Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

Ιστβάν ΜεζάροςΟ Μεζάρος για την κρίση (μέρος 1ο)

η Λέσχη
φτιάχνοντας τα τετράδια της ανυπότακτης θεωρίας« Η ζωή και το έργο του





Μετάφραση – Υποτιτλισμός: Στέλλα Σουνδουλουνάκη

Επιμέλεια Βίντεο: Μανόλης Μαρκάκης

Η πρώτη ανάρτηση στο αφιέρωμα για τον Μεζάρος, αναφέρεται σε μια πολύ ενδιαφέρουσα, πρόσφατη διάλεξή του για την οικονομική κρίση. Έλαβε χώρα στο Conway Hall London, στις 21 Οκτώβρη του 2008, μόλις λίγες μέρες μετά την κατάρρευση της Lehmann Brothers. Είναι, λοιπόν, μια πολύ σημαντική συμβολή καθώς ο Μεζάρος αποτελεί έναν από τους διανοητές που από την πρώτη στιγμή αναγνώριζαν πίσω από τη χρηματοπιστωτική κατάρρευση τα βαθύτερα αίτια της κρίσης και τα δομικά αδιέξοδα του σύγχρονου καπιταλισμού, αλλά και συνολικά του κεφαλαίου (βάσει της διάκρισης που κάνει ο Μεζάρος) . Παραθέτουμε σήμερα το πρώτο μέρος και θα συνεχίσουμε τις αμέσως επόμενες μέρες με τα υπόλοιπα.

Η διάλεξη αυτή στηρίχθηκε πάνω σε κείμενο του που δημοσιεύτηκε στα ελληνικά στο Monthly Review, στο τεύχος 49, και παραθέτουμε παρακάτω

Η εν εξελίξει κρίση και η επικαιρότητα του Μαρξ
του ΙΣΤΒΑΝ ΜΕΣΑΡΟΣ

Κάποιοι από εσάς ενδέχεται να ήταν παρόντες στη συνάντησή μας σε αυτό το κτίριο τον προηγούμενο Μάιο, όταν ξαναθυμήθηκα τι είχα πει στον Λυσιέν Γκολντμάν στο Παρίσι μερικούς μήνες πριν από τον ιστορικό γαλλικό Μάη του 1968. Σε αντίθεση με την τότε κρατούσα άποψη περί «οργανωμένου καπιταλισμού» που υποτίθεται ότι είχε επιτυχώς αφήσει πίσω του το στάδιο του «κρισιακού καπιταλισμού» –μια άποψη που κυρίως υποστήριζε ο Μαρκούζε και την οποία συμμεριζόταν και ο αγαπητός μου φίλος Λυσιέν Γκολντμάν– επέμεινα ότι, σε σύγκριση με την κρίση προς την οποία οδεύαμε, η μεγάλη παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929–1933 θα έμοιαζε με πάρτι.

Τις τελευταίες εβδομάδες, πήρατε μια πρόγευση αυτού που είχα τότε κατά νου. Τίποτε παραπάνω από μια πρόγευση όμως, αφού η δομική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος συνολικά, που ζούμε σε κοσμοϊστορική κλίμακα στις μέρες μας, δεν μπορεί παρά να επιδεινωθεί σημαντικά. Θα γίνει πολύ βαθύτερη σε εύθετο χρόνο, εισβάλλοντας όχι μόνο στον κόσμο της λίγο πολύ παρασιτικής παγκόσμιας χρηματοοικονομίας, αλλά σε κάθε τομέα της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτιστικής ζωής μας.

Το πρόδηλο ζήτημα με το οποίο πρέπει τώρα να ασχοληθούμε αφορά τη φύση της εν εξελίξει κρίσης σε όλους τους τομείς και τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την εφικτή επίλυσή της.

Στις υποτιθέμενες διαγνώσεις και αντίστοιχες θεραπείες της τρέχουσας κρίσης που επαναλαμβάνονται ατελεύτητα τις δύο τελευταίες εβδομάδες, μια λέξη ξεχωρίζει επισκιάζοντας όλες τις άλλες. Η λέξη αυτή είναι: εμπιστοσύνη. Αν ήταν να παίρναμε ένα δεκάλιρο κάθε φορά που η μαγική αυτή λέξη προφερόταν για δημόσια κατανάλωση σε ολόκληρο τον κόσμο τις τελευταίες δύο εβδομάδες, θα ήμαστε όλοι εκατομμυριούχοι. Το μόνο πρόβλημά μας θα ήταν μετά τι να κάνουμε με τα εκατομμύρια που απότομα θα είχαμε μαζέψει. Γιατί καμία τράπεζά μας, ούτε καν οι πρόσφατα εθνικοποιημένες τράπεζές μας –εθνικοποιημένες τουλάχιστον κατά τα δύο τρίτα– δεν θα μπορούσαν να παράσχουν την πολυθρύλητη «εμπιστοσύνη» που απαιτείται για μια ασφαλή κατάθεση ή επένδυση.

Ακόμη και ο πρωθυπουργός μας, ο Γκόρντον Μπράουν, την προηγούμενη εβδομάδα μάς εμφανίστηκε με μιαν αξιομνημόνευτη δήλωση: «Η εμπιστοσύνη είναι το πολυτιμότερο πράγμα». Εγώ ξέρω ένα τραγούδι –όπως, πιθανόν και οι περισσότεροι από εσάς– που λέει ότι «η αγάπη είναι το πολυτιμότερο πράγμα». Αλλά να είναι το πολυτιμότερο πράγμα η εμπιστοσύνη στο καπιταλιστικό τραπεζικό σύστημα; Αυτό είναι πλήρης διαστροφή!

Εντούτοις, η υπεράσπιση αυτού του μαγικού γιατρικού φαίνεται πια να είναι καθολική. Επαναλαμβάνεται με τέτοια πειστικότητα, ωσάν η «εμπιστοσύνη» να μπορούσε απλώς να πέσει σαν βροχή από τον ουρανό ή να ευδοκιμήσει εν αφθονία στα καλολιπασμένα καπιταλιστικά χρηματοπιστωτικά δέντρα.

Τρεις ημέρες πριν, στις 18 Οκτωβρίου, η ναυαρχίδα του κυριακάτικου προγράμματος συνεντεύξεων του BBC, η εκπομπή του Άντριου Μαρ, είχε καλεσμένο έναν πολύ διακεκριμένο ηλικιωμένο κύριο, τον σερ Μπράιαν Πίτμαν, ο οποίος συστήθηκε ως πρώην προϊστάμενος των τραπεζικών επιχειρήσεων Lloyd’s. Για να εμψυχώσει τους θεατές, εισήγαγε μια μεγάλη εννοιολογική καινοτομία στο λόγο περί εμπιστοσύνης, λέγοντας ότι όλα μας τα προβλήματα οφείλονται στην υπερ-εμπιστοσύνη. Και διευκρίνισε αμέσως την έννοια της «υπερ-εμπιστοσύνης» λέγοντας –πάνω από μία φορά σε μια κατά τ’ άλλα σύντομη συνέντευξη– πως σήμερα δεν μπορεί να υπάρξει κανένα σοβαρό πρόβλημα, επειδή η αγορά φροντίζει ανέκαθεν για όλα. Ακόμη κι αν πέφτει μερικές φορές απροσδόκητα πολύ χαμηλά, αργότερα πάντοτε ανεβαίνει και πάλι. Έτσι, το ίδιο θα κάνει κι αυτή τη φορά, όπως και στο μέλλον. Δεν πρέπει να υπερβάλλουμε με την παρούσα κρίση, είπε, επειδή είναι πολύ λιγότερο σοβαρή από αυτήν που ζήσαμε παλιά, το 1974. Γιατί το 1974 είχαμε εβδομάδα τριών εργάσιμων ημερών στη Μεγάλη Βρετανία (αν και πουθενά αλλού βέβαια), και τώρα δεν έχουμε. Έχουμε; Μα ποιος θα μπορούσε να αμφισβητήσει το αναντίλεκτο αυτό γεγονός;

Έτσι, διαθέτουμε πια για όλα μας τα προβλήματα τη μαγική διευκρινιστική λέξη, που δεν στέκει μονάχη σαν δύστυχο ορφανό, αλλά είναι μέρος από κάτι που μοιάζει με μια ψευδο-εγελιανή φουκουγιαμοποιημένη τριάδα: εμπιστοσύνη, έλλειψη εμπιστοσύνης και υπερ-εμπιστοσύνη. Το μόνο συστατικό που λείπει πια από αυτόν τον μαγικό διευκρινιστικό λόγο είναι το πραγματικό θεμέλιο του επισφαλούς τραπεζικού και ασφαλιστικού μας συστήματος, το οποίο λειτουργεί στο έδαφος των τεχνασμάτων της αυτο-εξυπηρετούμενης εμπιστοσύνης, που αργά ή γρήγορα είναι μοιραίο (και από καιρό σε καιρό αυτό πραγματικά συνέβη) να αποκαλυφθούν.

Εν πάση περιπτώσει, όλη αυτή η συζήτηση για τις απόλυτες αρετές που έχει η εμπιστοσύνη στην καπιταλιστική οικονομική διαχείριση μοιάζει πολύ με την εξήγηση που δίνει η ινδική μυθολογία για τη βάση στήριξης της οικουμένης. Η αρχαία αυτή κοσμική θέαση μας λέει ότι την οικουμένη κουβαλάει, πέραν πάσης αμφιβολίας, στην πλάτη του ένας ελέφαντας. «Και τον αυταπόδεικτα παντοδύναμο ελέφαντα;», ενδέχεται ορθώς να ρωτήσετε. Μη νομίσετε όμως πως η απάντηση είναι δύσκολη: τον ελέφαντα, πλέον περαιτέρω πάσης αμφιβολίας, βαστάει στην πλάτη της η κοσμική χελώνα. Την ίδια την κοσμική χελώνα όμως; Όχι, μην τολμήσετε να κάνετε μια τέτοια ερώτηση. Ειδάλλως ίσως γίνετε τροφή για τις τίγρεις της Βεγγάλης, προτού αυτές εξοντωθούν.

Ευτυχώς, ο Economist είναι λίγο πιο ρεαλιστής στη δική του εκτίμηση της κατάστασης.

Στα πλαίσια του επίμοχθου θέματός μας, της ομολογουμένως επιδεινούμενης πια οικονομικής κρίσης, σκοπεύω να σας δώσω ακριβή παραθέματα, όπου περιλαμβάνονται και μερικά καταδικαστικά νούμερα για τις αναντίλεκτες πλέον αποτυχίες του καπιταλισμού, ειλημμένα κυρίως από κάποια –πλήρως κατεστημένα και με ανερυθρίαστη ταξική συνείδηση– αστικά έντυπα, όπως ο Economist και οι Sunday Times. Τα παραθέτω σχολαστικά, λέξη προς λέξη, όχι μόνο επειδή είναι εξέχοντα στον τομέα τους, αλλά και προκειμένου να αποφύγουμε να κατηγορηθούμε από αυτά για «αριστερόστροφη προκατάληψη και διαστρέβλωση».

Ο Μαρξ συνήθιζε να λέει ότι στις σελίδες του Economist η άρχουσα τάξη «μιλά στον εαυτό της». Τα πράγματα έχουν αλλάξει κάπως από εκείνες τις μέρες. Γιατί τώρα, ακόμη και στον εξειδικευμένο τομέα της «οικονομικής τεχνογνωσίας», η άρχουσα τάξη χρειάζεται ένα όργανο προπαγάνδας μαζικής κυκλοφορίας με σκοπό τον γενικότερο αποπροσανατολισμό. Στα χρόνια που ζούσε ο Μαρξ, η άρχουσα τάξη είχε άφθονη «εμπιστοσύνη», καθώς και μπόλικη «υπερ-εμπιστοσύνη», ώστε να μην χρειάζεται ένα τέτοιο όργανο. Έτσι, υπό τις παρούσες –λιγότερο αλαζονικές περιστάσεις– το μαζικής διακίνησης εβδομαδιαίο λονδρέζικο περιοδικό The Economist, το αυτάρεσκο φερέφωνο της ετήσιας αμερικανοκρατούμενης συνόδου–πανηγύρι του Νταβός, έχει μάθει καλά το μάθημα να συναινεί στο ότι η κρίση που αντιμετωπίζουμε σήμερα αφορά τις δυσκολίες «σωτηρίας του συστήματος», σύμφωνα με το πρωτοσέλιδο του τεύχους της 11ης Οκτωβρίου 2008.

Μπορούμε να δεχτούμε, κατ’ οικονομία φυσικά, ότι δεν διακυβεύεται τίποτε λιγότερο στην εποχή μας πέρα από τη «σωτηρία» (ή μη) «του συστήματος», ακόμη κι αν η συζήτηση για το πρόβλημα αυτό στις σελίδες του Economist είναι μάλλον παράξενη και αντιφατική. Γιατί, προσπαθώντας να παρουσιάσει με τον συνηθισμένο τρόπο του την ιδιαίτερα φατριαστική θέση του ως μιαν αντικειμενικά «ισορροπημένη άποψη» χρησιμοποιώντας τη συμβιβαστική κοινοτοπία του «ναι μεν, αλλά», ο Economist πετυχαίνει πάντα να συνάγει το επιθυμητό γι’ αυτόν συμπέρασμα υπέρ της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων. Έτσι, και σε αυτήν την περίπτωση, ο Economist μας διαβεβαιώνει στο κύριο άρθρο του της 11ης Οκτωβρίου: «Αυτή η εβδομάδα είδε το πρώτο αμυδρό φως από μια ενσυνείδητη παγκόσμια απάντηση στο κενό εμπιστοσύνης». Τώρα πια, ευτυχώς, το «κενό εμπιστοσύνης», αν και αφ’ εαυτού ασυνείδητο, αναμένεται να γιατρευτεί χάρη σε μια κάπως μυστήρια «ενσυνείδητη παγκόσμια απάντηση».

Την ίδια στιγμή, με πιο ρεαλιστικούς όρους, η λονδρέζικη εβδομαδιαία έκδοση, στο ίδιο άρθρο εκδότη, παραδέχεται τα εξής:

Η ζημιά στην πραγματική οικονομία καθίσταται πρόδηλη. Στην Αμερική η καταναλωτική πίστη συρρικνώνεται και περίπου 150.000 Αμερικανοί έχασαν τη δουλειά τους τον Σεπτέμβριο – ο μεγαλύτερος αριθμός ανέργων από το 2003. Κάποιες βιομηχανίες πλήττονται βαριά: οι πωλήσεις αυτοκινήτων βρίσκονται στο χαμηλότερο επίπεδό τους εδώ και 16 χρόνια, καθώς οι επίδοξοι αγοραστές αδυνατούν να βρουν πιστώσεις. Η General Motors έκλεισε προσωρινά μερικά από τα εργοστάσιά της στην Ευρώπη. Σε όλη την υφήλιο, οι δείκτες προοπτικών, όπως οι έρευνες των διευθυντών αγορών, είναι τρομακτικά απαισιόδοξοι.

Εντούτοις, δεν μας λένε ότι με γεγονότα σαν κι αυτά μπορεί να έχει κάποια σχέση το «κενό εμπιστοσύνης».

Φυσικά, η απολογητική υπέρ του συστήματος πρέπει να προεξάρχει σε κάθε άρθρο, ακόμη κι αν πρέπει να παρουσιάζεται ως η αδιαμφισβήτητη τελευταία λέξη της πραγματιστικής σοφίας. Με αυτή την έννοια, η «σωτηρία του συστήματος» συμποσούται, κατά τον Economist, στην τελείως επιπόλαιη ταύτιση του περιοδικού με τις δίχως όρια προσπάθειες οικονομικής διάσωσης, καθώς και στην ακαταγώνιστη συνηγορία του υπέρ τους –προσπάθειες που με κανέναν τρόπο δεν θα διεκπεραιωθούν από τους καθ’ έξιν υπερδογματικά εκθειαζόμενους «πόρους της αγοράς»– χάριν του προβληματικού καπιταλιστικού συστήματος. Έτσι, ακόμη και οι πλέον καλοαναθρεμμένες και δοκιμασμένες δοξασίες της προπαγάνδας (για μιαν ανύπαρκτη και ουδέποτε, στην πραγματικότητα, υπαρκτή ελεύθερη αγορά) μπορούν τώρα να πεταχτούν στη θάλασσα για τον ευγενή σκοπό της «σωτηρίας του συστήματος». Συνεπώς, μας λέει τα εξής ο Economist:

Η παγκόσμια οικονομία είναι ξεκάθαρα σε κακή κατάσταση, αλλά θα μπορούσε να είναι σε πολύ χειρότερη. Είναι καιρός να παραμερίσουμε το δόγμα και την πολιτική και να επικεντρωθούμε σε πραγματιστικές απαντήσεις. Αυτό σημαίνει κυβερνητική παρέμβαση και συνεργασία βραχυπρόθεσμα μεγαλύτερη απ’ όσην οι φορολογούμενοι, οι πολιτικοί ή ακόμα και οι εφημερίδες της ελεύθερης αγοράς θα επιθυμούσαν υπό κανονικές συνθήκες [1] .

Ήμαστε ήδη μαθημένοι νωρίτερα σε παρόμοια κηρύγματα από τον πρόεδρο Τζωρτζ Μπους. Αυτός είπε στο τηλεοπτικό κοινό του δύο βδομάδες πριν ότι, αν και κατά κανόνα και ενστικτωδώς είναι οπαδός και παθιασμένος υποστηρικτής της ελεύθερης αγοράς, υπό τις παρούσες έκτακτες περιστάσεις πρέπει να σκεφτεί άλλους τρόπους. Πρέπει να αρχίσει να σκέφτεται σε αυτές τις δύσκολες περιστάσεις, τελεία και παύλα. Δεν μπορείτε να πείτε ότι δεν σας είχαν προειδοποιήσει…

Τα ποσά που περιλαμβάνονται στη συνιστώμενη «πραγματιστική» λύση, αφήνοντας κατά μέρος τις «φυσιολογικές προτιμήσεις» των «φορολογουμένων και των εφημερίδων της ελεύθερης αγοράς» (δηλαδή, η λύση που υποστηρίζεται τώρα σημαίνει, στην πραγματικότητα, την αναγκαία υπαγωγή αργά ή γρήγορα της μεγάλης μάζας ανθρώπων στις αυξανόμενες φορολογικές επιβαρύνσεις), είναι κυριολεκτικά αστρονομικά. Για να παραθέσουμε ξανά τον Economist:

Σε κάτι περισσότερο από τρεις εβδομάδες η αμερικανική κυβέρνηση επέκτεινε το συνολικό ακαθάριστο παθητικό της πάνω από 1 τρις δολάρια, σχεδόν δύο φορές πάνω από το μέχρι τώρα κόστος του πολέμου του Ιράκ...[2]

Οι αμερικανικές και ευρωπαϊκές τράπεζες θα χάσουν περίπου 10 τρις δολάρια…[3]

Η ιστορία όμως διδάσκει ένα σημαντικό μάθημα: οι μεγάλες τραπεζικές κρίσεις λύνονται τελικά, αν πέσουν μεγάλα ποσά δημόσιου χρήματος...[4]

Τα δεκάδες τρισεκατομμύρια δολάρια από το δημόσιο χρήμα που «πέφτουν», και που δικαιολογούνται στο όνομα του υποτιθέμενου «σημαντικού μαθήματος της ιστορίας» και φυσικά από την υπηρέτηση του αδιαφιλονίκητα καλού σκοπού της σωτηρίας του συστήματος, και βέβαια είναι μεγάλη μπάζα. Κανένας παγωτατζής της High Street δεν θα μπορούσε καν να ονειρευτεί ποτέ τέτοιες μπάζες. Και, αν προσθέσουμε σε αυτό το μέγεθος το γεγονός που αναφέρεται στην ίδια σελίδα του λονδρέζικου περιοδικού, ότι κατά τη διάρκεια του περασμένου μόνο χρόνου «ο δείκτης τιμών τροφίμων του Economist έκανε άλμα σχεδόν κατά 55%» [5] , και ότι «η ψαλίδα των τιμών των τροφίμων στα τέλη του 2007 και στις αρχές του 2008 προκάλεσε ταραχές σε περίπου 30 χώρες» [6] , η εν λόγω μπάζα γίνεται ακόμη πιο αποκαλυπτική για τη φύση του συστήματος που τώρα βρίσκεται σε διαρκώς επιδεινούμενη κρίση.

Μπορείτε να σκεφτείτε σοβαρότερη καταγγελία για ένα νοούμενο ως ανυπέρβλητο σύστημα οικονομικής παραγωγής και κοινωνικής αναπαραγωγής, από το γεγονός ότι –στο απόγειο της παραγωγικής δύναμής του– παράγει παγκόσμια επισιτιστική κρίση και δεινά, αναπόσπαστα από αυτό, για αμέτρητα εκατομμύρια ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο; Αυτή είναι η φύση του συστήματος που πρέπει να διασωθεί με κάθε κόστος, συμπεριλαμβανόμενου του τρέχοντος αστρονομικού οικονομικού κόστους, που τώρα «σερβίρεται».

Πώς μπορεί κανείς να βγάλει κάποιο απτό νόημα απ’ όλα τα σπαταλημένα τρισεκατομμύρια; Εφόσον μιλάμε για αστρονομικά μεγέθη, απηύθυνα αυτήν την ερώτηση σε έναν στενό φίλο που είναι καθηγητής αστροφυσικής στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Η απάντησή του ήταν πως πρέπει να σας υποδείξω ότι ένα τρισεκατομμύριο είναι χοντρικά εκατό φορές η ηλικία της οικουμένης μας. Τώρα, στην κλίμακα του ίδιου μεγέθους, το συστηματικά υποτιμούμενο επίσημο νούμερο του αμερικανικού χρέους, από μόνο του, συμποσούται στις μέρες μας σε περισσότερο από 10 τρισεκατομμύρια. Δηλαδή, χίλιες φορές την ηλικία της οικουμένης μας.

Επιτρέψτε μου όμως να σας παραθέσω ένα σύντομο απόσπασμα από ένα ιαπωνικό δημοσίευμα. Λέει κάτι τέτοιο:

Πόσο κερδοσκοπικό χρήμα διακινείται σε όλο τον κόσμο; Σύμφωνα με μιαν ανάλυση του επενδυτικού ομίλου Mitsubishi UFJ, το μέγεθος της παγκόσμιας «πραγματικής οικονομίας», η οποία παράγει και εμπορεύεται τα αγαθά και τις υπηρεσίες, υπολογίζεται σε 48,1 τρις δολάρια […] Απ’ την άλλη, το μέγεθος της παγκόσμιας «χρηματοπιστωτικής οικονομίας», το συνολικό ποσό μετοχών, εγγυήσεων και καταθέσεων υπολογίζεται σε 151,8 τρις δολάρια. Η χρηματοπιστωτική οικονομία έχει συνεπώς διογκωθεί πάνω από τρεις φορές σε σύγκριση με την πραγματική οικονομία, αυξανόμενη ραγδαία ιδίως στις προηγούμενες δύο δεκαετίες. Το χάσμα φτάνει τα 100 τρις δολάρια. Ένας αναλυτής που συμμετέχει στις εκτιμήσεις αυτές λέει ότι περίπου το μισό ποσό, 50 τρις δολάρια, είναι υπεραρκετά για την πραγματική οικονομία. Πενήντα τρισεκατομμύρια δολάρια αξίζουν πολύ παραπάνω από 5.000 τρισεκατομμύρια γεν, που είναι εξαιρετικά μεγάλος αριθμός για να μπορέσω να τον συλλάβω πραγματικά [7] .

Πράγματι είναι πολύ δύσκολο ακόμη και να συλλάβουμε, πόσο μάλλον να δικαιολογήσουμε –όπως κάνουν οι πολιτικοί και οι τραπεζίτες-απολογητές του κεφαλαίου στα καθ’ ημάς– τα αστρονομικά ποσά της παρασιτικής κερδοσκοπίας που συσσωρεύονται σε μέγεθος αντίστοιχο 500.000 φορές στην ηλικία της οικουμένης. Εάν επιθυμείτε ένα άλλο μέτρο για το εν λόγω μέγεθος, φανταστείτε έναν άτυχο λογιστή στους ρωμαϊκούς χρόνους, που δεν του ζητούν τίποτε περισσότερο από το να γράψει στο μαυροπίνακά του τον αριθμό 5.000 τρισεκατομμύρια γεν με ρωμαϊκούς αριθμούς. Θα βρισκόταν σε πλήρη απόγνωση. Απλώς θα ήταν αδύνατο να το κάνει. Και ακόμη κι αν είχε στη διάθεσή του τους αραβικούς αριθμούς, που δεν θα τους είχε, ακόμη και στην περίπτωση αυτή θα χρειαζόταν, ούτε λίγο ούτε πολύ, 17 μηδενικά μετά τον αριθμό 5, προκειμένου να γράψει το εν λόγω νούμερο.

Το πρόβλημα είναι, εντούτοις, ότι οι καλοστεκούμενοι πολιτικοί και τραπεζίτες μας φαίνονται να σκέφτονται μόνο τα μηδενικά, και όχι τις υλικές σχέσεις στις οποίες εκείνα αναφέρονται, όταν παρουσιάζουν προς δημόσια κατανάλωση αυτά τα προβλήματα. Και η προσέγγιση αυτή δεν μπορεί κατά πάσα πιθανότητα να λειτουργήσει επ’ άπειρον. Γιατί χρειάζονται πολύ περισσότερα από μηδενικά, για να βγούμε από την απύθμενη τρύπα του παγκόσμιου χρέους στην οποία μας έχει καταδικάσει το σύστημα που θέλουν τώρα να σώσουν με κάθε κόστος.

Στην πραγματικότητα, η όψιμη δημοτικότητα του Γκόρντον Μπράουν σχετίζεται πολύ με τα μηδενικά, με περισσότερους από έναν τρόπους. Η εκπληκτική νέα δημοτικότητά του –η οποία, αν το καλοσκεφτούμε, ενδέχεται να αποδειχθεί μάλλον εφήμερη– απεικονίστηκε την προηγούμενη βδομάδα στον πρωτοσέλιδο πηχυαίο τίτλο μιας εφημερίδας έτσι: «Από τον Μηδενικό στον Ηρωικό». Το εν λόγω άρθρο ισχυριζόταν ότι ο πρωθυπουργός μας πέτυχε πράγματι «να σώσει το σύστημα». Έτσι κέρδισε την υψηλή αναγνώριση.

Ο λόγος που τον χαιρέτισαν με αυτόν τον τρόπο, ως ήρωα, ήταν επειδή επινόησε μια νέα εκδοχή εθνικοποίησης της καπιταλιστικής χρεοκοπίας, που θα μπορούσε να υιοθετηθεί με καθαρή «συνείδηση ελεύθερης αγοράς» και από άλλες χώρες. Αυτό έκανε ακόμη και τον Τζωρτζ Ου. Μπους να αισθάνεται λιγότερο ένοχος που ενήργησε ενάντια στο ίδιο το δικό του διακηρυγμένο «παθιασμένο ένστικτο», όταν εθνικοποίησε έναν τεράστιο όγκο αμερικανικής καπιταλιστικής χρεοκοπίας, της οποίας ένα μόνο στοιχείο –τα παθητικά των γιγαντιαίων επιχειρήσεων ενυπόθηκων δανείων Fannie Mae και Freddie Mac– ανέρχεται σε 5,4 τρις δολάρια (δηλαδή, στο ποσό που απαιτείται για να συνεχιστεί για 54 χρόνια ο πόλεμος στο Ιράκ).

Η «πραγματιστική καινοτομία» –σε αντιδιαστολή με το, κατά Economist,«δόγμα και πολιτική»– της πρόσφατης εθνικοποίησης της καπιταλιστικής χρεοκοπίας από τους «Νέους Εργατικούς» είναι ότι οι φορολογούμενοι δεν παίρνουν απολύτως τίποτε (με άλλα λόγια, μηδέν, μηδέν, μηδέν, όσες φορές κι αν θελήσετε να το γράψετε, ακόμη και δεκαεπτά) για τα απέραντα ποσά χρημάτων που επενδύονται σε κατεστραμμένα καπιταλιστικά περιουσιακά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των κατά τα δύο τρίτα εθνικοποιημένων βρετανικών τραπεζών. Αυτό το είδος εθνικοποίησης της καπιταλιστικής χρεοκοπίας είναι κάπως διαφορετικό από τις προηγούμενες εκδοχές που θεσπίστηκαν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όσο η «Πρόταση 4» του Εργατικού Κόμματος –που επικαλούνταν τον δημόσιο έλεγχο των μέσων παραγωγής– ήταν ακόμη μέρος του Συντάγματος. Γιατί το 1945 οι εθνικοποιημένοι χρεοκοπημένοι τομείς της καπιταλιστικής οικονομίας πέρασαν σε κρατικό έλεγχο (τουλάχιστον για την περίοδο που θα ταΐζονταν γενναιόδωρα από τη γενική φορολογία με σκοπό τη δέουσα «ιδιωτικοποίηση» σε εύθετο χρόνο).

Ακόμη και η εθνικοποίηση της χρεοκοπημένης επιχείρησης Rolls Royce από τον Συντηρητικό πρωθυπουργό Έντουαρντ Χηθ το 1971 ακολούθησε την ίδια αμήχανη πατέντα της ελεγχόμενης από το κράτος εθνικοποίησης. Στις μέρες μας, ωστόσο, η ομορφιά της λύσης του Γκόρντον Μπράουν είναι ότι αφαιρεί την αμηχανία πολλαπλασιάζοντας πολλαπλώς τα σπαταλημένα δισεκατομμύρια που επενδύονται στην καπιταλιστική χρεοκοπία. Σίγουρα αξίζει πλήρως την προαγωγή του «από μηδενικό σε ηρωικό», καθώς επίσης και το υψηλό χρίσμα του «λυτρωτή του κόσμου» που του επιδαψιλεύουν άλλες εφημερίδες, χάρη στη μεγάλη σεμνότητά του να ικανοποιείται με το απόλυτο μηδέν ως αντάλλαγμα για τη γενναία διασπάθιση των δικών μας –όχι των δικών του– δισεκατομμυρίων. Μπορεί όμως αυτό το είδος κυβερνητικού γιατρικού να θεωρηθεί διαρκής λύση στα προβλήματά μας, ακόμη και σε βραχυπρόθεσμη βάση (για να μην αναφερθούμε στο απαραίτητο της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητάς του); Μόνο ένας ανόητος θα μπορούσε να το πιστέψει αυτό.

Στην πραγματικότητα, τα πρόσφατα μέτρα που εγκρίθηκαν από τις πολιτικές και οικονομικές αρχές μας ανταποκρίθηκαν μόνο σε μια πτυχή της τρέχουσας κρίσης: τη ρευστότητα των τραπεζών και των εταιριών ασφαλίσεων και ενυπόθηκων δανείων. Αλλά ακόμη κι αυτό, σε πολύ περιορισμένη έκταση. Στην πραγματικότητα τα τεράστια χρηματικά ποσά που δαπανώνται δεν αντιπροσωπεύουν τίποτε άλλο πέρα από το να πληρώνουν, σαν να λέμε, την εγγύηση. Στο μέλλον θα απαιτηθούν πολλά περισσότερα, όπως ακριβώς συνεχίζουν να υπογραμμίζουν οι εν εξελίξει παγκόσμιες αναταράξεις στα χρηματιστήρια.

Πάντως, πέρα από το πρόβλημα της ρευστότητας, μια άλλη διάσταση της χρηματοπιστωτικής κρίσης αφορά τη σχεδόν καταστροφική αφερεγγυότητα των τραπεζών και των ασφαλιστικών εταιριών. Αυτό το γεγονός γίνεται σαφές, από τη στιγμή που τα καιροσκοπικά και με ανεύθυνο τρόπο υπολογισμένα, αλλά εντούτοις υπαρκτά, παθητικά λαμβάνονται πραγματικά υπ’ όψιν. Για να σας δώσω μόνο ένα παράδειγμα: δύο από τις μεγάλες τράπεζές μας στη Βρετανία έχουν παθητικό που ανέρχεται σε 2,4 τρις δολάρια η καθεμία, το οποίο γεννήθηκε πάνω στην τυχοδιωκτική υπόθεση πως ποτέ δεν θα υπάρξει ανάγκη να το τακτοποιήσουν. Μπορεί το καπιταλιστικό κράτος να τις διασώσει επιτυχώς από ένα παθητικό αυτού του μεγέθους; Από πού θα μπορούσε το κράτος να δανειστεί ενδεχομένως έναν τέτοιο όγκο χρημάτων για το εγχείρημα διάσωσης που απαιτείται γι’ αυτόν το σκοπό; Και ποιες θα ήταν οι αναγκαίες πληθωριστικές συνέπειες αν κόβονταν τα αναγκαία χρήματα για μια τέτοια πραγματικά γιγαντιαία επιχείρηση διάσωσης ελλείψει άλλων λύσεων;

Επιπλέον, τα προβλήματα σε καμιά περίπτωση δεν εξαντλούνται στην επισφαλή κατάσταση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Οι παραγωγικοί τομείς της καπιταλιστικής βιομηχανίας έχουν επίσης σοβαρό πρόβλημα, ανεξάρτητα από το πόσο υψηλά αναπτυγμένοι και ευνοημένοι φαίνονται να είναι, απολαμβάνοντας την ανταγωνιστικά πλεονεκτική θέση τους στην παγκόσμια ιεραρχία αρπαγής του υπερεθνικού κεφαλαίου. Λόγω του περιορισμένου χώρου, πρέπει να περιοριστώ πάλι σε ένα, αλλά εξαιρετικά ενδεικτικό παράδειγμα. Αφορά την αυτοκινητοβιομηχανία των ΗΠΑ, που βρέθηκε σε αρκετά δεινή θέση τα τελευταία χρόνια, παρ’ όλες τις επιχορηγήσεις από το ισχυρότερο καπιταλιστικό κράτος στο παρελθόν, που ανέρχονταν σε πολλά δισεκατομμύρια αμερικανικά δολάρια

Επιτρέψτε μου να παραθέσω ένα χωρίο από ένα άρθρο σχετικά με την εταιρία Ford και τις φαντασιώσεις της περί παγκοσμιοποίησης, που δημοσιεύτηκε παλιά, το 1994, στη Sunday Times. Δείτε πώς οι διακεκριμένοι οικονομικοί συντάκτες μας χρωμάτιζαν ροζ την εικόνα εκείνες τις μέρες:

Οι πολυεθνικές επιδιώκουν την ολοκληρωτική παγκοσμιοποίηση […] «Αυτό είναι σίγουρα τέκνο του Τρότμαν», ισχυρίζεται αμερικανική πηγή. «Έχει ένα όραμα για το μέλλον που λέει ότι, για να γίνει παγκόσμια πρωταθλήτρια, η Ford πρέπει να γίνει πραγματικά παγκόσμια εταιρία». Σύμφωνα με δηλώσεις του Τρότμαν στη Sunday Times τον Οκτώβριο του 1993, «καθώς ο ανταγωνισμός στην αυτοκινητοβιομηχανία παγκοσμιοποιείται περισσότερο καθώς μπαίνουμε στον επόμενο αιώνα, η πίεση να βρεθούν οικονομίες κλίμακας θα γίνεται ολοένα μεγαλύτερη. Εάν, αντί να κατασκευάσετε δύο μηχανές 500.000 μονάδων η καθεμιά, μπορείτε να φτιάξετε 1 εκατομμύριο μονάδες, τότε το κόστος είναι πολύ χαμηλότερο. Τελικά θα μείνουν ελάχιστοι διεθνείς παίχτες, και οι υπόλοιποι είτε θα μείνουν έξω είτε θα παλεύουν παράμερα». Ο Τρότμαν και οι ομόλογοί του κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ολοκληρωτική παγκοσμιοποίηση είναι ο τρόπος να κτυπηθούν ανταγωνιστές όπως οι Ιάπωνες και, στην Ευρώπη, η κύρια ανταγωνίστρια της Ford, η General Motors, η οποία διατηρεί ένα πλεονέκτημα κόστους επί της Ford. Η Ford πιστεύει ότι χρειάζεται την παγκοσμιοποίηση, για να εκμεταλλευτεί επίσης τις γρήγορα αναδυόμενες αγορές της Άπω Ανατολής και της Λατινικής Αμερικής [8] .

Έτσι, το «μόνο» πράγμα που ο Άλεξ Τρότμαν –ο Βρετανός τότε πρόεδρος της εταιρίας Ford– ξέχασε να εξετάσει, παρά τις άψογες αριθμητικές δεξιότητές του που του επιτρέπουν να διακρίνει τις διαφορές μεταξύ 500.000 και 1 εκατομμυρίου, ήταν το εξής: τι συμβαίνει όταν δεν μπορεί να πουλήσει 1 εκατομμύριο (και πολλές φορές περισσότερα) αυτοκίνητα, παρά το πλεονέκτημα κόστους που η εταιρία έχει στρατηγικά οραματιστεί και απολαύσει; Στην περίπτωση των επιχειρήσεων Ford, ακόμη και το ογκώδες διαφορικό ποσοστό εκμετάλλευσης που η εταιρία θα μπορούσε να επιβάλει παγκοσμίως ως τεράστια υπερεθνική εταιρία –δηλαδή, να πληρώνει, για την ίδια ακριβώς εργασία, τους εργαζομένους των επιχειρήσεων Ford στις Φιλιππίνες 25 φορές χαμηλότερα απ’ όσο το εργατικό δυναμικό της στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής–, ούτε αυτό το αναμφισβήτητο πλεονέκτημα δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί επαρκές για την εξασφάλιση της εξόδου απ’ αυτή τη θεμελιώδη αντίφαση.

Στο σημείο αυτό είμαστε σήμερα, όχι μόνο στην περίπτωση της εταιρίας Ford που βρίσκεται σε δεινή θέση αλλά και σε αυτήν της General Motors, ανεξάρτητα από το πλεονέκτημα κόστους που διαθέτει, και που κάποτε φθονούσε ακριβώς η πρώτη.

Σημειώστε τον τρόπο με τον οποίο περιγράφεται η δυστυχής τρέχουσα κατάσταση της αυτοκινητοβιομηχανίας των ΗΠΑ –ακόμη και μετά από μια πρόσφατη συμφωνία βάσει της οποίας το αμερικανικό κράτος παρείχε σημαντικές επιχορηγήσεις στις γιγαντιαίες εταιρίες αυτοκινήτων της χώρας– σε ένα από τα τελευταία τεύχη του Economist ως εξής:

η [εν λόγω] συμφωνία σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις αυτοκινήτων –ευλογημένες με την κυβερνητική εγγύηση– πρέπει να πάρουν τα δάνεια με επιτόκιο περίπου 5% αντί για 15% όπως θα συνέβαινε στην ελεύθερη αγορά με τους σημερινούς όρους [9] .

Εντούτοις, κανένα ποσό επιχορήγησης κανενός είδους δεν μπορεί να θεωρηθεί αρκετά ικανοποιητικό, επειδή οι «Τρεις Μεγάλες» εταιρίες –η General Motors, η Ford και η Chrysler– βρίσκονται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, παρά το γεγονός ότι το τέκνο της φαντασίας του Τρότμαν έχει γίνει πια ένας πλήρως αναπτυγμένος έφηβος. Έτσι, ο Economist πρέπει να παραδεχτεί ότι

[...] Μόλις οι βιομηχανικές επιχορηγήσεις, όπως αυτές, αρχίσουν να ρέουν, είναι δύσκολο να σταματήσουν. Μια πρόσφατη μελέτη του Ιδρύματος Cato, μιας δεξιόστροφης δεξαμενής σκέψης, διαπίστωσε ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ξόδεψε κάπου 92 δις δολάρια για επιχειρηματικές επιχορηγήσεις μόνο κατά το 2006. Μόνο τα 21 δις από αυτά πήγαν στους αγρότες: ένα μεγάλο μέρος του υπολοίπου πήγε σε εταιρίες όπως η Boeing, η IBM και η General Electric με τη μορφή στήριξης της εξαγωγικής πίστης και διαφόρων ερευνητικών επιχορηγήσεων.

Οι Τρεις Μεγάλες ήδη παραπονιούνται ότι θα πάρει πάρα πολύ χρόνο να σερβιριστούν τα [κρατικά] χρήματα και θέλουν να επιταχυνθεί η διαδικασία. Θέλουν επίσης άλλα 25 δις, συνημμένα ενδεχομένως στη δεύτερη έκδοση του σχεδίου σωτηρίας της Ουώλ Στρητ. Η λογική πίσω από τη διάσωση της Ουώλ Στρητ είναι ότι η χρηματοοικονομία στηρίζει τα πάντα. Το Ντητρόιτ [η έδρα της Ford] δεν μπορεί να αρχίσει να έχει τέτοιες αξιώσεις. Αλλά, δεδομένου ότι διαθέτει ισχυρό λόμπι, θα μπορούσε άραγε να μην μπει στη σειρά αναμονής πριν από τις αρρωστημένες αερογραμμές και τους πτωχευμένους λιανοπωλητές [10] ;

Η ατελεύτητη καιροσκοπική επέκταση του οικονομικού τυχοδιωκτισμού, ειδικά τις τελευταίες τρεις ή τέσσερις δεκαετίες, είναι φυσικά αδιαχώριστη από τη διογκούμενη κρίση των παραγωγικών κλάδων της βιομηχανίας και από τα παρεπόμενα προβλήματα, που προκύπτουν από την εντελώς βραδυκίνητη κεφαλαιακή συσσώρευση (την όντως αποτυχημένη συσσώρευση) σε αυτό το παραγωγικό πεδίο της οικονομικής δραστηριότητας. Πλέον, αναπόφευκτα, στον τομέα της βιομηχανικής παραγωγής η κρίση επιδεινώνεται σοβαρά.

Φυσικά, η αναγκαία συνέπεια της διαρκώς βαθύτερης κρίσης στους παραγωγικούς κλάδους της «πραγματικής οικονομίας» (όπως αρχίζουν τώρα να την αποκαλούν σε αντιπαράθεση με τον κερδοσκοπικό χρηματοοικονομικό τυχοδιωκτισμό) είναι η αύξηση της ανεργίας παντού σε τρομακτική κλίμακα και η συνεπακόλουθη ανθρώπινη δυστυχία. Θα ήταν καθαρή παραίσθηση να αναμένουμε μια ευτυχή λύση σε αυτά τα προβλήματα από τα εγχειρήματα διάσωσης του καπιταλιστικού κράτους.

Αυτό είναι το πλαίσιο εντός του οποίου οι πολιτικοί μας πρέπει πραγματικά να αρχίσουν να δίνουν προσοχή στο «σημαντικό δίδαγμα της ιστορίας», αντί «να σερβίρουν μεγάλο όγκο δημόσιου χρήματος» υπό το πρόσχημα του «διδάγματος της ιστορίας». Γιατί, ως αποτέλεσμα της ιστορικής ανάπτυξης υπό την κυριαρχία του κεφαλαίου στη φάση της δομικής κρίσης του, στην εποχή μας έχουμε φθάσει σε σημείο να πρέπει να υποταχθούμε στην καταστρεπτική επίδραση μιας διαρκώς επιδεινούμενης συμβίωσης του κρατικού νομοθετικού πλαισίου της κοινωνίας μας μαζί με την υλική παραγωγική, καθώς και χρηματοοικονομική, διάσταση της κατεστημένης κοινωνικής αναπαραγωγικής τάξης πραγμάτων.

Δικαιολογημένα, αυτήν τη συμβιωτική σχέση ενδέχεται, και συχνά συμβαίνει, να διαχειρίζονται με εντελώς διεφθαρμένες μεθοδεύσεις όλες οι προνομιούχες προσωποποιήσεις του κεφαλαίου, τόσο στις επιχειρήσεις όσο και στην πολιτική. Γιατί, ανεξάρτητα από το πόσο διεφθαρμένες ενδέχεται να είναι οι τέτοιες μεθοδεύσεις, βρίσκονται σε πλήρη συντονισμό με τις θεσμοθετημένες απαξίες της κατεστημένης τάξης πραγμάτων. Και –στο πλαίσιο της επικρατούσας συμβίωσης του οικονομικού πεδίου με τις κυρίαρχες πολιτικές μεθοδεύσεις– είναι από νομικής άποψης καλά δεκτές, χάρη στον πλέον αμφισβητήσιμο, και συχνά ακόμη και καθαρά αντιδημοκρατικό, διευκολυντικό ρόλο της αδιαπέραστης νομοθετικής ζούγκλας που παρέχεται από το κράτος.

Η δολιότητα, σε μια μεγάλη ποικιλία έμπρακτων μορφών της, είναι η κανονικότητα του κεφαλαίου. Οι ακραία καταστρεπτικές εκδηλώσεις της με κανένα τρόπο δεν περιορίζονται στη λειτουργία του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος. Ως τώρα, ο αδιαμεσολάβητος ρόλος του καπιταλιστικού κράτους στον παρασιτικό κόσμο της χρηματιστικής οικονομίας δεν είναι απλώς θεμελιακά σημαντικός –ενόψει του μεγέθους του που τα πάντα πληροί, όπως ανακαλύψαμε με συνταρακτική σαφήνεια κατά τη διάρκεια των τελευταίων λίγων εβδομάδων–, αλλά ενδεχομένως και καταστροφικός.

Το ενοχλητικό γεγονός στην υπόθεση είναι ότι οι γιγαντιαίες αμερικανικές εταιρείες ενυπόθηκων δανείων, η Fannie Mae και η Freddie Mac, έλαβαν διεφθαρμένη υποστήριξη και γενναιόδωρο εφοδιασμό με ιδιαίτερα κερδοφόρες αλλά εντελώς αναξιόχρεες εγγυήσεις από τη νομοθετική ζούγκλα του αμερικανικού κράτους εν πρώτοις, καθώς επίσης και μέσω των προσωπικών υπηρεσιών της ατιμώρητης πολιτικής διαφθοράς. Πράγματι, η διαρκώς πυκνότερη νομοθετική ζούγκλα του καπιταλιστικού κράτους πάντα συμβαίνει να νομιμοποιεί «δημοκρατικά» τη θεσμοθετημένη δολιότητα στις κοινωνίες μας. Οι εκδότες και συντάκτες του Economist είναι στην πραγματικότητα εξαιρετικά καλά εξοικειωμένοι με τις διεφθαρμένες μεθοδεύσεις βάσει των οποίων οι γιγαντιαίες αμερικανικές επιχειρήσεις ενυπόθηκων δανείων απολαμβάνουν εξωφρενικά προνομιακή μεταχείριση από το κράτος τους. Παραθέτω εδώ ένα απόσπασμα από τον Economist:

[Αυτή η μεταχείριση] επέτρεψε στις Fannie και Freddie να λειτουργήσουν με μικροσκοπικά ποσά κεφαλαίου. Οι δύο όμιλοι είχαν ίδια κεφάλαια (όπως προσδιορίστηκε από τον έλεγχό τους) 83,2 δις δολάρια στο τέλος του 2007. Αυτά θα υποστήριζαν χρέη και εγγυήσεις ύψους 5,2 τρις δολαρίων, μια αναλογία δανείων προς ίδια κεφάλια 65 προς 1[!!!]. Σύμφωνα με την CreditSights, έναν ερευνητικό όμιλο, οι Fannie και Freddie ήταν αντισυμβαλλόμενες σε παράγωγες συναλλαγές αξίας 2,3 τρις δολαρίων, σχετικές με εκ μέρους τους δραστηριότητες αντιστάθμισης κινδύνων. Δεν υπάρχει τρόπος μια ιδιωτική τράπεζα να έχει την άδεια για έναν τέτοιο εξαιρετικά προσαρμοσμένο ισολογισμό [11], ούτε θα μπορούσε να αξιολογηθεί ως μηδενικού ρίσκου […] Χρησιμοποίησαν τη φτηνή χρηματοδότησή τους για να αγοράσουν υψηλής απόδοσης ενεργητικά [12] .

[Επιπλέον,] με τόσα πολλά να διακυβεύονται, δεν είναι άξιο απορίας που οι εταιρίες οικοδόμησαν ένα τρομερό λόμπι ως μηχανισμό πίεσης. Δόθηκαν δουλειές σε πρώην πολιτικούς. Οι επικριτές τους θα έπρεπε να περιμένουν ανταπόδοση. Οι εταιρίες δεν φοβούνταν να δαγκώσουν το χέρι που τις τάιζε [13] .

Το «χέρι που τις τάιζε» αναφέρεται, φυσικά, στο αμερικανικό κρατικό νομοθετικό σώμα. Αλλά γιατί να φοβούνται οι εταιρίες; Αφού τέτοιες γιγαντιαίες εταιρίες συμβιώνουν απόλυτα με το καπιταλιστικό κράτος. Πρόκειται για μια σχέση που αυτο-επιβεβαιώνεται με διεφθαρμένο τρόπο και όσον αφορά το εμπλεκόμενο προσωπικό, μέσω της μίσθωσης πολιτικών που θα μπορούσαν να τις εξυπηρετήσουν προνομιακά, κατατάσσοντάς τες στις εταιρίες μηδενικού ρίσκου παρά την εξωφρενική «αναλογία δανείων προς ίδια κεφάλαια 65 προς 1», σύμφωνα με την απρόθυμη ομολογία του Economist.

Η βαρύτητα της παρούσας κατάστασης υπογραμμίζεται με χαρακτηριστικό τρόπο από το περιστατικό που καταγράφει ο Economist με τα εξής λόγια: «Οι χρηματομεσίτες στις αφερέγγυες ανταλλακτικές αγορές στοιχημάτισαν πρόσφατα για το αδιανόητο: ότι η Αμερική μπορεί να αφήσει ανεξόφλητο το χρέος της» [14] . Μα φυσικά, οι χρηματομεσίτες αντιδρούν ακόμη και σε γεγονότα τέτοιας υφής και βαρύτητας σαν κι αυτά που ζούμε σήμερα με τον μόνο δυνατό τρόπο που έχουν: απομυζώντας απ’ αυτά κέρδος.

Το μεγάλο πρόβλημα για το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα είναι, εντούτοις, ότι η μη αποπλήρωση του χρέους της Αμερικής δεν είναι καθόλου αδιανόητη. Αντίθετα, είναι –εδώ και πολύ καιρό– μια επερχόμενη βεβαιότητα. Γι’ αυτό έγραφα πριν από πολλά χρόνια (το 1995, για να είμαι ακριβής) αυτά:

Σε έναν κόσμο χρηματοοικονομικής ανασφάλειας τίποτε δεν ταιριάζει καλύτερα στη συνήθεια του τζόγου με αστρονομικά και εγκληματικώς αδιασφάλιστα ποσά στις ανά τον κόσμο χρηματαγορές –προαναγγέλλοντας έναν σεισμό μεγέθους 9 ή 10 στην οικονομική «κλίμακα Ρίχτερ»– από το να καλούνται οι επιχειρήσεις που συμμετέχουν σ’ έναν τέτοιο τζόγο «εταιρίες διασφαλίσεων» […] Το πότε ακριβώς και το με ποια μορφή –μπορούν να υπάρξουν αρκετές, λίγο πολύ βάναυσες, εκδοχές? οι ΗΠΑ θα αποφύγουν να πληρώσουν το αστρονομικό χρέος τους, δεν μπορεί να φανεί σε αυτό το χρονικό σημείο. Μπορούν να υπάρξουν μόνο δύο βεβαιότητες εν προκειμένω. Η πρώτη είναι ότι το αναπόφευκτο της αμερικανικής μη συμμόρφωσης θα έχει βαθιές επιπτώσεις σε όλους πάνω στον πλανήτη αυτόν. Και η δεύτερη, πως η δεσπόζουσα ηγεμονική θέση εξουσίας των ΗΠΑ θα συνεχίσει να επιβεβαιώνεται με κάθε τρόπο, ώστε ο υπόλοιπος κόσμος να πληρώνει για το αμερικανικό χρέος για όσον καιρό μπορεί [15] .

Φυσικά, η επιδεινούμενη κατάσταση σήμερα έγκειται στο ότι ο υπόλοιπος κόσμος –ακόμη και με τη μεγαλύτερη ιστορικά τραγική ειρωνεία της ογκώδους κινεζικής συμβολής στον ισολογισμό του αμερικανικού Υπουργείου Οικονομικών– γίνεται ολοένα λιγότερο ικανός να κλείσει τη «μαύρη τρύπα» που παράγεται σε μια διαρκώς αυξανόμενη κλίμακα από την ακόρεστη όρεξη της Αμερικής για χρηματοδότηση των χρεών, όπως κατέδειξαν οι οικουμενικές αντηχήσεις από την πρόσφατη κρίση των ενυπόθηκων δανείων και των τραπεζών στις ΗΠΑ. Αυτή η κατάσταση φέρνει την αναγκαία αμερικανική μη συμμόρφωση –σε μιαν από τις «λίγο πολύ βάναυσες εκδοχές της»– πολύ πιο κοντά.

Η αλήθεια σε αυτήν την ενοχλητική υπόθεση είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει διέξοδος από αυτές τις, αυτοκτονικές εν τέλει, αντιφάσεις, οι οποίες είναι αναπόσπαστες από το πρόσταγμα για ατέρμονη κεφαλαιακή επέκταση –που αυθαίρετα και αποπροσανατολιστικά συγχέεται με την καθαυτό ανάπτυξη– ανεξαρτήτως συνεπειών, αν δεν αλλάξουμε ριζικά τον τρόπο μεταβολισμού της κοινωνικής αναπαραγωγής μας, υιοθετώντας τις, πλέον αναγκαίες, υπεύθυνες και ορθολογικές μεθόδους της μόνης βιώσιμης οικονομίας, αυτής που προσανατολίζεται στις ανθρώπινες ανάγκες και όχι στα αλλοτριωτικά, αποκτηνωτικά και εξευτελιστικά κέρδη [16] .

Εδώ είναι που το ακατανίκητο εμπόδιο του αυτο-εξυπηρετούμενου διακαθορισμού του κεφαλαίου πρέπει να αντιμετωπιστεί, ανεξάρτητα από το πόσο δύσκολο μπορεί να είναι αυτό υπό τις κρατούσες συνθήκες. Γιατί η απολύτως αναγκαία υιοθέτηση και η δέουσα μελλοντική ανάπτυξη της μόνης βιώσιμης οικονομίας είναι ασύλληπτες χωρίς τον ριζικό μετασχηματισμό της κατεστημένης κοινωνικο-οικονομικής και πολιτικής τάξης πραγμάτων καθαυτής.

Ο Γκόρντον Μπράουν εξέφρασε πρόσφατα τη δυσαρέσκειά του για τον «αχαλίνωτο καπιταλισμό» στο όνομα μιας γενικά απροσδιόριστης «ρύθμισης». Ίσως θυμάστε ότι και ο Γκορμπατσόφ ήθελε ένα είδος ρυθμιζόμενου καπιταλισμού με το όνομα «σοσιαλισμός της αγοράς», αλλά θα πρέπει επίσης να γνωρίζετε και τι συνέβη στον ίδιο και στο «όνειρο θερινής νυκτός» του. Η έκφραση του Βρετανού Συντηρητικού πρωθυπουργού Έντουαρτ Χηθ, πολλά χρόνια πριν, για την ίδια αμαρτία του «αχαλίνωτου καπιταλισμού» ήταν «το απαράδεκτο πρόσωπο του καπιταλισμού». Και όμως, ο «ανεξέλεγκτος καπιταλισμός» παρά το «απαράδεκτο πρόσωπό» του, όχι μόνο παρέμεινε «αποδεκτός» όλες αυτές τις δεκαετίες, αλλά και έχει γίνει –κατά την πορεία της περαιτέρω ανάπτυξής του– πολύ χειρότερος. Η αιτιακή θεμελίωση των διαρκώς σοβαρότερων προβλημάτων μας δεν έγκειται στο «απαράδεκτο πρόσωπο του αχαλίνωτου καπιταλισμού» αλλά στην καταστρεπτική του υπόσταση. Είναι αυτή η πανίσχυρη υπόσταση που επιμένει να αντιστέκεται σε –και να εκμηδενίζει– όλες τις προσπάθειες που έχουν στόχο να θέσουν περιορισμούς, μινιμαλιστικά έστω, στο καπιταλιστικό σύστημα – όπως, πράγματι, πέτυχε εκείνο να κάνει, με τη μορφή της μεταμόρφωσης των σοσιαλδημοκρατών «Παλαιών Εργατικών» στη Βρετανία στους νεοφιλελεύθερους «Νέους Εργατικούς». Κατά συνέπεια, η περιοδικώς ανανεούμενη φαντασίωση της ρύθμισης του καπιταλισμού κατ’ έναν δομικά σημαντικό τρόπο δεν μπορεί παρά να ισοδυναμεί με την προσπάθεια να χτίσουμε στην άμμο παλάτια.

Το τελευταίο ωστόσο πράγμα που χρειαζόμαστε σήμερα είναι να συνεχίσουμε να χτίζουμε στην άμμο, την ώρα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε τη βαρύτητα της δομικής κρίσης του κεφαλαίου, η οποία απαιτεί τη θεσμοθέτηση μιας ριζικής συστημικής αλλαγής. Είναι εξαιρετικά αποκαλυπτικό για τον αδιόρθωτο χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος πως, ακόμη και σε καιρούς όπως οι σημερινοί –όπου το τεράστιο μέγεθος της εν εξελίξει κρίσης δεν μπορούν πια να αρνηθούν ούτε καν οι πλέον αφοσιωμένοι εξ επαγγέλματος απολογητές του συστήματος, μιας κρίσης την οποία λίγες μέρες νωρίτερα μια μορφή τόσο σημαντική όσο ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας περιέγραψε ως τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση σε ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία– τίποτε δεν μπορεί να σχεδιαστεί, πόσο μάλλον να γίνει έμπρακτα, για να αλλάξουν οι θεμελιώδεις ατέλειες μιας όλο και πιο καταστρεπτικής κοινωνικής αναπαραγωγικής τάξης πραγμάτων από εκείνους που ελέγχουν τους οικονομικούς και πολιτικούς μοχλούς της κοινωνίας μας.

Σε αντιδιαστολή με την πρόσφατη απεικόνιση του καπιταλισμού από τον ίδιο τον υποδιοικητή του, ο διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας Μέρβυν Κινγκ δεν είχε καμία απολύτως επιφύλαξη για την ευρωστία του λατρεμένου καπιταλιστικού συστήματος, αλλά δεν είχε ούτε και την αμυδρότερη ιδέα για την επερχόμενη κρίση, όταν ύψωνε στα ουράνια το βιβλίο–απολογία του κεφαλαίου που έγραψε ο Μάρτιν Γουλφ με τον μακάριο, επιτακτικά κατηγορηματικό τίτλο Γιατί η παγκοσμιοποίηση λειτουργεί. Αποκάλεσε το βιβλίο «συντριπτική κριτική κατά των αντιπάλων της παγκοσμιοποίησης στο επίπεδο της διανόησης» και «εξευγενισμένη, σοφή και αισιόδοξη οπτική του οικονομικού και πολιτικού μέλλοντός μας» [17] . Τώρα, εντούτοις, είμαστε όλοι υποχρεωμένοι να έχουμε κάποιαν, έστω, έγνοια για την πραγματική φύση και τις αναγκαστικά καταστρεπτικές συνέπειες της δογματικά χαιρετισμένης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης.

Φυσικά, η δική μου στάση απέναντι στο βιβλίο του Γουλφ ήταν πολύ διαφορετική από αυτήν του Μέρβυν Κινγκ και άλλων που μοιράζονται τα ίδια κεκτημένα συμφέροντα. Σχολίασα κατά τη δημοσίευσή του ότι

ο συγγραφέας, που είναι ο κύριος οικονομικός σχολιαστής των Financial Times του Λονδίνου, ξεχνά να υποβάλει ένα πραγματικά σημαντικό ερώτημα: για ποιους λειτουργεί; Εάν λειτουργεί. Λειτουργεί βεβαίως, προς το παρόν, αν και σε καμιά περίπτωση ιδιαιτέρως καλά, για τους ιθύνοντες του διεθνικού κεφαλαίου, αλλά όχι για τη συντριπτική πλειονότητα της ανθρωπότητας που πρέπει να υφίσταται τις συνέπειες. Και καμία έκταση «δικαιοδοτικής συγχώνευσης» την οποία επικαλείται ο συγγραφέας –δηλαδή, σε απλά αγγλικά, ο πιο σφιχτός αδιαμεσολάβητος έλεγχος επί των αξιοθρήνητων «υπερβολικά πολλών κρατών» από μια χούφτα ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, και ειδικά από τη μεγαλύτερη απ’ αυτές– πρόκειται να διορθώσει την κατάσταση. Η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση στην πραγματικότητα δεν λειτουργεί και δεν μπορεί να λειτουργήσει. Γιατί δεν μπορεί να ξεπεράσει τις ασυμβίβαστες αντιφάσεις και τους ανταγωνισμούς που εκδηλώνονται μέσα από την παγκόσμια δομική κρίση του συστήματος. Καθαυτή η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση είναι η αντιφατική εκδήλωση της κρίσης αυτής, καθώς προσπαθεί να αναστρέψει τη σχέση αιτίου/αιτιατού σε μια μάταια απόπειρα να θεραπεύσει μερικά αρνητικά αποτελέσματα μέσω άλλων, ευσεβώς προβαλλόμενων στο μέλλον αποτελεσμάτων, επειδή είναι δομικά ανίκανη να χειριστεί τις αιτίες τους [18] .

Από αυτή την άποψη, οι πρόσφατες απόπειρες να αντιμετωπιστούν τα εντεινόμενα συμπτώματα της κρίσης με την κυνικά καμουφλαρισμένη εθνικοποίηση των αστρονομικών μεγεθών της καπιταλιστικής χρεοκοπίας από κρατικούς πόρους –που μένει ακόμη να ανακαλυφθούν– δεν θα μπορούσαν παρά να υπογραμμίζουν τους βαθιά ριζωμένους ανταγωνιστικούς αιτιολογικούς προσδιορισμούς της καταστροφικότητας του καπιταλιστικού συστήματος. Γιατί, ό,τι θεμελιωδώς διακυβεύεται σήμερα δεν είναι απλώς μια μαζική οικονομική κρίση αλλά η πιθανή αυτοκαταστροφή της ανθρωπότητας στην παρούσα συγκυρία της ιστορικής εξέλιξης, τόσο με στρατιωτικά μέσα όσο και μέσω της συνεχιζόμενης καταστροφής της φύσης.

Παρά την ενορχηστρωμένη χειραγώγηση των επιτοκίων και τις πρόσφατες κενές νοήματος συνόδους κορυφής των κυρίαρχων καπιταλιστικών χωρών, τίποτε το διαρκές δεν έχει επιτευχθεί «ρίχνοντας τεράστια χρηματικά ποσά» στην απύθμενη τρύπα της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής αγοράς που τρίζει. Η «ενσυνείδητη παγκόσμια απάντηση στο κενό εμπιστοσύνης», όπως ευσεβώς προβάλλεται από τον Economist και τα αφεντικά του, ανήκει στον κόσμο της (όχι και τόσο καθαρής) φαντασίας. Γιατί μια από τις μεγαλύτερες ιστορικές αποτυχίες του κεφαλαίου, ως του παλαιόθεν κατεστημένου οργάνου για τον έλεγχο του κοινωνικού μεταβολισμού, είναι η συνεχής κυριαρχία των δυνάμει επιθετικότερων εθνών-κρατών και το αδύνατο της θεσμοθέτησης του κράτους του κεφαλαιοκρατικού συστήματος ως τέτοιου, στη βάση των δομικά παγιωμένων ανταγωνισμών του κεφαλαιοκρατικού συστήματος.

To να φανταστούμε ότι στο πλαίσιο τέτοιων ανταγωνιστικών αιτιολογικών προσδιορισμών θα μπορούσε να βρεθεί μια αρμονική μόνιμη λύση στη διαρκώς βαθύτερη δομική κρίση ενός εξαιρετικά κακοήθους συστήματος παραγωγής και ανταλλαγής ?που πλέον εμπλέκεται ενεργά ακόμη και στην παραγωγή μιας παγκόσμιας επισιτιστικής κρίσης, πάνω απ’ όλες τις άλλες κραυγαλέες αντιφάσεις του, συμπεριλαμβανόμενης της όλο και πιο εκτεταμένης καταστροφής της φύσης, χωρίς καν την προσπάθεια να γιατρευτούν οι επώδυνες κακοήθειές του, είναι το χειρότερο είδος ευσεβούς πόθου, που συνορεύει με τον πλήρη παραλογισμό. Γιατί, αυτο-αναιρούμενο, θέλει να διατηρήσει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων παρά τις αναγκαστικά εκρηκτικές φαυλότητες και τους ανταγωνισμούς της. Και η αποκαλούμενη «δικαιοδοτική συγχώνευση των υπερβολικά πολλών κρατών» από λίγα αυτόκλητα, ή από ένα κράτος, όπως υποστηρίζεται από μερικούς απολογητές του κεφαλαίου, δεν μπορεί παρά να προβάλλει την –εξίσου αυτο-αναιρούμενη– μονιμότητα της δυνάμει αυτοκτονικής παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας.

Γι’ αυτό ο Μαρξ είναι πιο επίκαιρος σήμερα από ποτέ. Γιατί μόνο μια ριζική συστημική αλλαγή μπορεί να προσφέρει μια ιστορικά βιώσιμη ελπίδα και λύση για το μέλλον.

Υποσημειώσεις

[1] Όλα τα προηγούμενα παραθέματα είναι από το κύριο άρθρο του εβδομαδιαίου περιοδικού The Economist, 11 Οκτωβρίου 2008, σελ. 13.

[2] Στο ίδιο, σελ. 3.

[3] Στο ίδιο.

[4] Στο ίδιο, σελ.4.

[5] Στο ίδιο.

[6] Στο ίδιο, σελ. 6.

[7] Shii Kazuo, Japan Press Weekly, ειδική έκδοση, Οκτώβριος 2008, σελ. 20.

[8] Andrew Lorenz & Jeff Randall, «Ford Prepares for Global Revolution», The Sunday Times, 27 Μαρτίου 1994, τμήμα 3, σελ. 1.

[9] «A Bail-out That Passed. In the Slipstream of Wall Street’s Woes, the Big Three Land a Huge Subsidy», The Economist, 4 Οκτωβρίου 2008, σελ. 82.

[10] Στο ίδιο, σελ. 83.

[11] Η Lehman Brothers, μία από τις κυριότερες ιδιωτικές εμπορικές τράπεζες, κατέγραφε αναλογία δανείων προς ίδια κεφάλαια 30 προς 1. Νισάφι!

[12] «Fannie Mae and Freddie Mac: End of Illusions», The Economist, 19–25 Ιουλίου 2008, σελ. 84.

[13] «A Brief Family History: Toxic Fudge», ό.π., σελ. 84.

[14] «Fannie Mae and Freddie Mac: End of Illusions», ό.π., σελ. 85.

[15] István Mészáros, «The present crisis», Beyond Capital, Monthly Review Press, Λονδίνο 1995, σελ. 962-963.

[16] Βλ., «Qualitative Growth in Utilization: The Only Viable Economy», στο István Mészáros, The Challenge and Burden of Historical Time, Monthly Review Press, Νέα Υόρκη 2008, σελ. 272-293.

[17] Από το επιδοκιμαστικό σχόλιο του Mervyn King στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του Martin Wolf, Why Globalization Works, Yale University Press, 2004.

[18] Απόσπασμα από την εναρκτήρια ομιλία του συγγραφέα στο Παγκόσμιο Φόρουμ για την εκπαίδευση, με τίτλο «Education: Beyond Capital», Πόρτο Αλέγκρε, 28 Ιουλίου 2004. Βλ., επίσης και το κεφάλαιο «Why Capitalist Globalization Cannot Work?», στο István Mészáros, The Challenge and Burden of Historical Time, ό.π, σελ. 380-398.

Δεν υπάρχουν σχόλια: