιότητα αναδιανομής του εισοδήματος και του πλούτου. Οι Γερμανοί εργαζόμενοι χρειάζονται οπωσδήποτε υψηλότερους μισθούς και η δομή της γερμανικής παραγωγής θα πρέπει να αλλάξει προς όφελός τους. Η Γερμανία θα πρέπει να απομακρυνθεί από το μοντέλο που δίνει έμφαση στις εξαγωγές εις βάρος της εγχώριας κατανάλωσης. Οι εργαζόμενοι θα πρέπει να αγωνιστούν για να σπάσουν την πολιτική συγκράτησης των μισθών, να ανατρέψουν τους περιορισμούς που επιβάλλονται από τη γερμανική άρχουσα τάξη. Η αναδιανομή είναι επίσης ζωτικής σημασίας για την περιφέρεια, αλλά το καυτό θέμα προς το παρόν είναι το ευρώ. Η Αριστερά στην περιφέρεια θα πρέπει να αγωνιστεί για αναδιανομή μέσα στο πλαίσιο που θα δημιουργηθεί από την έξοδο από το ευρώ. Η Αριστερά των χωρών του κέντρου θα πρέπει επίσης να στηρίξει την προσπάθεια της περιφέρειας για φορολογικές και δημοσιονομικές μεταρυθμίσεις που θα αναδιαρθρώσουν την οικονομία της.

Συμφωνούμε, επίσης, ότι θα πρέπει να υπάρξει δημόσια ιδιοκτησία και έλεγχος των τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Επιπλέον, θα πρέπει να υπάρξουν έλεγχοι επί των ροών κεφαλαίων, δεδομένου ότι η ελεύθερη κυκλοφορία του δανειστικού κεφαλαίου δεν προσφέρει οφέλη στους εργαζόμενους. Δεν είναι ένα μεγάλο βήμα από δω να συνειδητοποιήσουμε ότι η νομισματική πολιτική δεν θα πρέπει να αποτελεί αποκλειστικό δικαίωμα των λεγόμενων εμπειρογνωμόνων στη Φρανκφούρτη, των οποίων οι επιδόσεις κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών ήταν άθλιες. Η νομισματική πολιτική θα πρέπει να υπόκειται σε δημοκρατικό έλεγχο και θα πρέπει να ικανοποιεί στις ανάγκες συγκεκριμένων χωρών. Δεν χρειαζόμαστε μια ΕΚΤ της ελίτ που να αποφασίζει αυθαίρετα για τη νομισματική πολιτική χωρίς να λογοδοτεί σε κανένα εκλογικό σώμα.

Είναι επίσης ζωτικής σημασίας να γίνει διαγραφή του χρέους σε όλη την Ευρώπη. Οι εργαζόμενοι των χωρών του κέντρου πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι τα λεγόμενα σχέδια διάσωσης είναι απλώς ακριβά δάνεια που δίνονται στην περιφέρεια για να διασωθούν οι τράπεζες του κέντρου. Το βάρος πέφτει, στη συνέχεια, στους εργαζομένους της περιφέρειας που υποφέρουν από την ανεργία και τις τεράστιες περικοπές στους μισθούς και την κοινωνική πρόνοια. Υπάρχει βάση για κοινούς αγώνες στην Ευρώπη αλλά και σε άλλα μέρη του κόσμου στο θέμα αυτό.

Αν οι εργαζόμενοι του κέντρου άρχιζαν να ψάχνουν πεδίο δράσης στα θέματα αυτά, ασκώντας πίεση στην κατεύθυνση που ανέφερα, θα έβλεπαν το ευρώ με διαφορετικά μάτια. Αν οι Γερμανοί εργαζόμενοι είχαν σημαντικά οφέλη από τη δράση τους, η γερμανική άρχουσα τάξη θα αντιμετώπιζε το ευρώ με πολύ διαφορετικό τρόπο, γιατί δεν θα αποτελούσε πλέον μηχανισμό διαρθρωτικών πλεονασμάτων. Τότε θα μπορούσαμε να έχουμε πραγματική βάση για γενικότερη πάλη για την ενότητα της Ευρώπης προς το συμφέρον των εργαζομένων.

Καταλήγοντας, η Αριστερά τόσο στις χώρες του κέντρου όσο και της περιφέρειας είναι απόλυτα ικανή να οδηγήσει την Ευρώπη σε λύση της παρούσας κρίσης, δυναμώνοντας ταυτόχρονα την αυθεντική ευρωπαϊκή ενότητα. Για να το κάνει αυτό όμως, θα πρέπει να απαλλαγεί από τον εναγκαλισμό του κατεστημένου ευρωπαϊσμού και να διατυπώσει ένα συνεκτικό και ανεξάρτητο αριστερό πρόγραμμα.



Ο Κώστας Λαπαβίτσας είναι καθηγητής Οικονομικών στη Σχολή Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου.

Η σκλήρυνση της αστικής δημοκρατίας , Δημήτρης Γρηγορόπουλος

Η σκλήρυνση της αστικής δημοκρατίας

Printer-friendly versionPrinter-friendly version

Δημήτρης Γρηγορόπουλος

Η σχεδόν απόλυτη πλέον υποταγή του αστικού κράτους στα μονοπώλια είναι η βάση της αυταρχικής μετάλλαξης και η κινούσα αιτία της κυριαρχίας του κατασταλτικού του ρόλου. Κορυφαίο παράδειγμα η ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας από οικονομικούς παράγοντες καθώς τα οικονομικά κέντρα φαίνεται ότι δεν εμπιστεύονται τους αστούς πολιτικούς, τουλάχιστον για ένα χρονικό διάστημα.

Εδώ και μερικές μέρες «έχουμε Παπαδήμο» (κατά το «χαμπέμους πάπαμ» των ρωμαιοκαθολικών καρδιναλίων). Και όπως για τους πιστούς του ο Πάπας έχει το αλάθητο, έτσι και ο Παπαδήμος από τα γκεμπελικά μίντια προβάλλεται νυχθημερόν με την τήβεννο του σοφού και σοβαρού τεχνοκράτη (το λάιφ στάιλ στην πολιτική) που θα σώσει τη χώρα από την καταστροφή, στην οποία όλοι την οδηγήσαμε, πολιτικοί και πολίτες, με την ασωτία και αφροσύνη μας.

