Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010

Η ΚΡΙΣΗ ΤΩΝ SUBPRIMES, του Γιώργου Μεταξά

Η κρίση των subprimes
Τεύχος 104, περίοδος Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2008



Η ΚΡΙΣΗ ΤΩΝ SUBPRIMES1
του Γιώργου Μεταξά

1. Τίποτα δεν φαίνεται να έχει αλλάξει, και όμως όλα είναι διαφορετικά2

Μια κρίση με πολλά ονόματα, που ξέσπασε το καλοκαίρι του 2007: Άρχισε σαν κρίση υποθηκών, στο μεταξύ έγινε κρίση του τομέα των ακινήτων και της οικοδομικής βιομηχανίας των ΗΠΑ, οι ειδικοί καθιέρωσαν τον όρο «κρίση των subprimes», με άλλα λόγια των δευτερευόντων - υποδεέστερων (αγορών δανείων)! Αυτό που ξεκίνησε σαν αμερικάνικο πρόβλημα στεγαστικών δανείων χαμηλής αξιοπιστίας (των δανειοληπτών), άγγιξε τις διεθνείς αγορές και επεκτάθηκε σε μια τραπεζική κρίση.3 Στην ιστορία του καπιταλισμού δεν υπάρχει μια τόσο αναμενόμενη και μια τόσο προκαταβολικά ανακοινωμένη κρίση.4

1.1. Οι φτωχοί ανακαλύπτουν τα δάνεια και το χρηματιστήριο
Η ιδιοκτησία για τα μεσαία στρώματα των αναπτυγμένων καπιταλιστικών κοινωνιών δεν είναι κάτι αυτονόητο. Ένας συνδυασμός διάφορων ιδεολογιών, αισιοδοξίας για το μέλλον – η οικονομία πάει καλά – το κεραμίδι πάνω από το κεφάλι, ένα σίγουρο κεφάλαιο που δεν χάνεται – κεφάλαιο που δεν είναι κεφάλαιο αλλά θησαυρός εκτός κυκλοφορίας – και ένα αντικείμενο επίδειξης, είναι το υπόβαθρο όλης αυτής της κίνησης από την μεριά των καταναλωτών. Ένα μέρος λοιπόν των μεσαίων στρωμάτων των ΗΠΑ προσπάθησε να εξασφαλίσει στέγη με στεγαστικό δάνειο, υποθηκεύοντας τη στέγη αυτή προκαταβολικά, δίνοντας μεταβιβάσιμες εγγυητικές επιστολές που η μόνη τους εξασφάλιση ήταν η εισαγωγή τους στα κτηματολόγια. Η κυκλοφορία αυτών των υποθηκών από τις τράπεζες στην αγορά υπολόγιζε σε μια χρηματοδότηση που στηριζόταν στην αύξηση των τιμών των σπιτιών μέσα από μια αύξηση της ζήτησης και επιτάχυνση της κυκλοφορίας. Διάφοροι αγοραστές προσπάθησαν να εξασφαλίσουν το κεφάλαιο που τους έλειπε, για να αποπληρώσουν γρηγορότερα τα χρέη τους, φτιάχνοντας και δεύτερο σπίτι, ελπίζοντας και σε αυτή την αύξηση. Δεν ήταν η πρώτη φορά που οι προσδοκίες για απρόσκοπτη αύξηση των τιμών των ακινήτων, και αντίστοιχα εξασφάλισης των πόρων για αποπληρωμή των δανείων διαψεύσθηκαν, γι’ αυτό άλλωστε οι κρίσεις στον οικοδομικό τομέα δεν είναι κάτι σπάνιο. Το ενδιαφέρον είναι ότι στην περίπτωση του καλοκαιριού του 2007, είχαμε μια εξάπλωση που η ισχυρότερη κυβέρνηση και η ισχυρότερη τράπεζα δεν μπόρεσαν να ελέγξουν.

Ο αμερικάνικος καπιταλισμός προσπαθεί να ενσωματώσει την εργατική τάξη της χώρας με δύο τρόπους: 1. Μέσα από τον μισθό που εξασφαλίζει την αναπαραγωγή της τάξης αυτής, και 2. με τη στρατηγική επιλογή, ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, της ένταξής της στο πιστωτικό σύστημα. Με τον δανεισμό και τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από αυτόν, οι εργάτες γίνονται εργατικότεροι και εντάσσονται και θεσμικά στη διαδικασία αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Το άνοιγμα των τελευταίων 20 χρόνων προς την μαύρη εργατική τάξη των νότιων πολιτειών και τους ισπανόφωνους είναι μια προσπάθεια του κράτους των ΗΠΑ να αφομοιώσει ακόμα και το κομμάτι εκείνο της εργατικής τάξης που στέκεται στο περιθώριο, αλλά που φαίνεται ότι, παρά τις ακόμα περιορισμένες δυνατότητές της, διατηρεί μια αισιόδοξη ψευδαίσθηση γύρω από το αμερικάνικο όνειρο. Το αποτέλεσμα και για τις δυο τάξεις είναι ότι ο αμερικάνος καταναλωτής, αν και ο διεθνώς πλέον χρεωμένος, είναι ταυτόχρονα αυτός που κατέχει τη μεγαλύτερη περιουσία σε διεθνή σύγκριση.

Η αρχή βρίσκεται στην απορρύθμιση των αγορών των ΗΠΑ που ξεκίνησε το 1980 και ολοκληρώθηκε το 1990, καταργώντας όλους του νόμους προστατευτισμού που είχαν εισαχθεί μετά την κρίση του 1929. Η χρηματιστηριακή κρίση και η κρίση των νέων τεχνολογιών στους πρώτους μήνες του 2000, ώθησε την οικονομία των ΗΠΑ σε μια ανάπτυξη, που στηριζόταν στην πίστη και στις ιδιωτικοποιήσεις. Πολλές επενδύσεις κατευθύνθηκαν στην κατοικία, όπου υπήρξε αυξημένη ζήτηση και επόμενα αύξηση των τιμών. Παλιά τα στεγαστικά δάνεια είχαν σαν προϋπόθεση τη συμμετοχή κατά 20% του δανειολήπτη, την εγγύηση μιας σταθερής θέσης εργασίας και επιτόκιο 1% πάνω από τα επιτόκια δανεισμού. Στα νέα ενυπόθηκα δάνεια των subprimes δεν υπήρχε απαίτηση για σταθερό εισόδημα, αλλά τα επιτόκια αποπληρωμής μετά από 2 χρόνια που ήταν σταθερά και χαμηλά, αναπροπσαρμόζονταν φτάνοντας στο 5% πάνω από τα τρέχοντα επιτόκια δανεισμού.5 Σε μια εποχή χαμηλών επιτοκίων, όπως πριν από μερικά χρόνια, αυτό υπήρξε ένα πλεονέκτημα για όποιον έπαιρνε το δάνειο. Πριν από 10 χρόνια λοιπόν φτωχοί άνθρωποι (αυτοί με την ασθενέστερη πιστωτική φερεγγυότητα) πήραν δάνεια των 100.000$, αποπληρώνοντάς τα με βάση τους παραπάνω όρους, με αρχικά επιτόκια του 3%, που τώρα έχουν φτάσει στα 18%. Ακόμα και αρχικά, οι υπολογισμοί ήταν αρκετά στενοί, δηλαδή με άλλα λόγια δεν έμεναν πολλά περιθώρια ευελιξίας για τα νοικοκυριά. Από το 2005 όμως, που άρχισαν να επαναπροσδιορίζονται τα πρώτα επιτόκια σε υψηλότερα ποσοστά, στον βαθμό που αυξήθηκαν τα επιτόκια δανεισμού, πολλοί από αυτούς που πήραν κάποτε τα δάνεια δεν μπορούσαν όλο και συχνότερα πλέον να πληρώσουν τις μηνιαίες δόσεις. Μέχρι πρόσφατα οι τράπεζες τους καθησύχαζαν με το ότι στο μεταξύ είχε τριπλασιαστεί η αξία του σπιτιού τους, και έτσι μπορούσαν να κάνουν κι άλλες υποθήκες για δάνεια, προκειμένου να πληρώνουν τις δόσεις. Το θέμα βέβαια είναι ότι οι τράπεζες δεν μπορούσαν να συνεχίσουν να δανείζουν χρήματα σε αφερέγγυους πελάτες. Η αγορά των Subprimes είναι στις ΗΠΑ η αγορά για ενυπόθηκα δάνεια. Από την αρχή λοιπόν όλοι γνώριζαν ότι πρόκειται για μια φούσκα που κάποτε θα σκάσει.6 Επομένως δεν συνιστά έκπληξη ότι μερικοί από τους πιστωτές αυτών των νοικοκυριών έχουν μεγάλες οικονομικές ζημιές που φτάνουν μέχρι την χρεοκοπία, όπως π.χ. η American Home Mortgage (κάτι σαν Κτηματική Τράπεζα).7, 8 Η ενασχόληση των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων με το χρηματιστήριο δεν είναι μια νέα υπόθεση, αλλά κάτι που έρχεται από τον 19ο αιώνα: «Αν περάσετε μπροστά από το χρηματιστήριο το μεσημέρι θα συναντήσετε εκεί μια μεγάλη ουρά. [...] Αυτή η ουρά αποτελείται από ανθρώπους όλων των κατηγοριών, αστούς, συνταξιούχους, μπακάληδες, θυρωρούς, παραγγελιοδόχους, ταχυδρομικούς, καλλιτέχνες, ηθοποιούς [...] Καθισμένοι στην άκρη της αίθουσας, δίπλα στον δημόσιο διαλαλητή του χρηματιστηρίου αγοράζουν μετοχές που τις πουλάνε στην ίδια συνεδρία».9 Παρίσι 1857: «Το 1837 ζήσαμε μια αναπόφευκτη ορμή να παρασύρει όλα τα πνεύματα προς το χρηματιστήριο. Η δημιουργία των σιδηροδρόμων έδωσε μια νέα δύναμη σε αυτήν την ορμή. […] Το μικρό σκηνικό διαμορφώνει τις δουλειές των μικροαστών. Το απέναντι μικρό σκηνικό συγκινεί τα κεφάλαια του προλεταριάτου. Το ένα λειτουργεί για τους θυρωρούς, τους μάγειρες, τους αμαξηλάτες, τους ψήστες, του ψιλικατζήδες, τα γκαρσόνια των καφενείων. Το άλλο κατεβαίνει ακόμα χαμηλότερα στην κοινωνική ιεραρχία. Μια μέρα είπαμε στον εαυτό μας: ο τσαγκάρης, ο πωλητής σπίρτων, ο εκκενωτής βόθρων, αυτός που πουλάει πατάτες τηγανιτές στις γωνίες δεν ξέρουν πώς να αξιοποιήσουν τα κεφάλαιά τους, ας τους ανοίξουμε την μεγάλη αγορά του χρηματιστηρίου. […] Ανοίξαμε λοιπόν το απέναντι μικρό σκηνικό. Πουλάγαμε για τριάμισι φράγκα με σταθερή μελλοντική απόδοση (πρόγονοι των rent funds!!) και πραγματοποιούσαμε κέρδη του ενός λεπτού, οι δουλειές έβριθαν στο απέναντι μικρό σκηνικό, και μετά ήρθε το βούλιαγμα του προηγούμενου μήνα».10 (Εννοεί την οικονομική κρίση του 1837). Το καινούργιο στοιχείο, άγνωστο στην εποχή εκείνη, είναι η συμμετοχή της εργατικής τάξης στο πιστωτικό σύστημα και όχι απλά στις προκαταβολές από το αφεντικό ή τα δανεικά από τους φίλους και συγγενείς. Και να που αυτό το οποίο αποτελούσε μια εξαίρεση της αμερικάνικης εκδοχής του καπιταλισμού από τις αρχές του 20ου αιώνα, έγινε ο κανόνας του αναπτυγμένου καπιταλισμού στα τέλη του. Δεν υπάρχει βέβαια άμεση αναλογία ούτε στο μέγεθος ούτε στις συνθήκες ανάπτυξης του καπιταλισμού τότε και σήμερα, αλλά αυτό που συνεχίζεται είναι μια εμμονή τμημάτων των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων στον φετιχισμό του χρήματος και του κεφαλαίου συνδυασμένων με το φρούδο ή τουλάχιστον αμφίβολο ιδεολόγημα της κοινωνικής ανέλιξης και της ασφάλειας. Στην εμμονή αυτή περιλαμβάνεται και ένας γενικευμένος φετιχισμός του τόκου, η πεποίθηση δηλαδή ότι ο τόκος είναι κάτι που αποδίδει το κεφάλαιο από μόνο του, απλά επειδή υφίσταται σαν τέτοιο. Ο διαχωρισμός του τόκου από την υπεραξία είναι ο βασικός λόγος που κάποια στιγμή εμφανίζονται οι χρηματιστηριακές φούσκες που επαναφέρουν το χρηματιστήριο στην πραγματικότητα της παραγωγής.

1.2. Υπερσυσσώρευση
Στηριγμένη στον νεοφιλελεύθερο αναπροσανατολισμό της οικονομίας, υπήρξε μεγάλη μεταφορά κεφαλαίου από τους άμεσα παραγωγικούς τομείς στους χρηματοπιστωτικούς.

«Το μέρος του κεφαλαίου που δεν είναι προορισμένο να καταναλωθεί σαν εισόδημα μετατρέπεται σε χρηματιστικό κεφάλαιο μόνο όταν δεν είναι άμεσα χρησιμοποιήσιμο στη διεύρυνση της επιχείρησης στη σφαίρα της παραγωγής στην οποία πραγματοποιήθηκε. [...] Μετατρέπεται επόμενα σε χρηματικό κεφάλαιο και χρησιμεύει στη διεύρυνση της παραγωγής σε άλλες σφαίρες. [...] Εάν αυτή η νέα συσσώρευση προσκρούσει σε δυσκολίες στη χρήση της, από έλλειψη περιοχών απασχόλησης (έτσι ώστε το απασχολημένο αναπαραγωγικό κεφάλαιο να αποδίδει χαμηλότερους τόκους), τότε αυτή η πληθώρα χρηματιστικού κεφαλαίου δεν αποδεικνύει τίποτα άλλο από τα όρια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ο επακόλουθος ίλιγγος των πιστώσεων αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει κανένα θετικό εμπόδιο στη χρήση αυτού του κεφαλαίου που πλεονάζει, αλλά ένα εμπόδιο όμως στους νόμους της αξιοποίησής του, το εμπόδιο του μέχρι πού το κεφάλαιο μπορεί να αξιοποιηθεί σαν κεφάλαιο. Η πληθώρα του χρηματιστικού κεφαλαίου σαν τέτοιου δεν εκφράζει απαραίτητα υπερπαραγωγή ή ζήτηση σφαιρών απασχόλησης για το κεφάλαιο».11
Στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε πληθώρα κεφαλαίου που εκφράζεται τόσο από το γεγονός ότι η υπερπαραγωγή κατοικίας στις ΗΠΑ είναι αποτέλεσμα των δανείων προς τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, μιας ποιοτικής επιλογής δηλαδή, όσο και στο ότι η παγκόσμια υπερπαραγωγή κεφαλαίου στον παραγωγικό τομέα οδήγησε στην καταστροφή μέρους του μέσα από τη μεταφορά στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Η επιπλέον διαφορά είναι ότι αυτό αποτέλεσε στρατηγική επιλογή μερίδων κεφαλαίου και όχι αδυναμία αξιοποίησης σε άλλες σφαίρες, αφού στον χρηματοπιστωτικό τομέα παρουσιάζονταν τα υψηλότερα ποσοστά κέρδους.

Προηγούμενα όμως, τα στοιχεία που αποτρέπουν την αύξηση των ποσοστών κέρδους έπαψαν να υφίστανται. Είχαμε σταθεροποίηση των μισθών, μείωση της φορολογίας του μεγάλου κεφαλαίου, επιτάχυνση της ταχύτητας κύκλισης του κεφαλαίου, αλλά και των επί μέρους κεφαλαίων, που οδήγησαν σε υπερπαραγωγή χρηματικού κεφαλαίου, που αναζήτησε νέους χώρους επένδυσης προκειμένου να αξιοποιηθεί. Η ιδιοκτησία εκφράζεται σε αυτή την περίπτωση σαν χρηματιστική περιουσία. Αυτές είναι οι αρχικές προϋποθέσεις μιας κρίσης που γέννησε φόβους για ένα κραχ, σύμφωνα με ένα απαισιόδοξο σχήμα κατάρρευσης των χρηματιστηρίων, κρίσης στον τομέα της πίστης, κρίσης τους διεθνούς εμπορίου που θα κατέληγε σε μια παγκόσμια παραγωγική κρίση υπερσυσσώρευσης. Στις 21 Ιανουαρίου ο πανικός κορυφώθηκε με παγκόσμια πτώση των χρηματιστηρίων σε επίπεδα 6% με 7% έως και 11%. Οι ενέργειες των διεθνών τραπεζών κινήθηκαν με τον φόβο μιας μαύρης Πέμπτης (όπως στις 24 Οκτωβρίου του 1929). Κρατικές τράπεζες όπως η Αμερικανική Ομοσπονδιακή (κεντρική) Τράπεζα, η Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα, η κεντρικές τράπεζες του Καναδά, της Ελβετίας και της Ιαπωνίας αλλά και πολλές άλλες, προσπάθησαν με κάθε μέσο θεμιτό και αθέμιτο, πράγμα που αποτελεί μια καινούργια τραπεζική κουλτούρα, να ξεπεράσουν το πρόβλημα. Η ιστορία φαινόταν να αγγίζει όχι μόνο διεθνείς και μεγάλες εθνικές αλλά ακόμα και μεσαίες τράπεζες. Ανακαλύφτηκε, έστω και προσωρινά, ο κρατικός παρεμβατισμός με τη μορφή κρατικών εγγυήσεων και επαπειλούμενων κρατικοποιήσεων. Το γεγονός μιας εκτεταμένης τραπεζικής κρίσης εμφάνισε από μεριάς του μεγάλου κεφαλαίου μια ιστορική συνείδηση του είδους ότι πρόκειται για τη μεγαλύτερη κρίση μετά το 1929, ίσως μάλιστα για κρίση πιο εκτεταμένη από αυτήν, αφού εξαιτίας των διεθνών διαπλοκών του κεφαλαίου μπορεί να επεκταθεί ταχύτερα και μακρύτερα. Επειδή όμως «η συσσώρευση του χρηματιστικού κεφαλαίου διογκώνεται μέσα από [...] ροπές που είναι ανεξάρτητες από αυτό, αλλά που συνοδεύουν την πραγματική συσσώρευση, πρέπει σε συγκεκριμένες φάσεις του κύκλου πάντα να υφίσταται μια πληθώρα αυτού του χρηματιστικού κεφαλαίου και αυτή η πληθώρα να εξελίσσεται μαζί με την ανάπτυξη της πίστης, ώστε ταυτόχρονα να προωθεί την αναγκαιότητα της παραγωγικής διαδικασίας πέρα από τα καπιταλιστικά της όρια – υπερεμπορία, υπερπαραγωγή, υπερδανεισμός. Αυτά όλα πρέπει όμως να συμβαίνουν με μορφές που προκαλούν ανταπόδοση».12 Ο διαχωρισμός του τόκου από την παραγωγή υπεραξίας με άλλα λόγια δεν είναι απλά ένα ιδεολογικοπολιτικό ερώτημα αλλά ένα οικονομικό ζήτημα. Είτε σαν «αυτονόμηση» των επιτοκίων από την πραγματική παραγωγή υπεραξίας με μια έννοια αντίθετη από αυτήν που ισχυρίζεται ο Μαρξ (ότι πρέπει να είναι χαμηλότερα από το μέσο ποσοστό του κέρδους, το οποίο όμως από την πλευρά των χρηματιστών θεωρείται σαν κατώτατο όριο αξιοποίησης) είτε γενικότερα σαν μια καθυστέρηση των ρυθμών ανάπτυξης του πιστωτικού κεφαλαίου σε σχέση με αυτών του παραγωγικού. Στην περίπτωση της πρόσφατης κρίσης είχαμε δυο διαδοχικές ετεροχρονισμένες υπερσυσσωρεύσεις: πρώτα χρηματικού κεφαλαίου στην παγκόσμια βιομηχανία, την οποία διαδέχθηκε μια διεθνής συσσώρευση χρηματιστικού κεφαλαίου η οποία εν πολλοίς από την υπερσυσσώρευση κεφαλαίου στη διεθνώς διαπλεκόμενη οικοδομική βιομηχανία των ΗΠΑ. Τα φαινόμενα απατούν!13

1.3. Επιφυλάξεις
Στο σημείο αυτό θα διατυπωθούν κάποιες επιφυλάξεις. Μέσα από την εδώ και χρόνια διαλαλούμενη διαρκή οικονομική κρίση, σαν συντακτική ιδεολογική συνιστώσα του φιλελεύθερου κράτους, και την με αυτήν συνδυασμένη αύξουσα επιθετικότητα του νεοφιλελευθερισμού, επιτεύχθηκε μια απίστευτη για την ιστορία του καπιταλισμού συναίνεση της εργατικής τάξης και των υπόλοιπων στρωμάτων της κοινωνίας. Εδώ και χρόνια ακούμε ότι η οικονομία βρίσκεται σε κρίση και ότι οι εργαζόμενοι πρέπει να κάνουν θυσίες προς όφελος του κεφαλαίου προκειμένου αυτό να παραμείνει στη συγκεκριμένη χώρα και περιοχή και να διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας. Η σχετική αυτοσυγκράτηση δεν έφερε αύξηση των επενδύσεων, αλλά και όταν πράγματι αυτό έγινε, αφορούσε κύρια το σταθερό (μέσα παραγωγής) και όχι το μεταβλητό (αύξηση της απασχόλησης) κεφάλαιο. Τα τελευταία χρόνια το κεφάλαιο, χάρη στην απρόσκοπτη αύξηση του ποσοστού του κέρδους, έχει πλέον άλλα προβλήματα και πρώτα απ’ όλα το πρόβλημα της υπερσυσσώρευσης χρηματικού κεφαλαίου, όπως ήδη αναφέρθηκε. Από την άλλη, παρ’ όλα τα «πρωταθλήματα εξαγωγών», η κοινωνία δεν μπορεί να καταναλώσει τα παραγόμενα εμπορεύματα, στο βαθμό που δεν υπάρχει αντίστοιχη αύξηση των μισθών και γενικότερα των ατομικών εισοδημάτων κατανάλωσης. Τα πράγματα αναφορικά με την «οικονομική κρίση» εξακολουθούν ακόμα και σήμερα να μεγαλοποιούνται, προκειμένου να επιτευχθούν ακόμα καλύτερες συνθήκες αξιοποίησης του κεφαλαίου και μετακύλησης των απωλειών της κρίσης στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, που αποδέχονται σχεδόν μοιρολατρικά την κατάστασή τους, χαμένα στην προκατάληψη, τον θρησκευτικό φανατισμό, και τους φετιχισμούς τους! Η κρίση, αν πιστέψει κανείς τις εφημερίδες, είναι διαρκής εδώ και χρόνια! Παρ’ όλο που τα αμερικάνικα (και όχι μόνον) πορτοφόλια δεν έχουν κλείσει εδώ και 20 χρόνια, στην πρόσφατη ύφεση πρωταγωνιστεί η καταναλωτική αδυναμία, με άλλα λόγια η αδυναμία της εργατικής τάξης να αναπαράγει τον εαυτό της στα συνηθισμένα για αυτήν επίπεδα. Τέσσερα είναι τα πράγματα που προβληματίζουν τον αμερικάνο καταναλωτή – εργάτη: η εμπλοκή του στην αγορά των ακινήτων, η πιστωτική του ασφυξία, οι ψηλές τιμές καυσίμων και τροφίμων, και η ανερχόμενη ανεργία.14

Σε μια στιγμή που η κρίση φαίνεται να μην επεκτείνεται άλλο και που οι G7 συναντώνται στη Νέα Υόρκη συζητώντας για μελλοντικά μέτρα αποτροπής των κρίσεων και διαφάνειας τελείως αδιαφανών συναλλαγών (11. 04. 2008), εισάγονται νέες οικονομικές συνήθειες στην διεθνή αγορά.15 Η αμερικανική μελλοντική πολιτική και οικονομική ηγεσία φαίνεται διχασμένη αναφορικά με το πώς μπορεί να υποστηριχθεί το κεφάλαιο. Ο ρεπουμπλικάνος υποψήφιος John McCain, κινούμενος από ιδεολογικά αλλά και προεκλογικά κριτήρια, ισχυρίζεται ότι το κράτος δεν μπορεί να υποστηρίζει ανίκανους επιχειρηματίες στο πλαίσιο μιας ελεύθερης οικονομίας, συνοδευόμενος μάλιστα από εκπροσώπους του παραγωγικού κεφαλαίου που θέλουν η κρίση να εξελιχθεί για να ξεκαθαρίσει το τοπίο από τα πλεονάσματα χρηματιστικού κεφαλαίου. Αντίθετα η Hillary Clinton μιλάει για υποστήριξη των μεσοαστών που χάνουν τα σπίτια τους εξαιτίας όλου αυτού του παιχνιδιού, αναγόμενη σε εκπρόσωπο των τάξεων αυτών. Τέλος ο Barack Obama τάσσεται υπέρ ενός κρατικού παρεμβατισμού αντίστοιχου με εκείνον του Lyndon Johnson. Είναι βέβαια πάγια τακτική του δημοκρατικού κόμματος των ΗΠΑ, σε εκλογικές περιόδους να μετατρέπεται σε κόμμα της εργατικής τάξης της χώρας!

Σήμερα δεν σκάνε άλλες φούσκες οικοδομικής βιομηχανίας, αλλά αυξάνει ο αριθμός των πιστώσεων που δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί, σε βαθμό που να ξεπερνάει το σύστημα ασφαλείας του τραπεζικού συστήματος. Ένα τοπικό φαινόμενο επεκτάθηκε σε διεθνές επίπεδο. Η γενική υπερσυσσώρευση χρηματιστικού κεφαλαίου έχει δημιουργήσει την εντύπωση μια τεράστιας ηγεμονίας του χρηματιστικού κεφαλαίου και του ανταγωνισμού ακόμα και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μεταξύ Γερμανίας, Ελβετίας, Βρετανίας και ΕΕ. Οι δομές που συνοδεύουν όλη αυτή την οικονομική δραστηριότητα χαρακτηρίζονται από ένα εμπόριο: 1. παραγώγων και 2. δομημένων οικονομικών προϊόντων, στις συναλλαγές των οποίων συμμετέχουν ανώτερα τραπεζικά στελέχη, όχι μόνο διοικητικά αλλά και χρηματιστικά.. Τα 2/3 των μισθών των διευθυντικών στελεχών στον τραπεζικό τομέα οφείλονται στα πριμ βραχυπρόθεσμων επιτυχιών και τη συμμετοχή σε «τραπεζικά προϊόντα», των οποίων η υποτίμηση φαίνεται να απειλεί τα στελέχη αυτά.

1.4. Η οικονομία των παραγώγων
Οι οικονομικές αγορές διαπλέκονται μεταξύ τους. Οι επιχειρήσεις είναι κύρια μετοχικές επιχειρήσεις, απόλυτα προσανατολισμένες στη μεγιστοποίηση του κέρδους, έτσι ώστε αρκετοί να μιλάνε, στο πλαίσιο μιας ηθικής βέβαια παρά επιστημονικής προσέγγισης, για «καπιταλισμό των αρπακτικών». Οι τράπεζες επενδύσεων, τα επενδυτικά κονδύλια,16 και τα γραφεία αξιολόγησής τους κινούνται σε διεθνές επίπεδο. Ο κλασικός μέτοχος αντικαθίσταται από υπερδραστήριους επαγγελματίες το ίδιο επιθετικούς με τις πολυεθνικές εταιρίες και τα οικονομικά συγκροτήματα. Έχουμε μια κυριαρχία των μεγάλων παικτών, τους οποίους ακολουθούν οι μικροί. Οι παίκτες αυτοί είναι μια αγγλοσαξονική χρηματιστική ολιγαρχία υπό τον έλεγχο ειδικών, σε καλά οργανωμένους κύκλους, που βασικά ενδιαφέρονται ο ένας για τα παιχνίδια του άλλου. Ο ρόλος του χρηματιστηρίου, τόσο στις καλές, όσο και στις δύσκολες στιγμές είναι να εξασφαλίζει στο κεφάλαιο, χρήμα με αρνητικό επιτόκιο. Σε ένα κλίμα περιπέτειας, τράπεζες ενδιαφέρονται για άλλες τράπεζες, για επενδυτικά17 και εισοδηματικά κονδύλια.18 Οι κανόνες είναι ίδιοι σε Αμερική, Ασία και Ευρώπη.

Οι μετοχές σαν τίτλοι ιδιοκτησίας δεν είναι παρά «χάρτινα αντίγραφα πραγματικού κεφαλαίου. [...] Το πραγματικό κεφάλαιο βρίσκεται δίπλα και δεν αλλάζει χέρια επειδή αυτό το αντίγραφο αλλάζει χέρια. [...] Τα αντίγραφα που είναι διαπραγματεύσιμα σαν εμπορεύματα και κυκλοφορούν επόμενα σαν κεφαλαιακές αξίες είναι εικονικά και η πορεία της αξίας τους μπορεί να ανεβαίνει ή να πέφτει τελείως ανεξάρτητα από το πραγματικό κεφάλαιο του οποίου αποτελούν τον τίτλο. Έχει την τάση να ανεβαίνει με την πτώση των επιτοκίων στον βαθμό που αυτή είναι ανεξάρτητη από τις χαρακτηριστικές κινήσεις του χρηματιστικού κεφαλαίου, αποτέλεσμα της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους, (sic) έτσι ώστε αυτός ο φανταστικός πλούτος σύμφωνα με την έκφραση της αξίας εξαπλώνεται στην πορεία της ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής».19 Όλα αυτά που ακολουθούν τις χρηματοπιστωτικές κρίσεις στην ουσία έχουν να κάνουν με αυτό τον «φανταστικό πλούτο», που όμως κάπου στην άκρη του υφίσταται μια υλική βάση που εκφράζεται όχι σαν ιδιοποίηση μόνο της υπεραξίας αλλά και σαν επίθεση στο ίδιο το κόστος αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης.

Όσο η διαδικασία αναπαραγωγής ρέει και επομένως τα έσοδα είναι εξασφαλισμένα, η πίστη διαρκεί και εξαπλώνεται και η εξάπλωση βασίζεται στην ίδια την διεύρυνση της διαδικασίας αναπαραγωγής. Μόλις εμφανιστεί η υπερσυσσώρευση, εξαιτίας καθυστερημένων εσόδων, υπερσυσσωρευμένων αγορών, πτώσης των τιμών, υφίσταται αφθονία παραγωγικού κεφαλαίου, αλλά σε μια μορφή που δεν μπορεί να εξυπηρετήσει τις λειτουργίες του: Μάζες απούλητου εμπορευματικού κεφαλαίου. Μάζες πάγιου κεφαλαίου. Η πίστη συστέλλεται, πρώτον επειδή το κεφάλαιο «υποαπασχολείται», δηλαδή έχει κολλήσει σε μια φάση αναπαραγωγής, δεν προχωρά η μεταμόρφωσή του, δεύτερον επειδή η εμπιστοσύνη στη ρευστότητα της διαδικασίας αναπαραγωγής έχει διακοπεί, τρρίτον επειδή η ζήτηση για αυτή την εμπορική πίστη ελαττώνεται.20

Τα παράγωγα είναι προθεσμιακές συναλλαγές, κατά τις οποίες συμφωνείται σε συγκεκριμένη ημερομηνία και σε συγκεκριμένη τιμή, η πώληση ενός πακέτου που μπορεί να περιέχει εμπορεύματα, αξιόγραφα, συνάλλαγμα, (δάνεια, δικαιώματα πάνω σε επιχειρήσεις, δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας κ.ο.κ.). Η τιμή αγοράς τους εξαρτάται από άλλα παρόμοια οικονομικά εργαλεία, όπως άλλα αξιόγραφα, τιμές μετοχών ή επιτόκια. Σε αυτά περιλαμβάνονται ενδοχρηματιστηριακές συμφωνίες προθεσμιακών μελλοντικών πωλήσεων εμπορευμάτων ή οικονομικών τίτλων σε προκαταβολικά ορισμένες τιμές (Futures), και δικαιώματα αποδοχής ή όχι μιας αγοράς εμπορευμάτων, αξιογράφων, συναλλάγματος, παραγώγων (Options).Τα παράγωγα διαπραγματεύονται είτε σε προθεσμιακά χρηματιστήρια ή over the counter.21 Το over the counter στην ουσία συνιστά ένα ευφημισμό για το κάτω από το τραπέζι. Σε αυτά τα σκιώδη «χρηματιστήρια», σε αντίθεση προς τα επίσημα, πραγματοποιείται το μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγών και των κερδών μέσα στην χρηματοπιστωτική αγορά. Με άλλα λόγια τα χρηματοπιστωτικά παράγωγα είναι αξιόγραφα δεύτερου ή τρίτου βαθμού: Αξιόγραφα που αποτελούνται από αξιόγραφα που επίσης μπορούν να αποτελούνται από αξιόγραφα. Είναι περιουσιακά στοιχεία η αξία των οποίων συνδέεται με ένα άλλο περιουσιακό στοιχείο – «παράγεται από αυτό». Πρόκειται για ένα στοίχημα στο μέλλον, για κάποια δικαιώματα πάνω σε πιθανές δραστηριότητες. Η αγοροπωλησία των παραγώγων είναι εννιά φορές μεγαλύτερη από αυτή των υπόλοιπων αξιογράφων. Τα δομημένα οικονομικά προϊόντα είναι παράγωγα δεύτερου και τρίτου βαθμού. Με την χρήση των παραγώγων, η διεθνής οικονομία έχει καταλήξει σε οικονομικές διαπραγματεύσεις και συναλλαγές πάνω σε χρηματωπιστωτικά κατασκευάσματα που εμπεριέχουν άλλα κατασκευάσματα και αυτά πάλι άλλα, για τα οποία συχνά κανείς και καμία δεν γνωρίζει ουσιαστικά ποια είναι τα αρχικά εμπορεύματα ή αξιόγραφα του πακέτου. Τα παράγωγα αντιμετωπίζονται κύρια τεχνικά στη μαρξιστική συζήτηση, αν και διατρέχουν ένα μεγάλο κομμάτι των διεθνών οικονομικών συναλλαγών και θα έπρεπε να μετασχηματίσουν την αντίληψή μας για το χρήμα και τον καπιταλισμό.22 Τα παράγωγα είναι το δυναμικότερο τμήμα των διεθνών εμπορικών συναλλαγών. Οι Bryan και Rafferty 2006 ισχυρίζονται ότι αυτό που επέφεραν οι ΕΠΕ και οι ΑΕ μαζί με το χρηματιστήριο στη φύση της ιδιοκτησίας, επέφεραν τα χρηματοπιστωτικά παράγωγα στην φύση του χρήματος, υπόθεση που παρουσιάζει ενδιαφέρον. Η χρηματική λειτουργία των παραγώγων στηρίζεται στην έκταση που έχουν πάρει σαν εγγυήσεις όχι φυσικών εμπορευμάτων, αλλά κύρια χρηματοπιστωτικών προϊόντων και χρήματος. Τον Ιούνιο του 2001 οι εκκρεμότητες που υπήρχαν μετά την κρίση των .com στα over the counter (και κάτω από το τραπέζι, Γ.Μ.) παράγωγα ήταν 10 τρισεκατομμύρια δολάρια, από τα οποία το 76% αποτελούσαν παράγωγα επιτοκίων και το 21% παράγωγα συναλλάγματος και τα δύο σαν Swaps.23 Τα παράγωγα λειτουργούν όσο π.χ. οι αρχικοί συντελεστές του πακέτου ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους και οι επιχειρήσεις καταβάλλουν τις μηνιαίες δόσεις των δανείων με μεταβαλλόμενα ή σταθερά επιτόκια. Οι αμοιβαίες εξασφαλίσεις των πακέτων, το μόνο που εξασφαλίζουν είναι τους ενδιάμεσους που εισπράττουν τις προμήθειες.24 Όταν η ανικανότητα κάλυψης των υποχρεώσεων αυτών ξεπερνάει τα όρια ασφαλείας του συστήματος, γιατί για παράδειγμα οι επιχειρήσεις δεν είναι σε οποιοδήποτε βαθμό διαμεσολάβησης σε θέση να υλοποιήσουν τη υποσχεθείσα υπεραξία, ή το κόστος αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης ανεβαίνει τόσο ώστε να μην περισσεύει τίποτα για το στεγαστικό δάνειο, το όλο σύστημα του συμβολικού χρήματος ξεχνάει τις πλασματικές υπεραξίες και απαιτεί χρήμα στην παραδοσιακή του μορφή, ενώ συμβιβάζεται μόνο με ομόλογα του αμερικανού δημοσίου (ακόμα)! Και στην περίπτωση αυτή δεν έχουμε βέβαια καμιά κατεψυγμένη, εν υπνώσει εργασιακή λογιστική μονάδα25. Είναι πραγματικά αμφίβολο του κατά πόσο τα παράγωγα παίζουν τον ρόλο της συμμετροποίησης των χρηματοπιστωτικών κεφαλαίων, στο βαθμό που οι τιμές τους εξαρτώνται όχι μόνο από την προσφορά και τη ζήτηση αλλά και από πολλούς συντελεστές που συντίθενται μεταξύ τους.26 Ακόμα και χωρίς τη λογική της μεγιστοποίησης του κέρδους, και στην ουσία μέσα από την κατασκευή παραγώγων, επιδιώκεται μια εξασφάλιση των ανταλλαγών πέρα από τις διακυμάνσεις της αγοράς (κάτι περισσότερο κι από τον χρυσό σαν λογιστικό χρήμα τον 19ο αιώνα), αλλά τα ίδια τα παράγωγα μετατρέπονται σε εμπόρευμα και υπόκεινται σε νόμους και πιέσεις της αγοράς, π.χ. των μεταβολών των τιμών των μετοχών στις ΗΠΑ, και με πολύ μεγαλύτερη διακύμανση και μη προβλεψιμότητα της τιμής τους απ’ ό,τι οι μετοχές ή τα διεθνώς αποδεκτά νομίσματα. Τα παράγωγα, παρ’ όλους τους σύνθετους μηχανισμούς αμοιβαιότητας, είναι μετοχές μετοχών, και υφίστανται βαθμοί αβεβαιότητας στο τετράγωνο για αυτά. Οι εξασφαλίσεις είναι συμβατικές - νομικές και έτσι κι αλλιώς όλοι θέλουν να «ρίξουν» όλους. Η διαφορά σε σχέση με το χρήμα είναι ότι αυτό γίνεται με τα παράγωγα και όχι μέσω αυτών. Ακριβώς για αυτούς τους λόγους, ακόμα και αν έχουν τον χαρακτήρα του εμπορεύματος, δεν μπορούν να είναι ούτε γενικό ισοδύναμο ούτε και μέτρο των αξιών. Το χρήμα είναι χρήμα επειδή όλοι το δέχονται σαν χρήμα, και αυτό δεν ισχύει για τα παράγωγα. Με τα παράγωγα δεν μπορεί να αγοράσει κανείς αυτοκίνητα, ή γεωργικά εμπορεύματα παρά μόνο κατ’ εξαίρεση σε ιδιωτική συμφωνία, όπως γίνεται για παράδειγμα και στην περίπτωση του clearing.27 Ακόμα και αν είναι ανεξάρτητα από τις διακυμάνσεις του δολαρίου, έχουν τιμές που εκφράζονται σε σχέση με αυτό και μεταβάλλονται μάλιστα καθημερινά και σε αυτό συνεισφέρει και η κινητικότητά τους. Αυτή ακριβώς η κινητικότητα δεν επιτρέπει τη συμφιλίωση των διαφορετικών μορφών λογιστικού - πιστωτικού κεφαλαίου που μπορεί να περιλαμβάνεται σε ένα παράγωγο, χωρίς καν να το γνωρίζουν οι κάτοχοι των κεφαλαίων αυτών. Τη διαδικασία του ανταγωνισμού και της συσσώρευσης την περιλαμβάνουν σαν στοιχεία εξισορρόπησης (χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία) των αποκλίσεων των επιμέρους στοιχείων τους. Αν κάτι είναι πλασματικό στα παράγωγα, είναι η συσσώρευση, και αυτό μας το καταδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο η άμεση ανάμειξη σε αυτά χρηματοπιστωτικών κεφαλαίων που προκύπτουν από την κρίση υπερπαραγωγής τόσο της «νέας οικονομίας» του 2000 όσο και της κρίσης των ακινήτων το 2007, και το πώς η κρίση τα επανέφερε στην πραγματικότητα των ρυθμών της υλικής συσσώρευσης. Ακόμα, το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι ένα (σχετικά) άναρχο σύνολο από ροές, αποθέματα και αγορές. Δημιουργεί συνεχώς χρήμα αλλά του λείπει η συνεκτική δομή που είναι απαραίτητη για την ανάδυση ενός κυρίαρχου πιστωτικού χρήματος ανάλογου με αυτού της εγχώριας τράπεζας στην εγχώρια αγορά.28 Αυτή ακριβώς η πρακτική μαζί με την ακόμα μόνιμη τακτική των εθνικών τραπεζών να διατηρούν αποθέματα δολαρίων και ευρώ τα τελευταία χρόνια (στη θέση του χρυσού), είναι δυο σημαντικά στοιχεία που δεν επιτρέπουν την επικράτηση κάποιας άλλης μορφής διεθνούς νομίσματος. Η ταχύτητα διακίνησης των πακέτων των μετοχών στους πλέον συντηρητικούς κύκλους έχει μειωθεί από τα τρία χρόνια στους έξι μήνες, ενώ στους επιθετικότερους δεν ξεπερνάει τις δυο βδομάδες. Σήμερα έχουμε να κάνουμε με μια κρίση των επαγγελματιών αυτών. Αυτή την στιγμή υφίστανται διεθνώς γύρω στα 9.500 μεγάλα hedge funds, τα οποία διαχειρίζονται 1,79 τρισεκατομμύρια δολάρια, περιλαμβάνουν το 40% των μετοχών, συνιστούν το 20% του εμπορίου των μετοχών και σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις κατά το 80% πρόκειται για Junk Funds.29 Στην περίπτωση των ΗΠΑ και της κρίσης των ακινήτων φτιάχτηκαν από τις κτηματικές τράπεζες που διέθεσαν πιστώσεις στους καταναλωτές για τη χρηματοδότηση της κατοικίας τους και αυτοί παράλληλα υποθήκευσαν τα σπίτια αυτά στις τράπεζες έναντι της υποχρέωσης να αποπληρώνουν ένα δάνειο με κυλιόμενο τόκο. Οι τράπεζες αυτές δεν έμειναν με τις υποθήκες στο χέρι αλλά τις πακετάρισαν ανά 1000 μαζί με άλλα τραπεζικά εμπορεύματα, χρέη και πιστώσεις σαν αξιόγραφα, σε παράγωγα (hedge, pension και investment funds), και τα πούλησαν παραπέρα, σε άλλες τράπεζες και κεφάλαια. Σαν αξιόγραφα δεν καταγράφτηκαν στα βιβλία τους και δεν υπήρξε το συνηθισμένο 8% αποθεματικό σαν δικλείδα ασφαλείας.30 Με αυτή την αγορά οι νέοι ιδιοκτήτες αποκτούσαν δικαίωμα πάνω σε αυτές τις υποθήκες και ό,τι άλλο περιελάμβαναν τα πακέτα χωρίς να ξέρουν ακριβώς τι περιέχουν αυτά τα πακέτα! Ο καθένας που έχει κάτι τέτοιο στα χέρια του προσπαθεί να το ξεφορτωθεί όσο το δυνατό ταχύτερα! Με αυτό τον τρόπο τοπικοί δανεισμοί μοιράζονται διεθνώς και βρίσκονται πάρα πολλοί να συμμετέχουν σε τέτοια κονδύλια. Η αγορά είναι τεράστια, αδιαφανής και προϋποθέτει συνθήκες υψηλά ειδικευμένου προσωπικού. Για τον λόγο αυτό υπάρχουν και γραφεία αξιολόγησης των παραγώγων (rating agencies), 64 σε όλο τον κόσμο. Από αυτά τα τρία μεγαλύτερα είναι τα Moody’s Investor Service, Standard & Poors, (αμερικάνικα) και το Fitch Ratings Ltd (αγγλικό / αμερικάνικο) [που ελέγχουν το 90% της αγοράς Γ.M.]. Οι εταιρίες χρηματοδοτούνται από τις τράπεζες επενδύσεων και στηρίζουν τις εκτιμήσεις στις πληροφορίες που τους προσφέρουν οι τράπεζες που έφτιαξαν αυτά τα παράγωγα. Σε περίπτωση που εκφράζουν επιφυλάξεις για την ποιότητα των παραγώγων απειλούνται με το ότι υπάρχουν και άλλοι στην αγορά. Είναι σαν ο έλεγχος ποιότητας και καταλληλότητας ενός αυτοκινήτου να γίνεται από την βιομηχανία που το παράγει.31 Το 50% των κερδών και το 80% του κύκλου εργασιών αυτών των εταιριών προέρχεται από τη δημιουργία και την ταυτόχρονη αξιολόγηση αυτών των πακέτων. Ήδη από το 2006 υπήρξαν προβλήματα με αυτά τα παράγωγα. Τότε άρχισαν να διακόπτονται οι πληρωμές των δόσεων και ακόλουθα οι αγοραστές τους έπαψαν να εισπράττουν τα μερίσματά τους.

1.5. Έλλειψη αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης
Τα πακέτα παραγώγων των subprimes δεν είναι και ό,τι καλύτερο κυκλοφορεί στην αγορά. Από την ανάγκη μιας υψηλότερης αξιολόγησής τους από τα γραφεία αξιολόγησης φτιάχτηκαν νέα πακέτα με μια πληθώρα από ανάλογα αξιόγραφα που είναι γνωστά σαν χρέη με εγγύηση χρεών (CDO, Collateralized Debt Obligations).32 Η βάση ενός τέτοιου χρεογράφου είναι οι αμφίβολες εξοφλήσεις που γίνονται σε ένα δάνειο εξαιτίας των υποθηκών. Καλού κακού χωρίστηκαν τα CDO’s σε διάφορες κατηγορίες, ανώτερες με χαμηλή απόδοση και προτεραιότητα στις εισπράξεις και χαμηλότερες με τις αντίστροφες συνθήκες. Επειδή το περιεχόμενο αυτών των παραγώγων ήταν σχετικά άγνωστο και ήδη από το 2006 σταμάτησαν διάφοροι να καταβάλλουν τις δόσεις τους, όταν στις 9 Αυγούστου έσκασε το κανόνι κανείς δεν ήθελε να αγοράσει αυτά τα χαρτιά. Τον Δεκέμβριο του 2007, οι τράπεζες, γνωρίζοντας ότι έχουν σπρώξει τα χαρτιά στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, αρνιόντουσαν δάνεια μεταξύ τους για πάνω από 24 ώρες. Τον Μάρτιο, οι τιμές των αντίστοιχων παραγώγων και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης βρισκόντουσαν των μεν πρώτων 20% κατά μέσον όρο χαμηλότερα και της δεύτερης στο μηδέν.33

Μέσα από αυτές τις διαδικασίες δημιουργίας και συνεχούς αναδόμησης των πακέτων των παραγώγων και των πακέτων από πακέτα και την ταχύτητα διακίνησής τους τα subprime funds βρίσκονται σε όλο τον κόσμο δημιουργώντας την πρόσφατη κρίση. Η εξυπηρέτηση των δανειακών υποχρεώσεων γίνεται με άλλα δάνεια που οδηγεί στην άρση της αξιοπιστίας των τραπεζών. Σε μια γενική συνέλευση της σημαντικής ελβετικής τράπεζας UBS, που έγινε σε γήπεδο της Βέρνης, συμμετείχαν 6000 μέτοχοι, διαμαρτυρόμενοι για την πτώση της αξίας της μετοχής κατά 50% από το καλοκαίρι του 2007 μέχρι τον Απρίλιο του 2008, και για την έλλειψη σοβαρότητας από μεριάς της μεγαλύτερης ελβετικής (και ευρωπαϊκής) τράπεζας, να ανακατευτεί σε παιχνίδια του «καπιταλισμού του καζίνο».34 Η ιδιαιτερότητα αυτού του παιχνιδιού είναι ότι είτε όλοι κερδίζουν, είτε όλοι χάνουν. Το καίριο ερώτημα που τίθεται σε αυτή την περίπτωση πέρα από τις ζημιές των επενδυτών, και ο κύριος λόγος ανησυχίας της τράπεζας αυτής είναι ένα ζήτημα όχι άμεσα οικονομικό, το ζήτημα της εμπιστοσύνης.35 Ήδη το 2003 ο Κώστας Λαπαβίτσας διαπίστωνε την σε βάθος διείσδυση της πίστης και των χρηματοπιστωτικών σχέσεων στην περιοχή του προσωπικού εισοδήματος. Η αύξηση του αριθμού των λιανικών τραπεζών που προσφέρουν καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια σε αναντιστοιχία προς τη βιομηχανική παραγωγή που χρηματοδοτείται από τα πραγματοποιούμενα και μελλοντικά κέρδη,36 δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Αν το διατυπώσουμε αυτό κάπως αλλιώς, είναι ότι η αύξηση του ποσοστού κέρδους του μεγάλου κεφαλαίου εξ αιτίας της απουσίας μιας ισχυρής αμφισβήτησης των παραγωγικών σχέσεων από τις οργανώσεις των εργαζομένων, δημιούργησε μια υπερσυσσώρευση κεφαλαίου που ενισχύθηκε και από την επιτάχυνση της διακίνησής του χάρη στις νέες τεχνολογίες. Το τραπεζικό σύστημα ανακάλυψε διεθνώς τον ατομικό εργάτη - καταναλωτή σαν πελάτη του πιστωτικού συστήματος, προκειμένου να διοχετευθούν τα συσσωρευμένα κεφάλαια, πραγματοποιώντας μια άμεση επίθεση στους μισθούς (με τον μηχανισμό της πίστης). Με άλλα λόγια η αποταμίευση εκ του μεταβλητού κεφαλαίου εξανεμίστηκε καθώς διοχετεύθηκε στην καταναλωτική πίστη. Όπως και στο παραγωγικό κεφάλαιο, έτσι και στο μεταβλητό, η εισαγωγή στην κυκλοφορία γίνεται πριν ακόμα το κεφάλαιο βρεθεί στα χέρια του αστού ή και του εργάτη σαν μισθός. «Η εμπιστοσύνη, στη χρηματική αγορά, είναι μια αντικειμενική και αυξανόμενης σημασίας κοινωνική σχέση […] τα ενεργητικά και τα παθητικά των τραπεζών αποτελούν μια δέσμη και γίνονται αντικείμενο εμπορίας ως ένα ενιαίο εμπόρευμα, δηλαδή ως ένα χρηματικό κεφάλαιο προς δανεισμό. [...] Τέλος η εμπιστοσύνη μεταξύ τραπεζών και κεντρικής τράπεζας είναι η πλέον αντικειμενική και κοινωνική μορφή στο πλαίσιο του καπιταλιστικού πιστωτικού συστήματος. [...] Επομένως η καπιταλιστική εμπιστοσύνη έχει μια αποτρόπαια ηθική ποιότητα. Η κατάχρηση και η απάτη είναι πάντα κοντά στην επιφάνεια, απαιτώντας μια συνεχή αστυνόμευση και εφαρμογή των νόμων και εθιμικών πρακτικών της πίστης».37 Αυτό είναι εκείνο που απαιτούν και οι μέτοχοι της UBS, γνωρίζοντας ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι η βασική προϋπόθεση για την απρόσκοπτη λειτουργία όλου του συστήματος της διακίνησης του παραγωγικού κεφαλαίου και την όσο το δυνατόν ταχύτερη αναπαραγωγή του μέσα από την απρόσκοπτη παραγωγή της υπεραξίας. «Πρόκειται για μια βασική αρχή της αστικής διαδικασίας παραγωγής το ότι το χρήμα εμφανίζεται σαν μια αυτοτελής μορφή της αξίας των εμπορευμάτων, ή το ότι η ανταλλακτική αξία οφείλει να αποκτήσει αυτοτελή μορφή στο χρήμα [...]Αυτό πρέπει να εκδηλωθεί διπλά, και ιδίως στις καπιταλιστικά αναπτυγμένες χώρες, που υποκαθιστούν το χρήμα από την μια με διαδικασίες πίστης και από την άλλη με πιστωτικό χρήμα. Οι εποχές πίεσης όπου η πίστωση σταματάει ή περιορίζεται, προβάλλει το χρήμα κατ’ απόλυτο τρόπο απέναντι στα εμπορεύματα σαν πραγματικό μέσο πληρωμών και πραγματική υπόσταση της αξίας. Από εκεί και η γενική τους υποτίμηση, ώστε να μετατραπούν σε χρήμα, δηλαδή στην καθαρά φανταστική τους μορφή. Δεύτερον όμως το πιστωτικό χρήμα είναι χρήμα μόνον όσο στην αξία του εκπροσωπείται το πραγματικό χρήμα [...]»38 Αυτό το παιχνίδι της σχέσης πιστωτικού και πραγματικού χρήματος, οι κεντρικές, δημόσιες και ιδιωτικές τράπεζες το κάνουν ακόμα πιο πολύπλοκο: 1. Με τη δημιουργική λογιστική που δεν σημαίνει τίποτα παραπέρα από το ότι στην αξιολόγηση ελαχιστοποιούνται οι ζημιές. Το παιχνίδι με τα νούμερα είναι εντυπωσιακό γιατί ακριβώς υποτίθεται ότι είναι αντικειμενικό. Στην αρχή της κρίσης μιλάγανε για ανάγκη χρηματοδότησης των πιστωτικών ιδρυμάτων με 600 δισεκατομμύρια $, μετά για 800 και τέλος για 1 τρισεκατομμύριο. Στο πλαίσιο του ότι οι αριθμοί αυτοί δεν είναι παρά αυθαίρετες εκτιμήσεις, οι αριθμοί προσαρμόζονται στις τρέχουσες ανάγκες της οικονομίας. Στην προοπτική των τριμηνιαίων τραπεζικών εκθέσεων τα νούμερα διορθώνονται προς τα κάτω – οι ζημιές είναι περισσότερο περιορισμένες απ’ όσο φανταζόμασταν39– προσπαθώντας να ανακόψουν την πτωτική πορεία του χρηματιστηρίου, να διατηρήσουν τους ψηλούς δείκτες αξιοπιστίας των ιδρυμάτων (όπως αυτοί εκτιμώνται από τις εταιρίες αξιολόγησης) και να δώσουν μια συνέχεια στο παιχνίδι. 2. Οι κεντρικές τράπεζες, όπως η κεντρική ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ, διαθέτουν κρατικές πιστώσεις σε επιχειρήσεις χαμηλής χρηματοπιστωτικής αξιοπιστίας (επιχειρήσεις που εμπλέκονται σε υψηλά κερδοσκοπικές δραστηριότητες), όπως συγκεκριμένες τράπεζες επενδύσεων, πράγμα που θα ήταν αδιανόητο πριν από μερικά χρόνια. Παρ’ όλες τις διακηρύξεις του ρεπουμπλικάνου υποψηφίου για το ότι το νεοφιλελεύθερο κράτος δεν πρόκειται να υποστηρίζει αποτυχημένους επιχειρηματίες, η κεντρική τράπεζα εξαγοράζει ακόμα και δάνεια με ασθενή πιστωτική φερεγγυότητα, πληρώνοντας με ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου και μάλιστα αυτών του θησαυροφυλακίου, εξανεμίζοντας μερικά ακόμα από τα σε χρυσό αποθέματα της χώρας, χωρίς ακόμα να έχει εκλείψει τελείως ο φόβος για αλυσιδωτές αντιδράσεις, και χωρίς να μπορέσει να ανακοπεί η πορεία της κρίσης. Τα αποτελέσματα αλλοιώνονται σε όφελος των «επενδυτών» και σε βάρος των εργατών. Ο νέος συσχετισμός δυνάμεων προσπαθεί να λύσει το πρόβλημα σε βάρος της εργατικής τάξης. Παράδειγμα: Στον τομέα των τραπεζών προβλέπονται 50.000 απολύσεις και 100.000 στον συνολικό χρηματοπιστωτικό τομέα, 40 πέρα από αυτές του οικοδομικού τομέα των ΗΠΑ, που πλήττουν σε μεγάλο ποσοστό μετανάστες εργάτες και δεν καταγράφονται στις στατιστικές.41 Τέλος από την ίδια την κρίση δεν πρέπει να ξεχνιέται ότι έχασαν τα σπίτια τους 2.500.000 άνθρωποι, κύρια εργάτες.42 Το πλέον ενδιαφέρον στοιχείο αυτής της ιστορίας είναι ότι όλοι απαιτούν ρυθμιστικές παρεμβάσεις στις χρηματιστικές αγορές, αλλά κανείς δεν θέλει την αναδιοργάνωσή τους. Ακόμα και στη συνάντηση των G7 στις 11 Απριλίου 2008, εκφράστηκαν επιφυλάξεις, όχι μόνο για τον κρατικό έλεγχο αλλά και για περισσότερη διαφάνεια των γραφείων αξιολόγησης, (Rating agencies)! Στη συνάντηση διαπιστώθηκε η άποψη ότι η κρίση των ακινήτων στις ΗΠΑ αποτέλεσε μια οριακή δοκιμασία για την παγκόσμια οικονομία. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που τον Οκτώβριο του 2007 ισχυριζόταν ότι η κατάσταση της διεθνούς οικονομίας είναι καλύτερη από την εποχή των σε χρυσό ισοτιμιών, ανέφερε τον Απρίλιο του 2008 το γνωστό πλέον αριθμό του ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων μαζί με τη συνολική αποτυχία των οικονομικών ιδρυμάτων, και αποφασίστηκε ένα πρόγραμμα 100 ημερών και ένα του ενός χρόνου για την αναδιοργάνωση της δυνατότητας αντίστασης του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος σε τέτοια φαινόμενα.43 Η G7 απαίτησε από τις τράπεζες να δημοσιοποιήσουν τους κινδύνους που διατρέχουν και τις αποσβέσεις των ζημιών τους και από τους χρηματιστικούς οίκους να βελτιώσουν την διαχείριση των κίνδυνων τους (Risk management). Στην παράλληλη συνάντηση για την οικονομική σταθερότητα ακούστηκαν ανάλογες κοινοτοπίες, όπως ότι οι απαιτήσεις κεφαλαίων για δομημένα οικονομικά προϊόντα είναι επικίνδυνες, ότι τα γραφεία αξιολόγησης των παραγώγων πρέπει να διαφοροποιήσουν τις αξιολογήσεις τους και να διατυπώσουν ξεκάθαρα κριτήρια αξιολόγησης, ότι πρέπει να βελτιωθεί η συνεργασία μεταξύ τραπεζών και των επιτηρητών - ελεγκτικών επιτροπών, να σταθεροποιηθούν οι νομισματικές ισοτιμίες και να ανατιμηθεί το κινέζικο εθνικό νόμισμα (γουάν),44 χωρίς βέβαια αντίστοιχες προτροπές για το δολάριο. Στις απαιτήσεις της σοσιαλδημοκρατίας για περισσότερο παρεμβατισμό, στη Γερμανία για παράδειγμα,45 η απάντηση της κυβέρνησης και του συνδέσμου βιομηχάνων είναι η στερεότυπη, ότι η αγορά δεν έχει απορυθμιστεί αρκετά, ενώ παράλληλα οι οικονομικοί κύκλοι απαιτούν αποζημίωση των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων που πλήττονται, ώστε να μπορέσει να συνεχίσει να λειτουργεί κανονικά η οικονομία. Κανένα από τα μέτρα που προτείνονται δεν αποκλείουν την επανεμφάνιση μιας κρίσης στο μέλλον, και ούτε προκύπτει κάποια αναδιάρθρωση των παραγωγικών σχέσεων. Ο νεοκεϋνσιανισμός και η εναλλαγή του με τον νεοφιλελευθερισμό δεν είναι σε θέση να ανατρέψουν την μετατόπιση της οικονομικής δραστηριότητας προς των χρηματοπιστωτικό τομέα. Οι ΗΠΑ βρίσκονται σε κρίση και εξαιρετικά χρεωμένες (3 τρισεκατομμύρια δολάρια που αντιστοιχεί στο μισό του ΑΕΠ της χώρας). Το χρέος αυτό είναι βεβαίως ελεγχόμενο, στον βαθμό που μπορούν να προσφέρουν κρατικά ομόλογα που είναι διεθνώς αποδεκτά. Οι επανεμφανιζόμενες πληθωριστικές τάσεις της αμερικανικής οικονομίας θα μπορούσαν να την οδηγήσουν σε ύφεση.46 Από τον Δεκέμβριο του 2006 ισχύει σε όλες τις ευρωπαϊκές τράπεζες η συμφωνία της Βασιλείας ΙΙ, γνωστή σαν Basel II (υπογράφτηκε τον Ιούνιο του 2004). H Basel I, που ίσχυε από το τέλος του 1992 (με τέσσερα χρόνια καθυστέρηση από τον Ιούλιο 1988 που υπογράφτηκε Γ.Μ.), προέβλεπε ένα ελάχιστο κεφάλαιο ασφαλείας για τις τράπεζες για τον περιορισμό των κινδύνων από την πίστη, την αγορά και τα λειτουργικά έξοδα, και επόμενα, των ζημιών που προκύπτουν σε μια περίπτωση αφερεγγυότητας / χρεοκοπίας. Αυτή η διαδικασία άφηνε σε κάθε τράπεζα την ελευθερία, μέσα από την εξελεγκτική επιτροπή της, να προσδιορίσει από μόνη της την διαδικασία επιμέτρησης των κινδύνων και με ένα τρόπο δυναμικό και προσαρμόσιμο στις ανάγκες της στιγμής. Στη δεύτερη συμφωνία αυτό χαρακτηρίστηκε σαν το πρώτο στήριγμα, και προστέθηκαν ένα δεύτερο και ένα τρίτο. Το δεύτερο στήριγμα της εξελεγκτικής διαδικασίας ελέγχου (Supervisory Review Process) συμπληρώνει το πρώτο ποσοτικό με ένα δεύτερο ποιοτικό κριτήριο. Πρόκειται για την εκτίμηση του συνολικού κινδύνου και τη διάκριση των βασικών συντελεστών του, προκειμένου να εκτιμηθούν από την εξελεγκτική επιτροπή. Το τρίτο στήριγμα είναι η πειθαρχία της αγοράς, δηλαδή η διεύρυνση των υποχρεώσεων δημοσιοποίησης των οικονομικών στοιχείων των τραπεζών, ώστε οι δυνάμεις πειθάρχησης των αγορών να χρησιμοποιηθούν συμπληρωματικά προς τις ρυθμιστικές απαιτήσεις της οικονομίας.47 Η πραγματικότητα, παρά τις μεγάλες προθεσμίες εφαρμογής που δόθηκαν στις τράπεζες για να αυξήσουν τα αποθέματα κεφαλαίων τους, είναι η αντίθετη. Η αποθεματοποίηση είναι αδύνατη γιατί οι τράπεζες συμμετέχουν, όπως αναφέρθηκε, στο παιχνίδι με τα «τραπεζικά προϊόντα» και τα παράγωγα των καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων ώστε να αυξάνει συνέχεια η χρέωσή τους προς τρίτους, καταθέτες, άλλες τράπεζες, τις κεντρικές τράπεζες, και τους μεγάλους «παίκτες». Συμπληρωματικά πρέπει να σημειωθεί το ότι αν οι βιομηχανικές επενδύσεις κάνουν μικρή χρήση του τραπεζικού πιστωτικού συστήματος δεν σημαίνει από την άλλη ότι δεν αυξήθηκε η ενασχόληση των επιχειρήσεων με το χρηματιστήριο, μέσα από τις εξαγορές άλλων επιχειρήσεων και χρηματοπιστωτικές συγχωνεύσεις.48 Εκτός από αυτά, οι επιχειρήσεις συμμετέχουν άμεσα στα διάφορα παιχνίδια με τα συνεχώς ανανεωνόμενα τραπεζικά προϊόντα και συνήθως όχι με δικά τους κεφάλαια αλλά κάνοντας χρήση του τραπεζικού δανεισμού. Όπως συνέβη και στην περίπτωση της κρίσης των ακινήτων στις ΗΠΑ, οι πιθανές ζημίες είναι σχετικά εξωτερικές προς την καθαυτό λειτουργία της επιχείρησης και αποσβένονται στο τέλος του χρόνου, ενώ αποκρύπτονται ή αντίθετα διογκώνονται, ανάλογα με το τι συμφέρει, στις τριμηνιαίες εκκαθαρίσεις που δεν ελέγχονται στην ουσία σοβαρά από κανέναν.

1.6. Η ιδεολογία των αριθμών
Στο πλαίσιο της πρόσφατης οικονομικής κρίσης αλλά και στη διάρκεια παλαιότερων κρίσεων, όπως αυτής του 2000, οι εφημερίδες και τα περιοδικά βομβαρδίζουν τους αναγνώστες τους με αριθμούς και στοιχεία που γίνονται πάντα σημαντικότεροι και σημαντικότερα από τις κοινωνικές σχέσεις που κρύβονται από πίσω τους και που καταγράφονται στην ιστορία σαν ενδείξεις καταστροφών, αλλαγών και προόδου. Ακόμα και η εργασία αυτή δεν συνιστά εξαίρεση σε αυτή την κατεύθυνση! Μια μορφή ιδεολογίας, είναι και η σύγχυση της γλώσσας των αριθμών με τη «φυσική» πραγματικότητα, η αναφορά σε ένα κοινωνικό φαινόμενο με τεχνικούς όρους. Και σε αυτή την περίπτωση η ιδεολογία αυτή λειτουργεί καταστατικά για τις κοινωνικές σχέσεις στον καπιταλισμό και επόμενα και στην κοινωνικοποίηση των υποκειμένων.49 Τα αριθμητικά και στατιστικά δεδομένα είναι συνώνυμα της εμπειρίας, της αντικειμενικής παρατήρησης και μιας μετρήσιμης αναπαραγωγής της πραγματικότητας. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι ότι τα στατιστικά στοιχεία ψεύδονται, πράγμα που στην περίπτωση της κρίσης των ακινήτων δεν αποκλείεται. Μεγάλες μερίδες του κεφαλαίου θέλουν να βελτιώσουν τη θέση τους στην αγορά επωφελούμενες από την ενισχυτική κρατική παρέμβαση, παραμερίζοντας προσωρινά τις θέσεις τους για ελεύθερη οικονομία. Αλλά ακόμα και στην αγαθή υπόθεση ότι δεν υφίσταται χειραγώγηση στοιχείων έχουμε να κάνουμε με μια παραμόρφωση, ακριβώς επειδή πίσω από αυτές τις στατιστικές υφίσταται ένα συνεκτικό, λογικό σύστημα, που παρουσιάζει μια φαντασιακή σχέση των υποκειμένων με τις πραγματικές τους κοινωνικές σχέσεις.

Στα «καθαρά» δεδομένα δεν μπορεί να βρει κανείς κανένα στήριγμα, επειδή αυτά τα δεδομένα είναι παραμορφωμένα μέσα από την ιδεολογία. Δεν υπάρχει γνώση μέσα από την απλή παρατήρηση, καθώς η πραγματικότητα δεν είναι διάφανη, αλλά αποκρυπτογραφείται μέσα από την οικοδόμηση των επιστημονικών εννοιών.50 Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να σωπάσουν όσοι και όσες διακατέχονται από τον φόβο της ιδεολογίας, αλλά να έχουμε υπόψη μας ότι τόσο οι δικές μας κατηγορίες, ή όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση οι στατιστικές και οι αριθμοί, δεν είναι ουδέτερα στοιχεία πληροφόρησης αλλά απαιτούν κριτική και ερμηνεία. Στις στατιστικές εμφανίζονται αριθμοί σαν πρότυπα της πραγματικότητας, αριθμοί των οποίων τη σημασία, σε τελευταία ανάλυση, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι σε θέση να προσδιορίσουν. Αυτές οι μετρήσεις της πραγματικότητας θέτουν με άλλα λόγια τόσο μαγικά όσο και πραγματικά όρια. Το μαγικό όριο μπαίνει από το μέγεθος του αριθμού και τη δυνατότητα του καθενός να τον φανταστεί χωρίς να χρειαστεί καν να τον γράψει: 1 με 12 μηδενικά είναι το ποσό (σε δολάρια) που λέγεται ότι απαιτείται για τη στήριξη της αξιοπιστίας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο! Καθένας κατανοεί ότι τα νούμερα στη διεθνή οικονομία δεν μπορεί να είναι τόσο «στρογγυλά», αλλά γενικά γίνεται μια παραδοχή ότι κάπου εκεί κοντά πρέπει να πέφτει η πραγματικότητα που δεν είναι διόλου σίγουρο, αν κάνουμε αναγωγές σε άλλες πληροφορίες που προέρχονται από αντίστοιχες πηγές. Το πέντε πάνω, πέντε κάτω σε αυτή την περίπτωση σημαίνει κάτι ανάμεσα στην οικονομία της Γερμανίας και της Αιθιοπίας! Το νούμερο έχει πάντα την μαγεία του με την έννοια ότι αγγίζει κάποιο καθαρό όριο. Το ότι το ίδιο νούμερο χρησιμοποιήθηκε και στην κρίση του 2000 θα έπρεπε να συνιστά σημείο προβληματισμού για την σημερινή κρίση αν αναλογιστούμε την ενδιάμεση καθοδική πορεία του δολαρίου σε σχέση με το ευρώ. Εάν για μέτρο των αξιών έχουμε το ευρώ, με τη σχέση 1€ = 0,84$ του 2000 και την σημερινή του 1€ = 1,58$ ,51 και με ένα μέσο πληθωρισμό του 3% τον χρόνο, στις μεν ΗΠΑ το 1 τρις σήμερα αντιστοιχεί στα 813 δισεκατομμύρια δολάρια του τότε, ενώ για την ΕΕ τα 633 δισεκατομμύρια ευρώ σήμερα αντιστοιχούν σε 967 τότε. Με άλλα λόγια και με την προϋπόθεση ότι το νούμερο ισχύει, πράγμα αμφίβολο, οι ΗΠΑ δεν τα πήγαν και τόσο άσχημα με την κρίση αυτή, δεδομένης μάλιστα και της ισοτιμίας του δολαρίου που ταυτόχρονα μειώνει τις επιπτώσεις σε ευρωπαϊκό νόμισμα, σε βαθμό που κάποιος κακοπροαίρετος να σκεφτεί ότι το κάνουν επίτηδες, αφού με βάση το ένα τρις σήμερα φαίνεται να τα πάνε όλοι καλύτερα!

2. Όλα είναι διαφορετικά και όμως φαίνεται σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα52
«Όσο αυτή η πίεση για χρηματοπιστωτική ρύθμιση απευθύνεται στο κεφάλαιο, είναι πίεση μόνο για το τραπεζικό κεφάλαιο. Κεφάλαιο από την οπτική του τραπεζίτη, χρυσός [...] χαρτονομίσματα [...] τα οποία για τους ιδιωτικούς τραπεζίτες έχουν αγοραστεί μόνο με ένα ισοδύναμο, δηλαδή αναπαριστούν το κεφάλαιό τους. Τέλος αξιόγραφα ([...] τοκοφόρα) που πρέπει να βγουν στο σφυρί για να τραβήξουν χρυσό ή χαρτονομίσματα (αυτά όμως εάν είναι κρατικά χρεόγραφα, είναι απλά κεφάλαιο για αυτόν που τα αγόρασε, για τον οποίο επόμενα αντιπροσωπεύουν το με την τιμή αγοράς τους σε αυτά επενδυμένο κεφάλαιο. Σαν τέτοια δεν είναι κεφάλαιο αλλά απαιτήσεις πάνω σε χρέη, εάν πρόκειται για υποθήκες (όπως για παράδειγμα τα mortgages σήμερα στις ΗΠΑ) απλά εμβάσματα από μελλοντικό εισόδημα και εάν είναι γενικά μετοχές, απλοί τίτλοι ιδιοκτησίας που δίνουν δικαίωμα στην οικειοποίηση μελλοντικής υπεραξίας. Όλα αυτά τα πράγματα δεν είναι κεφάλαιο, δεν αποτελούν συστατικό στοιχείο του παραγωγικού κεφαλαίου (και επίσης δεν είναι αξίες). Τέλος είναι δυνατόν μέσα από μια τέτοια συναλλαγή, το χρήμα που ανήκει στην τράπεζα να μετατραπεί σε κατάθεση έτσι ώστε να γίνει οφειλέτης του εαυτού της με το να διαθέτει ανάμεσα σε άλλα τίτλους ιδιοκτησίας? όσο και σημαντικό και να είναι αυτό για αυτήν την ίδια, τόσο λίγο αλλάζει στο κεφάλαιο που είναι διαθέσιμο στην χώρα, συμπεριλαμβανομένου ακόμα και του χρηματικού κεφαλαίου. Το κεφάλαιο εδώ παρουσιάζεται σαν χρηματικό κεφάλαιο και με την εξαίρεση του χρήματος σαν απλό τίτλος κεφαλαίου. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, αφού μια τέτοια πίεση πάνω στο τραπεζικό κεφάλαιο και τη σχετική του σπανιότητα σε σχέση με τη ζήτηση για αυτό συγχέεται με μια ελάττωση του πραγματικού κεφαλαίου, το οποίο σε τέτοιες περιπτώσεις υπερσυσσωρεύεται στις αγορές». 53
Με αυτή την έννοια, μέσα από την κρίση καταστράφηκε μια επί μέρους αναντιστοιχία παραγωγικού και χρηματικού κεφαλαίου. Η υπέρβαση της υπερσυσώρευσης έγινε όμως με δυο τρόπους: 1. Ιδιωτικοποιούμε τα κέρδη και κρατικοποιούμε τις ζημιές. 54 2. Οι μεν χάνουν τα σπίτια τους και οι δε αποζημιώνονται για τα ξένα κεφάλαια με τα οποία έκαναν παιχνίδι!

«Η πίστη θέτει στην απόλυτη διάθεση του ξεχωριστού καπιταλιστή, μιλώντας σχετικά, ξένο κεφάλαιο και ξένη ιδιοκτησία (και μέσα από αυτό ξένη εργασία) [...] Όλα τα μέτρα, λιγότερο ή περισσότερο και όποιες ακόμα δικαιολογημένες εξηγήσεις μέσα στο πλαίσιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, εδώ εξαφανίζονται. Αυτό που ρισκάρει είναι κοινωνική και όχι η δική του ιδιοκτησία. Το ίδιο κακόγουστη είναι η φράση της αποταμίευσης αφού οι άλλοι αποταμιεύουν γι’ αυτόν [...]».55 Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης κρίσης γίνεται μια μεγάλη συζήτηση για την κερδοσκοπία. Το χρηματιστικό κεφάλαιο κατηγορείται σε μια αντιδιαστολή προς το παραγωγικό, που τα κέρδη του προέρχονται από την δίκαιη αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού και των επενδύσεων (χρηματικού κεφαλαίου σε μέσα παραγωγής και εργατική δύναμη). Αυτή η αντιπαραβολή καλού παραγωγικού κεφαλαίου και ανήθικου (!) κερδοσκοπικού συνδυάζεται με την επίρριψη ευθυνών για την κρίση στην ανικανότητα των διευθυντικών στελεχών! «Γι’ αυτό το λεγόμενο σκάνδαλο, οι εφημερίδες μιλάνε πολύ, όλοι κάνουν ότι υπερασπίζονται τον εαυτό τους ή ότι επιτίθενται, αλλά αναρωτιέται κανείς τι είναι παράνομο σε αυτή την ιστορία – παράνομο με την έννοια του καπιταλιστικού καθεστώτος. ... Οι οικοδομικές επιχειρήσεις, τα λόμπυ και οι οικονομικοί και χρηματιστικοί μηχανισμοί του κεφαλαίου γενικά – όλα αυτά είναι στο σύνολό τους νόμιμα, με μικρές εξαιρέσεις, και εκτός αυτού, όλα γίνονται στα φανερά αν και ντροπαλά».56
Το κεφάλαιο δεν αντιμετωπίζει τις δεδομένες μορφές και τις υφιστάμενες τεχνικές παραγωγής σαν κάτι τελικό και άκαμπτο. Οι διάφορες μορφές οργάνωσης της εργασίας, αυτό που οι εργάτες και οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν σαν «κατακτημένα δικαιώματα», είναι εξαρτημένα από τον εκάστοτε συσχετισμό δυνάμεων της ταξικής πάλης. Δεν πρέπει να απορεί κανείς και καμία όταν πράγματα σαν το οκτάωρο, με άλλα λόγια το βάρος στην οικονομία της σχετικής υπεραξίας, μπορεί πολύ σύντομα να γίνει δεκάωρο. Και αν αυτή είναι η μια εκδοχή της σύγχρονης πραγματικότητας, υπάρχει και μια δεύτερη το ίδιο ενδιαφέρουσα. Και αυτή είναι πέρα από την εξέλιξη, η ελαστικότητα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Είναι γνωστή σαν ο κύκλος της ανάπτυξης που στην ουσία είναι ο κύκλος της διακίνησης του παγίου κεφαλαίου. Η κυκλικότητα της διαδικασίας συσσώρευσης ενισχύεται από τον διεθνή καταμερισμό εργασίας.

Ιστορικά, η μεγάλη βιομηχανία, για παράδειγμα των ΗΠΑ, μετά την κρίση του 1929, προσπαθώντας να λύσει το πρόβλημα τότε, προέβαλε το κράτος σαν διαμεσολαβητή ανάμεσα σε κεφάλαιο και εργασία. Το κράτος ανέλαβε τον κεντρικό ρόλο στην οικονομική ρύθμιση, καθώς ο κεϋνσιανισμός εφαρμοζόταν στην εργασία και την πολιτική του χρήματος. Ο αμερικάνικος καπιταλισμός προχώρησε αργά προς τα μπρος μέσα από αυτές τις μεταρρυθμίσεις και αναπτύχθηκε κάτω από το καθεστώς των (συγκριτικά με το παρελθόν) υψηλών μισθών, υψηλής κατανάλωσης και επίσης υψηλής αντιπαράθεσης (στο τέλος τουλάχιστον της περιόδου). Μέσα από αυτή την εξέλιξη προέκυψε η τριάδα που θα συνιστούσε το σύγχρονο κράτος κοινωνικών παροχών: μια σύνθεση από φορντισμό στο καθεστώς των μισθών, ταιηλορισμό στην οργάνωση της εργασίας και κεϋνσιανισμό στην μακροοικονομική ρύθμιση της κοινωνίας. Η μεγαλύτερη συμμετοχή στη διαδικασία της συσσώρευσης συνοδευόταν από μια μεγαλύτερη πειθάρχηση των εργαζομένων.57 Σε αυτήν τη σύνθεση, από την δεκαετία του ’90 και ύστερα, λειτούργησε συμπληρωματικά και ένα «τογιοτιστικό μοντέλο» οργάνωσης της παραγωγής, με την αρχή του just in time (κατάργηση του στοκ εμπορευμάτων), την παγκόσμια διασπορά της παραγωγής και την εισαγωγή της φατούρας μέσα στα ατελιέ του εργοστασίου. Εκτός όμως από αυτό ξεκίνησε και η κατάργηση όλων των στοιχείων προστατευτισμού της αμερικανικής οικονομίας, συμπαρασύροντας αναγκαστικά και τον υπόλοιπο κόσμο, με τον τρόπο που ήδη αναφέρθηκε. Η γενίκευση των καπιταλιστικών σχέσεων σε όλο τον κόσμο, ακόμα και αν στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού εξακολουθούν να υφίστανται μορφές που έχουν τη ρίζα τους σε προκαπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις (ρατσισμός, σεξισμός, οικονομία της ανταλλαγής, μορφές δουλείας), αναντίστοιχες προς την προϋπόθεση της τυπικής νομικής ισότητας που είναι απαραίτητη για την σχέση κεφαλαίου - εργασίας, έχει δημιουργήσει νέες προοπτικές αλλά και νέες συνθήκες ανασφάλειας στην απρόσκοπτη αξιοποίηση του κεφαλαίου. Η παραδοσιακή αντιμετώπιση του προβλήματος είναι ότι η εξέλιξη της παραγωγικότητας, η εξίσωση των ποσοστών του κέρδους, η κίνηση των επιτοκίων κλπ., ακολουθεί τον ρυθμό του κύκλου της οικονομικής δραστηριότητας: Μια περισσότερο ή λιγότερο περιοδική επανερχόμενη σειρά μιας κινητικότητας, αυξανόμενης ζωτικότητας της οικονομίας, ευημερίας, υπερπαραγωγής, κρίσης, ύφεσης, κλπ., όπως για παράδειγμα ισχυρίζεται ο Joachim Bischoff.58 Στη συνάντηση του Νταβός από τις 23 μέχρι τις 27 Ιανουαρίου 2008,59 οι εργασίες ξεκίνησαν με ένα ηλεκτρονικό γκρίζο κουτί με πολλαπλές επιλογές όπου ο κάθε ένας που βρισκόταν στην αίθουσα έπρεπε να διαλέξει τι θεωρεί σαν τον μεγαλύτερο κίνδυνο φέτος για την διεθνή οικονομία. Στις επιλογές αναφέρονταν μια «παγκόσμια κατάρρευση της παροχής δανείων», «αυξανόμενες τιμές ενέργειας», μια «γενική απώλεια της εμπιστοσύνης των καταναλωτών» κλπ., σε ένα μακρύ κατάλογο δυσοίωνων προοπτικών. Το κοινό υπερψήφισε τη «γενική κρίση ηγεσίας».60 Το ενδιαφέρον σε αυτό τον κατάλογο και σε όλες τις ανάλογες συζητήσεις στον «σοβαρό τύπο» για τους κερδοσκόπους, την ανικανότητα, τον παρεμβατισμό, την αμφισβήτηση του τρόπου προσδιορισμού του επιτοκίου LIBOR,61 είναι ότι απουσιάζει το αυτονόητο: Η συζήτηση για το αν η μεγιστοποίηση του κέρδους οφείλει να συνεχίσει να αποτελεί το πρώτιστο κριτήριο για τη λειτουργία της οικονομίας και τη χάραξη οικονομικής πολιτικής.

3. No great depression but a great recession!
Μέχρι στιγμής διατυπώνονται δυο διαφορετικές απόψεις για τον ρόλο της κρίσης αυτής, οι οποίες σχετίζονται και με τον ρόλο του κράτους σε αυτήν:

1. Πρόκειται για μια ταυτόχρονη χρεοκοπία του νεοφιλελευθερισμού, του αμερικάνικου καπιταλισμού και γενικότερα του φιλελευθερισμού των αγορών.

2. Η διαδικασία της φιλελευθεροποίησης δεν πρόκειται να εξασθενίσει το κράτος. Αντίθετα μέσα από την κρίση προκύπτουν νέες μορφές ρύθμισης των χρηματοπιστωτικών αγορών και κρατικής παρέμβασης.

Κατά τη γνώμη μου η κρίση αυτή ενίσχυσε το κράτος τόσο στις ΗΠΑ, όσο και αλλού. Άλλα κράτη, στην ΕΕ και πέραν αυτής, επιδιώκουν να πετύχουν αμερικάνικες μορφές διοίκησης και σχέσης του κράτους με την οικονομία, όπου η κρατική εξουσία και παρέμβαση συμβιβάζεται με τον φιλελευθερισμό. Η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και άλλες αναδείχτηκαν τον τελευταίο καιρό επανειλημμένα σαν ο έσχατος δανειστής (lender of last resort), ώστε να μην καταρρεύσει το τραπεζικό σύστημα. Η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ αγοράζει παράγωγα που έχουν σχέση με τα subprimes, πληρώνοντας δηλαδή με ομόλογά της τα σκουπίδια της ιστορίας. Δεν τίθεται ζήτημα επανεμφάνισης του κράτους, διότι το κράτος αυτό δεν έφυγε ποτέ. Η εξουσία του κεφαλαίου εξακολουθεί να υλοποιείται μέσα από το κράτος, ακόμα και αν τίθενται σήμερα ζητήματα αναδιοργάνωσης του κράτους και του τραπεζικού συστήματος. Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για εξασθένιση του κράτους, γιατί η ιδιωτικοποίηση των κρατικών επιχειρήσεων και η απορρύθμιση της οικονομίας συνιστούν τεχνικές παρεμβάσεις, που συντρέχουν με την ενίσχυση των κρατικών μηχανισμών ελέγχου και καταστολής. Το «νέο κράτος» κινείται σε διεθνές επίπεδο και παραμένει μια σύνθεση των διαφορετικών κυρίαρχων (και όχι μόνον) κοινωνικών δυνάμεων με αντιτιθέμενα συμφέροντα.

Η κρατική εξουσία, πέρα από την πολιτική ή ιδεολογική διάστασή της, ασκείται και στο οικονομικό επίπεδο και ο συνδυασμός αυτών των τριών στοιχείων συνιστά χαρακτηριστικό γνώρισμα του καπιταλισμού και μόνον αυτού. Η εμπιστοσύνη στο οικονομικό σύστημα δεν στηρίζεται στις σταθερές ισοτιμίες των νομισμάτων, αλλά στην ικανότητα μιας οικονομίας και ενός κράτους (και όχι του ΔΝΤ!!!), να εγγυάται τη σταθερότητα των συναλλαγών ακόμα και μέσα στο πλαίσιο των διακυμάνσεων όχι μόνο του νομίσματος, αλλά και των γενικών οικονομικών δεικτών που προκαλούνται από τις κρίσεις. Η εισαγωγή περιορισμών για τα παράγωγα δεν σημαίνει το τέλος του νεοφιλελευθερισμού. Τα παράγωγα είναι απαραίτητα για τη λειτουργία της παραγωγικής διαδικασίας, όπως φαίνεται και στην επερχόμενη κρίση των ειδών διατροφής και πρώτων υλών. Αυτό όμως που κάνει εντύπωση με αυτή την κρίση είναι ότι τα παράγωγα σαν τρόπος συναλλαγής δεν έχασαν τη σπουδαιότητά τους. Στην οικονομική εφημερίδα Εξπρές62 o Jack Willoughby αφού διαπιστώνει την προβληματικότητα ορισμένων hedge funds αναφέρει ότι πέρυσι τα παράγωγα απέφεραν κέρδη κατά μέσον όρο πάνω από 10% στους κατόχους τους, ενώ παράλληλα υπήρξαν κάποια που έφτασαν στο 40% (αυτά των μεγάλων και σοβαρών, κύρια εθνικών, τραπεζών!) και κάνει προτάσεις για επενδύσεις σε τέτοια παράγωγα. Η βάση της αμερικάνικης οικονομίας, και κάθε οικονομίας, δεν είναι το χρηματιστήριο. Η αμερικάνικη βιομηχανία εξακολουθεί να είναι πρωτοπόρα και να γνωρίζει ανάπτυξη σε τομείς όπως οι υπολογιστές και η βιοτεχνολογία. Ο υπόλοιπος κόσμος δεν κάνει χάρη στις ΗΠΑ, εξακολουθώντας να συναλλάσσεται με δολάρια και να στηρίζει την οικονομία των ΗΠΑ. Η πτώση του δολαρίου δεν είναι μια κατάρρευση, αλλά μια οργανωμένη και βραδεία υποτίμηση. Τα ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου μαζί με τα αξιόγραφα του αντίστοιχου θησαυροφυλακίου εξακολουθούν να είναι περιζήτητα. Αυτό που αναγνωρίζουν όλοι είναι ότι, όπως και στο Ιράκ ή το Αφγανιστάν, οι ΗΠΑ δεν δρουν μόνο για το αμερικανικό κεφάλαιο, αλλά για όλους αναπαράγοντας και διευρύνοντας τον παγκόσμιο καπιταλισμό.63 Το κεφάλαιο είναι κοινωνική σχέση και κινείται σαν κοινωνική δύναμη. Τα εθνικά κράτη εξελίσσονται με το να αναλαμβάνουν την ευθύνη του να δημιουργούν τους πολιτικούς και κοινωνικούς όρους για την αναπαραγωγή του καπιταλισμού. Και μέσα από αυτή την κρίση τα κράτη βγήκαν ισχυρότερα, χωρίς αυτό να αποκλείει στο εσωτερικό τους μια τεράστια ανακατανομή κεφαλαίου και εξουσίας! Τα κράτη για την αντιμετώπιση της κρίσης συνεργάστηκαν μεταξύ τους παρ’ όλες τις βλέψεις διεθνούς πρωτοκαθεδρίας που εκφράζονται από την ΕΕ, την Κίνα και την Ρωσία. Οι πιθανές εναλλαγές του τρόπου διαχείρισης του συστήματος είναι απ’ ό, τι φαίνεται σε θέση να ανακόψουν τον υφιστάμενο ανταγωνισμό της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ με την Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα, όπως στην περίπτωση μιας αντιθετικής μεν αλλά συμπληρωματικής πολιτικής επιτοκίων. Όλα αυτά θα μπορούσαν να εκτρέψουν την κατάσταση, σε συνδυασμό με την άνοδο της τιμής του πετρελαίου, σε μια διεθνή νομισματική κρίση, αλλά τελικά βοήθησαν με την μετακίνηση κεφαλαίων προς τις ΗΠΑ, ακριβώς τη στιγμή που αυτές τα χρειαζόντουσαν. Ο διεθνής ανταγωνισμός των επιμέρους κεφαλαίων, που δεν έπαψε να υφίσταται ποτέ, συνδυάζεται και με την αμοιβαία δράση κεφαλαίων στα πλαίσια των εθνικών κρατών. Ταυτόχρονα το βάθος της κρίσης οδήγησε σε μια διεθνή αλληλεγγύη του κεφαλαίου. Οι αμερικανικοί θεσμοί προτείνουν παρεμβατικούς μηχανισμούς που είναι ενσωματώσιμοι στις διεθνείς οικονομικές διαδικασίες. Στο ακόλουθο σχήμα φαίνεται η σχέση των επιτοκίων δανεισμού των ΗΠΑ και της ΕΕ. Πρέπει να σημειωθεί πάντως ότι τώρα που φαίνεται να σταθεροποιείται η κατάσταση, ήδη γίνονται σκέψεις για τη μεταβολή των επιτοκίων από την ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα.64





