Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2010

Περί λάθους, αξιοπιστίας και άλλων αλχημειών ,του Δημήτρη Καζάκη (30/9/2010)

Πέμπτη, 30 Σεπτεμβρίου 2010

Περί λάθους, αξιοπιστίας και άλλων αλχημειών


του Δημήτρη Καζάκη (30/9/2010)

οικονομολόγου αναλυτή


Κατανοώ απόλυτα τη δύσκολη θέση όλων εκείνων που πασχίζουν να εμφανίσουν ως αριστερή πρόταση αυτό που επιδιώκουν τα διεθνή επενδυτικά κεφάλαια και οι μεγάλες τράπεζες, δηλαδή την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους της Ελλάδας εντός του ευρώ, υπό καθεστώς διεθνούς κηδεμονίας και επιτήρησης. Σ’ αυτήν την κατηγορία ανήκει και ο κ. Καλλωνιάτης, ο οποίος σε ένα πρόσφατο σημείωμά του (http://youpayyourcrisis.blogspot.com/2010/09/blog-post_3287.html) αναλαμβάνει να μας διασώσει από ένα τρομερό λογιστικό λάθος και να αποκαταστήσει την χαμένη τιμή της συζήτησης για το δημόσιο χρέος που υποτίθεται ότι έχει διακορεύσει ο υποφαινόμενος.


Ποιο είναι το τρομερό «λογιστικό λάθος»;


Ο κ. Καλλωνιάτης ισχυρίζεται ότι ο γράφων κάνει μέγα λάθος με το να προσθέτει τις εξοφλήσεις του βραχυπρόθεσμου χρέους στα τοκοχρεωλύσια, διότι «ουσιαστικά πρόκειται για ταμειακές διευκολύνσεις - όχι για δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους – οι οποίες επαναλαμβάνονται, ανακυκλώνονται και αυτοακυρώνονται αρκετές φορές μέσα στη διάρκεια του έτους.» Και για να κάνει υποτίθεται κατανοητό αυτό που λέει παραθέτει το εξής παράδειγμα: «εάν κάποιος κάθε μήνα δαπανά εξ αρχής το ισόποσο του μισθού του (πριν τον εισπράξει πχ στο μέσο ή το τέλος του μήνα) χρησιμοποιώντας τη πιστωτική του κάρτα, και στο τέλος κάθε μήνα πηγαίνει και κλείνει το άνοιγμα της πιστωτικής του με τον μισθό που στο μεταξύ κανονικά εισέπραξε, τι να σημαίνει αυτό άραγε; Μήπως ότι δαπανά όλο τον μισθό του για τις αγορές που έκανε και άλλο τόσο για την αποπληρωμή της κάρτας του; Γιατί αυτό κάνει ο κ. Καζάκης όταν προσθέτει στα τοκοχρεολύσια τις εξοφλήσεις βραχυπρόθεσμων τίτλων. Είναι σαν να σου λέει πως στο τέλος του έτους δαπάνησες 14.000 που ήταν ας πούμε το άθροισμα των μισθών σου και άλλες 14.000 για την αποπληρωμή της κάρτας σου (σύνολο 28.000 χωρίς να υπολογίζουμε τόκους χάριν ευκολίας). Μα είναι δυνατόν να έχεις δαπανήσει τα διπλά απ' όσα εισπράττεις ετησίως και μάλιστα αφήνοντας ελάχιστο υπόλοιπο ως χρέος στο τέλος του έτους;»

Έχει δίκιο ως προς το παράδειγμα που αναφέρει ο κ. Καλλωνιάτης; Απόλυτο. Μόνο που του ξεφεύγουν δυο μικρές ασήμαντες λεπτομέρειες: Αφενός δεν λειτουργεί έτσι όπως το περιγράφει το βραχυπρόθεσμο χρέος και, αφετέρου, δεν κάνω τίποτε τέτοιο εγώ. Αν εξαιρέσει κανείς αυτές τις ασήμαντες μικρές λεπτομέρειες, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι ο κ. Καλλωνιάτης έχει απόλυτο δίκιο!
Σχετικά με το παράδειγμα του κ. Καλλωνιάτη, πρέπει να επισημάνουμε ότι το κράτος χρησιμοποιεί την «πιστωτική κάρτα» μη έχοντας διαθέσιμο «μισθό» για να την καλύψει στο τέλος του μήνα. Ο «μισθός» του, δηλαδή τα δημόσια έσοδα, δεν του επαρκούν και γι’ αυτό τραβά από την «πιστωτική κάρτα». Κι όπως όλοι ξέρουν, όσοι τουλάχιστον έχουν βρεθεί στο τέλος του μήνα με ακάλυπτη πιστωτική κάρτα, για να συνεχίσεις να τραβάς από αυτήν και τον επόμενο μήνα, οφείλεις να καταβάλεις τη «δόση» που απαιτεί η εκδότρια τράπεζα. Αυτό συμβαίνει και με το κράτος. Επομένως οι εξοφλήσεις των βραχυπρόσθεσμων τίτλων δεν συνιστούν κάλυψη της «πιστωτικής κάρτας», αλλά καταβολή της τακτικής «δόσης» της.
Αν λοιπόν κάποιος έχει πάρει δάνειο (οικιστικό ή καταναλωτικό) από μια τράπεζα και πληρώνει τακτικά ανά μήνα το καθορισμένο τοκοχρεωλύσιό του και ταυτόχρονα είναι ανοιγμένος σε πιστωτικές κάρτες, είναι ποτέ δυνατόν να μην συνυπολογίσει στη μηνιαία εξυπηρέτηση των δανείων του και τη «δόση» που υποχρεούται να καταβάλει στην εκδότρια τράπεζα της πιστωτικής; Εκτός ίσως από τον κ. Καλλωνιάτη, εγώ προσωπικά δεν γνωρίζω κανέναν που να μην το κάνει. Γιατί λοιπόν να μην ισχύει το ίδιο και για το κράτος; Επειδή έτσι νομίζει ο κ. Καλλωνιάτης;


Ας δούμε τι ισχύει στ’ αλήθεια


Όμως, ας αφήσουμε τα αστεία και τα παραδείγματα και ας πάρουμε τα πράγματα όπως ακριβώς έχουν. Το πρόβλημα του κ. Καλλωνιάτη εντοπίζεται στον πίνακα που παρατίθεται σε ένα άρθρο μου, το οποίο δημοσιεύτηκε στην Αυγή (7/3/10) και είναι ο παρακάτω:


Πίνακας 1: Δαπάνες εξυπηρέτησης δημόσιου χρέους (εκατ. ευρώ)

Α. Τοκοχρεολύσια Β. Εξοφλήσεις βραχυπρόθεσμων τίτλων Σύνολο
Α + Β % επί των Δημόσιων Δαπανών % επί του ΑΕΠ
2000 22.688 6.342 29.030 66,0 21,3
2001 20.946 2.401 23.347 52,4 15,9
2002 28.874 1.303 30.177 65,0 19,3
2003 30.041 2.228 32.269 62,5 18,7
2004 27.799 7.631 35.430 61,2 19,1
2005 30.066 5.085 35.151 59,8 18,0
2006 26.065 8.091 34.156 56,3 16,2
2007 31.923 24.773 56.696 84,4 25,0
2008 37.452 25.674 63.126 84,2 26,4
2009 41.340 35.904 77.224 89,8 32,1
Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων Προϋπολογισμού και Εθνικών Λογαριασμών



Τον αναδημοσιεύουμε για να έχει υπόψη του ο αναγνώστης περί τίνος πρόκειται. Σ’ αυτόν δίνεται μια εκτίμηση των δαπανών εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους με βάση τα στοιχεία των Προϋπολογισμών για την δεκαετία 2000-2009. Σύμφωνα με τον κ. Καλλωνιάτη διαπράξαμε μέγα σφάλμα όταν προσθέσαμε στα τοκοχρεωλύσια, όπως τα ορίζει ο κρατικός προϋπολογισμός, τις εξοφλήσεις βραχυπρόθεσμων τίτλων, για τους λόγους που αναφέραμε. Ποια είναι η αλήθεια;


Πρώτο: Το βραχυπρόθεσμο χρέος είναι δανεισμός, καλύπτει τρέχουσες δανειακές ανάγκες και όχι «ταμειακές διευκολύνσεις». Και όπως όλα τα χρέη, έχει κόστος και προπαντός εξυπηρέτηση. Όπως ακριβώς και ο δανεισμός του δημοσίου με έντοκα γραμμάτια και ομόλογα. Πώς αποτυπώνεται η εξυπηρέτηση των εντόκων γραμματίων και των ομολόγων; Με την πληρωμή τοκοχρεολυσίων. Πώς αποτυπώνεται η εξυπηρέτηση του βραχυπρόθεσμου χρέους; Με τις εξοφλήσεις των βραχυπρόθεσμων τίτλων. Εκτός κι αν ο κ. Καλλωνιάτης ισχυρίζεται ότι ο βραχυπρόθεσμος δανεισμός δεν έχει εξυπηρέτηση, απλά μας τον χαρίζουν οι χρηματογορές και η ΕΚΤ επειδή είμαστε μάγκες. Είναι κι αυτό μια άποψη, αλλά δυστυχώς δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα. Αν λοιπόν θέλει να δει κανείς τη συνολική εξυπηρέτηση του χρέους του από όλες τις πηγές άντλησης δανεισμού, τι κάνει; Αθροίζει τις εξυπηρετήσεις των διαφορετικών χρεών του. Αυτό λέει η κοινή λογική, αυτό κάνουν όλα τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις, αυτό γίνεται και για το κράτος.


Δεύτερο: Που το βρήκε ο κ. Καλλωνιάτης ότι οι βραχυπρόθεσμοι τίτλοι «αυτοακυρώνονται» εντός του έτους; Σε ποιον καζαμία; Γιατί στον προϋπολογισμό, αλλά και στα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους είναι σίγουρο ότι δεν το βρήκε. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο κ. Καλλωνιάτης επιλέγει να αγνοήσει τον μηχανισμό ανακύκλωσης του βραχυπρόθεσμου χρέους που έχω εξηγήσει συνοπτικά στα άρθρα μου και κατασκευάζει μια δική του εκδοχή, δίνει το δικό του αυθαίρετο ορισμό, μόνο και μόνο για να «αποδείξει» το δήθεν μέγα λάθος μου. Με αυτό δεν ισχυρίζομαι ότι θα έπρεπε αναγκαστικά να συμφωνήσει μαζί μου, απλά δεν θα έπρεπε να πει και σ’ εμένα τον δυστυχή που κάνω λάθος; Δεν το κάνει. Όχι από παράλειψη, αλλά από σκοπιμότητα προκειμένου να φανεί ότι χρησιμοποιώ αυθαίρετα κάποια στοιχεία χωρίς να έχω εξηγήσει το γιατί. Πράγμα που στην κοινώς καθομιλουμένη αποκαλείται λαθροχειρία, είτε αρέσει στον κ. Καλλωνιάτη, είτε όχι. Και δεν είναι η μόνη, όπως θα δούμε παρακάτω.


Τρίτο: Ποιον «μισθό» άραγε δαπανά το κράτος για να καλύψει το «άνοιγμα» της πιστωτικής του κάρτας; Μήπως από τα δημόσια έσοδα; Αυτό που ισχυρίζεται με το παράδειγμά του ο κ. Καλλωνιάτης είναι ότι το κράτος έχει να εισπράξει ένα ποσό, αλλά επειδή δεν το έχει στο ταμείο του χρησιμοποιεί μια «πιστωτική κάρτα», παίρνει τα λεφτά που χρειάζεται προκαταβολικά και μετά όταν τα εισπράττει πηγαίνει και καλύπτει το άνοιγμα. Ωραία. Και ξαναρωτάμε, που βρήκε τα λεφτά το ελληνικό δημόσιο για να καλύψει το άνοιγμα της «πιστωτικής κάρτας»; Από τα δημόσια έσοδα; Δηλαδή το 2009 π.χ. που χρειάστηκε να εξοφλήσει βραχυπρόθεσμους τίτλους αξίας 36 δις ευρώ, το κράτος δαπάνησε από τα 55,5 δις ευρώ που ήταν το σύνολο των δημόσιων εσόδων του, το 65% για να καλύψει την «πιστωτική κάρτα»; Είναι ανάγκη να ξέρει οικονομικά κάποιος, ή να έχει τριβή με το θέμα για να αντιληφθεί ότι αυτό δεν έγινε; Κι επομένως τα 36 δις ευρώ αντλήθηκαν από νέο δανεισμό, που σε μεγάλο βαθμό προέρχεται από νέους βραχυπρόθεσμους τίτλους διογκώνοντας και αυτήν την κατηγορία του χρέους σε ετήσια βάση, όπως εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς και από τα στοιχεία που έχω παραθέσει στα άρθρα μου.


Το ίδιο «λογιστικό λάθος» κάνει το Ελεγκτικό Συνέδριο και το Υπουργείο Οικονομικών


Γιατί τον ίδιο διαχωρισμό που κάνει ο κ. Καλλωνιάτης δεν τον κάνουν και οι επιφορτισμένοι με την παρακολούθηση και καταγραφή των στοιχείων φορείς του κράτους; Γιατί δεν τον κάνει η Έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου; Αντίθετα, π.χ. στην «Έκθεση του ελεγκτικού συνεδρίου επί του Απολογισμού των εσόδων και εξόδων του Κράτους έτους 2008 και του Γενικού Ισολογισμού της 31ης Δεκεμβρίου 2008» αναφέρονται τα εξής: «Για την εξυπηρέτηση του Χρέους του Δημοσίου και έναντι πρόβλεψης του Προϋπολογισμού €35.876.972.000, καταβλήθηκαν €62.470.685.137,53, ποσό που αντιπροσωπεύει το 53% των δαπανών του Τακτικού Προϋπολογισμού, έναντι ποσού €55.040.688.847,25, πρόβλεψης του Προϋπολογισμού €30.913.349.000 και ποσοστού 51,22% του προηγούμενου οικονομικού έτους. Το ανωτέρω ποσό αναλύεται ως ακολούθως: Για την πληρωμή τόκων δαπανήθηκε ποσό €10.920.551.528,72, έναντι €10.162.655.000 των προβλέψεων του Προϋπολογισμού. Για την πληρωμή χρεωλυσίων και εξοφλήσεων δανείων καταβλήθηκαν €51.550.133.608,81, έναντι €25.714.317.000 των προβλέψεων του Προϋπολογισμού.» (σ. 34) Το Ελεγκτικό Συνέδριο εμφανίζει ως συνολική εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους για το 2008 το ποσό των 62,470 δις ευρώ. Το ποσό είναι πολύ κοντά με αυτό που παραθέτουμε στον Πίνακα 1 και πηγάζει από την άθροιση των εξυπηρετήσεων των διαφορετικών χρεών.


Μήπως όμως διαφώνησε το Υπουργείο Οικονομικών με την λογική της εκτίμησης του Ελεγκτικού Συνεδρίου; Κάθε άλλο. Στην «Έκθεση του Υπουργού Οικονομικών επί της Εκθέσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τον Απολογισμό των Εσόδων και Εξόδων του Κράτους οικονομικού έτους 2008 και το Γενικό Ισολογισμό της 31ης Δεκεμβρίου 2008» αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Οι δαπάνες για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους (τόκοι + χρεολύσια) ανήλθαν στο ποσό των 63.127.652.271,84 € έναντι πρόβλεψης 36.682.040.000,00 € και ειδικότερα: Οι δαπάνες για την πληρωμή τόκων ανήλθαν στο ποσό των 11.206.779.857,56 € έναντι πρόβλεψης 10.500.000.000,00 €, παρουσιάζουν δηλαδή υπέρβαση κατά 706.779.857,56 € ή κατά ποσοστό 6,7%. Σε σχέση με το 2007 οι τόκοι είναι αυξημένοι κατά 1.414.377.469,49 € ή κατά ποσοστό 14,4%.» (σ. 6)


Τι κάνει το υπουργείο οικονομικών; Μήπως εγκαλεί το Ελεγκτικό Συνέδριο και του επισημαίνει ότι κάνει τραγικό λάθος να συνυπολογίζει τις εξοφλήσεις των βραχυπρόθεσμων τίτλων στις δαπάνες εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους; Όχι βέβαια. Απαντά στην ίδια ακριβώς λογική με το Ελεγκτικό Συνέδριο και διορθώνει την εκτίμηση των συνολικών δαπανών εξυπηρέτησης προς τα πάνω, φτάνοντας το ποσό στα 63,127 δις ευρώ για το 2008. Ο αναγνώστης δεν έχει παρά να δει τον δικό μας πίνακα για να διαπιστώσει ότι και οι δικοί μας «λανθασμένοι» υπολογισμοί για το 2008 φτάνουν την συνολική εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους ακριβώς στο ίδιο ποσό. Τυχαίο; Δεν νομίζω.


Το ίδιο επαναλαμβάνεται σε όλες τις Εκθέσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου και τις Εκθέσεις του Υπουργού Οικονομικών για όλα τα χρόνια που αναφερόμαστε. Άρα δεν είναι μόνο δική μου η ευθύνη γι’ αυτό το τραγικό «λογιστικό λάθος». Περιμένουμε τον κ. Καλλωνιάτη να γράψει λάβρες επιστολές διαμαρτυρίας προς το Ελεγκτικό Συνέδριο, αλλά και προς το Υπουργείο Οικονομικών που παραποιούν έτσι βάναυσα τα στοιχεία. Όμως, τι είναι οι εκθέσεις όλων αυτών μπροστά στην αλάνθαστη λογική του κ. Καλλωνιάτη; Τι ξέρουμε όλοι εμείς οι άμοιροι από εκτιμήσεις εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, όταν υπάρχει ένας Καλλωνιάτης που επιμένει ότι έχουμε κάνει «λογιστικό λάθος»; Και ποιοι είμαστε εμείς που τολμάμε να λέμε ότι έχουμε δίκιο, όταν ο κύριος αυτός μας διαβεβαιώνει ότι έχουμε άδικο;


Το ίδιο «λογιστικό λάθος» κάνει και ο προϋπολογισμός του κράτους


Θα περίμενε κανείς ο κ. Καλλωνιάτης να εμφανίσει κάποια επίσημη πηγή που να στηρίζει την άποψή του και να αποδεικνύει το λάθος μας. Εκτός όμως από τον λόγο της προσκοπικής του τιμής και την τετράγωνη λογική των παραδειγμάτων του – που όμως δεν έχουν καμμιά σχέση με το όλο ζήτημα – δεν έχει τίποτε να παρουσιάσει. Βασίζεται μόνο στην εντύπωση που αφήνει το γεγονός ότι στην Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού οι δαπάνες για τοκοχρεωλύσια παρουσιάζονται ξεχωριστά από τις εξοφλήσεις των βραχυπρόθεσμων τίτλων. Όμως η απλή εντύπωση δεν αποτελεί επιχείρημα, ιδίως όταν κάποιος γνωρίζει πώς να διαβάζει τα στοιχεία. Κάτι όμως που όπως φαίνεται δεν συμβαίνει στην περίπτωση του κ. Καλλωνιάτη.


Το γεγονός ότι η εκάστοτε Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού παρουσιάζει διαφοροποιημένα τα εν λόγω στοιχεία, καθόλου δεν σημαίνει ότι πρόκειται για μη αθροίσιμες δαπάνες εξυπηρέτησης. Αν ο κ. Καλλωνιάτης γνώριζε πώς να διαβάζει τα δεδομένα του προβλήματος, θα πήγαινε για παράδειγμα στη σ. 60 της Εισηγητικής Έκθεσης του Προϋπολογισμού του 2010 όπου παρατίθεται ο συγκεντρωτικός πίνακας 3.7 με τίτλο «δαπάνες τακτικού προϋπολογισμού κατά κατηγορίες» και θα έβλεπε – με την προϋπόθεση ότι γνωρίζει τι διαβάζει – μια υποσημείωση η οποία διευκρινίζει ότι στις δαπάνες του πίνακα (πρωτογενείς + τοκοχρεωλύσια) δεν περιλαμβάνονται οι επιπλέον «δαπάνες για βραχυπρόθεσμους τίτλους δημοσίου, ειδικές εκδόσεις ομολόγων και βραχυπρόθεσμη ταμειακή διευκόλυνση», οι οποίες για το 2009 εκτιμάται ότι ανήλθαν στα 42,7 δις ευρώ. Τι σημαίνει αυτή η υποσημείωση; Ότι εκτός από τις πρωτογενείς δαπάνες του προϋπολογισμού και τα τοκοχρεωλύσια, υπάρχουν και πρόσθετες δαπάνες. Πόσο καλός γνώστης του προϋπολογισμού πρέπει να είναι κάποιος για να αντιληφθεί ότι αυτές οι πρόσθετες δαπάνες εντάσσονται στη συνολική εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους;


Έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι οι δαπάνες για τους βραχυπρόθεσμους τίτλους ανέρχονταν το 2009 σχεδόν στα 36 δις ευρώ. Τα υπόλοιπα 6,7 δις ευρώ αφορούν δαπάνες έκδοσης και εξυπηρέτησης για «ειδικές εκδόσεις ομολόγων», όπως είναι τα γνωστά δομημένα ομόλογα, ή άλλου είδους τίτλων που το κράτος εκδίδει και διακινεί εκτός αγοράς, ή στο παρασκήνιο, αλλά και για «βραχυπρόθεσμη ταμειακή διευκόλυνση» την οποία ο προϋπολογισμός ξεχωρίζει από τους βραχυπρόθεσμους τίτλους. Αναρωτιέμαι ποιος γνωρίζει καλύτερα; Οι συντάκτες του Προϋπολογισμού ή ο κ. Καλλωνιάτης που επιμένει να θεωρεί τους βραχυπρόθεσμους τίτλους ως κάλυψη «ταμειακών διευκολύνσεων»;


Βέβαια το δυστύχημα δεν είναι αυτά που ισχυρίζεται ο κ. Καλλωνιάτης, αλλά το γεγονός ότι ο Προϋπολογισμός δεν παρέχει αναλυτικά στοιχεία για αυτές τις «ειδικές εκδόσεις ομολόγων», ούτε για τις «βραχυπρόθεσμες ταμειακές διευκολύνσεις», ώστε να μπορεί κάποιος να εκτιμήσει την πραγματική έκταση του δημόσιου χρέους, αλλά και της εξυπηρέτησής του. Πρόκειται για περίεργα αφανή χρέη, για τα οποία καμμιά κυβέρνηση δεν δίνει αναλυτικά στοιχεία. Γι’ αυτό και εμείς στον υπολογισμό του δικού μας πίνακα περιοριστήκαμε στην άθροιση των τοκοχρεολυσίων με τις δαπάνες των βραχυπρόθεσμων τίτλων, που για το 2009 δίνουν το ποσό των 77,2 δις ευρώ. Αν αντί για τις δαπάνες μόνο των βραχυπρόθεσμων τίτλων, προσθέταμε το συνολικό ποσό των 42,7 δις ευρώ, τότε το σύνολο της εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους θα ανερχόταν λίγο πάνω από τα 84 δις ευρώ. Ποσό που αντιστοιχεί στο 34,9% του ΑΕΠ για το 2009.


Και για να μην αφήσουμε τον κ. Καλλωνιάτη παραπονεμένο και γεμάτο απορίες για το γιατί ο προϋπολογισμός διαφοροποιεί την παρουσίαση των τοκοχρεολυσίων από τις εξοφλήσεις των βραχυπρόθεσμων τίτλων έχουμε να πούμε τα εξής: Καθαρά για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας. Με την είσοδο της χώρας στο ευρώ η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να διαφοροποιήσει την αποτύπωση του δημόσιου χρέους. Αφενός στο χρέος της κεντρικής κυβέρνησης που για το 2009 ανερχόταν στο 125% του ΑΕΠ και στο χρέος της γενικής κυβέρνησης που για τον ίδιο χρόνο ανερχόταν στο 113% του ΑΕΠ. Η διαφορά έγκειται στο ότι το χρέος της γενικής κυβέρνησης είναι ο τρόπος με τον οποίο μετρά το δημόσιο χρέος η συνθήκη του Μάαστριχτ, ενώ το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης είναι το πραγματικό συνολικό χρέος του κράτους. Για να βγει το πρώτο αφαιρείται από το δεύτερο το λεγόμενο «ενδοκυβερνητικό χρέος», το οποίο είναι καθ’ όλα πραγματικό δημόσιο χρέος, αλλά δεν εντάσσεται στο ορισμό του δημόσιου χρέους που δίνει το Μάαστριχτ. Πρόκειται για μια καθαρά πολιτική συμφωνία σε επίπεδο ευρωζώνης για να υποτιμηθεί τεχνητά το δημόσιο χρέος των κρατών με το σκεφτικό ότι έτσι θα μειωθεί η επίδρασή του στη διαμόρφωση της αξίας του ευρώ.


Όμως συμφωνία, ξεσυμφωνία, το δημόσιο χρέος πρέπει να εξυπηρετηθεί στο σύνολό του. Κι έτσι οι κυβερνήσεις Σημίτη σε συνεργασία με την ευρωζώνη και την ΕΚΤ προώθησαν ως βασική μορφή εξυπηρέτησης του «πλεονάζοντος» δημόσιου χρέους τον βραχυπρόθεσμο δανεισμό. Αυτός είναι ο λόγος που διαφοροποιούν στα κατάστιχα του Προϋπολογισμού τα τοκοχρεωλύσια, που κυρίως αφορούν το δημόσιο χρέος κατά Μάαστριχτ, από τις δαπάνες για βραχυπρόθεσμούς τίτλους, που έρχονται να καλύψουν τις υπόλοιπες δανειακές ανάγκες. Πρόκειται για εσκεμμένη πολιτική τεχνητής υποβάθμισης του πραγματικού συνολικού βάρους που αντιπροσωπεύει το δημόσιο χρέος.


Το ίδιο «λογιστικό λάθος» κάνει και η ΕΣΥΕ


Το εντυπωσιακό δεν είναι αυτό που κάνουν οι κυβερνήσεις και οι συμφωνίες-μούφα που στηρίζουν το ευρώ, αλλά το γεγονός ότι υπάρχουν διάφοροι – ευτυχώς ελάχιστοι – σαν τον κ. Καλλωνιάτη που εμφανίζονται βασιλικότεροι του βασιλέως. Άγνοια; Πολύ χειρότερα, σκοπιμότητα. Μιας και η άγνοια δεν ήταν ποτέ επιχείρημα θα πρέπει να πούμε ότι ο κ. Καλλωνιάτης όφειλε να ψάξει το ζήτημα λίγο περισσότερο πριν αμοληθεί να μας διορθώσει. Γιατί μπορεί να μην γνώριζε όσα είπαμε παραπάνω, αλλά πόσο δύσκολο του ήταν να ανοίξει τα κιτάπια της ΕΣΥΕ και να διαπιστώσει τα εξής:
Πίνακας 2: Σύνολο δαπανών εξυπηρέτησης δημόσιου χρέους (δις ευρώ)
Έτος Σύνολο τόκων και χρεωλυσίων Υπολογισμός με βάση τους προϋπολογισμούς
2001 23,353 23,347
2002 30,182 30,177
2003 32,272 32,269
2004 40,641 35,430
2005 35,153 35,151
2006 34,179 34,156
2007 56,646 56,696



Η πρώτη στήλη του πίνακα 2 είναι το «σύνολο των τόκων και χρεωλυσίων» που δαπανά το κράτος για το συνολικό δημόσιο χρέος του, όπως αυτό καταγράφεται από τους Εθνικούς Λογαριασμούς και παρουσιάζεται στην ειδική έκδοση της ΕΣΥΕ για τα Δημόσια Οικονομικά, έκδοση 2009 (Πίνακας VIII,1, σ. 58). Στη δεύτερη στήλη του πίνακα παραθέτουμε τους δικούς μας υπολογισμούς με βάση τον πίνακα του άρθρου της Αυγής, που ο κ. Καλλωνιάτης καταγγέλλει ως «λογιστικό λάθος». Οι αποκλίσεις που παρατηρούνται ανάμεσα στους δυο υπολογισμούς, οφείλονται στη διαφορετική πηγή των πρωτογενών στοιχείων, αφενός και αφετέρου, στο γεγονός ότι ο υπολογισμός της διεύθυνσης Εθνικών Λογαριασμών είναι σαφώς πιο πλήρης μιας και παίρνει υπόψη του όλες τις άλλες δαπάνες εξυπηρέτησης πέρα από τις εξοφλήσεις βραχυπρόθεσμων τίτλων, που δυστυχώς δεν καταγράφονται αναλυτικά στους προϋπολογισμούς. Αλλάζει όμως αυτό το γεγονός ότι και οι δυο υπολογισμοί, τόσο των Εθνικών Λογαριασμών, όσο και ο δικός μας έχουν ταυτόσημη λογική;
Επιτρέπουμε με όλη μας την καρδιά στον κ. Καλλωνιάτη να θεωρεί ότι ο δικός μας υπολογισμός είναι λάθος και ο υπολογισμός της ΕΣΥΕ είναι ο σωστός. Αλλάζει τίποτε επί της ουσίας; Η κοινή λογική λέει πώς όχι. Λέμε η κοινή λογική, γιατί για την λογική που φαίνεται να υιοθετεί ο κ. Καλλωνιάτης αμφιβάλουμε εντόνως.


Ο λόγος που εμφανίσαμε τον συγκεκριμένο πίνακα στο δημοσιευμένο άρθρο της Αυγής, αντί για τα στοιχεία των Εθνικών Λογαριασμών και της ΕΣΥΕ για το 2000-2007, του Υπουργείου Οικονομικών και του Προϋπολογισμού για το 2008-2009, ήταν απλός: θέλαμε να δώσουμε στον αναγνώστη να καταλάβει την βασική σύνθεση της συνολικής εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους με στοιχεία που είχαν μία ενιαία πηγή, αυτήν των Εισηγητικών Εκθέσεων των Προϋπολογισμών, ώστε όποιος θέλει να είναι σε θέση να τα ελέγξει εύκολα και γρήγορα. Που να φανταστώ ότι θα υπήρχαν ορισμένοι σαν τον κ. Καλλωνιάτη που θα αμφισβητούσαν την αλφαβήτα;


Μετά από όλα αυτά ειλικρινά δεν ξέρω τι άλλο θα μπορούσε να πει κανείς για να πείσει τον κ. Καλλωνιάτη. Όχι πώς τρέφω καμμιά αυταπάτη ότι ο κ. Καλλωνιάτης μπορεί να πειστεί από επιχειρήματα. Το αληθινό πρόβλημα για τον ίδιο δεν είναι το «λογιστικό λάθος», αλλά η αξιοπιστία της πρότασης και πώς θα την πλήξει. Θα μου πείτε βέβαια ότι αν είχα δημοσιεύσει τον πίνακα με τα στοιχεία της ΕΣΥΕ όλα θα ήταν μέλι γάλα. Ούτε ο κ. Καλλωνιάτης, ούτε τα φιλαράκια του στον ΣΥΝ θα είχαν πάρει μυρωδιά περί «λογιστικού λάθους». Αμ δε! Να είστε σίγουροι ότι ακόμη και στο 1+1 θα έβρισκαν «λογιστικό λάθος» ή κάποια παραποίηση, προκειμένου να διαβάλουν την αξιοπιστία της πρότασης και να υπερασπιστούν τα συμφέροντα των αγορών και της ΕΕ. Πάντα με αριστερή εκφορά λόγου και αντικαπιταλιστικά επίθετα.


Το ζουμί της όλης της ιστορίας


Όμως ας κάνουμε τη χάρη στον κ. Καλλωνιάτη. Ας δεχτούμε ότι εμείς έχουμε το λάθος, ότι εμείς, μαζί με τους Εθνικούς Λογαριασμούς, την ΕΣΥΕ, το Ελεγκτικό Συνέδριο, το Υπουργείο Οικονομικών, δεν ξέρουμε τι μας γίνεται και μόνο αυτός και ενδεχομένως τα φιλαράκια του στο γενικό επιτελείο του ΣΥΝ γνωρίζουν πώς να μην παραποιούν στοιχεία. Που θέλει να καταλήξει; Στο επιχείρημα ότι το 97% του δανεισμού πηγαίνει σε αναχρηματοδότηση του δημόσιου χρέους. Αφού λοιπόν μας κατηγορεί για λάθος υπολογισμό, οδηγείται στην εξής χοντροειδή παραποίηση των στοιχείων που έχουμε παραθέσει:


«Με τον τρόπο αυτό, ο κ. Καζάκης καταφέρνει πχ τα 41 δις τοκοχρεολυσίων του 2009 σχεδόν να τα διπλασιάσει, φουσκώνοντας έτσι τις δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους στα 77 δις με τη προσθήκη των εξοφλήσεων βραχυχρόνιων τίτλων του Πίν. 1. Ακολούθως, δε, να τις διογκώσει ακόμη περισσότερο στα 84 δις στον Πίν. 2 υπό τον τίτλο «πληρωμές δανείων». Τη διαφορά αυτή (84-77 = 7 δις.) πουθενά δεν εξηγεί πως προκύπτει, παρότι έχει επεξεργασθεί ο ίδιος τα στοιχεία. Εάν μείνουμε μόνον στα τοκοχρεολύσια της δεκαετίας που ανέρχονται στα 297 δις τότε οι πραγματικές δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους σαν ποσοστό του συνολικού νέου δανεισμού της περιόδου περιορίζονται στο 61% αντί του εκπληκτικού 97% που προβάλλει ο Καζάκης. Το ποσοστό παραμένει σημαντικό, όμως η διαφορά είναι μεγάλη, καθώς ξεπερνά το 1/3 του συνολικού δανεισμού της δεκαετίας. Η υπερβολή ουδέποτε ήταν καλός δάσκαλος. Σου προσφέρει πόντους εντυπώσεων αρχικά προσθέτοντας σε πειθώ, για να σου τα αφαιρέσει με το παραπάνω στη συνέχεια όταν αποκαλυφθεί η αλήθεια.»
Από πού να αρχίσει κανείς και που να τελειώσει. Δεν υπάρχει ίχνος αλήθειας σε όλα όσα ισχυρίζεται ο κ. Καλλωνιάτης, ακόμη κι αν κάποιος είναι αρκετά άσχετος και εύπιστος ώστε να δεχθεί την αρχική του άποψη για «λογιστικό λάθος». Καταρχάς ο Πιν. 2 που αναφέρει ο κ. Καλλωνιάτης δεν υπάρχει στο δικό μου άρθρο της Αυγής. Πρόκειται για έναν πίνακα που παραθέτω σ’ ένα άλλο άρθρο μου που δημοσιεύτηκε στο Ποντίκι (25/3/10) και είναι ο παρακάτω:


Πίνακας 3: Εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους και νέος δανεισμός 2000-2009 (εκατ. ευρώ)

Πληρωμές δανείων Νέος δανεισμός Πιστωτικά υπόλοιπα 31/12 Πρωτογενές αποτέλεσμα**
2000 23.773 29.875 143.608 1.601
2001 25.509 31.960 155.838 4.501
2002 33.340 35.897 166.117 3.773
2003 35.219 37.968 171.323 -431
2004 41.465 50.047 197.830 -3.397
2005 42.074 44.797 214.142 -1.543
2006 37.133 38.748 225.207 1.357
2007 60.920 61.656 239.801 -718
2008 67.467 69.661 262.308 -3.361
2009* 84.184 85.230 298.524 -17.054
Σύνολα 451.084 485.835 - -15.272
* Εκτιμήσεις Προϋπολογισμού 2010.
** Το Πρωτογενές Αποτέλεσμα (πλεόνασμα ή έλλειμμα) ισούται με την αφαίρεση των μη πιστωτικών εσόδων του δημοσίου από τις πρωτογενείς δαπάνες, οι οποίες είναι όλα τα έξοδα του δημοσίου εκτός από τις δαπάνες για την εξυπηρέτηση του χρέους.
Πηγή: Επεξεργασία Ισολογιστικών στοιχείων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους 2000-2008. Το Πρωτογενές Αποτέλεσμα από την Τράπεζα της Ελλάδος, Στατιστικό Δελτίο Οικονομικής Συγκυρίας, διάφορα τεύχη.



Όπως μπορεί να διαπιστώσει ακόμη και ο πιο αδαής, ο πίνακας αυτός συντάχθηκε όχι από τα στοιχεία των Εισηγητικών Εκθέσεων του Προϋπολογισμού των ετών που αναφέρονται – με εξαίρεση το 2009 – αλλά από την επεξεργασία των στοιχείων των Ισολογισμών του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Δηλαδή αθροίζοντας έναν προς έναν τους κωδικούς των Ισολογισμών δημόσιου χρέους του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Για όσους δεν γνωρίζουν οφείλουμε να πούμε ότι το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους καταρτίζει ετήσια Ισολογισμούς σε σχήμα «Τ» όπου στη μια μεριά καταγράφονται όλες οι δαπάνες για τα δάνεια του δημοσίου και από την άλλη όλα τα νέα δάνεια που συνάπτει το κράτος εντός του έτους. Η άθροιση έγινε με βάση τις πρωτογενείς καταγραφές του Ισολογισμού κωδικό προς κωδικό. Μιλάμε για εκατοντάδες κωδικούς κατ’ έτος και επομένως για πολλές χιλιάδες αθροίσεις που έγιναν για να υπάρξει αυτή η εκτίμηση για όλα τα χρόνια του πίνακα.


Μόνη εξαίρεση του πίνακα είναι το 2009, για το οποίο την εποχή που έκανα τους υπολογισμούς δεν υπήρχαν ακόμη τα διαθέσιμα στοιχεία κωδικό προς κωδικό. Γι’ αυτό και χρησιμοποιήθηκαν οι εκτιμήσεις του Προϋπολογισμού.


Ο τρόπος αυτός, αν και εξαιρετικά χρονοβόρος και ιδιαίτερα κοπιώδης για όποιον τον επιχειρήσει, είναι κατά τη γνώμη μας ο πιο αξιόπιστος για να εκτιμηθεί κυρίως η έκταση του νέου δανεισμού κατ’ έτος, αλλά και οι συνολικές δαπάνες εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους. Οι διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα σ’ αυτά τα στοιχεία και στα άλλα που έχουμε παρουσιάσει από άλλες πηγές, οφείλονται σε πιθανά λογιστικά λάθη στους υπολογισμούς που έκανε ο γράφων και είναι κάτι παραπάνω από πρόθυμος να αναγνωρίσει, αλλά και στον διαφορετικό τρόπο εγγραφής των στοιχείων από τις διαφορετικές υπηρεσίες.


Ορισμένοι, άλλοι καλοπροαίρετα, άλλοι λόγω άγνοιας και άλλοι γιατί έπρεπε οπωσδήποτε να βρουν κάτι να πουν, αναρωτήθηκαν γιατί υπάρχει διαφορά ανάμεσα στη συνολική εξυπηρέτηση και το νέο δανεισμό, αφενός και αφετέρου, ανάμεσα στα πιστωτικά υπόλοιπα της δεκαετίας. Με άλλα λόγια, γιατί σύμφωνα με τον πίνακα 3 η διαφορά ανάμεσα στις πληρωμές δανείων και το νέο δανεισμό είναι γύρω στα 40 δις ευρώ, όταν η διαφορά ανάμεσα στα πιστωτικά υπόλοιπα της δεκαετίας είναι κοντά στα 155 δις ευρώ. Η απάντηση είναι απλή. Πέρα από τα όποια δικά μου λάθη στους υπολογισμούς, που δεν αρνούμαι να αναγνωρίσω προκαταβολικά, ο αναγνώστης δεν πρέπει να ξεχνά ότι υπάρχουν αρκετά ομόλογα ή άλλοι τίτλοι που έχουν μεγαλύτερη διάρκεια από δεκαετία και έτσι συμβάλουν στο πιστωτικό υπόλοιπο δυσανάλογα από την ετήσια κίνηση του λογαριασμού τους. Όπως επίσης υπάρχουν και δάνεια που δεν κινήθηκαν σχεδόν καθόλου κατά τη διάρκεια της δεκαετίας. Πρόκειται κυρίως για συμφωνίες swap, ειδικές εκδόσεις ομολόγων, κοκ για τις οποίες οι κυβερνήσεις αρνούνται να δώσουν αναλυτικά στοιχεία. Αυτά επιβαρύνουν το γενικό πιστωτικό υπόλοιπο, δίχως να εμφανίζουν ετήσια κίνηση. Γι’ αυτό και υπάρχει αυτή η διαφορά.


Αν κ. Καλλωνιάτης έμπαινε στον κόπο να επαναλάβει τους υπολογισμούς αυτούς και να με διορθώσει, τότε στ’ αλήθεια θα του ήμουν ευγνώμων! Θα ήμουν ο πρώτος που θα αναγνώριζα τα λάθη μου, αλλά που τέτοια τύχη. Στο περίεργο είδος αριστεράς που ανήκει και ο κ. Καλλωνιάτης, έχει κυριαρχήσει η πιο μεγάλη προχειρότητα, η πιο απλοϊκή μετριότητα και η λατρεία της ήσσονος προσπάθειας, η οποία συνοδεύεται πάντα από μια βαθιά απέχθεια στη σοβαρή δουλειά και στην επίπονη συστηματική αναζήτηση των αληθινών δεδομένων ενός προβλήματος.


Όταν το ένα δεν έχει σχέση με το άλλο, αλλά πρέπει να δημιουργηθούν εντυπώσεις…


Όπως και να ‘χει όμως ακόμη και ο κ. Καλλωνιάτης θα μπορούσε να καταλάβει – αν βέβαια ήταν στοιχειωδώς καλοπροαίρετος – ότι άλλο το 77 δις και άλλο το 84 δις ευρώ εξυπηρέτηση που δίνουν οι δυο διαφορετικοί πίνακες και έχουμε εξηγήσει πιο πάνω από πού βγαίνουν. Όσο για το 61% που βγάζει ο ίδιος τι να πει κανείς; Προσέξτε τι κάνει: αθροίζει τα τοκοχρεωλύσια του δικού μας πίνακα 1 (297 δις ευρώ) και τα διαιρεί με το 490 δις ευρώ που προσεγγιστικά δίνεται από τον δικό μας πίνακα 3 ως νέο δανεισμό της δεκαετίας 2000-2009. Του διαφεύγουν όμως δυο λεπτομέρειες:


Πρώτο: Στα 490 δις ευρώ περιλαμβάνεται και το σύνολο των βραχυπρόθεσμων τίτλων που έχει εκδώσει το κράτος και για τα οποία γίνεται όλη η φασαρία. Τι έγινε η «αυτοακύρωση» για την οποία μιλούσε ο κ. Καλλωνιάτης; Ή μήπως ισχύει μόνο όταν πρόκειται να κάνει κριτική σ’ εμένα, αλλά δεν ισχύει όταν κάνει τις πράξεις αυτός; Βλέπετε ο κ. Καλλωνιάτης μπορεί να αφαιρεί ή να προσθέτει τους βραχυπρόθεσμους τίτλους κατά πώς τον βολεύει κάθε φορά. Αρκεί να πετύχει τον σκοπό του.


Δεύτερο: Το περίφημο 97% δεν βγαίνει από την διαίρεση της εξυπηρέτησης με το νέο δανεισμό. Επειδή γνωρίζουμε ότι τα καταγραμμένα στοιχεία εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους δεν είναι πλήρη, υπολογίσαμε το ποσοστό αναχρηματοδότησης από το συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα της δεκαετίας, όπως το παρουσιάζει ο πίνακας 3. Αυτό αντιστοιχεί μόλις στο 3,1% των 485 και πλέον δις ευρώ του νέου δημόσιου δανεισμού στη δεκαετία. Αν λοιπόν μόλις το 3% του νέου δανεισμού στη δεκαετία κάλυψε το πρωτογενές έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού, το υπόλοιπο 97% που πήγε; Θέλει ιδιαίτερη ευφυΐα για να αντιληφθεί κανείς ότι πήγε για να καλύψει παλιότερα δάνεια;


Ακόμη κι αν υποθέσει κανείς ότι τα πρωτογενή ελλείμματα δεν είναι πλήρη, ότι καταγράφονται υποτιμημένα, κοκ, αλλάζει μήπως η εικόνα; Ακόμη κι αν υποθέσουμε αυθαίρετα πως το συνολικό πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα της δεκαετίας είναι τριπλάσιο από αυτό που αποτυπώνεται στον πίνακά μας, τι θα συμβεί; Ακόμη κι έτσι αντιστοιχεί στο 9,3% του συνολικού νέου δανεισμού της δεκαετίας, ενώ το υπόλοιπο 90,7% πήγε για να καλύψει παλιότερα δάνεια.


Ελπίζω ο αναγνώστης να κατανόησε αυτό που φαίνεται να μην αντιλαμβάνεται ο κ. Καλλωνιάτης. Ακόμη κι αν ξεχνούσαμε αυτά που ξέρουμε και αποδεχόμασταν την υπόθεση του «λογιστικού λάθους», με την οποία ξεκινάει ο κ. Καλλωνιάτης, το 97% δεν έχει καμμιά σχέση μ’ αυτό. Έχει υπολογιστεί με βάση αφενός το σύνολο του νέου δανεισμού της δεκαετίας 2000-2009 – που αποδέχεται ο κ. Καλλωνιάτης ως βάση και των δικών του υπολογισμών – και αφετέρου το συνολικό πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα της ίδιας περιόδου.


Τότε προς τι όλος ο καυγάς; Μα είναι απλό. Έπρεπε πάση θυσία να πληγεί η αξιοπιστία της πρότασης για μη αναγνώριση και άρνηση του χρέους και επειδή δεν μπορούν να την αντικρούσουν με λογικά επιχειρήματα, πέραν της γνωστής επίσημης κινδυνολογίας, και ο υποφαινόμενος, όπως αναφέρει ο ίδιος ο κ. Καλλωνιάτης, «είναι ίσως ο βασικός θεμελιωτής της πρότασης για παύση πληρωμών-έξοδο από το ευρώ-άρνηση χρέους», έπρεπε οπωσδήποτε να βρεθεί ένα λάθος στα οικονομικά στοιχεία που παραθέτει και πάνω τους θεμελιώνεται η όλη πρόταση.


Και μάλιστα να βρεθεί τώρα. Γιατί όπως ομολογεί εμμέσως πλην σαφώς πάλι ο κ. Καλλωνιάτης η πρόταση περπατάει και περπατάει πλατιά όχι μόνο στην αριστερά, αλλά και ευρύτερα στην κοινωνία: «Οφείλω να διευκρινίσω πως τόσο καιρό δεν αποφάσιζα να σχολιάσω αυτό που, εγώ τουλάχιστον, θεωρώ λογιστικό λάθος του κ. Καζάκη γιατί δεν φανταζόμουν πως θα μπορούσε να υιοθετηθεί και να αναπαραχθεί σε τόση μεγάλη έκταση στον διάλογο της αριστεράς και γιατί, φυσικά, υπήρχαν πολύ σημαντικότερα πράγματα να καταπιαστεί κανείς. Όταν, όμως, ένα λάθος προβάλλεται σαν ύψιστη αλήθεια και γίνεται σημαία προπαγανδιστικής καμπάνιας, τότε ο κίνδυνος να γίνει μπούμερανγκ στον αγώνα για την κοινωνική αυτοσυνείδηση και χειραφέτηση αποκτά διαστάσεις που δεν πρέπει νομίζω να παραγνωρισθούν.»


Βλέπετε πόσο ψυχοπονιάρης είναι ο κ. Καλλωνιάτης; Μας λυπόταν τόσο καιρό και δεν μας διόρθωνε, αλλά τώρα που «προβάλλεται σαν ύψιστη αλήθεια και γίνεται σημαία προπαγανδιστικής καμπάνιας» τον έζωσαν τα φίδια. Γι’ αυτό και ούτε αυτός, ούτε οι φίλοι του πρόκειται να βρουν το θάρρος, την παρρησία και την προσωπική εντιμότητα να δεχτούν λογικά επιχειρήματα, όσο ακράδαντα κι αν είναι, ούτε να ομολογήσουν το λάθος τους ότι κι αν πούμε, ότι κι αν συμβεί. Θα συνεχίσουν το ίδιο βιολί και θα ανακαλύπτουν «λάθη» εκεί που δεν υπάρχουν μόνο και μόνο γιατί δεν μπορούν να πλήξουν αλλιώς την πρόταση που έχουμε καταθέσει.


Πώς μια «αθώα» κριτική γίνεται πρόστυχη…


Όπως είδαμε, η κριτική του κ. Καλλωνιάτη δεν είναι μόνο γεμάτη λαθροχειρίες και παραποιήσεις στοιχείων, αλλά γίνεται και πολιτικά πρόστυχη όταν αναφέρει: «Το επιχείρημα αυτό [του 97%, ΔΚ] επανέλαβε τακτικά σε άρθρα του ο κ. Καζάκης, και υιοθέτησαν πολλοί άλλοι (από τον κ. Τόλιο του ΣΥΝ σε εισηγήσεις του, ως τον κ. Σ. Χριστακόπουλο στο πρόσφατο εύστοχο πόνημά του «Η ομοιοπαθητική της διαφθοράς», Ποντίκι, 14/9). Το πρόβλημα είναι πως το επιχείρημα είναι πολύ βολικό για να είναι αληθινό.» Προφανώς ο κ. Καλλωνιάτης θεωρεί εκτός εμού του ιδίου, αλλά και όλους όσους έχουν υιοθετήσει τη λογική και τα στοιχεία της πρότασης, αφελείς, ανίδεους και ηλίθιους. Γιατί πώς είναι δυνατόν να υιοθετούν ένα επιχείρημα χωρίς να το έχουν τσεκάρει, χωρίς να είναι σίγουροι ότι έχει βάση; Αυτή η πρόστυχη αναφορά σε συγκεκριμένα πρόσωπα δεν είναι τυχαία. Επιχειρεί να διευκολύνει τον εσωκομματικό αγώνα της παρέας του μέσα στον ΣΥΝ, λεκιάζοντας τις απόψεις του Τόλιου και του Χριστακόπουλου που φαίνεται να έχουν απήχηση στις γραμμές του, αλλά και ευρύτερα.


Έτσι επιδιώκει να πετύχει μ’ έναν σμπάρο δυο τριγώνια. Μόνο που κρίνει εξ ιδίων τα αλλότρια. Αντί να κάτσει να σκεφτεί γιατί τα φιλαράκια του τον σπρώχνουν να εκτεθεί ισχυριζόμενος ανοησίες περί «λογιστικού λάθους», πήρε σβάρνα χωρίς καν να κάνει τον κόπο να ελέγξει στοιχειωδώς τον ισχυρισμό του. Μα καλά για τόσο χαζούς μας πέρασε. Να αναλύουμε ένα ζήτημα που ξέρουμε εκ των προτέρων ότι θα ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων ειδικά στον χώρο όπου δημοσιεύτηκε αρχικά, χωρίς να έχουμε διπλοτσεκάρει τα δεδομένα μας;


Αν είχε δράμι μυαλό και λίγη καλή θέληση το όλο ζήτημα θα είχε επιλυθεί με ένα απλό τηλεφώνημα, ή με ένα email. Θα γλύτωνε κι αυτός τον διασυρμό. Αλλά, όπως είπαμε, έπρεπε πάση θυσία να χτυπηθεί ύπουλα η πρόταση. Κι ενώ τα φιλαράκια του λουφάζουν στις κρυψώνες τους και δεν τολμούν να αντιπαρατεθούν δημόσια – μιας και κάθε φορά που το επιχείρησαν τους βγήκε ξινό – βρήκαν τον κ. Καλλωνιάτη να το κάνει. Μπορεί να προσφέρθηκε εθελοντικά και ο ίδιος. Όλα μπορεί να τα περιμένει κανείς από έναν παλιό θαυμαστή του Σημιτικού εκσυγχρονισμού, που μόλις πριν λίγους μήνες ανακάλυψε ξανά την αριστερά. Έστω και στην πολύ λάιτ εκδοχή της. Μόνο και μόνο για να μην επιτρέψει την εξάπλωση του μιάσματος της άρνησης του χρέους και της εξόδου από το ευρώ.


Αυτός και ο κ. Τσίπρας, ο οποίος αποδείχτηκε πολύ πιο άσχετος και ανόητος απ’ ότι δείχνει εκ πρώτης όψεως, μιας και δέχεται να παπαγαλίσει ότι του σφυρίζουν στ’ αυτί. Θυμηθείτε τη σοφή ρήση του ότι η χρεωκοπία είναι παραμύθι χωρίς δράκο, που τον έβαλαν να την κάνει αμέσως μετά τη δημοσίευση του άρθρου μου στην Αυγή. Πρόκειται για τα ίδια πρόσωπα που μαζί με τον κ. Καλλωνιάτη ανακάλυψαν το «λογιστικό λάθος» στο ίδιο άρθρο. Θυμηθείτε τις δηλώσεις του ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι να αντιμετωπίσει κανείς το χρέος, ή τις άλλες ανοησίες που ψελλίζει κάθε φορά που αναγκάζεται να αναφερθεί στο δια ταύτα. Θυμηθείτε ότι είναι ο μόνος επίσημος εκπρόσωπος της αριστεράς που έχει υιοθετήσει κατά γράμμα τη θέση των αγορών για το δημόσιο χρέος της Ελλάδας, δηλαδή την αναδιάρθρωση. Κατά τ’ άλλα πλασάρεται για αριστερός. Της οδού Βαλαωρίτου, ίσως.


Γιατί εμφανίζεται να συμφωνεί, όταν είναι προφανές ότι διαφωνεί;


Όμως, ο μέγας τιμωρός, όχι ο Νομάρχης Ψωμιάδης, αλλά ο κ. Καλλωνιάτης, αυτός ο Ραδάμανθυς της Αριστεράς, διακατέχεται από τόση μεγαθυμία ώστε να αναγνωρίσει και σε εμένα τον άμυαλο που τόλμησα να τα βάλω με τέτοιες διάνοιες, τα εξής: «Σημαίνουν οι παρατηρήσεις αυτές πως δεν ισχύουν τα περί χρεοκοπίας και ανάγκης διαγραφής μεγάλου μέρους του χρέους; Ασφαλώς όχι. Αυτά ισχύουν, αλλά για άλλους λόγους που δεν προκύπτουν από τους πίνακες του κ. Καζάκη και έχουν να κάνουν με τέσσερις παράγοντες (ύψος χρέους, πρωτογενές ισοζύγιο, ύψος και τάση επιτοκίου, μεταβολή ΑΕΠ) ο αλγεβρικός συνδυασμός των οποίων προσδιορίζει στην ελληνική περίπτωση το αδιέξοδο της σημερινής κατάστασης και της πολιτικής του Μνημονίου που τη συντηρεί.»


Τρία πουλάκια κάθονται. Αυτό μόνο αξίζει να σχολιάσει κανείς στα παραπάνω. Μα θα πείτε, δεν είναι καλό που ο κ. Καλλωνιάτης παραδέχεται ότι έχω δίκιο για την χρεωκοπία, ειδικά όταν τα φιλαράκια του (Δραγασάκης, Σταθάκης, Τσακαλώτος, Μηλιός και Σία) ακόμη και σήμερα αγωνίζονται να πείσουν ότι δεν υπάρχει τίποτε τέτοιο, εκτός ίσως από μια σκοτεινή συνωμοσία κακών κυβερνήσεων και ακόμη πιο κακών κερδοσκόπων που στρέφεται μάλιστα και εναντίον της αυτού μεγαλειότητος του ευρώ, ή μια «κρίση κεφαλαίου» που δεν αφορά την εργατική τάξη; Είναι δώρο, άδωρο. Γιατί ο κ. Καλλωνιάτης επιχειρεί να κρύψει πίσω από μια παραδοχή για την οποία σήμερα βοά σύσσωμη η ίδια η πραγματικότητα δυο λαθροχειρίες:


Πρώτο: Το γεγονός ότι ο ίδιος δεν είναι υπέρ της μονομερούς διαγραφής μεγάλου μέρους του δημόσιου χρέους, αλλά υπέρ της αναδιάρθρωσης με «κούρεμα». Πράγμα εντελώς διαφορετικό. Η αναδιάρθρωση με «κούρεμα» είναι αυτό που ζητάνε επίσημα τα επενδυτικά κεφάλαια και μάλιστα τα πιο κερδοσκοπικά (Hedge και Vulture Funds) τα οποία ξέρουν πώς να κερδίζουν από την «συντεταγμένη πτώχευση» μιας χώρας.
Δεύτερο: Ο «αλγεβρικός συνδυασμός» που επικαλείται είναι μια μπούρδα που έχει αντιγράψει από τα εγχειρίδια του νεοφιλελευθερισμού. Άλλωστε αυτά είναι και τα κριτήρια που χρησιμοποιεί επίσημα το ΔΝΤ, η τρόικα, αλλά και οι κυβερνήσεις που μας οδήγησαν στη σημερινή χρεωκοπία και το αδιέξοδο.
Το ύψος του χρέους, το πρωτογενές ισοζύγιο του κρατικού προϋπολογισμού, το ύψος και η τάση του επιτοκίου, καθώς και η μεταβολή του ΑΕΠ, είναι παράγοντες που μπορεί να επιδρούν στον ένα ή στον άλλο βαθμό στη γενικότερη κατάσταση του δημόσιου χρέους, αλλά δεν είναι αυτοί που καθορίζουν τη δυναμική του. Ούτε το αν θα χρεοκοπήσει ένα κράτος. Τι είναι εκείνο που καθορίζει το αν ένα χρέος οδηγεί στη χρεωκοπία ή όχι; Δεν χρειάζεται να είναι κανείς γνώστης των οικονομικών για να αντιληφθεί ότι το καθοριστικό είναι η εξυπηρέτηση του χρέους. Ότι ισχύει για ένα νοικοκυριό, ή μια επιχείρηση, ισχύει και για το κράτος. Αυτό που μετρά κανείς για να κρίνει τις προοπτικές του χρέους είναι η δυνατότητά του να το εξυπηρετήσει.


Αν έχει οδηγηθεί σε μια κατάσταση όπου πρέπει να δανείζεται για να εξυπηρετεί τα παλιότερα χρέη, τότε βρίσκεται αμετάκλητα σε χρεωκοπία, είτε βρίσκει να του δανείσουν εκ νέου, είτε όχι, είτε πετυχαίνει χαμηλό επιτόκιο, είτε όχι. Αυτό έχει συμβεί και με το δημόσιο χρέος της Ελλάδας. Αυτό αποδεικνύει το 97% των νέων δανείων που πάνε για την κάλυψη των παλιών χρεών του κράτους και το οποίο έχει καθίσει τόσο άσχημα στο λαιμό του κ. Καλλωνιάτη.


Η τεχνική του κ. Καλλωνιάτη είναι γνωστή από παλιά. Αντί να κάνει τον κόπο να αποδείξει τις δικές του θέσεις και τη δική του λογική, επιχειρεί να προσβάλει την αντίπαλη τεκμηρίωση. Συμφωνούμε στα συμπεράσματα, λέει, αλλά διαφωνούμε στη μεθοδολογία προσέγγισης γιατί ο κ. Καζάκης έχει κάνει σοβαρό «λογιστικό λάθος». Έτσι καθώς υποτίθεται ότι καταρρέει η αξιοπιστία της αντίπαλης άποψης, μπορεί να περάσει χωρίς πολλά-πολλά τη δική του λογική ως τη μόνη σωστή, έστω κι αν δεν έχει εμφανίσει ούτε δείγμα απόδειξης, αλλά και χωρίς να ομολογήσει ότι ταυτίζεται απόλυτα με την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη αντίληψη.


Πώς φτάσαμε στη χρεοκοπία και τι μπορεί να γίνει με το χρέος


Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει κανένα σημείο επαφής και συμφωνίας ανάμεσα στις απόψεις που υπερασπίζομαι και στις απόψεις του κ. Καλλωνιάτη. Ούτε καν στο επίπεδο των παραδοχών. Ξεκινάμε από εντελώς διαφορετικές ταξικές, κοινωνικές και πολιτικές αφετηρίες ακόμη και στο επίπεδο της μεθοδολογίας. Εμένα με ενδιαφέρει να δω πώς θα διασωθεί η χώρα από τη χρεωκοπία για να μπορέσει ο λαός και η εργατική τάξη να σταθούν στα πόδια τους και να ξεκινήσουν μια νέα πορεία. Αυτόν τον ενδιαφέρει πρώτα και κύρια να μην πληγεί η ΕΕ και το ευρώ. Πρόκειται για δυο ριζικά διαφορετικούς κόσμους, οι οποίοι δεν συναντώνται πουθενά εκτός από το πεδίο της αναμέτρησης.


Ακόμη και ο τρόπος που κατανοούν αυτοί οι δυο κόσμοι την επιβάρυνση του δημόσιου χρέους είναι ριζικά διαφορετικός. Αν ξεκινάς από τη σκοπιά των δανειστών και το μόνο που σε απασχολεί είναι τι μπορεί να πετύχεις μέσα από μια συμφωνία μαζί τους, τότε είναι λογικό να σε απασχολεί το ύψος του δημόσιου χρέους στο ΑΕΠ και το επιτόκιο δανεισμού. Όμως ο δανειστής δεν νοιάζεται για το πού θα βρεθούν τα λεφτά για να εξυπηρετηθεί το χρέος, ούτε τον ενδιαφέρει αν προέρχονται από το υστέρημα του λαού και της οικονομίας. Γι’ αυτό και το κριτήριο όλων εκείνων που μιλάνε για αναδιάρθρωση με «κούρεμα» του δημόσιου χρέους είναι η υφιστάμενη υποχώρηση της τρέχουσας αξίας των ελληνικών ομολόγων στην αγορά.


Όλοι οι περισπούδαστοι αυτοί αναλυτές μιλάνε για ρύθμιση του χρέους μέσα από μια μείωσή του της τάξης του 10, 20, 30, 40, 50%, ανάλογα από το τι θα βγάλει η διαπραγμάτευση με τους ομολογιούχους. Κανένας όμως από δαύτους δεν μπήκε στον κόπο να υπολογίσει και να μας πει πόση εξυπηρέτηση χρέους μπορεί να αντέξει η ελληνική οικονομία και ο κρατικός προϋπολογισμός στην παρούσα κατάστασή τους. Πόση εξυπηρέτηση χρέους μπορούν να αντέξουν χωρίς να οδηγηθούμε στη λιτότητα, τις περικοπές και τα ξεπουλήματα αφενός και αφετέρου στον φαύλο κύκλο ενός νέου δανεισμού; Κανείς, εξ όσων γνωρίζω, δεν έχει μπει στον κόπο να κάνει και να μας παρουσιάσει τέτοιους υπολογισμούς.


Κι όμως η ουσία του όλου ζητήματος είναι ακριβώς εκεί. Πώς μπορούμε να αποφασίσουμε πόσο δημόσιο χρέος στο ΑΕΠ είναι σε θέση να αντέξει η ελληνική οικονομία και ο κρατικός προϋπολογισμός, αν δεν βρούμε πρώτα το μέγεθος της εξυπηρέτησης στο οποίο μπορούν να ανταποκριθούν χωρίς να συνθλίβουν τα λαϊκά εισοδήματα, να συμπιέζουν την εσωτερική αγορά, να περικόπτουν διαρκώς κρίσιμες δαπάνες για την κοινωνία και την οικονομία; Ο λόγος που δεν το κάνουν αυτό όσοι μιλούν για αναδιάρθρωση με «κούρεμα» είναι γιατί πολύ απλά δεν τους καίγεται καρφί. Νοιάζονται μόνο για τη «χασούρα» των δανειστών, αν δεν είναι πράκτορες των συμφερόντων τους. Γι’ αυτό και μιλάνε για το τι είναι «δίκαιο» να περικοπεί από το δημόσιο χρέος και τι δεν είναι με βάση μια πιθανή συμφωνία μαζί τους. Κουβέντα για το αν η όποια «δίκαιη» συμφωνία τους μπορεί να εξυπηρετηθεί από την ελληνική οικονομία και το κράτος χωρίς να γυρίσουμε ξανά μανά στα ίδια: λιτότητα και πάλι λιτότητα, μαζί με νέα δάνεια για να πληρωθούν τα παλιά δάνεια.
Για να γίνει κατανοητό αυτό που λέμε, ας δούμε τα υπάρχοντα στοιχεία. Από πού προκύπτει ότι η χώρα έχει οδηγηθεί σε χρεωκοπία; Όπως είπαμε από το βάρος της ετήσιας εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους. Οι δυο πιο συνήθεις δείκτες με βάση τους οποίους μετριέται αυτή η επιβάρυνση είναι συγκρινόμενη με τις εισπράξεις από τις εξαγωγές της οικονομίας και με το σύνολο των δημοσίων εσόδων. Έτσι το 2009 με συνολική εξυπηρέτηση δημόσιου χρέους 84 δις ευρώ, οι εισπράξεις από τις εξαγωγές (εμπορεύματα + υπηρεσίες) ανήλθαν σε 42,2 δις ευρώ, ενώ το σύνολο των δημοσίων εσόδων στα 55,5 δις ευρώ. Με άλλα λόγια η συνολική εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους ανήλθε σχεδόν στο διπλάσιο των εισπράξεων από τις εξαγωγές της χώρας και σχεδόν στο 150% των δημοσίων εσόδων.


Αν τώρα πάρουμε τις αντίστοιχες εκτιμήσεις για ολόκληρη τη δεκαετία του 2000-2009, τότε τι έχουμε; Με συνολική εξυπηρέτηση 450 δις ευρώ περίπου, είχαμε για την ίδια περίοδο σύνολο δημοσίων εσόδων γύρω στα 477 δις ευρώ. Έτσι η συνολική εξυπηρέτηση του τρέχοντος δημόσιου χρέους ανήλθε στο 94% του συνόλου των δημοσίων εσόδων της δεκαετίας. Την ίδια περίοδο το σύνολο των εισπράξεων της ελληνικής οικονομίας από τις εξαγωγές της (εμπορεύματα + υπηρεσίες) ανήλθαν σχεδόν στα 400 δις ευρώ. Επομένως η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους ανήλθε στο 112% των εισπράξεων από το σύνολο των εξαγωγών της δεκαετίας. Με αυτούς τους δείκτες εξυπηρέτησης το δημόσιο χρέος στο τέλος της δεκαετίας (31/12/2009) έφτασε να είναι περίπου 300 δις ευρώ, ή το 125% του ΑΕΠ.


Πόσο πρέπει να κατέβει η συνολική εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους ώστε να πάψει αφενός η λιτότητα και αφετέρου να σπάσει ο κύκλος του νέου δανεισμού; Κανείς δεν έχει απαντήσει σ’ αυτό το ερώτημα απ’ όσους μιλάνε για αναδιάρθρωση του χρέους με «κούρεμα», ή για διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους. Στη δεκαετία του ’80 οι μελέτες για το χρέος είχαν δείξει ότι μια οικονομία του επιπέδου των χωρών της Λατινικής Αμερικής, όπως Χιλή, Αργεντινή, Βραζιλία, Μεξικό, μπορεί να αντέξει μια εξυπηρέτηση της τάξης του 10% έως 20% επί των εξαγωγών. Αν πάρουμε αυτό το μέτρο και το εφαρμόσουμε στην ελληνική οικονομία με βάση τα δεδομένα της τελευταίας δεκαετίας, θα διαπιστώσουμε τα εξής: Για να κατέβει η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους στο 20% επί των εισπράξεων από τις εξαγωγές, θα πρέπει το συνολικό δημόσιο χρέος να πέσει στο 22% του ΑΕΠ από 125% που ήταν στο τέλος του 2009. Για την εξυπηρέτηση αυτού μειωμένου δημόσιου χρέους θα απαιτείται το λιγότερο ένα 4% του ετήσιου ΑΕΠ με την προϋπόθεση ότι οι ρυθμοί μεταβολής του θα είναι τουλάχιστον οι ίδιοι της τελευταίας δεκαετίας.


Που θα βρεθεί αυτό το 4% του ετήσιου ΑΕΠ; Είτε μέσα από ένα πλεόνασμα του κρατικού προϋπολογισμού, το οποίο κάθε χρόνο θα πρέπει να είναι τουλάχιστον τόσο. Είτε, στην περίπτωση κρατικού ελλείμματος, μέσα από νέο δανεισμό, ο οποίος για να μην οδηγήσει σε έναν νέο φαύλο κύκλο υπερχρέωσης θα πρέπει να πληροί δυο θεμελιώδεις προϋποθέσεις: Αφενός, να γίνεται σε εθνικό νόμισμα και όχι σε ξένο σκληρό συνάλλαγμα, όπως είναι το ευρώ, ή άλλο παγκόσμιο νόμισμα από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίου. Κι αφετέρου, να αντλείται από την εσωτερική αγορά όπου η εθνικοποίηση των μεγαλύτερων τραπεζών που κατέχουν τον βασικό όγκο της αγοράς, αλλά και της κεντρικής τράπεζας, εξασφαλίζει την ρύθμιση των επιτοκίων σε χαμηλά επίπεδα.


Αν επιχειρήσει κανείς να ανεβάσει τον πήχη στο 40% του υπάρχοντος δημόσιου χρέους, τότε θα πρέπει να εξασφαλίζει γύρω στο 8% ετήσια από το ΑΕΠ της χώρας για την εξυπηρέτησή του. Με την προϋπόθεση βέβαια ότι το ΑΕΠ γνωρίζει ρυθμούς μεταβολής τουλάχιστον της προηγούμενης δεκαετίας. Βέβαια η άντληση αυτού του 8% από τον κρατικό προϋπολογισμό, ή από την εγχώρια τραπεζική αγορά, μάλλον θα αποτελέσει πρόβλημα έστω και κάτω από τις καλύτερες συνθήκες. Όποια σενάρια υπολογισμών και να κάνει κανείς σε παρόμοια συμπεράσματα θα καταλήξει.
Για να μπορέσει η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους της χώρας να πέσει σε τόσο χαμηλά επίπεδα ώστε να είναι υποφερτή για την οικονομία και τον προϋπολογισμό, χωρίς λιτότητες, περικοπές ζωτικών δαπανών και ξεπουλήματα, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να πληροί τις εξής βασικές προϋποθέσεις:


Πρώτο: Μονομερής διαγραφή άνω του 80% του υπάρχοντος δημόσιου χρέους.
Δεύτερο: Έξοδος από το ευρώ και εισαγωγή εθνικού νομίσματος.
Τρίτο: Εθνικοποίηση των μεγάλων τραπεζών με πρώτη την Τράπεζα της Ελλάδος.
Σε κάθε άλλη περίπτωση η χώρα είναι αδύνατον να ξεφύγει από τον φαύλο κύκλο του δημόσιου χρέους, ακόμη κι αν το «κουρέψει» σε μεγάλο ποσοστό. Θα παραμείνει αιχμάλωτη των εξωτερικών και των εσωτερικών ελλειμμάτων και εξαρτημένη από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίου.


Βέβαια το πραγματικό ερώτημα είναι το εξής: Μπορεί στ’ αλήθεια μια οικονομία με τους πόρους της ήδη κατασπαταλημένους και λεηλατημένους να προχωρήσει γρήγορα σε παραγωγική ανασυγκρότηση, η οποία απαιτεί πολλαπλάσιες επενδύσεις και δαπάνες από το δημόσιο, έχοντας ταυτόχρονα να εξυπηρετεί έστω κι αυτό το 4% ή έστω ένα ακόμη μικρότερο ποσοστό επί του ΑΕΠ; Κατά τη γνώμη μου όχι. Τουλάχιστον για μια δεκαετία η ελληνική οικονομία, αφού πρώτα ξεφύγει από το δόκανο του ευρώ, θα χρειαστεί ότι έχει και δεν έχει από άποψη χρηματοδοτικών πόρων προκειμένου να πετύχει την παραγωγική της ανασυγκρότηση. Όχι μόνο δεν θα της περισσεύει τίποτε, αλλά θα χρειαστεί πρόσθετους πόρους από το εξωτερικό για να εξασφαλίσει τεχνογνωσία, τεχνολογία και εφαρμογές για μια σύγχρονη ανάπτυξη της δικής της παραγωγής.


Εδώ βρίσκεται και η διαφορά της μη αναγνώρισης και άρνησης του χρέους από όλες τις άλλες προτάσεις που επικεντρώνονται απλά στη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του. Δεν μιλάμε φυσικά για τις προτάσεις αναδιάρθρωσης του χρέους με «κούρεμα» και μάλιστα εντός του ευρώ, όπως του κ. Καλλωνιάτη, διότι αυτές δεν κάνουν τίποτε περισσότερο από το να πρακτορεύουν συγκεκριμένα συμφέροντα των διεθνών δανειστών και των οργάνων τους στο ΔΝΤ, την ΕΕ και την ΕΚΤ. Μιλάμε για προτάσεις που μένουν μόνο στο μέγεθος του δημόσιου χρέους, χωρίς να απαντάνε στο κρίσιμο ερώτημα της εξυπηρέτησης: πόση εξυπηρέτηση μπορεί να σηκώσει η ελληνική οικονομία, ο λαός και τα δημόσια οικονομικά του;
Η διαφορά τους με τη δική μας πρόταση δεν έγκειται όπως παραπλανητικά συχνά λέγεται στο ότι εκείνοι επιζητούν τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους, ενώ εμείς τη διαγραφή ολόκληρου του χρέους. Η αληθινή διαφορά βρίσκεται στο ότι η πρόταση για μη αναγνώριση και άρνηση του δημόσιου χρέους ξεκινά από μια διαφορετική αφετηρία. Ξεκινά από την ανάγκη ανατροπής της σχέσης οφειλέτη-δανειστή υπέρ της χώρας μας. Ξεκινά από την τεκμηρίωση της ανάγκης το κράτος και η χώρα να μην αναγνωρίσει το υπάρχον δημόσιο χρέος, να μην αναγνωρίσει το σύνολο των υποχρεώσεών της, όχι απαραίτητα για να το διαγράψει ολόκληρο, αλλά για να αλλάξει ριζικά τους συσχετισμούς δύναμης με τους δανειστές. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί να επιλέξει η χώρα και ο λαός της ποιο μέρος του χρέους αντέχει να πληρώσει, πότε, υπό ποιες συγκεκριμένες προϋποθέσεις και ποιο το όφελος. Χωρίς να δυναμιτιστεί η προσπάθεια ανασύνταξης και παραγωγικής ανασυγκρότησης της οικονομίας. Χωρίς δηλαδή να πάθει ότι και η Αργεντινή, η οποία ενώ διέγραψε το 70% του χρέους της το 2003 αναγνώρισε τις οφειλές της για το 30%, το οποίο έτσι ή αλλιώς δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει ευθύς εξαρχής. Τώρα σέρνεται ξανά πίσω στο κατώφλι του ΔΝΤ.


Ας ξαναγυρίσουμε στον κ. Καλλωνιάτη κι ας τελειώνουμε με τις χοντράδες του. Ο κ. Καλλωνιάτης γκρινιάζει διαρκώς ότι παρουσιάζω στοιχεία που υποστηρίζουν τη λογική μου. Μακάρι να μπορούσα να πω και εγώ το ίδιο γι’ αυτόν και την παρέα του. Τουλάχιστον εγώ παρουσιάζω στοιχεία, ενώ οι κύριοι αυτοί εμφανίζονται μονάχα με ισχυρισμούς που βασίζονται αποκλειστικά και μόνο στην κινδυνολογία. Έτσι και τα βάλουμε με την ΕΕ και τολμήσουμε να φύγουμε από το ευρώ θα επιπέσουν οι δέκα πληγές του Φαραώ επί της φτωχής Ελλαδίτσας. Η λογική αυτή αποτελεί επιχείρημα, όσο επιχείρημα είναι και η κόλαση για τους αμαρτωλούς στη χριστιανική πίστη.
Για να απαντήσει κανείς στο ερώτημα αν μπορεί να επιβιώσει η χώρα χωρίς το ευρώ θα πρέπει πρώτα να απαντήσει στο αν μπορεί να επιβιώσει η χώρα με το ευρώ. Αν έχετε προσέξει όλοι οι απολογητές του ευρώ και της ΕΕ, από τους διατεταγμένους προπαγανδιστές του επίσημου δωσιλογισμού, έως τα βαποράκια τους στην αριστερά, αποφεύγουν όπως ο διάβολος το λιβάνι να αναφερθούν στο συγκεκριμένο ερώτημα. Αρκούνται μόνο σε μια απίστευτη καταστροφολογία για το τι δήθεν πρόκειται να γίνει, αν τυχόν η χώρα απαλλαγεί από τον χαλινό του ευρώ.


Ενώ όταν αναγκάζονται να μιλήσουν για το τι μας έχει «προσφέρει» το ευρώ, τότε απογειώνονται από τον μάταιο τούτο κόσμο της κοινής λογικής και αναζητούν καταφύγιο στην νεφελοκοκκυγία του παραλόγου. Εκεί δηλαδή όπου τα εξωτερικά ελλείμματα είναι απόδειξη αναπτυξιακής δυναμικής και όχι παραγωγικής αποσύνθεσης. Εκεί όπου ο υπερδανεισμός, ιδιωτικός και δημόσιος δεν αποτελεί πρόβλημα, ούτε οδηγεί στην χρεωκοπία. Εκεί όπου με την δραχμή είχαμε πολύ περισσότερα αδιέξοδα και προβλήματα, παρά με το ευρώ. Εκεί όπου η άνοδος του ΑΕΠ, του πιο εικονικού δείκτη της οικονομίας, αποτελεί βασικό κριτήριο της οικονομικής ανάπτυξης. Εκεί όπου το να πληρώσει με κάποιο τρόπο ο λαός και η εργατική τάξη το τοκογλυφικό χρέος που έχει συσσωρεύσει η άρχουσα τάξη, είναι ο μόνος δρόμος.
Κι όχι μόνο αυτό. Η ίδια η κρίση του ευρώ και της ευρωζώνης έχει εξαφανιστεί παντελώς από την ανάλυσή τους. Δεν είναι παρά μια απλή παράπλευρη συνέπεια της παγκόσμιας κρίσης, έστω κι αν ο ίδιος ο Τρισέ έχει πει ότι «από τον Σεπτέμβριο του 2008 αντιμετωπίζουμε την πιο δύσκολη κατάσταση από την εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου – ίσως ακόμη και από την εποχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.» (Der Spiegel, 15/5/10) Τι ξέρει ο Τρισέ από ευρώ και κρίση, όταν υπάρχουν αριστεροί σαν τους Καλλωνιάτη, Μηλιό και Λαπατσιώρα, που ξεμπερδεύουν στα γρήγορα με όλα αυτά σαν να ήταν ασήμαντες λεπτομέρειες. Η απολογητική στην οποία ασκούνται οι κύριοι αυτοί κάνει ακόμη και τους Μπαρόζο-Τρισέ να ωχριούν. Όσο για την τερατώδη υπερδιόγκωση των τραπεζών και την επιβολή ενός δημοσιονομικού ολοκληρωτισμού στην ευρωζώνη υπέρ των χρηματαγορών, ούτε που τους απασχολεί. Γι’ αυτούς δεν υπάρχει μεγαλύτερος «διεθνισμός» από την ολοκληρωτική ισοπέδωση λαών, χωρών και εργατικών τάξεων που εφαρμόζει η ΕΕ σήμερα.


Τέλος θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ένα πράγμα: Αυτός που σε μια τόσο κρίσιμη καμπή της χώρας, του λαού και της εργατικής τάξης αναλαμβάνει να πείσει τον απλό κόσμο ότι μπορεί να κάνει ελάχιστα, ότι δεν μπορεί να πετύχει και πολλά και γενικά ότι δεν μπορεί να αποτινάξει με την πάλη του καταπιεστικά πλαίσια και δεσμά, εδώ και τώρα που το χρειάζεται, που κρίνεται η επιβίωσή του, τότε αυτός δεν ανήκει στην αριστερά. Ότι κι αν δηλώνει, ότι κι αν λέει, ότι κι αν επικαλείται, όποια κι αν είναι η ιστορία του, όσες φορές την ημέρα κι αν προσεύχεται στο μαρξισμό, όσα ευχέλαια κι αν κάνει στην παγκόσμια επανάσταση, όσα καντήλια κι αν ανάβει στον Λένιν, στον Στάλιν ή στον Τρότσκι, όσα πρόβατα κι αν βάφει κόκκινα σαν τον Τραμπάκουλα του Χάρι Κλιν. Δεν αντιπροσωπεύει παρά μια συντηρητική και καθεστωτική δύναμη, μια δύναμη δωσιλογισμού, εθνικής και ταξικής προδοσίας, ανάχωμα και εμπόδιο στην αναγκαία πάλη για τη χειραφέτηση του λαού και της χώρας.
Και με τέτοιες δυνάμεις δεν χωρά διάλογος. Ιδίως σε μια περίοδο όπου η εργατική τάξη, η διανόηση και ο υπόλοιπος λαός καλούνται να δώσουν τη μάχη της ζωής τους. Να με συγχωρούν λοιπόν όλοι οι σ/φοι και φίλοι για τον τρόπο που μεταχειρίζομαι όλους αυτούς τους βολεμένους κυρίους της δήθεν αριστεράς, της δήθεν επιστήμης και της δήθεν αντικειμενικότητας, που σαν τον κ. Μπινιάρη ή σαν τον κ. Καλλωνιάτη έρχονται για να ασκήσουν αφ’ υψηλού κριτική σε πράγματα που δεν σκαμπάζουν μόνο και μόνο για να υπερασπιστούν την κυρίαρχη τάξη και λογική. Καλοπροαίρετος διάλογος ανάμεσα σ’ όσους συνειδητά στρατεύονται σήμερα στην υπηρεσία του λαού, της εργατικής τάξης και των αληθινών συμφερόντων της χώρας και σε όσους πασχίζουν να υπερασπιστούν το άθλιο και χρεοκοπημένο καθεστώς της ευρωενωσιακής υποδούλωσης, δεν μπορεί να υπάρξει. Μόνο ανελέητη πολεμική.
Ο θυμόσοφος λαός συνηθίζει να λέει, δείξε μου τον φίλο σου για να σου πω ποιος είσαι. Στο λαϊκό κίνημα και περισσότερο στην αριστερά ισχύει πάντα το δείξε μου με ποιον κάνεις «διάλογο» για να σου πω ποιος πραγματικά είσαι. Σε όλες τις εποχές όπου κυριαρχεί η δράση με ιστορικούς όρους, όπου η συνεισφορά καθενός μετριέται πολύ συγκεκριμένα και σε ημερήσια βάση, όπου μέτρο σύγκρισης όχι μόνο για συλλογικότητες, αλλά και για τους μεμονωμένους αγωνιστές είναι οι ανάγκες και οι απαιτήσεις ενός ολόκληρου λαού, βρίσκονται κάποιοι ξεπεσμένοι διανοούμενοι, περιπλανώμενοι παράγοντες και παραγοντίσκοι, ανερχόμενοι αστέρες, αποτυχημένοι γραφειοκράτες των κομματικών μηχανισμών και ιδεολογικοπολιτικά ερείπια μιας άλλης εποχής που κηρύττουν την ανάγκη του «διαλόγου» μέσα στην αριστερά. Την ίδια ακριβώς ώρα που χρειάζονται τεκμηριωμένα αιτήματα για να εμπνεύσουν τη μαζική δράση. Είναι κι αυτό ένα στοιχείο της βαθιάς σήψης και αποσύνθεσης μιας αριστεράς που πρέπει να εκλείψει μια δια παντός, να πεταχτεί στα σκουπίδια, ώστε να ανοίξει ο δρόμος σε μια νέα ρωμαλέα επαναστατική δύναμη που να μπορεί να τεθεί επάξια επικεφαλής του τιτάνιου αγώνα που καλείται να δώσει η εργατική τάξη, ο λαός και η χώρα.


Σε τέτοιους «διαλόγους» όπου οποιοσδήποτε μπορεί να αναβαπτιστεί ως έντιμος αριστερός, προοδευτικός, ή δημοκράτης, σαν να βγήκε μόλις από την κολυμπήθρα του Σιλωάμ, παρά το γεγονός ότι υποστηρίζει ότι πιο αντιδραστικό υπάρχει σήμερα, εγώ προσωπικά δεν πρόκειται να συμμετάσχω. Όπως λέει κι ο λαός μας, καλύτερα να σου βγει το μάτι, παρά το όνομα.
30/9/2010
Δημήτρης Καζάκης
Αναρτήθηκε από You Pay Your Crisis στις 7:19 μ.μ.
Ετικέτες ΑΡΘΡΑ / ΚΑΖΑΚΗΣ

Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2010

Ή πληρώνεις ή... δεν πληρώνεις , Δ. ΚΑΖΑΚΗΣ

Σάββατο, 25 Σεπτεμβρίου 2010

Ή πληρώνεις ή... δεν πληρώνεις



ΠΗΓΗ: ΠΟΝΤΙΚΙ 23/9/2010
Δ. ΚΑΖΑΚΗΣ


Ο λογαριασμός του μνημονίου δεν βγαίνει. Το ομολογούν πια ακόμη και οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές του». Κάτι άλλο πρέπει να γίνει» λένε οι πιο… ταγμένοι απολογητές της τρόικας.


♦ Άλλοι προτείνουν ανοιχτά την αναδιάρθρωση του χρέους της χώρας, εντός φυσικά του ευρώ.


♦ Άλλοι ανακάλυψαν την... «ανάταξη του χρέους», που υποτίθεται ότι είναι κάτι διαφορετικό από την αναδιάρθρωση, έστω κι αν στην πραγματικότητα οι αγορές χρησιμοποιούν την έννοια αυτή για να αποδώσουν το ίδιο ακριβώς πράγμα.


♦ Άλλοι πάλι ανέσυραν την ιστορία του ευρωομολόγου. Όλα αυτά βέβαια έχουν τον ίδιο κοινό παρονομαστή: την ελεγχόμενη ή συντεταγμένη πτώχευση της χώρας.


Οι δυστυχέστεροι όμως όλων είναι όσοι διεξάγουν «αντιμνημονιακό» αγώνα χωρίς να μπαίνουν στον κόπο να μας πουν τι θα κάνουν με το δημόσιο χρέος. Θα έχετε προφανώς δει όλους τους επιφανείς υποψηφίους του «αντιμνημονιακού» αγώνα να ζητούν την ψήφο σας. Όλοι, από τους εκλεκτούς της Ν.Δ. έως τους υποψηφίους της επίσημης Αριστεράς και τους «διαφωνούντες» του ΠΑΣΟΚ, εκτοξεύουν μύδρους εναντίον του μνημονίου. Αλλά μέχρι εκεί. Όταν η συζήτηση έρχεται στο διά ταύτα, τότε τα πράγματα αλλάζουν.


♦ Οι εκπρόσωποι της Ν.Δ. καταφεύγουν σε ανέκδοτα περί μηδενισμού του ελλείμματος, για να κρύψουν ότι είναι υπέρ της αναδιάρθρωσης του χρέους και της ελεγχόμενης πτώχευσης της χώρας. Οι άλλοι σφυρίζουν αδιάφορα.


♦ Ορισμένοι ανάγουν τα πάντα στη Δευτέρα Παρουσία της δικής τους χίμαιρας, όπου όλα τα βάσανα του λαού θα βρουν την οριστική λύση τους. Όλα τ' άλλα ας γίνουν στάχτη και μπούρμπερη, για να μάθει ο λαός πως το μόνο που έχει να κάνει σήμερα είναι να τους ψηφίζει και να τους ακολουθεί τυφλά.


♦ Οι υπόλοιποι είναι σίγουροι ότι μέσα στα ίδια πλαίσια της Ε.Ε. και του ευρώ που μας επέβαλαν το μνημόνιο και τη χρεοκοπία αυτοί θα εφαρμόσουν αναδιανομή εισοδημάτων υπέρ των εργαζομένων, θα κρατικοποιήσουν τις τράπεζες και θα προχωρήσουν στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Και μετά ξύπνησαν. Ή, μάλλον, θα ξυπνήσουν άγαρμπα μετά τις εκλογές.


Όλα αυτά γίνονται για να κρύψουν ότι δεν έχουν καμία πρόταση ουσιαστικά διαφορετική από την κυρίαρχη λογική που εφαρμόζεται μέσω του μνημονίου .Ό,τι και να λένε, το κυρίαρχο ζήτημα ήταν και παραμένει ένα: Τι κάνουμε με το δημόσιο χρέος; Όσο κι αν αποφεύγουν να απαντήσουν, όσο κι αν αναζητούν διέξοδο σ' έναν ανούσιο, ανέξοδο και ατελέσφορο «αντιμνημονιακό» αγώνα, το ερώτημα αυτό θα συνεχίζει να τους στοιχειώνει. Και σ' αυτό το ερώτημα - δυστυχώς ή ευτυχώς - δεν υπάρχουν πολλές απαντήσεις. Ή το πληρώνεις ή δεν το πληρώνεις! Μέσος δρόμος δεν υπάρχει.


Νέο καρφί στο φέρετρο


Το αδιέξοδο που βιώνει ο λαός μας, η χρεοκοπία στην οποία έχει οδηγηθεί το κράτος και η χώρα δεν οφείλεται στο μνημόνιο, αλλά στην αξιωματική παραδοχή ότι η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει πάση θυσία να πληρώνει ένα χρέος από τη φύση του καταχρηστικό, προϊόν ρεμούλας και κερδοσκοπίας. Ένα χρέος που δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί χωρίς να αναζητά το κράτος διαρκώς νέα δάνεια από τη διεθνή αγορά για να πληρώσει τα παλιά. Είναι ποτέ δυνατόν να ξεφύγει από τη χρεοκοπία κάποιος που πρέπει διαρκώς να δανείζεται για να πληρώνει παλιότερα δάνεια;


Επομένως, το κεντρικό πρόβλημα δεν είναι τι θα γίνει με το μνημόνιο. Ούτε αν θα υπάρξει νέο μνημόνιο μεγαλύτερης διάρκειας. Το αληθινό πρόβλημα είναι πώς θα γίνει να απαλλαγούν η χώρα και ο λαός της από το άχθος αυτού του δημόσιου χρέους. Διότι όσο συνεχίζει να αναγνωρίζει το χρέος αυτό ως δικό της, όσο συνεχίζει να το εξυπηρετεί, τόσο θα εντείνονται τα αδιέξοδα και θα δοκιμάζεται η επιβίωση της. Είτε υπάρχει μνημόνιο είτε δεν υπάρχει.


Ποιο είναι το ζητούμενο του μνημονίου; Να εφαρμοστούν τέτοιες περιοριστικές πολιτικές και «διαρθρωτικές αλλαγές» που θα επιτρέψουν στην Ελλάδα να κερδίσει ξανά - όπως λέει και ξαναλέει η κυβέρνηση - την εμπιστοσύνη των αγορών. Για να κάνει τι; Να ξαναβγεί στις αγορές με σκοπό να δανειστεί με υποφερτούς όρους και επιτόκια.


Γιατί πρέπει να ξαναβγεί στις αγορές; Για να αναχρηματοδοτήσει το δημόσιο χρέος της. Δηλαδή για να βρει νέα δάνεια προκειμένου να εξυπηρετήσει τα παλιά. Αυτός είναι ο βασικός λόγος που η Ελλάδα χρειάζεται τις διεθνείς αγορές ομολόγων. Γιατί αυτό δεν αποτελεί ομολογία χρεοκοπίας;


Αν κάποιος έχει βρεθεί στην ανάγκη να δανείζεται για να εξυπηρετεί τα χρέη του, τι είναι αυτό που θα πρέπει να τον ενδιαφέρει; Να βρίσκει διαρκώς νέα δάνεια ώστε να παρατείνει την αδιέξοδη κατάσταση του ή να τελειώνει μια και καλή με το σύνολο των χρεών του; Η κυβέρνηση, όπως και οι οπαδοί των διαφόρων παραλλαγών αναδιάρθρωσης του χρέους, έχουν στόχο το πρώτο. Αδιαφορώντας για το γεγονός ότι κάθε νέο δάνειο που συνάπτει η χώρα στην κατάσταση υπερχρέωσης που βρίσκεται είναι ένα ακόμη καρφί στο φέρετρο της.


Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η χώρα οδηγήθηκε στη χρεοκοπία έπειτα από μια δεκαετία εξαιρετικά ευνοϊκής προσφυγής στις διεθνείς αγορές ομολόγων, όπου με μέσο σταθμικό ετήσιο κόστος της τάξης του 4% οι επενδυτές κεφαλαίου και οι τράπεζες αγόραζαν ελληνικά ομόλογα ουσιαστικά στα τυφλά. Σ' αυτό το διάστημα το συνολικό δημόσιο χρέος της χώρας αυξήθηκε κατά 153 δισ. ευρώ, δηλαδή υπερδιπλασιάστηκε. Χρειάστηκε η παγκόσμια κρίση για να αποκαλυφθεί σ' όλο της το μεγαλείο η χρεοκοπία της χώρας.


Η εφαρμογή του μνημονίου δεν οδήγησε απλώς σε μια δραστική αναδιανομή εισοδημάτων και πλούτου υπέρ των δανειστών της χώρας, αλλά δημιουργεί νέα μεγαλύτερα χρέη. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση των ελεγκτών του ΔΝΤ, ο κρατικός προϋπολογισμός, εκτός όλων των άλλων, εμφανίζει σοβαρό πρόβλημα ρευστότητας ύψους 1,5 δισ. ευρώ. Κι αυτό λόγω κυρίως των αυξημένων αναγκών στήριξης των ντόπιων τραπεζών.


Ακόμη, το πρόβλημα εσόδων που αντιμετωπίζει ήδη ο κρατικός προϋπολογισμός έκανε τον κ. Παπακωνσταντίνου να ομολογήσει σε συνέντευξη του στην Bloomberg TV (15.9) ότι «ενδέχεται να έχουμε κάποια υστέρηση στα έσοδα γιατί η χώρα είναι σε ύφεση». Έτσι επινόησε το ομόλογο της διασποράς, που η κυβέρνηση προτίθεται να πουλήσει σε 'Έλληνες του εξωτερικού κάνοντας έκκληση στον πατριωτισμό τους. Πρόκειται για λύση απελπισίας.


Το ίδιο και η πρακτική που εισήγαγε η κυβέρνηση με τη μηνιαία έκδοση τριμηνιαίων και εξαμηνιαίων έντοκων γραμματίων ώστε να βρει τα πολυπόθητα έσοδα και να καλύψει τις αυξανόμενες «μαύρες τρύπες». Έτσι, στις 14/9 πούλησε εξαμηνιαία έντοκα γραμμάτια αξίας 1,17 δισ. ευρώ σε επενδυτές - κυρίως τράπεζες του εσωτερικού - με επιτόκιο που έφτασε το 4,82%. Ενώ στις 21/9 πούλησε τριμηνιαία έντοκα γραμμάτια συνολικής αξίας 390 εκατ. ευρώ με επιτόκιο 3,98%. Αν και σ' αυτήν την έκδοση εκδήλωσαν ενδιαφέρον κάποιοι ξένοι θεσμικοί επενδυτές, ο κύριος όγκος αγοράστηκε πάλι από τράπεζες του εσωτερικού.


Οι θριαμβολογίες για την υπερπροσφορά που εμφανίστηκε, αλλά και την οριακή μείωση του επιτοκίου των τριμηνιαίων εντόκων σε σχέση με την προηγούμενη φορά, δεν μπορεί να κρύψουν τη δεινή θέση ενός κράτους το οποίο αντιμετωπίζει τέτοιο πρόβλημα ρευστότητας ώστε αναγκάζεται να δανειστεί με βραχυπρόθεσμους τίτλους σε τακτική βάση. Πράγμα που συνιστά εξαιρετικά επαχθή τρόπο δανεισμού. Κι αυτό διότι το ετήσιο κόστος για τα εξαμηνιαία έντοκα γραμμάτια φτάνει το10%, ενώ για τα τριμηνιαία ξεπερνά το 16%!


Θανατηφόρο... φάρμακο


Μπορεί να συνεχιστεί έτσι αυτή η κατάσταση; Και βέβαια όχι. Διότι η πηγή του προβλήματος, ο κύριος λόγος που οδηγηθήκαμε στην υπερχρέωση και τη χρεοκοπία, δεν είναι το κρατικό έλλειμμα ούτε η «έλλειψη εμπιστοσύνης των αγορών». Η κύρια πηγή του δημόσιου χρέους είναι τα παραγωγικά και εξωτερικά ελλείμματα της ελληνικής οικονομίας, τα οποία τη δεκαετία του ευρώ εκτινάχθηκαν στα ύψη και δημιούργησαν αυτό που επίσημα αποκαλείται «κρίση ανταγωνιστικότητας» της ελληνικής οικονομίας.


Αυτό πλέον αναγνωρίζεται από κάθε σοβαρό αναλυτή της σημερινής κρίσης, ακόμη κι όταν δουλεύει για την... ΕΚΤ. Για παράδειγμα, σε μια πρόσφατη ανάλυση του προβλήματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών από μια ομάδα οικονομολόγων της ΕΚΤ διαπιστώθηκε η ζοφερή επιδείνωση του κατά τη διαδικασία ένταξης στο ευρώ και κατόπιν: «Στην τελευταία υποπερίοδο 1999-2007 παρατηρήθηκε σημαντικό άνοιγμα και επιμονή του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών. Αυτό με τη σειρά του ανέδειξε το ζήτημα της εξωτερικής αειφορίας της Ελλάδας, στα πλαίσια της δυνατότητας η οικονομία της να εξυπηρετήσει μακροπρόθεσμα τις συσσωρευμένες υποχρεώσεις του εξωτερικού χρέους της...


Ένα από τα κύρια ευρήματα είναι το γεγονός ότι η χρηματοπιστωτική φιλελευθεροποίηση που συνέβη στη δεκαετία του 1990 και η διαδικασία της νομισματικής ολοκλήρωσης, που οδήγησε στην υιοθέτηση του ευρώ το 2001, είχαν αποτέλεσμα μια αξιοσημείωτη πιστωτική επέκταση και πτώση στις ιδιωτικές αποταμιεύσεις, συμβάλλοντας σε μια δραστική χειροτέρευση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών. Στην κατοπινή περίοδο της ένταξης στην Ευρωζώνη η πιστωτική επέκταση και το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών διατηρήθηκαν σε υψηλά επίπεδα» (Current account determinants and external sustainability in periods of structural change, by Sophocles N. Brissimis, George Hondroyiannis, Christos Papazoglou, NicholasT. Tsaveasand Melina A. Vasardani, Working Paper Series, No 1243/September 2010).
Με απλά λόγια, η πολιτική φιλελευθεροποίησης που ακολουθήθηκε για την προετοιμασία της χώρας για την ένταξη στο ευρώ, καθώς και αυτή καθαυτή η ένταξη εκτίναξαν το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Κι αυτό επειδή η σχέση μας με το ευρώ οικοδομήθηκε στη βάση της διαρκούς συμπίεσης των λαϊκών εισοδημάτων και στην αποδυνάμωση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας. Αυτός είναι ο κύριος λόγος που εκτινάχθηκαν τα εξωτερικά ελλείμματα.
Ταυτόχρονα ενισχύθηκε η κερδοσκοπία μέσω της χρηματοπιστωτικής επέκτασης, που συνέβαλε καθοριστικά στην εκτίναξη του δημόσιου χρέους και στη χρεοκοπία της χώρας. Το δράμα είναι ότι η ίδια πολιτική που μας έφερε σε αυτήν την κατάσταση μας επιβλήθηκε, μέσω του μνημονίου, ως αναγκαία λύση για την έξοδο απ' αυτήν. Η ίδια πολιτική, μόνο σε θανατηφόρα δόση.

Τα μέλη της Ε.Ε. σε πορεία σύγκρουσης

Ωστόσο το πρόβλημα δεν βρίσκεται μόνο στο γεγονός ότι το ευρώ δημιούργησε συνθήκες παραγωγικής αποσύνθεσης της οικονομίας και δημοσιονομικής χρεοκοπίας. Βρίσκεται επίσης στο γεγονός ότι με το ευρώ και την Ε. Ε. η χώρα έχασε όλα εκείνα τα εργαλεία οικονομικής πολιτικής που χρειάζεται για να αντιμετωπίσει μια ύφεση, και μάλιστα μια κρίση χρέους.
Σ' αυτό έγκειται και το σημερινό αδιέξοδο της χώρας. Ειδικά σε μια περίοδο που η Ε.Ε. έχει μετατραπεί στο επίκεντρο της παγκόσμιας κρίσης. Αυτό πλέον είναι κοινό «μυστικό» σε όλους τους φορείς που παρακολουθούν την παγκόσμια οικονομία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η τελευταία έκθεση «Trade and development report», 2010, της United Nations Conference on Trade and Development (OHE), που δημοσιοποιήθηκε στις 14/9. Σ' αυτήν επισημαίνεται ότι «η κρίση της Ευρώπης δηλώνει πως το σημερινό καθεστώς πολιτικής της Ευρωζώνης είναι πολύ πιθανό να μην μπορεί να διατηρηθεί και ότι οι ασυντόνιστες εθνικές πολιτικές των κρατών - μελών βρίσκονται σε πορεία σύγκρουσης.
Κυρίως γι' αυτούς τους λόγους η Ευρώπη είναι σήμερα το παγκόσμιο θερμό επίκεντρο της αστάθειας και της απόκλισης. Αφού ξεκίνησε από τις Ηνωμένες Πολιτείες, η παγκόσμια κρίση έχει τώρα επικεντρωθεί στην Ευρώπη και η περιφέρεια αυτή επιβραδύνει την παγκόσμια ανάκαμψη λόγω της σημασίας της στο παγκόσμιο εμπόριο». Ενδιαφέρον όμως έχει το τι εντοπίζει η συγκεκριμένη έκθεση ως προς τους παράγοντες που συντέλεσαν καθοριστικά στην ελληνική κρίση: «Ως μέλος της Ευρωζώνης, η Ελλάδα έχει ουσιαστικά παρα¬χωρήσει όλα τα μακροοικονομικά εργαλεία πολιτικής που εν δυνάμει θα μπορούσαν να την βοηθήσουν να αντιμετωπίσει την παρούσα κρίση.


♦ Πρώτον, λόγω των περιορισμών που επιβλήθηκαν από τις συνθήκες της Ε. Ε. και το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, όπως επίσης και τις ογκούμενες πιέσεις από τους Ευρωπαίους εταίρους και τις χρηματοπιστωτικές αγορές, η ελληνική κυβέρνηση εφάρμοσε δρακόντεια μέτρα δημοσιονομικής λιτότητας - το ακριβώς αντίθετο απ' αυτό που ήταν δικαιολογημένο, δηλαδή μια αντικυκλική δημοσιονομική πολιτική.


♦ Δεύτερον, ενώ απαγορευόταν η παροχή οποιασδήποτε νομισματικής υποστήριξης στο ελληνικό δημόσιο ταμείο, η Κεντρική Τράπεζα της χώρας δεν είναι επίσης σε θέση να υποστηρίξει την οικονομία ή το τραπεζικό σύστημα.


♦ Τρίτον, δεν είναι πια δυνατή η αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της χώρας μέσα από την υποτίμηση της ονομαστικής αξίας του νομίσματος της. Αυτός ο τελευταίος περιορισμός θέτει την Ελλάδα σε ακόμα χειρότερη θέση από τις αναπτυσσόμενες οικονομίες και τις αναδυόμενες αγορές που έχουν αντιμετωπίσει ανάλογες χρηματοπιστωτικές κρίσεις...
Όχι μόνο μια καθορισμένη διαδικασία υποτίμησης μισθών και τιμών είναι πολύ περισσότερο επίπονη από μια νομισματική υποτίμηση, αλλά ένα πρόσθετο πρόβλημα προκύπτει από το γεγονός ότι, ενώ οι τιμές και τα τρέχοντα εισοδήματα πέφτουν κατ' αυτή τη διαδικασία, η αξία του χρέους... παραμένει αμετάβλητη, ώστε η πραγματική επιβάρυνση του χρέους να αυξάνεται».
Το γεγονός ότι εντός της ευρωζώνης και της Ε.Ε. η Ελλάδα βρίσκεται σε χειρότερη θέση από οποιαδήποτε άλλη χώρα του «Τρίτου Κόσμου» αντιμετώπισε κρίση χρέους ανάλογη με τη δική μας, έχει οδηγήσει στο σημερινό αδιέξοδο. Κι αυτό ανεξάρτητα από την επιβολή του μνημονίου, που έτσι ή αλλιώς είναι ο μόνος σίγουρος δρόμος για την επίσημη πτώχευση της χώρας.
Η κατάσταση αυτή εξασφαλίζει ότι η χώρα θα παραμείνει έρμαιο των αγορών που πιέζουν διαρκώς για ελεγχόμενη πτώχευση και αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να επωφεληθούν από τη δήμευση και ρευστοποίηση της χώρας. Πολύ περισσότερο από τη στιγμή που η πολιτική του μνημονίου προετοιμάζει νέες εξάρσεις του δανεισμού, ιδιωτικού και δημόσιου, μέσα από τη συρρίκνωση των εισοδημάτων, την εξαφάνιση των αποταμιεύσεων, την κρίση ρευστότητας των τραπεζών και του κράτους, αλλά και την ιδιωτικοποίηση των πάντων.
Μόνη λύση είναι να απαλλαγεί η χώρα από το μνημόνιο και την πολιτική του, ώστε να αποτραπούν τα χειρότερα. Όμως η απαλλαγή από το μνημόνιο συνδέεται άμεσα και άρρηκτα με την απαλλαγή από τον βραχνά του δημόσιου χρέους. Κι αυτό μπορεί να συμβεί μόνο αν επιβληθεί εδώ και τώρα η μη αναγνώριση και η άρνηση του δημόσιου χρέους της χώρας. Μαζί με την έξοδο από το ευρώ μπορεί να δοθεί πραγματικά η ευκαιρία να αντιμετωπιστεί η ύφεση και να αναταχθεί η οικονομία της χώρας προς όφελος του λαού της. Μόνο έτσι μπορούμε να ξεφύγουμε από τον φαύλο κύκλο της χρεοκοπίας και θα πάψουμε να βρισκόμαστε στο έλεος των διεθνών αγορών.


Αναρτήθηκε από You Pay Your Crisis στις 3:10 μ.μ.
Ετικέτες ΑΡΘΡΑ / ΚΑΖΑΚΗΣ

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

Ο νομοτελειακός χαρακτήρας των σκανδάλων , Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΡΟΥΣΗ

Κυριακή, 26 Σεπτεμβρίου 2010

Ο νομοτελειακός χαρακτήρας των σκανδάλων


Πηγή: Ελευθεροτυπία

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΡΟΥΣΗ Καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου grousis@ath.forthnet.gr

Μία από τις μεγάλες μάχες του Λένιν προς το τέλος της ζωής του ήταν η μάχη κατά της σοβιετικής γραφειοκρατίας, την οποία γενικότερα και όχι μόνο ως προς τη σοβιετική της μορφή, την αντιμετώπιζε από τρεις διαφορετικές οπτικές γωνίες:
Είτε σαν απόσπαση της κυρίαρχης τάξης από τις λαϊκές μάζες, κάτι που χαρακτηρίζει όλες τις ταξικές κοινωνίες και εκλείπει στο σοσιαλισμό, είτε σαν απόσπαση των διαχειριστών της εξουσίας από την κυρίαρχη τάξη στο βαθμό που αυτοί μέσω της θέσης τους επιδιώκουν πέρα από την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης και την ιδιοτελή εξυπηρέτηση των δικών τους ιδιαίτερων συμφερόντων, κάτι που μπορεί να συμβαίνει και στο σοσιαλισμό, είτε σαν χαρτοβασίλειο, κακή οργάνωση, υπεροχή του τύπου πάνω από το περιεχόμενο, κάτι που χαρακτήριζε το σοβιετικό σοσιαλισμό, ο οποίος από αυτή τη σκοπιά είχε κατά τον Λένιν πολλά να ζηλέψει από τον γερμανικό κρατικό καπιταλισμό και γενικότερα από την τεϊλοριανή εργοστασιακή οργάνωση, πειθαρχία και αποτελεσματικότητα.
Για την αντιμετώπιση της δεύτερης από αυτές τις πτυχές της γραφειοκρατίας, ο Λένιν πρότεινε μια σειρά από μέτρα που σε μεγάλο βαθμό βρίσκουν την προέλευσή τους στη λειτουργία της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας, τουλάχιστον όσον αφορά στην αντιμετώπιση όσων είχαν την ιδιότητα του πολίτη, ή ακόμα στη σύντομη λειτουργία της εργατικής Κομμούνας του Παρισιού. Και όλα αυτά τα μέτρα στόχευαν στην αποτροπή της απόσπασης των διαχειριστών από τα λαϊκά συμφέροντα, στην αποτροπή της αυτονόμησής τους.

Τα μέτρα αυτά ήταν, η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εφαρμογή της άμεσης δημοκρατίας, η αιρετότητα, η συνεχής εναλλαγή, η ανακλητότητα, ο συνεχής έλεγχος και η αμοιβή με το μέσο εργατικό μισθό των διαχειριστών, η δημοσιότητα και η ενημέρωση σχετικά με τις όποιες αποφάσεις. Πρόκειται για μέτρα τα οποία είναι σαφές ότι απαιτούν το βάθεμα της δημοκρατίας και την ποιοτική αναβάθμισή της σε σχέση με την ουσιαστικά περιορισμένη στο εκλογικό δικαίωμα αστική δημοκρατία. Και η αλήθεια είναι ότι όσο εφαρμόζονταν αυτά τα μέτρα παρόλο που και τότε υπήρχαν προβλήματα γραφειοκρατικών στρεβλώσεων, η κατάσταση δεν είχε ακόμη εκτροχιαστεί όπως συνέβη στη συνέχεια οπότε και παραβιαζόταν ξεδιάντροπα πια η σοσιαλιστική δημοκρατία.
Στο βαθμό όμως που το ίδιο πρόβλημα της σχετικής αυτονόμησης των διαχειριστών της εξουσίας από την κυρίαρχη αστική τάξη εμφανίζεται και στον καπιταλισμό και όχι μόνον ούτε κυρίως στην Ελλάδα, και με τη μορφή των οικονομικών σκανδάλων του πολιτικού προσωπικού, πώς είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί;
Βεβαίως όχι με τα μέτρα που πρότεινε ο Λένιν, τα οποία ως μέτρα ουσιαστικού λαϊκού ελέγχου αδυνατεί να τα σηκώσει η αστική δημοκρατία, η οποία αν το έπραττε θα έθετε σε κίνδυνο την ίδια της την υπόσταση ως εξουσίας μιας ισχνής μειοψηφίας πάνω στην τεράστια πλειοψηφία του λαού, θα έθετε δηλαδή σε κίνδυνο την πρώτη θεμελιακή πτυχή της γραφειοκρατίας η οποία και αποτελεί και τον βασικό πυλώνα της. Αν όμως δεν μπορούν να παρθούν τέτοια μέτρα ουσιαστικού λαϊκού ελέγχου, τότε είναι βέβαιο πως όλες οι υποσχέσεις περί διαφάνειας και περί οριστικής πάταξης των σκανδάλων αποτελούν κενό γράμμα.
Στην πραγματικότητα ένα σύστημα όπως το καπιταλιστικό το οποίο θεμελιώνεται το ίδιο στο σκάνδαλο της εκμετάλλευσης και της κλοπής της ξένης εργασίας, από μια ισχνή μειοψηφία, όχι μόνον είναι από τη φύση του ανίκανο να αποτρέψει και τα δευτερεύοντα σκάνδαλα τα οποία το πλήττουν, αλλά είναι νομοτελειακά βέβαιο ότι παρά τις όποιες περί του αντιθέτου διακηρύξεις θα τα αναπαράγει συνεχώς, ως μορφή του κυνηγιού μιας κλεμμένης λείας που αποτελεί θεμελιακό κανόνα του καπιταλιστικού ανταγωνισμού.
Στο τέλος της γραφής από τη μια είναι μάλλον υποκριτικό και προκλητικό οι νόμιμοι τοκογλύφοι-ληστές που είναι οι τράπεζες, να καταγγέλλουν τους υπόλοιπους παράνομους τοκογλύφους, ή οι νόμιμοι εκμεταλλευτές γενικώς τους παράνομους, και από την άλλη είναι μάλλον αφελές να πιστεύει κανείς ότι οι πολιτικοί εντεταλμένοι για τη λειτουργία του καπιταλιστικού σκανδάλου δεν θα συμμετέχουν και οι ίδιοι σε αυτό.
Γι' αυτό και με τις εναλλαγές των κομμάτων στην αστική εξουσία θα εναλλάσσονται και οι φορείς των σκανδάλων, ποτέ όμως αυτά δεν πρόκειται να εκλείψουν.

Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2010

Λ. Βατικιώτης, Βασιλεία ΙΙΙ: η εκδίκηση των τραπεζών

Σάββατο, 25 Σεπτεμβρίου 2010

Βασιλεία ΙΙΙ: η εκδίκηση των τραπεζών

ΠΗΓΗ: "ΕΠΙΚΑΙΡΑ" (23-29/9)

Λ. Βατικιώτης

Η εκδίκηση είναι κρύο πιάτο. Όποιος αμφιβάλει δεν έχει παρά να ρίξει μια προσεκτική ματιά στην πρόσφατη ιστορία των τραπεζών. Πριν δύο χρόνια άπαντες, εντελώς δικαιολογημένα, τους έριχναν την πέτρα του αναθέματος για το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Εκλεγμένοι πολιτικοί ηγέτες ακόμη και σοβαροί παράγοντες της αγοράς που διατηρούσαν μια απόσταση ασφαλείας από το χρηματοπιστωτικό σύστημα τόνιζαν την ανάγκη επιβολής ενός νέου πιο αυστηρού ρυθμιστικού πλαισίου έτσι ώστε ακραία φαινόμενα κερδοσκοπίας που οδήγησαν στη χρεοκοπία τραπεζικών κολοσσών και την ύφεση που ακολούθησε να μην ξανασυμβούν.
Έτσι φτάσαμε στη συζήτηση που είναι σε εξέλιξη εδώ και μήνες για την λεγόμενη Βασιλεία ΙΙΙ, ένα νέο πιο απαιτητικό πλαίσιο λειτουργίας των τραπεζών, που θα επικαιροποιεί και θα αυξάνει το όριο των κεφαλαιακών απαιτήσεων των τραπεζικών ιδρυμάτων. Οι τελικές αποφάσεις θα ληφθούν το Νοέμβριο στο G20, τη σύνοδο κορυφής των 20 πλουσιοτέρων κρατών, όπου λήφθηκε και η αρχική απόφαση για την αλλαγή του ρυθμιστικού πλαισίου. Εκπλήξεις ωστόσο το επόμενο δίμηνο δεν αναμένονται. Γιατί, το προηγούμενο Σαββατοκύριακο (11-12 Σεπτέμβρη) καθορίστηκαν οι βασικές γραμμές του νέου ρυθμιστικού πλαισίου. Η… αυστηρότητά του έγινε εμφανής την επόμενη κιόλας μέρα όταν στο άκουσμα της σχετικής είδησης δύο τράπεζες που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή των σκανδάλων και των επικρίσεων την προηγούμενη διετία, η αμερικανική JP Morgan και η γαλλική Societe Generale είδαν τις μετοχές τους να αυξάνονται κατά 4,3% και 3,7%, αντίστοιχα. Πού να κρύψουν τη χαρά τους οι μέτοχοι για το νέο «δρακόντειο» πλαίσιο λειτουργίας…

Σε αδρές γραμμές η απόφαση που λήφθηκε από του εκπροσώπους 24 κεντρικών κυβερνήσεων και ρυθμιστικών αρχών αφορά την αύξηση του ανώτερου δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας στο 4,5% του ενεργητικού τους, από 2% που είναι σήμερα, και επιπλέον τη δημιουργία ενός «απορροφητήρα κραδασμών» της τάξης του 2,5% – που είναι προφανές ότι σε περιόδους κρίσης και έλλειψης κεφαλαίων όπως είναι η σημερινή θα εξανεμίζεται. Άρα δεν μιλάμε για 7%, όπως γράφτηκε, παρά μόνο για 4,5%. Ποσοστό εξαιρετικά χαμηλό αν πάρουμε υπ’ όψη μας ότι ειδικές μελέτες και κείμενα εργασίας (αναφέρθηκαν στους Financial Times στις 13 Σεπτέμβρη) έχουν υπολογίσει πως ένα περιθώριο ασφαλείας δεν μπορεί να είναι μικρότερο από 12%! Οι νέοι κανόνες θα πρέπει να εφαρμοστούν μέχρι την 1/1/2019. Όσες δε τράπεζες δεν προσαρμοστούν θα βρεθούν αντιμέτωπες με ποινές που θα αφορούν περικοπές στα μερίσματα, κ.α.
Δεν πρόκειται όμως να συμβεί κάτι τέτοιο. Ρεπορτάζ μεγάλων εφημερίδων προεξοφλούσαν ότι οι μεγαλύτερες τράπεζες δεν θα χρειαστεί να κάνουν το παραμικρό για να προσαρμοστούν στο νέο καθεστώς, επειδή απλά το νέο αυτό καθεστώς είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα τους. «Αναλυτές και τραπεζίτες έλεγαν τη Δευτέρα» σημείωνε η Wall Street Journal την Τρίτη 14 Σεπτέμβρη από την πρώτη της σελίδα «πως οι περισσότεροι μεγάλοι δανειστές φαίνεται να έχουν ήδη προβεί σε γενναίες αυξήσεις κεφαλαίου για να ανταποκριθούν στους νέους κανόνες». Με άλλα λόγια η Βασιλεία ΙΙΙ δεν έρχεται να ρυθμίσει το πλαίσιο λειτουργίας των τραπεζών στη βάση των κοινωνικά οδυνηρών εμπειριών από την κρίση που ξέσπασε ακριβώς δύο χρόνια πριν με επίκεντρο την κατάρρευση της αμερικανικής τράπεζας Lehman Brothers, αλλά σε μια ακραία περίπτωση υποταγής της πολιτικής στους νόμους των τραπεζών έρχεται να ρυθμίσει το κανονιστικό πλαίσιο με βάση τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί κάτω από την πρωτοβουλία των ίδιων των τραπεζιτών! Κανένα δίδαγμα επομένως δεν εξήχθη από το ξέσπασμα της κρίσης…
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ωστόσο να δούμε ποιοι πρωτοστάτησαν σε αυτή τη μεγάλη υποχώρηση. Ενώ οι περισσότεροι θα περίμεναν πως οι πλέον διαπρύσιοι υποστηρικτές τη τραπεζικής αυθαιρεσίας θα ήταν ΗΠΑ και Αγγλία όπου έχουν την έδρα τους οι μεγαλύτερες τράπεζες, η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική: Ο φανατικότερος υποστηρικτής της τραπεζικής ασυδοσίας ήταν η Γερμανία! Σε μια πλήρη αντιστροφή των στερεότυπων που θέλουν τη Γερμανία και το κεντροευρωπαϊκό καπιταλισμό να ταυτίζονται με τις συντηρητικές επενδύσεις χαμηλού κινδύνου, το Βερολίνο πρωτοστάτησε στον περιορισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων στο κατώτερο δυνατό σημείο. (Ειρήσθω εν παρόδω, τα ίδια στερεότυπα ήθελαν την Γερμανία να αποτελεί υπόδειγμα ηθικής μέχρι που η Ζίμενς και η ΜΑΝ ταυτίστηκαν με τις μίζες και μόλις την προηγούμενη εβδομάδα η Ντόιτσε Τέλεκομ αποκαλύφθηκε ότι στην Ουγγαρία χρημάτιζε πολιτικούς…). «Οι Γερμανικές τράπεζες επιδιώκουν να αδυνατίζουν την Βασιλεία ΙΙΙ», έγραφαν στον τίτλο της πρώτης σελίδας οι Financial Times της 7ης Ιουνίου, όταν οι ζυμώσεις για τις λεπτομέρειες του νέου πλαισίου βρίσκονταν στο αποκορύφωμά τους. Τα ανησυχητική ωστόσο σημάδια είχαν αρχίσει να φαίνονται από τα τέλη Ιουνίου, στις 25 Ιουνίου για την ακρίβεια, όταν και πάλι η ίδια βρετανική εφημερίδα είχε τίτλο «οι τράπεζες κερδίζουν τη μάχη μετριασμού της Βασιλείας ΙΙΙ». Η Γερμανία είχε εκδηλώσει την αντίθεσή της στην επιβολή αυστηρότερων μέτρων επικαλούμενη την εκτίμηση ότι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο οι δέκα μεγαλύτερες τράπεζες της θα έπρεπε να αυξήσουν τα κεφάλαιά τους κατά 105 δισ. ευρώ. Αυτό τον «κίνδυνο» ήθελαν να αποφύγουν οι Γερμανοί που είναι περιττό να πούμε ότι μόνο σταθεροποιητικά θα λειτουργούσε για την οικονομία. Εντύπωση εδώ προκαλεί η μεροληψία τους και η χρήση δύο μέτρων και δύο σταθμών καθώς οι Γερμανοί που στο πλαίσιο του ανταγωνισμού τους με άλλες χώρες και όταν είναι δεδομένη η υπεροχή τους επικαλούνται τους νόμους της αγοράς, δηλαδή της ζούγκλας όπου κερδίζει ο πιο δυνατός, ενώ εκεί που χάνουν όπως τώρα για παράδειγμα που θα έπρεπε να βάλουν λουκέτο σε δεκάδες μικρές κρατιδιακές τράπεζες, απέτρεψαν αυτό το ενδεχόμενο βάζοντας μπροστά την πολιτική, αρνούμενοι να συμβιβαστούν! Το επιχείρημα το οποίο επικαλέστηκαν, ερχόμενοι σε σύγκρουση με όλες τις άλλες χώρες και νικώντας(!) ήταν πως κάθε ευρώ που θα κατευθυνθεί στην αύξηση κεφαλαίου είναι ένα ευρώ λιγότερο στην οικονομία.
Μεγαλύτερη ανακρίβεια δεν υπάρχει. Ο ισχυρισμός των τραπεζιτών αγγίζει την πρόκληση γιατί μέχρι στιγμής οι τράπεζες – ζόμπι, που ούτε είναι ζωντανές ούτε νεκρές, καταφέρνουν και επιβιώνουν χάρη στις έμμεσες επιδοτήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η ΕΚΤ διατηρεί επί 17 μήνες τα επιτόκια της στο χαμηλότερο σημείο της ιστορίας της, στο 1%, μόνο και μόνο για να κερδοσκοπούν οι τράπεζες με τα κρατικά ομόλογα την ίδια ώρα που στερούν την παραγωγική οικονομία από κάθε μορφή ρευστού και στους καταναλωτές, κι ιδιαίτερα τις πιστωτικές κάρτες, δίνουν ρευστό με τοκογλυφικό επιτόκιο ύψους 18%. Αυτές οι τράπεζες που πέφτουν στα μαλακά για μια ακόμη φορά αποτελώντας τον μεγάλο κερδισμένο της ευρωζώνης είναι και οι μεγάλοι ωφελημένοι τόσο των 110 δισ. που δόθηκαν στην Ελλάδα, όσο και των 750 δισ. που εγκρίθηκαν με την απόφαση της Συνόδου Κορυφής του Μαΐου. Απώτερος στόχος όλων αυτών των χρηματοδοτήσεων, που υλοποιήθηκαν με αντάλλαγμα πρωτοφανή μέτρα λιτότητα για όλους τους λαούς της Ευρώπης, ήταν να εξασφαλισθούν οι τράπεζες από τις ριψοκίνδυνες τοποθετήσεις που έκαναν ακόμη και στο απόγειο της κρίσης στα ομόλογα των χωρών του ευρωπαϊκού νότου. Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών, που δημοσιεύτηκαν στην International Herald Tribune στις 6 Σεπτέμβρη, οι τράπεζες αύξησαν τον δανεισμό προς τον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας το πρώτο τρίμηνο του 2010 κατά 4,3% (109 δισ. δολ.) σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο. Ιδιαίτερα οι γερμανικές και γαλλικές τράπεζες συνέχισαν να είναι οι πλέον εκτεθειμένες στο χρέος των περιφερειακών χωρών της ευρωζώνης με τις μεν πρώτες να έχουν τοποθετήσει στην Ελλάδα 51 δισ. δολ. (εκ των οποίων μόνο τα 23,1 δισ. ήταν δημόσιο χρέος) και τις γαλλικές 111,6 δισ. δολ. (εξ των οποίων μόνο τα 27 αφορούσαν κρατικά ομόλογα).
Κατά συνέπεια, το μόνο που θα απειλούταν από μια αύξηση του κατώτατου δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας θα ήταν η ασυδοσία των τραπεζών που εξακολουθεί να συνεχίζεται ανεμπόδιστη και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, δύο χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Όχι η παραγωγική οικονομία που εξακολουθεί να ματώνει με την ανεργία και τη φτώχεια να βρίσκονται σε επίπεδα ρεκόρ.
Αναρτήθηκε από You Pay Your Crisis στις 12:06 μ.μ.
Ετικέτες ΑΡΘΡΑ / Βατικιώτης Λ.

Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2010

Ρήξη με την ΕΕ, του Σταθη Κουβελάκη

Σάββατο, 18 Σεπτεμβρίου 2010

Στάθης Κουβελάκης: Ρήξη με την ΕΕ



«Η πλειοψηφία της Αριστεράς στην Ευρώπη, ακόμη και οι πιο ριζοσπαστικές της τάσεις, έχουν παραδοθεί στα ιδεολογήματα του ευρωπαϊσμού».
Το ιδιαίτερο ρόλο της Ελλάδας στην εξέλιξη της οικονομικής κρίσης και την επίθεση του κεφαλαίου διεθνώς, όπως και την ανάγκη ρήξης με το πλαίσιο της ΕΕ τονίζει ο Στάθης Κουβελάκης, καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας στο Λονδίνο, στη συνέντευξη που μας παραχώρησε.
- Αν και το Μνημόνιο εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο πολιτικών λιτότητας που εφαρμόζονται σε πολλές ακόμη χώρες της Ευρώπης (Γαλλία, Αγγλία, Ισπανία, Πορτογαλία), φαίνεται πως η Ελλάδα είναι ένα δοκιμαστικό πεδίο των πιο επιθετικών πολιτικών αντιμέτωπισης της καπιταλιστικής κρίσης, τουλάχιστον στη δυτική Ευρώπη. Κι εδώ προκύπτει ένα ερώτημα: γιατί η Ελλάδα; Γιατί δηλαδή επιλέχθηκε η Ελλάδα για να εφαρμοστούν στην πιο ακραία τους εκδοχή όλα αυτά τα μέτρα;
-
Το ερώτημα αυτό είναι κρίσιμο και από μεθοδολογική και από πολιτική άποψη. Η κατανόηση των ειδικών όψεων της ελληνικής περίπτωσης, στο γενικότερο βέβαια πλαίσιο του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος στο οποίο εντάσσεται, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για μια αριστερή παρέμβαση που δεν αρκείται σε έναν καταγγελτικό ή απλά διεκδικητικό λόγο. Πριν προσπαθήσω να απαντήσω στην ερώτησή σου θα ήθελα να επισημάνω ότι μια τέτοια προσέγγιση παραμένει σήμερα ένα αιτούμενο. Η συζήτηση γύρω από την κρίση, ακόμη και στην Αριστερά, έχει σε μεγάλο βαθμό παγιδευτεί ανάμεσα σε όσους αρνούνται κάθε ιδιαιτερότητα στον ελληνικό καπιταλισμό, και μας λένε περίπου ότι η κρίση είναι μίγμα ιδεολογικής φενάκης και πολιτικού σχεδιασμού των κυριάρχων κύκλων, και σε όσους την ανάγουν στην εντελώς ιδιαίτερη, υποτίθεται, ελληνική κακοδαιμονία του «πελατειακού κράτους» και της «γενικής ανοργανωσιάς». Οι πρώτοι αρνούνται την πραγματικότητα της κρίσης ενώ οι άλλοι αδυνατούν να κατανοήσουν τη φύση της, το γεγονός δηλαδή ότι ακόμη και οι ιδιαιτερότητές της αποτελούν ειδικές εκφράσεις των γενικότερων τάσεων του συστήματος.

Αυτό που κατ’αρχήν διαπιστώνουμε είναι ότι η τάση μετατροπής της σημερινής κρίσης, που ξεκίνησε από τον χρηματοπιστωτικό και επεκτάθηκε στους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας, σε δημοσιονομική κρίση είναι ένα γενικότερο φαινόμενο. Σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη έχουμε αισθητή επιβάρυνση των δημόσιων ελλειμάτων και του χρέους, δημόσιου και ιδιωτικού. Αυτό απορρέει από το κόστος της διάσωσης των τραπεζών, που χρηματοδοτήθηκαν πλουσιοπάροχα από τις κυβερνήσεις, και από τη καθίζηση των δημόσιων εσόδων που προκάλεσε η φορολογική αντεπανάσταση του νεοφιλευθερισμού και εντείνειται από την ίδια την ύφεση. Στην Ελλάδα συνέβησαν όλα αυτά, αλλά σε μια παροξυστική μορφή καθότι η χώρα χτυπάει ρεκόρ τόσο στα ελλείματα όσο και στο δημόσιο χρέος, ενώ στις άλλες πιο εκτεθειμένες χώρες (Βέλγιο, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ουγγαρία) ο ένας από τους δύο δείκτες κινείται κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Συνεχίζοντας, το ερώτημα που τίθεται είναι γιατί συμβαίνει αυτό; Πολύ συνοπτικά επειδή στην Ελλάδα ούτε το κεφάλαιο (μεγάλο και μικρό) πληρώνει φόρους, ούτε όμως και το μεγαλύτερο μέρος της ονομαζόμενης «μεσαίας τάξης», των επαγγελματιών, των οικογενειακών επιχειρήσεων και γενικότερα των μη-μισθωτών, που αντιπροσωπεύουν γύρω στο ένα τρίτο του ενεργού πλυθησμού, ποσοστό μοναδικό για τα δεδομένα ανεπτυγμένης καπιταλιστικής χώρας. Αυτά τα χαρακτηριστικά παραπέμπουν στους ταξικούς συσχετισμούς που παγιώθηκαν μετά τον εμφύλιο και που απέβησαν συντριπτικοί για τον κόσμο της μισθωτής εργασίας. Χρειάστηκε να περιμένουμε τη δεκαετία του 1980 και τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ για να δημιουργηθεί ένα λειψό έστω κοινωνικό κράτος, αλλά και αυτό ακόμη έγινε χωρίς να θιγεί η θέση του κεφαλαίου, η σχέση του με το κράτος και η συμμαχία με τα μεσαία στρώματα. Γι’ αυτό και τα ελλείματα ανεβαίνουν κατακόρυφα στη δεκαετία του 1980, με τις δημόσιες δαπάνες να αυξάνουν αλλά όχι τα έσοδα.
Επιπλέον ο δυναμισμός του ελληνικού καπιταλισμού, που είναι αναμφισβήτητος, συγκεντρώνεται σε ένα περιορισμένο αριθμό κλάδων (κυρίως ναυτιλία, τουρισμός, κατασκευές) και στις τράπεζες. Η παραγωγική του βάση είναι περιορισμένη, η εξαγωγική του θέση ισχνή και τα ελλείματα του ισοζύγιου πληρωμών χρόνια. Η υψηλότερη του ευρωπαϊκού μέσου όρου ανάπτυξη που γνώρισε η χώρα την τελευταία δεκαετία στηρίχθηκε κύρια στην κατανάλωση, που αντιπροσωπεύει 70% του ΑΕΠ, όταν στην Γερμανία, την Ιταλία η την Ισπανία το ποσοστό αυτό κυμαίνεται μεταξύ 55 και 60%.
Ολα αυτά φυσικά παραπέμπουν στο πρόβλημα ανταγωνιστικότητας του ελληνικού καπιταλισμού, που έχει σε καθοριστικό βαθμό οξυνθεί από τον τρόπο λειτουργίας της ευρωζώνης, όπως έχουν δείξει οι έρευνες του Κώστα Λαπαβίτσα και των συνεργατών του. Το ευρώ είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του εξαγωγικού μοντέλου που ακολουθεί το γερμανικό κεφάλαιο. Λειτουργεί ως ένας σιδερένιος μηχανισμός συμπίεσης των μισθών και των δημόσιων δαπανών (κατ’αρχήν στη Γερμανία) και υποβάθμισης της θέσης των χωρών της περιφέρειας, δηλαδή του ευρωπαϊκού νότου και της ανατολικής Ευρώπης, προς όφελος των χωρών του κέντρου. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι στην Ελλάδα έχει αποτύχει συνολικά το ακολουθούμενο επί δεκαετίες μοντέλο καπιταλιστικής ανάπτυξης, τόσο στις ενδογενείς του παράμετρους, όσο και στον τρόπο ένταξής του στο διεθνές σύστημα. Αυτό είναι πλέον ευρύτατα αντιληπτό στην κοινωνία, εξ’ου και το έντονο αίσθημα ότι οι ελληνικές ελίτ χρεωκόπησαν. Ομως οι ελίτ, η άρχουσα τάξη δηλαδή, δεν κάθονται με σταυρωμένα χέρια, αντιδρούν σε αγαστή (αλλά και άνιση) συνεργασία με τα διεθνή κέντρα, με την εκπόνηση βίαιων εκκαθαριστικών πολιτικών.
- Το πρόβλημα είναι επομένως κυρίως οικονομικό;
- Είναι οικονομικό και πολιτικό. Η δημοσιονομική πλευρά της κρίσης, όπου συγκεντρώνονται σ’αυτή τη φάση οι αντιθέσεις, σχετίζεται άμεσα με πολιτικές παράμετρους, δηλαδή με τη λειτουργία του κράτους και με τον τρόπο που συμπυκνώνει τους ταξικούς συσχετισμούς. Υπάρχει όμως και μια επιπλέον παράμετρος: το λαϊκό κίνημα. Η Ελλάδα δεν είναι μόνο ένας ευάλωτος καπιταλισμός ή ένα αναξιόπιστο αστικό κράτος, είναι και η χώρα των κοινωνικών εκρήξεων και των εξεγέρσεων. Ο Δεκέμβρης του 2008 το υπενθύμισε σε όσους το είχαν ξεχάσει. Και δεν αναφέρομαι εδώ μόνο στον κόσμο της Αριστεράς και των κινημάτων, που παρακολουθεί με μεγάλο ενδιαφέρον και ελπίδα όσα γίνονται στην Ελλάδα. Και οι κυβερνήσεις, τα διεθνή ΜΜΕ, οι κυρίαρχοι κύκλοι το έχουν συνειδητοποιήσει. Το Δεκέμβρη του 2008 π.χ. ο Σαρκοζύ, όπως ανέφεραν τα καθεστωτικά ΜΜΕ, απέσυρε το νομοσχέδιο μεταρρύθμισης του Λύκειου που είχε καταθέσει φοβούμενος την εξάπλωση του «ελληνικού σύνδρομου» στους γάλλους μαθητές. Αλλά και φέτος, μετά τη 5η του Μάη, έπεσε παγωμάρα στα διεθνή ΜΜΕ. Το βράδυ της επόμενης μέρας, που συνέπεσε με τις αγγλικές εκλογές, οι ιστοσελίδες των βρεταννικών εφημερίδων ασχολούνταν με την ελληνική κρίση και δευτερευόντως με τα αποτελέσματα. Να γιατί η Ελλάδα είναι ο όντως ο αδύναμος κρίκος του διεθνούς συστήματος: είτε, με την εφαρμογή νεοφιλελεύθερης θεραπείας-σοκ, ως εργαστήρι της «λατινοαμερικανοποίησης» της Ευρώπης, είτε ως χώρας όπου αυτές οι πολιτικές θα ανατραπούν από το λαϊκό κίνημα. Το στοίχημα, και για τις δυό πλευρές, είναι πραγματικά τεράστιο.
- Δραματικές αποδεικνύονται κι οι αλλαγές που προωθούνται στον χαρακτήρα της ΕΕ, ώστε να υλοποιηθεί αυτή η πολιτική. Θεωρείς αυτές τις αλλαγές αντιστρέψιμες;
- Δεν θα έλεγα ότι ο χαρακτήρας της ΕΕ αλλάζει δραματικά, τουλάχιστον αν λάβουμε υπ’ όψη την πορεία της ονομαζόμενης «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» μετά το 1986, με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, και τις κατοπινές συνθήκες του Μάαστριχτ (1992), που έθεσε τα θεμέλια της ΟΝΕ, και της Λισαβώνας. Από τότε μπορούμε να πούμε ότι η ΕΟΚ/ΕΕ οικοδομείται ως ένας μηχανισμός «κλειδώματος» του νεοφιλελευθερισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο και προληπτικής καταστολής κάθε ενδεχόμενης παρέκκλισης από τέτοιες επιλογές. Αυτό σημαίνει δυό πράγματα: πρώτον ότι καμμία, δεν λέω καν αντικαπιταλιστική, απλά αντινεοφιλελεύθερη πολιτική δεν μπορεί να εφαρμοσθεί χωρίς ρήξη με αυτό το πλαίσιο. Δεύτερον, είναι εντελώς αδόκιμο να μιλάμε για «δημοκρατικό έλλειμα» στην ΕΕ, που θα μπορούσε να καλυφθεί με κάποιες κατάλληλες μεταρρυθμίσεις. Τα κέντρα των αποφάσεων είναι μακρυά από κάθε λαϊκό έλεγχο, ακόμη και αυτόν που επιτρέπει ο κλασσικός αστικός κοινοβουλευτισμός, γιατί είναι εξ’αρχής στραμμένα ενάντια σε οποιαδήποτε έννοια λαϊκής κυριαρχίας και λαϊκού συμφέροντος. Αποτελεί π. χ. σκάνδαλο ότι ονομάζεται «κοινοβούλιο» ένας θεσμός όπως η Ευρωβουλή που δεν διαθέτει την δυνατότητα νομοθετικής πρωτοβουλίας που αποτελεί την πεμπτουσία οποιουδήποτε εθνικού κοινοβουλίου και που χρησιμεύει ως όργανο συμβολικής επικύρωσης των αποφάσεων μιας ουσιαστικά ανεξέλεγκτης γραφειοκρατίας. Αυτό βέβαια το έχουν αντιληφθεί οι πολίτες των χωρών της ΕΕ, που απέχουν όλο και πιο μαζικά από τις εκλογές για αυτό το κατ’ όνομα μόνο ευρω-«κοινοβούλιο».
Είναι πλέον σαφές ότι η «υπαρκτή ΕΕ» είναι ένα αντιδημοκρατικό τερατούργημα, που καταστρέφει την ίδια την έννοια της πολιτικής, όπως έχει τονίσει στις παρεμβάσεις του ο Κώστας Δουζίνας, και την υποκαθιστά με έναν «αυτόματο πιλότο» τεχνοκρατικής διαχείρισης του νεοφιλελεύθερου δόγματος. Το καθεστώς «επιτήρησης» της χώρας μας, με τις τακτικές επισκέψεις των υπαλλήλων της «τρόϊκας» που ελέγχουν την εφαρμογή του Μνημονίου, αποτελεί εύγλωτη απεικόνιση αυτού του κατήφορου. Και εδώ αυτό που επισημαίνεις στην ερώτησή σου έχει βάση: σε συνθήκες κρίσης εκδηλώνεται όλο το δυναμικό αυταρχικής εκτροπής που εμπεριέχουν αυτοί οι θεσμοί. Δεν πρόκειται για κάποια αριστερίστικη κριτική αλλά για διαπίστωση που κάνει μεγάλο κομμάτι του νομικού κόσμου και στην οποία βασίζονται οι προσφυγές κατά του Μνημονίου που έχουν καταθέσει στο Συμβούλιο της Επικρατείας διάφοροι Δικηγορικοί Σύλλογοι. Υπάρχει θέμα κατάλυσης του Συντάγματος και εγκαθίδρυσης «καθεστώτος εξαίρεσης», ειδικά στον τρόπο με το οποίο καταργείται όλο το πλαίσιο συλλογικής διαπραγμάτευσης των εργασιακών σχέσεων, παρακάμπτεται το κοινοβούλιο από τη διαδικασία υιοθέτησης νέων μέτρων ή που μεθοδεύεται η εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων του ελληνικού δημοσίου.
Ήρθε η ώρα η Αριστερά να κοιτάξει κατάματα την πραγματικότητα, ειδικότερα το κομμάτι εκείνο που πίστευε, καλώς ή κακώς, στη δυνατότητα αλλαγής εκ των έσω της ΕΕ, και από το οποίο προέρχομαι και εγώ. Γι αυτό πιστεύω πως οι διαφοροποιήσεις μέσα στον Συνασπισμό, με πρωτεύοντα τον ρόλο του Παναγιώτη Λαφαζάνη και του Αριστερού Ρεύματος, έχουν μεγάλη σημασία γιατί εκφράζουν την μεταστροφή που συντελέστηκε στη στάση ευρύτερων κοινωνικών δυνάμεων απέναντι στην ΕΕ.
- Πως ερμηνεύεις και αξιολογείς το ενδιαφέρον που υπάρχει στο εξωτερικό και ιδίως από την Αριστερά για τις εξελίξεις στην Ελλάδα;
- Όπως είπα και προηγουμένως, το ενδιαφέρον «από τα κάτω» είναι εντυπωσιακό. Η Ελλάδα είναι μια αναφορά και μια ελπίδα για τα κινήματα και την προοδευτική κοινή γνώμη διεθνώς. Αυτό είναι κάτι που το είχαμε ήδη διαπιστώσει, σαν Ελληνες της διασποράς, το Δεκέμβρη του 2008, με τις δεκάδες εκδηλώσεις αλληλεγγύης ανά τον κόσμο και τη δίψα για ενημέρωση και συζήτηση για τα γεγονότα.
Η εικόνα είναι δυστυχώς λιγότερο ενθαρρυντική όταν στρέφουμε το βλέμμα στα κόμματα και τις οργανώσεις της Αριστεράς. Θα δώσω δύο μόνο παραδείγματα, από την πρόσφατη προσωπική μου εμπειρία σε δύο ευρωπαϊκές χώρες. Στη Γαλλία, το ΚΚ μάζευε την άνοιξη υπογραφές για ένα κείμενο συμπαράστασης στον ελληνικό λαό με το εξής αίτημα: τη μείωση του επιτοκίου του δανείου που προβλέπει ο ονομαζόμενος «μηχανισμός στήριξης» και την ευθυγράμμισή του με το επιτόκιο με το οποίο δανειοδοτούνται οι ιδιωτικές τράπεζες. Δηλαδή με χαμηλότερο επιτόκιο, και ίσως το «κούρεμα» ενός μέρους του, η αφαίμαξη του ελληνικού λαού προς χάρην της εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, δηλαδή των γαλλογερμανικών τραπεζών που είναι οι κύριοι κάτοχοι των τίτλων αυτού του χρέους, μπορεί να συνεχίζεται στο διηνεκές με τη σύμφωνη γνώμη του ΚΚ Γαλλίας!
Στην Πορτογαλία τώρα, οι βουλευτές του Μπλόκου της Αριστεράς, που θυμίζω ότι δημιουργήθηκε από τη σύγκλιση δύο βασικών συνιστωσών της άκρας αριστεράς (τροτσκιστές και, κυρίως, μαοϊκοί) και εκπροσωπεί πάνω από 10% του εκλογικού σώματος, ψήφισαν στο κοινοβούλιο υπέρ του Μνημονίου. Είχα πάει τον Μάιο στη Λισαβώνα και μίλησα με τον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο του κόμματος, που είναι από τη μαοϊκή συνιστώσα, και με τον υποψήφιό στις τελευταίες προεδρικές εκλογές, Φρανσίσκο Λούσα, που είναι μέλος της 4ης Διεθνούς. Οταν τους είπα ότι σε διάφορους χώρους της Αριστεράς στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένου ενός μεγάλου τμήματος του Συνασπισμού και του ΣΥΡΙΖΑ, συζητούνται προτάσεις του τύπου στάση πληρωμών και έξοδος από το ευρώ, πραγματικά σοκαρίστηκαν. «Αυτά είναι καθαρή τρέλλα» μου είπαν επί λέξει.
Το περίεργο εδώ είναι ότι αυτά που φαίνονται «καθαρή τρέλλα» σε έναν πορτογάλο μαοϊκό και έναν τροτσκιστή αποτελούν πολύ σοβαρές προτάσεις για μετριοπαθείς κεϋνσιανούς άλλων χωρών, ιδιαίτερα στον αγγλόφωνο κόσμο. Θα αναφέρω εδώ τα ονόματα των Στίγκλιτς και Κρούγκμαν. Όχι πως συμφωνούν αλλά ξέρουν ότι κάτι αντίστοιχο μπορεί να εξαναγκασθούν να κάνουν ακόμη και αστικές κυβερνήσεις, όπως αυτή του Κίρχνερ στην Αργεντινή, όταν είναι αντιμέτωπες με την πραγματικότητα μιας διαλυμένης οικονομίας και την εξέγερση μιας κοινωνίας σε απόγνωση. Πως εξηγείται αυτό; Πολύ απλά από το γεγονός ότι αυτοί οι κεϋνσιανοί δεν είναι τυφλωμένοι από τα ιδεολογήματα του ευρωπαϊσμού στα οποία φοβάμαι ότι έχει παραδοθεί η πλειοψηφία της Αριστεράς στην Ευρώπη, ακόμη και οι πιο ριζοσπαστικές της τάσεις.
«Προέχει ο αγώνας σε εθνικό επίπεδο»
- Αυτά που λες είναι ιδιαίτερα ανησυχητικά. Θεωρείς ότι υπάρχει κίνδυνος απομόνωσης του αγώνα του ελληνικού λαού ενάντια στο Μνημόνιο;
- Όπως είπα και προηγουμένως υπάρχει μια μεγάλη αντίφαση ανάμεσα στον διεθνή απήχηση του λαϊκών αντιστάσεων όπως εκδηλώνονται στην Ελλάδα και στην τοποθέτηση των κομμάτων, και κυρίως των ηγεσιών τους. Πρέπει να στηριχθούμε στο πρώτο για να αλλάξουμε το δεύτερο. Για να το πω διαφορετικά, πιστεύω πως ο αντίκτυπος μελλοντικής κοινωνικής αναταραχής στην Ελλάδα μπορεί να ταρακουνήσει την προοδευτική κοινή γνώμη διεθνώς και να βγάλει κόμματα και οργανώσεις από το σημερινό τους λήθαργο. Χρειάζεται βέβαια και να σπρώξουν κάπως τα πολιτικά υποκείμενα, οι συνιστώσες της ελληνικής Αριστεράς και τα συνδικάτα. Η αναθέρμανση κοινωνικών αγώνων σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες ενάντια σε παρόμοιες πολιτικές, έστω και σε λιγότερο επιθετική εκδοχή, μπορεί επίσης να συμβάλλει σημαντικά.
Υπάρχει εδώ ένα πρόβλημα καθοριστικής σημασίας, και πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ένα βασικό σημείο: ο αγώνας δίνεται πρώτα στο εθνικό πλαίσιο, γιατί εκεί είναι που θα κριθεί η ικανότητα του κινήματος να ανατρέψει τις επιλογές της κυβέρνησης με τις πλάτες του ΔΝΤ και της ΕΕ. Δίνεται όμως και στο διεθνές πεδίο, της ΕΕ και ευρύτερα. Οι συμμαχίες με τα κινήματα, τις αριστερές κοινωνικές και πολιτικές οργανώσεις των άλλων ευρωπαϊκών χωρών είναι πρωτίστης σημασίας για την έκβαση αυτής της μάχης, σε όλες τις φάσεις της διαμόρφωσης του συσχετισμού δύναμης. Αποτελεί συστατικό στοιχείο του της πάλης για την ανατροπή του Μνημονίου στην Ελλάδα, η κατανόηση της φύσης του από την κοινή γνώμη των χωρών της ΕΕ.
Ο ρόλος των συμμαχιών σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο γίνεται βέβαια απόλυτα καθοριστικός στην προοπτική ανόδου στην εξουσία ενός διαφορετικού πολιτικού και κοινωνικού μπλοκ, μιας λαϊκής κυβέρνησης που θα υλοποιήσει τις προτάσεις που αναφέραμε: στάση πληρωμών, έξοδος από το ευρώ, εθνικοποίηση των τραπεζών κλπ. Εδώ χρειάζονται ευθύς εξ’αρχής διεθνή στηρίγματα. Ας κοιτάξουμε την πρόσφατη σχετική εμπειρία: ο Τσάβες, ο Μοράλες, ο Κορέα στο Εκουαδόρ, ακόμη και ο Κίρχνερ όταν έκαναν μερική στάση πληρωμών, ήξεραν ότι δεν μπορούν να προχωρήσουν στο εσωτερικό τους μέτωπο χωρίς στηρίγματα πρώτα απ’ όλα στο φυσικό τους χώρο, τη Λατινική Αμερική, και κατόπιν στον υπόλοιπο κόσμο. Γι αυτό και αναπτύσσουν αυτή την πολυσχιδή εξωτερική πολιτική που καλύπτει όλα τα πεδία, από τα Κοινωνικά Φόρουμ, τις σχέσεις μεταξύ κομμάτων, π.χ. η πρόταση του Τσάβες για νέα Διεθνή, την οικονομία και τον πολιτισμό (με τη δημιουργία κοινής τράπεζας και τηλεόρασης σε πέντε χώρες της Λατινικής Αμερικής), έως τις διακρατικές συμφωνίες και ενώσεις.
Κάτι αντίστοιχο χρειάζεται και για τη Γηραιά Ηπειρό μας: τα βασικά προβλήματα είναι κοινά, το σύστημα εκμετάλλευσης και καταπίεσης το ίδιο. Σε αντίθεση με μας όμως οι αντίπαλοί μας είναι γερά συντονισμένοι μεταξύ και ξέρουν να παραμερίζουν τις διαφορές τους όταν αισθάνονται να απειλούνται. Αυτή είναι η αντικειμενική βάση ενός νέου διεθνισμού, που δεν έχει βέβαια καμμιά σχέση με την αποδοχή του πλαισίωου της ΕΕ. Είναι ακριβώς το αντίθετο μάλιστα: σε αντίθεση με τα ατέλειωτα ευχολόγια και την πολιτική ανημπόρια του «αριστερού ευρωπαϊσμού», ο νέος διεθνισμός θα διαμορφωθεί μέσα στους αγώνες για την αποσύνδεση απ’ αυτό το πλαίσιο, με στόχο τη διάλυσή του. Αυτός είναι και ο όρος για τη δημιουργία μιας πραγματικά διαφορετικής Ευρώπης.

Είναι άμεση ανάγκη όσες δυνάμεις στρατεύονται σε μια τέτοια προοπτική να αναλάβουν σχετικές πρωτοβουλίες. Πιστεύω πως το συνέδριο που θα οργανώσει τον Οκτώβρη στην Αθήνα το Βήμα Διαλόγου και Κοινής Δράσης της Αριστεράς μαζί με την Πρωτοβουλία Καλλιτεχνών και Διανοουμένων ενάντια στο ΔΝΤ, με πλούσιες διεθνείς συμμετοχές, θα είναι ένα πρώτο βήμα σ’αυτήν την κατεύθυνση. Θα αναφέρω επίσης την ιστοσελίδα που φτιάξαμε, μια μικρή ομάδα πανεπιστημιακών και φοιτητών με έδρα το Λονδίνο, το Greek Left Review, που προβάλλει υλικό σε αγγλική γλώσσα για την Ελλάδα γραμμένο από αριστερή σκοπιά. Φανταστείτε τι θα μπορούσαμε να κάνουμε αν είχαμε τις πλάτες ενός οργανωμένου φορέα!
Αναρτήθηκε από You Pay Your Crisis στις 9:37 π.μ.
Ετικέτες ΑΡΘΡΑ / Κουβελάκης Σ.