Και το σταρ σίστεμ επιχειρείται να «ολοκληρωθεί», όταν ο ίδιος ο Παπαδήμος συστήνει στην Αριστερά να μην τον απορρίπτει αβασάνιστα, επιζητώντας μια βολική για τον ίδιο και το σύστημα που υπηρετεί ανοχή και από το πιο ριζοσπαστικό κομμάτι της κοινωνίας. Ο επί γης, όπως και εις τους ουρανούς, Μεσσίας, είναι διαρθρωτικό στοιχείο των εκμεταλλευτικών ιδεολογιών που συγκαλύπτουν τη βαρβαρότητά τους μ’ έναν απατηλό μεσσιανισμό. Δημιουργείται λοιπόν μια υγειονομική ζώνη γύρω από το Μεσσία μας κι όποιος έχει την αποκοτιά να του ασκήσει κριτική, κατακεραυνώνεται. Και είναι αλήθεια ότι κάτι τα ωσαννά των ΜΜΕ, κάτι η απόγνωση του κόσμου, έχουν συμβάλει στο να γεννηθεί σ’ ένα τμήμα της κοινωνίας (διογκωμένο αναμφίβολα από τις δημοσκοπήσεις που έσπευσαν) μια αχτίδα ελπίδας ότι «αυτός μπορεί να διαφέρει από τους άλλους». Οι μάσκες όμως γρήγορα θα πέσουν. Η στυγνή πραγματικότητα της κρίσης, που ο εκλεκτός των αγορών πήρε το χρίσμα από το κεφάλαιο να τη χειριστεί προς όφελός τους, δυστυχώς για τους εργαζόμενους όχι μόνο θα παραταθεί, αλλά θα οξυνθεί με νέα βάρη στις πλάτες τους. Γι’ αυτό είναι ανάγκη χωρίς καθωσπρεπικές αναστολές να απομυθοποιηθεί ο νεόκοπος Μεσσίας, όχι κυρίως σε προσωπική, αλλά σε πολιτική βάση.

Κατ’ αρχάς να μην μας διαφεύγει ότι ο Παπαδήμος δεν προήλθε ούτε από παρθενογένεση ούτε είναι ένας απλός τεχνοκράτης. Αν και η κυρίαρχη άποψη το κρύβει επιμελώς, είναι κορυφαίο στέλεχος των καπιταλιστικών κέντρων και μηχανισμών αλλά και εκ των πρωταγωνιστών στη φαύλη διαχείριση της οικονομίας την κρίσιμη Σημιτική περίοδο («γκρικ στατίστικς», συμφωνίες απαλλαγής σουάπς, ληστεία Χρηματιστηρίου, Ολυμπιάδα, φούσκα ανάπτυξης με δανεικά). Δεν επιλέχτηκε τυχαία από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα, αλλά επιβλήθηκε τελεσιγραφικά και εκβιαστικά (απειλές από Μέρκελ, φωτογράφισή του από την «τρόικα» του ΠΑΣΟΚ, απειλητικά προς την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ δημοσιεύματα του αστικού Τύπου). Αλλά και οι προγραμματικές δηλώσεις του στη Βουλή διέψευσαν τις όποιες αυταπάτες και απάτες. Διαβεβαίωσε απερίφραστα την προσήλωσή του στη δημοσιονομική εξυγίανση, στην υλοποίηση της φοροεπιδρομής, χωρίς να αποκλείσει και νέα βάση που θα απαιτήσουν τα νέα ελλείμματα. Μας καθησύχασε διευκρινίζοντας ότι απλώς θα περιορίσει το υδροκέφαλο και σπάταλο κράτος, όπερ μεθερμηνευόμενον σημαίνει επίταση της εφεδρείας αλλά και άμεσες απολύσεις στο Δημόσιο. Και διακήρυξε ότι αποστολή της κυβέρνησής του πάνω απ’ όλα είναι η υπογραφή της νέας δανειακής σύμβασης και των συνοδευτικών μέτρων που θα αλυσοδέσουν το λαό μας, τουλάχιστον μέχρι το 2020 (κατά δήλωση Σόιμπλε) και θα επαναφέρουν το χρέος στα απάνεμα νερά του 120% του ΑΕΠ, που το παρέλαβε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ!

Εξάλλου, για να μη μείνει καμιά αμφιβολία για τον αυταρχισμό και την αντιλαϊκότητα της νέας κυβέρνησης, ο Καίσαρας Βενιζέλος έδωσε το πιο εύγλωττο δείγμα: Κατηγόρησε για υπέρβαση καθήκοντος το Πρωτοδικείο Καλαμάτας που έκρινε έκνομο το χράτσι της ΔΕΗ ενός πολίτη.

Ηεπιλογή Παπαδήμου δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Από καιρό εκκολαπτόταν ως εναλλακτική λύση της πολιτικής κρίσης (αντανάκλασης της οικονομικής) η κυβέρνηση τεχνοκρατών ή η δυναμική συμμετοχή τους σε μια συγκυβέρνηση των αστικών πολιτικών δυνάμεων (δικομματισμού και προθύμων). Η πολιτική κρίση του δικομματισμού ως αδυναμία να κατευνάσει ή και να καταστείλει έστω τη λαϊκή οργή και αντίδραση, απότοκη της οικονομικής καταβαράθρωσης που προκάλεσε η συνταγή της λιτότητας και της ύφεσης, κορυφώθηκε στις εκρηκτικές λαϊκές διαδηλώσεις της 28ης Οκτώβρη που κατοθορύβησαν την κυρίαρχη τάξη, ελληνική και διεθνή.

Η τρέχουσα όμως κρίση (πολιτική αλλά και οικονομική) διαπλέκεται και καθορίζεται από τη διαρθρωτική πολιτική κρίση ηγεμονίας του ολοκληρωτικού νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Η κρίση αυτή προκαλείται (όχι γραμμικά βέβαια, αλλά αναπόδραστα) από τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική (από τη δεκαετία ’80) ανάκαμψης των κερδών με τη συρρίκνωση του εισοδήματος των εργαζομένων και των λαϊκών τάξεων και την κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους. Την κρίση πολιτικής ηγεμονίας (μετά τη θατσερική «άνοιξη» και την ευφορία από την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού») προσπάθησε το κεφάλαιο να την αντιμετωπίσει.

