Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010

ΑΝΤΑΡΣΥΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Η φάση που διανύουμε σφραγίζεται από την διεθνή οικονομική κρίση του καπιταλισμού και την κατάρρευση του «νεοφιλελεύθερου μύθου». Μια κρίση που αποκτά πλέον τρομακτική έκταση και βαρύτητα, καθώς έχει ήδη χτυπήσει την «πραγματική οικονομία» και κάνει εφιάλτη τη ζωή των εργαζομένων (απολύσεις, κλείσιμο μονάδων κ.λπ.) O σύγχρονος καπιταλισμός βρίσκεται αντιμέτωπος όχι με μια απλή χρηματοπιστωτική, αλλά με μια βαθύτερη κρίση που εδράζεται στο «σκληρό πυρήνα» των σχέσεων παραγωγής και των συνολικότερων όρων αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος. Είναι κρίση –σταθμός με μακροπρόθεσμες συνέπειες στην εξέλιξη της ταξικής πάλης και όχι εφήμερη τροποποίηση των δεδομένων της.

Βασικά χαρακτηριστικά της πολιτικής του κεφαλαίου για το ξεπέρασμα της κρίσης, είναι η αύξηση της ανταγωνιστικότητας στην παγκόσμια αγορά μέσω της μείωση του κόστους εργασίας. Προωθεί ένα νέο κανιβαλικό γύρο λεηλασίας των εργατικών αναγκών, μια νέα κι επιθετικότερη φάση αναδιαρθρώσεων του καπιταλισμού, μια επιχείρηση φορτώματος, δηλαδή, των βαρών της κρίσης στους εργαζόμενους, με στόχο την ανάκαμψη της καπιταλιστικής κερδοφορίας και την πολιτική θωράκιση του συστήματος.
Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα, εφαρμόζει το συμφώνου σταθερότητας, σύμφωνα με τις επιταγές της ΕΕ. Μαζί με το υπόλοιπο αστικό μπλοκ εξουσίας (ΝΔ, ΛΑΟΣ), ζητά να συναινέσουμε στην ολομέτωπη επίθεση στα εργατικά εισοδήματα, στα εργασιακά-ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα, στις περικοπές των κοινωνικών δαπανών και τη συρρίκνωση του δημόσιου τομέα.
Η κρίση αυτή επιδρά και στο χώρο της εκπαίδευσης, στη χώρα μας αλλά και παγκόσμια. Το μοντέλο ανάπτυξης απαιτεί κι ένα αντίστοιχο εκπαιδευτικό σύστημα που θα εξυπηρετεί τους στρατηγικούς στόχους του συστήματος, στα πλαίσια του διεθνούς ανταγωνισμού και του ξεπεράσματος της κρίσης. Κάτω από αυτό το φόντο πρέπει να δούμε τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως αυτές αποτυπώνονται στις συνθήκες της Μπολόνια, του Βερολίνου, της Λισσαβόνα, της Πράγας και του Λονδίνου. Πρόκειται για πολιτικές που επιχειρούν να επιβάλλουν και να θεσμοθετήσουν, την άμεση, ευέλικτη και καθολική υπαγωγή της εκπαιδευτικής κι ερευνητικής διαδικασίας στις ανάγκες της ανάπτυξης της κερδοφορίας του κεφαλαίου, το καθοριστικό χτύπημα της δημόσιας δωρεάν εκπαίδευσης και την λειτουργία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Κάτω από τη σκέπη του λεγόμενου Κοινού Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης έχουν στόχο την πλήρη εναρμόνιση των ευρωπαϊκών εκπαιδευτικών συστημάτων, τη συγκρότηση πανευρωπαϊκού συστήματος πιστοποίησης και ουσιαστικά ποσοτικής μέτρησης προσόντων, για την άμεση και ευέλικτη παρέμβαση του κεφαλαίου στο περιεχόμενο, τον προσανατολισμό, τη δομή και τη διοίκηση της εκπαίδευσης.
Η αντιδραστική εκπαιδευτική πολιτική σε συνδυασμό με την χωρίς τέλος και έλεος λιτότητα και την πολιτική πτωχοκομείου προς την εργατική τάξη ενδυναμώνει τους ταξικούς φραγμούς και οδηγεί στη μορφωτική καθήλωση των μαθητών που προέρχονται από λαϊκά στρώματα. Δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα που οδηγεί στο να μην έχουν ολοκληρώσει τη βασική εκπαίδευση (Δημοτικό και Γυμνάσιο), 2.800.000 άτομα, τέσσερις στους δέκα Έλληνες ηλικίας 16 ετών και άνω, ένα εκατομμύριο άτομα να μην έχουν απολυτήριο Δημοτικού. Χιλιάδες παιδιά εξ αιτίας της φτώχειας, της ανεργίας και της μετανάστευσης να εγκαταλείπουν κάθε χρόνο το σχολείο. Με αποτέλεσμα το 2001, 120.000 παιδιά να μην έχουν ολοκληρώσει την 9χρονη υποχρεωτική εκπαίδευση.
Οι πανεπιστημιακές σπουδές τύπου Μπολόνια οδηγούν στην κατάργηση στην ουσία του πανεπιστημιακού Τμήματος και στη λειτουργία Σχολών με «ευέλικτα προγράμματα σπουδών» που δεν αντιστοιχούν σε ένα επιστημονικά καθορισμένο αντικείμενο. Ουσιαστικά προσφέρουν, αντί των σπουδών σε μια συγκεκριμένη επιστήμη, κατάρτιση-εξειδίκευση, σύμφωνα με την περιστασιακή «ζήτηση» της αγοράς εργασίας. Τα σταθερά και αναπτυσσόμενα προγράμματα σπουδών αντικαθίστανται πλέον από τα σπονδυλωτά (modularised), όπου ο κάθε φοιτητής διαμορφώνει το δικό του μενού ενώ η αγορά και οι επιχειρήσεις παρεμβαίνουν έντονα στο ίδιο το περιεχόμενο προωθώντας «ανοιχτά, ευέλικτα, ανανεώσιμα προγράμματα σπουδών».
Η λογική της Μπολόνια είναι - πέραν των δυο κύκλων προπτυχιακών σπουδών - η διάσπαση της επιστημονικής ενότητας των προγραμμάτων σπουδών με την εφαρμογή του συστήματος των πιστωτικών μονάδων που οδηγεί στην αποσάθρωση των πτυχίων και στην ακύρωση των συλλογικών επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων. Η άρθρωση των σπουδών στη βάση πιστωτικών μονάδων με αντίστοιχα γνωστικά πακέτα και τον ανάλογο μέσο απαιτούμενο χρόνο για την απόκτησή τους, μεταξύ άλλων, παρέχει την δυνατότητα στο κεφάλαιο να αξιολογεί και να συγκρίνει την επιστημονική γνώση στη δικιά του γνώριμη γλώσσα, της δικτατορίας της «άμεσης απόδοσης» και «του χρόνου επιβάρυνσης».
Σημαντικός παράγοντας αυτής της πολιτικής είναι και η προώθηση της ιδιωτικοποίησης κομματιών της εκπαίδευσης. Η προσπάθεια να περάσουν την ιδιωτικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, με την συνταγματική αναθεώρηση, ακυρώθηκε από τις αντιδράσεις του εκπαιδευτικού κινήματος, ενώ η αναγνώριση των κολεγίων και η εφαρμογή του Ν-Π βρίσκονται ακόμα στο στόχαστρο των φοιτητών. Με το θεσμό του σπόνσορα εισάγουν σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης το ιδιωτικό κεφάλαιο διαπλέκοντας τον δημόσιο με τον ιδιωτικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Με αυτό τον τρόπο περιορίζουν όλο και περισσότερο τις κοινωνικές δαπάνες, μετατρέποντας την εκπαίδευση σε χώρο ανάπτυξης εμπορικού κέρδους.
Το επιχειρηματικό κριτήριο εμφανίζεται στη διοίκηση και λειτουργία των εκπαιδευτικών δομών. Με τη μείωση των δημόσιων δαπανών, την αναζήτηση χορηγών, τα ΣΔΙΤ, (Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα, με τις συμπράξεις αυτές εκτός του ότι η κατασκευή των σχολείων ανατίθεται στους ιδιώτες με υπερδιπλάσιο αντίτιμο απ’ ότι κοστίζει στον ΟΣΚ -η ανέγερση 27 σχολείων στοιχίζει 105 εκατ. ευρώ, ενώ μέσω του ΟΣΚ, 45 εκατ. Ευρώ.-, τους παραχωρείται επιπλέον το δικαίωμα μακροχρόνιας χρήσης των σχολικών χώρων για να αναπτύξουν κάθε είδους «επιμορφωτικές» δραστηριότητες σε συνεργασία με τους τοπικούς.
Ο τεμαχισμός της β/θμιας εκπαίδευσης συνοδεύεται με τον αντίστοιχο παραπέρα πολυκερματισμό των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (κατευθύνσεις, που εκμηδενίζουν ανάλογα ολόκληρα γνωστικά πεδία, Γενικά Λύκεια, Μουσικά, ΕΠΑΛ, ΕΠΑΣ, Ναυτικά, Πειραματικά, Πρότυπα, Εκκλησιαστικά, Αθλητικά, ΙΕΚ, ΤΕΙ, ΑΕΙ, Δύο κύκλοι εντός των ΑΕΙ κλπ) εξασφαλίζοντας έτσι το απαραίτητο εργατικό δυναμικό του πειθαρχημένου, νεομισοειδικευμένου απασχολήσιμου. Η επιχειρηματικότητα όμως διδάσκεται και άμεσα σαν ατομική στάση ζωής. Στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, παράγουν εκπαιδευτικό υλικό το οποίο είναι συναφές με θέματα επιχειρηματικότητας ώστε να εξοικειωθούν οι μαθητές με έννοιες που σχετίζονται με το χώρο της οικονομίας, την υλοποίηση «προγραμμάτων Επιχειρηματικότητας» και «Εξατομικευμένης Συμβουλευτικής Στήριξης» από τα Κέντρα Συμβουλευτικής και Επαγγελματικού Προσανατολισμού (ΚΕΣΥΠ) και τα Γραφεία Συμβουλευτικής και Επαγγελματικού Προσανατολισμού (ΓΡΑΣΕΠ). Οργανώνονται εκδηλώσεις ενημέρωσης και ενθάρρυνσης των μαθητών στην ανάληψη πρωτοβουλιών για την ανάπτυξη επιχειρηματικού πνεύματος. Τα σχολεία καταναλώνουν με αμοιβή, προγράμματα αντίστοιχου περιεχομένου από την ελεύθερη αγορά τόσο εντός του σχολείου όσο και εκτός(ξεναγήσεις προγράμματα διατροφής κυκλοφοριακής αγωγής κτλ.
Η προσαρμογή των λειτουργιών της εκπαίδευσης στην αγορά επιτάσσει τη συνεχή επιτήρηση δημιουργώντας αξιολογικούς δείκτες που θα εξωθούν την εκπαιδευτική διαδικασία στους επιθυμητούς στόχους. Έτσι η αξιολόγηση, σαν μέτρο ελέγχου - αποτελεσματικότητας των αστικών προτεραιοτήτων αλλά και σαν δρόμος επιβολής κριτηρίων και κατεύθυνσης, θα διατρέχει όλη την εκπαιδευτική διαδικασία από το Δημοτικό μέχρι τα Πανεπιστήμια και φυσικά μετά στην παραγωγική διαδικασία και στις υπηρεσίες. Ο «έλεγχος, αποτίμηση και διασφάλιση της ποιότητας της εκπαίδευσης» που στην Ελλάδα βαφτίστηκε αξιολόγηση.
Η επιβολή του μηχανισμού της αξιολόγησης θα ανοίξει τον δρόμο για τον κατακερματισμό του σώματος των εκπαιδευτικών και την δημιουργία πολλών διαφορετικών κατηγοριών με διαφορετικό μισθολόγιο, άλλες διοικητικές αρμοδιότητες και άλλες δυνατότητες εξέλιξης υπονομεύοντας τη συλλογική διεκδίκηση. θα οδηγήσει σε μία αριστοκρατική ιεράρχηση μεταξύ των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων – όπως άλλωστε η συζήτηση περί «κέντρων αριστείας» υποδηλώνει. Μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες «επιστημονικού μακαρθισμού», στην ποδηγέτηση της παρεχόμενης γνώσης, καθώς γνωστικά αντικείμενα και επιστημονικές προσεγγίσεις που είναι μη-χρήσιμα ή κριτικά προς το σύστημα θα εξοβελισθούν συστηματικά στις παρυφές.
Ένας βασικός μοχλός προώθησης της πολιτικής τους είναι και η περιφεριοποίηση. Αυτή η επιλογή της κυβέρνησης διαπνέει όλο το πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ για το «Ανοιχτό Σχολείο» και συνδυάζεται με την πολιτική της αποκέντρωσης και το νομοσχέδιο για τον «Καποδίστρια 2». Σύμφωνα με την κατεύθυνση αυτή το κράτος αποδεσμεύεται από την υποχρέωσή του να χρηματοδοτεί ισότιμα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και μεταθέτει το οικονομικό κόστος της εκπαίδευσης στα ίδια και στην Αυτοδιοίκηση, προκειμένου να δεσμευτούν ασφυκτικότερα στους διάφορους «χρηματοδότες» τους, να δουλέψουν όπως οι επιχειρήσεις, με τις επιχειρήσεις και για τις επιχειρήσεις και το πολιτικό τους σύστημα. Έτσι σχεδιάζουν πλέον την κάθε σχολική και εκπαιδευτική μονάδα όχι μόνο να «υποδέχεται και να διεκπεραιώνει την κεντρικά ασκούμενη εκπαιδευτική πολιτική», αλλά και να λειτουργεί ως μια «αυτόνομη» εκπαιδευτική επιχείρηση που θα εξασφαλίζει την χρηματοδότηση της από τις επιχειρήσεις και την «τοπική κοινωνία» με βάση την αρχή της «τριμερούς χρηματοδότησης» (επιχειρήσεις, δημόσιο, δίδακτρα) «διαμορφώνοντας τοπικά δίκτυα υποστήριξης του εκπαιδευτικού έργου». Από τη μια θα κατατμήσουν τις εφαρμοζόμενες πολιτικές τους και θα τις διαχύσουν σε όλη την επικράτεια με ξεχωριστά χαρακτηριστικά σε κάθε περιοχή. Παράλληλα θα σπάσουν τον ενιαίο τρόπο διορισμού στα πλαίσια εξατομίκευσης των προσόντων εργασίας κλπ. Έτσι θα μπορέσουν να υλοποιήσουν πιο εύκολα προγράμματα εξειδίκευσης και κατάρτισης στην επαρχία. Αυτό από τη μια θα τους δώσει τη δυνατότητα αξιοποίησης των τοπικών χαρακτηριστικών κάθε περιοχής κι από την άλλη θα ελαχιστοποιήσει τις αντιδράσεις κατακερματίζοντας τη δυνατότητα συνολικής αντιπαράθεσης στα σχέδια τους. Επιδιώκουν ένα βαθιά ταξικό, διαφοροποιημένο σχολείο, που φέρνει απάνω του μεγάλο μέρος της ευθύνης για τη χρηματοδότηση, το σχολικό πρόγραμμα και τη λειτουργία του.
Βασικός μοχλός είναι η εξατομίκευση του εργαζόμενου μέσα από τη διάλυση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Κύρια πλευρά αυτής της πολιτικής είναι η εξατομίκευση των προσόντων, η κατάργηση του δικαιώματος εργασίας που απορρέει από το όποιο πτυχίο ή τίτλο σπουδών και η στροφή στην δια βίου κατάρτιση. Στοχεύουν στη διαρκή επαναδιαπραγμάτευση του κόστους εργασίας του εργαζόμενου, την αύξηση του δυναμικού της φτηνής και ευέλικτης εργασίας.
και τη μόνιμη ανασφάλεια του στο δικαίωμα του για εργασία. Σε αυτή την κατεύθυνση, μετά το λύκειο δίνουν τη δυνατότητα αναγνώρισης των όποιων τίτλων σπουδών από τα κέντρα ελευθέρων σπουδών και παρεμβαίνουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με το σπάσιμο των πτυχίων σε κύκλους σπουδών (γεγονός που έχει υποκινήσει φοιτητικές αντιδράσεις και τελευταία στην κεντρική Ευρώπη), αλλά και με την καθιέρωση πολλών επιπέδων πιστοποίησης κατάρτισης όπως προβλέπεται στο προωθούμενο σύστημα Ευριδίκη από το Υπουργείο Παιδείας. Προετοιμάζουν το μαθητικό δυναμικό σε μια διαδικασία εκπαίδευσης που αντί της συνολικής προσέγγισης στη γνώση, μέσα από τη όσο το δυνατόν πιο βαθιά γνώση των νόμων κίνησης της φύσης και της κοινωνίας,
Τέλος, ένας σημαντικός τομέας της εκπαιδευτικής πολιτικής είναι και η αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας μέσα από την εκπαιδευτική διαδικασία. Έχοντας μετατρέψει το σχολείο σε ένα πεδίο συνεχούς ανταγωνιστικότητας μεταξύ των μαθητών με στόχο την προσωπική τους ανέλιξη έχουν καταφέρει να υποβαθμίσουν σημαντικά τον ανθρωπιστικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Αυτό από μόνο του δυσκολεύει σημαντικά τη δυνατότητα ιδεολογικής παρέμβασης από τη μεριά των διδασκόντων στην ανάπτυξη υποβάθρου συνείδησης για κοινωνική δικαιοσύνη, ισότητα ευκαιριών, σεβασμό της ιδιαιτερότητας κλπ. Είναι ένας από τους πιο βασικούς παράγοντες λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος και πρέπει να αποτελέσει ιδιαίτερο ζήτημα μελέτης και παρέμβασης μας.
Η αστική τάξη ακολουθεί μια ανομολόγητη αλλά αυστηρά σχεδιασμένη πολιτική πάνω στη γνώση και στο περιεχόμενο των μαθημάτων. Πολιτική που καθορίζεται όμως από το γεγονός πως η σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία, δεν μπορεί να συνδεθεί με θετικές ελπίδες και επαγγελί­ες, να υποσχεθεί βελτιώσεις στη θέση της κοινωνικής πλειοψηφίας, να βρει σημεία επαφής με τις σύγχρονες ανθρώπινες ανάγκες και δυνατότητες. Γι’ αυτό δεν προβάλλεται - πώς θα μπορούσε άλλωστε; - ως ο καλύτερος δυνατός κόσμος, αλλά ως ο μόνος δυνατός. Αυτό εξηγεί και τη μεγάλη ακαμψία των κυρίαρχων αστικών ιδεολογικών προτύπων, ερμηνεύει τη «φυματικότητα» και το εύκολο ξέφτισμα των σύγχρονων ιδεολογικών κατασκευών του αστισμού (τέλος ιστορίας, εργασίας, πολιτικής, ιδεολογιών - πόλεμοι πολιτισμών-μετακαπιταλιστική ή μετα­βιομηχανική κοινωνία-κοινωνία γνώσης, πληροφορικής, τεχνολογιών - σύγχρονος αντικομμουνισμός κ.λπ.). Έτσι όμως βαθαίνει η μερικότητα, ενισχύονται και ποιοτικά οι ταξικοί φραγμοί , η ταξική λογική και ρόλος της παιδείας.
Οι σπουδές, αντί να προσφέρουν πρόσβαση σε ενιαία γνωστικά αντικείμενα, είναι περισσότερο ένα άθροισμα πληροφοριών και δεξιοτήτων, που θα αλλάζουν ευέλικτα με βάση τις τρέχουσες ανάγκες του κεφαλαίου. Όμως πληροφορίες, δεξιότητες και θραύσματα γνώσης, χωρίς τις βαθύτερες εσωτερικές αιτιακές τους σχέσεις, δεν συνιστούν γνώση. Οδηγούν στην προοδευτική παρακμή της κριτικής διάνοιας, δηλαδή της θεμελιώδους δεξιότητας του ανθρώπου να κατανοεί σε ποιον κόσμο καλείται να ζήσει και άρα να μπορεί να τον αλλάξει.
Η αστική πολιτική της γνώσης συνοδεύεται από αναλυτικά προγράμματα διδασκαλίας που αντιμετωπίζουν κάθε επιστημονικό πεδίο αποσπασματικά, συχνά καλυμμένο από αντιεπιστημονικές, θεοκρατικές η και σκοταδιστικές αντιλήψεις εντείνοντας τη σύγχυση και την αδυναμία των νέων ανθρώπων να κατανοήσουν την πραγματικότητα και την αλήθεια για τη ζωή.
Οι κοινωνικές επιστήμες αποτελούν ένα πανόραμα της ζωής και της εξέλιξης του ανθρώπου. Μέσω αυτών θα μπορούσαμε να γνωρίσουμε σημαντικές μορφές της ανθρώπινης κοινωνικής συνείδησης. Ο άνθρωπος δημιουργεί την κοινωνία και μέσω αυτής της δημιουργίας διαμορφώνεται και ο ίδιος παράλληλα με τον αγώνα εντός της μετασχηματιζόμενης σχέσης ανθρώπου - φύσης από την οποία αποσπά τα προς το ζην. Στα μαθήματα όμως κοινωνικού περιεχομένου, παράλληλα με την αποσπασματικότητα, κεντρική ιδέα είναι η άποψη για την «αιώνια φύση του ανθρώπου». Η ανθρώπινη φύση, δήθεν, είναι που οδηγεί στην κοινωνικότητα, στην έμφυτη τάση της ανάγκης της θρησκείας. Στη φύση του Έλληνα είναι η δημοκρατία, δηλαδή η σημερινή αντιδραστική μετεξέλιξη της. Η πολυμορφία και η ιδιαιτερότητα των ανθρώπων προκύπτει από την ίδια του τη φύση. Το κέρδος και η μεγιστοποίηση του εμφανίζονται σαν φυσική και φυσιολογική αναγκαιότητα όπου πηγή του είναι η εξυπνάδα, το ρίσκο, η επιχειρηματικότητα του επιχειρηματία που εμφανίζεται και σαν συντελεστής παραγωγής. Έτσι ο άνθρωπος εμφανίζεται σαν άνθρωπος πριν καν γίνει κοινωνικό ον και η φύση εμφανίζεται σαν «οπαδός» του καπιταλισμού. Στη δε σχέση ατόμου κοινωνίας εμφανίζεται το άτομο να καθορίζει κυρίως την κοινωνία και όχι το αντίθετο. Το κράτος εμφανίζεται όχι σαν ιστορικό δημιούργημα της αστικής τάξης και επομένως στην υπηρεσία της αλλά σαν εκφραστής της ομαλής λειτουργίας των ανθρώπινων σχέσεων, των αναλλοίωτων και ενιαίων συμφερόντων της κοινής βούλησης των «πολιτών».
Στις ιστορικές επιστήμες κυριαρχεί η τεχνοκρατικά προσέγγιση, η ανερμήνευτη παράθεση γεγονότων, η απόκρυψη άλλων, η αποσπασματικότητα που αίρει τη δυνατότητα σφαιρικής προσέγγισης των γεγονότων, η πλήρης αποσιώπηση του ρόλου των τάξεων.
Στις θετικές επιστήμες το περιεχόμενο τους ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο ακραίους πόλους. Ο πρώτος, ο κύριος, απορρίπτει στην πράξη τη γενίκευση των συμπερασμάτων των θετικών επιστημών, τις σφοδρές φιλοσοφικές τους επιδράσεις, την αξία της θεωρητικής τους προσέγγισης στα θεμελιακά προβλήματα του κόσμου. Και τις περιχαρακώνει στο πεδίο των ατράνταχτων δήθεν επιστημονικών, χειροπιαστών αποδείξεων τις οποίες όμως αποσπά από την καθημερινή πρακτική τους, ωφελιμότητα και εφαρμογή. Ανάμεσα τους, σαν αναγκαίο κακό, εμφανίζονται απόψεις που τείνουν προς κάποιο έωλο, αναπόδεικτο και προς εξαφάνιση υλισμό.
Ο άλλος πόλος τις συνδέει, πιο ορατά κατά περιόδους στη βιολογία και αστρονομία, με θεοκεντρικές κυρίως απόψεις για τη δημιουργία του σύμπαντος και του ανθρώπου.· Στις προτεραιότητες της κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η διδασκαλία της επιχειρηματικότητας αλλά “ξεχνούν¨ το μάθημα της Θεωρίας της Εξέλιξης του Δαρβίνου. Αν και στην Ελλάδα δεν απαγορεύτηκε η διδασκαλία, όπως συνέβη σε Πολιτείες των ΗΠΑ, στα σχολικά βιβλία του Λυκείου δεν περιλαμβανόταν μέχρι φέτος στην εξεταστέα ύλη ή δε φετινή προσθήκη άφησε απέξω την εξέλιξη του ανθρώπου, ενώ στη Βιολογία του Γυμνασίου δεν περιλαμβάνεται στην εξεταστέα ύλη με αποτέλεσμα να μην προλαβαίνει να διδαχθεί. Όμως «χωρίς τη διδασκαλία της Εξέλιξης οι μαθητές μας δεν στερούνται της γνώσης ενός εξειδικευμένου κεφαλαίου της Βιολογίας, αλλά της δυνατότητας να κατανοήσουν τον κόσμο στον οποίο ζουν και τα μεγάλα θέματα υγείας και περιβάλλοντος».Τα μαθηματικά, ο κλάδος που αντικειμενικά καλλιεργεί τη φαντασία και το συλλογισμό, που «δείχνουν τις σχέσεις των πραγμάτων από τη σκοπιά της τάξης, του αριθμού και της έκτασης» (Λένιν, Φιλοσοφικά Τετράδια) μετατρέπονται σε ένα ακατάληπτο σύνολο μυστηριακών φορμαλισμών ξεκομμένων από τη ζωή και τη φύση.
Στη φυσική και χημεία, η υλικότητα του κόσμου, η ενότητα και η αλληλουχία των φυσικών φαινομένων, η πολυμορφία των διαφόρων μορφών της ύλης και το ανεξάντλητο της, η σχέση ανάμεσα στο αίτιο και το αποτέλεσμα, το τυχαίο και το αναγκαίο, η ιστορικότητα αλλά και η χρησιμότητα των επιστημονικών μοντέλων, η επίδραση στη φιλοσοφία, δίνουν τη θέση τους στην άποψη ότι περίπου αυτή είναι η τελική άποψη της φυσικής, αποσπασματικά, σαν άθροισμα πληροφοριών, με αμφίβολη για τους διδασκόμενους την καθημερινή χρησιμότητα τους.
Η εξίσωση, η υποκατάσταση και η ανάμιξη της επιστημονικής γνώσης με τη μυθοπλασία, την αποσπασματικότητα και τη θεολογική ερμηνεία της πραγματικότητας δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα των βιβλίων και αναλυτικών προγραμμάτων. Στη βάση των οδηγιών του ΟΟΣΑ εισάγεται η ωφελιμιστική αντίληψη για τη γνώση. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή χρήσιμη είναι μόνο η γνώση που φέρνει άμεσες «πληρωμές». Πρόκειται για την αποκαλούμενη «μεταγνωστική στρατηγική» της «εκμάθησης της μάθησης», την εκγύμναση δηλαδή των μαθητών στη δεξιότητα επιβίωσης μέσα στη ζούγκλα της καπιταλιστικής «αγοράς».
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ παλεύει για μόνιμη και σταθερή εργασία για όλους, με πλήρη δικαιώματα. Στην εκπαίδευση διεκδικούμε την κατάργηση της ωρομισθίας, τη μονιμοποίηση των συναδέλφων μας και μαζικούς διορισμούς, χωρίς ΑΣΕΠ αλλά με επαναφορά της επετηρίδας.
Λέμε ΟΧΙ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ, και όπως αυτό πάει να περάσει μέσα από το νομοσχέδιο για τον «Καποδίστρια 2». Στηρίζουμε τις οικονομικές διεκδικήσεις των ομοσπονδιών της εκπαίδευσης αλλά και αυτές που αφορούν τα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά μας δικαιώματα. Αντιστεκόμαστε στην πρωτοφανή λεηλασία των εισοδημάτων μας, που εξαπολύει η κυβέρνηση, με το πάγωμα των αυξήσεων στους μισθούς πάνω από 2.000 ευρώ, τις περικοπές επιδομάτων και την φοροεπιδρομή στους μισθωτούς.. Η επίθεση αυτή αφορά όλους τους εργαζόμενους και συνδυάζεται με ιδιωτικοποιήσεις, συγχώνευση υπηρεσιών, κατάργηση της κοινωνικής ασφάλισης, και φούντωμα της ανεργίας. Αποτελεί σχεδιασμό της ΕΕ (Κομισιόν) και εφαρμογή μέτρων της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας, κάτω από τις εντολές των τραπεζιτών.
Δε θα περάσουν.
Καλούμε τους εργαζόμενους και τα συνδικάτα σε απειθαρχία στο Σύμφωνο Σταθερότητας της ΕΕ. Προτείνουμε απεργιακό πρόγραμμα δράσης στην εκπαίδευση και πανεργατική απεργία
Σ’ αυτή τη φάση της όξυνσης της οικονομικής κρίσης και των επιθέσεων από τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία διακηρύσσει ότι τα βάρη της κρίσης δεν πρέπει να φορτωθούν στους εργαζόμενους πάλι. Αλλά επί του πρακτέου διευκολύνει να συμβεί αυτό και να περάσει η πολιτική των αφεντικών, ανεξάρτητα από το ποιο κόμμα είναι στην κυβέρνηση. Δεν παίρνει πρωτοβουλίες για απεργίες ούτε οργανώνει τις εργατικές αντιστάσεις σε διάφορους κλάδους (κλεισίματα, απολύσεις, συμβασιούχοι, ιδιωτικοποιήσεις…) Εδώ και ένα χρόνο, από πέρυσι το Δεκέμβρη οι ηγεσίες της ΑΔΕΔΥ και της ΓΣΕΕ, με επιμονή της ΠΑΣΚ, έχουν εγκαταλείψει ακόμα και την εθιμοτυπική τακτική των πανεργατικών απεργιών στον προϋπολογισμό. Οι πρωτοβουλίες της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με το συντονισμό των πρωτοβάθμιων σωματείων, για να οργανωθεί αγωνιστική απάντηση από τους εργαζόμενους αναδείχτηκαν ως καθοριστικές (10/12/08, πρωτομαγιά 2009, 7 και 17/12/09).
Ο κόσμος της αριστεράς δήλωσε με την κινητοποίησή του ότι θα αντιταχθεί στην οικονομική πολιτική του ΠΑΣΟΚ και στο πακέτο μέτρων σταθεροποίησης. Μπορούσαμε να είχαμε προσδιορίσει νωρίτερα το κάλεσμα στη συγκέντρωση της 17/12, να αποτελέσει πρότασή μας στα σωματεία και να αξιοποιήσουμε έτσι το χρόνο για την οργάνωσή της. Αυτή τη διέξοδο έχουμε να προτείνουμε στους εργαζόμενους για να ξεπεράσουν την αδράνεια των συνδικαλιστικών ηγεσιών, την οργάνωση των αγώνων από τα κάτω. Έτσι πιέστηκαν η ΟΛΜΕ και η ΑΔΕΔΥ και έβαλαν στην ατζέντα τους την προοπτική των απεργιακών κινητοποιήσεων.
Γι’ αυτό χρειάζεται να συνεχιστεί και να διευρυνθεί ο συντονισμός των πρωτοβάθμιων σωματείων και να πάρει πανεργατικό χαρακτήρα και να κεντρικοποιήσει τα ζητήματα πάλης (ασφαλιστικό, οικονομικά, διορισμοί), στη συνάντηση στις 14/1.

Αναρτήθηκε από abatris στις 6:19 π.μ. 0 σχόλια

Δευτέρα, 14 Δεκεμβρίου 2009










Atom Όλα τα σχόλια

Χρήσιμοι σύνδεσμοι

Ένα σχολείο για τη Γάζα

Παρεμβάσεις ΔΕ

Παρεμβάσεις ΠΕ

Εκπαιδευτικό portal Alfavita

ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α.

ΔΟΕ

ΟΛΜΕ

Υπουργείο Παιδείας

Αρχειοθήκη ιστολογίου

▼ 2010 (2)

▼ Ιανουάριος (2)

ΑΝΟΙΚΤΗ ΠΑΝΑΤΤΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ 17/11/10, 11 πμ, Γκίνη...

Η εισήγηση του συντονιστικού των εκπαιδευτικών της...

► 2009 (1)

► Δεκέμβριος (1)

Συνέλευση Ανταρσυα Εκπαιδευτικών Αττικής (27-11-2...

Αναγνώστες



Για Μένα

abatris

Προβολή πλήρους προφίλ

Δεν υπάρχουν σχόλια: