Δευτέρα 31 Μαΐου 2010

ΤΟ ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΣΥΝΕΝΤEΥΞΗΣ ΤΟΥ ΓΓ ΤΗΣ EDUCATION INTERNATIONALκ. Fred Van Leeuwen

ΤΟ ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΣΥΝΕΝΤEΥΞΗΣ ΤΟΥ ΓΓ ΤΗΣ EDUCATION INTERNATIONAL

κ. Fred Van Leeuwen

(η συνέντευξη δόθηκε στις 19-5-2010 από τις ομοσπονδίες ΟΛΜΕ και ΔΟΕ)

Η Εκπαιδευτική Διεθνής είναι μία Παγκόσμια Ένωση που εκπροσωπεί όλες τις εκπαιδευτικές ενώσεις στην υφήλιο, δηλαδή το 95% όλων των εκπαιδευτικών οργανώσεων. Είναι η φωνή των εκπαιδευτικών στη διεθνή κοινότητα. Όταν οι διεθνείς οργανισμοί συζητούν για εκπαιδευτικά ζητήματα υποτίθεται ότι πρέπει να υπάρχει διαβούλευση με την Εκπαιδευτική Διεθνή.
Ο σκοπός της επίσκεψής μου στην Ελλάδα σήμερα είναι η υποστήριξη των συνδικαλιστικών οργανώσεων- μελών μας στη χώρα σας όπως και η έκφραση επιδοκιμασίας της απόφασής σας για γενική απεργία αύριο. Εκφράζουμε επίσης την ανησυχία των οργανώσεων – μελών μας για τα μέτρα που λαμβάνουν οι αρχές στην χώρα σας.
Θα ήθελα να διατυπώσω κάποιες επισημάνσεις σχετικά με κάποια μέτρα και ειδικότερα τη διαδικασία που ακολουθήθηκε και οδήγησε στη λήψη αυτών των μέτρων. Επίσης, ανησυχούμε για την έλλειψη διαπραγμάτευσης μεταξύ του Υπουργείου Παιδείας και των εκπροσώπων των εκπαιδευτικών συνδικαλιστικών οργανώσεων. Τα μέτρα λιτότητας που λαμβάνονται και που αναμένεται να ληφθούν είναι τόσο αυστηρά ώστε να θεωρείται απίστευτο ότι δεν υπήρξε διαπραγμάτευση με τις εκπαιδευτικές συνδικαλιστικές ενώσεις.
Ένα πολύ ανησυχητικό παράδειγμα είναι η πρόσφατη υιοθέτηση το νόμου για την «αναβάθμιση του ρόλου του εκπαιδευτικού – καθιέρωση κανόνων αξιολόγησης και αξιοκρατίας στην εκπαίδευση…» Η ανάπτυξη και η συζήτησή του στο κοινοβούλιο χωρίς τη σοβαρή συμμετοχή των εκπαιδευτικών συνδικαλιστικών οργανώσεων δεν αποτελεί μία ιδιαίτερα διπλωματική τακτική, αντίθετα είναι καταγέλαστη. Πιστεύουμε ότι η Υπουργός Παιδείας έχει εισέλθει σε αδιέξοδο. Επομένως, η κύρια ανησυχία μας είναι η έλλειψη διαπραγμάτευσης.
Θα ήθελα να εκφράσω την ανησυχία μας για τις εξελίξεις στους διεθνείς οργανισμούς σχετικά με αυτή τη στάση των ελληνικών αρχών. Ως προς τα ίδια τα μέτρα, θα ήθελα να κάνω μία γενική επισήμανση: όλες οι περικοπές που σχεδιάζονται για να εφαρμοστούν θα επηρεάσουν τελικά την ποιότητα της εκπαίδευσης στην Ελλάδα και θα καθυστερήσουν τη διαδικασία ανάκαμψης. Η επένδυση στην εκπαίδευση αποτελεί όντως το κλειδί για την ανάκαμψη και οι περικοπές σημαίνουν καθυστέρηση στην εξέλιξη των νέων αυτής της χώρας. Στην Εκπαιδευτική Διεθνή (ΕΙ) έχουμε υπολογίσει ότι κάθε ευρώ που επενδύεται στην εκπαίδευση επιστρέφει με τόκο 12%. Αυτά τα μεγέθη υποστηρίζονται από φημισμένους οικονομολόγους. Είναι αναμφισβήτητα αδιανόητες οι περικοπές στην εκπαίδευση, όπως και η παραγνώριση των πλεονεκτημάτων που επιφέρει η εκπαίδευση στα άτομα και στην κοινωνία επίσης.
Οι οποιεσδήποτε περικοπές στην εκπαίδευση, είτε στους μισθούς είτε στην αναλογία μαθητών–εκπαιδευτικών είτε στις σχολικές εγκαταστάσεις, θα επηρεάσουν αρνητικά την οικονομία. Η Ελλάδα θα βυθιστεί περισσότερο στο βάλτο στον οποίο βρίσκεται τώρα. Αυτό δεν αποτελεί ισχυρισμό μόνο των εκπαιδευτικών συνδικαλιστικών οργανώσεων της Εκπαιδευτικής Διεθνούς. Ο κ. Strauss–Kahn, επικεφαλής του ΔΝΤ, έχει επανειλλημένα αναφέρει ότι η επένδυση στην υγεία και στην εκπαίδευση αποτελεί το κλειδί για την ανάκαμψη. Αλλά προφανώς το ΔΝΤ σε συνεργασία με την ΕΕ χρησιμοποιεί την παλιά στρατηγική που χρησιμοποίησαν σε άλλες περιοχές και πραγματικά κατέστρεψαν τις βάσεις για την παραγωγικότητα και την ανάπτυξη. Η απόδειξη βρίσκεται εδώ. Επομένως, εκφράζουμε την αντίθεσή μας στα μέτρα λιτότητας που επιβλήθηκαν στην εκπαίδευση.
Μία άλλη ανησυχία μας σχετίζεται με ένα έγγραφο το οποίο έχει εκδώσει το ΔΝΤ σε σχέση με την Ελλάδα και περιλαμβάνει όλους τους όρους που συνδέονται με το πακέτο οικονομικής στήριξης της Ελλάδας και υπάρχουν μερικά ανησυχητικά στοιχεία σε αυτό. Ένα από αυτά είναι ότι το ΔΝΤ θα ήθελε η κυβέρνησή σας να ανοίξει την αγορά της εκπαίδευσης. Η άποψή μας είναι ότι δεν υπάρχει αγορά της εκπαίδευσης. Στο έγγραφο αυτό το ΔΝΤ εκφράζει την προσδοκία ότι οι δημόσιες αρχές στην Ελλάδα θα ανοίξουν την αγορά της εκπαίδευσης έως το τέλος αυτής της χρονιάς. Με άλλα λόγια, ο ιδιωτικός τομέας θα έχει τη δυνατότητα συμμετοχής στην πώληση εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Αυτό το ονομάζουμε εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης. Δεν θα εκπλαγείτε με τη δήλωσή μου ότι στην ΕΙ το θεωρούμε μία πολύ κακή ιδέα. Θα μειώσει την προσβασιμότητα στην εκπαίδευση και δε θα βελτιώσει την ποιότητά της. Ακόμη, αντιμαχόμαστε αυτή την εξέλιξη στο επίπεδο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, όπου μερικά χρόνια πριν υιοθετήθηκε μία συνθήκη η οποία δίνει τη δυνατότητα στις χώρες να ανοίξουν τις αγορές εκπαίδευσής τους. Έως τώρα, η εμπειρία μας είναι ότι στις χώρες όπου έχει συμβεί αυτό περιορίζεται η δυνατότητα του κάθε μαθητή να διασφαλίσει μία αξιοπρεπή εκπαίδευση. Πιστεύουμε και συνιστούμε στις οργανώσεις-μέλη μας στην Ελλάδα να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να αποφευχθεί αυτό. Η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα όπου αυτή η συζήτηση έχει αρχίσει και φυσικά υπάρχει πάντα ο κίνδυνος, εφόσον ανοίξει η αγορά σε αυτή τη χώρα, άλλες χώρες να ακολουθήσουν, με πολύ άσχημες συνέπειες για την κοινωνική διάσταση στην Ευρώπη.
Είμαι σίγουρος ότι πολλοί από εσάς έχουν κατανοήσει τις προηγούμενες εβδομάδες και τους προηγούμενους μήνες τη σημασία της κοινωνικής διάστασης σήμερα στην Ευρώπη, όπου οι άνθρωποι προφανώς θα πρέπει να πληρώσουν τους λογαριασμούς για την καταστροφή που προκλήθηκε από τους αποτυχημένους πολιτικούς και τους άπληστους τραπεζίτες. Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω ότι στην Ευρώπη πρέπει να κινητοποιήσουμε όλες τις δυνάμεις, ώστε να διασφαλίσουμε ότι η κοινωνική διάσταση δεν πρόκειται να εξαφανιστεί σταδιακά.
Θα ήθελα να κάνω μερικές άλλες επισημάνσεις, όπως μία για τις χρηματοοικονομικές αγορές. Το μεγάλο λάθος για τις κυβερνήσεις είναι ότι προσπαθούν να ικανοποιήσουν τις αγορές αυτές, ώστε να κάνουν ό, τι αυτές θέλουν. Δεν έχουμε πλέον μία χρηματοοικονομική αγορά που να εξυπηρετεί την πραγματική οικονομία. Έχουμε ένα γιγάντιο παγκόσμιο καζίνο που κερδοσκοπεί. Ακόμη και ολόκληρη η Ευρωζώνη δεν μπορεί να το ικανοποιήσει, και όπως γνωρίζετε, όταν παίζει κανείς με αντίπαλο το καζίνο, τις περισσότερες φορές χάνει.
Ας συγκρίνουμε αυτό που έχε συμβεί στην Ελλάδα με αυτό που συνέβη στην Αργεντινή δέκα χρόνια πριν. Η Αργεντινή απέρριψε τη βοήθεια του ΔΝΤ και ζήτησε από τις χρηματοοικονομικές αγορές να μοιραστούν το βάρος. Χώρες όπως η Αργεντινή και η Βραζιλία, που ακολούθησαν αυτή τη στρατηγική, εξέρχονται από την τρέχουσα παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση σε πολύ καλύτερη κατάσταση από ό, τι άλλες χώρες, εξαιτίας της στάσης που κράτησαν τότε.
Η άλλη επισήμανσή μου είναι ότι δεν πρέπει να γίνουν περικοπές στην εκπαίδευση. Εάν ρίξετε μία ματιά στον προϋπολογισμό για την άμυνα της Ελλάδας, αυτός αποτελεί το 5% το ΑΕΠ, δηλαδή ξεπερνά οποιαδήποτε άλλη χώρα στην Ευρωζώνη συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, η οποία είναι πυρηνική δύναμη. Σε αυτό τον τομέα μπορεί να γίνει εξοικονόμηση χρημάτων.
Η τρίτη επισήμανση σχετίζεται με την αύξηση των εσόδων. Η ΕΙ είναι υπέρ μίας δίκαιης και λογικής φορολογίας που περιλαμβάνει το φόρο επιχειρήσεων όπως και τη δίκαιη φορολόγηση για τα άτομα, αλλά οι παγκόσμιες εταιρίες διαφεύγουν τη φορολογία. Η ναυτιλία στην χώρα σας, που είναι τόσο ισχυρή, είναι διαβόητη γι’ αυτό, όπως επίσης και η βιομηχανία του τουρισμού. Αυτό που η κυβέρνησή σας προσπαθεί να αποκομίσει από τον τομέα της εκπαίδευσης όσον αφορά την κατανομή (των εσόδων) θα μπορούσε εύκολα, κατά την άποψή μας, να το αποκομίσει από τους δύο παραπάνω τομείς και έτσι ακριβώς πρέπει να γίνει.
Τελικά, πιστεύω πως πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι επαγγελματίες εκπαιδευτικοί με τα κατάλληλα προσόντα θα διαδραματίσουν ένα ρόλο κλειδί, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στην Ελλάδα να πάρει τη θέση της στην οικονομία του 21ου αιώνα. Επομένως, η σύστασή μας προς την κυβέρνηση είναι να επενδύσει στους εκπαιδευτικούς και να τους υποστηρίζει αντί να τους αγνοεί και να τους παραμελεί, διότι, όπως ανέφερα προηγουμένως, αυτό είναι ένα αδιέξοδο.
Αυτό που πρόκειται να κάνουμε ως ΕΙ είναι να συμμετέχουμε με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΔΝΤ στην ατζέντα της κυβέρνησής σας για την Παιδεία και να προσπαθήσουμε να ασκήσουμε πίεση σε αυτά τα όργανα, ώστε να πράξουν ό, τι είναι σωστό, δηλαδή να μην πραγματοποιήσουν περικοπές στον προϋπολογισμό για την εκπαίδευση αλλά να επενδύσουν σε αυτήν. Επιπρόσθετα, θα προσεγγίσουμε την UNESCO και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εργασίας (ILO), διότι μερικά από τα μέτρα τα οποία ανακοινώθηκαν έρχονται σε αντιπαράθεση με τις διεθνείς προδιαγραφές που απαιτούνται, προκειμένου να διασφαλίσουμε ώστε οτιδήποτε αναλαμβάνει αυτή η κυβέρνηση να ανταποκρίνεται στις διεθνείς προδιαγραφές που έχουν τεθεί για το επάγγελμα των εκπαιδευτικών, τους εκπαιδευτικούς και τους εργαζόμενους.
Τελικά, θα διαθέσουμε στις οργανώσεις-μέλη μας όλη τη τεχνογνωσία που διαθέτει η ΕΙ, ώστε να υπάρξει η κατάλληλη ανταπόκριση στις πολιτικές που δεν προωθούνται από την κυβέρνησή σας.

Απαντήσεις σε διευκρινιστικά ερωτήματα

1) ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΓΓΡΑΦΟ ΤΟΥ ΔΝΤ

Αναφέρομαι σε ένα έγγραφο το οποίο είναι διαθέσιμο σε όλους και το οποίο όντως παρέχει όλες τις προϋποθέσεις που συνδέονται με το πακέτο διάσωσης. Ένα μέρος αυτού του εγγράφου αναφέρεται στους όρους των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Ένα από τα ζητήματα που αναφέρει είναι η εφαρμογή της οδηγίας για τις υπηρεσίες, το οποίο είναι ένα ευρωπαϊκό μέτρο που ελήφθη μερικά χρόνια πριν. Αυτή η οδηγία για τις υπηρεσίες προβλέπει τη δραστηριοποίηση του ιδιωτικού τομέα σε έναν αριθμό τομέων αρμοδιότητας του δημοσίου, οι οποίοι ήταν συνήθως κλειστοί, περιλαμβανομένης της εκπαίδευσης. Σε αυτό το έγγραφο, στο οποίο αναφέρθηκα, υπό τον τίτλο της εφαρμογής της οδηγίας για τις υπηρεσίες προτείνεται η υιοθέτηση μέτρων από την κυβέρνηση σε τομείς κλειδιά υπηρεσιών όπως ο τουρισμός, το λιανικό εμπόριο και η εκπαίδευση έως το Δεκέμβριο του 2010. Επομένως, όταν συγκαταλέγεις την εκπαίδευση μαζί με τον τουρισμό και το λιανικό εμπόριο δεν απαιτείται να είσαι ειδήμονας για να κατανοήσεις τι σημαίνει. Σημαίνει την εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης.

2) ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΛΟΓΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ-ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΕΝΩΣΕΩΝ

Υπάρχει μία σειρά από ζητήματα. Πρώτον, τα μέτρα που έχουν ληφθεί στην εκπαίδευση και έχουν επαγγελματικές επιπτώσεις πρέπει να συζητούνται πρώτα -σύμφωνα με τις συστάσεις της UNESCO και του Διεθνούς Οργανισμού για την Εργασία (ILO) για την κοινωνική θέση των εκπαιδευτικών από το 1966- πρέπει να συζητούνται πρώτα με τους εκπαιδευτικούς, κάτι όμως που δεν έχει συμβεί. Διατηρούμε μεγάλες επιφυλάξεις σχετικά με μερικά στοιχεία του νέου νόμου που σας εξήγησα και πιστεύω ότι είναι απαράδεκτο το ότι αυτός ο νόμος ψηφίστηκε χωρίς σοβαρή διαπραγμάτευση με τους εκπαιδευτικούς. Είναι σαν να συζητείται ο νόμος για την υγεία και την περίθαλψη και να μην επιτρέπεται στους γιατρούς να συμμετέχουν στη συζήτηση αυτή. Αλλά αυτή είναι η διαδικασία. Γνωρίζοντας το περιεχόμενο του νόμου πιστεύουμε ότι υπάρχουν μερικά σημαντικά μειονεκτήματα που αφορούν στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Επίσης, ενδιαφερόμαστε για την αναλογία μαθητών–καθηγητών και για μία σειρά επαγγελματικών ζητημάτων τα οποία πιστεύουμε ότι δε θα βελτιώσουν, αλλά θα υπονομεύσουν την ποιότητα της εκπαίδευσης, και προτιθέμεθα στο προσεχές διάστημα να συζητήσουμε με τις οργανώσεις-μέλη στην Ελλάδα αυτά τα συγκεκριμένα ζητήματα και να αναπτύξουμε κοινή στρατηγική αντιμετώπισής τους τόσο στην χώρα σας όσο και σε διεθνές επίπεδο σε συνάρτηση με τις Διεθνείς Συμβάσεις.


3)ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΉΣ ΔΝΤ ΣΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ

Θα ήθελα να καταστήσω σαφές ότι οι πολιτικές του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας είχαν καταστροφικές συνέπειες στην εκπαίδευση σε έναν αριθμό αναπτυσσόμενων χωρών. Κάθε φορά που το ΔΝΤ επέβαλλε σε χώρες τη μείωση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, συμπεριλαμβανομένων των εκπαιδευτικών, οι εκπαιδευτικοί εγκατέλειψαν το επάγγελμα. Αναζήτησαν άλλη εργασία. Κατά συνέπεια, σήμερα στον αναπτυσσόμενο κόσμο πρέπει να προσλάβουμε 13 εκατομμύρια εκπαιδευτικούς πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, εάν θέλουμε να επιτευχθεί η εκπαίδευση για όλα τα παιδιά. Επομένως, η μία συνέπεια είναι ότι οι εκπαιδευτικοί εγκαταλείπουν το επάγγελμα. Άλλη συνέπεια, για όσα είχαν συμβεί σε άλλες χώρες, είναι η έλλειψη εκπαιδευτικών με κατάλληλα προσόντα. Οι κυβερνήσεις προσλαμβάνουν άτομα χωρίς προσόντα προκειμένου να διδάξουν δίνοντάς τους μία κιμωλία και 10 δολάρια την εβδομάδα. Αυτή είναι η δεύτερη συνέπεια της πολιτικής του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Την χαρακτηρίζουμε πολιτική της καταστροφής.

4) ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΠΙΘΑΝΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠ. ΠΑΙΔΕΙΑΣ

Καταβάλλουμε συνεχείς προσπάθειες να συναντήσουμε πολλούς υπουργούς σε πολλές χώρες και θα προσπαθήσουμε, επίσης, να πείσουμε την Υπουργό σας να αρχίσει τον διάλογο με τις οργανώσεις-μέλη μας στην χώρα σας. Τελικά, σε αυτές τις δύο οργανώσεις που θα συμμετέχουν σε έναν τέτοιο διάλογο θα παρέχουμε τη βοήθεια, όπου αυτή απαιτείται. Δεν έχουμε καταβάλει άμεσες προσπάθειες να έρθουμε σε επαφή με την Υπουργό Παιδείας, αλλά δεν αποκλείω την πιθανότητα να συμβεί αυτό στο κοντινό μέλλον με τη συνεργασία της ΟΛΜΕ και της ΔΟΕ.

5) ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΕΥΘΥΝΕΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

Βρισκόμαστε σε συνεχή διάλογο με την Παγκόσμια Τράπεζα και βρισκόμαστε σε διαβούλευση με το ΔΝΤ για αυτό το ζήτημα (αντιστροφή του κλίματος της λιτότητας). Επομένως, οποτεδήποτε προκύπτει μία κατάσταση στον εκπαιδευτικό τομέα ως συνέπεια της ανεύθυνης και καταστροφικής εμπλοκής του ΔΝΤ ή της Παγκόσμιας Τράπεζας, τότε αρχίζουμε συζητήσεις με τον έναν ή με τον άλλον οργανισμό σε συνάρτηση με τη χώρα και την κατάσταση, και σε μερικές περιπτώσεις αυτό έχει ως αποτέλεσμα την άμβλυνση των μέτρων. Μπορώ να σας δώσω παραδείγματα μερικών χωρών όπου το ΔΝΤ έχει άρει μερικές από τις προϋποθέσεις που πιστεύουμε ότι ήταν παράλογες. Για να μιλήσουμε ξεκάθαρα, Δεν είναι το ΔΝΤ το όργανο που λαμβάνει τελικά αυτές τις αποφάσεις. Είναι οι πολιτικοί και βεβαίως, μερικές φορές δεν έχουν αρκετές επιλογές αλλά παραμένουν η υπεύθυνη ομάδα σε οποιαδήποτε κοινωνία που πιέζεται όπως η χώρα σας σήμερα. Οποιαδήποτε κριτική μπορούμε να εκφράσουμε ενάντια στο ΔΝΤ και στην Παγκόσμια Τράπεζα, είναι διακυβερνητικά όργανα και επομένως διοικούνται από κυβερνήσεις, περιλαμβανομένης και της δικής σας. Μερικές φορές πιστεύω ότι είναι πολύ εύκολο για τους πολιτικούς να κατηγορούν το ΔΝΤ. Είναι ο εύκολος, αποδιοπομπαίος τράγος για οποιονδήποτε θέλει να επικεντρώσει την οργή του, αλλά τελικά συζητούμε εδώ για πολιτικές επιλογές που πρέπει να γίνουν. Ανακεφαλαιώνοντας, πιστεύω ότι η κυβέρνησή σας πρόκειται να κάνει τις λάθος πολιτικές επιλογές.

Η ΕΙ υποστηρίζει τη γενική απεργία των Ελληνικών Συνδικαλιστικών Ενώσεων:

Οι περικοπές δεν προάγουν την ανάπτυξη.
(http://www.ei-ie.org/)

Η ΕΙ εξέφρασε την αλληλεγγύη της στη Γενική Απεργία των Συνδικαλιστικών Ενώσεων στην Ελλάδα στις 20 Μαϊου 2010, ενάντια στα μέτρα λιτότητας που η κυβέρνηση πιέζεται να εφαρμόσει με αντάλλαγμα το πακέτο διεθνούς οικονομικής βοήθειας πολλών δισεκατομμυρίων Ευρώ.
Οι ελληνικές Συνδικαλιστικές Ενώσεις ΟΛΜΕ και ΔΟΕ συμμετείχαν στη διαμαρτυρία εξαιτίας των φόβων ότι οι δρακόντειες περικοπές στον προϋπολογισμό για την εκπαίδευση θα προκαλέσουν απολύσεις στους εκπαιδευτικούς και θα υπονομεύσουν την ποιότητα της εκπαίδευσης. Οι προτάσεις που συζητήθηκαν περιλαμβάνουν περικοπές στους μισθούς των εκπαιδευτικών κατά 12% επιπλέον, οι οποίοι είναι ήδη χαμηλότεροι από τους μισθούς των περισσοτέρων κρατών-μελών της ΕΕ, ενώ υπάρχει πίεση για ανοδική αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης, για τις ώρες εργασίας και για την αναλογία μαθητών–καθηγητών.
Η ΕΙ πιστεύει ότι οι περικοπές στις δημόσιες δαπάνες θα μειώσουν το ρυθμό ανάπτυξης που απαιτείται ώστε η Ελλάδα να ξεπεράσει τα χρηματοοικονομικά προβλήματα μεσοπρόθεσμα, όπως επίσης ότι θα αυξήσουν την ανισότητα και θα βλάψουν εκείνους που έχουν ελάχιστες δυνατότητες να αντεπεξέλθουν.
Η ΕΙ πιστεύει ότι η επίλυση της κρίσης στην Ελλάδα και στην ευρύτερη ΕΕ μπορεί να εξευρεθεί μόνο με μία Παν-ευρωπαϊκή εκστρατεία για την ενθάρρυνση της οικονομικής ανάπτυξης. Η επιβολή μαζικών περικοπών στις δημόσιες υπηρεσίες, στους μισθούς και τις συντάξεις του δημοσίου τομέα σε μία χώρα ως αντάλλαγμα για τo πακέτο διάσωσης, που αντιμετωπίζει τα συμπτώματα της κρίσης μόνο, αποτελεί μία διόλου ευπρόσδεκτη επιστροφή στις πολιτικές που προκάλεσαν τα σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα στον αναπτυσσόμενο κόσμο κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του ‘80 και του ‘90.
Οι περικοπές που προτάθηκαν από την ΕΕ απειλούν να ωθήσουν την Ελλάδα σε περιόδους ύφεσης, οι οποίες δε θα προκαλέσουν μόνο τεράστιες δυσκολίες, αλλά θα καταστρέψουν επίσης την ευρωστία των δημόσιων οικονομικών της χώρας και θα περιορίσουν επιπρόσθετα την ικανότητα της χώρας να ανταποκριθεί στα χρέη της. Ο κίνδυνος μίας τέτοιας σπειροειδούς εξέλιξης έχει ήδη αποτελέσει έναν παράγοντα που κρύβεται πίσω από την αρνητική αντίδραση της αγοράς στο πακέτο διάσωσης.
Στην Αθήνα, στις 19 Μαΐου 2010, ο Γενικός Γραμματέας της ΕΙ κ. Fred Van Leeuwen άσκησε κριτική στα σχέδια των ελληνικών αρχών για τις περικοπές στον προϋπολογισμό για την εκπαίδευση, και για την παραγνώριση των δικαιωμάτων των εκπαιδευτικών. «Η εκπαίδευση είναι το κλειδί για την οικονομική ανάκαμψη. Οι περικοπές σε αυτές τις δαπάνες σε περίοδο οικονομικής ύφεσης καθυστερούν τη διαδικασία ανάκαμψης», τόνισε.
Ο κ. Fred Van Leeuwen επέπληξε την Υπουργό Παιδείας κ. Άννα Διαμαντοπούλου διότι δεν έθεσε σε διάλογο με τους εκπαιδευτικούς τον νέο νόμο που υιοθετήθηκε για το ρόλο των εκπαιδευτικών, και δήλωσε ότι «η συμμετοχή των εκπαιδευτικών συνδικαλιστικών ενώσεων στη διαδικασία διαλόγου με τους εργοδότες και την κυβέρνηση είναι υψίστης σημασίας ώστε να προσδιοριστεί η μελλοντική τους πορεία. Μόνο μέσω της οικοδόμησης μίας τέτοιας συναίνεσης μπορεί να επιτευχθούν κοινωνικά δίκαιες και πολιτικά βιώσιμες λύσεις.»
Ο κ. Fred Van Leeuwen επίσης προειδοποίησε ότι το πακέτο διάσωσης των 110 δισ. ευρώ με το ΔΝΤ και τους εταίρους της Ελλάδας στην Ευρωζώνη θα ανοίξει την πόρτα στην ιδιωτικοποίηση και την εμπορευματοποίηση των υπηρεσιών της εκπαίδευσης, επειδή περιλαμβάνει τον όρο ότι οι Ελληνικές αρχές θα λάβουν μέτρα για την εφαρμογή της «οδηγίας της ΕΕ για τις υπηρεσίες» σε βασικούς τομείς περιλαμβανομένης της εκπαίδευσης.
Ενώ μία ειλικρινής απόφαση για την τρέχουσα χρηματοοικονομική κρίση συμβαδίζει με τη δημιουργία μίας σημαντικής πορείας ανάπτυξης για όλες τις Ευρωπαϊκές οικονομίες, είναι επίσης σημαντικό οι κυβερνήσεις να συνεχίσουν τη διερεύνηση πιθανών λύσεων - μέτρων για τα πολλαπλά εισοδήματα, όπως ο φόρος για τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές, ο οποίος θα μπορούσε να βοηθήσει τις χώρες να μειώσουν τη ελλείμματά τους ενώ θα προστάτευε τις υπηρεσίες και τις ευρύτερες οικονομίες.
Όπως έχουν επισημάνει οι Ελληνικές συνδικαλιστικές ενώσεις, η φοροδιαφυγή από τα πιο εύπορα μέλη της κοινωνίας πρέπει να αντιμετωπιστεί εξαιτίας του αντίκτυπού της στην παραγωγή εισοδήματος αλλά και διότι αποτελεί ζήτημα ουσιαστικής κοινωνικής ισότητας.

21-05-2010

Κυριακή 30 Μαΐου 2010

Η ύφεση μπορεί να μην ανατραπεί , Του ΗΛΙΑ ΙΩΑΚΕΙΜΟΓΛΟΥ*

Κυριακή, 30 Μαΐου 2010
Η ύφεση μπορεί να μην ανατραπεί

Του ΗΛΙΑ ΙΩΑΚΕΙΜΟΓΛΟΥ*

Πηγή: Κυριακατικη Ελευθεροτυπία

30/5
Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε ύφεση και εισέρχεται τώρα σε μια μακρά περίοδο υποβάθμισης του βιοτικού επιπέδου της μικροαστικής τάξης, περιθωριοποίησης μέσω της φτώχειας και απαξίωσης ενός σημαντικού μέρους των ασθενέστερων κοινωνικών τάξεων, καθώς επίσης απαξίωσης μεγάλων τμημάτων του παραγωγικού και ανθρώπινου δυναμικού της.
Εάν δεν ανατραπούν τα σημερινά δεδομένα, η διαδικασία αυτή θα μετατραπεί σε πολύπλευρη καταστροφή που θα βυθίσει τη χώρα σε παρατεταμένη περίοδο μαρασμού. Η ακολουθούμενη πολιτική, που πολλοί αποκαλούν «εσωτερική υποτίμηση» ή «ανταγωνιστικό αποπληθωρισμό», είναι μια σωρευτική διαδικασία διαδοχικών κύκλων μείωσης των μισθών και των τιμών. Μέσω αυτών των μειώσεων, σύμφωνα με την κυρίαρχη οικονομική θεωρία, που καθοδηγεί τώρα τις αποφάσεις που λαμβάνονται για την τύχη της ελληνικής οικονομίας, θα ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της χώρας και θα αυξηθούν οι καθαρές εξαγωγές.
Στο τέλος της διαδικασίας, η οικονομία θα είχε ισορροπήσει σε ένα ποσοστό ανεργίας υψηλότερο και ένα επίπεδο παραγωγής χαμηλότερο από το σημερινό, πλην όμως, θα είχε επιτευχθεί και βελτίωση στο εμπορικό έλλειμμα αγαθών και υπηρεσιών εξαιτίας των χαμηλότερων τιμών των εγχωρίως παραγομένων προϊόντων.
Αυτή η διαδικασία είναι μακρά και για να επιταχυνθεί πρέπει, σύμφωνα πάντοτε με την κυρίαρχη οικονομική θεωρία, οι θεσμοί της αγοράς εργασίας που προστατεύουν (υπερβολικά, υποτίθεται) τους εργαζόμενους να μεταρρυθμιστούν στη γνωστή κατεύθυνση απελευθέρωσης των απολύσεων, αποδυνάμωσης των συλλογικών συμβάσεων κ.λπ.
Επομένως, η ύφεση, σε συνθήκες ευρώ, δεν είναι ένα «ατύχημα», το αποτέλεσμα κακών χειρισμών εκ μέρους της κυβέρνησης, του ΔΝΤ, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των λοιπών, ούτε είναι απλώς το αποτέλεσμα των εγωιστικών συμφερόντων του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου ή του κεφαλαίου εν γένει. Η ύφεση θεωρείται, στο πλαίσιο της κυρίαρχης οικονομικής θεωρίας, το εργαλείο με το οποίο μια οικονομία θα ξαναβρεί τις χαμένες της ισορροπίες. Η ύφεση προβλέπεται, από την κυρίαρχη θεωρία, ως φυσιολογικό στάδιο της διαδικασίας προσαρμογής της οικονομίας σε εξωτερικές διαταραχές που έχει δεχτεί η οικονομία (σε καθεστώς ευρώ, δηλαδή αδυναμίας υποτίμησης του νομίσματος). Η ύφεση οργανώνεται ως μέσο για την πειθάρχηση των εργαζόμενων τάξεων, για να δεχθούν λιγότερες προστατευτικές ρυθμίσεις και χαμηλότερους μισθούς υπό την πίεση της ανεργίας.
Αυτό που οργανώνεται, όμως, ως ύφεση θα καταλήξει σε καταστροφή. Η ύφεση θα μετατραπεί σε μια σωρευτική διαδικασία αυτοτροφοδοτούμενης επιδείνωσης. Κατ' αρχήν από την πλευρά της ζήτησης: Η συνολική ζήτηση θα επηρεαστεί στην πρώτη φάση της «εσωτερικής υποτίμησης» από τις μειώσεις των μισθών. Προφανώς, ο αυξανόμενος δανεισμός των μισθωτών κατά την περίοδο που προηγήθηκε της χρηματοπιστωτικής κρίσης είχε επιτρέψει σε σημαντικό βαθμό την αποσύνδεση των μισθών από την ιδιωτική κατανάλωση. Από τη στιγμή, όμως, που η χρηματοπιστωτική κρίση οδήγησε σε μείωση του δανεισμού, η αγοραστική δύναμη των μισθών έχει ανακτήσει τον σημαντικό της ρόλο στη διαμόρφωση της ζήτησης. Η μείωση των μισθών επιφέρει, λοιπόν, μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Αυτή η αρχική μείωση επηρεάζει αρνητικά τη συνολική ζήτηση και μέσω αυτής τις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου. Ετσι, η συμβολή όλων των συνιστωσών της εσωτερικής ζήτησης θα μειωθεί, η ανεργία θα αυξηθεί και θα μειώσει και αυτή με τη σειρά της την εσωτερική ζήτηση και ο φαύλος κύκλος θα αρχίζει από την αρχή.
Υπάρχει και χειρότερο: Η οικονομία δεν είναι ένα λάστιχο που μπορούμε να το τεντώσουμε και όταν το αφήσουμε να επανέλθει στην αρχική του κατάσταση. Μια οικονομία που έχει υποστεί παρατεταμένη μείωση της ζήτησης δεν επανέρχεται στην αρχική της κατάσταση όταν αυξήσουμε, κάποτε, τη ζήτηση, διότι έχει εν τω μεταξύ υποστεί μια σειρά από καταστροφές το παραγωγικό και το εργατικό δυναμικό της. Η παρατεταμένη μείωση της ζήτησης επιδρά στην πλευρά της προσφοράς: θα καταστρέψει ένα μέρος του κεφαλαιακού αποθέματος, καθώς θα πτωχεύσει σειρά επιχειρήσεων και ένα μέρος του εργατικού δυναμικού θα απολέσει τις γνώσεις του και τις δεξιότητές του. Αυτό σημαίνει ότι θα μειωθεί ο μέγιστος δυνατός ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Η κάθοδος θα συνεχίζεται ωσότου η εξωτερική ζήτηση, οι καθαρές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αναλάβουν τον ρόλο του κινητήρα της οικονομίας χάρη στις μειώσεις του κόστους εργασίας και στις μειώσεις των τιμών των εγχωρίως παραγομένων προϊόντων (δηλαδή χάρη στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας τιμής). Αυτή είναι μια ηρωική υπόθεση, αλλά ας υποθέσουμε ότι έτσι θα συμβεί για την οικονομία του άρθρου. Πόσα χρόνια θα χρειαστούν ωσότου η ελληνική οικονομία ανακάμψει μέσα από τις στάχτες της ως εξαγωγική δύναμη; Η Γερμανία που εφάρμοσε πολιτική εσωτερικής υποτίμησης, και είναι τέρας εξαγωγικής ισχύος, χρειάστηκε μια δεκαετία.
Μπορούμε, όμως, να σκεφτούμε και άλλους τρόπους για να βγούμε από την κρίση, εξίσου αποτελεσματικούς, ξεκινώντας από την υποχρέωση των μεγάλων περιουσιών να αναλάβουν το κύριο βάρος της προσαρμογής, τη φορολόγηση των επιχειρηματικών κερδών με συντελεστή 45% όπως ίσχυε πριν αναλάβει τη διακυβέρνηση ο νεοφιλελευθερισμός, τον εξονυχιστικό έλεγχο των ανώτερων εισοδημάτων που φοροδιαφεύγουν ασύστολα, την κατάργηση όλων των φοροαπαλλαγών των εισοδημάτων της ιδιοκτησίας κ.λπ.
Ας μην ξεχνάμε ότι η αναλογία των εισοδημάτων ιδιοκτησίας προς τις αμοιβές εργασίας (λαμβάνοντας υπόψη και την αυτοαπασχόληση) στην Ελλάδα ανερχόταν, το 2009, σε 0,43, ενώ στις περισσότερες από τις άλλες χώρες της Ε.Ε.-15 βρισκόταν στην περιοχή 0,1-0,3 (μέσος όρος ευρωζώνης 0,25).
Πέραν όμως των εναλλακτικών προτάσεων πολιτικής που μπορεί να προτείνει η αριστερά, τον λόγο έχουν τώρα όσοι καλούνται, αδίκως, να υποστούν τις συνέπειες της δημοσιονομικής κρίσης, για μια περίοδο που κατά τα φαινόμενα θα υπερβαίνει τη δεκαετία, και απέναντι σε μια άρχουσα τάξη που δυσκολεύεται πλέον να νομιμοποιήσει ιδεολογικά την πολιτική της. Αυτές είναι συνθήκες αναγκαίες, ίσως δε και ικανές, για να εισέλθουμε σε μια παρατεταμένη περίοδο υψηλής κοινωνικής έντασης.

* Ο ΗΛΙΑΣ ΙΩΑΚΕΙΜΟΓΛΟΥ είναι μέλος του Δικτύου Αριστερών Οικονομολόγων

Οι ελίτ σκέφτονται αγγλοσαξωνικά του Ν. Ξυδάκη

Κυριακή, 30 Μαΐου 2010


Οι ελίτ σκέφτονται αγγλοσαξωνικά

του Ν. Ξυδάκη

Πηγή: βλέμμα

30 Μαΐου 2010

Ο,τι μάς συμβαίνει είναι πρωτόγνωρο και σοκαριστικό, κι όχι επειδή είχαμε καλομάθει και γίναμε μαλθακοί, ούτε επειδή φταίνε καθ’ ολοκληρίαν οι παθογένειες του ελλαδικού κράτους και η οκνηροπονηρία του Ελληνος και τέτοια στερεοτυπικά. Οχι. Ο,τι συμβαίνει στην Ελλάδα τώρα και θα εξελίσσεται με σφοδρότητα μήνα με τον μήνα, είναι πρωτόγνωρο για όλη τη μεταπολεμική Ευρώπη. Η κρίση κρατικών χρεών, οι εγγενείς ασυμμετρίες στην Ε.Ε., η ταχύτατη συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας, η ριζική αμφισβήτηση του κοινωνικού συμβολαίου, η εξουθενωτική πίεση στα μεσοστρώματα, η χειρουργική αφαίρεση του μέλλοντος, οι απειλές αποκλεισμού, ο μαζικός εκφοβισμός, η συλλογική ενοχοποίηση, όλα τούτα είναι πρωτόγνωρα για τους λαούς της μεταπολεμικής Ευρώπης, και ασφαλώς πρωτόγνωρα για τους Ελληνες της 36χρονης Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας.
Η επιχειρούμενη «λατινοαμερικανοποίηση» της Ευρώπης θέτει καινοφανή ερωτήματα στους πληττόμενους λαούς. Σε αυτά τα ερωτήματα είναι προφανές ότι δεν μπορούν πια να απαντήσουν οι πολιτικές ελίτ που κατέχουν σήμερα την εξουσία, διότι η σκέψη και η δράση τους είναι σχεδόν απολύτως ετερόφωτες και ετερόνομες· διότι αυτές ακριβώς οι ελίτ παρήγαγαν την παρούσα κρίση, είναι οργανικό μέρος της κρίσης· διότι τα διανοητικά εργαλεία τους είναι ξεπερασμένα. Τα εγχειρίδια Business Administration και Αssets Management των τεχνοκρατών που ασκούν πολιτικοοικονομική διαχείριση είναι απελπιστικά αστεία εφόδια για να αναμετρηθείς με τα σύνθετα γεωπολιτικά, ιστορικά και ανθρωπολογικά διακυβεύματα της πιο μεγάλης ίσως κρίσης του καπιταλισμού από το 1929. Η πολιτική τιμωρεί τους μάνατζερ, αλλά μαζί τιμωρεί πολύ επώδυνα και τα πλήθη που της γύρισαν την πλάτη.
Θα διακινδυνεύσω μια περιγραφή της ελληνικής περίπτωσης, με αφορμή την απουσία πρωτότυπων προσεγγίσεων και εννοιολογήσεων της κρίσης. Στον διαμορφωτικό 19ο αιώνα μεγάλα πνεύματα του ελληνισμού αναζήτησαν απαντήσεις κοιτώντας προς τη Δύση αλλά κυρίως προς τον χώρο τους και την παράδοσή τους. Συνέθεσαν πρωτότυπες, κοπιώδεις απαντήσεις, όχι πάντα λυσιτελείς, αλλά πάντα αυθεντικές, αυτόχθονες και τολμηρές: για το ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε, που πάμε, τι μπορούμε να κάνουμε ― Σολωμός, Ζαμπέλιος, Παπαρρηγόπουλος, Κουμανούδης, Ροϊδης…
Μετά την ήττα του 1897, γεννήθηκε επίσης ένα νέο γηγενές πνεύμα, που εκφράστηκε πολιτικά, πνευματικά, καλλιτεχνικά, από τον Παλαμά έως τον Βενιζέλο. Στον μακρό 20ό αιώνα, μετά την καταστροφή του ’22, με ακόμη μεγαλύτερη ένταση, μια γενιά διανοουμένων, καλλιτεχνών και πολιτικών ανδρών στοχάστηκε με αυτόχθονες, αυθεντικούς όρους την ταυτότητα, τις δυνατότητες, την ιδιοσυστασία, τους δρόμους που ανοίγονται, άνδρες που επιχείρησαν μια ζεύξη του μοντέρνου με το παραδοσιακό, του διεθνούς με το εντόπιο, που είδαν τον εαυτό τους υπερήφανο και αυτοτελή. Μιλώ για τη λεγόμενη Γενιά του ’30, υπό ευρεία έννοια. Ο «κρατικός» Σεφέρης, ο υπερμοντέρνος Εγγονόπουλος, ο κεντρώος Θεοτοκάς, ο βυζαντινός Κόντογλου, ο αριστερός Δούκας, ο μυστικός Πικιώνης, ο ακατάτακτος Πεντζίκης, κ.ά., είδαν τον Ελληνα εαυτό με αγωνία και περηφάνια, σαν μέρος του Δυτικού όλου αλλά και σαν αυτόφωτο πρόσωπο. Η κληρονομιά τους είναι κληρονομιά υπερηφάνειας και αυθεντικότητας. Και κράτησε ζωντανό τον ελληνισμό του κρατιδίου μέσα από πολέμους, κατοχή, εμφύλιο, έως τη δικτατορία του ’67.
Στη μεταπολίτευση, αυτή η παράδοση πρωτογενούς σκέψης ατονεί ― για πολλούς λόγους. Ατονεί σταδιακά, έως νεκρώσεως, ακόμη και η πνευματική συνδεση των ελίτ με την ηπειρωτική Ευρώπη· παύει η τροφοδοσία από τη Γαλλία, την Ιταλία, τη Γερμανία. Οι ελίτ διαπαιδαγωγούνται πλέον αγγλοσαξωνικά, μαθαίνουν να σκέφτονται αγγλοαμερικάνικα, να καθρεφτίζονται σε υπερατλαντικούς καθρέφτες, να μην αναγνωρίζουν εαυτούς στην παράδοση. Καθίστανται ανίκανοι να σκεφτούν τον εαυτό και τον τόπο με όρους άλλους εκτός των κολεγιακών εγχειριδίων· ανίκανοι να σκεφτούν την γεωπολιτική και ιστορική Ελλάδα δυναμικά, με όρους αυτοτέλειας και ιστορικότητας. Οι ελίτ σήμερα παπαγαλίζουν αγγλοσαξωνικά, βλέπουν την Ελλάδα μηχανικά, σαν case study, τη βάζουν σε excelάκια στο λάπτοπ· ορισμένως: τη βλέπουν απ’ έξω, σαν ξένοι, που μάλιστα ντρέπονται και λίγο για το μεσογειακό και βαλκάνιο χούι, ντρέπονται για τους φτωχούς και άξεστους γονείς τους. Ντρέπονται για τον άξεστο Μακρυγιάννη, τον Καραϊσκάκη, τον Καβάφη, τον Σεφέρη; Ναι, ντρέπονται, επειδή οι ίδιοι είναι άξεστοι, άμοιροι παιδείας, ημετέρας και θύραθεν, επειδή είναι ετερόφωτοι ή άφωτοι, επαρχιώτες της Δύσεως και όχι πρωταγωνιστές της.
Είπαμε, βλέπουν την Ελλάδα απέξω, με το κυάλι αντεστραμμένο, και τη σκέφτονται αγγλικά, δηλαδή τεχνικά και αποσπασματικά. Δεν βλέπουν τον κόσμο από εδώ προς τα εκεί· και δεν τον σκέφτονται ελληνικά, δηλαδή ιστορικά και καθολικά. Και η Ελλάδα βουλιάζει.

Σάββατο 29 Μαΐου 2010

Σάββατο, 29 Μαΐου 2010
Πόσο θα κοστίσει ένα ελληνικό "κούρεμα";

Πηγή: euro2d

By Gillian Tett

Δημοσιεύθηκε: 28/05/10

Την περασμένη εβδομάδα, ορισμένοι από τους ισχυρότερους αξιωματούχους του εθνικού επενδυτικού ταμείου της Κίνας διεξήγαγαν μυστικές συνομιλίες με επενδυτικές τράπεζες για τις προοπτικές της ευρωζώνης. Κι ένα από τα πιο καυτά ζητήματα που συζητήθηκαν ήταν το ακανθώδες θέμα των "haircuts".
Δηλαδή, καθώς η ευρωζώνη σπαράζει στην αναταραχή, αυτό που οι Κινέζοι (και άλλοι) προσπαθούν να διευκρινίσουν είναι το πόσο μεγάλες μπορεί να είναι οι ζημίες στα κρατικά ομόλογα αν, λέμε τώρα, η Ελλάδα αναδιοργανώσει το χρέος της. Εξίσου φλέγον είναι για την Κίνα (και για τους άλλους) να αποσαφηνίσει ποιοι θα επωμιστούν το "κούρεμα".
Είναι ένα πολύ κρίσιμο ερώτημα για τις αγορές ομολόγων. Δυστυχώς όμως, είναι επίσης ένα ζήτημα που οι ηγέτες της ευρωζώνης αρνούνται πεισματικά να συζητήσουν ή ακόμη και να αναγνωρίσουν. Όπως, πάντα, το πρόβλημα ξεκινά στην Ελλάδα. Αυτήν την περίοδο η Ελλάδα εφαρμόζει πρόγραμμα αυστηρής λιτότητας. Αλλά τα απλά μαθηματικά του δημοσιονομικού προβλήματος και το δημόσιο χρέος επί του ΑΕΠ που προβλέπεται ότι θα χτυπήσει το 150% καθιστούν πολύ δύσκολο να πιστέψουμε ότι η χώρα θα καταφέρει να λύσει τα προβλήματά της πριν λήξει η βοήθεια από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Είναι βέβαια πιθανόν οι αγορές να έχουν ηρεμήσει έως τότε ή και να επεκταθεί εσαεί το πακέτο βοήθειας, αλλά οι κάτοχοι ομολόγων νιώθουν νευρικοί, ειδικά καθώς διογκώνονται οι πολιτικές πιέσεις και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Αυτό που ανησυχεί τους κατόχους ελληνικών ομολόγων είναι ότι γίνονται πλέον επιδοτούμενοι από το ΔΝΤ και την ευρωζώνη, χωρίς όμως να τους εγγυάται κανείς την επιτυχία της διάσωσης. Κι έτσι φοβούνται ότι τελικώς το παιχνίδι θα καταλήξει σε αναδιοργάνωση.
Αν γίνει αυτό, τότε πόσο ακριβώς θα είναι το "κούρεμα"; Η Ιστορία παραθέτει μια σειρά πιθανότητες: Όπως αναφέρει το ΔΝΤ, σε κάποιες πρόσφατες αναδιοργανώσεις (όπως της Ουκρανίας) κάποιοι επενδυτές έλαβαν λιγότερα από 20 σεντς στο δολάριο, ενώ σε άλλες (Ρωσία και Αργεντινή) πάνω από 60 σεντς.
Ας φανταστούμε όμως -έτσι για σχολιασμό- ένα δυσοίωνο σενάριο, όπου η Ελλάδα κάνει "κούρεμα" 50%. Τότε οι επιπλοκές θα είναι πολύ κακές για τις ευρωπαϊκές τράπεζες που κατέχουν ένα μεγάλο κομμάτι από αυτά τα ομόλογα. Τα στοιχεία της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών BIS δείχνουν ότι το άνοιγμα για τις γερμανικές τράπεζες είναι περίπου 50 δισ. δολ. ενώ για τις γαλλικές 75 δισ. δολ. και ότι και οι δύο αυτές χώρες έχουν άνοιγμα πάνω από 250 δισ. δολ. στην Ισπανία και στην Πορτογαλία.
Αν σε ένα από τα χειρότερα σενάρια τα "κουρέματα" επιβάλλονταν σε ένα κομμάτι από αυτά τα κεφάλαια, θα ήταν πολύ δύσκολο για τις τράπεζες να το καταπιούν, ειδικά καθώς χώρες όπως η Γερμανία βασανίζονται ήδη να διαγράψουν τις επιπτώσεις από την πιστωτική φούσκα.
Γι’ αυτό λοιπόν έχουν σπάσει τα νεύρα στις αγορές. Και γι’ αυτό οι Γερμανοί και οι Γάλλοι αποφεύγουν ακόμη και να αναφέρουν τη λέξη αναδιοργάνωση. Και γι’ αυτό οι Γερμανοί πολιτικοί ξεσπούν στα hedge funds όσο αυξάνονται οι πιέσεις, γιατί δεν αντέχουν να αντιμετωπίσουν το πραγματικό πρόβλημα, που είναι οι τράπεζες.
Το ξεμπέρδεμα θα είναι πολύ δύσκολο. Μια ακραία λύση θα ήταν η αναδιοργάνωση του ελληνικού χρέους αμέσως τώρα - και μετά, εν ανάγκη, η χρήση τμήματος του πακέτου διάσωσης των 750 δισ. ευρώ για να κλείσουν τρύπες στις γερμανικές και στις γαλλικές τράπεζες. Όπως όμως τονίζει ο Αμερικανός οικονομολόγος κ . Jeffrey Sachs, αυτό το σενάριο έχει πολλά μειονεκτήματα.
Μια πρόωρη στάση πληρωμών θα υπονομεύσει την πολιτική θέληση για λιτότητα στην Ελλάδα. Και η Ιστορία δείχνει ότι επίσης θα είναι δύσκολο για την Ελλάδα να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη στις αγορές. Αυτό, κατά τον κ. Sachs, είναι πολύ βαρύ κόστος, δεδομένου ότι υπάρχει ακόμη μια ελπίδα (έστω αχνή) να κάνει η Ελλάδα το θαύμα της.
Η εναλλακτική όμως της αναδιοργάνωσης έχει κι αυτή μειονεκτήματα. Αν δεν γίνει το θαύμα και η Ελλάδα συνεχίσει να κλονίζεται, οι φόβοι για μελλοντικά "κουρέματα" θα συνεχίσουν να δηλητηριάζουν τις αγορές και τον τραπεζικό κόσμο. Έτσι, θα δημιουργηθεί ουσιαστικά ένα μοτίβο ανάλογο με της Ιαπωνίας στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Ένας κόσμος που βασανίζεται, μια μισοκρυμμένη αγωνία, όπου οι τιμές των ενεργητικών συνέχεια διολισθαίνουν, επειδή οι επενδυτές δεν μπορούν να ξεπεράσουν τον φόβο ότι έπονται χειρότερα.
Αυτό το δεύτερο, ιαπωνικού στιλ, "κούρεμα" θα μπορούσε θεωρητικά να αποτραπεί, αν οι ηγέτες της Γερμανίας και της Γαλλίας, ας πούμε, έκαναν κάποια σοβαρή προσπάθεια να ξεκαθαρίσουν την κατάσταση με τις τράπεζές τους. Ακόμη περισσότερο, οι ηγέτες της ευρωζώνης ίσως υποχρεώσουν τις τράπεζες να κάνουν μεγάλες προβλέψεις ζημιών για τον κίνδυνο αξιόχρεου (βουτώντας στη μαρμίτα των 750 δισ. ευρώ, εν ανάγκη). Είναι δύσκολο όμως να πιστέψουμε ότι κάτι τέτοιο θα γίνει πραγματικά τώρα. Οπότε, και η νευρικότητα από το Πεκίνο μέχρι τη Βαλτιμόρη δεν θα εξαφανιστεί σύντομα.
Πολιτική καμπάνια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ - Προκήρυξη


Saturday, 29 May 2010 11:48

Αντικαπιταλιστική ανατροπή η μόνη λύση!

Κλιμακώνουμε μέχρι τη νίκη!

Για την ανατροπή του σφαγείου κυβέρνησης – ΕΕ - ΔΝΤ. Για το συντονισμό και την νικηφόρα κλιμάκωση των αγώνων.

Για τη συσπείρωση της αντικαπιταλιστικής – επαναστατικής Αριστεράς και την ενίσχυση της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α.

Για την κοινή δράση της Αριστεράς και όλων των αγωνιστικών δυνάμεων.

Στο όνομα εξόδου από την κρίση του καπιταλισμού, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ – κυβέρνηση του κεφαλαίου – με την καθοδήγηση του άξονα ΕΕ – ΕΚΤ - ΔΝΤ, με την ανοιχτή στήριξη του ΛΑΟΣ και τη συναίνεση της ΝΔ έχει κηρύξει ένα πραγματικό πόλεμο εναντίον των εργαζομένων, των συνταξιούχων της νεολαίας. Επιδιώκουν να αναιρέσουν κατακτήσεις ενός ολόκληρου αιώνα, να επιβάλουν συνθήκη εργασιακού και κοινωνικού μεσαίωνα, να ισοπεδώσουν το εργατικό και λαϊκό κίνημα. Κλιμακώνουν την επίθεση στην κοινωνική ασφάλιση. Προωθούν τον «Καλλικράτη» που θα σημάνει δεκάδες χιλιάδες απολύσεις και διάλυση δημοσίων υπηρεσιών. Ανοίγουν την πόρτα των ομαδικών απολύσεων και της διάλυσης των συλλογικών συμβάσεων. Ετοιμάζουν πακέτο με ιδιωτικοποιήσεις, όπως π.χ. στις συγκοινωνίες. Οδηγούν έτσι τους εργαζόμενους σε εξαθλίωση, σε μια ακόμα πιο βαθιά και καταστροφική ύφεση, στην ανεξέλεγκτη διόγκωση του χρέους και των ελλειμμάτων, σε μια οικονομική κατάρρευση σαν αυτή όπου οδήγησε το ΔΝΤ την Αργεντινή ή τη Λετονία, σε μια «ελεγχόμενη πτώχευση» όπως λέει σήμερα η Μέρκελ. Στόχος τους είναι η διάσωση των κερδών του κεφαλαίου, και το φόρτωμα του βάρους της κρίσης στις πλάτες της εργατικής τάξης.
Χωρίς αμφιβολία τα μέτρα κυβέρνησης–ΔΝΤ-ΕΕ οδηγούν σε τεράστια κλιμάκωση την απαλλοτρίωση και την λεηλασία του παραγόμενου πλούτου, της λαϊκής αποταμίευσης και του φυσικού περιβάλλοντος, και στην οικονομική και πολιτική καταδυνάστευση του εργαζόμενου λαού για δεκαετίες.
Μοναδική διέξοδος απέναντι σ’ αυτή την επίθεση το ξέσπασμα της οργής, η μαζικότητα και ο δυναμισμός των κινητοποιήσεων των εργαζόμενων, σε πείσμα της επιχείρησης κατασυκοφάντησης και προληπτικής τρομοκράτησης που μεθόδευσαν η κυβέρνηση και οι απολογητές της κυρίαρχης πολιτικής. Οι πρώτες αυτές αντιδράσεις του εργατικού και λαϊκού κινήματος, που ξεκίνησαν ήδη από τον Δεκέμβρη, με κορυφαίο σταθμό την μεγαλειώδη κινητοποίηση της 5ης του Μάη, δείχνουν ότι οι εργαζόμενοι όχι μόνο είναι καθολικά αντίθετοι αλλά και ΜΠΟΡΟΥΝ να στείλουν στο καλάθι των αχρήστων το σφαγείο που του ετοιμάζουν.
Στις σημερινές κρίσιμες συνθήκες η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δίνει όλες τις δυνάμεις της για ένα πανίσχυρο μαζικό κίνημα που θα επιδιώκει την ανατροπή της καπιταλιστικής βαρβαρότητας όχι τη «διόρθωση» και τον «εξανθρωπισμό» της. Καλεί τους εργαζόμενους, συνολικά στον κόσμο της Αριστεράς και τους αγωνιστές από τη βάση του ΠΑΣΟΚ, που έχουν κάθε λόγο να αισθάνονται προδομένοι και διαψευσμένοι, για να συστρατευτούμε με στόχο την ανατροπή της βάρβαρης επίθεσης κυβέρνησης – ΕΕ – ΔΝΤ, στην βάση ενός προγράμματος ρήξης με τις βασικές επιλογές των κυρίαρχων δυνάμεων.

Α) Για μια αντικαπιταλιστική πολιτική απάντηση στον καταστροφικό «μονόδρομο» που επιχειρούν να μας επιβάλλουν, για την πραγματική σωτηρία - προστασία των εργατικών και λαϊκών κατακτήσεων και συμφερόντων, για να πληρώσουν την κρίση οι τραπεζίτες και οι καπιταλιστές που την δημιουργησαν. Όχι για επί μέρους διορθώσεις και αλλαγές αλλά για:
  Ανατροπή των μέτρων κυβέρνησης – ΕΕ - ΔΝΤ

  Άμεση παύση πληρωμών του ληστρικού χρέους - κατάργηση του χρέους

  Εθνικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων με εργατικό έλεγχο σαν προϋπόθεση για την προστασία του συσσωρευμένου μόχθου των εργαζόμενων

 Αντικαπιταλιστική ρήξη – αποδέσμευση από την ΟΝΕ, την Ευρωζώνη και την ΕΕ

· Απαγόρευση των απολύσεων – πραγματικές αυξήσεις στις συντάξεις και τους μισθούς – κάτω τα χέρια από τις συλλογικές συμβάσεις - μείωση των ωρών εργασίας - μόνιμη και σταθερή δουλειά για όλους

· Αύξηση της φορολογίας του κεφαλαίου – κατάργηση όλων των φοροαπαλλαγών και φορο-ελαφρύνσεων για τους καπιταλιστές– φορολογία της εκκλησιαστικής περιουσίας

· Να μην περάσει το αντιασφαλιστικό έκτρωμα και η λογική της ανταποδοτικότητας και της ατομικής ευθύνης – Δημόσιο αναδιανεμητικό, κοινωνικό, ασφαλιστικό σύστημα. Μείωση των ορίων συνταξιοδότησης

  Δημόσια και Δωρεάν υψηλού επιπέδου Παιδεία – Υγεία – Ασφάλιση για όλους

· Να κοπούν οι εξοπλισμοί

 Να νομιμοποιηθούν οι μετανάστες

Αυτοί οι στόχοι πάλης πρέπει σήμερα να αποτελέσουν την προμετωπίδα των κινητοποιήσεων, να κατοχυρωθούν ως οι βασικοί άξονες της εργατικής και λαϊκής διεκδίκησης σε κάθε επίπεδο, στα συνδικάτα, στις γειτονιές, στις πολιτικές διεκδικήσεις όσων δυνάμεων δηλώνουν ότι βρίσκονται στο πλευρό των εργαζομένων. Μόνο τέτοιοι στόχοι πάλης μπορούν να ορίσουν την ρήξη με την κυρίαρχη πολιτική (και όχι οι αυταπάτες για μια «δίκαιη ΕΕ» ή ένα «καλό ευρώ» ούτε οι γενικολογίες περί της «λαϊκής εξουσίας και οικονομίας»).

Β) Την κλιμάκωση των κινητοποιήσεων και κεντρικά και σε κλαδικό επίπεδο – αγώνας διαρκείας μέχρι την οριστική ανατροπή των μέτρων.

- Άμεση προκήρυξη 48ωρης γενικής πολιτικής απεργίας και συνέχιση με νέες πανεργατικές απεργίες.- Στήριξη κάθε προσπάθεια για κλαδικές απεργίες διαρκείας και συντονισμός μεταξύ τους. Προετοιμάζουμε τους όρους για να μην μείνει μόνος κανένας κλάδος που προχωράει σε τέτοια δράση.

- Προωθούμε μορφές οργάνωσης της εργατικής και λαϊκής πάλης που θα επιτρέπουν τον έλεγχο των αγώνων από την ίδια τη βάση, με μαζικές γενικές συνελεύσεις και συγκρότηση απεργιακών επιτροπών σε κάθε σωματείο. Παλεύουμε για αγωνιστική ταξική ενότητα και συντονισμό των ίδιων των εργαζομένων και των σωματείων τους σε ρήξη με τη συναίνεση και την υποταγή των γραφειοκρατικών ηγεσιών ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ, που ούτε θέλουν ούτε μπορούν να ηγηθούν ενός κινήματος αντίστασης και ανατροπής.

- Προωθούμε τον συντονισμό των εργατικών αγώνων με τις μαθητικές και φοιτητικές καταλήψεις και κινητοποιήσεις, πιστεύοντας ότι χρειάζεται επίσης να «μπουν στο χορό» των κινητοποιήσεων και άλλες κοινωνικές ομάδες. Η νεολαία έχει να αντιμετωπίσει την προοπτική των ιδιωτικών ΑΕΙ και της πλήρους απελευθέρωσης των «αγοράς εκπαιδευτικών υπηρεσιών», το νέο-πλαίσιο που θα εισάγει τους manager ως απόλυτους κυρίαρχους στα ΑΕΙ, τις περικοπές προσωπικού και την αποδιάρθρωση της εκπαίδευσης, τις συγχωνεύσεις ΑΕΙ και τμημάτων. Η αγροτιά ούτως ή άλλως είναι στο στόχαστρο των αναδιαρθρώσεων της ΕΕ. Ο «Καλλικράτης» σημαίνει και μαζικές απολύσεις, και ιδιωτικοποίηση των δημοτικών υπηρεσιών και εγκατάλειψη της υπαίθρου.

- Στηρίζουμε τοπικές πρωτοβουλίες συντονισμού σε κάθε πόλη και κάθε γειτονιά, ενωτικές επιτροπές αγώνα, για να μπορέσουμε να οικοδομήσουμε την αλληλεγγύη, την πιο πλατιά συσπείρωση ενάντια στην κυρίαρχη πολιτική.

- Αποφασιστική σύνδεση με τους αγώνες των εργαζόμενων της Ευρώπης, διεθνιστικός πανευρωπαϊκός συντονισμός.

Μ’ αυτούς τους τρόπους μπορούμε να περάσουμε από τη άνοιξη της αγανάκτησης, στο καλοκαίρι των αγώνων και το φθινόπωρο της οργής. Μπορούμε να κλιμακώσουμε τους αγώνες, να οικοδομήσουμε την αλληλεγγύη και να σπάσουμε την απομόνωση, να γονατίσουμε την κυβέρνηση και τους εργοδότες. Να επιβάλλουμε με τη δύναμη του κινήματος τη ριζική τροποποίηση του συσχετισμού δύναμης, την ανατροπή του σφαγείου κυβέρνησης – ΕΕ – ΔΝΤ, και όλων όσων την στηρίζουν, την πολιτική συμμαχία ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ, τις δυνάμεις του κεφαλαίου. Να προωθήσουμε εκείνες τις ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές ανακατατάξεις που θα δίνουν τη δυνατότητα για την αυθεντική πολιτική συγκρότηση και έκφραση της εργατικής τάξης και των πλατιών λαϊκών στρωμάτων, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την αποτελεσματική υπεράσπιση και διεύρυνση των εργατικών και λαϊκών κατακτήσεων και δικαιωμάτων, για μια νέα σοσιαλιστική και κομμουνιστική προοπτική. Η μάχη που είναι μπροστά μας είναι ιστορικών διαστάσεων! Οι δυνάμεις του κεφαλαίου μπορεί να επενδύουν στη συντριβή του λαϊκού και εργατικού κινήματος, αλλά θα βγουν γελασμένες.

ΓΙΑ ΜΙΑ ΙΣΧΥΡΗ ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ!

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

- Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ επιδιώκει να γίνει ο πόλος της πολιτικής έκφρασης όλων εκείνων των αγωνιστών του κινήματος που πρωτοστατούν εδώ και χρόνια στους αγώνες των εργαζόμενων και της νεολαίας, που βγήκαν ορμητικά στο προσκήνιο για να αναμετρηθούν με την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ την ώρα που προωθεί αδίστακτα τα βάρβαρα μέτρα του «μηχανισμού στήριξης» ΕΕ-ΔΝΤ. Η ανάπτυξη και ενίσχυση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς θα αποτελέσει όχι μόνο ενίσχυση της πάλης, αλλά και των δυνάμεων που επιδιώκουν μια βαθιά, ριζική πάλη ενάντια στον σημερινό βάρβαρο καπιταλισμό, με στόχο την ανατροπή του και το άνοιγμα του δρόμου για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση, αντάξια του εργαζόμενου ανθρώπου.

- Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι ένα μέτωπο οργανωμένων δυνάμεων και ανένταχτων αγωνιστών. Βασική προτεραιότητα και στρατηγική επιδίωξη της είναι η μετωπική συγκρότηση και ενότητα της αντικαπιταλιστικής, επαναστατικής και κομμουνιστικής Αριστεράς και της ριζοσπαστικής οικολογίας, η προσπάθεια για να διαμορφώσουμε μια Αριστερά ικανή να αποτελέσει πραγματικό αντίπαλο δέος στη βαρβαρότητα του σύγχρονου καπιταλισμού. Μέσα στη σημερινή συγκυρία της κρίσης αναδεικνύεται η σημασία της αντικαπιταλιστικής προοπτικής και η επιμονή στην ανάγκη της ρήξης με το καπιταλισμό, δικαιώνεται η θέση ότι οι επαναστάσεις εξακολουθούν να είναι ‘εικόνες από το μέλλον’, γίνεται επιτακτική η αναζήτηση μιας νέας σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής προοπτικής. Στα πλαίσια αυτά θα αναδιοργανωθεί συνολικά η κοινωνία και η παραγωγή με κέντρο την ικανοποίηση των πραγματικών λαικών αναγκών και την συμβατότητα με την φύση.
Όπως τονίζαμε στην ιδρυτική μας διακήρυξη: «Αντί για την αυταπάτη ενός «καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο» εμείς υποστηρίζουμε ότι δεν υπάρχει άλλη στρατηγική ε­ναλ­λα­κτι­κή λύση στον καπιταλισμό, εκτός από την κοινωνική επανάσταση και την εξουσία των εργα­ζόμε­νων που θα οργανώσει την πορεία προς μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση στη χώ­ρα μας, την Ευ­ρώ­πη και τον κό­σμο. Με την αυτόνομη πολιτική συγκρότηση της εργατικής τάξης σε κυρίαρχη τάξη. Θε­με­λιω­μέ­νη σε όρ­γα­να εργατικής δη­μο­κρα­τί­ας και αυτοδιεύθυνσης των εργαζόμενων. Με την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής. Με τον κοινωνικό δη­μο­κρα­τι­κό σχε­διασμό σε όλα τα κοινωνικά ζητήματα. Με πο­λι­τι­κά, συν­δι­κα­λι­στι­κά, α­το­μι­κά δι­καιώ­μα­τα και ε­λευ­θε­ρί­ες, πο­λύ α­νώ­τε­ρα α­πό αυτά που έδωσαν οι α­στι­κές δη­μο­κρα­τί­ες. Σε μια κοινωνία με επίκεντρο όχι το κέρδος, την εκμετάλλευση και την καταπίεση, αλλά τον άνθρω­πο και τις α­νά­γκες του. Για την εγκαθίδρυση της κοινωνίας των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών, για την κατάργηση των τάξεων και το «μαρασμό» του κράτους. Για το «βασίλειο της ελευθερίας» απέναντι στο «βασίλειο της ανάγκης». Για να προχωρήσει ο κόσμος στη σοσιαλιστική και την κομμουνιστική οργάνωση της κοινωνίας!»
Σήμερα υπάρχει ανάγκη με τρόπο αυτοτελή να ενισχυθεί η πολιτική παρουσία της αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής αριστεράς, γι’ αυτό και θέλουμε να βαθύνει η δημοκρατική πολιτική λειτουργία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, γι’ αυτό και επιμένουμε στην ανοιχτή πρόσκληση σε συναγωνιστές και άλλες τάσεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς να συμμετέχουν στην διαδικασία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

- Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν αποτελεί ενιαία οργάνωση, ή ενιαίο κόμμα. Είναι ένα πολιτικό κοινωνικό μέτωπο - συσπείρωση, με προωθημένα πολιτικά και ιδεολογικά στοιχεία ενότητας. Μέλος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ γίνεται όποιος συμφωνεί με την πολιτική της αντικαπιταλιστικής μας πρότασης και συμμετέχει σε μια Τοπική ή Κλαδική Κίνηση.

- Οι δομές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, οι Τοπικές και Κλαδικές Κινήσεις, το Κεντρικό Συντονιστικό, τα Πανελλαδικά Σώματα θα πρέπει να επιδιώκουν να λειτουργούν συνθετικά και με συναίνεση. Ωστόσο τα όργανα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, θα πρέπει να έχουν την δυνατότητα να αποφασίζουν σε σημαντικά ζητήματα. Για τις προγραμματικές αρχές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, δεν μπορεί να λαμβάνεται απόφαση παρά μόνο στη βάση της ομοφωνίας.

Γιώργου Σταμάτη, Η κρίση και οι αυταπάτες για το ξεπέρασμα της

Η κρίση και οι αυταπάτες για το ξεπέρασμα της


Τεύχος 15, περίοδος: Απρίλιος - Ιούνιος 1986

Η οικονομική κρίση και οι αυταπάτες για το ξεπέρασμα της

του Γιώργου Σταμάτη

Η σημερινή οικονομική κρίση στις καπιταλιστικές χώρες ξέσπασε στις αρχές της δεκαετίας του '70. Διανύει λοιπόν αισίως τη δεύτερη δεκαετία.
Δεν θα ασχοληθούμε εδώ με τα αίτια της, αλλά με ορισμένες όψεις της που νομίζουμε ότι παρουσιάζουν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Η ίδια η κρίση εκφράστηκε αρχικά σε μείωση του βαθμού απασχόλησης του εργατικού δυναμικού, δηλ. σε αύξηση της ανεργίας, και σε μείωση του βαθμού απασχόλησης του κεφαλαίου. Η μείωση του βαθμού απασχόλησης του εργατικού δυναμικού και του κεφαλαίου είχε ως άμεση συνέπεια στασιμότητα και μερικές φορές και μείωση του εθνικού προϊόντος.
Σύμφωνα με τη μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '60 κυρίαρχη άποψη και πρακτική, οι κυβερνήσεις σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να αντιδρούν αντικυκλικά, δηλ. να λαμβάνουν μέτρα αύξησης της ζήτησης για τα εγχώρια προϊόντα, σημαντικότερο των οποίων εθεωρείτο η αύξηση των ιδίων των δημοσίων δαπανών. Η πολιτική αυτή είναι γνωστή ως κεϋνεσιανική πολιτική καταπολέμησης της οικονομικής κρίσης. Στη δεδομένη όμως περίπτωση, στην κρίση της δεκαετίας του '70, συνέβη λες και εθεωρείτο πάντα αυτονόητο ακριβώς το αντίθετο: Οι μέχρι χθες υποστηρικτές της κεϋνεσιανικής οικονομικής πολιτικής εισηγούνται ξαφνικά μια προκυκλική πολιτική περικοπής των δημοσίων δαπανών, ιδιαιτέρως των κοινωνικών, και περιορισμού της ζήτησης, ιδιαιτέρως της καταναλωτικής, και οι κυβερνήσεις κάνουν ό,τι μπορούν για να ασκήσουν μια τέτοια πολιτική «λιτότητας», όπως καθιερώθηκε να λέγεται1.
Ως λόγους για την αναγκαιότητα της άσκησης αυτής της προκυκλικής τους πολιτικής επικαλέσθηκαν και επικαλούνται τους εξής:

α) τον πληθωρισμό,

β) το έλλειμμα του λογαριασμού εσόδων και εξόδων του δημοσίου και

γ) το έλλειμμα του ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών.

Ισχυρίζονται λοιπόν ότι δεν αυξάνει μόνον αυτό το ίδιο το έλλειμμα του λογαριασμού εσόδων και εξόδων του δημοσίου αλλά ότι προκαλεί την αύξηση του δημόσιου χρέους και συνεπώς των τόκων που πληρώνει το δημόσιο, και ότι έτσι η χρηματοδότηση του μέσω δανείων που παίρνει το δημόσιο αυξάνει τη ζήτηση χρήματος και συνεπώς το επιτόκιο κι έτσι, επειδή ακριβώς ακριβαίνει τη χρηματοδότηση τους, δυσχεραίνει τις ιδιωτικές επενδύσεις.
Δείξαμε αλλού, ότι το κράτος, αδιάφορα από τους λόγους που επικαλείται το ίδιο, είναι αναγκασμένο σε περιόδους υποαπασχόλησης τόσο του εργατικού δυναμικού όσο και του κεφαλαίου να ασκεί προκυκλική οικονομική πολιτική2. Το γεγονός αυτό σημαίνει, ότι η σύλληψη της κεϋνεσιανικής οικονομικής πολιτικής που υποτίθεται3 ότι ασκείτο μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 70 βασίζεται σε αυταπάτες.
Σύμφωνα με την κεϋνσιανική αντίληψη το κράτος πρέπει να ασκεί αντικυκλική σταθεροποιητική πολιτική, δηλ. να παίρνει μέτρα αύξησης της ζήτησης, όταν αυτή είναι χαμηλότερη από την προσφορά, και μέτρα μείωσης της ζήτησης, όταν αυτή είναι υψηλότερη από την προσφορά. Αυτό βέβαια προϋποθέτει, ότι το κράτος είναι σε θέση να ασκεί μια τέτοια πολιτική - προϋπόθεση, την οποία η κεϋνεσιανική αντίληψη της οικονομικής πολιτικής θεωρεί αυτονόητα δεδομένη.
Η πεποίθηση όμως, ότι η δυνατότητα του κράτους να ασκεί αντικυκλική πολιτική είναι πάντα δεδομένη, βασίζεται σε μια αυταπάτη. Στην αυταπάτη, πως η δυνατότητα και η ικανότητα του κράτους να επηρεάζει προς την επιθυμητή κατεύθυνση την οικονομική συγκυρία είναι πάντα και ανεξάρτητα από την ίδια την οικονομική συγκυρία δεδομένη. Στην αυταπάτη δηλ., ότι, σε περίπτωση οικονομικής κρίσης, η κρίση θίγει μεν την οικονομία, δεν θίγει όμως ούτε τα οικονομικά του κράτους ούτε την ικανότητα του κράτους να λαβαίνει τα κατά την κεϋνεσιανική αντίληψη κατάλληλα μέτρα κατά της κρίσης. Έτσι π.χ. ένας από τους πρώτους και σημαντικότερους κεϋνεσιανούς θεωρητικούς, ο M. Kalecki, ονομάζει το κράτος, όσον αφορά τη ζήτηση που αναπτύσσει, «Αλλοδαπή», θεωρεί δηλ. τη ζήτηση του δημοσίου για εγχώρια προϊόντα στον ίδιο βαθμό ανεξάρτητη από την εκάστοτε οικονομική συγκυρία στην Ημεδαπή, στον οποίο είναι ανεξάρτητη και η ζήτηση της Αλλοδαπής για εγχώρια προϊόντα.
Ωστόσο η παρούσα κρίση κατέδειξε ότι το δημόσιο δεν αποτελεί στεγανό και ότι η οικονομική κρίση δεν εξαιρεί το κράτος, αλλά είναι επίσης και κρίση των οικονομικών του ιδίου του κράτους και συνεπώς και της ικανότητας του να λαβαίνει μέτρα για το ξεπέρασμα της.
Αν όμως η δυνατότητα του κράτους να λαβαίνει μέτρα κατά της κρίσης είναι αμφίβολη, τότε γεννώνται τα εξής ερωτήματα:
Γιατί οι κυβερνήσεις όχι μόνον θεωρούν τη δυνατότητα αυτή δεδομένη, αλλά επίσης προπαγανδίζουν σχεδόν κάθε μέτρο οικονομικής πολιτικής που παίρνουν ως μέτρο για το ξεπέρασμα της κρίσης;
Δεδομένης της αμφίβολης δυνατότητας τους να λάβουν μέτρα για το ξεπέρασμα της κρίσης σε τι αποσκοπούν στην πραγματικότητα τα μέτρα, τα οποία οι κυβερνήσεις εκδίδουν ως μέτρα που αποσκοπούν στο ξεπέρασμα της κρίσης;
Και, τέλος, τι λένε στην πραγματικότητα οι κυβερνήσεις, όταν ομιλούν για το ξεπέρασμα της κρίσης;
Για να δούμε τι σημαίνουν τα περί ξεπεράσματος της κρίσης, θα εμμείνουμε λίγο στο ερώτημα: σε τι συνίσταται η κρίση;
Όπως ήδη αναφέραμε, συνίσταται κυρίως σε δύο πράγματα: στην ανεργία και στην υποαπασχόληση του ήδη επενδεδυμένου κεφαλαίου.
Τι σημαίνει η ανεργία για τους μισθωτούς εργαζόμενους είναι γνωστό: Ανέχεια και συχνά εξαθλίωση για όσους έχασαν ήδη την εργασία τους, και χαμηλούς μισθούς, εντατικοποίηση της εργασίας, αυξημένη εργασιακή πειθαρχία, περιορισμούς των συνδικαλιστικών και διεκδικητικών δραστηριοτήτων τους και φόβο μπρος στην πιθανή απώλεια της εργασίας για όσους εργάζονται ακόμη.

Τι σημαίνει όμως η υποαπασχόληση του κεφαλαίου για τους καπιταλιστές;

Έστω ότι ένας καπιταλιστής έχει 10 μηχανές αξίας 500 εκατομμυρίων δραχμών, με τις οποίες μπορεί να παράγει σε μια ορισμένη περίοδο, π.χ. σ' ένα χρόνο, 1000 μονάδες ενός προϊόντος κόστους 50 εκατομμυρίων και αξίας 100 εκατομμυρίων. Αν η ζήτηση για το προϊόν του είναι ίση με 1000 μονάδες ανά περίοδο, τότε θα παράγει και θα πουλήσει 1000 μονάδες ανά περίοδο, δηλ. τόσες όσες μπορεί το πολύ να παράγει με τις δεδομένες μηχανές. Στην περίπτωση αυτή ο βαθμός απασχόλησης του κεφαλαίου του είναι ίσος με 100%, το κέρδος του ίσο με 50 εκατομμύρια και το ποσοστό κέρδους του ίσο με 10%. Αν όμως η ζήτηση για το προϊόν του και συνεπώς και η παραγωγή του μειωθεί στις 800 μονάδες ανά περίοδο, τότε ο βαθμός απασχόλησης του κεφαλαίου του μειώνεται σε 80%. Έστω ότι στην περίπτωση αυτή μειώνεται τόσο το κόστος του όσο και τα έσοδα του από τις πωλήσεις κατά το ίδιο ποσοστό, κατά το οποίο μειώθηκε η ζήτηση και η παραγωγή. Τότε το κέρδος του μειώνεται σε 40 εκατομμύρια και το ποσοστό κέρδους του σε 8%. Μειούμενος βαθμός απασχόλησης του κεφαλαίου σημαίνει λοιπόν μειούμενο ποσοστό κέρδους.
Σε ορισμένες άλλες όχι λιγότερο ενδιαφέρουσες όψεις της κρίσης θα αναφερθούμε στη συνέχεια. Προς στιγμή ας παραμείνουμε στις δύο που μόλις αναφέραμε. Τι μπορεί λοιπόν να κάνει το κράτος για το ξεπέρασμα της ανεργίας και της υποαπασχόλησης του κεφαλαίου;
Πριν όμως απαντήσουμε αυτό το ερώτημα, επιθυμούμε να υπενθυμίσουμε το εξής: τουλάχιστον από το 1936 που δημοσιεύθηκε η «Γενική θεωρία» του Keynes είναι γνωστό ότι είναι δυνατόν να συνυπάρχουν ισορροπία στην αγορά αγαθών και συνεπώς πλήρης απασχόληση του κεφαλαίου και ανισορροπία στην αγορά εργασίας, δηλ. υποαπασχόληση του εργατικού δυναμικού (ανεργία). Κατά κανόνα μάλιστα, η ισορροπία στην αγορά αγαθών και η πλήρης απασχόληση του κεφαλαίου δεν συμπίπτει με ισορροπία στην αγορά εργασίας, δηλ. με πλήρη απασχόληση του εργατικού δυναμικού. Διότι δεν υπάρχει απολύτως κανένας λόγος, ένεκα του οποίου η πλήρης απασχόληση του κεφαλαίου θα συνεπαγόταν αναγκαστικά και πλήρη απασχόληση του εργατικού δυναμικού.
Τα παραπάνω σημαίνουν όχι μόνον ότι η κρίση είναι άλλο πράγμα για τους μισθωτούς εργαζόμενους κι άλλο πράγμα για τους καπιταλιστές, αλλά επίσης ότι και το ξεπέρασμα της είναι άλλο για τους μισθωτούς εργαζόμενους κι άλλο για τους καπιταλιστές. Συνεπώς δεν υπάρχει η κρίση ευγένει, αλλά η κρίση για τους καπιταλιστές, δηλ. η υποαπασχόληση του κεφαλαίου και οι συνέπειες της (μείωση του ποσοστού κέρδους και ίσως και των κερδών), αφενός και η κρίση για τους μισθωτούς εργαζόμενους, δηλ. η ανεργία, οι χαμηλοί μισθοί κτλ., αφετέρου.
Οι κυβερνήσεις ομιλούν συνήθως για την κρίση ευγένει ενώ συγχρόνως λαμβάνουν μέτρα μόνον για την αύξηση του βαθμού απασχόλησης του κεφαλαίου και για την απάλυνση των επιπτώσεων του χαμηλού βαθμού απασχόλησης του κεφαλαίου στο ποσοστό κέρδους και στα κέρδη. Τα μέτρα αυτά (μείωση των δημοσίων και ιδιαίτερα των κοινωνικών δημοσίων δαπανών, πολιτική μείωσης των μισθών κτλ.,) οξύνουν την κρίση και τις συνέπειες της για τους μισθωτούς εργαζόμενους.
Ενώ η ανεργία, όσο δεν έχει ως συνέπεια κοινωνικές αναταραχές, αφήνει τουλάχιστον αδιάφορους τους καπιταλιστές και ως ένα ορισμένο βαθμό αδιάφορες και τις κυβερνήσεις, για το ξεπέρασμα του χαμηλού βαθμού απασχόλησης του κεφαλαίου και των συνεπειών του για τους καπιταλιστές οι κυβερνήσεις και οι καπιταλιστές ζητούν τη σύμπραξη και συμπαράταξη των μισθωτών εργαζομένων, επιχειρηματολογώντας ότι η κρίση είναι μία και είναι για όλους η ίδια και γι' αυτό πρέπει όλοι να βοηθήσουν να ξεπεραστεί: οι μισθωτοί εργαζόμενοι με το να εργαστούν εντατικότερα και να αρκεστούν σε λιγότερα, το κράτος επιδοτώντας την παραγωγή, πριμοδοτώντας τις επενδύσεις και μειώνοντας τη φορολογία επί των κερδών, και οι καπιταλιστές μειώνοντας τους μισθούς, αυξάνοντας τα κέρδη και αναμένοντας την κατάλληλη στιγμή για επενδύσεις.
Τα μέτρα που προτείνουν οι καπιταλιστές και οι κυβερνήσεις για το ξεπέρασμα της κρίσης, δηλ. χαμηλοί μισθοί, επιδοτήσεις και πριμοδοτήσεις της παραγωγής και των επενδύσεων, φορολογικές ελαφρύνσεις για τα κέρδη και περικοπές ιδιαιτέρως των κοινωνικών δαπανών του δημοσίου, αυξάνουν μεν με απόλυτη βεβαιότητα τα κέρδη ή ακόμη και το ποσοστό κέρδους, δεν συνεισφέρουν όμως ούτε μέσω μιας αύξησης του βαθμού απασχόλησης του κεφαλαίου ούτε μέσω μιας αύξησης των επενδύσεων στη μείωση της ανεργίας. Διότι ούτε το βαθμό απασχόλησης του κεφαλαίου ούτε τις επενδύσεις αυξάνουν. Κι αυτό διότι η υποαπασχόληση του κεφαλαίου σημαίνει ότι η ζήτηση είναι, σε σχέση με τις δυνατότητες παραγωγής του δεδομένου κεφαλαίου, χαμηλή. Όσο λοιπόν η ζήτηση παραμένει χαμηλή, οι καπιταλιστές δεν θα αυξήσουν τις επενδύσεις τους. Τα παραπάνω μέτρα δεν αυξάνουν ούτε το βαθμό απασχόλησης του κεφαλαίου ούτε τις επενδύσεις ούτε την απασχόληση του εργατικού δυναμικού, αλλά μόνον τα κέρδη.
Λέγεται όμως, ότι τα αυξημένα κέρδη σημαίνουν αύξηση των επενδύσεων κι επομένως αύξηση της απασχόλησης του εργατικού δυναμικού. Αυτό δεν ευσταθεί. Διότι οι καπιταλιστές επενδύουν, μόνον όταν η αναμενόμενη μελλοντική ζήτηση και τα αναμενόμενα μελλοντικά κέρδη είναι υψηλά, όχι όταν τα κέρδη ενός ή περισσοτέρων ετών είναι υψηλά σαν συνέπεια όχι μιας αυξημένης ζήτησης αλλά κρατικών επιδοτήσεων, φορολογικών ελαφρύνσεων και χαμηλών μισθών.
Αλλά ας δεχθούμε προς στιγμήν, ότι τα μέτρα αυτά οδηγούν σε αύξηση των επενδύσεω.
Ως γνωστόν υπάρχουν δύο ειδών επενδύσεις: οι επενδύσεις επέκτασης του δυναμικού παραγωγής και οι επενδύσεις ορθολογικής αναδιάρθρωσης ή και συρρίκνωσης αυτού του δυναμικού. Οι πρώτες αυξάνουν, οι δεύτερες είτε αφήνουν αμετάβλητη είτε συνήθως μειώνουν την απασχόληση του εργατικού δυναμικού. Σε καιρούς κρίσης λοιπόν, λόγω της χαμηλής ζήτησης, οι καπιταλιστές δεν θα προβούν βέβαια σε επενδύσεις επέκτασης, αλλά προφανώς σε επενδύσεις ορθολογιστικής αναδιάρθρωσης και συρρίκνωσης του δυναμικού παραγωγής. Έτσι λοιπόν οι επενδύσεις θα έχουν ως συνέπεια μια αύξηση μάλλον, παρά μια μείωση της ανεργίας.
Αναφερθήκαμε στα παραπάνω και σ' ορισμένες άλλες όψεις της οικονομικής κρίσης πέραν αυτών της υποαπασχόλησης του εργατικού δυναμικού και του κεφαλαίου. Πρόκειται για εκείνες τις όψεις της κρίσης, τις οποίες επικαλούνται οι κυβερνήσεις για να θεμελιώσουν την αναγκαιότητα της πολιτικής λιτότητας που επιδεινώνει την ανεργία, δηλ. για το έλλειμμα του λογαριασμού εσόδων - εξόδων του δημοσίου και των δημοσίων οργανισμών (Κοινωνικών Ασφαλίσεων κτλ.), το έλλειμμα του ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών και τον πληθωρισμό. Όπως η ανεργία συνιστά την κρίση για τους μισθωτούς εργαζόμενους και η υποαπασχόληση του κεφαλαίου την κρίση για τους καπιταλιστές, έτσι και το έλλειμμα του λογαριασμού εσόδων - εξόδων του δημοσίου και των δημοσίων οργανισμών και το έλλειμμα του ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών κυρίως συνιστούν την κρίση για το κράτος καθεαυτό. Τουλάχιστον το πρώτο από τα δύο αυτά ελλείμματα είναι συνέπεια της υποαπασχόλησης του εργατικού δυναμικού και του κεφαλαίου. Διότι η άμεση συνέπεια της υποαπασχόλησης του εργατικού δυναμικού και του κεφαλαίου, η στασιμότητα του εθνικού προϊόντος, συνεπάγεται από μέρους της μείωση των πόρων του δημοσίου (φόρων, εισφορών για κοινωνική ασφάλιση κτλ.) και συγχρόνως αύξηση ορισμένων υποχρεώσεων (πληρωμές σε ανέργους κτλ.).
Έτσι λοιπόν η κρίση δεν αφορά μόνον την οικονομία καθεαυτή, αλλά θίγει και τα οικονομικά του κράτους. Η κεϋνσιανική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η οικονομική κρίση θίγει την οικονομία όχι όμως και το κράτος και την ικανότητα του να παρεμβαίνει και να λαμβάνει μέτρα υπέρβασης της κρίσης, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Η ίδια η πραγματικότητα είναι η εξής: Ενώ υπάρχει ανεργία και υποαπασχόληση του κεφαλαίου, το κράτος δεν είναι σε θέση να πάρει μέτρα για το ξεπέρασμα τους, αλλά είναι αναγκασμένο ν' ασχοληθεί με τα προβλήματα που δημιουργεί σ' αυτό το ίδιο η κρίση. Και τα μέτρα που είναι αναγκασμένο να λάβει για να λύσει αυτά τα τελευταία προβλήματα αυξάνουν αντί να μειώνουν την ανεργία και την υποαπασχόληση του κεφαλαίου. Συνιστούν δηλ. μια λίγο ή πολύ προκυκλική οικονομική πολιτική που εντείνει την κρίση, θα άξιζε τον κόπο να εξέταζε κανείς τα οικονομικά μέτρα που ελήφθησαν τον περασμένο Οκτώβριο απ' αυτήν τη σκοπιά4. Διότι πρόκειται για μέτρα οικονομικής πολιτικής που παρουσιάζουν όλα τα χαρακτηριστικά που προαναφέραμε.
Παρ' όλα αυτά οι κυβερνήσεις παρουσιάζουν τα μέτρα που λαμβάνουν για να ελαφρύνουν τις επιπτώσεις της κρίσης στο ίδιο το κράτος και στους καπιταλιστές ως μέτρα κατά της οικονομικής κρίσης ευγένει. Αυτό έκανε και η ελληνική κυβέρνηση με τα μέτρα που πήρε τον περασμένο Οκτώβριο.
Οι αντιλήψεις, ότι το κράτος είναι σε θέση να επηρεάζει την οικονομική συγκυρία προς μια ορισμένη κατεύθυνση για το συμφέρον της κοινωνίας στο σύνολο της, καλλιεργήθηκαν σε μια περίοδο ανοδικής εξέλιξης της οικονομίας, στη μεταπολεμική περίοδο. Οι αντιλήψεις αυτές είναι ευνοϊκές για τις κυβερνήσεις, διότι τους επιτρέπουν να ασκούν μια ταξική οικονομική πολιτική εκδίδοντας την συγχρόνως ως οικονομική πολιτική κατά της κρίσης ευγένει και συνεπώς ως οικονομική πολιτική για το συμφέρον της κοινωνίας ενγένει. Ήσαν ευνοϊκές για τις κυβερνήσεις τότε που τα πράγματα πήγαιναν καλά, αλλά ακόμη και τώρα που δεν πηγαίνουν και τόσο καλά.
Ωστόσο σήμερα που τα μέτρα της οικονομικής πολιτικής δεν επιτυγχάνουν (όπως φαινόταν παλιότερα ότι επιτύγχαναν) τους σκοπούς, για τους οποίους λέγεται ότι λαμβάνονται, δημιουργούνται ορισμένα προβλήματα για τις κυβερνήσεις. Αν συνεχίσουν να καλλιεργούν τις αντιλήψεις περί χειρισιμότητας των προβλημάτων της οικονομικής συγκυρίας και κρίσης, τότε βρίσκονται στη δυσάρεστη θέση να πρέπει να εξηγήσουν σ' αυτούς που συμμερίζονται αυτές τις αντιλήψεις, γιατί αυτά τα οικονομικά μέτρα δεν ευδοκιμούν. Αν όμως πάψουν πλέον να τις καλλιεργούν, τότε θα γίνει πιθανότατα εμφανέστερο ότι τα μέτρα εξυπηρετούν άλλους ή και άλλους σκοπούς πέραν του δεδηλωμένου σκοπού της υπέρβασης της κρίσης εν γένει, τους οποίους και επιτυγχάνουν τουλάχιστον σε μεγαλύτερο βαθμό απ' ό,τι το δεδηλωμένο σκοπό τους. Για ν' αποτρέψουν μια τέτοια αντίληψη, θα πρέπει λοιπόν να νομιμοποιήσουν τα μέτρα αυτά με διαφορετικό τρόπο, θα είχαν λοιπόν να αντιμετωπίσουν ένα πρόβλημα, αν όχι μια κρίση, νομιμοποίησης.
Ήδη σήμερα μπορεί να παρατηρήσει κανείς προληπτικές αντιδράσεις σ' αυτήν τη λανθάνουσα κρίση νομιμοποίησης της οικονομικής πολιτικής. Έτσι π.χ. η ελληνική κυβέρνηση κατά τη συζήτηση των οικονομικών μέτρων του περασμένου Οκτωβρίου επέλεξε την τακτική της φυγής προς τα μπρος και την ειλικρίνεια, ομολογώντας ότι τα μέτρα που πήρε θα μειώσουν πιθανόν το 1986 το εθνικό προϊόν και την απασχόληση του εργατικού δυναμικού, αφήνοντας να εννοηθεί ότι αυτό είναι μια απευκταία μεν, αλλά αναπόφευκτη, παροδική και πριν απ' όλα συνυπολογισμένη συνέπεια των μέτρων. Κατ' αυτόν τον τρόπο περιορίζει μεν τις προσδοκίες του κοινού που απορρέουν από τις αντιλήψεις του για τη δεδομένη χειρισιμότητα της οικονομικής κρίσης από το κράτος, χωρίς ωστόσο να θέτει υπό αμφισβήτηση αυτές τις ίδιες τις αντιλήψεις.
Οι εκπρόσωποι του νεοφιλελευθερισμού αντιμετωπίζουν το πρόβλημα με διαφορετικό τρόπο: μειώνουν την πίεση των παραπάνω προσδοκιών του κοινού αμφισβητώντας τις αντιλήψεις, από τις οποίες προκύπτουν αυτές οι προσδοκίες, δηλ. τις αντιλήψεις, ότι το κράτος είναι ικανό να επηρεάζει αποτελεσματικά την οικονομική συγκυρία:
«Οι φιλελεύθερες θέσεις θέτουν σε αμφισβήτηση μια ολόκληρη, κυρίαρχη μέχρι τώρα, πολιτική λογική. Την αντίληψη δηλ., πως το δημόσιο έχει τα μέσα και τις δυνατότητες να λύνει, παρεμβαίνοντας, όλα σχεδόν τα προβλήματα»5.

Εδώ το βάρος της επίλυσης των προβλημάτων μετατίθεται από το κράτος στις λειτουργίες της ελεύθερης από θεσμικούς περιορισμούς και ρυθμίσεις αγοράς και στη δράση των εν τη ελευθερία της αγοράς δρώντων και συνεπώς «ελευθέρων» ατόμων6.

Από τις μέχρι τώρα αναπτύξεις μας προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:



1ον: Η κρίση είναι και κρίση των οικονομικών του κράτους. Και μόνο του αυτό το γεγονός σημαίνει ότι

2ον: η δυνατότητα μιας κρατικής πολιτικής υπέρβασης της κρίσης είναι σχεδόν ανύπαρκτη.

3ον: Ήδη το ερώτημα για την ύπαρξη της δυνατότητας μιας κρατικής πολιτικής υπέρβασης της κρίσης υποβάλλει την αντίληψη ότι η κρίση είναι κατ' αρχήν δυνατόν να ξεπεραστεί. Ωστόσο η αντίληψη αυτή δεν έχει κανένα έρεισμα. Φαίνεται ορθή μόνον επειδή φαίνεται αυτονόητη. Και είναι αυτονόητη μόνον επειδή ανταποκρίνεται στην αντίληψη της αστικής κοινωνίας ως «ορθολογιστικής κοινωνίας», για τον κόσμο ως συνοχή μέσων και σκοπών. Ωστόσο ορθότερο είναι μάλλον, ότι η κρίση είναι, όσο αφορά τις δυνατότητες ξεπεράσματος της, κάτι σαν φυσικό φαινόμενο, π.χ. σαν τη βροχή πράγμα που δεν θα πρέπει να είναι τελείως άγνωστο στους φορείς της οικονομικής πολιτικής.

4ον: Αν έτσι έχει το πράγμα, τότε τα κρατικά μέτρα σταθεροποίσης της οικονομίας είναι, ανεξάρτητα από τους ρητούς στόχους τους, μέτρα που δεν αποσκοπούν στο ξεπέρασμα της κρίσης, αλλά στην απάλυνση των επιπτώσεων της στο ίδιο το κράτος και σ' ορισμένες κοινωνικές τάξεις. Ακριβώς όπως το άνοιγμα μιας ομπρέλας δεν αποσκοπεί στο σταμάτημα της βροχής, αλλά στην προφύλαξη αυτού, πάνω από το κεφάλι του οποίου ανοίχθηκε, από την βροχή. Και φυσικά όχι μόνον δεν αποσκοπεί στο σταμάτημα της βροχής, αλλά και το τελευταίο, όταν επέλθει, δεν είναι ποτέ συνέπεια του. Συνέπειά του είναι όμως συχνά ότι κάποιος δεν βράχηκε τόσο πολύ από την βροχή.

5ον: θα 'πρεπε λοιπόν να διερευνηθεί ακριβέστερα το κατά πόσον έχουν τα κρατικά μέτρα τη δυνατότητα, παρότι δεν είναι ούτε υποκειμενικά μέτρα κατά της κρίσης ευγένει, να είναι μέτρα κατά των επιπτώσεων της κρίσης στους καπιταλιστές και στο ίδιο το κράτος.

6ον: Επίσης θα πρέπει να διερευνηθεί, μήπως η καλλιέργεια και προαγωγή των αντιλήψεων, ότι τα οικονομικά μέτρα του κράτους είναι μέτρα κατά της κρίσης ευγένει, δεν είναι παρά ιδεολογική συγκάλυψη του γεγονότος ότι τα μέτρα αυτά έχουν άλλους σκοπούς και συγκεκριμένα αυτούς που προαναφέραμε

7ον: Τέλος θα πρέπει ακόμη να εξετασθεί η πιθανότητα, οι προτάσεις κεϋνεσιανικής οικονομικής πολιτικής αριστερών οικονομολόγων είτε να μην αποσκοπούν στην πραγματικότητα στο ξεπέρασμα της κρίσης ευγένει, αλλά στην απάλυνση των επιπτώσεων της κρίσης στους μισθωτούς εργαζόμενους, είτε ν' αποσκοπούν πράγματι στο ξεπέρασμα της κρίσης ευγένει, οπότε όμως βασίζονται σε αυταπάτες όσο αφορά τόσο το χαρακτήρα και τις προθέσεις όσο και τις αντικειμενικές δυνατότητες του κράτους, όπως καθορίζονται από τους όρους της καπιταλιστικής αναπαραγωγής.
«Σε τελευταία ανάλυση, η ελληνική ιστορική εμπειρία είναι γεμάτη από σελίδες δόξας όταν η ατομικότητα κυριαρχούσε στις αντιλήψεις των προγόνων μας και οι πολίτες ελεύθερα αποφάσιζαν για τις υποθέσεις τους χωρίς την παρέμβαση κάποιας απρόσωπης κεντρικής εξουσίας (...) Για μας η ελευθερία, αξία πανανθρώπινη και με καταβολές γνήσια ελληνικές, αποτελεί τον μοχλό για την επίτευξη της πολυπόθητης ισότητας».
Αξιοπρόσεκτο στην ελληνική αυτή έκδοση του φιλελευθερισμού είναι ο πολιτικός της ρομαντισμός, ο οποίος συνίσταται στο ότι στις ρυθμίσεις και τους θεσμούς ως αρχή οργάνωσης της κοινωνικής ζωής αντιπαραθέτει την ατομικότητα και την ελευθερία του ατόμου. Διότι στην ελληνοπρέπειά του συναντάται με τον ιθαγενή θρησκευτικό ρομαντισμό, ο οποίος στις ρυθμίσεις και τους θεσμούς αντιπροτείνει την ελληνορθόδοξη αγάπη.









1.. Μόνο στους αριστερούς οικονομολόγους μπορεί να βρει κανείς ακόμη υποστηρικτές της κεϋνεσιανικής πολιτικής καταπολέμησης της κρίσης.

2.. Δες Γιώργος Σταμάτης, «Μη αναπαραγωγικές δαπάνες, κρατικές δαπάνες, κοινωνική αναπαραγωγή και κερδοφορία του κεφαλαίου», θέσεις, No 6, Γενάρης - Μάρτης 1984, σελ. 47 κ.ε.

3. Τελικά πρέπει να είναι άγνωστο, αν ασκήθηκε ποτέ πράγματι κεϋνεσιανική οικονομική πολιτική. Διότι τι άλλο μπορεί να σημαίνει η προσπάθεια που έγινε την περασμένη δεκαετία να αναπτυχθούν κριτήρια για το χαρακτηρισμό ενός δεδομένου κρατικού προϋπολογισμού ως «ουδέτερου» αναφορικά με τις επιδράσεις του στην οικονομική συγκυρία, παρά μόνον ότι μέχρι τότε τουλάχιστον δεν υπήρχαν τέτοια κριτήρια και συνεπώς ήταν αδύνατο να λεχθεί πότε το κράτος άσκησε με τον προϋπολογισμό του αντικυκλική ή προκυκλική πολιτική;

4. Για τα οικονομικά μέτρα του περασμένου Οκτωβρίου δες Τ. Γαλανού, «Εισαγόμενος πληθωρισμός», ΑΤΑ και λιτότητα, Μαρξιστική Συσπείρωση, Τεύχος 8, Γεν. Φλεβ. 1986, σελ. 12κε καθώς και Γ. Σταμάτης, Ήσαν αναγκαία τα μέτρα και γιατί; εφημ. Ελευθεροτυπία της 31/ 10/85 και Η. Ιωακείμογλου - Γ. Μηλιός, Κρίση και λιτότητα, Θέσεις τ. 14.

5. Α. Ανδριανόπουλου, «Είμαστε θατσερικοί», εφημ. Το Βήμα της 18ης 2ου 1986, σελ. 35.

6. Δες όπου παραπάνω.

ΑΥΓΗ, 29/05/2010, "Haircut" του ελληνικού χρέους το 2012 φοβούνται οι αγορές

Σάββατο, 29 Μαΐου 2010


"Haircut" του ελληνικού χρέους το 2012 φοβούνται οι αγορές

Πηγή: ΑΥΓΗ

Ημερομηνία δημοσίευσης: 29/05/2010

Μπαράζ δημοσιευμάτων για αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέος κάνουν σταθερά τον γύρο του κόσμου, συντηρώντας το κλίμα νευρικότητας στις διεθνείς χρηματαγορές.
Μοναδική λύση η αναδιάρθρωση, ισχυρίζονται οικονομικοί αναλυτέςΣε δημοσίευμα στην ηλεκτρονική σελίδα των "Financial Times" διατυπώνονται σοβαρές επιφυλάξεις για το κατά πόσο η Ελλάδα μπορεί να λύσει τα δημοσιονομικά της προβλήματα πριν λήξει η βοήθεια από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και ενώ το δημόσιο χρέος προβλέπεται να εκτιναχθεί στο 150% του ΑΕΠ. Έτσι, όπως σημειώνει η Αγγλίδα δημοσιογράφος, ειδική σε θέματα αγορών Gillian Tett, στο άρθρο της στους "Financial Times", επικρατεί διεθνώς ο φόβος ότι θα επέλθει αναδιοργάνωση του χρέους, με περικοπή του ακόμη και κατά 50%, την ώρα που τα στοιχεία της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών BIS δείχνουν ότι το άνοιγμα για τις γερμανικές τράπεζες είναι περίπου 50 δισ. δολ., ενώ για τις γαλλικές 75 δισ. δολ. και ότι και οι δύο αυτές χώρες έχουν άνοιγμα πάνω από 250 δισ. δολ. στην Ισπανία και την Πορτογαλία, κεφάλαια επισφαλή, αν προκληθεί ντόμινο περικοπής χρέους («haircut»).
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και δύο ακόμη δημοσιεύματά της "Wall Street Journal", η οποία υποστηρίζει ότι η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους δεν θα συμβεί μεν έμμεσα, θα είναι αναπόφευκτη ώς το 2012.
Αναλυτικότερα, η Lena Komileva της εταιρείας χρηματοοικονομικών συμβούλων Tullet Prebon και η αμερικανική εφημερίδα χαρακτηρίζουν «φανερό πως η αναδιάρθρωση είναι η μοναδική λύση". Και στο συγκεκριμένο άρθρο τονίζεται ότι η αναδιάρθρωση δεν θα έλθει άμεσα επειδή το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους εκφράζεται μέσω αξιογράφων που κατέχουν ευρωπαϊκές τράπεζες, οι οποίες θα βρίσκονταν στην περίπτωση αυτή αντιμέτωπες με ζημίες. Μάλιστα, κατά την "WSJ", η Ελλάδα δεν προχωρά σε αναδιάρθρωση αυτήν τη στιγμή γιατί έχει ανάγκη δανεισμού ακόμη και για τις καθημερινές λειτουργίες του κράτους, όπως η καταβολή μισθών και συντάξεων. Όμως, συμπληρώνεται στο δημοσίευμα, ώς το 2012 θα έχει πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 2,4 δισ. ευρώ (βάσει της εκτίμησης του ΔΝΤ) και έτσι θα έχει τη δυνατότητα να χρηματοδοτεί τις καθημερινές της ανάγκες, οπότε δεν θα είναι "υποχρεωμένη να κρατά ευχαριστημένους τους πιστωτές της".
Η εφημερίδα αναφέρει ακόμη πως την περασμένη εβδομάδα ορισμένοι από τους ισχυρότερους αξιωματούχους του εθνικού επενδυτικού ταμείου της Κίνας διεξήγαγαν μυστικές συνομιλίες με επενδυτικές τράπεζες για τις προοπτικές της Ευρωζώνης. Κι ένα από τα πιο καυτά ζητήματα που συζητήθηκαν ήταν το ακανθώδες θέμα των "haircuts", προσπαθώντας να διαπιστώσουν το μέγεθος των ζημιών στα κρατικά ομόλογα αν, λέμε τώρα, η Ελλάδα αναδιοργανώσει το χρέος της.

Θ. ΠΑΝ.



Επίσης στο ίδιο φύλλο



Ανοίγει θέμα αναδιάρθρωσης του χρέους

Οι Financial Times και η Wall Street Journal με ταυτόχρονα δημοσιεύματά τους υποστηρίζουν ότι η μοναδική λύση είναι η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, καθώς είναι πιθανό να συμβεί περικοπή της αξίας των ελληνικών ομολόγων το 2012 που θα προκαλέσει ντόμινο στην Ισπανία και την Πορτογαλία.Ο προβληματισμός για τα ελληνικά ομόλογα έχει φτάσει μέχρι την Κίνα. Στην Αθήνα ο Θ. Πάγκαλος και η Λ. Κατσέλη απέρριψαν πρόταση για συνολική επαναδιαπραγμάτευση του δημόσιου χρέους. Απαντώντας σε ερώτηση του Γ. Καρατζαφέρη ο κ. Πάγκαλος άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο για επαναδιαπραγμάτευση παρελθουσών συμβάσεων για τους εξοπλισμούς

Δημήτρης Παπαχαραλάμπους , Ενάντια στην τρομοκρατία των αγορών: Γράμμα από την Ελλάδα

Σάββατο, 29 Μαΐου 2010
Ενάντια στην τρομοκρατία των αγορών: Γράμμα από την Ελλάδα


Το παρακάτω κείμενο - επιστολή που φιλοξενείται στην παρακάτω διεύθυνση έχει αναρτηθεί στο ελληνικό ιστολόγιο Letter From Greece σε τέσσερις γλώσσες: ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, με στόχο να υπογραφεί από όσο το δυνατόν περισσότερους Έλληνες και Ευρωπαίους. Φιλοδοξεί να αποτελέσει την αρχή ενός διαλόγου και μιας κινητοποίησης όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για την Ευρώπη και την κρίση που τις στραγγαλίζει.

http://letterfromgreece.blogspot.com/

Μας το απέστειλε ο κ. Δημήτρης Παπαχαραλάμπους.

Ενάντια στην τρομοκρατία των αγορών: Γράμμα από την Ελλάδα

Τους τελευταίους μήνες παρακολουθούμε μια αγοραία επίθεση που έχει για πρώτο στόχο την ελληνική οικονομία. Η επίθεση αυτή των αγορών, ενός φαντάσματος που πλανιέται απειλητικό και ανώνυμο πάνω από την Ευρώπη, εντείνεται μέρα με τη μέρα ξεπερνώντας κάθε όριο και κάθε σύνορο. Βομβαρδισμένοι από πληροφορίες, που περισσότερο τρομοκρατούν παρά διαφωτίζουν, αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό που μας λείπει δεν είναι τόσο η πληροφόρηση, όσο η σκέψη που θα συλλάβει την συνολική εικόνα μιας κατάστασης που επιδεινώνεται συνεχώς και η πράξη που θα προτείνει άλλα μοντέλα ζωής και ανάπτυξης.
Προωθώντας τα σχέδια των αγορών η επίμονη καμπάνια αρκετών Μέσων τροφοδότησε την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη με μολυσμένη επικοινωνιακή τροφή επιχειρώντας να την χειραγωγήσει. Η ελληνική περίπτωση εμφανίστηκε σαν μια μόνιμη και απομονωμένη ανωμαλία, οφειλόμενη όχι απλώς σε οικονομικούς αλλά και σε φυλετικούς παράγοντες και η Ελλάδα στοχοποιήθηκε σαν ένα έθνος ανάξιο να ανήκει στην Ευρώπη. Οι πολιτικές αυτές του αποδιοπομπαίου τράγου έχουν στο παρελθόν οδηγήσει στην φρίκη των πολέμων, των εθνοκαθάρσεων και των στρατοπέδων του θανάτου, ενώ σήμερα τέτοιες λογικές αποδεικνύονται εκτός από άδικες, παραπλανητικές και καταστροφικές. Η νεορατσιστική αυτή προπαγάνδα δημιούργησε το κατάλληλο κλίμα ώστε να αποτρέψει μια άμεση και αποτελεσματική ευρωπαϊκή παρέμβαση στην κρίση και τελικά παγίδεψε τις ίδιες τις κυβερνήσεις που το είχαν υποθάλψει είτε ανεχθεί, αγνοώντας ότι , στόχος της επίθεσης δεν είναι μόνον η Ελλάδα και η οικονομία της, αλλά η υπόσταση, η συνοχή, και η οικονομία ολόκληρου του ευρωπαϊκού Νότου και τελικά ολόκληρης της Ευρώπης.
Υπό την απειλή των δεικτών αξιολόγησης οι ευρωπαίοι πολίτες καλούνται να υποταχτούν σε όλο και πιο επώδυνα μέτρα χωρίς να ξέρουν πού αυτά σταματούν και κατά πόσο θα μπορέσουν να οδηγήσουν σε ένα καλύτερο αύριο. Ωστόσο στην Ελλάδα, στην Πορτογαλία, στην Ισπανία, στην Γαλλία, στην Ιταλία και αλλού όλο και πιο πολλοί άνθρωποι αρνούνται να υποταχτούν σε μονοδιάστατες συνταγές εξυγίανσης ενός άρρωστου συστήματος που σαν τον Κρόνο θέλει και πάλι να φάει τα παιδιά του.
Στην βουλιμική αυτή καπιταλιστική πραγματικότητα οφείλεται μέγα μέρος της παγκόσμιας οικονομικής και πολιτικής κρίσης, αλλά και των προβλημάτων της Ελλάδας που βαρύνουν πολλούς από εκείνους που άσκησαν και ασκούν την εξουσία. Οι άνθρωποι αυτοί διαπαιδαγώγησαν τμήματα της ελληνικής κοινωνίας έτσι ώστε να αποφεύγουν την ευθύνη τους, να αγνοούν τόσο τις υποχρεώσεις όσο και τα δικαιώματά τους και να διατηρούν απέναντι στο κράτος μια διπλά ανώριμη στάση εχθρότητας και εξάρτησης, υποσκάπτοντας τις έννοιες της συλλογικότητας και του πολίτη.
Οι διαπιστώσεις ωστόσο αυτές δεν σημαίνουν ότι όσες Ελληνίδες και Έλληνες κατεβαίνουν σήμερα στον δρόμο για να διαμαρτυρηθούν το κάνουν για να διατηρήσουν αδικαιολόγητα προνόμια, καθώς οι μισθοί στην Ελλάδα είναι από τους πιο χαμηλούς στην Ευρωζώνη ενώ προνομιούχοι δεν είναι συνήθως οι διαδηλωτές. Πέρα από το επίσημο 15% των ανέργων υπάρχουν όχι μόνο οι αδήλωτοι άνεργοι αλλά και οι νέοι, οι συνταξιούχοι, όλοι οι άνθρωποι που δουλεύουν με άγριες συνθήκες και εξοντωτικά ωράρια για αμοιβές 400 ή 300 ευρώ, που τις βλέπουν σήμερα να απειλούνται και αυτές. Η διόγκωση των χρεών οφείλεται σε μία πελατειακή πολιτική των κυβερνήσεων αλλά και στην κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα. Οι Έλληνες, αλλά ήδη και άλλοι Ευρωπαίοι, αδυνατούν να γνωρίζουν τι νέα μέτρα απειλούν να τους επιβληθούν αύριο, ενώ καταλαβαίνουν ότι τα χρήματα που θα εξοικονομηθούν από τα νέα δάνεια, τις περικοπές και την άγρια φορολογία θα χρησιμοποιηθούν για την αποπληρωμή των υπέρογκων τόκων και όχι για την ανάπτυξη Το κοινοβούλιο απαξιώνεται, καθώς καλείται όχι να συζητά, αλλά να επικυρώνει οικονομικές αποφάσεις που θα λαμβάνουν οι ξένοι επιτηρητές. Και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, που εξελέγη δημοκρατικά πριν λίγους μήνες, διαβεβαιώνει επανειλημμένα ότι η εθνική κυριαρχία της χώρας έχει μειωθεί. Το φάντασμα των αγορών απειλεί πια καθαρά όλη την Ευρώπη με την υποταγή της πολιτικής στις εντολές της υψηλής παρα-οικονομίας.
Όλα αυτά υποχρεώνουν σε εγρήγορση τους εργαζόμενους και τους άνεργους σε μια χώρα που η ιστορία της σφραγίζεται διαχρονικά από μαζικές κινητοποιήσεις ενάντια σε στρατεύματα κατοχής, σε δικτατορίες και σε κοινωνικές αδικίες. Και οι κινητοποιήσεις αυτές, παρά τον τραγικό και απαράδεκτο θάνατο τριών ανθρώπων, δεν είναι στην συντριπτική τους πλειοψηφία βίαιες, και πάντως δεν είναι τόσο βίαιες όσο τα μέτρα του Δ.Ν.Τ. που πολεμούν. Πολύ περισσότερο, σε μια χώρα όπου παραδοσιακά ο ξένος είναι ιερός, δεν απειλούν στο ελάχιστο όσους επισκέπτονται την χώρα μας. Αυτό που μένει για τους έλληνες πολίτες είναι να περάσουν από την άρνηση και την καταγγελία ενός ήδη ξεπερασμένου κοινωνικού μοντέλου και πολιτικού συστήματος στην εύρεση μιας νέας, πρωτότυπης και γόνιμης θετικότητας που θα απαντήσει στην απελπισία και θα ανοίξει προοπτικές για το μέλλον.
Πολλοί επαναλαμβάνουν ότι η σημερινή κρίση της Ελλάδας και της Ευρώπης δεν είναι μόνον και πρώτα οικονομική, αλλά πολιτική και πολιτισμική. Αυτό σημαίνει ότι σε όποια απάντηση δοθεί, ο πολιτισμικός παράγοντας δεν μπορεί παρά να έχει μια κεντρική θέση. Η υλική και η άυλη πραγματικότητα των πόλεων όπου ζούμε, των συναντήσεων και των σχέσεων που δημιουργούμε, των διαφορετικών γλωσσών που μιλάμε, των αφηγήσεων που συνιστούν τις ταυτότητές μας, δεν μπορεί να διαγραφεί για χάρη των τίτλων που ανεβοκατεβαίνουν στα χρηματιστήρια κατά τη θέληση των οίκων αξιολόγησης. Γνωρίζουμε ότι το να έχει ή να μην έχει κανείς δουλειά, το να γίνονται ή να μην γίνονται σεβαστά τα θεμελιώδη δικαιώματά του, με πρώτο και κύριο το δικαίωμα μας στην αξιοπρέπεια, το να μπορούν οι λαοί και τα άτομα να πλουτίζουν από την ουσιαστική επικοινωνία τους, είναι πρώτα από όλα θέμα κουλτούρας, παιδείας, πολιτισμού. Αυτό σημαίνει ότι η δημιουργία, ο στοχασμός, η έρευνα στο οικονομικό και σε κάθε άλλο επιστημονικό ή καλλιτεχνικό πεδίο, που σήμερα αφομοιώνονται ή περιθωριοποιούνται από το σύστημα, πρέπει να βρεθούν στο επίκεντρο δίνοντας απαντήσεις στην κρίση.
Για τον λόγο αυτό απευθυνόμαστε σε όλους όσους, στην Ελλάδα, στην υπόλοιπη Ευρώπη και αλλού, αισθάνονται ότι η κρίση τους αφορά και νιώθουν, όπως εμείς, την ανάγκη να σπάσουν το φράγμα της απομόνωσης που μας φυλακίζει σε μία ναρκισσιστική πανοπλία και μας ευνουχίζει. Απευθυνόμαστε σε όσες και όσους προσπαθούν να σκεφτούν έξω από τα στερεότυπα, που δεν θέλουν μια Ευρώπη διασπασμένη σε Βόρειους και Νότιους, σε καθολικούς, προτεστάντες, άθεους, μουσουλμάνους, ορθόδοξους, σε πλούσιους και φτωχούς. Σε όλους εκείνους που αρνούνται να δεχτούν τον νέο αυτόν οικονομικό πόλεμο. Η υπογραφή του σύντομου αυτού κειμένου μπορεί να συμβάλει στην δημιουργία δικτύων μνήμης, επικοινωνίας και κριτικής που θα προτείνουν συνεργασίες και συναντήσεις, στην Ελλάδα και αλλού, ανάμεσα σε ανθρώπους από κάθε γωνιά της ηπείρου μας και του κόσμου. Μπορούμε να πετύχουμε ένα πρώτο σημαντικό στόχο. Απαντώντας με συγκεκριμένες δράσεις και κινήσεις στην τρομοκρατία των αγορών και τον νεορατσισμό που τις υπηρετεί, ας προσπαθήσουμε οι ρωγμές που άνοιξαν μέσα στην τρομακτική κρίση που βιώνουν η Ελλάδα και η Ευρώπη, να γίνουν ευκαιρία για την αφύπνιση των ευρωπαίων πολιτών και την δημιουργική επιστροφή του πολιτικού στοιχείου στη ζωή μας. Περιμένουμε την απάντηση σας στο γράμμα μας αυτό και είμαστε ανοιχτοί στις προτάσεις σας.

Γ.Σταθάκης , Η Κρίση του 1929 και οι ερμηνείες της

Του Γιωργου Σταθακη


Η κρίση του 1929 αποτελεί, αναμφίβολα, τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση του 20ού αιώνα. Επρόκειτο για διεθνή κρίση, κρίση της παγκόσμιας οικονομίας που οδήγησε στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η κρίση ξεκίνησε και τότε, όπως και σήμερα, στη Νοτιοανατολική Ασία και συνεχίστηκε στη Λατινική Αμερική, πριν εκδηλωθεί στο επίκεντρό της, τις ΗΠΑ.
Η ένταση και η έκταση της κρίσης πουθενά δεν πήρε τόσο μεγάλες διαστάσεις όσο στην ίδια την αμερικάνικη οικονομία. Η κρίση οδήγησε στην δραστική αναδιάταξη της ίδιας της αμερικάνικης κοινωνίας με το Νιου Ντηλ, που επακολούθησε από το 1933 μέχρι το 1937, και το οποίο άλλαξε ριζικά τις οικονομικές και κοινωνικές δομές της αμερικάνικης οικονομίας.
Η κρίση του 1929 αφορά φυσικά την περίφημη "Μαύρη Τρίτη",1 την 29η Οκτωβρίου, όταν το Xρηματιστήριο της Νέας Υόρκης κατέρρευσε. Μέσα σε μία εβδομάδα χάθηκαν 30 δισεκατομμύρια δολάρια, ποσό που τότε ήταν κατά 10 φορές μεγαλύτερο από τον ασθενικό ομοσπονδιακό προϋπολογισμό των ΗΠΑ, ενώ σε πραγματικά μεγέθη αντιπροσώπευε σχεδόν το ένα τρίτο του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος των ΗΠΑ.
Το 1930, και αφού προηγουμένως το Χρηματιστήριο είχε ανακάμψει στα επίπεδα των αρχών του 1929, επακολούθησε μέχρι το 1933 η μεγαλύτερη οικονομική κρίση που γνώρισε ο κόσμος, καθώς οι ΗΠΑ απώλεσαν το 30% του ΑΕΠ, η ανεργία εκτοξεύτηκε στο 25% και το Χρηματιστήριο συνέχισε να πέφτει (έχασε το 89% της αξίας που είχε στα μέσα του 1929). Μάλιστα, το Χρηματιστήριο χρειάστηκε 20 χρόνια για να ανακάμψει στα επίπεδα αυτά, μόλις το 1954.

Κατάρρευση του Χρηματιστηρίου και οικονομική κρίση

Η σύνδεση των δύο φαινομένων, της κατάρρευσης δηλαδή του Χρηματιστηρίου το 1929 και της οικονομικής κρίσης που επακολούθησε το 1930-33, αποτελεί επίμαχο θέμα στην εκτενή βιβλιογραφία, εξαιρετικά μεγάλη και συνεχώς διευρυνόμενη, για το ζήτημα αυτό. Και είναι επίμαχο, διότι απότομες πτώσεις στο Χρηματιστήριο είχαν σημειωθεί και άλλες φορές, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το 1907, χωρίς αυτό να οδηγήσει την οικονομία σε κρίση. Όπως και τότε, το επίμαχο θέμα στην τρέχουσα κρίση του 2008 είναι εάν η πτώση των χρηματιστηρίων κατά 50-70% θα οδηγήσει ή όχι σε ύφεση την πραγματική οικονομία. Πρόσφατες χρηματιστηριακές κρίσεις, όπως η φούσκα των dots το 2001 ή η χρηματιστηριακή πτώση κατά 40% το 2003, άφησαν ανεπηρέαστη την πραγματική οικονομία.
Το 1930-1933, αυτό που χαρακτήριζε τη διαδικασία επιδείνωσης της κρίσης ήταν η κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος των ΗΠΑ. Περίπου 5.000 τράπεζες κατέρρευσαν, κάτι που αντιστοιχεί στα δύο τρίτα των τραπεζών της εποχής. Οι ΗΠΑ, βέβαια, είχαν ένα ιδιόμορφο τραπεζικό σύστημα, με χιλιάδες τράπεζες διάσπαρτες στον αγροτικό χώρο (ο αγροτικός τομέας απασχολούσε ακόμα σχεδόν το 30% των Αμερικανών) και στις μεγάλες πόλεις, προσαρμοσμένες σε πολύ ειδικές ή τοπικές αγορές.
Μετά την κρίση του 1907 είχαν γίνει προσπάθειες εισαγωγής ρυθμιστικών κανόνων, που κατέληξαν το 1919-1920 στην ίδρυση δώδεκα κεντρικών πολιτειακών τραπεζών, αποκλείοντας όμως τον κυβερνητικό έλεγχο, καθώς δεν ιδρύθηκε ομοσπονδιακή κεντρική τράπεζα. Η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ ιδρύθηκε τελικά με το Νιου Ντηλ, και χωρίς να καταργήσει τις πολιτειακές2 -- ένα μοντέλο αντίστοιχο με το σημερινό στην Ε.Ε.
Τη δεκαετία του 1920 η νομισματική πολιτική εξαρτιόταν από τις διεθνείς ρυθμίσεις. Η διεθνής κατάσταση στον Μεσοπόλεμο ήταν πολύ ιδιόρρυθμη, και το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν βρήκε ποτέ την ισορροπία του. Μέχρι πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το διεθνές σύστημα εδραζόταν στον "κανόνα του χρυσού". Το 1925 η Βρετανία επανέφερε το μέτρο και επεδίωξε να το συνδέσει με μια υπερτιμημένη λίρα, που θα διασφάλιζε τον διεθνή ρόλο της βρετανικής λίρας ως αποθεματικό νόμισμα.
Το πρόβλημα, φυσικά, ήταν η Γερμανία, και η επαχθής συνθήκη των Βερσαλλιών που ανάγκαζε τη Γερμανία να εξάγει βιομηχανικά προϊόντα και τα συναλλαγματικά κέρδη να τα παραδίδει στους "νικητές" (την Αγγλία, τη Γαλλία και την Ιταλία), στο πλαίσιο των πολεμικών αποζημιώσεων. Το θέμα αυτό είχε εγείρει σοβαρές ενστάσεις. Οι ΗΠΑ είχαν αποποιηθεί τις αποζημιώσεις, ενώ ο Κέυνς, με το περίφημο βιβλίο του για τη Συνθήκη των Βερσαλλιών,3 υποστήριξε ότι, σε αντίθεση με το ιστορικό παρελθόν της ανθρωπότητας, από τούδε και στο εξής δεν θα έπρεπε ο ηττημένος ενός πολέμου να πληρώνει τον νικητή, αλλά ο νικητής τον ηττημένο. Αιτία ήταν ότι το βιομηχανικό σύστημα, σε αντίθεση με τα αγροτικά συστήματα του παρελθόντος, είναι αλληλεξαρτώμενο και καμία οικονομία δεν μπορεί να αναπτύσσεται σε βάρος της άλλης.

ΗΠΑ: ο κρίσιμος κρίκος

Ο κρίσιμος κρίκος σ' αυτό τον διακανονισμό ήταν οι ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ θα έπρεπε να δανείζουν πρώτα απ' όλα τη Γερμανία και να διατηρούν τη σχέση του χρυσού με το δολάριο, και τη σχέση βρετανικών και αμερικάνικων επιτοκίων σε επίπεδα που δεν θα οδηγούσαν στη φυγή του χρυσού από την Ευρώπη στις ΗΠΑ. Μόνο που στις ΗΠΑ το δολάριο ήταν άμεσα μετατρέψιμο σε χρυσό νόμισμα (άρα ευαίσθητο σε πανικό του κοινού), ενώ ο "κανόνας του χρυσού", όταν επανήλθε το 1925, στις 59 χώρες που τον ακολουθούσαν, αφορούσε κατά κανόνα τη χρήση του χρυσού μόνο στον διακανονισμό διακρατικών σχέσεων.
Επιπρόσθετα, οι ΗΠΑ συνέχιζαν να δανείζουν τη Γαλλία και την Αγγλία, μιας και είχαν αρνηθεί να διαγράψουν τα προπολεμικά τους χρέη. Ο δανεισμός αυτός, από κοινού με τον δανεισμό προς τη Γερμανία, γινόταν από τις ιδιωτικές αμερικανικές τράπεζες και είχε οδηγήσει στη συσσώρευση τίτλων στο αμερικάνικο τραπεζικό σύστημα, τίτλων αμφιβόλου αξίας και υπόστασης. Όσο ανέβαινε το Χρηματιστήριο και η οικονομία, το πρόβλημα καλυπτόταν. Όταν όμως οι τίτλοι άρχισαν να προσαρμόζονται στα πραγματικά δεδομένα, η κατάσταση έγινε μη διαχειρίσιμη. Η αμερικάνικη κρίση του 1929 φαίνεται ότι συνδεόταν άμεσα --ή και είχε τις ρίζες της-- στο "ευρωπαϊκό πρόβλημα".
Συνεπώς, το διεθνές σύστημα ήταν εξαιρετικά εύθραυστο. Η επιστροφή του "χρυσού κανόνα" έγινε σε μια περίοδο όπου το δίκτυο των εμπορικών συναλλαγών και το αντίστοιχο δίκτυο των χρηματικών ροών δεν μπορούσαν να ισορροπήσουν. Πολλές ρυθμίσεις, όπως αυτές για τις γερμανικές αποζημιώσεις, γρήγορα εγκαταλείφθηκαν, ενώ συχνές ήταν οι σπασμωδικές αντιδράσεις ορισμένων χωρών, όπως η Γαλλία, που επέλεξε να αποθεματοποιεί χρυσό, αντί για στερλίνες, ή η Αγγλία, που αντιμετώπιζε διαρκώς πιέσεις στην υπερτιμημένη λίρα της, ή τέλος οι ΗΠΑ, που έπρεπε να χρηματοδοτούν τα ευρωπαϊκά χρέη. Ο Κιντλεμπέργκερ, που συνέδεσε την αμερικανική κρίση με το "ευρωπαϊκό πρόβλημα", θεωρεί ως βασική αιτία της κρίσης την έλλειψη "δανειστή της ύστατης στιγμής".4 Η Βρετανία ήταν αποδυναμωμένη, και οι ΗΠΑ δεν ήταν ακόμα σε θέση να αναλάβουν τον ρόλο αυτό.
Παράλληλα, η επιστροφή του "χρυσού κανόνα" θεωρείται ως βασική αιτία για την αδυναμία των κυβερνήσεων να αντιδράσουν στην κρίση του 1929. Ο κανόνας αυτός δέσμευε τη νομισματική πολιτική σε αντιπληθωριστική κατεύθυνση, ενώ ταυτόχρονα θεωρούσε τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς ως θέσφατο. Όταν χρειάστηκε να αλλάξει η εν λόγω πολιτική, λόγω των οικονομικών διακυμάνσεων και τελικά της ύφεσης, η προσαρμογή φάνταζε αδύνατη και, με πρώτη την Αγγλία, τα κράτη απλώς εγκατέλειψαν τον "χρυσό κανόνα" το 1931. Οι ΗΠΑ διατήρησαν τη μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό, μάλλον λανθασμένα, μέχρι το Νιου Ντηλ.
Πέρα από τους διεθνείς διακανονισμούς, οι ΗΠΑ είχαν, βέβαια, τα δικά τους οικονομικά προβλήματα. Πρώτα απ' όλα, στον αγροτικό τομέα. Η πτώση των τιμών στις αρχές της δεκαετίας του '20 οδήγησε εκατομμύρια αγρότες, όπως και τις τοπικές αγροτικές τράπεζες, στη χρεοκοπία. Η διέξοδος ήταν η ρύθμιση του αγροτικού τομέα. Διαδοχική νομοθεσία που ψηφίστηκε συνάντησε το βέτο των ρεπουμπλικάνων προέδρων Κόρμπριτζ (1924-38) και Χούβερ (1928-32). Επρόκειτο για τη γνωστή αγροτική πολιτική με κρατική παρέμβαση: τιμές στήριξης, ειδική δανειοδότηση, επιδοτήσεις, δασμοί κλπ.). Τελικά και στο θέμα αυτό η δραστική εφαρμογή των ρυθμίσεων έγινε με την έλευση του Νιου Ντηλ.

Η έκρηξη της βιομηχανίας της κατανάλωσης

Κατά δεύτερον, οι ΗΠΑ αντιμετώπισαν την εξαιρετική άνοδο του βιομηχανικού τομέα τους. Ένα κύμα τεχνολογικών καινοτομιών οδηγούσαν στην μαζική παραγωγή αυτοκινήτων, ψυγείων, ραδιοφώνων και άλλων καταναλωτικών αγαθών, στην άνοδο της βαριάς βιομηχανίας και στης διάχυση της ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτή η έκρηξη τροφοδότησε την ιδέα της συσσώρευσης χωρίς όρια, η οποία, μαζί με τον παραδοσιακό πουριτανισμό που περιέβαλλε την "ποτοαπαγόρευση", οδηγούσε στην πρώτη ορατή συγκρότηση της "καταναλωτικής κοινωνίας". Καταναλωτική κοινωνία σημαίνει, φυσικά, ανάμεσα στα άλλα, πίστη και δανεισμό.
Αυτή η έκρηξη της βιομηχανίας και της κατανάλωσης παραπέμπει σε μια δεύτερη ομάδα ερμηνειών που θεωρούν ότι η κρίση του 1929 ήταν αποτέλεσμα της υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, των υπερεπενδύσεων οι οποίες, σε συνδυασμό με την μικρή μόνο βελτίωση των μισθών από την έκρηξη αυτή --η κλασική δηλαδή υποκατανάλωση--, επιτάχυνε την αναντιστοιχία ανάμεσα στα διαθέσιμα μέσα παραγωγής και τις δυνατότητες κατανάλωσης των προϊόντων. Μια σειρά βιβλίων των Κάτσινγκ και Φόστερ,5 τα οποία, όπως λέγεται, επηρέασαν σημαντικά τη σκέψη πολλών πολιτικών, ανάμεσα τους και του Ρούσβελτ, αναπτύσσουν λεπτομερώς την ιδέα αυτή. Φαίνεται, ανάμεσα στα άλλα, ότι επέδρασαν καταλυτικά στην πολιτική υπέρ των μισθών που ακολουθήθηκε την περίοδο αμέσως μετά το 1929. Η σταθερότητα των μισθών εν μέσω της συνεχούς μείωσης των τιμών, του γενικευμένου δηλαδή αποπληθωρισμού, εδραζόταν στην ιδέα ότι εάν έπεφταν και οι μισθοί, θα μειωνόταν ακόμα περισσότερο η ζήτηση και θα επιδεινωνόταν η κρίση.
Ας επιστρέψουμε όμως στον δανεισμό. Ο δανεισμός, πέρα από τις δύο κλασικές μορφές του, τον δανεισμό των επιχειρήσεων και των καταναλωτών, περιέλαβε δύο νέους δυναμικούς τομείς: την κατοικία και τις μετοχές. Η Φλόριντα επεκτεινόταν από νωρίς με εντυπωσιακούς ρυθμούς, υποσχόμενη "ζεστές διακοπές" και "παραθερισμό". Αυτή η κερδοσκοπική στεγαστική φούσκα ξέσπασε νωρίς, ήδη από το 1927, όταν κατέρρευσε η αγορά ακινήτων στην Φλόριντα.
Στο Χρηματιστήριο, οι συναλλαγές γίνονταν όλο και λιγότερο απαιτητικές. Παραδοσιακά, κάθε αγορά μετοχής συνεπάγεται την πληρωμή, εντός ολίγων ημερών, του σχετικού ποσού. Τότε όμως η αγορά έφτασε να απαιτεί μόλις το 10% της αξίας μιας αγοράς, με το 90% να προσφέρεται ως δάνειο από τους μπρόκερς, που με τη σειρά τους δανείζονταν από τις τράπεζες με το περίφημο σύστημα του call loans, δηλαδή δανείζονταν χρήματα για μία, τρεις ή πέντε ημέρες, τα οποία συνεχώς ανανέωναν. Τα δάνεια για την εξυπηρέτηση των χρηματιστηριακών συναλλαγών έφθασαν να ισοδυναμούν με το σύνολο της κυκλοφορίας του νομίσματος στις ΗΠΑ.
Η έκρηξη των τιμών των μετοχών είχε οδηγήσει τους δείκτες με τους οποίους κρίνεται η αξιοπιστία μιας μετοχής σε εξωφρενικά μεγέθη. Εξοικειωμένοι πλέον ιστορικά με τα φαινόμενα αυτά, πανομοιότυπα επαναλαμβανόμενα (εν Ελλάδι συνέβη το 1999), η συγκυριακή άνοδος και η πτώση των μετοχών ενός Xρηματιστηρίου δεν παρουσιάζει τόσο θεωρητικό ενδιαφέρον. Η έκρηξη της ανόδου του αμερικάνικου Xρηματιστηρίου και η πτώση της "Μαύρης Τρίτης" έχει ενδιαφέρον μόνο ως προς τη μορφή και τους μηχανισμούς που ενεργοποίησε, μιας και κυοφορούσε νέα ενδιαφέροντα στοιχεία σε σχέση με τις αντίστοιχες κρίσεις του 19ου αιώνα, που ήταν περισσότερο προσδεδεμένες σε εμπορικά δεδομένα ή μεγάλα έργα υποδομής (σιδηρόδρομοι). Το ενδιαφέρον για το 1929 έγκειται στη μετατροπή της χρηματιστηριακής πτώσης σε βαθιά οικονομική ύφεση.
Οι μονεταριστικές προσεγγίσεις και τα προβλήματά τους
Η κατάρρευση των τραπεζών συνιστά, ασφαλώς, το κρίσιμο θέμα στις μονεταριστικές προσεγγίσεις. Ο Φρήντμαν ισχυρίζεται ότι δύο ήταν οι βασικοί λόγοι που μετέτρεψαν την χρηματιστηριακή σε οικονομική κρίση.6 Πρώτον, η μετατρεψιμότητα των καταθέσεων σε ρευστό (και χρυσό), χωρίς περιορισμούς, καθιστούσε το σύστημα εξαιρετικά ευαίσθητο σε συνθήκες πανικού. Το 1907 η μετατρεψιμότητα είχε ακυρωθεί αμέσως, και έτσι διασώθηκε το τραπεζικό σύστημα και δεν επακολούθησε ύφεση. Δεύτερον η ανεπαρκής προσφορά χρήματος στην οικονομία. Στο πρώτο έχει δίκιο, όχι όμως και στο δεύτερο.
Η προσφορά χρήματος προς τις τράπεζες αυξήθηκε απότομα, αλλά αυτό δεν διοχετεύτηκε ποτέ στην οικονομία. Πρώτα απ' όλα, επειδή τα νοικοκυριά μείωσαν την κατανάλωση και αύξησαν την αποταμίευσή τους προκειμένου να ξεπληρώσουν μέρος των χρεών τους. Καθώς επέλεγαν τον χρυσό ως μέσο αποταμίευσης, αποθησαύριζαν δηλαδή χρήμα, και καθώς άλλοι δανειολήπτες δήλωναν αδυναμία πληρωμής των χρεών, οι τράπεζες, αύξαναν αναγκαστικά τα αποθεματικά τους από τις ενέσεις στο τραπεζικό σύστημα. Η ζήτηση δανείων για επενδύσεις από το 1930-33 ήταν αρνητική, ανάλογη του αρνητικού ρεκόρ των ιδιωτικών επενδύσεων της περιόδου.
Έχουμε τελικά αυτό που ο Kέυνς ονόμασε "παγίδα ρευστότητας", αποταμίευση δηλαδή που έριχνε τα επιτόκια και, παρ' όλα αυτά, δεν μετατρεπόταν σε επένδυση. Συνεπώς, αναγκαιότητα για μαζικές δημόσιες επενδύσεις και άμεση αναδιανομή του εισοδήματος από στρώματα με υψηλή ροπή προς αποταμίευση σε φτωχότερα στρώματα με υψηλή ροπή προς κατανάλωση: η πολιτική δηλαδή που εφαρμόστηκε αργότερα με το Νιου Ντηλ).7
Ο υπερδανεισμός που είχε οδηγήσει στην υπερχρέωση των νοικοκυριών, πιθανώς και των επιχειρήσεων, ήταν αυτός που καθιστούσε κάθε νομισματική παρέμβαση αδύναμη να αντιστρέψει την κατάσταση. Αυτή η πλευρά της μονεταριστικής θεωρίας που πρωτοδιατυπώθηκε από τον Φίσερ, στη σύγχρονη εκδοχή της είναι η άποψη του σημερινού διοικητή της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ, Μπ. Μπερνάνκε:8 εμμένει στην μονεταριστική παράδοση, που θέλει τη νομισματική πολιτική να ερμηνεύει τις οικονομικές διακυμάνσεις, ενώ κάθε οικονομική κρίση ερμηνεύεται μέσω των λανθασμένων επιλογών των νομισματικών αρχών και των κυβερνήσεων. Συμμερίζεται την ιδέα του Φρήντμαν ότι η ύφεση προήλθε από τη μείωση της προσφοράς χρήματος, κυρίως του δευτερογενούς, και αυτό οδήγησε τα νοικοκυριά στην επιλογή της διατήρησης υψηλής ρευστότητας και τη μείωση της κατανάλωσης.
Τα ίδια στοιχεία, η επέκταση και η συρρίκνωση της πίστης, ως ενδημικά στοιχεία μιας συστημικής αποκλίνουσας συμπεριφοράς, αποτελούν την πιο γνωστή θεωρία για το 1929. Αυτή η συστημική κίνηση ανάμεσα στην επέκταση της πίστης στην ανοδική φάση του κύκλου και στη συρρίκνωση της πίστης στην καθοδική φάση, η μεταλλαγή της μανίας και της φούσκας, με τον πανικό και την πτώση, η κλασική δηλαδή ερμηνεία του Μίνσκι,9 που γενικεύτηκε από τον Κιντλεμπέργκερ στο πιο πολυδιαβασμένο βιβλίο για θέμα,10 αποτελεί την πιο κλασική, κεϋνσιανής έμπνευσης, θεωρία. Επιδίωξη του Μίνσκι είναι να διερευνήσει πώς οδηγείται το σύστημα στην εκμηδένιση της αξίας των τίτλων. Η κυκλική θεωρία του Μίνσκι επικεντρώνεται στην ποιότητα του χρήματος και ερμηνεύει το πώς διαφορετικά είδη δανεισμού, διακριτά στην ανοδική φάση του κύκλου, καταλήγουν τελικά, με τη σταδιακή επιδείνωση της ποιότητας του πιστωτικού χρήματος, στο σημείο μηδέν, το σημείο εκείνο όπου κάθε μορφής δάνειο μετατρέπεται σε δάνειο τύπου "Πόντζι" (μια τυπική χρηματική "πυραμίδα"). Η καθοδική πορεία, η συρρίκνωση που ακολουθεί, διατηρεί την ίδια ένταση που είχε και η άνοδος.
Αν η κρίση του 1929 συγκέντρωσε και συγκεντρώνει τόσο ενδιαφέρον, αυτό συμβαίνει ακριβώς επειδή βρίσκεται στο μεταίχμιο της αλλαγής του κυρίαρχου παραδείγματος στην οικονομική θεωρία (από το νεοκλασικό στο κεϋνσιανό παράδειγμα) και οδήγησε παράλληλα την αμερικάνικη οικονομία, προπύργιο μέχρι τότε της φιλελεύθερης οικονομικής παράδοσης, στον κρατισμό του Νιου Ντήλ. Η πληθώρα των μονεταριστικών προσεγγίσεων στη μελέτη της κρίσης του 1929 έγκειται ακριβώς στην προσπάθεια των νεοφιλεύθερων οικονομολόγων να επαναθεωρήσουν την περίοδο η οποία θεωρείται κόλαφος για τα φιλελεύθερα οικονομικά.



Ο Γιώργος Σταθάκης διδάσκει οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.

Το κείμενο είναι επεξεργασμένη μορφή ανακοίνωσής του στην ημερίδα του "Ινστιτούτου Ν. Πουλαντζάς" με θέμα "Μετά την κρίση τι; Αναζητώντας μια νέα Αρχιτεκτονική για το χρηματοπιστωτικό σύστημα", Αθήνα, 13.11.2008.



1. J. Galbraith, The Great Crash. 1929, (Βοστόνη, Houghton Mifflin, 1954· επανέκδ: 1997· ελλ. έκδ.: μετ. Ε. Αστερίου, Α. Α. Λιβάνης-Νέα Σύνορα, 2000)

2. Η αυστριακή οικονομική σχολή, πιο ακραία φιλελεύθερη ακόμα και από τους μονεταριστές, θεωρεί την ίδρυση κεντρικών τραπεζών ως αρνητική εξέλιξη που οδήγησε στην κρίση του 1929. Βλ. M. Rothbard, A History of Money and Banking in the United States, Auburn, Ludwig von Mises Institute, 2002.

3. M. Keynes, Economic Consequences of the Peace, 1919.

4. C. Kindleberger, The World in Depression, 1929-1939, Μπέρκλεϋ, University of California Press, 1973.

5. Οι W. Catching και W. Foster έγραψαν μια σειρά από διαδοχικά βιβλία: Money (1923), Profits (1925), Business without a Buyer (1927), The Road to Plenty (1928), και Progress and Plenty (1930).

6. M. Friedman and A. Schwartz, A Μonetary History of the United States, 1867-1960, Πρίνστον, Princeton University Press, 1963.

7. Στην περίφημη επιστολή του προς τον πρόεδρο Ρούσβελτ, το 1933, o Kέυνς ("An open letter to President Roosevelt", 16.12.1933) καλούσε την προεδρία να ξεφύγει από την ενασχόληση με τη νομισματική πολιτική και να επικεντρωθεί στην επεκτατική δημοσιονομική πολιτική.

8. B. Bernanke, Essays on the Great Depression, Πρίνστον, Princeton University Press, 2000.

9. H. Minsky, "The financial instability hypothesis: capitalist processes and the behavior of the economy" στο Kindlebrger C. and J. Laffargue (επιμ.), Financial Crises: Theory, History and Policy, Καίμπριτζ, Cambridge University Press, 1982.

10. C. Kindlebrger, The World in Depression, ό.π.. Επίσης, βλ. C. Kindleberger and R. Aliber, Maniacs, Panics, and Crashes. A History of Financial Crises, Νιου Τζέρσεϋ, Wiley, 2005 (α΄ έκδ.: 1978).

Πηγή: Iος Σαββάτου, Ομαδικές χρεοκοπίες

Σάββατο, 29 Μαΐου 2010


Ομαδικές χρεοκοπίες

ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΙΟΥ ΕΙΝΑΙ ΟΙ: ΤΑΣΟΣ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΡΙΜΗΣ, ΑΝΤΑ ΨΑΡΡΑ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΡΡΑΣ

Πηγή: Iος Σαββάτου

Στην πρόσφατη έκθεσή της (Μάρτιος 2010) η Τράπεζα της Ελλάδος σημειώνει τη δραματική υποχώρηση, ήδη από τις αρχές του 2009, της επενδυτικής δαπάνης και του συνολικού τζίρου των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα.
Παράλληλα διαπιστώνει την εξίσου κάθετη επιβράδυνση της πιστωτικής επέκτασης προς τις επιχειρήσεις -δηλαδή οι τράπεζες, αν και επιδοτούνται με κεφάλαια, δεν δανείζουν χρήμα. Αυτές οι εξελίξεις προφανώς οδηγούν σε πτώση της παραγωγής, της απασχόλησης, του συνολικού ΑΕΠ, αλλά και σε πολλαπλασιασμό ακάλυπτων επιταγών και χρεών με συνέπεια πολλά «λουκέτα» στην αγορά. Η οικονομική ύφεση λοιπόν είναι εδώ, είναι σκληρή και θα κρατήσει χρόνια. Υποτίθεται ότι, με βάση το σχέδιο «σωτηρίας» του ευρώ, τα ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού θα μειωθούν ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρότι το δημόσιο χρέος θα εκτιναχτεί σε λίγα χρόνια πάνω από το 150% του ΑΕΠ, το οποίο και θα περιορίζεται συνεχώς.
Για να βγει η εξίσωση, η κυβέρνηση με τις υποδείξεις της τρόικας κόβει μισθούς, συντάξεις, κοινωνικές δαπάνες και δημόσιες επενδύσεις, από τη μια, και από την άλλη φορολογεί περισσότερο με τον ΦΠΑ και με ιδιαίτερη προσοχή και «ευαισθησία» τα ατομικά και επιχειρηματικά μεγάλα εισοδήματα για να μην αποθαρρυνθούν, λέει, οι εν δυνάμει επενδυτές και οι υφιστάμενες κερδοφορίες των επιχειρήσεων.
Οσο περισσότερο νομοθετεί η τρόικα και το ΠΑΣΟΚ, τόσο καθαρότερα καταλαβαίνουμε όλοι ότι το τελευταίο που τους ενδιαφέρει είναι η αξιοπρεπής διαβίωση των λαϊκών στρωμάτων και το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας. Πρόκειται για την πιο ανάλγητη πολιτική που μπορούσε να εφαρμόσει μια κυβέρνηση ώστε να εξυπηρετήσει τις κανιβαλικές απαιτήσεις των δανειστών της, θυσιάζοντας μεγάλα τμήματα του πληθυσμού της για να κρατήσει αδιατάρακτο και ακόμα πιο άνισο το κοινωνικό στάτους. Κακά τα ψέματα: αυτοί που δημιούργησαν την κρίση, είναι οι ίδιοι που καθοδηγούν τη διαχείρισή της, καταστρέφοντας τα φτωχότερα στρώματα της κοινωνίας και είναι αυτοί που διατηρούν, ακόμα και με χυδαίο και αυταρχικό τρόπο, τον πλούτο και την εξουσία τους.
Συνεπώς εν όψει της παρατεταμένης ύφεσης και της εφαρμοζόμενης σαδο-μονεταριστικής πολιτικής, οι χρεοκοπίες νοικοκυριών και επιχειρήσεων θα πολλαπλασιάζονται. Σε λίγο θα αποτελούν τον κανόνα σε ορισμένους κλάδους της οικονομίας, και το μόνο που θα ενδιαφέρει την τρόικα και την κυβέρνησή της του κ. Παπανδρέου θα είναι οι δυνατότητές τους να μαζέψουν άμεσα ή έμμεσα κανένα ευρώ για το Δημόσιο Ταμείο -δηλαδή για την εξυπηρέτηση του δανεισμού- από την πραγματικότητα που διαμορφώνεται με τις όλο και περισσότερες καταρρέουσες επιχειρήσεις, δίχως βεβαίως να απειλήσουν τις περιουσίες και τα συσσωρευμένα κέρδη των ιδιοκτητών των πτωχευμένων επιχειρήσεων.

**Τα έμμεσα κέρδη για το Δημόσιο Ταμείο προκύπτουν από την αντεργατική πρακτική που ακολουθούν οι εργοδότες-λαμόγια που βάζουν «λουκέτο»: βαράνε το κανόνι και μην τους είδατε. Οι εργαζόμενοι, με όποιο καθεστώς και αν δούλευαν στις συγκεκριμένες επιχειρήσεις, όχι μόνο χάνουν τις δεδουλευμένες αμοιβές τους κάμποσων μηνών, τις αποζημιώσεις τους και τα ασφαλιστικά τους ένσημα (που στο μεταξύ έχει υπεξαιρέσει επίσης επί μήνες ή χρόνια ο εργοδότης τους), αλλά -ακριβώς επειδή το αφεντικό εξαφανίζεται- μένουν μετέωροι. Ούτε εργαζόμενοι, ούτε απολυμένοι. Αυτό σημαίνει ότι δεν δικαιούνται επίδομα ανεργίας από τον ΟΑΕΔ ή άλλον Οργανισμό και πολλοί απ' αυτούς, που δεν έχουν ασφαλιστικά ένσημα, διαγράφονται και από την υγειονομική κάλυψη του ΙΚΑ.
Με λίγα λόγια, το Δημόσιο πρόκειται να «εξοικονομήσει» μερικά εκατομμύρια ευρώ κλέβοντάς τα από τους πιο ανασφαλείς και φτωχούς πολίτες για να εκπληρώσει τις ρήτρες «σωτηρίας» των τραπεζών και των κερδοσκόπων δανειστών της χώρας.

**Αμεσα κέρδη προσδοκά η κυβέρνηση και από τις επίσημες πτωχεύσεις των επιχειρήσεων, είτε είναι δόλιες είτε όχι. Ως τώρα, η δυσλειτουργία του δικαστικού συστήματος και η εσκεμμένη πολυπλοκότητα του Πτωχευτικού Δικαίου (Ν. 3588/07) ήδη έχει γίνει όπλο για τους ιδιοκτήτες των χρεοκοπημένων επιχειρήσεων ώστε να αποφεύγουν ουσιαστικά τις υποχρεώσεις τους προς τους πιστωτές, τις τράπεζες, τα ασφαλιστικά Ταμεία, τους εργαζόμενούς τους και την Εφορία, χωρίς οι ίδιοι να χάνουν τις ατομικές τους περιουσίες που προήλθαν κατά κανόνα από την κερδοφορία σε προηγούμενες περιόδους των επιχειρήσεών τους. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις η τρόικα και η κυβέρνηση πρόκειται το επόμενο διάστημα να τροποποιήσουν το Πτωχευτικό Δίκαιο ώστε με αυτεπάγγελτη διαδικασία από την Εισαγγελία -μετά τη διαπίστωση στάσης πληρωμών από μια επιχείρηση- να διορίζεται ταχύτερα ο σύνδικος (εκκαθαριστής) και να αλλάξει η σειρά προτεραιότητας υπέρ του Δημοσίου όσων δικαιούνται να εισπράξουν χρήματα από την πτωχευμένη επιχείρηση. Σήμερα κάθε ποσό που εισπράττει ο διορισμένος σύνδικος από την περιουσία της πτωχευμένης εταιρείας υποχρεούται να το διανείμει μεταξύ των πιστωτών. Για το σκοπό αυτό συντάσσεται και δημοσιοποιείται πίνακας διανομής των οφειλών με την εξής σειρά βάσει του νόμου 3588/07 που θέσπισε η κυβέρνηση Καραμανλή:

**Πρώτη τάξη: οι απαιτήσεις από χρηματοδοτήσεις του οφειλέτη. Δηλαδή οι τράπεζες ή άλλοι δανειστές.

**Δεύτερη τάξη: οι απαιτήσεις για την κηδεία ή τα νοσήλια του οφειλέτη, της συζύγου και των ανήλικων τέκνων του εφόσον προέκυψαν κατά το τελευταίο εξάμηνο πριν την κήρυξη της πτώχευσης.

**Τρίτη τάξη: οι απαιτήσεις από παροχή εξαρτημένης εργασίας, από αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και από αμοιβές δικηγόρων. Από την προνομιακή αυτή ικανοποίηση οφειλών εξαιρούνται τα διευθυντικά στελέχη.

**Τέταρτη τάξη: οι απαιτήσεις αγροτών και αγροτικών συνεταιρισμών

**Πέμπτη τάξη: οι απαιτήσεις του Δημοσίου από φόρους.

**Εκτη τάξη: οι απαιτήσεις των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης.

Παρά τα αντιθέτως θρυλούμενα και γραφόμενα, όπως είδαμε, σε περίπτωση στάσης πληρωμών των επιχειρήσεων και δικαστικής κήρυξής τους σε πτώχευση προηγούνται οι τράπεζες, ακολουθούν οι εργαζόμενοι (αν φυσικά έχει περισσέψει τίποτα από την περιουσία της χρεοκοπημένης επιχείρησης) και έπεται η Εφορία και τα Ασφαλιστικά Ταμεία.
Η κυβέρνηση ακολουθώντας με συνέπεια την κανιβαλική της πολιτική κατά των εργαζομένων πρόκειται να αλλάξει τη σειρά: μπροστά οι τράπεζες και το Δημόσιο και στον πάτο οι απαιτήσεις των εργαζομένων, δηλαδή τα απλήρωτα μεροκάματα, τα δώρα, οι υπερωρίες και οι αποζημιώσεις απόλυσής τους.
Θα πείτε: εδώ σε λίγες βδομάδες το ΠΑΣΟΚ θα «απελευθερώσει» τις απολύσεις των μισθωτών και στις επιχειρήσεις με πολλούς εργαζόμενους, θα μειώσει την αποζημίωση απόλυσης έως κι 80% και θα περικόψει μέχρι εξαφάνισης τα επιδόματα ανεργίας, με τα θύματα των χρεοκοπημένων θα ασχολείται τώρα; Στόχος της τρόικας και του κ. Παπανδρέου είναι ο αριθμός των πτωχεύσεων και ο ρυθμός αύξησής τους να ακολουθεί τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ώστε με την αλλαγή του Πτωχευτικού Νόμου να μαζεύει πιο εύκολα και πιο πολλά λεφτά για τον κρατικό κορβανά.
Το 2009 ο μέσος όρος αύξησης των πτωχεύσεων στη Δ. Ευρώπη έφτασε στο 22% (185.100 επιχειρήσεις) σε σχέση με το 2008, στην Ελλάδα αντίστοιχα σύμφωνα με την ICAP οι επιχειρήσεις που πτώχευσαν αυξήθηκαν κατά μία μόλις εταιρεία (360 πτωχεύσεις το 2009 έναντι 359 πτωχεύσεων το 2008). Ο αριθμός των πτωχεύσεων είναι στην Ελλάδα ιδιαίτερα χαμηλός, όμως δεν πρέπει να μας οδηγεί σε εσφαλμένα συμπεράσματα για το πόσες ελληνικές επιχειρήσεις ουσιαστικά πτωχεύουν το χρόνο.
Γιατί οι ελληνικές επιχειρήσεις, χωρίς να κηρυχθούν δικαστικά σε πτώχευση, κλείνουν «έτσι αορίστως» - φεσώνοντας προμηθευτές κι εργαζόμενους δεξιά αριστερά, αλλά και το κράτος. Στην πράξη είναι ανενεργές ή αδρανείς, αλλά επειδή με βάση το Πτωχευτικό Δίκαιο της χώρας μας είναι χρονοβόρο και δύσκολο να πτωχεύσουν δικαστικά, δεν καταγράφονται ως πτωχευμένες. Ιδού πεδίον δόξης λαμπρό για τα δημόσια οικονομικά, πάλι με τους μισθωτούς στη θέση του θύματος. *

Αναρτήθηκε από You Pay Your Crisis στις 11:48 π.μ.

Ετικέτες ΑΡΘΡΑ / ΙΟΣ