Την ηγεμονία του δεν μπορούσε να την εδραιώσει (ούτε την απώλεσε βέβαια, αφοού δεν αναπτύχτηκε ισχυρό ριζοσπαστικό κίνημα στις καπιταλιστικές χώρες). Για να καλύψει, λοιπόν, την αντεργατική πολιτική του ενίχυσε την αυταρχική και κατασταλτική λειτουργία του κράτους (μαστίγιο). Υπέταξε ασφυκτικά την έτσι κι αλλιώς περιορισμένη από την ταξική της φύση αστική δημοκρατία και από την άποψη των θεσμών (δικαιώματα, ελευθερίες) και από την άποψη της όποιας σχετικής αυτοτέλειάς της απέναντί του, συνδέοντας τις δύο αυταρχικές κατευθύνσεις σε μια μεταλλαγμένη τείνουσα προς τον ολοκληρωτισμό πολιτική μορφή. Η αστική δημοκρατία ολοκληρωτικής κατεύθυνσης δεν ταυτίζεται βέβαια με τη στρατιωτική δικτατορία αλλά μ’ ένα αυταρχικό και ανελεύθερο καθεστώς, που με τους συγκεντρωτικούς και αυταρχικούς μηχανισμούς του παράγει τη σχεδόν ολοκληρωτική αποξένωση και ασφάλειά του από τις μάζες και τους πολιτικούς αντιπάλους του, μεθοδεύοντας θεσμικά και ιδεολογικοπολιτικά την αδρανοποίηση και τον πολιτικό ευνουχισμό τους. Η στεγανοποίηση του αστικού κράτους δεν επιδιώκεται μόνο με τις διάφορες μορφές καταστολής (θεσμοί, πολιτική) αλλά και από τη σχεδόν άμεση άσκηση της εξουσίας από το κεφάλαιο χωρίς σε ορισμένες περιπτώσεις, μεσολάβηση των πολιτικών εκπροσώπων του. Επιπλέον, με υπαγόρευση σχεδόν στο κράτος των επιταγών του, με δημιουργία οικονομικοπολιτικών δομών και δικτύων (τη λεγόμενη διαπλοκή που παραβιάζει και την αστική νομιμότητα - σκάνδαλα) με την ανοιχτή παρέμβαση οργανώσεων του κεφαλαίου (για παράδειγμα ΣΕΒ, ΙΟΒΕ, Ένωση Τραπεζών, Επιμελητήριο) στη χάραξη της οικονομικής πολιτικής. Η πολύμορφη άμεση παρέμβαση του κεφαλαίου στο κράτος αναιρούσε στην πράξη το ρόλο του ως ιδεώδους γενικού καπιταλιστή, που ερχόταν σε επιμέρους δευτερεύουσες συγκρούσεις με την αστική τάξη ή τμήματά της, για να περιορίζει την ασυδοσία του συστήματος σε βάρος των εργαζομένων ή και ορισμένων καπιταλιστών, η οποία υποσκάπτει το σύστημα ως σύνολο.

Η σχεδόν απόλυτη πλέον υποταγή του αστικού κράτους στα μονοπώλια είναι η βάση της αυταρχικής μετάλλαξής (όχι απόλυτης) του και η κινούσα αιτία της κυριαρχίας του κατασταλτικού ρόλου. Η πιο ακραία μορφή ολοκληρωτικής υποταγής του αστικού κράτους στο κεφάλαιο είναι η άμεση διακυβέρνηση από τους ίδιους τους καπιταλιστές ή τεχνοκράτες ή και μάνατζερ που ανήκουν ουσιαστικά στην αστική τάξη. Πρώτος διδάξας από τη δεκαετία ’90 είναι ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, μεγαλοεπιχειρηματίας και κυρίαρχος των μίντια που δέσποζε στην πολιτική ζωή της Ιταλίας μέχρι πρόσφατα. Την ίδια εποχή περίπου, σε διαφορετικές συνθήκες, αναλαμβάνει πρωθυπουργός της αλήστου οικουμενικής κυβέρνησης ο Ξ. Ζολώτας, ένδειξη της ανερχόμενης δύναμης του τραπεζικού κεφαλαίου. Αυτή η διαδικασία συνεχίστηκε με ορατά σημεία την εξόφθαλμη επιβολή του πολυκλαδικού και κερδοσκοπικού κεφαλαίου στις κυβερνήσεις, την άμεση και δεσπόζουσα παρέμβαση οργάνων του κεφαλαίου σε παγκόσμιο μάλιστα επίπεδο, όπως το ΔΝΤ, η ΕΚΤ, η FED, ο ΟΟΣΑ, ο ΠΟΕ, παγκόσμια όργανα του ιμπεριαλισμού (λέσχη Μπίλντμπεργκ, το φόρουμ του Νταβός και η Τριλάτεραλ – τις τάξεις της οποίας κοσμεί και ο Παπαδήμος...).

Το φαινόμενο αυτό φαίνεται να κορυφώνεται στη σημερινή φάση λόγω της όξυνσης της οικονομικής και πολιτικής κρίσης. Έχουμε λοιπόν βίους παράλληλους: Ο τεχνοκράτης Μόντι αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση της Ιταλίας, ο Παπαδήμος της Ελλάδας, ο Ντράγκι την Ευρωπαϊκή Τράπεζα. Τρία διακεκριμένα στελέχη και μέλη της κεφαλαιοκρατίας προωθούνται σε κορυφαίες εξουσίες. Είναι μια τάση όπως αναφέρθηκε, της ροπής του κεφαλαίου στην εποχή του ολοκληρωτικού νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού προς ακραίο και ολοκληρωτικό (υποταγή των πάντων) αυταρχισμό και έλεγχο της κοινωνίας.

Αυτή η τάση όμως έχει στη σημερινή φάση συγκεκριμένες αιτίες και στοχεύσεις: Εκφράζει τη δυσπιστία του κεφαλαίου προς την ικανότητα της πολιτικής τάξης (διαφθορά, μικροκομματικές αντιθέσεις, πολιτικό κόστος) να φέρει εις πέρας τη δύσκολη αποστολή της προώθησης της υπεραντιδραστικής καπιταλιστικής στρατηγικής.

Λειτουργεί και δίκην πειράματος, αν τελεσφορήσει, για την ανασύνθεση, με έντονη την παρουσία τεχνοκρατών, του κλυδωνιζόμενου αστικού πολιτικού συστήματος.

Είναι μια «άυλη» (χωρίς κάποιες δηλαδή παροχές) προσπάθεια εκτόνωσης ή και ενσωμάτωσης των μαζών. Οι τεχνοκράτες, σε αντίθεση με τους πολιτικούς που βάλλονται από τα πυρά των εργαζομένων, είναι νέοι και άφθαρτοι στο πολιτικό σκηνικό, περιβάλλονται από τα μίντια με το φωτοστέφανο του άμωμου και ικανού να δώσει λύσεις. Παράλληλα, με την προώθησή τους όχι μόνον εξαερώνεται η ευθύνη για την κρίση αλλά η αγανάκτηση για τους πολιτικούς αξιοποιείται από το σύστημα, από τα δεξιά, για τον εξωραϊσμό τεχνοκρατών ή γενικότερα νέων προσώπων στον πολιτικό στίβο, κατ’ αντιδιαστολή προς τους φθαρμένους πολιτικούς. Η φθορά των παραδοσιακών πολιτικών και θεσμών έχει ιδίως στο μεσοπόλεμο, αξιοποιηθεί από το σύστημα για να ανακοπεί η πρόσβαση του εργατικού κινήματος στην εξουσία και να εγκαθιδρυθούν φασιστικά καθεστώτα (Χίτλερ, Μεταξάς κ.ά.) και μάλιστα στην αφετηρία τους με κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Οι κυβερνήσεις Μόντι, Παπαδήμου δεν είναι βέβαια φασιστικές. Οι «κατασκευαστές» τους όμως αξιοποιούν και τις αστικές πολιτικές παθογένειες, για να προβάλλουν τέτοιες κυβερνήσεις ως εναλλακτικές λύσεις «εθνικής σωτηρίας» και να συγκαλύψουν τον έντονα αυταρχικό και αντιλαϊκό χαρακτήρα τους. Όμως τα οξύτατα κοινωνικά προβλήματα, που αναπόφευκτα θα οξυνθούν παραπέρα με το νέο φαύλο κύκλο λιτότητας - ύφεσης αλλά και την εντεινόμενη στον πυρήνα της ΕΕ κρίση, δεν επιτρέπουν περίοδο χάριτος στο κυβερνητικό κατασκεύασμα από τα ρετάλια του αστικού τόξου. Γρήγορα, θα αποκαλυφθεί ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός...

Στην επίρρωση της διαπίστωσης για την αντιδραστική στροφή της αστικής δημοκρατίας συνηγορούν και δύο γενικευμένα σχεδόν στο αστικό κράτος πολιτικά φαινόμενα: Ο βοναπαρτικός, όπως έχει χαρακτηριστεί, τύπος αστικής διακυβέρνησης και η πολιτική νομιμοποίηση της ακροδεξιάς. Με τον όρο νεο-βοναπαρτισμός προσδιορίζεται η βαθμιαία αχρήστευση της νομοθετικής (κοινοβουλευτικής) εξουσίας, χωρίς να καταργείται το θεσμικό κέλυφός της (κοινοβούλιο). Η λήψη αποφάσεων μεταφέρεται στην κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας, στον πρωθυπουργό και το μη εκλεγμένο επιτελείο των συμβούλων του, στην κυβερνητική επιτροπή (ουσιαστικά και η κυβέρνηση ακόμη υποβαθμίζεται ως όργανο) και στον ηγετικό πυρήνα της ΕΕ. Οι αποφάσεις λαμβάνονται σε αυτό το υπερσυγκεντρωτικό και απροσπέλαστο πλαίσιο, συχνά άτυπα. Ορισμένες αποφάσεις, αφού ληφθούν έρχονται στη συνέχεια στη Βουλή για τυπική επικύρωση, χωρίς ουσιαστική ενημέρωση, έλεγχο και με το φόβητρο της διαγραφής των διαφωνούντων (η κομματική δημοκρατία είναι ξεχασμένη υπόθεση στα αστικά κόμματα). Ορισμένες μάλιστα κρίσιμες αποφάσεις δεν έρχονται καν προς ψήφιση στη Βουλή (όπως η δανειακή σύμβαση του πρώτου Μνημονίου) ενώ οι επί τα χείρω τροποποιήσεις του Μνημονίου (επικαιροποιήσεις κατ’ ευφημισμό) αποφασίζονται από τον υπουργό οικονομίας χωρίς έγκριση από τη Βουλή!

Με την αυταρχικοποίηση της αστικής δημοκρατίας συνδέεται, αλλά και την ενισχύει από την πλευρά της, η ευρωπαϊκή ακροδεξιά. Τα ακροδεξιά κόμματα κερδοσκοπώντας στην κρίση του συστήματος, του οποίου όμως αποτελούν την ακραία πτέρυγα και εφεδρεία, υιοθετώντας δήθεν ακόμη και φιλολαϊκά αιτήματα, αξιοποιώντας και το μεταναστευτικό ζήτημα, ενισχύουν την επιρροή τους, σε ορισμένες χώρες, σημαντικά. Γι’ αυτήν όμως την επικίνδυνη εξέλιξη σοβαρές ευθύνες έχει και η αυταρχική αστική δημοκρατία. Με τη δυσφημιστική και κινδυνολογική αντιμετώπιση του λαϊκού κινήματος υποθάλπει και νομιμοποιεί την αταβιστική (από τις ναζιστικές τους ρίζες) εχθρότητα της ακροδεξιάς προς το λαϊκό κίνημα. Με την ανάπτυξη μιας αντιμεταναστευτικής ρητορικής είτε πιο ήπιας (ΠΑΣΟΚ) είτε πιο οξείας (Νέα Δημοκρατία) δίνει τροφή στην εμετική ρατσιστική προπαγάνδα αλλά και βία. Η χυδαία ισλαμοφοβία δικαιώνεται ουσιαστικά από τις ίδιες τις αστικές κυβερνήσεις, που με διάφορα προσχήματα αρνούνται να ικανοποιήσουν το στοιχειώδες δικαίωμα των Μουσουλμάνων για ευκτήριο οίκο (τζαμί).

Επαναδιαπραγμάτευση ή αποδέσμευση;

Η αυταρχικοποίηση της δημοκρατίας στη χώρα μας έχει εγγενείς αιτίες που συνυφαίνονται όμως και επηρεάζονται δυναμικά από την κρίση στην ΕΕ, η οποία το τελευταίο διάστημα παίρνει διαστάσεις παροξυσμού. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν και είναι ένα συγκεντρωτικό αυταρχικό μόρφωμα, με ολιγαρχικά όργανα εξουσίας (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Γιούρογκρουπ, ΕΚΤ, Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και Ευρωκοινοβούλιο χωρίς όμως αρμοδιότητες ουσιαστικά, σε ρόλο δημοκρατικής επίφασης. Η ένταση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, του ανταγωνισμού ανάμεσα στο γερμανικό κεφάλαιο και τους συμμάχους του, από τη μια, και προβληματικών χωρών της ευρωζώνης από την άλλη, οξύνει την κρίση του συστήματος της ΕΕ.

Έτσι, στην ευρωζώνη οι ηγεμονικές μερίδες του κεφαλαίου επιβάλλουν προς το συμφέρον τους σκληρή δημοσιονομική πολιτική και σκληρό ευρώ που αυξάνει τα κέρδη ιδίως του κυρίαρχου γερμανικού κεφαλαίου. Η αυστηρή λιτότητα στη χώρα μας και στις άλλες προβληματικές χώρες που αυξάνονται, επιβάλλεται με αυταρχικό τρόπο, χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση από την ελληνική πλευρά και επιβάλλεται με αυταρχικό, επίσης, τρόπο στο λαό της χώρας μας, χωρίς να ζητηθεί η ετυμηγορία του, χωρίς καν ψήφιση στη Βουλή της δανειακής σύμβασης και χωρίς –πρωτάκουστο– δικαίωμα σύναψης δανείου με άλλη χώρα! Η ΕΕ ασκεί συστηματικούς ελέγχους στη χώρα μας, υπαγορεύει ουσιαστικά την ακολουθούμενη πολιτική και έθεσε τελικά τη χώρα μας υπό την άμεση εποπτεία κομισσάριων. Δεν αναγνώρισε στον πρωθυπουργό της χώρας το δικαίωμα να πραγματοποιήσει δημοψήφισμα (άλλο ότι η πρωτοβουλία του στόχευε στην παγίδευση και συνενοχή των εργαζομένων), καθόρισε το περιεχόμενο και το χρόνο του δημοψηφίσματος αν γινόταν και επέβαλε τελεσιγραφικά τον εκλεκτό της Μέρκελ, Παπαδήμο.

Αν και με την ένταξή της στην ΕΕ, μια χώρα εκχωρεί μέρος της εθνικής της κυριαρχίας, η αναμφισβήτητη και άμεση πλέον επικυριαρχία της ευρωπαϊκής ολιγαρχίας δημιουργεί μια εικόνα προτεκτοράτου για την Ελλάδα. Μάλιστα, την εικόνα αυτή επιβεβαιώνει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, από τη μια δικαιολογώντας την πολιτική της ως αναπόφευκτη λόγω απώλειας της εθνικής ανεξαρτησίας και από την άλλη, λεονταρίζοντας, όταν ισχυριζόταν ότι εφαρμόζει την πολιτική της εκχώρησης εθνικής ανεξαρτησίας, για να την επανακτήσει!

Για την ακρίβεια, η χώρα μας δεν είναι αποικία ούτε προτερκτοράτο της ΕΕ. Είναι σύμμαχος και εταίρος σε αυτήν, με υποβαθμισμένη όμως θέση, που η κρίση και η αύξηση της ανισομετρίας υποβαθμίζει δραματικά. Ωστόσο, η ανώτερη και πολυεθνική μερίδα της εγχώριας αστικής τάξης είναι διαπλεγμένη με τα ευρωπαϊκά μονοπώλια, ωφελείται από την κρίση, υπερθεματίζει (ΣΕΒ, τράπεζες, καναλάρχες κ.ά.) για την πιστή εφαρμογή των πιο αντιλαϊκών, αυταρχικών και αντικοινωνικών μέτρων που επιβάλλουν τρόικα και ελληνική κυβέρνηση. Μάλιστα, ο αυταρχικός προσανατολισμός ΕΕ και ελληνικής κυβέρνησης θα οξυνθεί με τη νέα «μεγάλη» ιδέα των προγενών πλεονασμάτων που θα απαιτήσουν αιματηρή λιτότητα, κύμα απολύσεων, περιορισμό των δημόσιων δαπανών στο μισό και λιγότερο, δηλαδή, σε επίπεδο τριτοκοσμικής χώρας.

Γι’ αυτό, η πρόταξη της εθνικής ανεξαρτησίας αντικειμενικά δημιουργεί μέτωπο με τα τμήματα της αστικής τάξης, αλλά και με τμήματα του εθνικολαϊκού ΠΑΣΟΚ και της λαϊκής Δεξιάς, που δεν τάσσονται εναντίον του Μνημονίου αλλά υπέρ της επαναδιαπραγμάτευσής του. Η εθνική ανεξαρτησία (αποδέσμευση από ΕΕ - ΝΑΤΟ) πρέπει να εντάσσεται σ’ έναν αντιιμπεριαλιστικό στόχο, με μέτωπο το πλέγμα του ιμπεριαλισμού και των εδώ συμμάχων του. Ούτε σε μια ΕΕ της άγριας λιτότητας και αντίδρασης είναι δυνατόν στα σοβαρά κανείς να ευελπιστεί ότι θα προωθήσει μια προοδευτική πολιτική σε επαναδιαπραγμάτευση και σε συναίνεση με το Ευρωπαϊκό Διευθυντήριο.

ΑΝΤΙΠΑΛΟ ΔΕΟΣ: Εργατική δημοκρατία- ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ

Κριτική στον αυταρχισμό και το συγκεντρωτισμό της αστικής δημοκρατίας γίνεται από διαφορετικές οπτικές γωνίες, που μπορούν να ταξινομηθούν σε δύο ευρύτερες κατηγορίες: Πρώτον, σε προσεγγίσεις αστικής οπτικής και δεύτερον, σε προσεγγίσεις αριστερής οπτικής.

Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνεται η παραδοσιακή αστικοφιλελεύθερη τάση, που διεκδικεί την προστασία και διεύρυνση των δικαιωμάτων του ατόμου, των κοινωνικών ομάδων και των πολιτικών δυνάμεων. Είναι διάσπαρτη σε κόμματα και συλλογικότητες.

Στο αστικό στερέωμα κυριαρχεί η νεοφιλελεύθερη τάση στη συντηρητική μορφή της και στη σοσιαλιστική μορφή (σοσιαλφιλελευθερισμός). Είναι υπέρ του μικρού και ισχυρού κράτους, δηλαδή υπέρ του αυταρχικού και αντιλαϊκού κράτους του κεφαλαίου. Σοσιαλδημοκρατική τάση: Ψήγματα από το ρεφορμιστικό παρελθόν ανάμικτα με νεοφιλελευθερισμό (Σοσιαλιστικό Κόμμα Γαλλίας, ΔΗΜΑΡ, ορισμένα ρεφορμιστικά συνδικάτα κ.ά.). Ακροδεξιά αντίληψη: Τάσσεται υπέρ του ισχυρού κράτους που εξασφαλίζει τη συνοχή και ενότητα, αλλά και την «καθαρότητα» της πατρίδας (συγκαλυμμένα υποστηρίζει καθεστώτα ολοκληρωτικού τύπου).

Στη δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνεται η ρεφορμιστική αντίληψη (εκπροσωπείται κυρίως από το Συνασπισμό). Αποδέχεται το αστικό θεσμικό πλαίσιο, προσβλέπει στον εκδημοκατισμό του αστικού κοινοβουλίου, στην αποκατάσταση της χαμένης τιμής του και όχι στην υπέρβασή του με ανώτερες πολιτειακές μορφές. Το ΚΚΕ απεργάζεται την ανατροπή της αστικής δημοκρατίας και επιδιώκει την αναβίωση της σοσιαλιστικής δημοκρατίας «του υπαρκτού σοσιαλισμού», που τη θεωρεί ανεπιφύλακτα αυθεντική λαϊκή εξουσία.

Η συνέλευση της πλατείας πυροδότησε την αναζήτηση της άμεσης δημοκρατίας που εμβρυακά και πρωτόλεια λειτούργησε. Η άρνηση της εκφυλισμένης αστικής δημοκρατίας είναι η θετική έκφραση του αυθόρμητου των πλατειών, η ισοπεδωτική όμως άρνηση των κομμάτων, των βουλευτών, των συνδικάτων εκφράζει την καθυστερημένη και ρηχή διάσταση της συνείδησης αυτού του κινήματος.

Κριτική του αστικού αυταρχικού και ολιγαρχικού συστήματος γίνεται και από τη σκοπιά της εργατικής δημοκρατίας, που συγκεράζοντας τις καλύτερες παραδόσεις των επαναστατικών κινημάτων, προβάλλει ως ανώτερη μορφή της δημοκρατίας, εναλλακτική στο αστικό κοινοβούλιο. Αυτή η αντίληψη αναγνωρίζει ως πρωτοπόρα κοινωνική δύναμη την εργατική τάξη σε συμμαχία με τα άλλα λαϊκά στρώματα.

Η εργατική δημοκρατία έχει ως βασική αρχή την αυτοοργάνωση των εργαζομένων, την ενότητα μέσα από την πολυμορφία, τη συνελευσιακή λειτουργία, την κοινή δράση. Αυτή η δημοκρατία πρέπει να οργανωθεί και να δράσει παντού χωρίς περιορισμούς και προκαταλήψεις. Ενότητα κι αγώνας στις γειτονιές, στις πλατείες, στο δρόμο, στο εργοστάσιο, στο δήμο. Η εργατική δημοκρατία προωθεί τη δημιιουργία λαϊκών οργάνων με πρωτοκαθεδρία της συνέλευσης στους χώρους συσπείρωσης και δράσης. Την ανάδειξη αυτών των οργάνων σε άμεσα όργανα διεκδίκησης και πάλης, που θα μετεξελιχθούν σε όργανα δυαδικής εξουσίας στην αποφασιστική αναμέτρηση και σε όργανα εργατικής εξουσίας μετά τη νίκη της εργατικής επανάστασης.

Τα πολιτικά και κοινωνικά αυτά υποκείμενα, στον όποιο χώρο συσπειρώνονται και δρουν, πρέπει να έχουν την πρωτοβουλία και την ευθύνη του χώρου τους, να μην αλλοτριώνονται σε εκτελεστικά όργανα μιας γραφειοκρατικής ελίτ, που ίσως επιχειρήσει να σφετεριστεί την εργατική και λαϊκή δύναμη. Αυτή η εργατική και λαϊκή δημοκρατία της βάσης θα πρέπει να αποκτήσει κεντρική, όπως το Σοβιέτ Πετρούπολης το 1917, συνέλευση, με δημοκρατικές διαδικασίες που θα συντονίζει και θα σχεδιάζει τη δράση των συνελεύσεων σε γενικούς στόχους, που υπερβαίνουν το χώρο δράσης των επιμέρους συνελεύσεων. Αυτή η μορφή οργάνωσης, σμιλεμένη στη φωτιά της δράσης θα αποτελέσει το έμβρυο της αυριανής εργατικής δημοκρατίας, όταν θα έχει ανατρέψει την αστική τάξη και τους θεσμούς της. Αυτή η οργάνωση μάχης θα μετασχηματιστεί στην αυριανή εργατική δημοκρατία, όταν ο λαός θα πάρει στα χέρια του την εξουσία. Κι αυτή η εργατική δημοκρατία που θα την ασκεί και θα την ελέγχει η συντριπτική πλειοψηφία του λαού θα είναι χίλιες φορές ανώτερη από την αυταρχική και αλλοτριωμένη από το λαό αστική δημοκρατία. (από το ΠΡΙΝ 20/11/11)
Σύντομη Περιγραφή:

Δημήτρης Γρηγορόπουλος

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

Ο Παπαδήμος, η Τριμερής και ο Αριστοτέλης , του Άρη Χατζηστεφάνου

Ο Παπαδήμος, η Τριμερής και ο Αριστοτέλης

Χρειάστηκαν λίγα μόλις 24ωρα έως ότου δύο χώρες της Μεσογείου, η Ελλάδα και η Ιταλία, βρεθούν με ένα μη εκλεγμένο πρωθυπουργό, ο οποίος τυχαίνει να είναι και μέλος της περιβόητης Τριμερούς Επιτροπής – ενός πανίσχυρου λόμπι επιχειρηματιών, τραπεζιτών και πολιτικών. Πρόκειται, ίσως, για τη σημαντικότερη παρουσία που έχει πετύχει η Επιτροπή στη διεθνή σκηνή από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, όταν είχε σχεδόν απόλυτο έλεγχο στην κυβέρνηση Κάρτερ.

Η είδηση έκανε το γύρο του κόσμου και δεκάδες ιστοσελίδες παρουσίασαν αφιερώματα στη λεγόμενη Trilateral Commission – την Επιτροπή στην οποία συμμετέχουν, επίσης, ο Αλέξης Παπαχελάς και ο πρώην πρόεδρος του ΣΕΒ, Οδυσσέας Κυριακόπουλος. Ποιο είναι, όμως, το πραγματικό προφίλ αυτής της Επιτροπής; Πού σταματά η αλήθεια και πού αρχίζουν οι θεωρίες συνωμοσίας;

Η Τριμερής Επιτροπή δέχτηκε ιδιαίτερα σκληρή κριτική από τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας της, το 1973. Παρά το γεγονός ότι στο καταστατικό της παρουσιάζεται σαν μια ένωση ανθρώπων που εκφράζουν την ανάγκη συνεννόησης μεταξύ ΗΠΑ, Ευρώπης και Ιαπωνίας, η ταχύτατη διεύσδυσή της στον αμερικανικό μηχανισμό λήψης αποφάσεων έκανε πολλούς να μιλούν για ένα «επιχειρηματικό πραξικόπημα» στην καρδιά της Ουάσιγκτον.

Καθώς, όμως, η πλειονότητα όσων ασχολούνταν μαζί της προερχόταν είτε από το χώρο της φασίζουσας άκρας Δεξιάς είτε ανήκε σε ομάδες ανυπόστατων συνωμοσιολόγων, το αποτέλεσμα της κριτικής ήταν πολύ συχνά το αντίθετο από το αναμενόμενο. Η Τριμερής έμενε πρακτικά στο απυρόβλητο, καθώς όσοι τολμούσαν να εκφράσουν και την ελάχιστη ανησυχία για τη δράση της κατατάσσονταν αυτομάτως σε μία από τις δύο αυτές ομάδες.

Παρ’ όλα αυτά, αρκετοί έγκριτοι ακαδημαϊκοί κατάφεραν να δουν μέσα από τον πυκνό καπνό των θεωριών συνωμοσίας τα πραγματικά χαρακτηριστικά της Trilateral – και το θέαμα ήταν άκρως ανησυχητικό. Μια από τις πρώτες εμπεριστατωμένες αναλύσεις έγινε ήδη από τη δεκαετία του ’70 από τον Νόαμ Τσόμσκι, ο οποίος γρήγορα αντιλήφθηκε ότι σχεδόν ολόκληρη η αμερικανική κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου Κάρτερ, ήταν μέλη της Τριμερούς. Συγκεκριμένα, ο αντιπρόεδρος και οι υπουργοί Εξωτερικών, Άμυνας και Οικονομικών φιγουράριζαν στις λίστες της Trilateral, ενώ ο τότε διευθυντής της κατέλαβε τη θέση του συμβούλου εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ. Εντούτοις, η ύπαρξη και ο ρόλος που διαδραμάτιζε η Τριμερής στο εσωτερικό της κυβέρνησης Κάρτερ δεν έφταναν ποτέ στα μέσα ενημέρωσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι η υπόθεση της Τριμερούς έλαβε το 1976 το «βραβείο» της «καλύτερα λογοκριμένης είδησης» – μια άτυπη διάκριση που δίνουν οργανώσεις για την προστασία της ελευθερίας του Τύπου.

Η «Αγία Τριάδα» της οικονομίας

H Τριμερής δημιουργήθηκε σε μια κρίσιμη περίοδο για το καπιταλιστικό σύστημα, εν μέσω της οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του ’70, η οποία τερμάτισε την εκρηκτική μεταπολεμική ανάπτυξη. Κυρίαρχο χαρακτηριστικό για την οικονομία της εποχής ήταν η εδραίωση τριών κέντρων οικονομικής ισχύος: των ΗΠΑ, της Ευρώπης –με επίκεντρο τη Γερμανία– και της Ιαπωνίας. Αυτές οι τρεις «τεκτονικές πλάκες» του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος θα οδηγούνταν μακροπρόθεσμα σε προδιαγεγραμμένη σύγκρουση, προς το παρόν, όμως, είχαν κάθε συμφέρον να ενώσουν την οικονομική και κυ ρίως την πολιτική τους ισχύ απέναντι σε τρεις εχθρούς: τη Σοβιετική Ένωση, τις χώρες του Τρίτου Κόσμου, που είχαν απελευθερωθεί οριστικά από την αποικιοκρατία και αναζητούσαν νέα μοντέλα –συχνά μη καπιταλιστικής– ανάπτυξης, αλλά και το εργατικό δυναμικό στο εσωτερικό των οικονομικών μητροπόλεων της Δύσης.

Παρά την ψυχροπολεμική - αντισοβιετική ρητορική της εποχής, τα μέλη της Τριμερούς φαίνεται ότι ανησυχούσαν πολύ περισσότερο για τον «εσωτερικό εχθρό», δηλαδή για τη δύναμη που είχαν συγκεντρώσει τα εργατικά συνδικάτα την εποχή των «παχιών αγελάδων» της μεταπολεμικής ανάπτυξης. Αντιμέτωπες με μια βαθιά κρίση υπερσυσσώρευσης, οι οικονομικές ελίτ των ΗΠΑ, της Ευρώπης και της Ιαπωνίας γνώριζαν πολύ καλά ότι ο μοναδικός τρόπος για τη διατήρηση της κερδοφορίας τους ήταν η συμπίε ση των μισθών και η ραγδαία επιδείνωση των συνθηκών εργασίας για εκατομμύρια εργαζόμενους σε όλο τον κόσμο. Για να επιτευχθεί, όμως, αυτός ο στόχος, απαιτούνταν μια ολομέτωπη επίθεση όχι μόνο στη δύναμη των συνδικάτων, αλλά στην ίδια την έννοια της Δημοκρατίας. Όπως εξήγησε στα «Επίκαιρα» ο Γιώργος Βασσάλος, από την οργάνωση Corporate Europe Observatory (Παρατηρητήριο της Ευρώπης των Πολυεθνικών), η Τριμερής «είχε ως ρητό στόχο τον περιορισμό των δημοκρατικών κατακτήσεων των λαών και την αύξηση της εξουσίας των εταιρειών». Ο κ. Βασσάλος, ο οποίος ερευνά εδώ και χρόνια τη δράση ισχυρών λόμπι στους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς αποφάσεων, έκρουσε από την πρώτη στιγμή των κώδωνα του κινδύνου για τη δράση της συγκεγκριμένης επιτροπή, την οποία ο ίδιος εντάσσει στην κατηγορία των ισχυρότερων ομάδων πίεσης του πλανήτη. Στο ίδιο μήκος κύματος και η Αυστραλή ακαδημαϊκός Σάρον Μπέντερ, η οποία σημείωνε παλαιότερα ότι «η Trilateral Commission είναι ένα παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο δίκτυα εταιρειών μπορούν να εντάξουν υψηλά ιστάμενους σε κυβερνήσεις και δημόσιες διοι κήσεις μέσα σε συμμαχίες εναντίον της Δημοκρατίας. Η Τριμερής Επιτροπή δημιουργήθηκε για να “διαμορφώσει τη δημόσια πολιτική”, σε μια εποχή που η Δημοκρατία έθετε εξοργιστικά εμπόδια στις πολυεθνικές». Η Τριμερής, άλλωστε, δεν χρειάζεται τους επικριτές της για να αποκαλύψει το βαθιά αντιδραστικό προσωπείο της. Ο ίδιος ο ιδρυτής της επιτροπής, Ντέιβιντ Ροκφέλερ, δήλωσε κάποτε στο περιοδικό Newsweek: «Οι επιχειρηματίες ζητούν τον περιορισμό της παρέμβασης των κυβερνήσεων. Κάποιος, όμως, θα πρέπει να καλύψει αυτό το κενό (εξουσίας) και, κατά την άποψή μου, οι επιχειρήσεις είναι ο φυσικός διεκδικητής γι’ αυτό το ρόλο».

Για τον Γιώργο Βασσάλο, η συγκεκριμένη φράση του Ροκφέλερ επιβεβαιώ νεται στην περίπτωση της Ελλάδας με την επιβολή ενός μη εκλεγμένου πρωθυπουργού από «πολυεθνικά αρπακτικά, που ασκούν έλεγχο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην κυρία Μέρκελ και στον κ. Σαρκοζί».

Ο Αριστοτέλης στο απόσπασμα

Αυτό το βαθύ μίσος προς τη Δημοκρατία αποτυπώθηκε σε μια από τις πρώτες εκθέσεις της Τριμελούς Επιτροπής, η οποία έκτοτε αποτελεί ιερή βίβλο για όλα τα μέλη της ομάδας. Το κείμενο, με τίτλο «Η κρίση της Δημοκρατίας», υπέγραφαν τρεις διάσημοι ακαδημαϊκοί, ο Γάλλος Μισέλ Κροζιέ, ο Ιάπωνας Τοζί Γατανούκι και ο περίφημος Σάμιουελ Χάντινγκτον – γνωστοί ήδη από τη δεκαετία του ’70 για τις αντιδραστικές τους θέσεις. Αρκεί να σημειωθεί ότι ο Χάντινγκτον, πριν ασχοληθεί με την Τριμερή Επιτροπή, συνέτασσε εκθέσεις για το Βιετνάμ, στις οποίες πρότεινε στο Πεντάγωνο να πραγματοποιήσει μαζικούς βομβαρδισμούς αμάχων στην ύπαιθρο, ώστε να δημιουργηθεί μεταναστευτικό κύμα προς τις πόλεις, το οποίο θα αφάνιζε την παραγωγή και ολόκληρη την οικονομία της χώρας.

Στην έκθεσή τους, οι τρεις ακαδημαϊκοί έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου για την «υπέρμετρη», όπως τη χαρακτήριζαν, Δημοκρατία που επικράτησε κατά τη δεκαετία του ’60 και παρέθεταν σειρά προτάσεων για το στραγγαλισμό της κοινωνικής και κυρίως της οικονομικής ισότητας. Όπως εύστοχα παρατηρούσε ο Νόαμ Τσόμσκι, οι ακαδημαϊκοί της Τριμερούς ουσιαστικά ακολουθούσαν το πρότυπο του Αμερικανού προέδρου Τζέιμς Μάντισον, ο οποίος επιχείρησε να αντιστρέψει τα επιχειρήματα του Αριστοτέλη για την ισότητα και τη Δημοκρατία. «Σε ένα από τα κλασικά προβλήματα της πολιτικής θεωρίας», εξηγούσε ο Τσόμσκι, «ο Αριστοτέλης παρατήρησε ότι εάν σε μια κοινωνία με μεγάλες ανισότητες δοθεί αναλογικό δικαίωμα ψήφου στους πολίτες, η πλειοψηφία θα επιβάλει τη λήψη μέτρων αναδιανομής του εισοδήματος προς όφελός της. Η λύση στο πρόβλημα, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ήταν να μειώσεις τις ανισότητες και με τον τρόπο αυτό να θωρακίσεις τη Δημοκρατία. Για τον Μάντισον, όμως –όπως και για τα μέλη της Τριμερούς Επιτροπής–, η λύση ήταν να περιορίσεις τη Δημοκρατία, έτσι ώστε να διαφυλάξεις την ισχύ των ολίγων και εύπορων». Οι θέσεις της Επιτροπής ουσιαστικά προετοίμαζαν το έδαφος για την επιβολή του νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος εκείνη την περίοδο δοκιμαζόταν πειραματικά στη δικτατορία του Πινοτσέτ, στη Χιλή.

Η πολιτική δραστηριότητα των πολιτών, που είχε ενταθεί τη δεκαετία ’60, φάνταζε ως ανάθεμα για τους δια νοητές της Τριμερούς Επιτροπής, οι οποίοι ζητούσαν επιστροφή σε πα λαιό τερες μορφές πειθαρχίας και ελέγχου του πληθυσμού. «Η ισορροπία», σημείωνε με απέχθεια ο Χάντινγκτον, «μετατοπίστηκε από την κυβέρνηση προς την κοινωνία». Η τάση αυτή, την οποία οι τρεις ακαδημαϊκοί παρουσίαζαν σαν «ηθική κρίση», θα αποτελούσε εμπόδιο για τις κυβερνήσεις που ήθελαν να επιβάλουν σκληρά αντιλαϊκά μέτρα.

Μια από τις βασικές προτάσεις που κατέθεταν οι τρεις ακαδημαϊκοί για τον περιορισμό της «υπέρμετρης Δημοκρατίας» ήταν η δημιουργία κλίματος απάθειας και μη συμμετοχής στα κοινά («non involment») σε μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες. Ως πρότυπο για τη διακυβέρνηση μιας χώρας παρουσιαζόταν ο πρόεδρος Τρούμαν, ο οποίος, όπως σημειώνεται, κατάφερνε να κυβερνά με τη βοήθεια «μιας μικρής ομάδας τραπεζιτών και δικηγόρων». Το όραμα των τριών αυτών ανθρώπων για τη Δημοκρατία, όπως εξηγούσε και ο Νόαμ Τσόμσκι, ήταν η επιστροφή στο πολιτικό σκηνικό της φεουδαρχίας.

Φυσικά, δεν είναι τυχαίο ότι στο πέρασμα των χρόνων από τους κόλπους της Τριμερούς Επιτροπής πέρασαν ορκισμένοι εχθροί της Δημοκρατίας αλλά και άνθρωποι που έχουν κατηγορηθεί για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Συγκεκριμένα, ο Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι, ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, που ενίσχυε τους μουτζαχεντίν στο Αφγανιστάν θέτοντας τις βάσεις για την άνοδο της ισλαμικής τρομοκρατίας, παραιτήθηκε από τη θέση του στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια για να οργανώσει την Επιτροπή. Στο πλευρό του βρέθηκαν από την πρώτη στιγμή άνθρωποι όπως ο Ρόμπερτ Μπόουι (υποδιευθυντής της CIA και «δεξί χέρι» του τραπεζίτη Τζον ΜακΚλόι, που φρόντισε να αθωωθούν αρκετοί ναζιστές αξιωματικοί του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου), ο Μαξ Κονχ σταμ από το «Κλαμπ της Ρώμης» και σειρά στελεχών του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και άλλων αμερικανικών υπουργείων και υπηρεσιών.

Η οικονομική κρίση και η συνακόλουθη πολιτική κατάρρευση που παρατηρείται σε χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, αλλά ακόμη και σε πρώην βιομηχανικά κέντρα, όπως η Ιταλία, φαίνεται ότι προσφέρουν πεδίον δόξης λαμπρόν για τις ιδεολογικές θεωρίες της Τριμερούς Επιτροπής. Το ερώτημα είναι τι θα συμβεί εάν τα μέλη της επιχειρήσουν να επιβάλουν και στην πράξη το εγχειρίδιο κατά της Δημοκρατίας που συνέταξαν ο Χάντινγκτον και οι συνεργάτες του. 



Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Επίκαιρα: 17/11/2011