Σχήμα 165



Η συνεργασία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την αμερικανική κυβέρνηση έχει ξεκινήσει από το 1999. Αυτή τη στιγμή και οι δύο τους συνεργάζονται στενότερα, στη διάθεση χρήματος στις αγορές και για τη διαμόρφωση νέων πολιτικών δανεισμού απέναντι σε αφερέγγυους δανειολήπτες, προκειμένου να σταθεροποιηθούν οι βάσεις για τη συνέχιση της συσσώρευσης. Αποδέχονται τους ισχυρισμούς των τραπεζών και των «παικτών» για τις αδυναμίες καταβολής των δόσεων, που αν ήταν πραγματικές θα έπρεπε το 70% των δανειοδοτηθέντων αυτή τη στιγμή να βρίσκεται στον δρόμο. Η κατάρρευση της εμπιστοσύνης της πραγματικής οικονομίας προς το τραπεζικό σύστημα θα οδηγούσε σε πραγματική κρίση και όχι απλά σε μια ύφεση προσαρμογής. Στο ακόλουθο σχήμα φαίνεται ο τρέχων εξωτερικός δανεισμός των ΗΠΑ, δηλαδή το ύψος της εξωτερικής υποστήριξης της οικονομίας των ΗΠΑ μόνο στη βάση αυτών των ομολόγων. 66 Σε αυτή την περίπτωση δεν πρόκειται για την ΕΕ, αλλά για άλλους υποτιθέμενους ανταγωνιστές των ΗΠΑ, που το τελευταίο που θα ήθελαν είναι η κατάρρευση της χώρας αυτής.67





Σχήμα 2



Φυσικά και οι επιμέρους τρόποι που αντιμετωπίστηκε το πρόβλημα υπήρξαν διαφορετικοί. Στη Γερμανία, όπου η ομοσπονδιακή τράπεζα δεν γνωρίζει κανένα άλλο οικονομολόγο εκτός από τον Friedrich August von Hayek,68 οι τρεις χρεοκοπημένες τράπεζες υποστηρίχτηκαν από το κράτος με χρήματα που ήρθαν από τις ΗΠΑ και κατέληξαν στο Λονδίνο. Αντίθετα στην περίπτωση της UBS, που παρεμπιπτόντως δήλωσε κέρδη 8 δισεκατομμυρίων € για το 2007, 69 η τράπεζα δανείστηκε χρήματα από την ιδιωτική αγορά, μια τράπεζα της Σιγκαπούρης, χρήματα που καν δεν χρειαζόταν! Τα δάνεια από την Σιγκαπούρη, την Κίνα, την Νορβηγία, τον Αραβικό κόσμο, δεν είναι τίποτα άλλο από μια διαδικασία παραπέρα διεθνοποίησης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, ακόμα και αν αυτό μπορεί να σημάνει κάποτε μια αναδιανομή εξουσίας διεθνώς (π.χ. μια G20!). Η κρίση αυτή ανέδειξε την ταξική επιλεκτικότητα συνθημάτων για λιγότερο κράτος. Λιγότερο κράτος σημαίνει κατάργηση κάθε ελέγχου των τιμών, την απουσία κάθε είδους προστασίας του περιβάλλοντος, την αντιμετώπιση της εργατικής δύναμης σαν συντελεστή κόστους, όταν αφορά μισθούς και κοινωνικές ασφαλίσεις. Περισσότερο κράτος βέβαια, όταν πρόκειται για την προστασία της ιδιοκτησίας, την αστυνομία, και στη συγκεκριμένη περίπτωση νόμους που να προστατεύουν τον ένα καπιταλιστή από τις απάτες του άλλου. Οι ελεύθερες αγορές συνδυάζονται αρμονικά με περισσότερους κανόνες! Η κρίση αυτή κατά την γνώμη μου έχει λήξει, τουλάχιστον όσον αφορά τον συγκεκριμένο τομέα και τη συγκεκριμένη μορφή. Αυτό που δεν έχει λήξει είναι η ενσωμάτωση της μαύρης και ισπανόφωνης περιθωριακής εργατικής τάξης των ΗΠΑ. Τη μείωση των μισθών τα τελευταία 20 χρόνια δεν μπορούν να αντισταθμίσουν οι πιστωτικές κάρτες, τα καταναλωτικά και τα στεγαστικά δάνεια. Η αύξηση του επιπέδου ζωής, όπου έγινε, έγινε με δανεικά. Αυτή η τακτική έχει τα όριά της. Αυτό που παραμένει πέρα από τους άστεγους και τους άνεργους εξ αιτίας της κρίσης είναι τα φαινόμενα που την συνόδευαν και που εξακολουθούν να δημιουργούν τις προϋποθέσεις της επόμενης κρίσης. Εξ αιτίας αυτών των φαινομένων, παρατηρείται η συνδυασμένη αύξηση της τιμής των τροφίμων – π.χ. του ρυζιού 75% μέσα σε δύο μήνες και του σταριού 120% μέσα σε ένα χρόνο – των πρώτων υλών και του πετρελαίου. Η παγκόσμια τράπεζα θεωρεί ότι 100 εκατομμύρια επιπλέον άνθρωποι θα καταλήξουν μέσα από αυτή τη διαδικασία στη φτώχεια. Οι συμβατικές εξηγήσεις για τις αυξήσεις των τιμών είναι η αύξηση του πληθυσμού, η έμφαση στην παραγωγή βιοκαυσίμων, η αύξηση της τιμής των τροφίμων στις χώρες της Ασίας και της Μέσης Ανατολής, η ξηρασία και το υψηλό κόστος μεταφορών. Στους λόγους της νέας κρίσης προστίθεται και η αύξηση της κατανάλωσης του κρέατος και η φιλελευθεροποίηση της αγοράς σύμφωνα με το περιοδικό Der Spiegel. Υπάρχει ακόμα ένας παράγοντας: Hedge funds έχουν δραστηριοποιηθεί στον τομέα της εμπορευματικής παραγωγής και ειδικά με τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης υποχρεώσεων. Τα συμβόλαια αυτά είναι ο τρόπος με τον οποίο από την μια κρατιούνται σταθερές οι τιμές των αγροτικών εμπορευμάτων και απ’ την άλλη χρηματοδοτούνται οι αγρότες. «Η εισβολή των hedge funds [...] έχει αποσταθεροποιήσει – φιλελευθεροποιήσει – την πραγματική αγορά».70 Φαίνεται λοιπόν ότι το χρηματιστικό κεφάλαιο έχει βρει μια νέα διέξοδο για την παραπέρα διεύρυνσή του και ότι η πολιτική της αναδιανομής εξακολουθεί να εξυπηρετεί το χρηματιστικό κεφάλαιο. Η θέση του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ Ban Ki Moon, ότι σε 33 χώρες του κόσμου απειλούνται εξεγέρσεις εξαιτίας της πείνας, αρχίζοντας από την Αϊτή71 μπορεί να μας κάνει περισσότερο αισιόδοξους. Ο ισχυρισμός του Hilferding για ένα δεσμό αλληλεξάρτησης του παραγωγικού, εμπορικού και χρηματιστικού κεφαλαίου ίσως να μην ευσταθεί πάντα, αλλά παρ’ όλα αυτά, όπως και στην προηγούμενη κρίση των ακινήτων, όπως και στην επερχόμενη των τροφίμων, υπάρχει μια αφετηρία στην παραγωγή των εμπορευμάτων και υπηρεσιών. Τα βιολογικά καύσιμα αναπτύσσονται σε βάρος των τροφίμων και η τεχνολογία ισχυρίζεται ότι χρειάζεται τουλάχιστον 5 χρόνια ακόμα για να οργανώσει μια παράλληλη αξιοποίηση τροφίμων και των καταλοίπων της επεξεργασίας τους σε βιοκαύσιμα. Η αύξηση της τιμής των γεωργικών προϊόντων συνδυάζεται με μια απόκρυψη της σοδειάς σε πολλές αφρικανικές χώρες και μάλιστα με συμμετοχή των κυβερνήσεων. Η διακίνηση κεφαλαίου που πραγματοποιείται σε αυτή την ιστορία μέσα από παράγωγα φτάνει στα 40 τρισεκατομμύρια δολάρια, όταν η δυσβάστακτη, δήθεν, για το γερμανικό κράτος ενοποίηση της Γερμανίας κόστισε μόνο δύο. Όταν χρειάζονται λεφτά για την πάρτη τους, τα βρίσκουνε πάντοτε!

Βιβλιογραφία

Βιβλία

Benjamin Walter, 1991, Das Passagen Werk, Gesammelte Schriften V-2, Frankfurt am Main, Suhrkamp.

Bischoff Joachim, 2006, Zukunft des Finanzmarktkapitalismus, Hamburg, VSA Verlag

Böhnke Alexander, 2006, «Verkehrte Welt», στο Media Marx επιμέλεια Schröter Jens, Schwering Gregor, Stäheli Urs, Bielefeld, Transcript Verlag.

Deleuze Gilles, 2006, «Kapitalismus, Ein sehr Spezielles Delirium», στο Media Marx επιμέλεια Schröter Jens, Schwering Gregor, Stäheli Urs, Bielefeld, Transcript Verlag.

Evans Trevor, 2008, «Die Internationalen Finanziellen Turbulenten», στο Euromemo 2007 Αμβούργο, VSA Verlag.

Gabler Kompakt – Lexikon, 2006, Wirtschaft, 9η έκδοση, Wiesbaden, Gabler.

Gorz André, 1988, Metamorphoses du Travail, Paris, Galileé.

Hardt Michael, Negri Antonio, 2001, Empire, Cambridge Massachusetts - London, Harvard University Press.

Klaus Kreimeier, 2006, «Marxistische Kino- und Filmtheorien», στο Media Marx επιμέλεια Schröter Jens, Schwering Gregor, Stäheli Urs, Bielefeld, Transcript Verlag.

Le Monde Diplomatique, 2006, Atlas der Globalisierung, Berlin, Taz Verlag.

Marx Karl, 1989, Das Kapital, τόμος 1ος, Berlin, Dietz Verlag.

Marx Karl, 1992, Ökonomische Manuskripte 1863-1867 Text Teil 2, (MEGA, ΙΙ/4.2), Berlin, Dietz Verlag (χειρόγραφα του τρίτου τόμου του κεφαλαίου).

Urban H.-J. (επιμ.), 2006, ABC zum Neoliberalismus, Hamburg, VSA Verlag

Επιθεωρήσεις

Bryan Dick και Mike Rafferty, 2006, «Το Χρήμα στον Καπιταλισμό ή το Καπιταλιστικό Χρήμα», Θέσεις, τεύχος 97, σσ. 49-74 και www.theseis.com

Λαπαβίτσας Κώστας, 2006, «Εξουσία και Εμπιστοσύνη ως Συστατικά Στοιχεία του Χρήματος και της Πίστης», Θέσεις, τεύχος 97, σσ. 19-48 και www.theseis.com

Λαπατσιώρας Σπύρος και Μηλιός Γιάννης, «Χρηματοπιστωτική Κρίση και “Οικονομική Ρύθμιση”», Θέσεις, τεύχος 103, σσ. 17-58.

Trevor Evans, 2007, «Das Ende der Immobilienblase in der USA», Prokla 146, Μάρτιος.

Εφημερίδες και περιοδικά

Berliner Zeitung, 06. 05. 2008

Εξπρές 20.04.08.

Handelsblatt 07.05.08.

New York Times, Δευτέρα 14. 04. 2008

New York Times, Τετάρτη 16. 04. 2008

Οικονομική Καθημερινή 26/27.04.08

Süddeutsche Zeitung, Δευτέρα 14. 04. 2008

Der Spiegel 5/28.01.2008.

Der Spiegel, 18/28.04.2008.

Ιστοσελίδες

www. bankenverband.de

www.boerse.ARD.de1 στις 10. 04. 2008.

www.bundesbank.de Bundesbank – Bankenaufsicht – Basel II htm, 16. 04. 2008

www.handelsblatt.com, 16. 04. 08

www.tagesschau.de

www.ubs.com.

www.uni-protokolle.de σημείωμα από τις 12 Αυγούστου του 2007

www.weforum.org.

Διαλέξεις

Evans Trevor, «Krise der Finanzmarktkapitalismus», διάλεξη στο Rosa Luxemburg Institut στις 08. 05. 2008, Βερολίνο.

Krätke Michael, «Die Subprimeskrise», στη συνάντηση για τα 150 χρόνια των Grundrisse: Χρήμα, Κεφάλαιο, Αξία, Μέθοδος, από τις 4 μέχρι τις 6 Απριλίου του 2008 (Berliner Verein zur Förderung der MEGA-Edition e.V.: 150 Jahre "Grundrisse der Kritik der politischen Ökonomie" Geld – Kapital – Wert – Methode).

Panitch Leo, «The State is Back», διάλεξη στο Rosa Luxemburg Institut στις 05. 05. 2008, Βερολίνο.




1 Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί τμήμα από το 5ο κεφάλαιο μιας ευρύτερης εργασίας για τις οικονομικές κρίσεις.
2 Klaus Kreimeier, «Marxistische Kino und Filmtheorien», στο Media Marx, σ. 240.
3 Boerse.ARD.de1 στις 10. 04. 2008.
4 Στο βιβλίο του Joachim Bischoff, Zukunft des Finanzmarktkapitalismus, (Το Μέλλον του Καπιταλισμού των Χρηματιστικών Αγορών), που κυκλοφόρησε το 2006, γίνονται σαφείς αναφορές στη σημερινή εκδοχή της αμερικάνικης κρίσης μέσα από το παράδειγμα της προηγούμενης κρίσης της Ιαπωνίας στα 1989 / 1990, που ήταν μια κρίση της οικοδομικής βιομηχανίας – υπερσυσσωρρευση χρηματικού κεφαλαίου – και που ακολουθείται από σκέψεις για ένα παρόμοιο φαινόμενο, αναμενόμενο στην οικονομία των ΗΠΑ, βλ. σσ. 132 κ.ε. Ακόμα, στο περιοδικό Prokla τεύχος 146 τον Μάρτιο του 2007, παρουσιάζεται μια ανάλυση για την επερχόμενη κρίση στο άρθρο του Trevor Evans «Das Ende der Immobilienblase in der USA» (Το Τέλος της Οικοδομικής Φούσκας στις ΗΠΑ). Η αναμονή της κρίσης δεν είναι μόνο ένα συμπέρασμα οξυδερκών και αισιόδοξων αριστερών αναλυτών. Στην συνάντηση του διεθνούς οικονομικού φόρουμ στο Νταβός από τις 24 - 28 Ιανουαρίου του 2007 ο αμερικάνος καθηγητής της οικονομίας Nouriel roubini αναφέρθηκε στην επερχόμενη οικονομική ύφεση στις ΗΠΑ, ενώ στις ίδιες τις ΗΠΑ οικονομολόγοι προειδοποιούσαν εδώ και καιρό για την φούσκα των ακινήτων. Η αμερικανίδα οικονομολόγος Anna Schwarz, σε ηλικία 92 χρονών, που έζησε την κρίση του 1929, προειδοποιούσε για τα χαμηλά επιτόκια επενδύσεων, γύρω στο 1%, που προκαλούν με το «τζάμπα χρήμα» την εύκολη είσοδο σε κάθε είδους περιπέτειες. Η Κεντρική Τράπεζα, σύμφωνα με τη δική της εκτίμηση, δεν κατάφερε να καταπιαστεί με τα πλέον προφανή προβλήματα που απέρρεαν από την κατάσταση αυτή. Βλ. www.weforum.org, Der Spiegel 5/28.01.2008, σ. 20 κ.ε.
5 Trevor Evans, «Die Internationale Finanziellen Turbulenzen», σσ. 148 κ.ε. στο Euromemo 2007.
6 Leo Panitch, «The State is Back», διάλεξη στο Rosa Luxemburg Intitut στις 05. 05. 2008, Βερολίνο.
7 www.uni-protokolle.de σημείωμα από τις 12 Αυγούστου του 2007.
8 Είναι ενδιαφέρον σε όλη αυτή την ιστορία να διαπιστώσει κανείς το πόσο σύγχρονος είναι ο ελληνικός καπιταλισμός με τα αντίστοιχα για αυτόν στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια για τα μεσαία και κατώτερα στρώματα, και τη σημασία που έχει για αυτόν ο χρηματοπιστωτικός τομέας γενικότερα.
9 Walter Benjamin, Das Passagen Werk, σ. 942
10 Στο ίδιο, σ. 943.
11 MEGA, ΙΙ/4.2 σ. 586.
12 MEGA, ΙΙ/4.2 σ. 586.
13 Σε αυτά υπάρχει και μια ιδεολογική ένσταση: Ο όρος asset (περιουσία), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στην τρέχουσα συζήτηση για την κρίση. Στη δημιουργία της καλούνται να συμμετάσχουν όλα τα νοικοκυριά τόσο με την δημιουργία «ανθρώπινου κεφαλαίου» όσο και με τη συμμετοχή στην παραγωγική περιουσία, που περιορίζεται βέβαια σε αποταμίευση, ασφάλειες ζωής, στεγαστικές αποταμιεύσεις και λαϊκές μετοχές! Με αυτό τον τρόπο αποφεύγεται η αναφορά στο κεφάλαιο, και το πρόβλημα της διανομής ανάγεται σε προσωπική υπόθεση. H.-J. Urban (επιμ.), ABC zum Neoliberalismus, σ. 233.
14 Εξπρές 20.04.08. σ. 11: «Πρωταγωνιστεί στην ύφεση ο Αμερικανός καταναλωτής» και στην Οικονομική ΚαθημερινήWashington Post σ. 7: «Οι Αμερικανοί βάζουν φρένο στην άνευ προηγουμένου καταναλωτική τους μανία»! 26/27.04.08 σε άρθρο του Robert Samuelson από την
15 Στο σημείο αυτό είναι πετυχημένη η θέση του Λαπαβίτσα για τη δήθεν ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών σαν ενός βολικού νομικού μύθου που διαχωρίζει την αστική εκλογική διαδικασία και τον όποιο έλεγχο μπορεί να απορρέει από αυτήν από την πολιτική των κεντρικών τραπεζών, που ως «ανεξάρτητοι θεσμοί» παρεμβαίνουν στην οικονομική συγκυρία και διαμορφώνουν τη νομισματική πολιτική με κριτήρια που συνδέονται αποκλειστικά με τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Λαπαβίτσας, στις Θέσεις 97, σ. 24.
16 Η μετάφραση του investment fund σαν επενδυτικού κεφαλαίου και όχι επενδυτικού κονδυλίου, όπως εξάλλου του international monetary fund σαν διεθνούς νομισματικού ταμείου(!), είναι λάθος. Θεωρούμε ορθότερο τον όρο κονδύλι. Το investment fund αποτελεί ιδιαίτερο κονδύλι που σχηματίζεται από μια εταιρία επενδύσεων, και του οποίου πουλιούνται μερίσματα σε επενδυτές. Βλ. Gabler 2006, σ. 179.
17 Hedge funds (Επενδυτικά κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου), βλ. Gabler 2006, σ. 163. Bischoff 2006, σ. 16.
18 Pension funds, όπως και τα προηγούμενα, επενδύουν στο δανεισμό, έχουν χαμηλότερη αποδοτικότητα από αυτή των άλλων επενδυτικών κονδυλίων αλλά μεγαλύτερη σταθερότητα. Gabler 2006, σ. 292. Για τις επιπτώσεις της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2000 στα κονδύλια αυτά βλ. Atlas der Globalisierung, σ. 88 και 89.
19 MEGA, ΙΙ/4.2 σσ. 530 - 531.
20 MEGA, ΙΙ/4.2 σ. 539.
21 Gabler, σ. 33, 77 και 257.
22 Bryan και Rafferty 2006, στις Θέσεις 97, σ. 51.
23 Swaps: στην περίπτωση αυτή δυο συνεταιριζόμενοι ανταλάσσουν τις συνθήκες χρηματοδότησής τους. Με αυτό τον τρόπο μπορεί ο ένας να οφεληθεί από τα πλεονεκτήματα εξόδων του άλλου. Τα swaps επιτοκίων αποτελούν ανταλλαγή σταθερών και μεταβλητών υποχρεώσεων που προκύπτουν από επιτόκια, και τα swaps συναλλάγματος για αντίστοιχη ανταλλαγή κεφαλαίου σε διαφορετικά νομίσματα. Gabler 2006, σ. 326.
24 Σε αυτό αρκεί μια προσεκτική παρατήρηση των σχημάτων στο Λαπατσιώρας και Μηλιός 2008, Θέσεις 103, σ. 17 κ.ε.
25 Στο ίδιο, σ. 62.
26 Στο ίδιο, σ. 66.
27 To clearing είναι μια στην ουσία κατευθείαν ανταλλαγή εμπορευμάτων. Γενικότερα πρόκειται για ένα αμοιβαίο κεντρικό συμψηφισμό απαιτήσεων και υποχρεώσεων. Είναι μια διαδικασία διαβίβασης και διακανονισμού πριν τον ισοσκελισμό των πληρωμών. Gabler 2006, σ. 67.
28 Λαπαβίτσας 2006, στις Θέσεις 97, σ. 26.
29 Εξπρές 20.04.08. Junk Fund: κονδύλι που προέρχεται από μια επιχείρηση χαμηλής εμπιστοσύνης, με υψηλό επιτόκιο και υψηλή επικινδυνότητα. Πρόκειται για μια υψηλά κερδοσκοπική τοποθέτηση, βλ. Gabler 2006, σ. 185.
30 Trevor Evans, «Die Internationale Finanziellen Turbulenzen», σ. 150 κ.ε. στο Euromemo 2007.
31 Der Spiegel, 5/28. 01. 2008, σ. 25.
32 Για μια διεξοδική παρουσίαση των CDO’s βλ. στο Λαπατσιώρας και Μηλιός 2008, Θέσεις 103, σ. 46 κ.ε.
33 Trevor Evans, «Die Internationale Finanziellen Turbulenzen», σ. 151 κ.ε. στο Euromemo 2007.
34 New York Times, Δευτέρα 14. 04. 2008.
35 New York Times, Τετάρτη 16. 04. 2008, Το έλλειμα της τράπεζας τον Μάιο του 2008 εκτιμήθηκε σε 11.735 εκατομμύρια ελβετικά φραγκα ή 7.149 εκατομμύρια €. www.ubs.com.
36 Λαπαβίτσας 2006, στις Θέσεις 97, σ. 21.
37 Λαπαβίτσας 2006, στις Θέσεις 97, σ. 41 κ.ε.
38 MEGA, ΙΙ/4.2 σ. 594.
39 Süddeutsche Zeitung, Δευτέρα 14. 04. 2008.
40 Handelsblatt 07.05.08. Αναλυτικότερα από την αρχή της κρίσης έχουν ανακοινωθεί οι ακόλουθες απολύσεις: Citigroup 15.200. UBS 7.000. Merrill Lynch 5.220. Lehman brothers 4.990. Bank of America 3.650. Washington Mutual 3.000. Morgan Stanley 2940. HSBC 1.650. Bear Steams 1.550. West LB 1.350 κλπ.
41 Trevor Evans, «Die Internationale Finanziellen Turbulenzen», σ. 148 κ.ε. στο Euromemo 2007.
42 Leo Panitch, «The State is Back», διάλεξη στο Rosa Luxemburg Intitut στις 05. 05. 2008, Βερολίνο.
43 Trevor Evans, «Die Internationale Finanziellen Turbulenzen», σ. 148 κ.ε. στο Euromemo 2007.
44 www.handelsblatt.com, 16. 04. 08.
45 Bischoff 2006, Zukunft des Finanzmarktkapitalismus, σ. 205 κ.ε. όπου προτείνεται μια πολιτική κρατικού παρεμβατισμού, κοινωνικού ελέγχου, και κοινωνικού κράτους, παρά την παράλληλη οριοθέτηση προς τον Κεϋνσιανισμό.
46 Η ανάλυσή μας οφείλει πολλά στην έκτακτη, εκτός προγράμματος, εισήγηση του Michael Krätke για την κρίση των Subprimes αλλά και στη μεγάλη συζήτηση που ακολούθησε στη συνάντηση του Berliner Verein zur Förderung der MEGA-Edition e.V. για τα 150 χρόνια των Grundrisse, με γενικό τίτλο: Χρήμα, Κεφάλαιο, Αξία, Μέθοδος, Βερολίνο 4 μέχρι 6 Απριλίου 2008 («150 Jahre "Grundrisse der Kritik der politischen Ökonomie". Geld - Kapital - Wert – Methode»).
47 Bundesbank – Bankenaufsicht – Basel II htm, 16. 04. 2008.
48 Λαπαβίτσας 2006, στις Θέσεις 97, σ. 22.
49 Böhnke Alexander, Verkehrte Welt, σσ. 177 – 191 στο Marx Media.
50 Althusser, Für Marx, σ. 128 στο Marx Media σ. 181.
51 www.tagesschau.de.
52 Negri - Hardt, Empire, σ.90, μιλώντας για τη σχέση του Machiavelli με τον Nietzsche και την νεωτερκότητα.
53 MEGA, ΙΙ/4.2 σ. 517.
54 Οικονομική Καθημερινή 20.04.2008.
55 MEGA, ΙΙ/4.2 σ. 503.
56 Gilles Deleuze, Kapitalismus, Ein sehr Spezielles Delirium, στο Marx Media σ. 384.
57 Negri, Hardt, Empire, σ. 242 κ.ε. Ο φορντισμός είναι η μαζική παραγωγή σε όλους του τομείς από την βιομηχανία αυτοκινήτων, μέχρι τα fast food, που γίνεται στο τέλος τρόπος ζωής. Επιβλήθηκε μέσα από έντονες συγκρούσεις. Μέσα από την φορντιστική μαζική παραγωγή δεν καταργήθηκε η από την προηγούμενη περίοδο κληρονομημένη τεχνική της κατανομής της εργασίας, αλλά έγνε ακόμα αποδοτικότερη. Bischoff 2006, σσ. 68 κ.ε. Ο ταιηλορισμός είναι συνδεμένος με την αλυσσίδα παραγωγής, τον τεμαχισμό δηλαδή της εργασίας σε διάφορες απλές κινήσεις κατ’ άτομο. Η μακροκοινωνική κατανομή εργασίας, η έκρηξη της παραγωγής, σε παραγωγικές δραστηριότητες που αξίζουν μόνο σε σχέση με τις υπόλοιπες έχει ξεπεράσει τα όρια το εργαστασίου. André Gorz, 1988, Metamorphoses du Travail, σ. 76.
58 Bischoff 2006, σ. 75 κ.ε. Στα MEGA, ΙΙ/4.2 σ. 433, ο Μαρξ απλά αναφέρεται σε αυτό σαν κύκλο της βιομηχανίας σε σχέση με τα επιτόκια δανεισμού, σημειώνοντας όμως ότι η ανάλυση αυτών των κύκλων ξεφεύγει από την περιοχή της συγκεκριμένης έρευνας.
59 www.weforum.org.
60 Der Spiegel, 5/28.01.2008, σ. 20 - 21.
61 London Inter-Bank Offered Rate: κυμαινόμενο επιτόκιο με το οποίο δανείζονται οι τράπεζες μεταξύ τους. Για περισσότερα στο Θέσεις 103, Λαπατσιώρας Μηλιός, σ. 25 κ.ε. Το ιδιαίτερο ψηλό επίπεδο του επιτοκίου αυτού αυτή την στιγμή δημιουργεί ανησυχίες στους οικονομολόγους σε σχέση μάλιστα με τα μη πλήρως εμφανή προβλήματα ρευστότητας εκ μέρους των τραπεζών. Εξπρές σ. 11, 20. 04. 2008.
62 Εξπρές, Jack Willoughby, «Τα τριάντα Κορυφαία Hedge Funds σε Παγκόσμια Κλίμακα για το 2007», 20. 04. 2008. Ο Jack Willoughby είναι αρχισυντάκτης της εβδομαδιαίας έκδοσης Dow Jones.
63 Οι πόλεμοι αυτοί δεν είναι πραγματικό πρόβλημα για τις ΗΠΑ. Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτοί οι πόλεμοι δεν ήταν λάθη της αμερικάνικης πολιτικής και ότι δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα αποδοχής από τον αμερικάνικο πληθυσμό.
64 Financial Times, 07.05.2008, στο κύριο πρωτοσέλιδο άρθρο.
65 www.bankenverband.de.
66 Der Spiegel, DB Research, 5 / 28. 01. 2008, σ. 29.
67 Leo Panitch, «The State is Back», διάλεξη στο Rosa Luxemburg Intitut στις 05. 05. 2008, Βερολίνο
68 Friedrich August von Hayek (1899 -1992), ο νομπελίστας αυτός οικονομολόγος δεν έγινε τόσο γνωστός για τις οικονομικές του εργασίες, όσο για την αυστηρή αντίθεσή του σε κάθε κρατική επέμβαση στην οικονομία. Εχθρός όχι μόνο του σοσιαλισμού, αλλά και του κεϋνσιανισμού και κάθε κρατικής πολιτικής αναδιανομής. Urban 2006, ABC zum Neoliberalismus, σ. 114.
69 www.ubs.com.
70 Οικονομική Καθημερινή, «Η Κερδοσκοπική Πρακτική των Hedge Funds», άρθρο του William Pfaff από την International Herald Tribune, στις 26/27.04.2008.

71 Der Spiegel, 18/28.04.2008, σ. 42

Δεν υπάρχουν σχόλια: