Παρασκευή 8 Ιουλίου 2011

Το υπεύθυνο ΚΚΕ, του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Την 1η Ιουλίου, η Καθημερινή ζητούσε να «κοιτάξουν από κοινού τα αστικά κόμματα, και όποιος άλλος αντιλαμβάνεται το πρόβλημα, να συμφωνήσουν στην αντιμετώπιση του ανεξέλεγκτου αναρχο-χουλιγκανισμού». Δύο μόλις μέρες μετά, η ίδια εφημερίδα ζητούσε το πρόβλημα «να λυθεί με τη συνεργασία όλων των υπεύθυνων κομμάτων, ακόμη και του ΚΚΕ, πριν η χώρα βυθιστεί σε μια άβυσσο μίσους και βίας». Φαίνεται ότι το ΚΚΕ πήρε εγκαίρως το μήνυμα




Πέρσι τέτοιον καιρό, το ΚΚΕ αποτελούσε το βασικό στόχο της κυβέρνησης, αλλά και των Φίλων του Μνημονίου, από την εκσυγχρονιστική αριστερά ως την εκσυγχρονισμένη ακροδεξιά. Στη λογική όλων αυτών, το πανό που αναρτούσε το κόμμα στην Ακρόπολη «εξέθετε τη χώρα διεθνώς», οι κινητοποιήσεις του στα λιμάνια «έβλαπταν ανεπανόρθωτα τον τουρισμό», οι συγκεντρωμένοι του στη Βουλή «επεδίωκαν κατάληψή» της, ενώ δηλώσεις στελεχών του κόμματος ότι δεν αποδέχονται ως αιώνια την πολιτική τάξη που εγγυάται τον καπιταλισμό, διαβάζονταν ως ομολογία ότι το κόμμα κινείται με το ένα πόδι εκτός Συντάγματος.

Τους ισχυρισμούς αυτούς προπαγάνδιζαν μεγάλα μέσα ενημέρωσης, κοινοβουλευτικά κόμματα, μέχρι και ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Ήταν προφανές, έτσι, πως πέρσι τέτοιον καιρό συνέβαινε ό,τι η ξύλινη γλώσσα περιγράφει –και σωστά– ως «ενορχηστρωμένη επίθεση». Επρόκειτο για μια επίθεση που δεν άφηνε χώρο να συζητήσουμε τι εστί Μνημόνιο και τι ΔΝΤ, τι σήμανε η όπου γης επιβολή τους για τη δημοκρατία, ποιες ήταν οι αντιμνημονιακές απόψεις και προτάσεις κ.ο.κ. Επρόκειτο, όμως, και για μια επίθεση που αυτοτελώς σήμαινε κάτι για τη δημοκρατία στη χώρα εν μέσω Μνημονίου –και σήμαινε κάτι όχι καλό.

Ένα χρόνο μετά, κι ενώ η μνημονιακή εξουσία ασχημονεί κατά του Συντάγματος που δήθεν υπερασπίζεται, καταφεύγoντας στην ωμή πολιτική βία και επωάζοντας παρακρατικούς, στη θέση του ΚΚΕ βρίσκεται πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο ένας υπουργός τον παραλληλίζει με τη ναζιστική Χρυσή Αυγή, ο άλλος (πρώην) υπουργός με την παρακρατική ΕΚΟΦ του ’50, ο τρίτος (wannabe) υπουργός με την άκρα αριστερά του ’70, ενώ ο τέταρτος δημοσιογράφος τον θέλει (σε μια νηφάλια τοποθέτηση, συγκρινόμενη με άλλες) «προαγωγό της αντιδημοκρατικής εκτροπής». Όλα αυτά, σε ένα φτηνό ριμέικ σύλληψης Πολύδωρα, που μεγαλούργησε το 2008 (προς όφελος, τότε, του ΛΑ.Ο.Σ και του ΠΑΣΟΚ) και επανήλθε πρόσφατα διά του αμετροεπούς Παγκάλου, στις πρόβες του τελευταίου για το ρόλο του Φρίντριχ Έρμπερτ.

Στο κλίμα αυτό, που συνδιαμορφώνουν φωνές από τη Δημοκρατική Αριστερά μέχρι τον Καρατζαφέρη, είναι βεβαίως αδύνατο να συζητηθούν το Μεσοπόθεσμο, ο Εφαρμοστικός Νόμος, αλλά και το τελευταίας εσοδείας τερατούργημα της κ. Διαμαντοπούλου. Είναι, ωστόσο, το πυρ ομαδόν κατά του ΣΥΡΙΖΑ απλώς και μόνο «αποπροσανατολιστικό», όπως ισχυρίζεται το ΚΚΕ στη χαρακτηριστική του ιδιόλεκτο; Είναι απλώς «αποπροσανατολιστικό» το γεγονός ότι τα αστικά κόμματα και τα φιλικά τους Μέσα επανεφευρίσκουν την «άκρα αριστερά», μιλούν γι’αυτήν με εμφυλιοπολεμική ορολογία –και όλα αυτά, την επαύριο μιας (ακόμα) κραυγαλέας εκτροπής, με κορωνίδα την υπόθαλψη ακροδεξιών από ΜΑΤ στον περίβολο της Βουλής; Είναι δυνατό ένα κομμουνιστικό κόμμα να ξεμπερδεύει με όλα αυτά, αποδίδοντας την εν είδει αντιπερισπασμού αντισυριζική υστερία σε «αντιφάσεις» και «μικροαστικές εκτονώσεις» (ποιων;) εκείνων που υφίστανται την επίθεση του «συστήματος»; Είναι τελικά δυνατό το ΚΚΕ να αναγνωρίζει μια ορισμένη βάση στην επίθεση αυτή -ότι, τέλος πάντων, η κοινωνική βία εναντίον εκπροσώπων της μνημονιακής εξουσίας είναι κατά ένα μέρος πολιτική, δηλαδή προσχεδιασμένη από τμήματα του ΣΥΡΙΖΑ που «εκτονώνονται»;

Η εμπειρία του 2006 και του 2008 δείχνει ότι όλα αυτά είναι δυνατά. Είναι, δηλαδή, δυνατό, εκεί που μια εκδοχή της αριστεράς κανιβαλίζεται από την εξουσία, το ΚΚΕ να υπολογίζει κυνικά εκλογικά κέρδη και πιθανές απώλειες, βλέποντας μπροστά του κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, τι παίζεται σε επίπεδο ενδοαριστερής αντιπαράθεσης. Ακόμα χειρότερα: φροντίζοντας κοντόφθαλμα για τη δική του πολιτική κατοχύρωση, σε μια περίοδο που το κρατικό ψεύδος και η κρατική βία «αγκαλιάζουν» από κοινού και αδιακρίτως ό,τι κινείται στον αντίποδα της μνημονιακής παραφροσύνης. Ας πρόσεχε, λοιπόν, ο ΣΥΡΙΖΑ με τους μικροαστούς του: το θέμα είναι οι δικοί μας μικροαστοί να ξέρουν ότι εμείς «τέτοια» δεν κάνουμε.

Μια σημειολογική παρατήρηση κάνει το συμπέρασμα για το ΚΚΕ ακόμα πιο απαισιόδοξο: Την 1η Ιουλίου, η Καθημερινή ζητούσε να «κοιτάξουν από κοινού τα αστικά κόμματα, και όποιος άλλος αντιλαμβάνεται το πρόβλημα, να συμφωνήσουν στην αντιμετώπιση του ανεξέλεγκτου αναρχοχουλιγκανισμού». Δύο μόλις μέρες μετά, η ίδια εφημερίδα ζητούσε το πρόβλημα «να λυθεί με τη συνεργασία όλων των υπεύθυνων κομμάτων, ακόμη και του ΚΚΕ, πριν αυτή η χώρα βυθιστεί σε μια άβυσσο μίσους και βίας». Κρίνοντας από την άμεση ανταπόκρισή του, φαίνεται ότι το ΚΚΕ πήρε εγκαίρως το μήνυμα.

Υ.Γ.: Η αναβίωση της «άκρας αριστεράς» από το μνημονιακό μπλοκ και τις σελίδες των αστικών εφημερίδων (τις ίδιες που σήμερα προβιβάζουν τη στρατιωτική δικτατορία του ‘67 σε «βλακεία»…) θα απαιτούσε ένα ξεχωριστό άρθρο. Μέχρι τότε, και επειδή δεν χρειάζεται να γίνουμε όλοι κρετίνοι στην προσπάθεια να διαφοροποιηθούμε από φαινόμενα των ημερών που (προφανώς) δεν συμμεριζόμαστε, προσωπικά θεωρώ τίτλο τιμής για τη σημερινή ριζοσπαστική αριστερά να την ταυτίζουν με την «άκρα αριστερά του ’70»: στην ελληνική της εκδοχή, η αριστερά αυτή πρωταγωνίστησε στον αντιδικτατορικό αγώνα και το Πολυτεχνείο, στη γαλλική είχε ήδη στο ενεργητικό της το Μάη του ’68, ενώ στην ιταλική έδινε σκληρές μάχες στα εργοστάσια, επιλέγοντας έναν δρόμο πέραν του Ιστορικού Συμβιβασμού και της αριστερής τρομοκρατίας. Την ταχυδακτυλουργική ταύτιση αυτού του πολιτικού και αξιακού φορτίου με την άκρα δεξιά, είναι σε θέση να την κάνουν ή να την υπαινίσσονται σήμερα μόνο οι όψιμοι συνοδοιπόροι της τελευταίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: