Τρίτη 31 Αυγούστου 2010

Το χρέος της Ελλάδας: ποιο σύνθημα πρέπει να υπερασπιστούμε; του François Chesnais*

| |
Το χρέος της Ελλάδας: ποιο σύνθημα πρέπει να υπερασπιστούμε;

του François Chesnais*

27 Μαΐου 2010

Όσον αφορά το χαρακτηρισμό του ελληνικού χρέους και τα συνθήματα που το αφορούν, οι οργανώσεις και τα κόμματα του αντικαπιταλιστικού και αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος δείχνουν υπερβολική επιφυλακτικότητα, που φτάνει στα όρια της ατολμίας. Θα προσπαθήσω να εξηγήσω γιατί το σύνθημα που επιβάλλεται σήμερα είναι η καταγγελία (όρος καλύτερος από την ακύρωση) του χρέους της από την Ελλάδα. Η πιο αποτελεσματική υποστήριξη των μισθωτών των άλλων χωρών της Ευρώπης στους έλληνες νεολαίους και εργαζομένους θα ήταν ότι κάνουν κι αυτοί το ίδιο. Η καταγγελία αρμόζει σε όλα τα δημόσια χρέη. Είναι ο μόνος τρόπος για να μπει ένα τέλος στη «δικτατορία των αγορών», που θα ήταν καλύτερο να αποκαλέσουμε «εθελούσια υποταγή» των κυβερνήσεων, καθώς είναι τόσο κραυγαλέα η πλήρης παραίτησή τους απέναντι στις τράπεζες και στα ταμεία χρηματιστικών τοποθετήσεων, η αποδοχή τους να μεταβληθούν σε υπηρέτες και εκτελεστικά όργανα των μέτρων που εκείνα θέλησαν.

Το παράδειγμα της Γαλλίας επιτρέπει να εξηγήσουμε τους τοκογλυφικούς μηχανισμούς εξυπηρέτησης των τόκων του χρέους, κεντρικός άξονας των οποίων είναι τα Κράτη. Το χρέος του δημοσίου πηγάζει από το χαμηλό επίπεδο και την ασθενή προοδευτικότητα της άμεσης φορολογίας (φόροι επί του εισοδήματος, του κεφαλαίου και των κερδών των επιχειρήσεων) και τη φοροδιαφυγή. Ο μηχανισμός είναι απλός: οι κυβερνήσεις αρχίζουν δανειζόμενες από εκείνους που αυτές αποφασίζουν να μην φορολογήσουν, πριν τους προστατεύσουν ανοιχτά από τους φόρους όπως ο Σαρκοζί. Η εξυπηρέτηση των τόκων προκαλεί κατόπιν μια μεταφορά πλούτου προς όφελος των κατόχων τίτλων του χρέους ενισχύοντας κάθε φορά περισσότερο την οικονομική και πολιτική τους δύναμη. Οι «αγορές», όρος φετιχοποιημένος πίσω από την ανωνυμία του οποίου κρύβονται εντελώς συγκεκριμένοι χρηματιστικοί θεσμοί, μεγάλες τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρίες και ταμεία χρηματιστικών τοποθετήσεων, μπορούν να υπαγορεύσουν τη πολιτική του κεφαλαίου στις κυβερνήσεις που μπορούν να κρυφτούν πίσω από «την ηθική υποχρέωση να αποπληρώσουν τα χρέη».
Η αύξηση του χρέους συμβάδισε με το κίνημα της χρηματιστικής απελευθέρωσης. Βλέπουμε ότι εκτινάσσεται από τη δεκαετία του 1980. Στη Γαλλία, στις μεταπολεμικές πολιτικές και θεσμικές συνθήκες, η προσφυγή στο δημόσιο χρέος ήταν πολύ περιορισμένη. Όλα αλλάζουν με τη χρηματιστική απελευθέρωση. Το γεγονός που έκανε το χρέος να κάνει άλμα είναι η εισαγωγή από το 1982-83, υπό τις κυβερνήσεις της Ένωσης της Αριστεράς με τον Φαμπιούς και τον Μπερεγκοβουά στην οικονομία, μέτρων που επέτρεπαν τη τοποθέτηση τίτλων που εξέδιδε το υπουργείο Οικονομικών (αυτό που αποκαλούμε «τιτλοποίηση») στην ειδικευμένη αγορά ομολόγων. Πέρασε από το 20% του ΑΕΠ το 1980 στο 35% το 1990, πριν επιταχυνθεί η αύξησή του από το 1991 και πέρα μέχρι να φτάσει το 60% υπό τη κυβέρνηση Ζυπέ και σχεδόν το 64% το 2007. Το φαινόμενο ξεκίνησε η αποζημίωση για τις εθνικοποιήσεις του 1980-81, ένα δώρο στους μεγάλους ομίλους οι προγενέστερες ζημιές των οποίων κοινωνικοποιούνταν από το Κράτος που προχωρούσε στη αναδιάρθρωσή τους πριν τους καταστήσει πολύ αποδοτικούς για τον ιδιωτικό τομέα. Κατόπιν ήλθαν οι δαπάνες του νόμου Στρατιωτικού Προγραμματισμού 1987-1992 (τα Rafales και λοιπά πυρηνικά αεροπλανοφόρα και υποβρύχια) που έδωσαν νέα ώθηση στο χρέος. Από την ύφεση του 1991, η συνδυασμένη επίπτωση των υψηλών πραγματικών επιτοκίων και της αργής ανάπτυξης, που ήδη οφειλόταν επίσης στην εισαγωγή του ευρώ, φέρνει την εξυπηρέτηση των τόκων του χρέους σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο. Η εξυπηρέτηση των τόκων αποτελεί τη δεύτερη δαπάνη του Κράτους, αμέσως μετά την εθνική εκπαίδευση (εκτός πανεπιστημίων) και πριν από όλα τα άλλα υπουργεία, συμπεριλαμβανομένης και της άμυνας.

Η αυξανόμενη χρηματιστική απορύθμιση και χρηματιστική ευφορία της δεκαετίας του 2000 ενέτεινε τις συνέπειες της ευνοϊκής για το κεφάλαιο φορολογίας, τη φοροδιαφυγή προς τους φορολογικούς παραδείσους –την Ελβετία, το Λουξεμβούργο, κατόπιν στους πιο εξωτικούς φορολογικούς παραδείσους- και τη συστηματική μετακόμιση των κοινωνικών εδρών των επιχειρήσεων. Η έκθεση Pebereau του 2007 παρουσιάζει το φορολογικό ανταγωνισμό ως τη φυσιολογική συνέπεια της απελευθέρωσης των αγορών, απέναντι στον οποίο οι κυβερνήσεις δεν έχουν άλλη επιλογή από το να προσαρμοστούν σε αυτόν (…) Το χρέος κατέχεται από τις τράπεζες, τις ασφαλιστικές εταιρίες και τα ταμεία χρηματιστικών τοποθετήσεων (τα Hedge Funds). Στα τέλη του 2003, οι Γάλλοι επενδυτές κατείχαν το 56% του χρέους και οι ξένοι το 40%. Το 2006, οι αριθμοί αντιστράφηκαν. Στα τέλη του 2009 το μερίδιο που κατείχαν τα ξένα ταμεία ήταν το 69,8%.





Βλέπουμε ότι το επίπεδο του χρέους ήταν ήδη πολύ υψηλό πριν εκτοξευθεί στα ύψη εξαιτίας της διάσωσης από τον Σαρκοζί των τραπεζών και των επιχειρήσεων το 2008. Στα τέλη του 2009, το γαλλικό δημόσιο χρέος αντιπροσώπευε το 68% του ΑΕΠ (όπως το δείχνει ο πίνακας, κοντά στο μέσο όρο της ευρωζώνης) και το 12% του κρατικού προϋπολογισμού. Το 2009, όπως ο καθένας μπορεί να το δει στη γραφική παράσταση στη συμπληρωματική επιστολή του υπουργείου Οικονομικών στο έντυπο της φορολογικής δήλωσης, η εξυπηρέτηση του χρέους στις τράπεζες και στα ταμεία τοποθέτησης (43 δισεκατομμύρια ευρώ), απορρόφησε σχεδόν το σύνολο του φόρου επί του εισοδήματος και ήταν υψηλότερη από τα έσοδα του φόρου επί των εταιριών (35 δισεκατομμύρια). Η εξυπηρέτηση του χρέους βαραίνει σχεδόν αποκλειστικά τους μισθωτούς. Το 2010, η Agence France Tresor (του υπουργείου Οικονομικών) έχει ήδη τοποθετήσει στην αγορά τίτλους του δημόσιου χρέους για 120 δισεκατομμύρια ευρώ, από τα οποία τα 60 δισεκατομμύρια για μόνο το μήνα Μάρτιο.



Στην Ελλάδα, τα χαρακτηριστικά αυτού του «απεχθούς χρέους» είναι: μαζική διαφθορά, αγορές όπλων, δαπάνες ολοκληρωτικά αντιπαραγωγικές.

Εξαιτίας του τριπλού γεγονότος,

της άρνησης να φορολογήσει τα υψηλά εισοδήματα, τα περιουσιακά στοιχεία και τα κέρδη και στην εγκαθίδρυση της «βαθμιαίας μείωσης του φόρου» (όσο περισσότερα κερδίζουμε, τόσο λιγότερα πληρώνουμε)
των πολύ στενών σχέσεών της με τους φορολογικούς παραδείσους και με το «φορολογικό ανταγωνισμό» μεταξύ χωρών
του προορισμού ενός τμήματος των δαπανών (αγορά όπλων, στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Αφρική και στο Αφγανιστάν, καταστολή στα προάστια), το γαλλικό δημόσιο χρέος μπορεί να χαρακτηριστεί πολιτικά ως άνομο. Αν το κάνουμε, τότε πρέπει να ενεργήσουμε ανάλογα. Να μπούμε, όπως το κάνουν τόσοι αριστεροί οικονομολόγοι, στη συζήτηση κατά πόσο το χρέος είναι υπερβολικά υψηλό ή όχι, να συζητάμε με ποιο τρόπο πρέπει να το διαχειριστούμε, σημαίνει είτε το θέλουμε είτε όχι ότι το νομιμοποιούμε (…)
Άνομο στη Γαλλία, το χρέος αποκτά στη περίπτωση της Ελλάδας τα χαρακτηριστικά «απεχθούς χρέους». Ο πίνακας δείχνει ότι το 2007, την παραμονή της έκρηξης της παγκόσμιας οικονομικής και χρηματιστικής κρίσης, το ελληνικό χρέος ήταν ήδη υψηλό με όρους ποσοστού επί του ΑΕΠ (94,8%), με το ποσοστό της Ιταλίας να είναι όμως μεγαλύτερο. Ο βασικός μηχανισμός είναι εκείνος που υπενθυμίσαμε για τη Γαλλία. Οι φορολογικές πολιτικές μείωσης των φόρων (επί του εισοδήματος, της περιουσίας και των εταιριών), περιόρισαν τα δημόσια έσοδα και δημιούργησαν ένα δημόσιο έλλειμμα που χρηματοδοτήθηκε από το χρέος. Όμως, το ελληνικό χρέος έχει χαρακτηριστικά «απεχθούς χρέους, για να χρησιμοποιήσουμε το χαρακτηρισμό που δόθηκε στο χρέος χωρών που τις κατατάσσαμε άλλοτε όλες μαζί με το όνομα του Τρίτου κόσμου. Τα ποσά που δανείστηκε χρησίμεψαν για να οργανωθεί η διαφθορά σε πολύ μεγάλη κλίμακα. Γνωρίζουμε σήμερα εδώ και πολλούς μήνες ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και ο προηγούμενος πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής φαλκίδεψαν τις στατιστικές με το διπλό στόχο να κρύψουν την έκταση των πελατειακών τους σχέσεων και να διασώσουν την οικονομική εικόνα της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην ΕΚΤ και στους επενδυτές. Ωστόσο, δεν ασκήθηκε καμιά δίωξη κατά του Καραμανλή. Εκεί όπου είναι γνωστό σε τι χρησίμεψαν τα ποσά (αν και δεν είναι γνωστές οι μίζες που τα συνόδευσαν), έχουμε να κάνουμε με πολύ υψηλές δαπάνες για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων το 2004 και κυρίως, για αγορές όπλων.

Οι αγορές όπλων παραπέμπουν πλήρως στη προβληματική των απεχθών χρεών. Τα προκαταρκτικά δεδομένα της έκθεσης 2010 του SIPRI της Στοκχόλμης, που είναι η πιο σημαντική πηγή δεδομένων για αυτό το θέμα, αποκαλύπτουν ότι η Ελλάδα ήταν ένας από τους πέντε σημαντικότερους εισαγωγείς όπλων στην Ευρώπη ανάμεσα στο 2005 και στο 2009. Μόνον η αγορά μαχητικών αεροπλάνων αντιπροσωπεύει το 38% του όγκου αυτών των εισαγωγών, ειδικά με την αγορά 26 F-16 (ΗΠΑ) και 25 Mirages 2000 (Γαλλία), με αυτό το τελευταίο συμβόλαιο να φτάνει τα 1,6 δισεκατομμύρια ευρώ. Όμως, ο κατάλογος των γαλλικών εξοπλισμών που πουλήθηκαν στην Ελλάδα δεν σταματάει εδώ, περιλαμβάνει επίσης θωρακισμένα οχήματα (70 VBL), ελικόπτερα ΝΗ90, πυραύλους MICA, Exocet, Scalp και τηλεκατευθυνόμενο κατασκοπικό αεροπλάνο (drone) Sperwer. Οι αγορές της Ελλάδας την έκαναν το τρίτο πελάτη της γαλλικής βιομηχανίας άμυνας στη διάρκεια της δεκαετίας που τελειώνει. Το 2008, αυτές οι αγορές έφτασαν τα 261 εκατομμύρια ευρώ. Στο μπλογκ του στη Liberation, ένας άλλος εμπειρογνώμονας των πωλήσεων όπλων, ο Jean-Dominique Merchet, εξηγεί ότι «η Ελλάδα ήταν σε προχωρημένες διαπραγματεύσεις με τη Γαλλία και την Dassault για να αγοράσει τα Rafale για 50 εκατομμύρια ευρώ το κομμάτι. Σήμερα, με τη παρούσα κατάσταση, όλα αυτά θα καταλήξουν σε μια τρύπα στο νερό». Η Γαλλία δεν είναι ο μόνος από τους μεγάλους παραγωγούς όπλων (συναντάμε επίσης τις ΗΠΑ, τη Ρωσία, τη Μ. Βρετανία και τη Γερμανία) που πουλάει όπλα στην Ελλάδα και κατά συνέπεια, την πιέζει να αυξήσει το χρέος της. Η Γερμανία π.χ. της πούλησε κι αυτή ανάμεσα στο 2005 και στο 2009 εξοπλισμούς για πολλά δισεκατομμύρια ευρώ (τανκς Leopard, υποβρύχια Type 214, πυρομαχικά).

Ακόμα κι αν όλα αυτά συμβαίνουν στην Ευρώπη και όχι στην Αφρική ή στη Λατινική Αμερική, ο εξωτερικός δανεισμός από τράπεζες και ταμεία τοποθετήσεων που ανήκουν στις ίδιες χώρες με τις επιχειρήσεις που σας πουλάνε όπλα, παραπέμπει σε ένα είδος υποταγής χαρακτηριστικής του ιμπεριαλισμού. Το πρακτορείο Public Debt Management Agency, που αναφέρεται από τη Natixis-Flash 2010-118, σελίδες 5 και 6, παραθέτει λεπτομερώς ποιος κατέχει το χρέος της Ελλάδας κατά εθνικότητα και είδος του θεσμού. Λίγο πιο διαφορετικοί αριθμοί δημοσιεύτηκαν από τη βρετανική τράπεζα HSBC και άλλοι ακόμα από άλλες γαλλικές πηγές, γεγονός που δείχνει πόσο αδιαφανή είναι τα πράγματα. Εδώ χρησιμοποιούμε εκείνους της υπηρεσίας που διευθύνει στη Natixis ο Patrick Artus, τα δεδομένα του οποίου δίκαια αναφέρουμε συχνά. Κατά εθνικότητα οι έλληνες επενδυτές κατέχουν λοιπόν το 29% του χρέους, ακολουθούμενοι από τους βρετανούς (23%), τους γάλλους (11%) και τους γερμανούς (9%). Το μερίδιο των αμερικανών δεν θα αντιπροσώπευε παρά το 3%. Κατά είδος των επενδυτών, τα ταμεία χρηματιστικών τοποθετήσεων (Hedge Funds, διαχειριστές ενεργητικών και ταμεία συντάξεων) αντιπροσωπεύουν το 58% του συνόλου, μπροστά από τις τράπεζες (45%), και σε μεγάλη απόσταση από τις κεντρικές τράπεζες (5%).

Τα γαλλικά ΜΜΕ τονίζουν πάρα πολύ, στη περίπτωση του ελληνικού χρέους, «τη μεγάλη έκθεση σε κίνδυνο των επενδυτών». Το ελληνικό χρέος ανέρχεται σε 300 δισεκατομμύρια ευρώ το 2010. Ως μέτρο σύγκρισης, οι απώλειες το 2008 από τις συνέπειες των «subprimes» που οι κεντρικές τράπεζες και οι κυβερνήσεις κάλυψαν χωρίς δισταγμό, πλησίασαν τα 700 δισεκατομμύρια ευρώ. Διαπιστώνουμε μια μεγάλη αντίθεση ανάμεσα σε αυτά τα νούμερα που δημοσιεύτηκαν για να «δικαιολογήσουν» στα μάτια των Γάλλων το σχέδιο λιτότητας που επιβλήθηκε στην Ελλάδα και στα νούμερα πολύ χαμηλής έκθεσης σε κίνδυνο που δημοσίευσε κάθε τράπεζα χωριστά: για την BNP Paribas, πέντε δισεκατομμύρια ευρώ, στα οποία προστίθενται τρία δισεκατομμύρια εμπορικών δεσμεύσεων πάνω σε ελληνικές ιδιωτικές επιχειρήσεις. Για τη Société Générale τρία δισεκατομμύρια ευρώ συν μια συμμετοχή 54% στην ελληνική τράπεζα Geniki. Για το Crédit Agricole 850 εκατομμύρια ευρώ, από τα οποία τα 600 για τη θυγατρική της Emporiki. Για την ΑΧΑ 500 εκατομμύρια ευρώ. Ως μέτρο σύγκρισης, τον Οκτώβριο του 2008 το υπουργείο Οικονομικών χρηματοδότησε τη διάσωση των γαλλικών τραπεζών και μεγάλων επιχειρήσεων με 320 δισεκατομμύρια ευρώ.



Μήπως ο κοινωνικός πόλεμος ενάντια στους εργαζομένους και η νέα φάση της κρίσης επιβάλλουν τη καταγγελία του χρέους τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ελλάδα ή στη Ρουμανία;



Πέρα από τους αριθμούς και τις ενδεχόμενες διαφορές τους, η ουσία είναι αλλού. Είναι στο μηχανισμό χρηματοδότησης της «βοήθειας στον ελληνικό λαό» που το Σοσιαλιστικό κόμμα είναι «υπερήφανο» που ψήφισε σε ένδειξη «αλληλεγγύης» καθώς και στη κτηνωδία του σχεδίου λιτότητας που οι σοσιαλιστές βουλευτές και γερουσιαστές στήριξαν με τη ψήφο τους. Τα ΜΜΕ διαλάλησαν ότι «η Γαλλία βοηθάει την Ελλάδα». Ο υπουργός Προϋπολογισμού Μπαρουέν διευκρίνισε αμέσως ότι «αυτή η βοήθεια δεν θα κοστίσει τίποτα στους γάλλους φορολογούμενους». Πράγματι, πρόκειται για χρήματα που το υπουργείο Οικονομικών βρήκε στις αγορές με επιτόκιο γύρω στο 3% και που θα δανειστούν στην Ελλάδα με 5%. Αυτό το επιτόκιο θα είναι χαμηλότερο από εκείνο που πλήρωσε η Ελλάδα στα τέλη Απριλίου και ξεπερνούσε το 11%. «Η βοήθεια» με «αλληλεγγύη» θα πλουτίσει λοιπόν ακόμα περισσότερο τους χρηματιστικούς επενδυτές και θα ενισχύσει και πάλι τη κοινωνική και πολιτική τους εξουσία.

Είναι μέσα στην ακραία ωμότητα των μέτρων που αποφασίστηκαν και που η κυβέρνηση έχει ως αποστολή να προσπαθήσει να επιβάλει κάτω από τη διαρκή επιτήρηση των ξένων ελεγκτών, που αναδεικνύονται ίσως περισσότερο από ο,τιδήποτε τα χαρακτηριστικά απεχθούς χρέους που έχει το ελληνικό χρέος, καθώς και η εντελώς ιμπεριαλιστική σχέση μεταξύ οφειλέτριας χώρας και πιστωτών που αποκρυσταλλώνει ο ρόλος του ΔΝΤ. Τα μέτρα που «διαπραγματεύτηκε» η ελληνική κυβέρνηση με το ΔΝΤ και την ΕΚΤ περιλαμβάνουν το πάγωμα μισθών και συντάξεων του δημόσιου τομέα για πέντε χρόνια και τη κατάργηση δυο μισθών για τους δημόσιους υπαλλήλους. Όσον αφορά τις συντάξεις, η νόμιμη ηλικία, σήμερα στα 65 χρόνια για τους άνδρες και στα 60 για τις γυναίκες, θα συνδεθεί με τη μέση προσδόκιμη ηλικία. Τα χρόνια εργασίας για να έχεις δικαίωμα σε πλήρη σύνταξη θα αυξηθούν προοδευτικά από τα 37 στα 40 χρόνια το 2015. Η βάση του υπολογισμού θα λάβει υπόψη το μέσο μισθό του συνόλου των ετών εργασίας, και όχι πια το τελευταίο μισθό. Ο κύριος συντελεστής του ΦΠΑ αφού πέρασε από 19% σε 21%, αυξάνεται στο 23%.Οι φόροι στα καύσιμα, στο οινόπνευμα και στο καπνό αυξάνουν για δεύτερη φορά σε ένα μήνα κατά 10%. Το Κράτος θα περιορίσει τις δαπάνες λειτουργίας του (υγεία, εκπαίδευση) κατά 1,5 δισεκατομμύρια ευρώ. Η φιλελευθεροποίηση των αγορών των μεταφορών και της ενέργειας θα ενταθεί καθώς και το «άνοιγμα στον ανταγωνισμό» των κλειστών επαγγελμάτων. Στον ιδιωτικό τομέα, η κυβέρνηση θα αναθεωρήσει τη νομοθεσία που απαγορεύει στις εταιρίες να απολύουν πάνω από το 2% του προσωπικού τους κάθε μήνα. Η ελαστικοποίηση της εργασίας θα ενισχυθεί και οι αποζημιώσεις των απολυμένων θα μειωθούν.

Ο χαρακτήρας απεχθούς χρέους που αποκαλύπτουν αυτά τα μέτρα σχετίζεται τόσο με την εξαθλίωση εκατομμυρίων Ελλήνων που θα προκαλέσουν σύντομα, όσο και με τη βεβαιότητα που έχουν οι έστω και ελάχιστα ανεξάρτητοι οικονομολόγοι για το «φιλο-κυκλικό» χαρακτήρα τους. Θα πυροδοτήσουν μηχανισμούς ύφεσης «συμπληρωματικούς» σε εκείνους που η Ευρωπαϊκή Ένωση ήδη γνωρίζει, οι συνέπειες των οποίων θα είναι τόσο ισχυρές ώστε δεν θα μειωθεί ποτέ πραγματικά το ποσό των τόκων που είναι απαραίτητοι για να εξασφαλιστεί η εξυπηρέτηση του χρέους. Θα πρέπει αργά ή γρήγορα να περάσουμε σε μια «διευθέτηση» για να αποφύγουμε τη παύση πληρωμών. Τα δεινά που θα υποστούν οι μισθωτοί, η νεολαία και τα λαϊκά στρώματα έχουν άρα για στόχο να αρπάξουν ό,τι μπορούν όσο αυτό είναι δυνατό καθώς και να κάνουν επίδειξη της πολιτικής δύναμης των πιστωτών. Τέλος, τα μέτρα που επιβάλλονται στην Ελλάδα μέσω του ΔΝΤ και της ΕΚΤ αποτελούν για το χρηματιστικό κεφάλαιο μια επίδειξη της οικονομικής και πολιτικής ισχύος του που, τουλάχιστον προς το παρόν, ενίσχυσε η χρηματιστική κρίση και η οικονομική ύφεση.

Στην αρχή του άρθρου, χρησιμοποίησα τις λέξεις επιφυλακτικότητα και ατολμία. Πάρα πολλά άρθρα παίζουν, μου φαίνεται, στο γήπεδο των ευρωπαϊκών θεσμών, του ευρώ («έξοδος από το ευρώ», «ενιαίο νόμισμα» ή «κοινό νόμισμα»), της μετατροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κλπ. Και άλλα κείμενα, όπως η διακήρυξη των τριών CADTM, προτείνουν «τη φορολόγηση των μεγάλων πιστωτών (τράπεζες, ασφαλιστικές, κερδοσκοπικά ταμεία…αλλά και εύπορα άτομα) στο ύψος των χρεών που κατέχουν», αλλά χωρίς αυτά τα χρέη να ακυρώνονται ή να καταγγέλλονται. Οι CADTM (Επιτροπές για την Ακύρωση του Χρέους του Τρίτου Κόσμου) αγωνίζονται για «την ακύρωση του δημόσιου εξωτερικού χρέους των αναπτυσσόμενων χωρών», αλλά όχι για την ακύρωση εκείνου της Ελλάδας. Η (εφημερίδα του ΝΡΑ) Tous est a nous δημοσιεύει ένα άρθρο που καλεί «να αρνηθούμε το «σχέδιο διάσωσης» χωρίς να αναφέρει τις λέξεις ακύρωση ή καταγγελία, υπενθυμίζοντας απλώς ότι «οι Ισλανδοί αρνήθηκαν να πληρώσουν για μια χρεοκοπία που δεν είναι η δικιά τους, στο δημοψήφισμα του περασμένου Μάρτη. Πρέπει να αρνηθούμε να πληρώσουμε για τα χρέη χωρίς έλεγχο (audit), διαφάνεια και συζήτηση πάνω σε αυτά τα χρέη». Η δήλωση της Ευρωπαϊκής Ριζοσπαστικής Αριστεράς τη Πρωτομαγιά δεν λέει τίποτα για αυτό. Στη προκήρυξή του «Ενάντια στη τυραννία των χρηματιστών» που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του A l’encontre, το MPS (Mouvement Pour le Socialisme) προτείνει το στόχο της «αναστολής της εξόφλησης του δημοσίου χρέους» (αυτό που λέμε επίσης μορατόριουμ). Υποστήριξα αυτή τη θέση στην l’Humanité πριν από τρία χρόνια σε σχέση με τη Γαλλία, αλλά σήμερα μου φαίνεται πολύ άτολμη και ανεπαρκής. Το μορατόριουμ δεν σβήνει το χρέος, μεταθέτει την πληρωμή του για αργότερα. Ο Κέινς το σύστησε για τη Τουρκία και τα βαλκανικά Κράτη στη δεκαετία του 1920. Το ΔΝΤ είναι πάντα έτοιμο να κάνει αυτό που αποκαλείται «χρονικός αναπροσδιορισμός» ή «αναδιάρθρωση» του χρέους για να αποφύγει τη μη αποπληρωμή του.

Άνοιξε μια νέα φάση της παγκόσμιας οικονομικής και χρηματιστικής κρίσης που άρχισε το 2007. Και της κοινωνικής πάλης επίσης, ειδικά στην Ευρώπη. Η έκταση των διαδηλώσεων και η βιαιότητα των συγκρούσεων στην Ελλάδα, καθώς και η εξαγγελία σε όλο και περισσότερες χώρες, στη Πορτογαλία, Ισπανία, Γαλλία, Ουγγαρία, Ρουμανία σχεδίων δραστικών περικοπών των δημοσιονομικών δαπανών, θα έπρεπε να παρακινήσουν την αντικαπιταλιστική και επαναστατική αριστερά να ξανακάνει δικό της το παλιό σύνθημα της καταγγελίας του χρέους, της άρνησης να το πληρώσει. Ήταν το παραδοσιακό σύνθημα του εργατικού κινήματος. Η καταγγελία του χρέους που είχε συνάψει το τσαρικό Κράτος από την Οκτωβριανή επανάσταση του έδωσε στη δεκαετία του 1920 σημαντικό κύρος. Η παρούσα παγκόσμια κρίση μας έφερε πιο κοντά σε ορισμένες πλευρές της κρίσης του 1929. Γιατί η καταγγελία και όχι η ακύρωση; Ο όρος ακύρωση ταιριάζει στο χρέος χωρών πολύ φτωχών και πολύ ευάλωτων. Η έκκληση για ακύρωση απευθύνεται στους πιστωτές. Όταν πρόκειται σήμερα για το χρέος π.χ. της Αϊτής, είναι το σωστό σύνθημα. Στην Ευρώπη, λίκνο του ιμπεριαλισμού όπου δεν είναι μόνο στην Ελλάδα που μισθωτοί και τομείς της νεολαίας έδειξαν ότι είναι έτοιμοι για δράση, το σύνθημα που επιβάλλεται είναι εκείνο που εκφράζει καλύτερα τη διαδικασία στην οποία οι εργαζόμενοι ξεσηκώνονται ενάντια στο κεφάλαιο και στις κυβερνήσεις που αποδέχονται τις εντολές του. Στην Ευρώπη, σε όλες τις χώρες όπου η πληρωμή του χρέους θα μεταφραστεί, όταν δεν μεταφράζεται ήδη, σε δραστικά σχέδια λιτότητας, επιβάλλεται η άρνηση πληρωμής. Στις 10 Μαΐου στη περίπτωση της Ρουμανίας, το ΔΝΤ ανάγγειλε την «υποστήριξή» του στα μέτρα που εξαγγέλθηκαν από τη κυβέρνηση, μεταξύ των οποίων μια μείωση κατά 25% των μισθών στο δημόσιο τομέα και 15% των συντάξεων και των επιδομάτων ανεργίας.

Να γιατί πιστεύω ότι η αντικαπιταλιστική και επαναστατική αριστερά πρέπει να αγωνιστεί για τη καταγγελία του χρέους. Αυτό θα σήμαινε την εξαφάνιση της αγοράς των τίτλων του δημόσιου χρέους, ένα αποφασιστικό βήμα προς το κλείσιμο των χρηματιστηρίων που θα συνοδευόταν από τη κοινωνικοποίηση της πίστης σε ευρωπαϊκή κλίμακα.



* Ο Francois Chesnais (Φρανσουά Σενέ) είναι οικονομολόγος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Paris 13. Μετέχει στο Επιστημονικό Συμβούλιο της Attac. Στο παρελθόν ήταν μέλος της ομάδας του Κορνήλιου Καστοριάδη που εξέδιδε το περιοδικό «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα», και επί δεκαετίες ηγετικό στέλεχος της οργάνωσης OCI και κατόπιν PCI (Λαμπερτιστές). Από το 1995, διευθυντής του περιοδικού Carre Rouge. Σήμερα, είναι μέλος του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος (ΝΡΑ)

Δεν υπάρχουν σχόλια: