Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

Η ΤΩΡΙΝΗ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ του Γ.ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΥ





  Συχνά πυκνά κατά την περίοδο της καπιταλιστικής κρίσης, που καλά κρατεί, από πολλές μεριές ακούγεται «όταν τελειώσει κι αυτή η κρίση…». Το ότι η κρίση θα τελειώσει και θα αρχίσει πάλι ένας ανοδικός κύκλος θεωρείται ως κάτι νομοτελειακό και δεδομένο που δεν επιδέχεται καμιά αντίρρηση. Είναι κάτι σαν  φυσικός νόμος. Την  άποψη αυτή  φαίνεται να υιοθετούν τόσο οι καθεστωτικές πολιτικές δυνάμεις όσο και οι αντίπαλοί τους. Η αποδοχή μιας παρόμοιας συμπεριφοράς του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής οφείλεται στην ιστορική διαδρομή του καπιταλισμού και στη μέχρι τώρα συμπεριφορά του. Είναι όμως αυτό αρκετό για να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα πως ΠΑΝΤΑ οι κρίσεις θα ξεπερνιόνται; Η άκριτη αποδοχή του δόγματος του αιώνιου ξεπεράσματος των κρίσεων από τον καπιταλισμό οδηγεί ουσιαστικά στην αποδοχή της θέσης για το αιώνιο του καπιταλιστικού συστήματος και στο τέλος της ιστορίας.
   Η άκριτη αποδοχή αυτής της θέσης είναι εν πολλοίς ασυνείδητη, τουλάχιστον από τη μεριά της αριστεράς ή όσων δέχονται την ιστορικότητα των οικονομικών και κοινωνικών συστημάτων. Όσοι θεωρούν τα κοινωνικά συστήματα ιστορικά δημιουργήματα πρέπει να διερευνούν και τους όρους υπό τους οποίους αυτά υπάρχουν και αναπτύσσονται. Στα επόμενα θα διερευνήσουμε τους όρους και τις συνθήκες υπό τις οποίες ο καπιταλισμός ξεπερνούσε ιστορικά τις κρίσεις του και αν αυτοί οι όροι είναι ακόμη ενεργοί.
   Οι οικονομικές κρίσεις είναι ένα φαινόμενο που εμφανίστηκε μαζί με τον καπιταλισμό. Έχουν σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις τόσο, και ιδιαίτερα στους εργαζόμενους, αλλά και στην ίδια τη δομή του καπιταλισμού. Έχουμε ήδη δει μια ιστορική ανασκόπηση των καπιταλιστικών κρίσεων στο:  http://eparistera.blogspot.com/2011/07/blog-post_10.html και μια αποτίμηση των επιπτώσεών τους στο: http://eparistera.blogspot.com/2011/08/blog-post_21.html. Οι καπιταλιστικές κρίσεις κάνοντας ένα συγκεκριμένο κύκλο ξεπερνιόνταν μέσα από την καταστροφή ενός μέρους του συσσωρευμένου κεφαλαίου.
    Οι μηχανισμοί με τους οποίους ο καπιταλισμός ξεπερνούσε τις κρίσεις του είναι διαφορετικοί από αυτούς που οδηγούσαν στην μακροχρόνια αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων και στην οικονομική  μεγέθυνση. Οι κρίσεις μπορούν να ξεπεραστούν με την μείωση της παραγωγής κάτω από τα επίπεδα κατανάλωσης, μέχρις ότου τα συσσωρευμένα εμπορεύματα πουληθούν. Από κει και πέρα η ανάκαμψη μπορούσε να έρθει και με μικρές τεχνολογικές βελτιώσεις και με τη μείωση των μισθών, κάτι που έκανε συμφέρουσα την επένδυση, αλλά και λόγω της ύπαρξης των αντίρροπων στην υποκατανάλωση δυνάμεων. Αυτού του τύπου η ανάκαμψη έχει περιορισμένο εύρος και μπορεί απλά να οδηγήσει σε μια διακύμανση γύρω από την κατώτατη θέση ισορροπίας. Δεν οδηγεί σε υψηλότερα επίπεδα την παραγωγικότητα και τις παραγωγικές δυνάμεις. Ο μηχανισμός της αύξησης των παραγωγικών δυνάμεων και του περάσματος της παραγωγής και της οικονομίας σε ψηλότερα επίπεδα απαιτεί άλλους όρους και συνθήκες, με κυριότερες την αύξηση της παραγωγικότητας και την δημιουργία νέων παραγωγικών κλάδων με την καθοριστική συμβολή της τεχνολογίας.
    Οι πρώτες κρίσεις στη Βρετανία ξεπερνιόντουσαν σχεδόν με τη δράση των αντίρροπων στην υποκατανάλωση δυνάμεων και κυρίως με την πληθυσμιακή αύξηση και τις τεχνολογικές καινοτομίες που εμφανίζονταν από τη δεκαετία του 1820 με την ανάπτυξη κυρίως της ατμομηχανής. Τον ίδιο ρόλο έπαιζαν και οι κρατικές δαπάνες, σε μια περίοδο οικοδόμησης των σύγχρονων συγκεντρωτικών κρατών με τη δημιουργία του γραφειοκρατικού μηχανισμού τους αλλά και του στρατού τους. Δύσκολα επομένως μπορούμε να ξεχωρίσουμε τους δύο μηχανισμούς, αυτού δηλαδή του απλού ξεπεράσματος της ύφεσης κι αυτού της  παραπέρα μεγέθυνσης των παραγωγικών δυνάμεων αφού, στην πράξη, έχουμε ένα σύστημα στο οποίο δρουν πολλές δυνάμεις ταυτόχρονα.
     Από το τέλος όμως του δεκάτου ενάτου αιώνα οι δύο μηχανισμοί μπορεί να ενεργοποιούνταν ταυτόχρονα και να ενισχύονται με την ταυτόχρονη συμβολή της εξαγωγής κεφαλαίων. Η εξαγωγή κεφαλαίων είχε σαν αποτέλεσμα την κερδοφόρα διέξοδο των πλεοναζόντων χρηματικών κεφαλαίων, μέσω της ένταξης και νέων εργατικών μαζών στο σύστημα παραγωγής και τη συσσώρευση, την πρόσοδο από τόκους των δανειζόμενων κεφαλαίων στις κυβερνήσεις αλλά και τη επέκταση των αγορών μέσω των οποίων όχι μόνο διοχετεύονταν τα πλεονάζοντα εμπορεύματα αλλά και αύξαιναν και την ενεργό ζήτηση.
    Από τη δεκαετία όμως του 1970 τα δεδομένα αυτά δείχνουν να ανατρέπονται. Οι πιο παρατεταμένες υφέσεις του καπιταλισμού ήσαν αυτές του 1873-96 και του 1929-40 που κράτησαν δέκα με είκοσι χρόνια. Σήμερα έχουμε ένα νέο φαινόμενο με την αδυναμία ανάπτυξης ή διατήρησης της παραγωγής στις αναπτυγμένες χώρες να διανύει το τεσσαρακοστό έτος της. 
   Ο Karl Kautsky διερευνώντας το θέμα των κρίσεων το 1902 γράφει: «Θα έρθει κάποια στιγμή, και μπορεί να έρθει πολύ γρήγορα, όταν θα είναι αδύνατο να επεκταθεί η παγκόσμια αγορά, ακόμη και προσωρινά, πιο γρήγορα από τις παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας, μια στιγμή που η υπερπαραγωγή θα γίνει χρόνια για όλα τα βιομηχανικά έθνη. Ακόμη και τότε όμως θα είναι δυνατές και πιθανές οι ανοδικές και καθοδικές κινήσεις στην οικονομική ζωή. Μια σειρά από τεχνικές επαναστάσεις, που αχρηστεύουν μια μάζα από τα υπάρχοντα μέσα παραγωγής κι ενθαρρύνουν τη δημιουργία σε μεγάλη κλίμακα νέων μέσων παραγωγής, την ανακάλυψη από νέα πλούσια κοιτάσματα χρυσού, κλπ, μπορεί, αλλά ακόμη και τότε μόνο για λίγο, να επιταχύνει την κίνηση των επιχειρήσεων»  (αναφέρεται στο Paul Sweezy Θεωρία της καπιταλιστικής ανάπτυξης σ 225).
   Η θεωρητική προσέγγιση του Kautsky, για τη μετάβαση του καπιταλισμού σε μια φάση χρόνιας ύφεσης, είναι ιδιαίτερα σημαντική διότι αποκλείει την αυτόματη κατάρρευση του καπιταλισμού και ταυτόχρονα είναι σύμφωνη με την ιστορική εμπειρία που δείχνει πως οι κοινωνίες, πριν οδηγηθούν σε κοινωνικό και οικονομικό μετασχηματισμό, περνούν από μια βαθιά και γενικευμένη κρίση. Είναι η παρούσα κατάσταση του καπιταλισμού αυτή που περιγράφεται από τον Kautsky; Για να μπορέσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα πρέπει να δούμε τους μηχανισμούς μέσω των οποίων ο καπιταλισμός ξεπερνούσε τις κρίσεις του, αν αυτοί είναι ακόμη ενεργοί και αν όχι το γιατί. Θεωρώντας πως το αίτιο των κρίσεων βρίσκεται στην αναντιστοιχία μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης έχουμε μια ερμηνεία του γιατί οι παραγωγικές δυνάμεις μένουν αναξιοποίητες, αλλά όχι στο γιατί για τόσο μακρύ χρόνο;
   «Μέχρι τώρα αγνοήσαμε τις δυνάμεις που έχουν μια αντεπιδραστική επίπτωση στην τάση υποκατανάλωσης, δυνάμεις που όπως βλέπουμε ήσαν αρκετά ισχυρές, ώστε να καθορίσουν την πραγματική ιστορική πορεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Για να βρούμε μια απάντηση στο πρόβλημα που μας ενδιαφέρει τώρα-κατευθύνεται πράγματι ο καπιταλισμός προς μια κατάσταση χρόνιας ύφεσης-πρέπει ν’ αλλάξουμε τη διαδικασία της ανάλυσης και να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας στις αντεπιδραστικές δυνάμεις. Αν δούμε ότι μπορούν να λειτουργήσουν και μελλοντικά, με την ίδια ένταση όπως στο παρελθόν, τότε πρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως η πανταχού παρούσα τάση υποκατανάλωσης δεν μπορεί από μόνη της να αποτελεί φραγμό στην απεριόριστη ανάπτυξη του καπιταλισμού…. Γενικά οι αντεπιδραστικές δυνάμεις μπορούν να ταξινομηθούν σε δύο βασικές κατηγορίες: κείνες που έχουν σαν αποτέλεσμα την ύψωση στο ρυθμό αύξησης στην κατανάλωση σε σχέση με το ρυθμό αύξησης στα παραγωγικά μέσα, και κείνες που επιτρέπουν μια δυσανάλογη αύξηση στα παραγωγικά μέσα δίχως οικονομικά εκρηκτικές συνέπειες. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν: 1) Οι νέοι βιομηχανικοί κλάδοι. 2) Η λαθεμένη επένδυση. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν: 3) η αύξηση του πληθυσμού. 4) η μη παραγωγική κατανάλωση. 5) οι δημόσιες δαπάνες»  (Paul Sweezy Θεωρία της καπιταλιστικής ανάπτυξης σ 245-46).
   Ο Sweezy βλέποντας και μελετώντας τις καπιταλιστικές κοινωνίες την εποχή της κυριαρχίας του κεινσιανισμού και του κοινωνικού κράτους μπορούσε να αναρωτιέται: «Μέχρι τώρα υποθέταμε ότι οι δημόσιες δαπάνες χρηματοδοτούνται ολοκληρωτικά από τη φορολογία. Κι ο δανεισμός από τους ιδιώτες δε θέτει νέα ζητήματα αρχής. Υπάρχει ωστόσο και μια άλλη δυνατότητα, δηλαδή το κράτος να ξοδεύει χρήμα, που δε το παίρνει από κανενός το εισόδημα, αλλά που δημιουργείται ή άμεσα ή με το δανεισμό από τράπεζες. Όταν οι παραγωγικοί πόροι χρησιμοποιούνται ολοκληρωτικά η χρηματοδοτική αυτή μέθοδος των δημοσίων δαπανών οδηγεί με το μηχανισμό του πληθωρισμού στις τιμές στην αφαίρεση ενός μέρους από τα ατομικά εισοδήματα. Στην περίπτωση αυτή η επίπτωση στη συνολική κατανάλωση είναι απίθανο να είναι μεγάλη, αφού γενικά η αύξηση στη δημόσια κατανάλωση αντισταθμίζεται σε μεγάλο βαθμό με μια μείωση στην ατομική κατανάλωση. Όταν όμως η οικονομία συρρικνώνεται και οι παραγωγικοί πόροι της δεν αξιοποιούνται ολοκληρωτικά, η πρόσθετη δημόσια κατανάλωση που χρηματοδοτείται με τη δημιουργία αγοραστικής δύναμης έχει δευτερογενείς ευνοϊκές επιδράσεις στην ιδιωτική συσσώρευση και κατανάλωση. Επομένως φαίνεται ότι θεσπίζοντας και μονιμοποιώντας έναν ικανοποιητικό ρυθμό δημόσιας κατανάλωσης με νεοδημιουργημένη αγοραστική δύναμη, το κράτος μπορεί να φέρει την οικονομία στο επίπεδο της πλήρους απασχόλησης, και να την κρατήσει σ’ αυτό» (Paul Sweezy Θεωρία της καπιταλιστικής ανάπτυξης σ 261).
    Οι αιτίες που προβάλλονται από τον Sweezy ως αντεπιδραστικές δυνάμεις στην υποκατανάλωση και τη μόνιμη ύφεση ήσαν πράγματι αυτές και λειτούργησαν αποτελεσματικά για μεγάλο μέρος της ιστορικής πορείας του καπιταλισμού και λειτουργούσαν  και την εποχή που έγραφε ο Sweezy. Το ερώτημα που τίθεται όμως είναι αν εξακολουθούν να δρουν και σήμερα. Στις αντεπιδραστικές δυνάμεις που προβάλλει ο Sweezy θεωρώ πως πρέπει να προστεθούν οι εξαγωγές κεφαλαίων, που ενισχύουν τη συσσώρευση σε όλο και μεγαλύτερη κλίμακα, καθώς και οι πόλεμοι οι οποίοι έχει καταφανεί ιστορικά πως παίζουν σημαντικό ρόλο στην αναδιανομή, στην επιτάχυνση της συσσώρευσης και στη μη καταναλωτική παραγωγή, χωρίς φυσικά να οδηγούν από μόνοι τους σε υψηλότερο από πριν επίπεδο τις παραγωγικές δυνάμεις. Ξεκινώντας την προσπάθεια να εντοπίσουμε τη δράση των δυνάμεων που ωθούσαν την παραγωγή και την οικονομία σε ανοδική φάση και στην κατάκτηση υψηλότερων επιπέδων, θα ξεκινήσουμε από την πρώτη αντεπιδραστική δύναμη, όπως τη θέτει ο Sweezy. Είδαμε πως η δημιουργία νέων παραγωγικών κλάδων είναι μία από τις δύο συνθήκες που πρέπει να πληρούνται ώστε να υπάρχει οικονομική μεγέθυνση στηριγμένη στην παραγωγή.
    Παρακολουθώντας την πορεία της βιομηχανικής εξέλιξης μπορούμε να δούμε πως η συνθήκη αυτή βρισκόταν σε ισχύ μέχρι και τη δεκαετία του 1970 περίπου. Νέοι δυναμικοί παραγωγικοί κλάδοι δημιουργούντο ενώ η παραγωγικότητα της εργασίας αυξανόταν στους παλιούς. Οι εξελίξεις αυτές ήσαν αποτέλεσμα της ανάπτυξης των επιστημών και της τεχνολογίας επί των οποίων και στηρίζονταν. Αν και μετά το 1980 ο σχετικά νέος κλάδος των ημιαγωγών, της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών έδωσαν μια μικρή ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη, αυτή ήταν βραχυχρόνια και με μικρή δυναμική.  Οι ελπίδες που είχαν στηριχτεί στη «νέα οικονομία» αποδείχτηκαν πολύ ευάλωτες στο πρώτο κύμα ύφεσης. Αυτό του 2000. Πέρα όμως από την περιγραφή της ιστορικής πορείας της επιστήμης και της τεχνολογίας, η οποία και αρκεί για να δείξει την εξέλιξή τους και τις προοπτικές του, υπάρχουν και κάποιοι δείκτες που μας αποκαλύπτουν τη συμβολή της τεχνολογίας στην οικονομική μεγέθυνση.
     Η συμβολή της τεχνολογίας στην οικονομική ανάπτυξη δεν ήταν ομοιόμορφα κατανεμημένη στο χρόνο ούτε στο χώρο, για το διάστημα από τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα ως τις μέρες μας. «Για την περίοδο από το 1870 έως και τα μέσα της δεκαετίας του 1910 η σχετική συμβολή της τεχνολογικής προόδου είναι θετική, αλλά μάλλον μικρή, συγκρινόμενη με τη σχετική συμβολή των μέσων παραγωγής και εργασίας. Για παράδειγμα στη Γερμανία είναι της τάξης του 40%, στις ΗΠΑ 27% και στη Βρετανία 30%. Μετά τη δεκαετία του 1910, όπου το σύστημα έχει εισέλθει στο στάδιο του αναπτυγμένου μονοπωλιακού ανταγωνισμού, και έως τις αρχές του 1970, η σχετική συμβολή της τεχνολογικής προόδου γίνεται όλο και σημαντικότερη.
  Για παράδειγμα στη Γερμανία είναι της τάξης του 65% κατά την περίοδο 1913-1950, και του 75% κατά την περίοδο 1950-1973. Αντιστοίχως, στις ΗΠΑ είναι 70% και 50% και στη Μ. Βρετανία 88% και 70%. Γενικά εκτιμάται ότι κατά την περίοδο 1950-1960, και όσον αφορά ένα ευρύ σύνολο κεφαλαιοκρατικών οικονομιών, η σχετική συμβολή της τεχνολογικής προόδου είναι της τάξης του 60% και άνω….  Εν συνεχεία, και έως τις αρχές της δεκαετίας του 1980, εξασθενεί τόσο η σχετική συμβολή της τεχνολογικής προόδου  όσο και, κυρίως, ο ρυθμός της, ενώ στη συνέχεια ανακάμπτουν, χωρίς όμως να επανέρχονται στα επίπεδα της περιόδου 1950-1973… κατά την περίοδο 1982-1997, η σχετική συμβολή της τεχνολογικής προόδου  είναι της τάξης του 22%, και, άρα, αισθητά μικρότερη από αυτή των περιόδων 1929-1948 (40%), 1948-1973 (41%), και 1929-1982 (35%)» (Θ. Μαριόλης
    Η παραπάνω ποσοτική  παρουσίαση επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα στα οποία καταλήξαμε (δες Η τεχνολογία και ο αστικός μύθος της  http://eparistera.blogspot.com/2011/01/blog-post_16.html) μέσω της αναλυτικής περιγραφής της ιστορικής διαδρομής της επιστήμης και του παραγώγου της, της τεχνολογίας.  Ο ρόλος των επιστημών και της τεχνολογίας στην παραγωγική και οικονομική μεγέθυνση είναι συνεχώς μειούμενος με το πέρασμα του χρόνου. Τα παραπάνω βρίσκονται φυσικά σε αντίθεση με το λαϊκό μύθο για την επιστήμη και την τεχνολογία στην εποχή μας. Η τελευταία αναλαμπή της τεχνολογίας συνδέεται με την πληροφορική και τους ημιαγωγούς κάτι που εδραζόταν στην επιστημονική γνώση που είχε ήδη κατακτηθεί σε εποχές προηγούμενες.
   Η επιστημονική βάση πάνω στην οποία εδραζόταν η τεχνολογική ανάπτυξη έχει από τη δεκαετία του 1970 πάψει να επεκτείνεται. Οι τελευταίες θεωρητικές προσεγγίσεις στη βασική έρευνα σταμάτησαν ουσιαστικά τη δεκαετία του 1980. Η επιστήμη βρίσκεται σε τέλμα και μόνο κάτι που βρίσκεται τελείως έξω από κάθε δυνατότητα πρόβλεψης μπορεί να τη βγάλει από αυτό. Οι κυρίαρχη τάξη δεν έχει πλέον ανάγκη την επιστήμη και τη συνεισφορά της σε μια αόριστα μελλοντική οικονομική ανάπτυξη. Δυστυχώς η επιστήμη δε μπορεί να μπει στο πλαίσιο των μετρήσιμων δεικτών άμεσης απόδοσης.
    Όταν το μέλλον περιορίζεται απλά μέχρι το τέλος του τρέχοντος εξαμήνου ή, το πολύ, του χρόνου η επιστήμη δεν έχει καμία θέση στο τραπέζι της χρηματοδότησης. Η επιστήμη δε μπορεί να μπει στα στενά αυτά πλαίσια. Κανείς δε ξέρει, ούτε πότε, ούτε ποιος, ούτε τι θα αποδώσει η επιστημονική έρευνα. Η επιστήμη μεγαλούργησε όταν κανένα τέτοιο πλαίσιο δε την περιόριζε και κανένας «δείκτης απόδοσης» δε μετρούσε την «αποδοτικότητά» της. Όταν δεν ήταν ανταγωνιστική. Κάτω από μεγαλόστομες εκφράσεις, και πάντα για το καλό του λαού, οι κυβερνητικοί εκπρόσωποι της κυρίαρχης τάξης φορούν στη επιστήμη ένα στενό κορσέ που αποκλείει οποιαδήποτε ανάπτυξή της.   
   Η χρηματοδότηση της βασικής έρευνας έχει καταρρεύσει και η απαξίωση της επιστήμης και των επιστημόνων έχει σαν αποτέλεσμα τα καλύτερα μυαλά αντί να κατευθύνονται προς την επιστήμη, όπως γινόταν όταν αυτή βρισκόταν στην ακμή της, να κατευθύνονται πλέον στην νομική και την οικονομία, κυρίως στις αναπτυγμένες χώρες. Σε συνδυασμό με τα παραπάνω έρχεται και η μείωση των παρεχόμενων γνώσεων στη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση. Τα εκπαιδευτικά συστήματα των προηγμένων χωρών στοχεύουν απλά στη δημιουργία καλών διαχειριστών.
   Η μείωση των ωρών διδασκαλίας των μαθηματικών της φυσικής και της χημείας και η επέκταση των ωρών διδασκαλίας των γλωσσών και του χειρισμού των υπολογιστών στοχεύει ακριβώς εκεί. Στην  κατάρτιση σε βάρος της γνώσης. Κάτω από τις μεγαλόστομες αρλούμπες των κυβερνητικών εκπροσώπων κρύβεται η αδυναμία του κοινωνικού και οικονομικού συστήματος να αποτελέσει πλέον προωθητικό παράγοντα για την επέκταση και διάχυση της γνώσης.  Προς την ίδια κατεύθυνση οδεύει και η τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η μεγαλειώδης ανάπτυξη των επιστημών οδήγησε σε τεράστια αύξηση τις γνώσεις που είναι πλέον κτήμα του ανθρώπου. Η αύξηση αυτή θα έπρεπε να έχει σαν φυσιολογικό αποτέλεσμα την αύξηση των ετών των σπουδών ή στη χειρότερη περίπτωση τη μη μείωσή τους. Αντίθετα, οι κυβερνήσεις των αναπτυγμένων χωρών, μειώνουν τα χρόνια σπουδών καθιστώντας την παιδεία εμπόρευμα και μάλιστα από τα χειρότερα.
    Οι επιστήμες αναπτύχθηκαν όταν δεν ήσαν συνδεδεμένες με την παραγωγή, και τότε προσέφεραν τα μέγιστα στην παραγωγή και στην  οικονομική μεγέθυνση. Τα πάντα οδηγούν επομένως αβίαστα στο συμπέρασμα πως η επιστήμη όχι μόνο έχει σταματήσει οποιαδήποτε επέκτασή της αλλά και ότι οι όροι και οι συνθήκες στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο εγγυώνται πως καμιά πρόοδος δε θα είναι πλέον δυνατή στις επιστήμες και στην παιδεία. Η μείωση της διάχυσης της επιστημονικής γνώσης στο κοινωνικό σώμα έχει φυσικά και πολλές παράπλευρες συνέπειες με την διάδοση του ανορθολογισμού, την αδυναμία κατανόησης των φαινομένων σε ολιστική βάση και την αδυναμία παρέμβασης στα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα με την ενίσχυση της ψευδούς συνείδησης και όλα αυτά κάτω από ένα ψευδοεπιστημονικό πρίσμα, καθοδηγούμενα και ενισχυόμενα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
  Η πιθανότητα νέων επιστημονικών ανακαλύψεων και τεχνολογικών καινοτομιών είναι ασήμαντη, σχεδόν μηδενική. Η επί μακρόν στασιμότητα της επιστήμης και το σύνολο των συνθηκών που αποτελούν το περιβάλλον  της επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου είναι απολύτως αρνητικοί παράγοντες. Μόνο κάποια απολύτως απρόβλεπτη εξέλιξη μπορεί να ανατρέψει την παραπάνω θέση. Οι καινοτομίες που μπορούν να προκαλέσουν ανατροπή δεν είναι φυσικά αυτές της νανοτεχνολογίας ή της βιοτεχνολογίας αλλά πολύ πιο ουσιώδεις και βασικές ανατροπές όπως, για παράδειγμα, αυτή της πυρηνικής σύντηξης. Τίποτα τέτοιο όμως δεν υπάρχει, ως έστω και με μικρή πιθανότητα,  στο ορατό μέλλον. Για περισσότερα δες Επιστήμη: Ποιος τη χρειάζεται; http://eparistera.blogspot.com/2010/10/blog-post_21.html. Τα πάντα έχουν περιέλθει σε τέλμα και σε στασιμότητα στους τομείς της επιστήμης και της τεχνολογίας.
  Όσον αφορά τη δεύτερη αντεπιδραστική, κατά Sweezy, δύναμη, αυτή της λαθεμένης επένδυσης, δε θα την εξετάσουμε διότι η δράση της είναι περιορισμένης χρονικής εμβέλειας και αφορά τον κλασσικό επιχειρηματικό κύκλο από τον οποίο πλέον έχουμε ξεφύγει, μιας και εξετάζουμε ένα χρονικό  διάστημα σαράντα χρόνων, κατά το οποίο η παραγωγή παραμένει σταθερή ή και μειούμενη στις αναπτυγμένες χώρες. Η όποια λαθεμένη επενδυτική πολιτική θα είχε αρθεί σε ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Πάντως η λαθεμένη επένδυση συμβάλει στη κατανάλωση χωρίς να προσθέτει κάτι στην παραγωγή κι έτσι έπαιζε το ρόλο της στο ξεπέρασμα των κρίσεων.
    Η τρίτος παράγοντας ο οποίος συμβάλει στο ξεπέρασμα των κρίσεων είναι ο πληθυσμός. Πράγματι ένας αυξανόμενος πληθυσμός αποτελεί όχι μόνο έναν φτηνό εφεδρικό εργατικό στρατό αλλά και μια συνεχώς αυξανόμενη καταναλωτική δύναμη η οποία μπορεί να συμπαρασύρει στην ανάπτυξη της παραγωγής και των παραγωγικών δυνάμεων. Ένας πληθυσμός που αυξάνεται επομένως μπορεί να αποτελέσει μια αποφασιστική δύναμη ανάκαμψης από την κρίση. Πρέπει να σημειώσουμε πως ο αυξανόμενος πληθυσμός μπορεί να αποτελέσει παράγοντα ανάκαμψης αλλά από μόνος του δε μπορεί να αποτελέσει και παράγοντα ανάπτυξης αν δεν συντρέχουν και άλλοι λόγοι. Ο κυριότερος από αυτούς είναι η αύξηση της παραγωγικότητας την οποία δεν καθορίζει όμως ούτε το μέγεθος του πληθυσμού ούτε οι ρυθμοί αύξησής του.
  . Πέρα από τα παραπάνω οι μεταβολές στους ρυθμούς μεταβολής του πληθυσμού είναι ένας ευαίσθητος δείκτης που μας φανερώνει πότε σταματά το πανηγύρι της ανάπτυξης. Μου είναι άγνωστο με ποιους μηχανισμούς οι κοινωνίες αντιλαμβάνονται το πότε πρέπει να σταματήσουν την αύξηση του πληθυσμού. Κάτι τέτοιο είναι κατανοητό για κοινωνίες οι οποίες ήσαν απόλυτα εξαρτώμενες από την ποσότητα των διατροφικών πόρων που είχαν στη διάθεσή τους, και ακριβώς αυτοί οι πόροι, με μηχανισμούς απλούς, όπως ο λιμός, καθόριζαν την κατεύθυνση αλλά και τους ρυθμούς της μεταβολής.
   Σε πιο σύνθετες όμως κοινωνίες, και δεν εννοώ μόνο την καπιταλιστική κοινωνία, οι μηχανισμοί πρέπει να είναι πιο σύνθετοι  και να εξαρτώνται από άλλους κοινωνικούς παράγοντες μια και η τροφή που έχουν στη διάθεσή της οι κοινωνίες αυτές είναι πάνω, ή και πολύ πάνω, από τα όρια επιβίωσης.  Δεν μπορούν δηλαδή οι διατροφικοί πόροι από μόνοι τους να ρυθμίσουν αυτόματα το ρυθμό μεταβολής του πληθυσμού. Ο παράγοντας ο οποίος ρυθμίζεται από τις κοινωνίες για τον έλεγχο του πληθυσμού είναι αυτός της γεννητικότητας.
   Παρακολουθώντας την αύξηση του πληθυσμού, από το 1000 και μέχρι την κρίση του δέκατου τέταρτου αιώνα, θα αντιληφθούμε πως η αύξηση αυτή συμβάδιζε με την ανάπτυξη και των υπόλοιπων παραγωγικών δυνάμεων, και ιδιαίτερα της γεωργίας. Όταν οι μεσαιωνικές κοινωνίες μπήκαν σε περίοδο γενικευμένης κρίσης η αύξηση του πληθυσμού σταμάτησε και μάλιστα, σε αρκετές περιοχές, παρουσιάστηκε και μείωσή του πολύ πριν ο Μαύρος Θάνατος πλήξει τις ευρωπαϊκές μεσαιωνικές κοινωνίες.  Από τον δέκατο έκτο αιώνα άρχισε μια ανάκαμψη του πληθυσμού αλλά οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί έφτασαν πάλι στο επίπεδο που ήσαν προς το τέλος του δέκατου τέταρτου αιώνα μόνο κατά τις αρχές του δέκατου έβδομου αιώνα.
    Όλη η παραπάνω περίοδος μπορεί να χαρακτηριστεί σαν μια μεταβατική περίοδος κατά την οποία οι πληθυσμοί απλά ανέκαμπταν από την κρίση του δέκατου τέταρτου αιώνα αλλά κυρίως από τα πλήγματα των λοιμών. Η ουσιαστική πληθυσμιακή αύξηση αρχίζει τον δέκατο όγδοο αιώνα και οι ρυθμοί αύξησης του πληθυσμού γίνονται υψηλοί μετά την επικράτηση του καπιταλισμού, αρχικά στην Ολλανδία και στην Βρετανία και κατόπιν σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Η κοινωνική μεταβολή που συντελέστηκε με την επικράτηση του καπιταλισμού στην Ευρώπη είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση του ποσοστού του ευρωπαϊκού πληθυσμού επί του παγκόσμιου πληθυσμού σε πρωτόγνωρα επίπεδα.
    Όπως η πληθυσμιακή αύξηση ακολούθησε την παραγωγική ανάπτυξη της Ευρώπης με τον ίδιο τρόπο διαχύθηκε και στον κόσμο ολόκληρο, ακολουθώντας την πορεία της παραγωγικής και της οικονομικής μεγέθυνσης της οποίας ήταν ταυτόχρονα αίτιο και αιτιατό σε μια αναδραστική σχέση. Ενώ λοιπόν η παραγωγική ανάπτυξη επεκτείνεται χωρικά, την ίδια διαδικασία ακολουθεί και η πληθυσμιακή αύξηση αλλά και το αντίθετο. Όπου η ανάπτυξη επιβραδύνει τους ρυθμούς της το ίδιο κάνει κι ο πληθυσμός. Οι δείκτες που κυρίως πρέπει να προσέξουμε είναι αυτοί της γεννητικότητας γιατί οι απόλυτοι αριθμοί του πληθυσμού, αλλοιωνόμενοι από τη μετανάστευση, αποκρύπτουν την αλήθεια γύρω από τις πραγματικές τάσεις μεταβολής του πληθυσμού.
   Ακόμη όμως και οι απόλυτοι αριθμοί δείχνουν πως η διαδικασία της πληθυσμιακής μετάβασης, που ξεκίνησε στην Ευρώπη με την επικράτηση του καπιταλισμού, βρίσκεται στο τέλος της. Οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί έχουν, σχεδόν στο σύνολό τους, δείκτες γεννητικότητας σε παιδιά ανά γυναίκα, μικρότερο του 2. Οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί βρίσκονται ουσιαστικά σε φάση μείωσης από τη δεκαετία του 1970 περίπου, ενώ κάποιες χώρες και από νωρίτερα. Την ίδια διαδικασία μείωσης της γεννητικότητας παρατηρούμε πλέον στον κόσμο ολόκληρο, με μικρή εξαίρεση την υποσαχάρια Αφρική. Η διαδικασία επομένως ολοκληρώνεται, για τον κόσμο ολόκληρο και μάλιστα σε σύντομο διάστημα.
   Πέρα επομένως από το ότι η πληθυσμιακή αύξηση στις αναπτυγμένες χώρες δεν είναι τέτοια που να επιτρέπει το ξεπέρασμα της κρίσης η τάση έντονης μείωσης του ρυθμού αύξησης του πληθυσμού σε παγκόσμια κλίμακα φανερώνει πως η διαδικασία της πληθυσμιακής μετάβασης βρίσκεται στο τέλος της και μαζί με αυτή και η αύξηση της παραγωγικής δύναμης άνθρωπος. Ο πληθυσμός εξαντλείται πλέον, σε παγκόσμιο επίπεδο από την άποψη της ένταξής του στο καπιταλιστικό πλαίσιο παραγωγής και την άντληση υπεραξίας, αλλά τείνει να σταθεροποιηθεί  σαν απόλυτο μέγεθος και σαν δυνάμει παραγωγική δύναμη.      
  Παραθέτουμε δύο διαγράμματα που δείχνουν τις τάσεις που περιγράψαμε.


  Οι μη παραγωγικές δαπάνες, που αναφέρει ο Sweezy ως ανασχετικό παράγοντα της ύφεσης, είναι ουσιαστικά οι δαπάνες των κοινωνικών στρωμάτων που δεν συμμετέχουν άμεσα στην παραγωγή, όπως οι βιομήχανοι και οι εργάτες. Αρχικά το στρώμα αυτό περιλάμβανε έναν αριθμό προσώπων όπως οι αριστοκράτες γαιοκτήμονες, ο κλήρος κ.λπ. σήμερα μπορούμε κυρίως να εντάξουμε στην κατηγορία των μη παραγωγικών καταναλωτών τους εμπόρους, τους διανομείς, τους μεταφορείς και τις λοιπές κοινωνικές ομάδες που αποτελούν τα λεγόμενα μεσαία στρώματα.
   Αν και μπορούμε να θεωρήσουμε πως τα εισοδήματα αυτών των κοινωνικών ομάδων και στρωμάτων προέρχονται από την υπεραξία που παράγεται στους χώρους παραγωγής σε όλο τον κόσμο, σήμερα  ένα μέρος των λειτουργιών αυτών των ομάδων έχει περάσει στις δραστηριότητες της μεγαλοαστικής τάξης, με την ανάπτυξη των αλυσίδων χονδρικού και λιανικού εμπορίου, καθώς και με τις εταιρείες μεταφορών. Το ίδιο ισχύει, πολύ περισσότερο για τις θαλάσσιες μεταφορές. Πάντως η κατανάλωση αυτών των στρωμάτων, τα οποία θα υπάρχουν πάντα,  δεν μπορεί να αναιρέσει την εκδήλωση των κρίσεων αφού, ακόμη κι αν στρέφει προς την κατανάλωση ένα μέρος της αποθησαυριζόμενης υπεραξίας, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να βραδύνει λίγο την εκδήλωσή τους.
   Από την άλλη δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως αποθησαυρισμός γίνεται και σε αυτά τα στρώματα και μάλιστα συχνά σε μεγάλη έκταση. Ο διαχωρισμός σήμερα της αστικής τάξης σε βιομηχάνους τραπεζίτες και εμπόρους είναι ιδιαίτερα αμφιλεγόμενος καθώς η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, των υπηρεσιών και του χρηματοπιστωτικού συστήματος βρίσκεται στα ίδια χέρια αντλώντας έτσι ένα όλο και μεγαλύτερο μερίδιο του παραγόμενου πλούτου. Μπορούμε επομένως βάσιμα να θεωρήσουμε, σε αντίθεση με το Sweezy, πως όχι μόνο δεν αυξάνεται σήμερα η μη παραγωγική κατανάλωση αλλά αντιθέτως μειώνεται.
    Όσον αφορά τώρα τις δημόσιες δαπάνες, και το ρόλο τους ως αντεπιδραστικής δύναμης των κρίσεων, οι πολλές και βαρύνουσας σημασίας μεταβολές  που  συντελέστηκαν κατά τις δεκαετίες μετά το 1980 και στο πεδίο αυτό,  άλλαξαν τα δεδομένα με ταχύτατους ρυθμούς. Οι κρατικές δαπάνες αρχικά κατατάσσονταν, και από τον  Marx, στις μη παραγωγικές δαπάνες μια υπόθεση που σε γενικές γραμμές ήταν σωστή για τον δέκατο ένατο αιώνα. Το σύνολο σχεδόν των κρατικών δαπανών, μέχρι και τον εικοστό αιώνα, κατευθυνόταν κυρίως προς την κατανάλωση μιας και το κράτος δεν ανέπτυσσε επιχειρηματική δραστηριότητα και τα έσοδά του κατευθύνονταν στις πληρωμές μισθών οι οποίες, πράγματι, ενίσχυαν την κατανάλωση. Οι εκτέλεση επίσης των δημοσίων έργων συνέβαλε επίσης σημαντικά προς την κατεύθυνση αυτή. Ακόμη και η πληρωμή των τόκων για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους απέσυρε ένα ποσό από την παραγωγική συσσώρευση.
   Οι κρατικές δαπάνες μπορούν να χωριστούν σε τρεις μεγάλες κατηγορίες. Δημόσιες κεφαλαιουχικές δαπάνες, δημόσιες μεταβιβαστικές πληρωμές και δημόσια κατανάλωση. Από τις απαρχές τους τα σύγχρονα κράτη είχαν κεφαλαιουχικές δαπάνες όχι τόσο στην παραγωγή αγαθών αλλά κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών. Από τον εικοστό αιώνα και μετά η δράση του κράτους επεκτάθηκε και στην παραγωγή αγαθών με στόχο και το κέρδος, δρώντας πλέον ως επιχειρηματίας. Η επιχειρηματική κρατική δραστηριότητα εντάθηκε, στην Ευρώπη ιδιαίτερα, μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
   Το κράτος μέσω επομένως των κεφαλαιουχικών δαπανών του συνέβαλε στη συσσώρευση αλλά, υπό κανονικές συνθήκες, αφού δεν προχωρούσε σε αποθησαυρισμό η παραπάνω δράση του δεν ήταν ενισχυτική των κρίσεων εκτός κι αν δρούσε ανταγωνιστικά με τους ιδιώτες επιχειρηματίες. Και τότε όμως μπορούμε να θεωρήσουμε πως μπορεί μάλιστα η επιχειρηματική κρατική δραστηριότητα να συνέβαλε ως αντεπιδραστική δύναμη στις κρίσεις μέσα από τη δράση του στον τομέα των τιμών και τη μείωση του αποθησαυρισμού. Το σύνολο των κρατικών επιχειρηματικών εσόδων κατευθυνόταν στην κατανάλωση ενισχύοντάς την. Ακόμη δηλαδή κι αν, η κρατική αυτή δραστηριότητα χαρακτηριστεί ως κεφαλαιοκρατική, έχει ιδιόμορφα χαρακτηριστικά όσον αφορά την σχέση παραγωγής-κατανάλωσης. Από τη δεκαετία του 1970 και μετά η επιχειρηματική κρατική δραστηριότητα βρέθηκε στο στόχαστρο  των αστών και των διεθνών οργάνων του κεφαλαίου, με επί κεφαλής το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο..
    Οι μεταβολές που είχαν γίνει εν τω μεταξύ στην διεθνή πολιτική σκηνή ευνοούσαν ένα σύνολο μεταρρυθμίσεων με στόχο την αφαίρεση των όποιων δικαιωμάτων είχαν καταχτήσει οι εργαζόμενοι. Ένας από τους βασικούς στόχους ήταν και η απόσυρση του κράτους από κάθε επιχειρηματική δράση και το πέρασμα των κρατικών επιχειρήσεων στους ιδιώτες. Η διαδικασία ήταν σχεδόν αναγκαστική, από τη μεριά του κεφαλαίου, τη στιγμή που οι δυνατότητες παραπέρα παραγωγικής ανάπτυξής του είχαν μηδενιστεί και η κερδοφορία του απειλείτο. Η αδυναμία επέκτασης έθετε ως υποχρεωτική για το κεφάλαιο την ανάγκη τα κέρδη του δημοσίου από τις επιχειρήσεις του να περάσουν σε αυτό.
    Με διάφορες μεθόδους, και με τη συνδρομή τόσο των κυβερνήσεων όσο και των διεθνών οργανισμών, η διαδικασία της ιδιωτικοποίησης προχώρησε με ταχείς ρυθμούς και σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδιαίτερα όπου παρενέβαινε το Δ.Ν.Τ, εξαιρετικά βίαια. Όχι μόνο τα κράτη πούλησαν τις επιχειρήσεις τους αλλά η λεγόμενη ιδιωτικοποίηση πήρε πρωτοφανής διαστάσεις. Κάποιες κυβερνήσεις έφτασαν σε απίθανα σημεία αθλιότητας, όπως για παράδειγμα η κυβέρνηση της Χιλής η οποία ιδιωτικοποίησε των υδάτινο πλούτο της χώρας. Με το προχώρημα της παραπάνω διαδικασίας, και την ολοκλήρωσή της σχεδόν κατά την πρώτη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα, η καταναλωτική δύναμη μειώθηκε αφού ένα μέρος των κερδών, που πριν μέσω του κράτους πήγαινε στην κατανάλωση, τώρα μπορούσε να αποθησαυριστεί και αποθησαυριζόταν. Η επιχειρηματική επομένως δράση του κράτους, ενώ συντελούσε στη συσσώρευση και πιθανά και στην αύξηση της παραγωγής, αυτό γινόταν με ένα ιδιόρρυθμο τρόπο αποκλείοντας ουσιαστικά την αποθησαύριση.
   Ακόμη και στον τομέα των δημοσίων έργων και τις δημιουργίας υποδομών συντελέστηκαν ουσιώδεις μεταβολές. Ενώ δηλαδή το κράτος ήταν ο χρηματοδότης και ο κάτοχος των δημοσίων υποδομών η ιδιωτικοποίηση εξαπλώθηκε κι εκεί τόσο με τη μέθοδο της, λεγόμενης, αυτοχρηματοδότησης όσο και με τις συμπράξεις ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. Το αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν ίδια με αυτή των ιδιωτικοποιήσεων των υπόλοιπων κρατικών επιχειρήσεων. Αφαιρούσε ουσιαστικά ένα μέρος από την κατανάλωση κατευθύνοντας τα κέρδη προς το μέρος της μεγαλοαστικής τάξης. Και λέμε πως αφαιρούσε ένα μέρος από την κατανάλωση το στηρίζουμε πάλι στο ότι το κράτος ή δεν είχε κέρδη από την δράση του αυτή, δρώντας ως δημιουργός δημοσίων αγαθών, ή κι αν είχε τα κατανάλωνε στο σύνολό τους είτε σε μισθούς είτε σε προμήθειες.
  Το σκέλος των μεταβιβαστικών πληρωμών του κράτους είναι εκείνος ο τομέας του που γνώρισε τις μεγαλύτερες μεταβολές από τη δεκαετία του 1970 και μετά. Οι μεταβιβαστικές πληρωμές αφορούν ένα μεγάλο ποσοστό των πληρωμών του δημοσίου, καθώς αφορούν την πληρωμή των τόκων του δημοσίου χρέους, τις πληρωμές των ασφαλιστικών οργανισμών και της περίθαλψης, τα κρατικά επιδόματα κ.λπ. Οι πληρωμές αυτές γίνονται από τα έσοδα του κράτους και κυρίως τα φορολογικά. Επομένως πρέπει να εξεταστούν μαζί με την πορεία, αλλά και την κατανομή των φορολογικών εσόδων.
   Από τις πρώτες δεκαετίες  του εικοστού αιώνα, ξεκίνησε μια επίπονη διαδικασία κατάκτησης, από τη μεριά των εργαζομένων, διαφόρων δικαιωμάτων που καλυτέρευαν τη ζωή τους με την κατοχύρωση των συντάξεων, την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, τις αποζημιώσεις απολύσεων, τις άδειες με αποδοχές και όλα εκείνα που συνιστούσαν το λεγόμενο «κοινωνικό κράτος», τουλάχιστον στην Ευρώπη. Στη χρηματοδότηση όλων των παραπάνω τομέων συμμετείχε και το κράτος σε ένα σημαντικό ποσοστό. Τα κρατικά έσοδα προέρχονταν τόσο από τη φορολογία αλλά και, δευτερευόντως,  από τα κέρδη που προέκυπταν από την επιχειρηματική του δράση.
   Από τη δεκαετία του 1980 τρεις παράλληλες, αλληλοενισχυόμενες και αλληλοτροφοδοτούμενες διεργασίες άρχισαν να συντελούνται. Η πρώτη από αυτές ήταν η ραγδαία μείωση των συντελεστών φορολόγησης των εταιρικών κερδών και των υψηλών εισοδημάτων με παράλληλη αύξηση των έμμεσων φόρων, καθώς και η μεταβίβαση των κρατικών επιχειρήσεων σε ιδιώτες. Η δεύτερη ήταν η αποδόμηση  του κοινωνικού κράτους και η τρίτη ο ταχύτατα διογκούμενος κρατικός δανεισμός, ο οποίος διογκωνόταν παράλληλα με τον δανεισμό των νοικοκυριών. 
  Σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες οι φορολογικοί συντελεστές των εταιρικών κερδών κατέρρευσαν μειούμενοι και πάνω από 50% μέσα σε μια τριακονταετία, σε κάποιες από αυτές όπως φαίνεται και στο διάγραμμα.

Διάγραμμα http://eparistera.blogspot.gr/

    Παράλληλα με τη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων κατέρρευσαν και οι συντελεστές φορολόγησης των υψηλών εισοδημάτων και ιδιαίτερα των μερισμάτων. Το αποτέλεσμα των παραπάνω μεταβολών ήταν η κατάρρευση των φορολογικών εσόδων των αναπτυγμένων κρατών, το οποίο ήρθε να συμπληρώσει και την απώλεια των κρατικών εσόδων από τις επιχειρήσεις του τις οποίες είχε πλέον ξεπουλήσει. Σε μια προσπάθεια διατήρησης των εσόδων του κράτους αυξάνονταν οι έμμεσοι φόροι. Η κατανάλωση δεχόταν πλέον ισχυρό πλήγμα αφού το αυξημένο εισόδημα των επιχειρήσεων και των υψηλών εισοδημάτων απλά αποθησαυριζόταν ενώ το κράτος αφαιρούσε εισόδημα από τους εργαζόμενους, κυρίως μέσω της έμμεσης φορολογίας, για την πληρωμή των υποχρεώσεών του.
    Διάφορες απίθανες, έως και ηλίθιες, δικαιολογίες προβάλλονταν από τη μεριά των κυβερνήσεων για τις παραπάνω μεταβολές. Η κυριότερη από αυτές ήταν πως οι μεταβολές αυτές θα είχαν σαν αποτέλεσμα τις επενδύσεις και την ανάπτυξη, κάτι που φυσικά δεν γινόταν και ούτε μπορούσε να γίνει. Εκείνο που γινόταν, και που ήταν και ο πραγματικός στόχος, ήταν η παραπέρα συσσώρευση χρηματικών κεφαλαίων από μέρους της κυρίαρχης τάξης. Όσο τα φορολογικά έσοδα προέρχονταν, σε σημαντικό ποσοστό, και από τη φορολόγηση των εταιρικών κερδών και των φυσικών προσώπων με υψηλά εισοδήματα, ένα μέρος του χρέους εξυπηρετούνταν μέσω αυτών των εσόδων αφαιρώντας έτσι ένα μέρος από τη συσσώρευση. Η αποπληρωμή των χρεών, ή ενός μεγάλου μέρους του, από την έμμεση φορολογία αφαιρούσε πλέον ακόμη μεγαλύτερο ποσό από την κατανάλωση.
  Όπως ήταν απολύτως αναμενόμενο η μείωση των κρατικών εσόδων είχε σαν αποτέλεσμα την αδυναμία του κράτους να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του των μεταβιβαστικών πληρωμών. Πρώτος στόχος, για τον περιορισμό αυτών των δαπανών έγινε το κοινωνικό κράτος, μια και η μη αποπληρωμή των χρεών εθεωρείτο απολύτως απαράδεκτη. Οι συντάξεις και η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, σημαντικότατες κατακτήσεις των εργαζομένων, έπρεπε να γίνουν ιδιωτική υπόθεση με το κράτος να έχει όσο το δυνατό μικρότερη συμμετοχή. Έτσι και το κράτος θα απαλλασσόταν από την υποχρέωση κάλυψης των υποχρεώσεων αυτών μέσω της φορολογίας και ένα, σημαντικότατο, ποσοστό του εισοδήματος των εργαζομένων θα κατάληγε πάλι στη συσσώρευση. Στόχος δεν ήταν όμως μόνο το εισόδημα αλλά και οι αποταμιεύσεις των εργαζομένων οι οποίες, από την περίοδο αυτή και μετά καταρρέουν.
  Η αποδυνάμωση των κρατικών νοσηλευτικών ιδρυμάτων, με την παράλληλη προώθηση και ενίσχυση των ιδιωτικών, η μείωση των παροχών των ασφαλιστικών ταμείων με την παράλληλη ανάπτυξη των ιδιωτικών ασφαλειών αλλά και, την πολλές φορές με νόμο, υποχρέωση των συνταξιοδοτικών ταμείων να τζογάρουν στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, προκειμένου να αυξήσουν τα έσοδά τους για να δώσουν συντάξεις, ήσαν μερικές από τις πρακτικές που τέθηκαν σε εφαρμογή αρχικά. Από το 2010, και εκμεταλλευόμενοι η κυρίαρχη τάξη και οι κυβερνήσεις τους την κρίση, η επίθεση στις συντάξεις, στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και σε κάθε είδους κοινωνική παροχή, πήρε χαρακτήρα ολόπλευρης επίθεσης κυρίως εκεί που αυτή διατηρούσε κάποια από τα παλιά χαρακτηριστικά της.
   Μια και οι χώρες που περισσότερο ακολούθησαν το δρόμο του κοινωνικού κράτους ήσαν οι χώρες που αποτέλεσαν την ευρωζώνη η επίθεση έλαβε οξεία μορφή ακριβώς εκεί. Οι εξελίξεις αυτές είχαν, και θα έχουν ακόμη πιο έντονα, σαν αποτέλεσμα τη ραγδαία και βίαιη συρρίκνωση, στις αναπτυγμένες χώρες, του εισοδήματος των εργαζομένων, αυτού δηλαδή που ελάμβαναν και ως κοινωνικό μισθό. Τα αποτελέσματα θα είναι δραματικά στο πεδίο της αποτελεσματικής ζήτησης με τη σοβούσα κρίση να βαθαίνει ακόμη περισσότερο.
   Η κατάρρευση των κρατικών φορολογικών εσόδων σε συνδυασμό με την αδυναμία μείωσης των κρατικών εξόδων, με τον ίδιο τουλάχιστον ρυθμό, είχε σαν αποτέλεσμα τα κράτη, προκειμένου να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, να καταφεύγουν όλο και περισσότερο, στο δανεισμό. . Οι τόκοι από τα δάνεια προς τα κράτη αποτελούσαν πλέον ένα μεγάλο ποσοστό των κερδών του διεθνούς κεφαλαίου από τη μια αλλά και έναν ισχυρό μηχανισμό άσκησης πιέσεων προς αυτά και παραπλάνησης της κοινής γνώμης.
  Η αύξηση του δημόσιου χρέους άρχισε να επεκτείνεται στις αναπτυγμένες χώρες από τη δεκαετία του 1980 όπως φαίνεται και στο διάγραμμα, ενώ οι αναπτυσσόμενες χώρες μείωναν το δανεισμό τους μετατρεπόμενες σε δανειστές 


   Το δημόσιο χρέος, εξωτερικό για τις περισσότερες χώρες, ερχόταν να προστεθεί στο ιδιωτικό χρέος και στο χρέος των νοικοκυριών μια και οι πραγματικοί μισθοί συμπιέζονταν διαρκώς. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως τα κράτη δανείζονταν για να καλύπτουν τις λειτουργικές υποχρεώσεις τους, πράγμα που σημαίνει πως τα δάνεια δεν ήσαν αυτοεξυπηρετούμενα και επομένως για να καλυφθούν οι πληρωμές τους κατέφευγαν πάλι σε δανεισμό. Στον επόμενο πίνακα βλέπουμε το σύνολο του χρέους, σαν ποσοστό του ΑΕΠ, για τις μεγαλύτερες αναπτυγμένες χώρες.


ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΧΡΕΟΣ ΩΣ % ΤΟΥ ΑΕΠ ΚΑΘΕ ΚΡΑΤΟΥΣ, 2008

ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΑ
ΠΙΣΤΩΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ
ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΧΡΕΟΣ
ΜΕΣΗ ΕΤΗΣΙΑ % ΑΥΞΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ 2000-08
ΒΡΕΤΑΝΙΑ
52
114
101
202
469
10,2
ΓΕΡΜΑΝΙΑ
69
66
62
76
274
2,5
ΙΣΠΑΝΙΑ
47
136
85
75
342
14,5
ΕΛΒΕΤΙΑ
37
75
118
84
313
4,5
ΓΑΛΛΙΑ
73
110
44
81
308
7,7
ΙΤΑΛΙΑ
101
81
40
77
298
6,3
ΗΠΑ
60
78
96
56
290
8,1
ΙΑΠΩΝΙΑ
188
96
67
108
459
0,3
ΠΗΓΗ: MCKINSEY GLOBAL INSTITUTE

 Το δημόσιο χρέος αποτελούσε μια μεγάλη πηγή εσόδων για την διεθνές κεφάλαιο. Όχι μόνο  κέρδιζαν από τη μείωση των φορολογικών συντελεστών αλλά ταυτόχρονα, κι εξ αιτίας και αυτού, τα μεγάλα χρηματικά κεφάλαια που τους έμεναν αδιάθετα δανείζονταν στα κράτη με αποτέλεσμα την αύξηση της χρηματικής συσσώρευσης, και την πληρωμή των τόκων μέσα από την έμμεση φορολογία. Στον πίνακα που ακολουθεί βλέπουμε την αξία των χρεογράφων της ευρωζώνης σε τρισεκατομμύρια ευρώ.
ΧΡΕΟΓΡΑΦΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΖΩΝΗΣ. Σε τρισεκατομμύρια ευρώ

ΣΕ ΕΥΡΩ
ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ
ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
ΑΕΠ
ΧΡΕΟΓΡΑΦΑ ΣΑΝ ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΟΥ ΑΕΠ
2000
6,498
7,130
3,548
6,584
108,3
2001
7,050
7,778
3,775
7,013
110,9
2002
7,452
8,178
3,949
7,258
112,7
2003
8,004
8,764
4,151
7,474
117,3
2004
8,590
9,444
4,386
7,777
121,4
2005
9,181
10,246
4,604
8,060
127,1
2006
9,851
11,061
4,706
8,458
130,8
2007
10,759
12,031
4,836
8,926
134,8
2008
12,059
13,406
5,261
9,195
145,8
2009
13,668
15,300
5,883
8,978
170,4
   

  Το 2001 τα τραπεζικά χαρτοφυλάκια είχαν στην κατοχή τους τίτλους αξίας 17,5 τρισεκατομμυρίων ευρώ, που αντιστοιχούσαν στο 250% του ΑΕΠ της ευρωζώνης κατά το έτος αυτό, ενώ το 2008 οι τίτλοι που κατείχαν ανέρχονταν στα 30 τρισεκατομμύρια ευρώ που αντιστοιχούσαν στο 332% του ΑΕΠ της ευρωζώνης  κατά το έτος αυτό. Κι αυτή η μεταβολή έγινε μέσα σε μόλις οκτώ χρόνια. Υπάρχουν τράπεζες που έχουν τη δυνατότητα να αγοράσουν ολόκληρες χώρες, και μάλιστα μεγάλες.
  Όπως σωστά είχε προβλέψει ο Marx: «Εκτός από αυτό μαζί με την κεφαλαιοκρατική παραγωγή σχηματίζεται μια τελείως καινούρια δύναμη, το πιστωτικό σύστημα, που στις αρχές του εισχωρεί λαθραία, σαν μετριόφρων βοηθός της συσσώρευσης, προσελκύει με αόρατα νήματα στα χέρια ατομικών ή συνεταιρισμένων κεφαλαιοκρατών τα μεγαλύτερα ή μικρότερα ποσά που είναι σκόρπια πάνω στην επιφάνεια της κοινωνίας, γίνεται όμως σε λίγο ένα καινούριο και τρομερό όπλο στην πάλη του συναγωνισμού και τελικά μετατρέπεται σε ένα τεράστιο κοινωνικό μηχανισμό για τη συγκεντροποίηση των κεφαλαίων» (Marx Το Κεφάλαιο σ 649)
  Αφού οι συνθήκες μέσω των οποίων το κεφάλαιο συνέχιζε την συσσώρευσή του είχαν μεταβληθεί, με την παραγωγή να βρίσκεται σε στασιμότητα στις αναπτυγμένες χώρες, και σε πολλούς τομείς σε κάμψη, οι επενδύσεις σε παραγωγικές μονάδες ήταν πλέον όχι απλά ασύμφορες αλλά παραλογισμός. Η παραγωγή βρισκόταν στις αναπτυσσόμενες χώρες, που δεν είχαν εξαντλήσει το εργατικό δυναμικό τους ακόμη, και οι όροι παραγωγής ήσαν συμφέροντες. Στις αναπτυγμένες χώρες το μεγαλύτερο μέρος της υπεραξίας, που παραγόταν σε μεγάλο μέρος του κόσμου, κατέληγε στις, διαφόρων ειδών τράπεζες δανειζόμενο σε κυβερνήσεις, σε επιχειρήσεις και σε νοικοκυριά.
  Με το δανεισμό των νοικοκυριών, και μέσω των υποθηκών, το κεφάλαιο, μέσω των τραπεζών, έχει ουσιαστικά βάλει στο χέρι και τα περιουσιακά στοιχεία που είχαν συγκεντρωθεί από τους εργαζόμενους από τη δουλειά χρόνων. Ο συσσωρευμένος πλούτος στα χέρια ιδιωτών απόκτησε και συνιδιοκτήτη, τις τράπεζες. Η μείωση των πραγματικών μισθών, από τη δεκαετία του 1970 και μετά είχε σαν αποτέλεσμα τον δανεισμό. Πέρα από τους τόκους που εισέπρατταν οι τράπεζες, μέσω των υποθηκών απέκτησαν και δικαιώματα στον συσσωρευμένο, από αιώνες, πλούτο της κοινωνίας.
   Στο διάγραμμα που ακολουθεί βλέπουμε το ρυθμό μεταβολής των υποθηκών στις ΗΠΑ από το 1970 και μετά.

  Κατά το 2010, με αφορμή την περίπτωση της Ελλάδος, άρχισε μια νέα και ισχυρότατη επίθεση στο εισόδημα των εργαζομένων στην περιοχή των αναπτυγμένων χωρών της ευρωζώνης με στόχους πολλαπλούς κι έχοντας στην αιχμή του δόρατος τα υψηλά δημόσια χρέη των αναπτυγμένων χωρών που οι ίδιοι δημιούργησαν. Το γεγονός πως τα δάνεια δεν ήσαν αυτοεξυπηρετούμενα ήταν απολύτως γνωστό αλλά ο δανεισμός συνεχιζόταν αφού τα υπερβάλλοντα χρηματικά διαθέσιμα έπρεπε κάπου να τοποθετηθούν για να αποδώσουν κέρδη. Δανείζονταν επομένως στα κράτη, και όταν οι φόβοι για την αδυναμία εξυπηρέτησής τους εντάθηκαν άρχισαν να χρησιμοποιούνται ή να δημιουργούνται νέοι μηχανισμοί μέσω των οποίων, με εξαιρετικά βίαιο τρόπο πόροι θα μεταφέρονταν από τους εργαζόμενους στο διεθνές κεφάλαιο.
   Οι στόχοι της επίθεσης είναι πολλαπλοί και σκοπός τους είναι η εξασφάλιση της κερδοφορίας του κεφαλαίου, και η συνέχιση της καπιταλιστικής συσσώρευσης, στις αναπτυγμένες χώρες σε όλες τις μορφές του. Οι βασικοί στόχοι είναι: η αποδόμηση και η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων με την ολοκληρωτική κατάργηση των εργατικών κατακτήσεων του εικοστού αιώνα και κυρίως των συλλογικών συμβάσεων, η πλήρης και ολοκληρωτική αποδόμηση του κοινωνικού κράτους και η κατάργηση και των τελευταίων υπολειμμάτων του, η απόλυτη και πλήρης ιδιωτικοποίηση, με τους πλέον συμφέροντες όρους για το διεθνές κεφάλαιο, και φυσικά ταυτόχρονα και η εξασφάλιση των δανειστών.
   Ο καπιταλισμός πλέον, βρισκόμενος μπροστά στα αδιέξοδά του, άρχισε να τρώει τις σάρκες του. Το σύνολο των παραπάνω εξελίξεων θα οδηγήσουν, με μαθηματική βεβαιότητα, στο βάθεμα της ύφεσης και φυσικά και στην αδυναμία αποπληρωμής των χρεών από όλες τις αναπτυγμένες χώρες. Η εξέλιξη του καπιταλισμού έχει φτάσει πλέον σε εκείνο το οριακό σημείο στο οποίο η αδυναμία  της παραπέρα συσσώρευσης του επιβάλει να οδηγήσει τις κοινωνίες στο χάος.    Η κατάσταση αυτή θυμίζει έντονα την κατάσταση που επικρατούσε στις αναπτυγμένες περιοχές της βόρειας Ιταλίας και της Φλάνδρας, κατά το δέκατο τέταρτο αιώνα, με τη συσσώρευση χρηματικού πλούτου στις τράπεζες, την αδυναμία παραγωγικής επένδυσής του, το δανεισμό του στους ηγεμόνες και στο τέλος με τις χρεοκοπίες και τη βαθιά κρίση του δέκατου τέταρτου αιώνα. Κοινά σημεία από κοινές αιτίες; Ίσως.
   Ένας άλλος μηχανισμός επέκτασης και ενίσχυσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης, αλλά και διεξόδου από τις κρίσεις του, ήταν η χωρική επέκτασή του. Ο μηχανισμός αυτός, αν και βρισκόταν σε ισχύ από τα πρώτα στάδια επικράτησης του καπιταλισμού, πήρε σημαντική έκταση κατά τη Μεγάλη Ύφεση του 1873-1896. Η επέκταση αυτή έπαιρνε τη μορφή τόσο του δανεισμού των κυβερνήσεων όσο και τη μορφή των άμεσων ξένων επενδύσεων. Ακόμη όμως και ο δανεισμός των κυβερνήσεων είχε μια ισχυρή αναπτυξιακή διάσταση καθώς ένα μέρος των δανείων κατευθυνόταν στη δημιουργία υποδομών  ή ακόμη και στη δημιουργία παραγωγικών μονάδων.
   Η χωρική επέκταση, είναι ουσιαστικά πληθυσμιακή επέκταση εντάσσοντας στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής συνεχώς νέες μάζες εργαζομένων, και ενισχύοντας έτσι στην καπιταλιστική συσσώρευση. Με την επέκταση αυτή νέες αγορές εντάσσονταν στον καπιταλιστικό κόσμο ενισχύοντας τη συσσώρευση, εξασφαλίζοντας την πώληση των αδιάθετων προϊόντων, ενισχύοντας παραπέρα την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων τόσο στις καπιταλιστικές μητροπόλεις όσο και στις χώρες υποδοχής των κεφαλαίων και διαχέοντας τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής σε όλο τον κόσμο.  Η διαδικασία αυτή δεν ήταν κατανεμημένη γραμμικά στο χρόνο και υπάρχουν περίοδοι που το φαινόμενο της επέκτασης βρισκόταν σε έξαρση και περίοδοι που βρισκόταν σε ύφεση.
   Κατά τις πρώτες δεκαετίες του δέκατου ένατου αιώνα οι χώρες που προχωρούσαν στην παραγωγική μεγέθυνση και την καπιταλιστική συσσώρευση το έκαναν κυρίως με τις δικές τους δυνάμεις. Οι χώρες αυτές ήσαν αυτές της βορειοδυτικής Ευρώπης, και από τις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα και η Ιαπωνία.  Εκεί, προς το τέλος του αιώνα, αρχίζουν και οι εκροές κεφαλαίων προς τις ΗΠΑ, τη Λατινική Αμερική, τη νότια Ευρώπη, και με το σχηματισμό του αποικιοκρατικού συστήματος και προς τις αποικίες. Η διαδικασία αυτή συνεχίστηκε και κατά την πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα με την επέκταση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, και την ένταξη στη διαδικασία της καπιταλιστικής συσσώρευσης, των χωρών της ανατολικής Ευρώπης.
    Μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο η διαδικασία ανακόπηκε και πιθανά ήταν ένας από τους λόγους που οδήγησαν στη βαθειά κρίση του 1929, και στο μακροχρόνιό της. Οι καταστροφές που προκάλεσε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος δεν ήσαν μάλλον τόσες όσες απαιτούνταν για την ολοκληρωτική διοχέτευση των πλεοναζόντων κεφαλαίων τα οποία και δεν έβρισκαν τρόπο να αυξήσουν την συσσώρευση πέρα από την αυτοδιόγκωσή τους στην αγορά της γης και το χρηματιστήριο. Η δυνατότητα επέκτασης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, μέσα από την εξαγωγή κεφαλαίων σε άλλες, πλην των τότε αναπτυγμένων χωρών, χώρες ήταν μηδαμινή εξ αιτίας των πολιτικών και των κοινωνικών συνθηκών.
    Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο οι πολλές καταστροφές στις υποδομές και τις παραγωγικές εγκαταστάσεις, καθώς και άλλοι λόγοι, είχαν σαν αποτέλεσμα να συνεχιστεί η καπιταλιστική συσσώρευση, σχεδόν ανεμπόδιστα, για 25 χρόνια. Όταν οι οικονομίες των αναπτυγμένων χωρών μπήκαν σε κρίση και σε ύφεση κατά τη δεκαετία του 1970 οι εξαγωγές κεφαλαίων και η ένταξη στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής των εργατικών μαζών της νοτιοανατολικής Ασίας, και της Κίνας και της Ινδίας αργότερα, έδωσαν μια διέξοδο και μια ανάσα στον διψασμένο για κέρδη καπιταλισμό. Η συσσώρευση χρηματικού κεφαλαίου ήταν τόση που μέσα σε ελάχιστο, με ιστορικούς όρους, χρόνο το εργατικό δυναμικό, και μαζί και η αναπτυξιακή δυνατότητα των πρώτων χωρών εξαντλήθηκε.
   Απομένουν κάποιες ακόμη δυνάμεις προς αξιοποίηση και συσσώρευση στην Κίνα κι λίγο περισσότερες στην Ινδία αλλά, με δεδομένο και τον ταχύτατο ρυθμό γήρανσης του κινέζικου πληθυσμού, ο χρόνος που απομένει ακόμη προς αξιοποίηση και εξάντληση του εργατικού δυναμικού, είναι μικρός. Αν λάβουμε μάλιστα υπ’ όψη μας τόσο την τεράστια συγκέντρωση κεφαλαίων όσο και τη μείωση της κατανάλωσης στη Δύση ο χρόνος που απομένει ακόμη μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία της συσσώρευσης σε όλο τον κόσμο μικραίνει ακόμη περισσότερο. Στο επόμενο διάγραμμα ξαναβλέπουμε τη μείωση της επένδυσης ακαθάριστου παγίου κεφαλαίου στον κόσμο από το 1970 και μετά.


  Η μείωση αυτή συνέβαινε όσο οι επενδύσεις αυξάνονταν στις χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας, στην Κίνα, την Ινδία αλλά και σε άλλες χώρες. Αντανακλά, η μείωση αυτή, την ραγδαία μείωση των ακαθάριστων πάγιων επενδύσεων στον αναπτυγμένο κόσμο.
    Ο τελευταίος μηχανισμός αποτροπής της μόνιμης ύφεσης ήταν ο πόλεμος. Μέσω του πολέμου λύνονταν προσωρινά οι δυσαναλογίες μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης με τη διόγκωση των μη παραγωγικών δαπανών, πριν και κατά τον πόλεμο, και με την ανάγκη της αποκατάστασης και της ανοικοδόμησης μετά τον πόλεμο. Είδαμε το σχετικό ρόλο των δύο παγκόσμιων πολέμων προς την παραπάνω κατεύθυνση και μάλιστα μετά από τις δύο μεγαλύτερες υφέσεις που γνώρισε ο καπιταλισμός. Για να γίνει όμως ένας πόλεμος, τέτοιων διαστάσεων που να δημιουργηθούν συνθήκες αποτροπής της υποκατανάλωσης, πρέπει να πεισθούν οι λαοί για τη αναγκαιότητά του. Οι συνθήκες που επικρατούν σήμερα στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο είναι τελείως αποτρεπτικές για κάτι τέτοιο. Η απονομιμοποίηση των κρατών έχει προχωρήσει σε τέτοιο  βαθμό που η ικανότητά τους να πείθουν έχει μειωθεί σε απελπιστικό βαθμό. Με τα σημερινά επομένως δεδομένα ένας παγκόσμιος γενικευμένος πόλεμος που θα βγάλει τον καπιταλισμό από την κρίση μάλλον πρέπει να αποκλείεται.
    Όλες οι μεταβολές που προσπαθήσαμε να περιγράψουμε σε όλο το έργο που προηγήθηκε, οδήγησαν, την παγκόσμια οικονομία, σε μια αλματώδη ανάπτυξη από την εποχή που ο καπιταλισμός επικράτησε τόσο σαν σύστημα παραγωγής όσο και σαν σύστημα οργάνωσης των κοινωνιών. Όλα όμως έχουν ένα τέλος. Ο καπιταλισμός δε μπορεί να εξαιρεθεί από τον αδυσώπητο αυτό κανόνα. Αφού ανέπτυξε τις παραγωγικές δυνάμεις και εκβιομηχάνισε τον κόσμο εκπλήρωσε την κοινωνική αποστολή του. Στο διάγραμμα που ακολουθεί βλέπουμε πάλι τη μεταβολή του παγκόσμιου κατά κεφαλή ΑΕΠ για 1000 χρόνια πίσω από το 2000, από το 1000 δηλαδή, οπότε αρχίσαμε κι εμείς την ιστόρισή μας. Τη γρήγορη άνοδο του 1900-1950, η περίοδος ακμής του καπιταλισμού, τη διαδέχεται μια περίοδος γρήγορης μείωσης του ρυθμού αύξησης του κατά κεφαλή παγκόσμιου ΑΕΠ, μέχρι την οριζοντοποίηση της γραμμής κατά τη μετά το 2000 περίοδο.


   Στο επόμενο διάγραμμα ξαναβλέπουμε τους ρυθμούς μεταβολής του ΑΕΠ των αναπτυγμένων και των υπό ανάπτυξη χωρών από το 1970 και μετά. Ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ για τις αναπτυγμένες χώρες μειώνεται συνεχώς και πλησιάζει γρήγορα προς το μηδέν. Όλα έχουν τελειώσει.
  Ο καπιταλισμός ή επεκτείνεται εντατικά ή εκτατικά ή και τα δύο μαζί ή μπαίνει σε βαθειά κρίση. Τότε έρχεται στην επιφάνεια και κυριαρχεί η θεμελιώδης αντίθεση του καπιταλισμού, αυτή μεταξύ του διαχωρισμού της κοινωνίας σε δύο ουσιαστικά τάξεις. Αυτή των ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής και των προϊόντων της κι αυτή των μισθωτών με μόνη ιδιοκτησία την εργατική τους δύναμη. Εδώ αναδεικνύεται και ο άλλος δυισμός, ο δυισμός των στόχων μεταξύ των δύο αυτών μεγάλων κοινωνικών ομάδων. Ο στόχος των αστών, που είναι το κέρδος, και των εργαζομένων μισθωτών που είναι  η κατανάλωση. Όταν οι συνθήκες δεν επιτρέπουν την παραπέρα συσσώρευση και την επέκταση, δεν μπορεί να πληρωθεί ο ουσιώδης στόχος του κεφαλαίου. Το κέρδος.
    Όλα τα δεδομένα δείχνουν πως από τη δεκαετία του 1970 ο καπιταλισμός έχει μπει σε περίοδο μόνιμης και γενικευμένης κρίσης. Ο πληθυσμός, η αγροτική παραγωγή, η βιομηχανική παραγωγή, οι επιστήμες, η τεχνολογία, οι επενδύσεις βρίσκονται σε μόνιμη σταθερότητα ή και σε υποχώρηση. Όλοι η μηχανισμοί που είχε ο καπιταλισμός στη διάθεσή του για το ξεπέρασμα των κρίσεων φαίνονται μονίμως αδρανοποιημένοι. Δεν είναι τεχνικοί οι λόγοι που τους αδρανοποιούν αλλά βαθειά οικονομικοί και πολιτικοί, που έχουν τη ρίζα τους στα πιο βαθειά και εγγενή χαρακτηριστικά του καπιταλισμού. Οι ίδιες δυνάμεις που τον έκαναν εξαιρετικά παραγωγικό και προοδευτικό είναι εκείνες που τον οδηγούν πλέον σε στασιμότητα.
   «Συσσωρεύστε, συσσωρεύστε! Αυτό λένε ο Μωυσής και οι προφήτες!… Αποταμιεύεται, αποταμιεύεται μετατρέψτε δηλαδή ένα όσο το δυνατό μεγαλύτερο μέρος της υπεραξίας πάλι σε κεφάλαιο. Συσσώρευση χάριν της  συσσώρευσης, και παραγωγή χάριν της παραγωγής» (Marx Το Κεφάλαιο σ 616,555). Τι γίνεται όμως όταν η δυνατότητα της συσσώρευσης εξαντλείται; Όταν η παραγωγή δε μπορεί να γίνει ούτε χάριν της παραγωγής;
    «Το μονοπώλιο του κεφαλαίου μετατρέπεται σε δεσμά του τρόπου παραγωγής που άνθισε μαζί του και κάτω απ’ αυτό. Η συγκεντροποίηση των μέσων παραγωγής και η κοινωνικοποίηση της εργασίας φτάνουν σε ένα σημείο όπου δε συμβιβάζονται με το κεφαλαιοκρατικό τους περίβλημα. Το περίβλημα αυτό σπάει. Σημαίνει το τέλος της κεφαλαιοκρατικής ατομικής ιδιοκτησίας. Οι απαλλοτριωτές  απαλλοτριώνονται». (Marx Το Κεφάλαιο σ 787).

Για περισσότερα στοιχεία και για τις πηγές δείτε τα παρακάτω:
1. ΕΠΙΣΤΗΜΗ: ΠΟΙΟΣ ΤΗ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ; http://eparistera.blogspot.com/2010/10/blog-post_21.html.
2. Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ Ο ΑΣΤΙΚΟΣ ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ  http://eparistera.blogspot.com/2011/01/blog-post_16.html
3. ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΟΥ: ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ http://eparistera.blogspot.gr/2010/12/blog-post.html
4. ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΟΥ: ΤΟ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΧΡΕΟΣ. http://eparistera.blogspot.gr/2010/11/blog-post_29.html
5. ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ.http://eparistera.blogspot.gr/2011/09/blog-post_25.html
6. ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΤΩΝ ΗΠΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΟΥ. http://eparistera.blogspot.gr/2011/07/blog-post_24.html
7. Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ:http://eparistera.blogspot.gr/2011/05/blog-post_15.html
8. Ο ΠΑΡΑΣΙΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΡΑΓΩΓΑ http://eparistera.blogspot.gr/2012/04/blog-post.html