Πέμπτη 14 Ιουλίου 2011

Διεθνής Καπιταλιστική Κρίση και απάντηση του εργατικού λαϊκού κινήματος

You Pay Your Crisis


Πέμπτη, 14 Ιουλίου 2011




Πρωτοβουλία Οικονομολόγων και Πανεπιστημιακών


ΕΙΣΑΓΩΓΗ


Πριν ένα χρόνο, με τη διακήρυξη της «Πρωτοβουλίας Οικονομολόγων και Επιστημόνων», τριάντα αριστεροί οικονομολόγοι και πανεπιστημιακοί από διαφορετικούς ιδεολογικούς χώρους και με διαφορετικές πολιτικές καταβολές υψώσαμε φωνή αντίστασης στην καταστροφική πολιτική -για τους εργαζόμενους και τα μικρομεσαία στρώματα -της κυβέρνησης – ΔΝΤ- ΕΕ με την υπογραφή του επαίσχυντου μνημονίου και προτείναμε προς τους εργαζόμενους της χώρας να παλέψουν για την επιβολή ενός προγράμματος με βασικούς άξονες πάλης : παύση πληρωμών-διαγραφή του χρέους, έξοδο από το ευρώ-ΟΝΕ, κρατικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων, αυξήσεις σε μισθούς-συντάξεις, αύξηση των δαπανών για παιδεία, υγεία, κοινωνική ασφάλιση. Κρίνουμε τη μέχρι σήμερα πορεία της πρωτοβουλίας θετική, παρ όλες τις ανεπάρκειες και τις αδυναμίες της , αφού αν μη τι άλλο, με τις θέσεις της άνοιξε το διάλογο και την αντιπαράθεση τόσο μέσα στην Αριστερά , αλλά κυρίως μέσα στους εργαζόμενους και την ελληνική κοινωνία για το με «ποιους στόχους πάλης» πρέπει το εργατικό -λαϊκό κίνημα να απαντήσει στην άνευ προηγουμένου επίθεση που δέχεται από το κεφάλαιο και τον αστικό συνασπισμό εξουσίας(αστικά κόμματα, ΣΕΒ, ΕΕ,ΔΝΤ,ΜΜΕ ,κλπ) για να ξεπεράσει την κρίση του, φορτώνοντας τα βάρη της στις πλάτες των εργαζομένων. Φυσικά, η πρωτοβουλία μας δεν φιλοδοξούσε , δεν μπορούσε και δεν μπορεί να δώσει μια ολοκληρωμένη πολιτική απάντηση στο μεγάλο ζήτημα της καπιταλιστικής κρίσης αφού δεν είναι, ούτε και θα γίνει πολιτικός φορέας. Ωστόσο, μπορεί και πρέπει ,λόγω της τεράστιας σημασίας που έχει αποκτήσει για τη ζωή δις εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο, να πάρει θέση για τα αίτια ,το χαρακτήρα, την εξέλιξή της, αλλά και να δώσει ένα γενικό περίγραμμα μιας πολιτικής απάντησης προς όφελος των εργαζομένων.
1. ΟΙ ΑΙΤΙΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΚΡΙΣΗΣ
Η παρούσα διεθνής καπιταλιστική κρίση είναι μια κρίση-σταθμός κι όχι μια τρέχουσα διακύμανση του καπιταλιστικού κύκλου. Δεν είναι μια αυτοτελής κρίση και πολύ περισσότερο δεν είναι μόνο, η κυρίως, μια χρηματοπιστωτική κρίση, όπως διατυμπανίζουν οι αστοί οικονομολόγοι. Είναι συνέχεια, αλλά και ταυτόχρονα , μια μεγάλη τομή στη δομική κρίση του 1973 που έχει τη βάση της στην διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής, εκεί που δημιουργείται και αποσπάται η υπεραξία. Η οικονομική κρίση του 1973 οδήγησε την παγκόσμια οικονομία σε ένα μακρύ κύμα καθοδικής πορείας με αναιμικές ανακάμψεις (1973-2007), που διακόπτονταν από ενδιάμεσους κρισιακούς σταθμούς, όπως οι κρίσεις του 1982(πετρελαϊκή), 1987(χρηματιστηριακή ΗΠΑ), 1992-93(Ιαπωνία), 1997-98(Ρωσία-Αν. Ασία), 2000-1(Νέα Οικονομία ΗΠΑ), φτάνοντας μέχρι την πιστωτική επέκταση του 2001-2006 και το ξέσπασμα της παρούσας κρίσης στην κτηματική αγορά των ΗΠΑ το καλοκαίρι του 2007. Η εκτίμησή μας για κρίση-τομή-σταθμό στην ιστορία των καπιταλιστικών κρίσεων, βασίζεται στην πρωτοφανή διάρκεια, την ένταση, το βάθος, αλλά και στη μετεξέλιξή της από παραγωγική, σε χρηματοπιστωτική και σε δημοσιονομική, που απειλεί με χρεοκοπία ακόμα και καπιταλιστικά κράτη. Έχει πίσω της μια περίοδο τριάντα πέντε χρόνων καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων σε όλους τους τομείς (οικονομικό, κοινωνικό, ιδεολογικό, πολιτικό) με στόχο να ανακάμψει η κερδοφορία του κεφαλαίου. Οι προσπάθειες αυτές απέτυχαν. Όπως δείχνουν τα στοιχεία το ποσοστό κέρδους κινείται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας και με καθοδική-πτωτική τάση, επιβεβαιώνοντας το νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, όπως διατυπώθηκε από τον Μαρξ. Συγκεκριμένα, από το 1970 και ανά δεκαετία μέχρι το 2007, όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα, το ποσοστό κέρδους στη μεταποίηση των τριών πιο ανεπτυγμένων καπιταλιστικά χωρών (ΗΠΑ, Γερμανία, Ιαπωνία), έχει ως εξής: (στοιχεία Ρ. Μπρέννερ)
πίσης τα στοιχεία δείχνουν ότι και ο ρυθμός του παγκόσμιου ΑΕΠ αρχής γεννωμένης από τη δεκαετία του 1970 βαίνει μειούμενος ξεκινώντας λίγο πάνω από το 4% τη δεκαετία 1970-1979 και πέφτει περίπου κατά 1% για κάθε μια από τις δυο επόμενες δεκαετίες μέχρι και το 2000.Την περίοδο 2001-2007 παρουσιάζει μια μικρή ανάκαμψη για να φτάσει το 2007 λίγο κάτω από το 3%.


1α. Πως φτάσαμε ως εδώ


Το τέλος της «χρυσής εποχής» μετά το Β παγκόσμιο πόλεμο με τους υψηλούς ρυθμούς καπιταλιστικής συσσώρευσης και το ξέσπασμα της κρίσης του 1973, ήταν αποτέλεσμα του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους στις ιδιαίτερες συνθήκες εκείνης της εποχής. Οι προσπάθειες επίλυσης της κρίσης με τη χρησιμοποίηση κευνσιανών μέτρων που στόχευαν στην τόνωση της συνολικής «ενεργούς ζήτησης» δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα, γιατί το πρόβλημα του συστήματος δεν ήταν η έλλειψη επαρκούς ζήτησης, αλλά η χαμηλή κερδοφορία του κεφαλαίου, που οφείλεται στην αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, στην συνεπακόλουθη πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους με αποτέλεσμα την υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου. Ταυτόχρονα, οι κευνσιανές πολιτικές οδήγησαν σε στασιμοπληθωρισμό ,δηλ. στασιμότητα στην παραγωγή και υψηλό πληθωρισμό. Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι ήδη από τον Αύγουστο του 1971 με την κατάργηση του συστήματος των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών του Bretton-Woods(1944-1971) που στηριζόταν στον κανόνα χρυσού, αλλά και με την κατάργηση από τις ΗΠΑ την Πρωτοχρονιά του 1974 των περιορισμών στις διεθνείς κινήσεις κεφαλαίων και την απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού τους συστήματος αναβαθμίζεται σταδιακά ο ρόλος του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου στο πλαίσιο της διαδικασίας συσσώρευσης του κεφαλαίου. Ο αναβαθμισμένος ρόλος του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου γίνεται για πρώτη φορά σαφής με την κρίση του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης το 1987.
Η αποτυχία στην αντιμετώπιση της κρίσης και η έντονη ύφεση του τέλους της δεκαετίας του 70, σε συνδυασμό με το χαμηλό επίπεδο της ταξικής πάλης οδήγησε το κεφάλαιο, στις αρχές της δεκαετίας του 80 με επικεφαλής τις ΗΠΑ , στην αλλαγή αυτής της πολιτικής και στην αντικατάστασή της από την αντιπληθωριστική πολιτική, τη λεγόμενη δημοσιονομική πειθαρχία (μηδενικό δημόσιο έλλειμμα και χαμηλό δημόσιο χρέος) και, κυρίως, σε ριζικές αναδιαρθρώσεις σε όλους τους τομείς με στόχο την αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Έτσι προωθούνται νέες αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις στον τομέα της παραγωγής-εργασίας. Εμφανίζονται δηλαδή οι πρώτες μορφές της «νεοφιλελεύθερης» διαχείρισης της κρίσης. Οι αναδιαρθρώσεις αυτές στηρίζονται στην αναβαθμισμένη παρουσία της απόλυτης υπεράξιας, χωρίς όμως η απόσπαση της σχετικής υπεραξίας να χάνει τον καθοριστικό ρόλο της στα πλαίσια της οργανικής τους διαπλοκής. Εμφανίζονται οι μορφές ευέλικτης και ελαστικής εργασίας. Στο επίπεδο της διανομής του εισοδήματος ισχυροποιούνται οι πολιτικές λιτότητας με μειώσεις στις αυξήσεις των μισθών και εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια περιορισμού του «κοινωνικού κράτους». Οι αλλαγές αυτές οδήγησαν σε μεγάλη άνοδο του ποσοστού υπεραξίας , αλλά όχι στην απαιτουμένη αύξηση του ρυθμού ανόδου της παραγωγικότητας της εργασίας, που σε συνδυασμό με την πτώση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, τη μείωση της μη παραγωγικής εργασίας σε σχέση με την παραγωγική, αλλά και άλλους παράγοντες, βοηθούν στην αύξηση του ποσοστού κέρδους. Έτσι δεν ανέκαμψε στον απαιτούμενο βαθμό η κερδοφορία του κεφαλαίου.


1β. Η διαμόρφωση των αντιφάσεων που οδήγησαν στην κρίση.


Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και μετά, επιχειρήθηκε να επιταχυνθεί η συσσώρευση και να ξεπεραστούν τα προβλήματα στην κερδοφορία του κεφαλαίου. Στο επίπεδο της παραγωγής-εργασίας, με κυρίαρχο και καθοριστικό πάντα το ρόλο της σχετικής υπεραξίας, αυξάνεται ακόμα περισσότερο το ειδικό βάρος της απόλυτης υπεραξίας. Διευρύνονται οι ελαστικές μορφές απασχόλησης. Ο νέος συνδυασμός τεχνικών απόσπασης σχετικής και απόλυτης υπεραξίας, και η ακόμα μεγαλύτερη στροφή του κεφαλαίου από τον τομέα της παραγωγής στο χρηματοπιστωτικό τομέα, οδήγησε σε επιτάχυνση της διαδικασίας συσσώρευσης στις ΗΠΑ την περίοδο 1995-2000. Στο επίπεδο διανομής του εισοδήματος ενισχύονται ακόμα πιο πολύ η λιτότητα, εμφανίζονται τάσεις κατάργησης του «κοινωνικού» κράτους. Παρόλα αυτά όμως - και σε σύγκριση με τη «χρυσή εποχή» οι ρυθμοί ανάπτυξης και κερδοφορίας δεν ανακάμπτουν ικανοποιητικά για το κεφάλαιο. Η απάντηση σ’ αυτό, από τη μεριά του καπιταλισμού, ήταν η διατήρηση των επιτοκίων σε χαμηλά επίπεδα. Με αυτό τον τρόπο διευκολύνθηκε ο δανεισμός των χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων με απώτερο ζητούμενο αρχικά τη διατήρηση της κατανάλωσης σε υψηλά επίπεδα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα επίσης την αναβάθμιση της χρηματοπιστωτικής σφαίρας καθώς τα πλεονάζοντα κεφάλαια που δεν έβρισκαν σε άλλους τομείς της καπιταλιστικής παραγωγής επαρκή αξιοποίηση, λόγω της πτώσης του ποσοστού κέρδους, βρήκαν εκεί ασφαλές καταφύγιο. Αποτέλεσμα η δημιουργία της μεγαλύτερης μέχρι τότε χρηματιστηριακής φούσκας από την δεκαετία του 1920, που επηρέασε κατά κύριο λόγο τις τιμές των μετοχών της λεγόμενης «νέας οικονομίας», οι οποίες αποτελούσαν και την αιχμή του δόρατος της συσσώρευσης.
Όταν η φούσκα «έσπασε» την άνοιξη του 2000, η αμερικανική οικονομία αντιμετώπιζε τον κίνδυνο να εισέλθει σε βαθύτατη ύφεση. Όμως η ύφεση που ακολούθησε το 2001 δεν ήταν ιδιαίτερα έντονη. Η αποφυγή της βαθιάς ύφεσης εξασφαλίστηκε μέσω μέτρων όπως ο συνδυασμός παροξυσμικής επέκτασης της χρηματοπιστωτικής σφαίρας, φοροαπαλλαγών του κεφαλαίου και αυξημένων πολεμικών δαπανών. Από την πλευρά της νομισματικής πολιτικής, η κατάσταση αντιμετωπίστηκε με την ταχύτερη και πιο εκτεταμένη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής στην ιστορία των ΗΠΑ, ωθώντας τα επιτόκια από το 2000-2003 στο 1% που αποτελούσε το χαμηλότερο επίπεδο των 45 τελευταίων χρόνων. Η αποφυγή της ύφεσης συνεπαγόταν το κόστος της διατήρησης όχι μόνο των ανισορροπιών που είχαν οδηγήσει σε αυτή, αλλά και το επιπλέον πρόβλημα της υπερβάλλουσας ρευστότητας στην οικονομία, (λόγω της παρατεταμένης διατήρησης χαμηλών επιτοκίων) που οδήγησε στην ανεξέλεγκτη συμπεριφορά των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Έτσι, το τέλος της χρηματιστηριακής φούσκας διαδέχθηκε η φούσκα των ακινήτων ως το νέο προνομιακό πεδίο επέκτασης του χρηματικού κεφαλαίου σε συνθήκες χαμηλών επιτοκίων, προκειμένου να διατηρηθεί η κερδοφορία του κεφαλαίου. Αυτή η κρίση βρίσκεται σε εξέλιξη από το καλοκαίρι του 2007 και δεν είναι άλλη από την κρίση των λεγόμενων «δανείων χαμηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης» ή των «δανείων των φτωχών». Σημείο έναρξης για την τρέχουσα κρίση στάθηκε η αδυναμία αποπληρωμής, με μαζικούς μάλιστα όρους, των εν λόγω δανείων.
Το σημείο τομής, οπότε η παραπάνω διαδικασία διακόπτεται απότομα και αρχίζει να μετράει αντίστροφα ο χρόνος για το σκάσιμο της «φούσκας» των ακινήτων, τοποθετείται τον Ιούνιο του 2004. Τότε αρχίζουν να αυξάνονται τα επιτόκια του δολαρίου, όπου από το 1%, φτάνουν τον Ιούνιο του 2006 στο 5,25%, οπότε ο παραπάνω μηχανισμός παύει να λειτουργεί. Σταματά η χρηματοδότηση και η αναχρηματοδότηση των στεγαστικών δανείων και ξεκινά μια χωρίς προηγούμενο διαδικασία κατασχέσεων και αλυσιδωτών χρεοκοπιών. Επιπλέον, η άνοδος των επιτοκίων λειτούργησε «καταστροφικά» για το παραγωγικό κεφάλαιο, γιατί έκανε πιο δαπανηρές -και το ανάγκασε να μειώσει- τις επενδύσεις για τον εκσυγχρονισμό της παραγωγής και την ανανέωση του μηχανολογικού εξοπλισμού, γεγονός που οδήγησε σε σημαντική επιβράδυνση στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, με αποτέλεσμα την επιδείνωση του προβλήματος της μειωμένης κερδοφορίας του. Επομένως, η κρίση στην κτηματική αγορά αποκάλυψε και όξυνε το βαθύτερο πρόβλημα του παραγωγικού κεφαλαίου, που δεν είναι άλλο από την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους.
Οι κυριότερες κεντρικές τράπεζες για να αντιμετωπίσουν την κρίση των «δανείων των φτωχών» κινήθηκαν, ξανά, όπως και στην κρίση των μετοχών της «νέας οικονομίας», στην κατεύθυνση της λεγόμενης πολιτικής των μηδενικών επιτοκίων. Αυτή τη φόρα όμως δεν κατάφεραν να αποφύγουν την βαθιά ύφεση της περιόδου 2007-2009. Έτσι ήρθαν στην επιφάνεια τα όρια και τα αδιέξοδα της νομισματικής πολιτικής. Η καθίζηση όλων ανεξαιρέτως των χρηματιστηρίων του κόσμου που ακολούθησε, σήμανε κι ένα νέο γύρο κρίσης, από τη στιγμή που οι αγορές κεφαλαίων μετατράπηκαν σε μέσο με το οποίο αλώθηκαν κλάδοι και επιχειρήσεις άσχετοι με τα στεγαστικά δάνεια των ΗΠΑ. Τα χρηματιστήρια έτσι έγιναν παράγοντας γενίκευσης και επιδείνωσης της κρίσης.
Τα τρισεκατομμύρια των δολαρίων , των ευρώ και των άλλων νομισμάτων που έριξαν όλες οι κυβερνήσεις του κόσμου, για να μην καταρρεύσει το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα, μετέτρεψαν την κρίση από παραγωγική και χρηματοπιστωτική σε δημοσιονομική, απειλώντας με χρεοκοπία ολόκληρα κράτη. Τελευταία ,μάλιστα, έχει πάρει, μέσω των συναλλαγματικών ισοτιμιών, τη μορφή του οξυμένου νομισματικού πολέμου.








2. ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ


Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος η διεθνής κρίση του 2007-2009 οδήγησε το 2009 σε μείωση του παγκόσμιου ΑΕΠ κατά 0,6% για πρώτη φορά μετά το 1946 . Το ΑΕΠ των ΗΠΑ, Ιαπωνίας , ζώνης του ευρώ κατά το 2009 παρουσιάζει % μείωση αντίστοιχα κατά 2,6/6,3/4,1. Αυξάνεται % αντίστοιχα το 2010 κατά 2,9/4,3/1,8. Ενώ σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ εκτιμάται ότι άνοδος θα υπάρξει στο ΑΕΠ το 2011 κατ αντιστοιχία κατά 2,2/1,7/1,7. Η αναδυόμενη Κίνα παρουσίασε συνεχή άνοδο στο ΑΕΠ της 2009(9,2%),2010(10,3%) και 2011(9,7%). Από το 2010 εμφανίζονται στην παγκόσμια οικονομία ορισμένα σημάδια αναιμικής και ανισόμετρης ανάκαμψης. Η ανάκαμψη της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας το 2010 διαφέρει από χώρα σε χώρα. Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ των ανεπτυγμένων καπιταλιστικά χωρών το 2010 κυμάνθηκε στο 3% έναντι -3,4% το 2009, ενώ των αναπτυσσόμενων χωρών στο 7,1% έναντι 2,9% το 2009 ,με καθοριστική τη συμβολή της Ινδίας, αλλά κυρίως της Κίνας. Ενδεικτικό στοιχείο της ανάκαμψης αποτέλεσε και το παγκόσμιο εμπόριο εμπορευμάτων και υπηρεσιών που έφτασε στα προ της κρίσης επίπεδα, σημειώνοντας άνοδο κατά 12% το 2010, έναντι πτώσης κατά 10,7% το 2009. Ενώ προβλέπεται και αύξησή του κατά 7,1% το 2011. Εκτιμάται ότι για το 2011 θα υπάρξει επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ στο 4,4% και θα διαμορφωθεί στο 2,5% για τις αναπτυγμένες, ενώ στο 6,5% για τις αναπτυσσόμενες χώρες. Ασφαλώς και δεν πρέπει η ανάκαμψη να ταυτίζεται με την έξοδο από την κρίση, γιατί όπως έχει αποδειχτεί και εμπειρικά, η πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους μπορεί να συνυπάρχει ακόμα και με υψηλούς ρυθμούς ανόδου του ΑΕΠ. Επομένως για να διαφανούν ελπίδες για διέξοδο από την κρίση από αστική σκοπιά, πρέπει να ανακοπεί, έστω προσωρινά και βραχυπρόθεσμα, η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους και να επανέλθει στα απαιτούμενα επίπεδα η κερδοφορία του κεφαλαίου. Πράγμα που εκτός άλλων προϋποθέσεων, απαιτεί και προϋποθέτει την άνοδο της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, τη μαζική επέκταση της σχετικής και, σήμερα, της απόλυτης εξαθλίωσης ευρύτατων εργατικών και λαϊκών στρωμάτων, καθώς και την ταχύρυθμη ανατροπή των εργασιακών σχέσεων στην κατεύθυνση της γενίκευσης της ελαστικής εργασίας. Οι ελπίδες του κεφαλαίου για έξοδο από την κρίση γίνονται ακόμα πιο δύσκολες από την συνεχή άνοδο της τιμής του πετρελαίου, την αύξηση της τιμής των τροφίμων που θα επαναφέρει στο προσκήνιο το επισιτιστικό πρόβλημα, την άνοδο των επιτοκίων δανεισμού από την ΕΚΤ και την FED, και τον καταστροφικό σεισμό και το ατύχημα στους σταθμούς πυρηνικής ενέργειας στην Ιαπωνία, γεγονότα και καταστάσεις, που θα ενισχύσουν τις τρέχουσες πληθωριστικές πιέσεις, θέτοντας τις βάσεις για τα πρώτα σημάδια επανεμφάνισης του στασιμοπληθωρισμού. Εκτιμούμε ότι η κρίση θα οξυνθεί ακόμα περισσότερο μέσα στο 2011-12 λόγω της δημοσιονομικής κρίσης, και της κρίσης χρέους τόσο των ΗΠΑ , της Μ. Βρετανίας, όσο και χωρών -μελών της ζώνης του ευρώ, που η χρεοκοπία κάποιων απ αυτές -με πρώτες σε υποψηφιότητα την Ιρλανδία, την Ελλάδα και την Πορτογαλία- θα προκαλέσει αλυσιδωτές αρνητικές επιπτώσεις στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα.


3. ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΕΝΩΣΗ


Η διεθνής καπιταλιστική κρίση αφορά και την Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία δοκιμάστηκε και δοκιμάζεται - εξ ίσου οδυνηρά αν και με μια διαφορά φάσης σε σχέση με τις ΗΠΑ- από την τρέχουσα κρίση. Μέχρι πολύ πρόσφατα (2005-2006) η ευρωπαϊκή οικονομία υστερούσε έναντι της αμερικανικής σε ότι αφορά τους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης. Η διαφορά μεταξύ της οικονομίας των ΗΠΑ και της Ευρώπης αποδόθηκε από τους κύκλους του κεφαλαίου της ΕΕ στην έγκαιρη εφαρμογή από το κεφάλαιο στις ΗΠΑ των νέων τεχνικών απόσπασης απόλυτης και σχετικής υπεραξίας με τρόπο που κατά το δυνατόν πιο έγκαιρα να αντισταθμίζει την αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Αξίζει να σημειωθεί ότι στις τρεις μεγαλύτερες χώρες της ΕΕ (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία) παρά το γεγονός ότι οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αλλά και η επένδυση σε νέες τεχνολογίες πολλές φορές κατά τις δεκαετίες του 1980 και 1990 ήταν η υψηλότερη σε παγκόσμια κλίμακα, δεν συνοδεύτηκαν με ταυτόχρονη μεταβολή των εργασιακών σχέσεων και την αναμόρφωση του «κοινωνικού κράτους» με τρόπο επωφελή για το κεφάλαιο ,εξαιτίας της ισχυρής παρουσίας μεταπολεμικά Αριστεράς και εργατικού κινήματος σε όλες του τις μορφές (κομμουνιστικό, σοσιαλδημοκρατικό-ρεφορμιστικό). Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα η ΕΕ να «χάσει» σε ανταγωνιστικότητα έναντι των Αμερικανών ανταγωνιστών της. Παρ’ όλα αυτά (και υπό το βάρος του ανταγωνισμού των κεφαλαίων), έστω και με κάποια καθυστέρηση, βρίσκεται σε εξέλιξη μια γιγαντιαία προσπάθεια επαναπροσδιορισμού τόσο των εργασιακών σχέσεων όσο και των στοιχείων του «κοινωνικού» κράτους υπέρ του κεφαλαίου και αποτελούν τη στρατηγική απάντηση του ευρωπαϊκού καπιταλισμού για την υπέρβαση της κρίσης, αλλά και το κατ’ εξοχήν πεδίο ταξικής αντιπαράθεσης την τρέχουσα ιστορική περίοδο.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εξελίξεις στη ζώνη του ευρώ, που βρίσκεται και η Ελλάδα. Μετά την κρίση 2007-2009 όπου το ΑΕΠ κινήθηκε αρνητικά το 2009 κατά 4,1%, το 2010 παρουσιάστηκε ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας με κινητήριο μοχλό τις εξαγωγές κυρίως της Γερμανίας η οποία σημείωσε υψηλούς ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ της 3,6%. Οι υπόλοιπες χώρες- με εξαίρεση τη Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Ισπανία οι όποιες είχαν αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης- παρουσίασαν μέτριες έως χαμηλές επιδόσεις. Και εδώ όμως, όπως και παγκόσμια , σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, για το 2011 η ανάπτυξη θα κυμανθεί στο 1,5% έναντι 1,8% του 2010. Η ανεργία προβλέπεται να παραμείνει σταθερή γύρω στο 10%, ενώ και η Γερμανία θα έχει καθοδικούς ρυθμούς φτάνοντας στο 2,2%. Ελλάδα και Πορτογαλία θα κινηθούν με αρνητικούς ρυθμούς, ενώ Ισπανία και Ιρλανδία προβλέπεται, πάντα κατά το ΔΝΤ, να σημειώσουν χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Ανοδικά κινήθηκε ο πληθωρισμός, όπου από 0,3% το 2009 έφτασε το 1,6% το 2010, ενώ για το 2011 αναμένεται να κυμανθεί από 1,3%-2,3%. Η κρίση και ο παροξυσμός που γνώρισε το δημοσιονομικό πρόβλημα, ιδιαίτερα των ασθενέστερων χωρών του Νότου λόγω της πρωτοφανούς χρηματοδότησης των τραπεζών από τους κρατικούς προϋπολογισμούς για να μην καταρρεύσουν, οδήγησε την ΕΕ σε αποφάσεις στρατηγικής σημασίας στη σύνοδο της 25ης Μαρτίου 2011. Εκεί το ευρωπαϊκό κεφάλαιο αποφάσισε την δημιουργία Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) που θα υποκαταστήσει από το 2013 τους υπάρχοντες μηχανισμούς. Ο ΕΜΣ αφορά τις χώρες της ζώνης του ευρώ και όσες άλλες προσφερθούν να συμμετάσχουν στις οποίες θα δίνει βοήθεια όταν τη χρειάζονται. Η βοήθεια θα βασίζεται σε ένα πρόγραμμα αυστηρής οικονομικής και δημοσιονομικής προσαρμογής-πειθαρχίας. Προετοιμάζει πλαίσιο για ελεγχόμενες χρεοκοπίες. Εισάγεται το «Σύμφωνο για το ευρώ». Αυτό προβλέπει : Μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι: «Το κόστος εργασίας θα παρακολουθείται μέσω της σύγκρισης με τις εξελίξεις σε άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ και τους κυριότερους συγκρίσιμους εμπορικούς εταίρους». Δηλ. τηρουμένων των αναλογιών οδηγούμαστε σε μισθούς Κίνας ,η πιο σωστά, σε μισθούς πείνας. Περαιτέρω «ελαστικοποίηση» των εργασιακών σχέσεων. Μειώσεις των συντελεστών φορολόγησης του κεφαλαίου. Αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, ως αποτέλεσμα της εναρμόνισης των ορίων συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο όριο ζωής. Κατοχύρωση ανώτατων ορίων για το χρέος και το έλλειμμα. Το «Σύμφωνο για το ευρώ» δεσμεύτηκαν να το εφαρμόσουν εθελοντικά και έξι χώρες που δεν ανήκουν στη ευρωζώνη, αλλά που είναι μέλη της ΕΕ ( Ρουμανία , Βουλγαρία, Δανία, Πολωνία, Λετονία, Λιθουανία).
Εκτιμούμε ότι αυτές οι εξελίξεις και οι επικείμενες αλλαγές εντός του 2011 μεταλλάσσουν το χαρακτήρα της ΕΕ σε ακόμα πιο αντιδραστική –ολοκληρωτική κατεύθυνση. Θα εντείνουν την ανισόμετρη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη των χωρών- μελών της ΕΕ και θα συνοδευτούν με ένταση των μέτρων καταστολής. Δεν πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο της απομάκρυνσης κάποιων χωρών- μελών ή ακόμα και διάλυσης της ευρωζώνης και κατ’ επέκταση και της ΕΕ, κάτω από το βάρος των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και αντιθέσεων. Πιθανότητα που αν υλοποιηθεί θα ξεκινήσει τις διαδικασίες για μια νέα αντιδραστική καπιταλιστική ολοκλήρωση. Με τις τελευταίες εξελίξεις γίνεται με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο φανερό στα μάτια των εργαζομένων όλης της Ευρώπης ότι: Η υπαρκτή κρίση χρέους των χωρών της Ε.Ε, αλλά και πολλών χωρών του κόσμου, είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη διεθνή καπιταλιστική κρίση. Αποτελεί ειδική μορφή εκδήλωσής της, που έφτασε σε σημείο παροξυσμού από τα τρις που δόθηκαν στις τράπεζες για να μην καταρρεύσουν. Οι αστικές τάξεις των χωρών της ΟΝΕ και της ΕΕ, παρά τις μεταξύ τους αντιθέσεις, αξιοποιούν το υπαρκτό δημοσιονομικό πρόβλημα, κυρίως των χωρών του Ευρωπαϊκού νότου, και πραγματοποιούν αλλαγές τόσο στο επίπεδο του κεφαλαίου, όσο και στο επίπεδο της εργασίας, στην προσπάθεια τους να υπερβούν την κρίση υπερσυσσώρευσης. Έτσι σε ότι αφορά το κεφάλαιο εντείνεται η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου μέσω των συγχωνεύσεων και εξαγορών, οδηγώντας σε απαξίωση κεφάλαια που δεν μπορούν να επιβιώσουν. Σε ότι αφορά την εργασία επιδιώκουν τη μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης, είτε μέσω της μείωσης της αξίας των μέσων συντήρησής της, είτε με τη χειροτέρευση του ιστορικά και κοινωνικά διαμορφωμένου επιπέδου διαβίωσής της. Η προσπάθεια γενίκευσης της ελαστικής εργασίας που επιχειρείται από τη μεριά του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, αποτελεί το κυρίαρχο μέσο των αλλαγών στην οργάνωση της εργασιακής διαδικασίας. Η ελαστική εργασία λειτουργεί ως ένας από τους παράγοντες που αντισταθμίζουν την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους γιατί :α) Σε συνδυασμό με τα νέα μέσα παράγωγης μειώνει τον αναγκαίο χρόνο εργασίας αυξάνοντας το ποσοστό υπεραξίας. β) Έχει την τάση να μειώνει τον πραγματικό μισθό, γεγονός που αυξάνει την απόλυτη υπεραξία. γ)Αυξάνει την παραγωγικότητα του κεφαλαίου μέσω της εξοικονόμησης σταθερού κεφαλαίου. δ)Βάζει φραγμό στην τάση μείωσης της ζωντανής εργασίας στην παράγωγη, σε σχέση με το συνολικό κεφάλαιο που αυτή κινεί. ε)Παρουσιάζεται από την πλευρά του ευρωπαϊκού κεφαλαίου σαν αναγκαιότητα που επιβάλλεται από την αύξηση της παραγωγικότητας, της ανταγωνιστικότητας, της «παγκοσμιοποίησης» και πάνω απ όλα σαν τρόπος καταπολέμησης της ανεργίας.
Εκτός από το σφαγιασμό των εργατικών μισθών (κατάργηση του κατώτατου ορίου μισθού, μειώσεις αποδοχών, σύνδεση μισθών-παραγωγικότητας) και τη γενίκευση της ελαστικής εργασίας (συμβάσεις ορισμένου χρόνου, εποχιακή απασχόληση, απελευθέρωση απολύσεων, άρση μονιμότητας στο δημόσιο κλπ) που αποτελούν τον άμεσο μισθό, στη λαιμητόμο μπαίνει και ο έμμεσος μισθός, η αλλιώς το λεγόμενο κράτος πρόνοιας. Δημόσια διακηρυγμένος στόχος τους είναι η συρρίκνωση και η πλήρης ιδιωτικοποίηση της ασφάλισης, της υγείας, της παιδείας και κάθε δημόσιου αγαθού.



4. ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΕΛΛΑΔΑ


Στην παραπάνω κατεύθυνση του ευρωπαϊκού κεφαλαίου για έξοδο από την κρίση σε βάρος της εργασίας, κινείται και το ελληνικό κεφάλαιο. Η κοινή στρατηγική του ελληνικού και ευρωπαϊκού κεφαλαίου κινείται με βάση τις σχέσεις συμμαχίας (απέναντι στη ευρωπαϊκή εργατική τάξη)-ανταγωνισμού (μεταξύ των κεφαλαίων) που διαμορφώνονται στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, της ΕΕ. Βέβαια τέτοιες σχέσεις συμμαχίας-ανταγωνισμού, τηρουμένων των αναλογιών, υπάρχουν και μέσα στους κόλπους της ελληνικής αστικής τάξης.
Ένα χρόνο μετά την εφαρμογή του Μνημονίου και με αφορμή τη δημοσιονομική κατάρρευση και την ουσιαστική χρεοκοπία της χώρας, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ σε συνεργασία με το ελληνικό κεφάλαιο, την ΕΕ, το ΔΝΤ, τη Ν.Δ -παρά τη μη ψήφιση του Μνημονίου- το ΛΑΟΣ, τη Δημοκρατική συμμαχία και τα ΜΜΕ, προσπαθεί και –μέχρι τώρα σε ένα βαθμό τα έχει καταφέρει- να πραγματοποιήσει στον ελληνικό κοινωνικό-οικονομικό σχηματισμό, ένα μεγάλο μέρος των βαθιών αντιδραστικών αλλαγών-τομών που προαναφέρθηκαν. Τομές που επί δεκαετίες αποτελούσαν διακαή πόθο της ελληνικής αστικής τάξης. Μάλιστα με την υπαγωγή στο Μνημόνιο η Ελλάδα λειτουργεί σαν πιλότος-οδηγός για την εφαρμογή αυτών των αλλαγών σε όλη την ΕΕ. Οι συνεχόμενες αλλαγές (εργασιακές σχέσεις, ασφαλιστικό σύστημα, υγεία, παιδεία κλπ.) που βρίσκονται σε εξέλιξη και στοχεύουν στην αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου, έχουν επιφέρει ραγδαία επιδείνωση στη ζωή της εργατικής τάξης και των μικρομεσαίων στρωμάτων της πόλης και του χωριού. Η πανευρωπαϊκή πολιτική του κεφαλαίου που εφαρμόζεται και στην Ελλάδα (με βασικούς άξονες: την «εσωτερική υποτίμηση» που προϋποθέτει και απαιτεί την καταβαράθρωση των μισθών και των συντάξεων, τη φορομπηξία για τα μικρομεσαία στρώματα, τις φοροαπαλλαγές στο κεφάλαιο, τις ιδιωτικοποιήσεις, κλπ.), έχει οδηγήσει σε βαθιά ύφεση την οικονομία και την εκτίναξη της ανεργίας σε δυσθεώρητα ύψη. Και όλα αυτά με το πρόσχημα της αποπληρωμής του δημόσιου χρέους. Ενός χρέους για τη δημιουργία του οποίου δεν ευθύνονται οι εργαζόμενοι, αλλά : οι φοροαπαλλαγές , η χαμηλή φορολόγηση, οι επιδοτήσεις στο κεφάλαιο, η συμμετοχή στην ΕΟΚ/ΕΕ, οι Νατοϊκές δαπάνες και οι εξοπλισμοί, η συμμετοχή σε εκστρατευτικά σώματα (Γιουγκοσλαβία, Αφγανιστάν, Ιράκ κλπ), οι μίζες στους ημέτερους (Ζίμενς ,υποβρύχια κ.α) . Και φυσικά τα 108 δις ευρώ που έχουν δοθεί μέχρι τώρα- με τη μορφή εγγυήσεων, αλλά και μετρητών- για τους νόμιμους τοκογλύφους των τραπεζών για να μην καταρρεύσουν μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Γεγονός που λειτούργησε σαν τη «σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι» στο προϋπάρχον πρόβλημα του δημοσίου χρέους, οδηγώντας το σε παροξυσμό, φτάνοντας στο τέλος του 2010 τα 340 δις ευρώ ή 149% του ΑΕΠ. Το δημόσιο χρέος άλλωστε αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο της λειτουργίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Όπως έλεγε ο Μαρξ: «Το δημόσιο χρέος γίνεται ένας από τους πιο δραστικούς μοχλούς της πρωταρχικής συσσώρευσης . Σαν με μαγικό ραβδί προικίζει το μη παραγωγικό χρήμα με παραγωγική δύναμη και το μετατρέπει έτσι σε κεφάλαιο, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να εκτεθεί στους κόπους και στους κινδύνους που είναι αχώριστοι από τη βιομηχανική, μα ακόμα κι από την τοκογλυφική τοποθέτηση. Οι πιστωτές του δημοσίου στην πραγματικότητα δεν δίνουν τίποτα , γιατί το ποσό που δανείζουν μετατρέπεται σε κρατικά ευκολομεταβιβάσιμα χρεόγραφα, που στα χέρια τους εξακολουθούν να λειτουργούν όπως θα λειτουργούσαν αν ήταν ισόποσο μετρητό χρήμα…. Το δημόσιο χρέος έχει δημιουργήσει τις μετοχικές εταιρείες ,το εμπόριο με συναλλάξιμες αξίες όλων των ειδών , την επικαταλλαγή, με δυο λόγια:το παιχνίδι στο χρηματιστήριο και τη σύγχρονη τραπεζοκρατία». Επομένως δημόσιο χρέος και καπιταλισμός πάνε χέρι-χέρι.


4α Βάθεμα της εκμετάλλευσης–εκτίναξη της εξαθλίωσης


Τα αντιλαϊκά-αντεργατικά μέτρα που παίρνει η κυβέρνηση με την επίκληση της αποπληρωμής του δημόσιου χρέους όχι μόνο δεν πρόκειται να λύσουν το πρόβλημα, αλλά αποτελούν παράγοντα επιδείνωσής του. Η βέβαιη «αναδιάρθρωση» του δημόσιου χρέους, παρά τις διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης περί του αντιθέτου, (όποια μορφή κι αν πάρει: Είτε μέσω του «κουρέματος» της άξιας των ομολόγων, είτε μέσω της μείωσης των επιτοκίων δανεισμού με ταυτόχρονη επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του, είτε μέσω της πληρωμής μόνο του κεφαλαίου του δανείου που έχει συναφθεί με το ΔΝΤ και την ΕΚΤ, είτε μέσω του συνδυασμού όλων των παραπάνω, είτε μέσω οποιασδήποτε άλλης μορφής), είναι πρόταση που εξυπηρετεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου και θα συνοδευτεί από απανωτά μνημόνια διαρκείας. Οι αρχικοί πανηγυρισμοί της κυβέρνησης για τη μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ ήταν επικοινωνιακό τέχνασμα αφού γνώριζε πολύ καλά ότι η ΕΚΤ θα προχωρούσε, όπως και έγινε, σε αυξήσεις των επιτοκίων δανεισμού εντός του 2011.
Γενικότερα, την πλήρη αποτυχία της πολιτικής της κυβέρνησης- ΔΝΤ-Ε.Ε δείχνουν και τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος: Το 2010 το ΑΕΠ μειώθηκε -για δεύτερη συνεχόμενη χρόνια- πάνω από 4%, ενώ το 2009 είχε μειωθεί κατά 2,3 %. Μείωσή του πάνω από 3% προβλέπεται και για το 2011. Οι μέσες πραγματικές αποδοχές των μισθωτών στο σύνολο της οικονομίας μειώθηκαν κατά 9% το 2010, ενώ προβλέπεται ότι θα μειωθούν κατά 5% ακόμα το 2011. Τα στοιχεία της έρευνας απασχόλησης εργατικού δυναμικού για το Δεκέμβριο του 2010 που ανακοίνωσε η Ελληνική Στατιστική Αρχή, δείχνουν ότι η πολιτική αυτή οδηγεί σε απόλυτη εξαθλίωση και δυστυχία όλο και μεγαλύτερα τμήματα του ελληνικού λαού φέρνοντας αντιμέτωπους εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους με τον εφιάλτη της πείνας. Συγκεκριμένα: Το ποσοστό ανεργίας το Δεκέμβριο 2010 ανήλθε σε 14,8 έναντι 10,2 το Δεκέμβριο του 2009. Από το τέλος του 2009 μέχρι το τέλος του 2010 είχαμε μια πραγματική «εκτίναξη» της ανεργίας, αφού οι άνεργοι από 505.110 αυξήθηκαν κατά 228.535 και ανήλθαν στις 733.645(45,24%). Συνολικά μέσα σε δυο χρόνια, από 01/01/2009 έως 31/12/2010, οι άνεργοι αυξήθηκαν κατά 299.496 (68,98%)!! Για το 2011, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ η ανεργία θα φτάσει το 22%!!! Τον ταξικό χαρακτήρα των μέτρων της κυβέρνησης -ΔΝΤ-ΕΕ υπέρ του κεφαλαίου αποκαλύπτουν και τα στοιχεία της Euro stat (Μάρτιος 2011) σύμφωνα με τα οποία το τελευταίο τρίμηνο του 2010 το ωριαίο κόστος εργασίας στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 6,5%!!!, όταν τόσο το μέσο ωριαίο κόστος εργασίας στην ζώνη του ευρώ όσο και της ΕΕ παρουσίαζαν αύξηση κατά 1,6% και 2% αντίστοιχα σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2009. Ενώ και το κόστος που αφορά τις αποδοχές των εργαζομένων στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 5,5%!!!, έναντι αύξησης 1,4% για την ευρωζώνη και 2,1% για την Ε.Ε.


5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ


H παρούσα κρίση, δεν είναι μια «ακόμα κρίση» που αφορά την καθοδική φάση του οικονομικού κύκλου. Είναι δομική κρίση. Κρίση κοσμοϊστορικών διαστάσεων, που συγκρίνεται μόνο με τις κρίσεις του 1873-1895 και του 1929-1945. Ο πυρήνας της βρίσκεται στην άμεση διαδικασία παραγωγής εκεί που παράγεται και αποσπάται η υπεραξία. Είναι κρίση του νόμου της αξίας ,άρα και της υπεραξίας. Κατά συνέπεια είναι και κρίση χαμηλής κερδοφορίας και ασθενικής συσσώρευσης του κεφαλαίου σε τέτοιο σημείο ώστε να κλονίζεται η ομαλή συνέχιση της αναπαραγωγής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Επιβεβαίωσε, με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο σε σχέση με όλες τις προηγούμενες κρίσεις, ότι η συσσώρευση και η κερδοφορία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου γεννιέται και εξαρτάται, τελικά, από τη συσσώρευση του κεφαλαίου στην διαδικασία της άμεσης παραγωγής. Ότι, το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο μπορεί μόνο για ένα διάστημα να αυτονομηθεί και να κινηθεί ανεξάρτητα από το βιομηχανικό κεφάλαιο δημιουργώντας τις περιβόητες φούσκες, που το μόνο που μπορούν να πετύχουν είναι η χρονική αναβολή στην εκδήλωση της κρίσης. Έτσι κατέρριψε το μύθο και την ψευδαίσθηση που καλλιεργούν οι αστικές αντιλήψεις ότι το χρήμα μπορεί να αυτοαναπαράγεται και να «γεννάει» χρήμα ανεξάρτητα από τη διαδικασία της άμεσης παραγωγής και της κυκλοφορίας. Θα επιφέρει νέες τομές τόσο στο επίπεδο της βάσης όσο και στο επίπεδο του εποικοδομήματος των καπιταλιστικών χωρών όλου του κόσμου. Στο επίπεδο της παραγωγής-εργασίας: Η εκρηκτική αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας που βασίζεται στην όλο και μεγαλύτερη χρησιμοποίηση της τεχνολογίας στην παραγωγική διαδικασία, από τη μια, προϋποθέτει και απαιτεί την απόσπαση σχετικής υπεραξίας. Δηλ. προϋποθέτει και απαιτεί την αύξηση της αξίας της εργατικής δύναμης έτσι ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες (ειδίκευση, εκπαίδευση κλπ) που απαιτεί η αύξηση της παραγωγικότητας. Προϋποθέτει και απαιτεί τελικά την αύξηση των μισθών κάτω όμως από τα όρια της παραγωγικότητας της εργασίας. Ταυτόχρονα, από την άλλη, για να μπορεί η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας να λειτουργεί υπέρ της αύξησης των κερδών του κεφαλαίου, προϋποθέτει και απαιτεί τη μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης κάτω από το ιστορικό κοινωνικό όριο που η ίδια η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και οι ταξικοί αγώνες διαμορφώνουν. Δηλ. προϋποθέτει και απαιτεί την αύξηση της απόλυτης υπεραξίας. Προϋποθέτει και απαιτεί τη μείωση των μισθών. Από τη μια το κεφάλαιο αντικαθιστά όλο και περισσότερο τη ζωντανή εργασία με νεκρή, δηλ. με μηχανήματα (και σήμερα, με όλο και περισσότερο αυτοματοποιημένα μηχανήματα), με βάση τις δυνατότητες τεχνολογικής εξέλιξης, αλλά από την άλλη έχει ανάγκη από την διατήρηση και αύξηση της ζωντανής εργασίας, που μόνο αυτή παράγει υπεραξία. Αυτές οι εσωτερικές αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής οδηγούν το κεφάλαιο στην αναζήτηση νέων συνδυασμών απόσπασης σχετικής και απόλυτης υπεραξίας, έτσι ώστε να αυξάνεται στο σύνολό της η απόσπαση υπεραξίας. Η κρίση που βιώνουμε ανέδειξε τις αντιφάσεις και τα όρια των μέχρι τώρα προσπαθειών του κεφαλαίου για αύξηση της απόσπασης υπεραξίας. Για πρώτη φορά το κεφάλαιο, σε τέτοια κλίμακα και με τέτοια ένταση, μετά το ξέσπασμα της κρίσης, όχι μόνο προσπαθεί να αυξήσει συνολικά την απόσπαση σχετικής και απόλυτης υπεράξιας, αλλά επιχειρεί να αλλάξει τη μεταξύ τους αναλογία ρίχνοντας το βάρος στους τρόπους απόσπασης απόλυτης υπεραξίας. Αυτό, προϋποθέτει και απαιτεί στο επίπεδο των εργασιακών σχέσεων, τον περιορισμό έως την κατάργηση της μόνιμης και σταθερής απασχόλησης (οκτάωρο) και τη γενίκευση της ελαστικής-ευέλικτης εργασίας. Έχει σχέση με τη διπλή αντικειμενική κίνηση του κεφαλαίου που επιχειρεί να συνδυάσει τη σχετική και την απόλυτη υπεραξία με τέτοιο τρόπο που να αναχαιτίζει την τάση μείωσης της σχετικής υπεραξίας, να πολλαπλασιάζει το χρόνο της απλήρωτης δουλειάς(απόλυτη υπεραξία), να βάζει διπλό φραγμό στην τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους. Αυτό δε σημαίνει ότι οι μέθοδοι απόσπασης απόλυτης υπεραξίας θα ηγεμονεύσουν έναντι αυτών της σχετικής υπεραξίας γυρνώντας στα πρώιμα καπιταλιστικά χαρακτηριστικά. Άλλωστε η απόσπαση απόλυτης υπεραξίας έχει φυσικά όρια που δεν μπορούν να ξεπεραστούν χωρίς τη δημιουργία ανεξέλεγκτων κοινωνικών και πολιτικών καταστάσεων. Σημαίνει όμως ότι ανοίγει μια νέα ιστορική περίοδος, όπου θα κυριαρχήσουν ακόμη περισσότερο τα ολοκληρωτικά-αντιδραστικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού σε όλους τους τομείς της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής. Εμφανίζονται νέες μορφές συνεργασίας μεταξύ τμημάτων του κεφαλαίου, τα λεγόμενα κλάστερς, όπως αναφέρει και το Μνημόνιο. Τα κλάστερς αποτελούν νέο σύμπλεγμα μεταξύ χρηματιστηριακού κεφαλαίου- επιστήμης-έρευνας-πανεπιστήμιων –πληροφορικής. Θα επιφέρει μείωση της μη παραγωγικής και αύξηση της παραγωγικής εργασίας, αλλά και χρόνια μαζική-δομική αύξηση της ανεργίας. Στο επίπεδο της διανομής του εισοδήματος: Άνευ προηγούμενου μειώσεις μισθών-συντάξεων. Πλήρης κατάργηση του κράτους «πρόνοιας». Ιδιωτικοποίηση παιδείας, υγείας, ασφάλισης. Κατάργηση κάθε δημόσιου αγαθού. Στις διεθνείς σχέσεις: Παροξυσμός των ανταγωνισμών και όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ των ιμπεριαλιστικών χωρών. Αλλαγές στο διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας και βάθεμα της ανισομετρίας. Κρίση στις καπιταλιστικές ολοκληρώσεις, με αποχωρήσεις κρατών ή ακόμα και διάλυσή τους και τη δημιουργία νέων ολοκληρώσεων με βάση τις ανάγκες του κεφαλαίου. Θα πληθύνουν οι τοπικές- περιφερειακές συγκρούσεις και ενισχύονται οι πιθανότητες ακόμα και ενός τρίτου παγκοσμίου πολέμου ως μέσου ξεπεράσματος της κρίσης, μέσα από την μαζική καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων. Στο επίπεδο του κράτους: Περιορισμός του κράτους μέσω των ιδιωτικοποιήσεων με ταυτόχρονη αναβαθμισμένη ποιοτική παρέμβαση σε ρόλο στρατηγείου στο πλαίσιο των νέων αναγκών της καπιταλιστικής συσσώρευσης και της διατήρησης της αστικής εξουσίας. Επιβολή μόνιμης κατάστασης έκτακτου ανάγκης και ενίσχυση των κατασταλτικών μηχανισμών για την αντιμετώπιση των λαϊκών εξεγέρσεων που θα ξεσπούν εξαιτίας της κρίσης.
Είναι κρίση πολύπλευρη που εκδηλώνει ένα νέο, ποιοτικά ανώτερο κλονισμό όλων των θεμελιακών νόμων του καπιταλιστικού τρόπου παράγωγης. Είναι κρίση που στον πυρήνα της βρίσκεται μια νέα, παροξυσμική σύγκρουση ανάμεσα στις σύγχρονες αναπτυσσόμενες παραγωγικές δυνάμεις και τις νεότατες, παρακμιακά αναπτυσσόμενες παραγωγικές σχέσεις του καπιταλισμού. Σύγκρουση που έχει στο επίκεντρό της από τη μια, τη σύγχρονη εργασία που, παρά μέσα στις αντιφάσεις της- είναι περισσότερο κοινωνικοποιημένη, διεθνοποιημένη, παραγωγικά και επιστημονικά συγκροτημένη από ποτέ, και στις νέες εξοντωτικές σχέσεις εκμετάλλευσης και ιδιοκτησίας, από την άλλη.


6. Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ-ΛΑΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ




Οι κρίσεις είναι σύμφυτες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά μπορούν να ξεπεραστούν, είτε σε βάρος του κεφαλαίου είτε σε βάρος της εργασίας. Απάντηση σε αυτό μπορεί να δώσει μόνο η πάλη των τάξεων. Η λύση για το ξεπέρασμα της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης προς όφελος των εργαζομένων δεν μπορεί παρά να έρχεται σε σύγκρουση με τους βασικούς νόμους του συστήματος: το νόμο της σχετικής, και απόλυτης- λόγω της κρίσης, σήμερα, άλλα και για μια ολόκληρη ιστορική περίοδο- εξαθλίωσης των εργαζομένων και το νόμο της απόλυτης ηγεμονίας της αστικής πολιτικής. Σχετικά με τον πρώτο νόμο: Στο πεδίο της παραγωγής τόσο ο αναγκαίος χρόνος εργασίας δηλ. ο χρόνος που είναι αναγκαίος για να παράγει ο εργάτης την αξία των προϊόντων που είναι απαραίτητα για την επιβίωσή του, αλλά τόσο και ο πρόσθετος χρόνος , δηλ. ο χρόνος που είναι απαραίτητος για να παράγει την υπεραξία , ενοποιούνται και βρίσκονται κάτω από την απόλυτη εξουσία του κεφαλαίου. Η πάλη για την αλλαγή στη σχέση μεταξύ του αναγκαίου και του πρόσθετου χρόνου εργασίας, υπέρ του πρώτου και σε βάρος του δεύτερου, τείνει να αμφισβητεί τη συνολική σχέση εξουσίας και ιδιοκτησίας του συνολικού χρόνου εργασίας σε βάρος του κεφαλαίου. Άρα η πάλη της εργατικής τάξης για αλλαγή της αναλογίας μεταξύ του αναγκαίου και του πρόσθετου χρόνου εργασίας έρχεται σε σύγκρουση με το νόμο της αξίας, της υπεραξίας και της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Αυτή η πλευρά του εργατικού ταξικού αγώνα αποτελεί την υλική-αντικειμενική βάση για τη στρατηγική πλευρά των εργατικών συμφερόντων. Επομένως απέναντι στην τρομοκρατική εκστρατεία του κεφαλαίου της κυβέρνησης του ΔΝΤ και της ΕΕ, πρώτος και βασικός στόχος πάλης προς κατάκτηση : «Η αντιστροφή της σχέσης μισθών-κερδών υπέρ των μισθών, η ουσιαστική βελτίωση της θέσης των εργαζομένων.» Η ικανοποίηση αυτού του γενικού-βασικού στόχου απαιτεί και προϋποθέτει: την μείωση των ωρών εργασίας με την ταυτόχρονη αύξηση των μισθών πάνω από το όριο της παραγωγικότητας της εργασίας, την κατάργηση όλων των μορφών ελαστικής εργασίας. Την απαγόρευση των απολύσεων. Την κατάργηση της φορολογίας των μισθωτών και συνταξιούχων με την ταυτόχρονη δραστική αύξηση της φορολογίας των κερδών. Την κατάργηση του ΦΠΑ στα βασικά είδη κατανάλωσης. Την κατάργηση των ασφαλιστικών εισφορών των μισθωτών και των συνταξιούχων. Τη δημόσια δωρεάν και υψηλού επιπέδου παιδεία, υγεία, κοινωνική ασφάλιση. Την πλήρη ισοτιμία των μεταναστών κλπ. Εδώ οφείλουμε να κάνουμε μια σημαντική παρατήρηση για να μην υπάρχουν συγχύσεις. Η ανατροπή της σχέσης μισθών-κερδών υπέρ των μισθών δεν ταυτίζεται με το: «Αυξήσεις σε μισθούς». Γιατί αυξήσεις σε μισθούς μπορεί να κατακτήσουν οι εργαζόμενοι αλλά να είναι κάτω από την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Σε αυτή την περίπτωση όχι μόνο δεν αμφισβητείται ο πρόσθετος χρόνος εργασίας, αλλά χειροτερεύει και η οικονομικό-κοινωνική θέση της εργασίας απέναντι στο κεφάλαιο.
Ξεχωριστή σημασία αποκτούν και τα ζητήματα της πάλης για να μην αντλείται πρόσθετη υπεραξία από το μηχανισμό του χρέους, ιδιωτικού και δημόσιου. Για αυτό απαιτείται ο αγώνας για: Μη αναγνώριση του δημόσιου χρέους από την πλευρά των εργαζομένων. Στην πράξη αυτό βρίσκει την έκφρασή του, μέσα από το στόχο της παύσης πληρωμής-διαγραφής του δημόσιου χρέους και για τη διαγραφή των δυσβάστακτων ιδιωτικών χρεών της εργατικής τάξης και των σύμμαχων εκμεταλλευομένων στρωμάτων. Το εργατικό και λαϊκό κίνημα πρέπει να διεκδικήσει το άνοιγμα των βιβλίων του δημόσιου χρέους μέσα από κινηματικές, λαϊκές και ανοιχτές στην κοινωνία διαδικασίες ως ένα μέσο στην πάλη για διαγραφή του, σε αντιπαράθεση και σύγκρουση με λύσεις που εκπορεύονται από την ΕΕ και κύκλους του κεφαλαίου (ελεγχόμενη χρεοκοπία, ευρω-ομόλογο, έκδοση ομολόγων τύπου Brady). Στην πάλη για το άνοιγμα των βιβλίων του δημόσιου χρέους συμβάλει η Επιτροπή Λογιστικού Ελέγχου με τις ακόλουθες προϋποθέσεις που συνόδευσαν εξ αρχής την συγκρότησή της: την μη υπαγωγή του αιτήματός της σε αναξιόπιστες εξεταστικές επιτροπές της Βουλής – κολυμβήθρες του Σιλωάμ - και την διεκδίκησή του μέσα από ανοιχτές, κινηματικές και λαϊκές διαδικασίες, σε οργανική σύνδεση με τα πρωτοβάθμια σωματεία και άλλες μορφές έκφρασης του εργατικού - λαϊκού κινήματος. Πρόκειται για χαρακτηριστικά που πρέπει να ενισχυθούν με την συνειδητή παρέμβαση των πιο πρωτοπόρων τάσεων του εργατικού κινήματος, όχι για να γίνει η ΕΛΕ υποκατάστατο της πάλης του εργατικού κινήματος στον αγώνα για την άρνηση πληρωμής του δημόσιου χρέους και τη μονομερή διαγραφή του, άλλα για να αποτελέσει μέσο που μπορεί να συμβάλλει στην κατεύθυνση αυτή.
Από αυτή τη σκοπιά, το εργατικό-λαϊκό κίνημα πρέπει να αγωνιστεί για την εθνικοποίηση και κρατικοποίηση των τραπεζών και των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, χωρίς αποζημίωση και με εργατικό-λαϊκό έλεγχο, στην προοπτική της κοινωνικοποίησης τους. Στο πλαίσιο της πάλης για την «αντιστροφή της σχέσης μισθών-κερδών και της ουσιαστικής βελτίωσης της θέσης των εργαζομένων» σοβαρό ρόλο αποκτά και η πάλη ενάντια στην καπιταλιστική διεθνοποίηση τις καπιταλιστικές ολοκληρώσεις και τις διεθνείς ιμπεριαλιστικές σχέσεις. Οι εξελίξεις στην Ε.Ε καθιστούν πιο κατανοητό από κάθε προηγούμενη φορά τον αντιδραστικό χαρακτήρα της ΟΝΕ και της Ε.Ε. Ο αντεργατικός-αντιλαϊκός χαρακτήρας της ΕΕ δεν εξαρτάται από το αν οι κυβερνήσεις των χωρών μελών που την συναποτελούν είναι συντηρητικές, προοδευτικές, ή αριστερές. Εξαρτάται από την εγγενή τάση του κεφαλαίου να διευρύνει τα πεδία κερδοφορίας του, γεγονός που το οδηγεί σε διεθνείς συνεργασίες-ολοκληρώσεις. Η Ε.Ε τόσο από άποψη ουσίας, όσο και στη μορφή της, είναι μια καπιταλιστική διεθνοποίηση του ευρωπαϊκού κεφαλαίου.
Δεν μπορεί να αλλάξει και να μετασχηματιστεί από καπιταλιστική ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, σε Ε.Ε των εργαζομένων. Όσο υπάρχει, θα υπάρχει σαν ΕΕ των πολυεθνικών-πολυκλαδικών μονοπωλίων. Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατόν να παλεύει κανείς ενάντια στα αντεργατικά σχέδια του Ευρωπαϊκού κεφαλαίου που προωθεί η Ε.Ε και να μην έρχεται σε ρήξη-σύγκρουση μαζί της, φτάνοντας μέχρι στην έξοδο απ αυτή. Έξοδο από τη ΕΕ, όχι από θέσεις υπεράσπισης του ντόπιου κεφαλαίου απέναντι στο ξένο. Ούτε από θέσεις απομονωτισμού ή εθνικής περιχαράκωσης. Αλλά από τη σκοπιά της αναδιοργάνωσης των διεθνών σχέσεων σε βάση αντικαπιταλιστική, επαναστατική- μη εκμεταλλευτική στα Βαλκάνια, την Ευρώπη και όλο τον κόσμο.
Έτσι δεν μπορεί παρά να έχουν κεντρική θέση οι στόχοι πάλης για: έξοδο από την ΟΝΕ , το ευρώ, την ΕΕ, το ΝΑΤΟ και για απαγκίστρωση από το ΔΝΤ. Για απομάκρυνση των Ελλήνων φαντάρων από όλα τα ιμπεριαλιστικά εκστρατευτικά στρώματα. Για ειρηνικές σχέσεις με τις γειτονικές χώρες δίχως εδαφικές διεκδικήσεις.
Σχετικά με το νόμο της απόλυτης ηγεμονίας της αστικής κυριαρχίας:
Το παραπάνω πρόγραμμα πάλης, που έρχεται σε σύγκρουση με το νόμο της σχετικής και απόλυτης εξαθλίωσης, δεν μπορεί να υλοποιηθεί από καμιά αστική κυβέρνηση. Δεν μπορεί, επίσης, ολοκληρωμένα,- με συνέπεια και μέχρι το τέλος-, να επιβληθεί από καμιά- παρά τις διαφορές που έχουν μεταξύ τους- «προοδευτική», «λαϊκή», «αριστερή», ή ακόμα και «εργατική» κυβέρνηση, πριν την επανάσταση και χωρίς την κατάκτηση της εξουσίας. Συνδέεται με την αναγκαιότητα της επαναστατικής εργατικής εξουσίας, χωρίς όμως να ταυτίζεται μηχανιστικά μαζί της. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι δεν θεωρούμε την ύπαρξη επαναστατικής κατάστασης, ή πολύ περισσότερο την ύπαρξη της επαναστατικής εξουσίας ως προϋπόθεση για την πάλη και τη σχετική επιβολή ρηγμάτων –κατακτήσεων με βάση αυτούς τους στόχους. Όσοι υποστηρίζουν κάτι τέτοιο «καθηλώνουν» την πάλη του κινήματος στα όρια του συστήματος, αφού υιοθετούν τη λογική του «ανέφικτου». Στα λόγια υπερασπίζονται δογματικά κάποιες “αιώνιες” επαναστατικές αλήθειες και στην πράξη εφαρμόζουν μια πολιτική γραμμή ενός “ρεαλιστικού” αμυντικού ρεφορμισμού στο όνομα των αρνητικών συσχετισμών. Ουσιαστικά παραχωρούν το πιο προνομιακό πεδίο πάλης για την αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών, δηλαδή το πεδίο του μαζικού εργατικού-λαϊκού πολιτικού αγώνα, στους εκπροσώπους της αστικής πολιτικής και του κεφαλαίου και αποκόβουν την αντικαπιταλιστική πάλη, άρα και την πάλη για την επαναστατική εξουσία από τη δράση των εργαζομένων. Επίσης, όσοι υποστηρίζουν πως η πάλη για την επιβολή τέτοιων κατακτήσεων οδηγεί το κίνημα στο «να διαπαιδαγωγηθεί σε αυταπάτες αντικαπιταλιστικών διεκδικήσεων από αστικές κυβερνήσεις», κατανοούν με γραμμικό-εξελικτικό τρόπο την ταξική πάλη. Αποδέχονται τη μη διαλεκτική και γι αυτό αντεπαναστατική άποψη για το «σιδερένιο» χαρακτήρα των νόμων της ταξικής πάλης. Δεν κατανοούν με μαχόμενο υλιστικό τρόπο τη σχέση αλληλεπίδρασης μεταξύ αντικειμενικού-υποκειμενικού, τη μετατροπή του ενός στο άλλο, χωρίς να υποτιμείται το ειδικό βάρος της κάθε ξεχωριστής πλευράς. Γι αυτό αρνούνται επί της ουσίας, όχι μόνο τη δυνατότητα επιβολής πανεθνικού χαρακτήρα κατακτήσεων, αλλά μερικοί απ αυτούς, αρνούνται ακόμα και τη σπουδαιότητα του ρόλου που έχουν οι συνολικές πολιτικές αντικαπιταλιστικές διεκδικήσεις στη συγκρότηση του προγράμματος πάλης του εργατικού –λαϊκού κινήματος. Έτσι «υποβιβάζουν» τους αντικαπιταλιστικούς στόχους πάλης και τους αντιμετωπίζουν σαν στόχους που μπορούν να υλοποιηθούν από αστικές κυβερνήσεις,-άρα, κατά τη γνώμη τους ρεφορμιστικούς-, και όχι σαν στόχους πάλης υλικής-πολιτικής σύνδεσης με την επαναστατική εξουσία, όπως τους αντιλαμβανόμαστε εμείς.
Ασφαλώς, μόνο η «ζύμωση» αυτών των στόχων, ή και η «εικονική» τους πάλη, -που οδηγεί στην πράξη στη διάψευσή τους-, δεν αρκούν για να έρθει πιο «κοντά» η επανάσταση, όπως πιστεύουν κάποιοι άλλοι. Για αυτό, για μας, αυτοί οι στόχοι πάλης δεν αποτελούν μόνο, ή κυρίως, στόχους «ζύμωσης», αλλά οδηγό για τη δράση και την επιβολή κατακτήσεων προς όφελος των εργαζομένων και για την υλική προσέγγιση της επανάστασης από τις ίδιες τις μάζες. Υποστηρίζουμε ότι: ένα ταξικά ανασυγκροτημένο εργατικό-λαϊκό κίνημα ,τόσο από την άποψη του περιεχομένου των στόχων, όσο και από την άποψη των μορφών πάλης, έχει τη δυνατότητα, όχι μόνο να πετύχει κάποιες «μικρο-κατακτήσεις», αλλά και να πραγματοποιήσει, προσωρινά τακτικά ρήγματα στους νόμους της αστικής κυριαρχίας, πριν την επανάσταση και χωρίς την κατάκτηση της εξουσίας, αλλά με την επιδίωξη της επανάστασης και της εργατικής εξουσίας. Ρήγματα που κλονίζουν την αστική κυριαρχία, χωρίς όμως να την καταργούν και με στόχο να την καταργήσουν. Που δεν ανατρέπουν ταυτόχρονα σταθερά και μόνιμα όλες τις εκφράσεις της αστικής στρατηγικής, που δεν ταυτίζονται με το στρατηγικό στόχο της επανάστασης, η οποία θα αποτελέσει το πρώτο στρατηγικό ρήγμα στη συνέχεια των καπιταλιστικών νόμων. Αντικαπιταλιστικές κατακτήσεις και ανατροπές που θα βελτιώνουν τις συνθήκες ζωής των εργαζομένων ,που θα δίνουν στο κίνημα την χαμένη του αυτοπεποίθηση ότι: μπορεί να νικήσει! Κανείς εκ των προτέρων δεν μπορεί να γνωρίζει ποιος αντικαπιταλιστικός στόχος πάλης θα αποτελέσει τον κρίκο που θα σπάσει την αλυσίδα και θα δημιουργήσει -υλικά και όχι φαντασιακά -το πρώτο τακτικό ρήγμα στους νόμους της αστικής κυριαρχίας. Γι αυτό οι αντικαπιταλιστικοί στόχοι του άμεσου προγράμματος πάλης που προτείνουμε, αφορούν όλες τις πλευρές της αστικής κυριαρχίας, αφού κάθε πρακτικό ρήγμα σε αυτή επιδρά καταλυτικά στο σύνολο της αστικής πολιτικής και συνιστά μια σχετική αντικαπιταλιστική ανατροπή της συγκεκριμένης στρατηγικής του κεφαλαίου. Αυτό δε σημαίνει ότι μπορεί να επιβληθεί στην πράξη,- σε συνθήκες κλονισμού της αστικής κυριαρχίας-, το σύνολο των στόχων πάλης που προτείνουμε. Δε σημαίνει ότι ένα ρήγμα θα δημιουργηθεί σήμερα, ένα αύριο, ένα μεθαύριο και έτσι σταδιακά και βαθμιαία μέσα από αλλεπάλληλα ρήγματα θα φτάσουμε στην κατάκτηση της εξουσίας, χωρίς επανάσταση και μέσα από περισσότερο ή λιγότερο ήρεμες κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Η επιβολή τέτοιων κατακτήσεων -ρηγμάτων απαιτεί την αυτοτελή πολιτική συγκρότηση του μαζικού κινήματος και την οικοδόμηση οργάνων εργατικής-λαϊκής πολιτικής πάλης, ανεξάρτητων και σε σύγκρουση με το αστικό κράτος, από το επίπεδο του μεμονωμένου εργοδότη, μέχρι και σε πανεθνικό επίπεδο, μέσα από την εκλογή αιρετών και ανακλητών αντιπροσώπων ανά πάσα στιγμή, που θα αμφισβητούν τον αστικό κοινοβουλευτισμό. Πρόκειται για τη δημιουργία εμβρυακών οργάνων δυαδικής εξουσίας που μπορούν να επιβάλλουν κατακτήσεις πανεθνικού χαρακτήρα (πχ ανατροπή της εισοδηματικής πολιτικής) στις κυβερνήσεις και στο κεφάλαιο, με μορφές μαζικού πολιτικού εκβιασμού του κινήματος και υπό την απειλή της ανατροπής της αστικής εξουσίας. Κατακτήσεις αμφισβητούμενες από το κεφάλαιο, που θα αποτελούν ένα προσωρινό ρήγμα στην αστική κυριαρχία. Κατακτήσεις ,που από τη μια, θα πείθουν το μαζικό πολιτικό κίνημα,- μέσα από την ίδια του την εμπειρία-, για τη σχετικότητα, τα όρια και την προσωρινότητα των κατακτήσεών του, άλλα από την άλλη, θα το οδηγούν, μέσα από τις ποιοτικά ανώτερες καμπές της ταξικής πάλης, στη συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας και κυρίως της πολιτικής δυνατότητας για την επιβολή της επαναστατικής εξουσίας σε συνθήκες δημιουργίας γενικής επαναστατικής κρίσης. Αυτό δε σημαίνει ότι η ταξική πάλη θα έχει υποχρεωτικά αυτή την εξέλιξη. Οι κατακτήσεις τέτοιου είδους δεν είναι νομοτέλεια της ταξικής πάλης. Μπορεί να εμφανιστούν συνθήκες επαναστατικής κρίσης και να οδηγήσουν ακόμα και στη νίκη της επανάστασης, χωρίς την ύπαρξη τέτοιων κατακτήσεων. Όμως, η πολιτική πάλη του κινήματος για διεκδικήσεις και επιβολή τέτοιων κατακτήσεων αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την συνειδητοποίηση των εργαζομένων στο δύσκολο και επίπονο δρόμο προς την επανάσταση. Γιατί όσο βέβαιο είναι, ότι κανένα κίνημα και καμία επαναστατική τάξη δεν μαθαίνει χωρίς μικρές ή μεγάλες ήττες, είναι ακόμα βεβαιότερο, ότι κανένα κίνημα και καμία επαναστατική τάξη δεν συνειδητοποιεί την αναγκαιότητα και κυρίως την πολιτική δυνατότητα της επαναστατικής κατάκτησης της εξουσίας μόνο μέσα από ήττες. Τέλος, θέλουμε να τονίσουμε τούτο: Το καθοριστικό στην ταξική πάλη γενικά, αλλά και ειδικά στη φάση που διανύουμε, δεν είναι οι προτάσεις για τις κάθε τύπου κυβερνήσεις. Το καθοριστικό είναι η αυτοτελής πολιτική συγκρότηση του εργατικού –λαϊκού κινήματος τόσο από την άποψη του περιεχομένου των στόχων, όσο και από την άποψη των μορφών πάλης. Με αυτή την πολιτική λογική θα συμβάλλουμε με όλες μας τις δυνάμεις για την ανατροπή του μνημονίου κεφαλαίου, κυβέρνησης- ΕΕ -ΔΝΤ, στην κατεύθυνση του ανοίγματος του δρόμου για μια κοινωνία χωρίς κρίσεις και χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.


ΙΟΥΝΙΟΣ 2011

Δεν υπάρχουν σχόλια: