Το παραμύθι του χρέους
Τρίτη, 15 Δεκέμβριος 2009 02:00
Ο νεοφιλελευθερισμός επιστρέφει δριμύτερος και -χωρίς απαραίτητα να ανεμίζει ιδεολογικές σημαίες- με μοχλό την κρίση του χρέους, απαιτεί γη και ύδωρ. Απαιτεί μια φορολογική λεηλασία μαζικής κλίμακας εις βάρος των πολλών, ένα μακροπρόθεσμο ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τον κόσμο της εργασίας κι ένα νέο «συμβόλαιο» με τις πολιτικές ελίτ που καλούνται να αυτοπεριοριστούν στο ρόλο της γλάστρας, βάζοντας τις εθνικές οικονομίες στον αυτόματο πιλότο της μακρόχρονης λιτότητας.
Η τρέχουσα χρηματοπιστωτική κρίση «γεννήθηκε» την άνοιξη του 2007, στην αγορά στεγαστικού, ενυπόθηκου χρέους των ΗΠΑ. Μέχρι τις αρχές του 2008 είχε μετατραπεί σε μια εντελώς αντίστροφη κρίση: από κρίση των οφειλετών που αδυνατούσαν να πληρώσουν τις δόσεις τους και έχαναν σε κατασχέσεις τα απαξιωμένα τους ακίνητα, έγινε κρίση των δανειστών. Δηλαδή, κρίση τραπεζικού χρέους. Στην αμέσως επόμενη φάση η κρίση μεταφέρθηκε και στα εταιρικά χρέη που επωμίζονταν αφειδώς οι τράπεζες ΗΠΑ και Ευρώπης, εκδίδοντας και πουλώντας εταιρικά ομόλογα χαμηλής αξιολόγησης τα οποία εγγυούνταν σαν ναοί της Πίστης.
Ως γνωστόν, η κρίση των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων και των εταιρικών ομολόγων (και τελικά η κρίση του τραπεζικού χρέους) αποσοβήθηκε τελικά με δύο τρόπους: Με την άμεση διαγραφή αυτού του χρέους από το ενεργητικό τους και με την άντληση κεφαλαίων είτε απευθείας από τα κράτη, με τη μορφή των γνωστών κρατικών ενισχύσεων τουλάχιστον 1,5 τρισ. δολαρίων που διέθεσαν η αμερικανική και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, είτε με τη μορφή των άμεσων επενδύσεων στις «λαβωμένες» τράπεζες που πραγματοποίησαν ή ενθάρρυναν κράτη με περισσή ρευστότητα (Μέση Ανατολή, Κίνα κ.λπ.). Στα τέλη του 2009 πλέον η κρίση του τραπεζικού χρέους που ξεκίνησε στις ΗΠΑ έχει μετατραπεί πλήρως σε κρίση δημόσιου χρέους πολλών χωρών, τουλάχιστον μιας δεκάδας ευρωπαϊκών, ανάμεσά τους και της Ελλάδας. Στο μεταξύ οι «γεννήτορες» της χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι αμερικανικές κατ’ αρχάς και οι ευρωπαϊκές ακολούθως τράπεζες, είτε έχουν αποκατασταθεί σε ένα αξιοπρεπές επίπεδο κερδοφορίας είτε λαθροβιούν προστατευμένες στο καθεστώς πτώχευσης από το οποίο μόνο να χάσουν δεν πρόκειται.
Στην πραγματικότητα η χρηματοπιστωτική κρίση έχει φέρει το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα (διότι, τελικά μόνο ως παγκόσμιο νοείται) σε μια θέση πολύ ισχυρότερη από πριν. Ταυτοχρόνως, έχοντας στην ουσία μεταφέρει σχεδόν εξ ολοκλήρου τα χρέη τους στα κράτη, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα απαιτούν με θρασύτητα την εξυπηρέτηση του χρέους με το οποίο τα έχουν φορτώσει. Διότι, ως γνωστόν, τα κράτη ενίσχυσαν τα εγχώρια τραπεζικά συστήματα με χρήματα που υποτίθεται δανείζονται και απ’ αυτά…
Η έκρηξη του παγκόσμιου δημοσίου χρέους στον ενάμιση χρόνο της χρηματοπιστωτικής κρίσης εμφανίζει μια προκλητική, ευθεία αναλογία προς τα χρήματα που διέθεσαν η κυβερνήσεις για τη σωτηρία των τραπεζών. Το παγκόσμιο χρέος αυξήθηκε την περίοδο αυτή από 30 τρισ. δολάρια σε 36 τρισ., ποσοστό σχεδόν 20%. Πρόκειται για ρυθμό περίπου διπλάσιο από τον ετήσιο ρυθμό αύξησης την τελευταία δεκαετία. Και η εξήγησή του βρίσκεται στο χρήμα που διέθεσαν αφειδώς και χωρίς αντίτιμο στη στήριξη του αγίου τραπεζικού συστήματος μεγάλες και μικρές οικονομίες. Φυσικά, κανείς δεν θυμήθηκε την απειλή της κρατικής χρεοκοπίας όταν επρόκειτο να σωθούν η Goldman Sachs, η Citigroup, η BNP. Αυτή η «απειλή» είχε μπει στα συρτάρια μέχρι να εκταμιευτεί το κρατικό χρήμα που θα νεκρανάσταινε το ενεργητικό τους και την κερδοφορία τους. Ξαναέγινε «απειλή» όταν τα ευαγή τραπεζικά ιδρύματα ενθυλάκωσαν το χρήμα.
Υπάρχει ένας προφανής παραλογισμός- πέρα από την ηθική πρόκληση- στο μηχανισμό αυτό. Αλλά στην πραγματικότητα δεν συνέβη κάτι πολύ διαφορετικό από ό,τι συμβαίνει από καταβολής τραπεζικού συστήματος, περίπου από τον 17ο αιώνα και μετά. Και -για θυμηθούμε τα βασικά της πολιτικής οικονομίας- αποδείχθηκε για πολλοστή φορά πως το δημόσιο χρέος «είναι το credo (δηλαδή, το «Σύμβολο της Πίστεως») του κεφαλαίου», όπως γλαφυρά περιέγραφε ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο»: «…Η διόγκωση του δημόσιου χρέους δεν έχει άλλον πιο αλάθητο μετρητή από την προοδευτική άνοδο αυτών των τραπεζών, που η πλήρης ανάπτυξή τους χρονολογείται από την ίδρυση της Τράπεζας της Αγγλίας (1694). Η Τράπεζα της Αγγλίας άρχισε τη δράση της δανείζοντας στην κυβέρνηση τα χρήματά της με τόκο 8%. Ταυτόχρονα είχε εξουσιοδοτηθεί από τη Βουλή από το ίδιο κεφάλαιο να κόβει νόμισμα, δανείζοντάς το ακόμη μια φορά στο κοινό με τη μορφή τραπεζογραμματίων. Με τα τραπεζογραμμάτια αυτά είχε το δικαίωμα να προεξοφλεί συναλλαγματικές, να δανείζει επί ενεχύρω εμπορευμάτων και να αγοράζει ευγενή μέταλλα. Δεν πέρασε πολύς καιρός και το πιστωτικό χρήμα που δημιούργησε η ίδια, έγινε το νόμισμα με το οποίο η Τράπεζα της Αγγλίας έδινε δάνεια στο κράτος και πλήρωνε για λογαριασμό του κράτους τους τόκους του δημόσιου χρέους. Και σαν να μην ήταν αρκετό ότι έδινε με το ένα χέρι για να εισπράττει περισσότερα με τ’ άλλο, έμενε, ακόμη και τη στιγμή που εισέπραττε, αιώνιος πιστωτής του έθνους ως την τελευταία πεντάρα που είχε δώσει. Σιγά σιγά έγινε ο αναπόφευκτος φύλακας του μεταλλικού θησαυρού της χώρας και το κέντρο έλξης όλης της εμπορικής πίστης. Τον ίδιο καιρό που έπαψαν στην Αγγλία να καίνε μάγισσες, άρχισαν να κρεμάνε παραχαράκτες τραπεζογραμματίων».
Αυτή, περίπου, είναι η «ληξιαρχική πράξη γέννησης» των κρατικών ομολόγων και του μηχανισμού διαχείρισης και αναχρηματοδότησης του δημόσιου χρέους. Σε αδρές γραμμές ο μηχανισμός παραμένει ο ίδιος στις μέρες μας, αν αφαιρέσει κανείς τα ευγενή μέταλλα που δεν είναι απαραίτητα στις τράπεζες για να εκδίδουν το ψεύτικο, εικονικό χρήμα με το οποίο δανείζουν κράτος και ιδιώτες. Φυσικά, πρέπει να προσθέσει κανείς τις ιλιγγιώδεις ταχύτητες με τις οποίες τρέχουν οι συναλλαγές μέσα από το Διαδίκτυο και τη διάχυσή τους στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Ένα ελληνικό ομόλογο μπορεί να αγοράζεται και να πουλιέται και στο Λονδίνο, και στη Νέα Υόρκη, και στη Σανγκάη ή στο Τόκιο. Αλλά αυτός ο κοσμοπολιτισμός του συστήματος δεν το κατέστησε και πιο… δημοκρατικό. Το αντίθετο. Του έδωσε την απόλυτη ισχύ της δικτατορίας του χρήματος που μπορεί να κρατά τα κράτη σε ομηρία με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που κρατάει στο χέρι τις πολιτικές ελίτ.
Άλλωστε, αυτό είναι και το πιο οδυνηρό δίδαγμα αυτής της χρηματοπιστωτικής κρίσης που τόσο ξετσίπωτα μεταλλάχθηκε σε κρίση του δημόσιου χρέους, ήτοι των ίδιων των κοινωνιών. Το γεγονός, δηλαδή, ότι η αρπακτική «Διεθνής» αναστήθηκε όχι μόνο οικονομικά, αλλά και πολιτικά. Όπως απέδειξε και το «ελληνικό παράδειγμα», με την κρίση των ομολόγων και τη διεθνή διαπόμπευση της ελληνικής οικονομίας, ήταν μάλλον μια ανόητη αυταπάτη η διαπίστωση -πριν ένα, ενάμιση χρόνο- ότι ο «νεοφιλελευθερισμός πέθανε» (από την οποία αυταπάτη δεν εξαιρέθηκε και ο γράφων). Στην καλύτερη περίπτωση επρόκειτο για νεκροφάνεια. Τώρα, ο νεοφιλελευθερισμός επιστρέφει δριμύτερος και -χωρίς απαραίτητα να ανεμίζει ιδεολογικές σημαίες- με μοχλό την κρίση του χρέους, απαιτεί γη και ύδωρ. Απαιτεί μια φορολογική λεηλασία μαζικής κλίμακας εις βάρος των πολλών, ένα μακροπρόθεσμο ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τον κόσμο της εργασίας κι ένα νέο «συμβόλαιο» με τις πολιτικές ελίτ που καλούνται να αυτοπεριοριστούν στο ρόλο της γλάστρας, βάζοντας τις εθνικές οικονομίες στον αυτόματο πιλότο της μακρόχρονης λιτότητας.
Ο καταληκτικός λόγος και πάλι στον Μαρξ, που ενάμιση αιώνα πριν (και πάντα στο «Κεφάλαιο») περιγράφει με εξαιρετική ακρίβεια τη διαχρονική δικτατορία του χρήματος μέσω του χρέους και μάλιστα ανεξαρτήτως πολιτικής απόχρωσης στα συστήματα διακυβέρνησης: «Το δημόσιο χρέος, δηλαδή το ξεπούλημα του κράτους -αδιάφορο αν είναι απολυταρχικό, συνταγματικό ή δημοκρατικό κράτος- βάζει τη σφραγίδα του στην κεφαλαιοκρατική εποχή. Το μοναδικό κομμάτι του λεγόμενου εθνικού πλούτου, που στους σύγχρονους λαούς ανήκει πραγματικά στο σύνολο του λαού, είναι το δημόσιο χρέος του. Γι’ αυτό είναι πέρα για πέρα συνεπής η σύγχρονη θεωρία που λέει ότι ένας λαός γίνεται τόσο πιο πλούσιος όσο πιο βαθιά βουτιέται στα χρέη. Το δημόσιο χρέος γίνεται το credo (πιστεύω) του κεφαλαίου. Και από τη στιγμή που εμφανίζεται η χρέωση του Δημοσίου, τη θέση του αμαρτήματος ενάντια στο άγιο πνεύμα, για το οποίο δεν υπάρχει άφεση, την παίρνει η καταπάτηση της πίστης απέναντι στο δημόσιο χρέος. Το δημόσιο χρέος γίνεται ένας από τους πιο δραστικούς μοχλούς της πρωταρχικής συσσώρευσης… Το δημόσιο χρέος έχει δημιουργήσει τις μετοχικές εταιρείες, το εμπόριο με συναλλάξιμες αξίες… Με δυο λόγια: το παιχνίδι στο χρηματιστήριο και τη σύγχρονη τραπεζοκρατία».
Γιάννης Κιμπουρόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου