Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010

Γιώργος Μαυρογιώργος Η συζήτηση για τη βία στο σχολείο

Η συζήτηση για τη βία στο σχολείο


Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η «γλώσσα της κρίσης» και ο «πανικός ηθικού», όταν θεμελιώνονται κυρίως στην ιδεολογία της «ενοχής του θύματος», συσκοτίζουν την πραγματικότητα και δεν ευνοούν ουσιαστικές εκπαιδευτικές αλλαγές

Γιώργος Μαυρογιώργος*

Μια παρέμβαση για τα ζητήματα της βίας στο σχολείο είναι ,ως ένα βαθμό, επιβεβλημένη, όταν διαπιστώνεται ότι στη σχετική συζήτηση που γίνεται στην Κύπρο, τον τελευταίο καιρό, και στις προτάσεις που κατατίθενται, κυριαρχούν και αναπαράγονται απόψεις που γίνονται μέρος του προβλήματος, καθώς, μάλλον ευνοούν πολιτικές περισσότερης αστυνόμευσης και επιτήρησης. Θα καταθέσουμε μια σειρά κειμένων που, αν και έχουν δοθεί στη δημοσιότητα στο παρελθόν, μπορούν να βοηθήσουν στην πληρέστερη κατανόηση των σχετικών ζητημάτων.
Οι αναλύσεις μας θεμελιώνονται στην αφετηριακή παραδοχή ότι ή βία στο σχολείο είναι ένα φαινόμενο που μπορεί να κατανοηθεί πληρέστερα ως στοιχείο του ευρύτερου κοινωνικού ελέγχου που ασκείται στην εκπαίδευση, σε μια κοινωνία με άνιση κατανομή πλούτου, προνομίων και εξουσίας. Στο πλαίσιο αυτής της παραδοχής θεωρούμε ότι το σχολείο ως κρατικός ιδεολογικός μηχανισμός δεν εξαντλείται μόνο στη διαδικασία μετάδοσης γνώσεων και δεξιοτήτων, ούτε μόνο στην κοινωνική επιλογή και κατανομή των ατόμων στις ιεραρχικές θέσεις τού υφιστάμενου κοινωνικού καταμερισμού εργασίας. Σε συνδυασμό με αυτά, το σχολείο συμβάλλει σε μια διαδικασία εγχάραξης προτύπων, αντιλήψεων, αξιών και στάσεων, που ευνοούν την αναπαραγωγή και τη νομιμοποίηση της κρατούσας κοινωνικής τάξης πραγμάτων. Με άλλα λόγια, το σχολείο είναι και πειθαρχικό μηχανισμός που επιδιώκει την εκούσια υποταγή των εξουσιαζομένων στην καθεστώσα έννομη τάξη. Εδώ ουσιαστικά αναφερόμαστε στην πολιτική λειτουργία του σχολείου. Η πολιτική αυτή λειτουργία ενισχύεται από την ιδεολογική λειτουργία, η οποία με τη σειρά της συνδέεται με όρους κυριαρχίας και υποταγής στη σφαίρα της συνείδησης.
Αν υιοθετήσουμε αυτές τις παραδοχές, τότε καταλαβαίνουμε γιατί η εκπαίδευση συμπεριλαμβάνεται ως βασικό θέμα της ημερήσιας διάταξης στην πολιτικο - ιδεολογική συζήτηση που γίνεται γύρω από το πρόβλημα της «δομικής κρίσης» στην κοινωνία. Στον τομέα της οικονομίας γίνεται αναφορά σε θέματα, όπως η πτώση δεικτών ανάπτυξης, πληθωρισμός, ανεργία, αστάθεια του διεθνούς πιστωτικού συστήματος, δημοσιονομική κρίση κ.ά. Η «διαχείριση» της κρίσης προωθείται με προτάσεις ή μέτρα υπέρ του κεφαλαίου με αλλαγές στις κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις. Έτσι, π.χ. έχουμε μείωση αποδοχών, εντατικοποίηση, εξορθολογισμό, εκσυγχρονισμό, περικοπές κοινωνικών μισθών, εμπορευματοποίηση/ ιδιωτικοποίηση υπηρεσιών, όπως υγεία, παιδεία κ.ά. Αυτά, με τη σειρά τους, συνδέονται με τάσεις όξυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων, κοινωνικό αποκλεισμό, νέες μορφές φτώχειας, φαινόμενα ρατσισμού, βίας, κ.ά.
Σημαντικό ρόλο στη διαχείριση της κρίσης και την επιχειρούμενη ανασυγκρότηση διαδραματίζει η ανασύνταξη του λόγου για την εκπαίδευση. Η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική ή ιδεολογική ή πολιτική. Αν και οι αιτίες της βρίσκονται στην οικονομία, η κρίση αντανακλάται και στην εκπαίδευση. Είναι ενδιαφέρον να τονιστεί εδώ ότι, όταν στις διάφορες εξετάσεις οι επιδόσεις των μαθητών θεωρούνται χαμηλές, γίνεται λόγος για λεξιπενία, πτώση του επιπέδου σπουδών, χαλάρωση, ισοπέδωση κ.ά. Όταν μαθητές/τριες δεν παρουσιάζουν επιδόσεις στις «ασκήσεις» για πιστή εκτέλεση των κανόνων και εντολών, τότε γίνεται λόγος για αύξηση των κρουσμάτων αντικοινωνικής συμπεριφοράς, απειθαρχίας, για σκασιαρχείο, βανδαλισμούς και βία στο σχολείο από τη μεριά των μαθητών. Συνήθως, οι εκτιμήσεις αυτές συνδυάζονται και προβάλλεται ως «κρίση» στην εκπαίδευση. Πολλά από τα μέτρα που προτείνονται, ώς ένα βαθμό, θεμελιώνονται σε αυτού του είδους τις εκτιμήσεις.Έτσι, π.χ,προτείνονται μέτρα για αύξηση και ένταση πειθαρχικών ή συμμορφωτικών μέτρων, την επιτήρηση, τον αυστηρό έλεγχο κ.ά. Στο σύνολό τους αυτά τα μέτρα συγκροτούν μια πολιτική αστυνόμευσης της κρίσης».
Φαίνεται πως το θέμα της βίας στα σχολεία κατέχει κεντρική θέση στην ανασυγκρότηση του λόγου για την εκπαίδευση, και στην Κύπρο. Ο ημερήσιος Τύπος, πολύ συχνά τα τελευταία χρόνια έφερε το θέμα στην επικαιρότητα. Μια βασική διαπίστωση που μπορούμε να κάνουμε είναι ότι πολλές από τις σχετικές συζητήσεις και τις αναλύσεις, που έρχονται στο φως της δημοσιότητας, εμπίπτουν σε μια διαδικασία ανασύνταξης του λόγου για την εκπαίδευση, η οποία ευνοεί την προώθηση μιας εκπαιδευτικής πολιτικής προς συντηρητικές και αυταρχικές κατευθύνσεις.
Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι στον κυρίαρχο λόγο που αναπτύσσεται, αναφορικά με τη βία στο σχολείο, υποβόσκει μια υστερική αντίδραση πανικού, η οποία ασκεί και μια ιδιότυπη μορφή «βίας» (: η γλώσσα... κόκαλα τσακίζει») στην ιδεολογική διαχείριση της κοινής γνώμης. Υπάρχουν κάποιοι λόγοι που μας επιτρέπουν να ισχυριστούμε κάτι τέτοιο:
(i) Ο λόγος και η συζήτηση για τη βία στο σχολείο εξαντλείται κυρίως στις μορφές βίας που εκδηλώνονται από τη μεριά των μαθητών. Δεν θίγονται ζητήματα που σχετίζονται με τις μορφές ή τις περιπτώσεις ιδιότυπης βίας που ασκεί, προκαλεί ή ευνοεί ή αναπαράγει το ίδιο το σχολείο ή τα φαινόμενα βίας που παρατηρούνται στην ίδια την κοινωνία.
(ii) Στις σχετικές αναλύσεις για την εκπαιδευτική κρίση κυριαρχεί μια μεγάλη σειρά ζητημάτων, όπως π.χ. σκασιαρχείο, καταλήψεις, φασαρίες, πλάκες, αποβολές, αποχές, κούρεμα, εμφάνιση, κρούσματα βίας και βανδαλισμών,εκφοβισμός κ.ά. Όπως είναι φυσικό διογκώνεται το μέγεθος των προβλημάτων που συνδέονται με τη βία από τη μεριά των μαθητών.
(iii) Η σχετική συζήτηση για την έκταση και το είδος κρουσμάτων βίας στο σχολείο προβάλλει την άποψη ότι έχει σημειωθεί δραματική αλλαγή προς το χειρότερο. Οι ιστορικές, ωστόσο, μαρτυρίες δεν μας επιτρέπουν να ισχυριστούμε ότι το πρόβλημα της βίας στο σχολείο είναι νέο. Αν,πάντως, το σχολείο παλαιότερα παρουσίαζε χαμηλότερους δείκτες βίας, ας μην ξεχνάμε ότι αυτό το σχολείο ήταν λιγότερο δημοκρατικό,καθώς απέκλειε πολλούς μαθητές από το σχολείο και , έτσι, η βία δεν είχε εκφραζόταν στο σχολείο. Δεν υπάρχει «χρυσή εποχή» στην εκπαίδευση από αυτή την άποψη. Τα ανέκδοτα, τα ρεπορτάζ και οι εντυπώσεις είναι έτσι κι αλλιώς επισφαλείς δείκτες. Ακόμα και η ίδια ή έρευνα για τη βία στο σχολείο έχει τους περιορισμούς της: Νέες ενδείξεις για νέα δεδομένα επιβάλλουν συνεχή αναθεώρηση της «αλήθειας». Οι όποιες γενικεύσεις, εξάλλου, αποκρύπτουν μια πολύ περίπλοκη εκπαιδευτική πραγματικότητα, στην οποία εμπλέκονται δρώντα υποκείμενα, στο πλαίσιο της αναπαραγωγικής λειτουργίας του σχολείου. Για να μην πούμε ότι η καταγραφή και η μελέτη φαινομένων βίας προσδιορίζονται καθοριστικά από το πώς αυτά ορίζονται.
Δεν αμφιβάλλουμε πως εκδηλώνονται κρούσματα βίας στα σχολεία. Οι επιφυλάξεις μας αναφέρονται κυρίως στο αν τα πράγματα είναι χειρότερα, ή αν είναι, πού αποδίδονται οι αιτίες και πού αναζητούνται οι λύσεις. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η «γλώσσα της κρίσης» και ο «πανικός ηθικού», όταν θεμελιώνονται κυρίως στην ιδεολογία της «ενοχής του θύματος», συσκοτίζουν την πραγματικότητα και δεν ευνοούν ουσιαστικές εκπαιδευτικές αλλαγές.
Αντί να καταγγέλλουμε με υψηλές δόσεις πανικού μαθητές ή εκπαιδευτικούς, είναι πιο εποικοδομητικό να κατανοούμε τους κοινωνικούς παράγοντες που οδηγούν σε ρήξεις με το είδος σχέσεων εξουσίας που αναπτύσσεται στο σχολείο. Η παραπέρα αύξηση ελέγχων και η εντατικοποίηση των επιτηρήσεων είναι μέτρα που συρρικνώνουν τη δημοκρατία στο σχολείο και στην κοινωνία. Κι αυτό δεν είναι δυνατόν παρά να πυροδοτεί νέες μορφές σύγκρουσης για ένα άλλο σχολείο και μια άλλη κοινωνία.
Η διαπραγμάτευση της σχολικής ζωής αποκτάει, κάτω απ΄ αυτές τις προϋποθέσεις, το χαρακτήρα αμφισβήτησης, απόρριψης, σύγκρουσης και αντίστασης. Συνήθως επικρατεί μια εύθραυστη εκεχειρία. Οι αντιθέσεις και οι συγκρούσεις είναι σποραδικές, τοπικές, αλλά συχνά εξελίσσονται σε γενική απειλή και πρόκληση στον εξουσιαστικό ιστό. Η εκεχειρία σπάει σε περιόδους κρίσης νομιμοποίησης του σχολείου που προκύπτει από τις αντιφάσεις ανάμεσα στις διακηρύξεις ισότητας - αξιοκρατίας και στις πραγματικές λειτουργίες του σχολείου, με τη διαιώνιση των κοινωνικών ανισοτήτων και την υποβάθμιση των σπουδών και των πτυχίων. Από αυτή την άποψη, η «αστυνόμευση της κρίσης» στην εκπαίδευση με ενίσχυση των πειθαρχικών και συμμορφωτικών διαδικασιών επιτείνει τις συγκρούσεις.
Το σχολείο, έτσι κι αλλιώς, αναπαράγει μορφές βίας και παράγει και τις δικές του. Όσες φορές, ωστόσο, εκδηλώνονται κρούσματα βίας απ΄ τη μεριά των μαθητών, μάλλον συμβαίνει γιατί οι συγκρούσεις δεν μπορούν να λυθούν στο πλαίσιο των υφιστάμενων θεσμικών ορίων και σχέσεων εξουσίας. 'Αλλωστε, τις συμπεριφορές βίας οι μαθητές μπορούν να τις δανείζονται και από τη «γραμματική» και το «συντακτικό» της έννομης βίας του κράτους, της τηλεόρασης, του περιεχομένου των μαθημάτων, του δρόμου, της διεθνούς σκηνής. Είναι βέβαιο πως, εάν μπορούσαμε να εξασφαλίσουμε στους νέους ένα πιο δημοκρατικό-στη μορφή και στο περιεχόμενο- σχολείο σε μια κοινωνία με λιγότερες ανισότητες, διακρίσεις και αποκλεισμούς, θα είχαμε περισσότερες προϋποθέσεις για άμβλυνση των φαινομένων βίας.
Σύμφωνα με το Πρόγραμμα Διακυβέρνησης, βρισκόμαστε σε τροχιά ριζοσπαστικής προοδευτικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Αυτό σημαίνει ότι, εάν η διαμόρφωση πολιτικών για την πρόληψη φαινομένων αντικοινωνικής συμπεριφοράς έχει προτεραιότητα, αυτές οι πολιτικές δεν μπορούν να υποβιβάζονται σε μια σειρά αποσπασματικών πρακτικών μέτρων.Τα όποια μέτρα είναι αποτελεσματικά, όταν εντάσσονται με υψηλούς βαθμούς αντιστοιχίας,στο πλαίσιο της ευρύτερης εκπαιδευτικής και κοινωνικής πολιτικής που ασκείται.



Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού Κύπρου

Δεν υπάρχουν σχόλια: