Πέμπτη 7 Ιουλίου 2011

Σπ.Σακελλαρόπουλος , Η επαπειλούμενη καταστροφή και η ανάγκη δημιουργίας Αριστερού Ριζοσπαστικού Μετώπου

ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΒΗΜΑ

1. Εισαγωγή

Όλες οι εξελίξεις που έχουν λάβει χώρα τον τελευταίο ενάμιση χρόνο στην Ελλάδα, φανερώνουν πως η χώρα μας βρίσκεται εντός μιας πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης η οποία από τους κυρίαρχους αστικούς κύκλους χρησιμοποιείται ως όχημα για να υπάρξει το μεγαλύτερο κοινωνικό πισωγύρισμα που έχει γνωρίσει ποτέ αυτός ο τόπος. Αν περάσουν και παγιωθούν αυτές οι πολιτικές τότε το καταναλωτικό πρότυπο θα γυρίσει στην προπολεμική εποχή, το ίδιο και οι εργασιακές σχέσεις. Προφανώς και υπάρχει δυνατότητα να αποφύγουμε αυτό τον κοινωνικό Αρμαγεδδώνα αλλά για να επιτευχθεί αυτό, δεδομένης της οξύτητας της επίθεσης, είναι εντελώς απαραίτητες υπερβάσεις στο χώρο της Αριστεράς αντίστοιχες με αυτές πραγματοποίησε το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα στις αρχές της δεκαετίας του ‘40 .
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή

2. Η παγκόσμια οικονομική κρίση, η Ευρωπαϊκή Ένωση, η ζώνη του Ευρώ και η Ελλάδα

Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1973 δεν μπόρεσε ποτέ να επιλυθεί με ένα αποτελεσματικό τρόπο. Διαφορετικά ειπωμένο η κερδοφορία του κεφαλαίου αν και ανυψώθηκε ποτέ δεν κατάφερε να αγγίξει τα προ του 1973 επίπεδα. Για το στόχο αυτό χρησιμοποιήθηκαν τρεις διαφορετικές, αλλά συχνά συνδυαζόμενες, λύσεις: α) μείωση της συμμετοχής της εργασίας στο παραγόμενο προϊόν (αέναη λιτότητα) β) αλλαγή στις εργασιακές σχέσεις (ευελιξία) γ) εισαγωγή νέων τεχνολογιών στην παραγωγική διαδικασία (πληροφορική, ρομποτική). Ωστόσο καμία από αυτές τις πολιτικές αλλά ούτε και ο συνδυασμός τους δεν μπόρεσε να επαναφέρει τα κέρδη των επιχειρήσεων στα προ του 1973 επίπεδα. Η εισαγωγή των λεγόμενων νέων τεχνολογιών δεν μπορεί να συγκριθεί με τη δυναμική της βιομηχανικής επανάστασης και ούτε οι ευέλικτες εργασιακές σχέσεις αποτέλεσαν αλλαγή ανάλογη με αυτή του φορντισμού/ ταιηλορισμού των αρχών του 20ου αιώνα. Τι αποφασίστηκε λοιπόν για να ανορθωθούν τα κέρδη; Όχι απλώς οι συνηθισμένες πολιτικές λιτότητας, αλλά μια άνευ προηγουμένου επίθεση του κεφαλαίου στα δικαιώματα που τα κοινωνικά στρώματα είχαν κατακτήσει εδώ και δεκαετίες. Σε αυτό θα πρέπει να σημειωθεί πως οι δυτικοί καπιταλιστικοί σχηματισμοί μέσα όλο αυτό το κρισιακό τοπίο έχουν να ανταγωνιστούν και την Κίνα , την Ινδία και τη Ρωσία που χαρακτηρίζονται από πολύ χαμηλές αμοιβές και αυταρχικά πολιτικά συστήματα.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση όπως ξεκίνησε το 2008 από τις ΗΠΑ με την κρίση των ακινήτων δεν αποτελεί παρά έκφραση αυτής της αδυναμίας ανόρθωσης των κερδών. Σε επίπεδο κρατικής πολιτικής ένας τρόπος που υιοθετήθηκε κατά τη διάρκεια των τελευταίων 40 χρόνων ήταν η τόνωση της ζήτησης μέσω της αύξησης των δημόσιων δαπανών- μιας αύξησης που στηριζόταν σε πρωτοφανή κρατικό δανεισμό. Όσο περνούσαν τα χρόνια αυτό συνεχιζόταν αλλά το πρόβλημα της κερδοφορίας δεν επιλυόταν. Οι ΗΠΑ που επλήγησαν πρώτες από την κρίση έχουν προσωρινά κατορθώσει αυτή να μην πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις στο εσωτερικό τους. Αυτό συμβαίνει γιατί α) η παραγωγικότητά της οικονομίας τους συνεχίζει να κινείται σε πολύ υψηλά επίπεδα β) σημαντικό τμήμα των αμερικάνικων κρατικών χρεόγραφων βρίσκεται στα χέρια των Κινέζων οι οποίοι μπροστά στον κίνδυνο μιας αμερικάνικης κατάρρευσης, και των ανυπολόγιστων δεινών που αυτή θα δημιουργήσει για την κινέζικη οικονομία, κάνουν ό,τι μπορούν για να ενισχύσουν τις ΗΠΑ γ) παρά τη δημιουργία του ευρώ, το δολάριο παραμένει το πιο ισχυρό αποθεματικό νόμισμα στον κόσμο δ) οι ΗΠΑ παραμένουν η πιο ισχυρή στρατιωτικά χώρα κι αυτό τους επιτρέπει να διαχειρίζονται τα όποια προβλήματά τους από άλλη θέση.
Δεν ισχύει, όμως, το ίδιο για την Ευρώπη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ήδη από τα τέλη του 20ου αιώνα είχε καταλάβει πως θα ήταν πολύ δύσκολο να ανταγωνιστεί τους υπόλοιπους δυτικούς οικονομικούς πόλους (Β. Αμερική, Ιαπωνία) καθώς και τις αναδυόμενες οικονομίες (Κίνα, Ινδία, Ρωσία, χώρες της ΝΑ Ασίας). Για το λόγο αυτό υιοθέτησε τη Στρατηγική της Λισσαβόνας η οποία αποσκοπούσε σε μια συντονισμένη προσπάθεια ακόμα μεγαλύτερης εφαρμογής νεοφιλελεύθερων πολιτικών στο εσωτερικό της. Ωστόσο τα αποτελέσματα δεν ήταν αυτά που περίμεναν οι ευρωπαϊκές ελίτ ενώ η χρήση του ευρώ από τις χώρες της Ευρωζώνης περιέπλεξε ακόμα περισσότερα τα πράγματα. Κι αυτό γιατί οι πολύ μεγάλες διαφορές παραγωγικότητας μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης λειτούργησαν υπονομευτικά για τις οικονομίες των χωρών αυτών. Η έλευση της κρίσης και στην ευρωπαϊκή οικονομία έπληξε τις περισσότερες χώρες εντός και εκτός της Ευρωζώνης, αν και με διαφορετικό τρόπο. Σε κάθε περίπτωση, για την ώρα, οι πιο πληγμένες είναι είτε χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ (Ρουμανία, Λετονία) είτε χώρες της περιφέρειας της Ευρωζώνης (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία).
Τι ακριβώς συμβαίνει με την Ελλάδα; Το πρόβλημα της χώρας μας είναι πως χρόνιες υστερήσεις του ελληνικού καπιταλισμού ήρθαν στην επιφάνεια με την εκδήλωση της κρίσης. Είναι τέτοια η έντασή της που η Ελλάδα θα οδηγηθεί στη ραγδαία μείωση της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού καπιταλισμού. Κι αυτό γιατί: α) σε μια περίοδο διεθνοποίησης οι σχηματισμοί με χαμηλοί παραγωγικότητα βρίσκονται σε δυσχερή θέση β) η οικοδομή ως ατμομηχανή της ανάπτυξης έφτασε στα όριά της (ούτε νέα μεγάλα έργα είναι εύκολο να γίνουν ούτε περισσότερες κατοικίες και κτίρια υπάρχει η δυνατότητα να κατασκευαστούν) γ) ο ελληνικός εφοπλισμός, ο ατσάλινος βραχίονας του ελληνικού καπιταλισμού, δέχθηκε σημαντικό πλήγμα δεδομένου ότι η παγκόσμια κρίση περιόρισε τη ζήτηση και κατά συνέπεια τις διεθνείς μεταφορές δ) οι χαμηλοί μισθοί του ελληνικού εργατικού δυναμικού και η υπερεκμετάλλευση των μεταναστών δεν επαρκούσαν για να ανασχέσουν την έλλειψη ανταγωνιστικότητας του ελληνικού καπιταλισμού ε) το ακριβό ευρώ και η παγκόσμια κρίση περιόρισαν τον τουρισμό στ) μια σειρά από φοροαπαλλαγές που δόθηκαν στο κεφάλαιο τα τελευταία χρόνια μείωσαν περαιτέρω τα κρατικά έσοδα
Το αποτέλεσμα όλων των παραπάνω ήταν να πέσει το ΑΕΠ, να αυξηθούν τα δημόσια ελλείμματα και κατά συνέπεια να διογκωθεί το ήδη υψηλό δημόσιο χρέος. Έχουμε λοιπόν, μια δυτική καπιταλιστική χώρα, με σχετικά πιο προοδευτικό πολιτικό σκηνικό και ισχυρές εργατικές παραδόσεις η οποία βρίσκεται στο χείλος της χρεοκοπίας. Αυτό δεν είναι κάτι που θέλουν οι ευρωπαϊκές ελίτ. Κι αυτό για τρεις λόγους: α) πολλά ελληνικά χρεόγραφα βρίσκονται στην κατοχή των ευρωπαϊκών , κυρίως γαλλικών και γερμανικών, τραπεζών β) οι ελληνικές τράπεζες ελέγχουν σε μεγάλο βαθμό το τραπεζικό σύστημα δύο άλλων ευρωπαϊκών χωρών: της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας γ) η χρεοκοπία μιας χώρας της ζώνης του ευρώ θα οδηγούσε σε μεγάλη αναστάτωση της χρηματαγορές ρίχνοντας την αξία του κοινού νομίσματος.
Για τους παραπάνω λόγους η ΕΕ αποφάσισε να «βοηθήσει» την Ελλάδα με τα διάφορα προγράμματα στήριξης. Έτσι μέσα σε ένα ορατό χρονικό διάστημα οι ιδιωτικές ευρωπαϊκές τράπεζες θα κατορθώσουν να απαλλαγούν από τα ελληνικά ομόλογα τα οποία θα μεταβιβαστούν στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και στις κεντρικές κρατικές τράπεζες. Όταν η Ελλάδα θα φτάσει σε χρεοκοπία (βλ. παρακάτω) τότε θα κληθούν οι Ευρωπαίοι, οι Γάλλοι και οι Γερμανοί φορολογούμενοι να πληρώσουν την αξία των χρεοκοπημένων χρεογράφων που θα κατέχουν οι τράπεζές «τους» (παρεμπιπτόντως αυτό είναι και ένα επιχείρημα απέναντι στην φιλοευρωπαϊκή ελληνική αριστερά που θεωρεί πως η έξοδος από το ευρώ και η στάση πληρωμών θα επιβαρύνει τους Ευρωπαίους εργαζομένους. Στην πραγματικότητα αν αυτό γίνει τώρα θα επιβαρυνθούν οι ιδιωτικές τράπεζες. Αντίθετα αν καθυστερήσει, τότε είναι που θα επιβαρυνθούν οι Ευρωπαίοι εργαζόμενοι μέσω της εθνικής φορολόγησης).
Με άλλα λόγια τα υιοθετούμενα «πακέτα» οικονομικών μέτρων επιτελούν ένα διπλό ρόλο: από τη μια διασώζουν μερίδες του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και από την άλλη χρησιμεύουν ως πυξίδα για τη νέα μορφή που θα «πρέπει» να πάρει ο καπιταλισμός και σε αυτό η Ελλάδα χρησιμοποιείται ως πειραματόζωο. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτής της πολιτικής: α) η τεράστια μεταφορά πλούτου από τα λαϊκά στρώματα προς την κυρίαρχη τάξη. Αυτό επιτελείται μέσω της βίαιης αναδιανομής του εισοδήματος, της όξυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων, της εξάπλωσης της φτώχειας, της μεγέθυνσης της ανεργίας, της εξάπλωσης των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, της καλλιέργειας μειωμένων έως ελάχιστων προσδοκιών β) η ένταση της αυταρχικοποίησης του κράτους. Εδώ δεν αναφερόμαστε μόνο στην όξυνση της καταστολής (βλ. γεγονότα της 29/6) αλλά και σε μια σειρά από άλλες εξελίξεις που συντελούν στην περαιτέρω αποστείρωση της πολιτικής εξουσίας από τη λαϊκή παρουσία. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε μια σειρά από πρόσφατες αντιλαϊκές δικαστικές αποφάσεις με πρόσχημα την «κακή κατάσταση των δημόσιων οικονομικών»(με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την απόφαση του Συμβουλίου Της Επικρατείας περί συνταγματικότητας του Μνημονίου), το γεγονός πως πολύ μεγάλης σημασίας πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονται εν αγνοία του Κοινοβουλίου με την εν λευκώ ανάθεση της διαχείρισής τους στον εκάστοτε Υπουργό Οικονομικών, αλλά και άλλα ζητήματα όπως ο περιορισμός του αριθμού των βουλευτών , η εφαρμογή του Καλλικράτη, ο νέος νόμος πλαίσιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Ουσιαστικά αυτό που επιδιώκεται είναι η δημιουργία ενός νέου μοντέλου ένταξης του ελληνικού σχηματισμού στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Το περιεχόμενό του θα είναι η εξάλειψη των ελεύθερων επαγγελματιών και των μικρών, μικρομεσαίων και μεσαίων επιχειρήσεων με τη συνακόλουθη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση των οικονομικών δραστηριοτήτων σε μεγάλους ολιγοπωλιακούς ομίλους. Η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζόμενων τάξεων θα ζει μέσα στην ανέχεια και στις ολοένα αυξανόμενες κοινωνικές ανισότητες, ενώ βασικό στοιχείο της ένταξης στην απασχόληση θα είναι η εργασιακή περιπλάνηση. Όλο αυτό θα λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα ημικοινοβουλευτικό καθεστώς αυξανόμενου κρατικού αυταρχισμού.
Βεβαίως όλα αυτά δεν θα λειτουργήσουν ανασχετικά για τη χρεοκοπία της χώρας. Στην πραγματικότητα το σχέδιο που έχει εκπονηθεί από την ελληνική και τις ευρωπαϊκές ελίτ είναι να δημιουργηθεί ένα διαφορετικό μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης, (που θα λειτουργήσει και ως πυξίδα για τα υπόλοιπα δυτικά κράτη), να φύγουν τα ελληνικά χρεόγραφα από την κατοχή των τραπεζών και να περάσουν οι κομβικής σημασίας δημόσιες επιχειρήσεις στους ιδιώτες. Από την πλευρά των Ευρωπαίων θα καταβληθεί κάθε προσπάθεια η Ελλάδα να μη χρεοκοπήσει μέχρι τότε.
Κατά συνέπεια, το ζήτημα δεν είναι αν θα χρεοκοπήσει η χώρα, αλλά το πότε. Το πρόβλημα είναι πως κρίση ανταγωνιστικότητας του ελληνικού καπιταλισμού καθώς και τα μέτρα του Μνημονίου 1 αλλά και του Μεσοπρόθεσμου έχουν οδηγήσει την ελληνική οικονομία σε βαθιά ύφεση. Το αποτέλεσμα είναι ένας φαύλος κύκλος όπου τα ελλείμματα θα «αντιμετωπίζονται» με νέα μέτρα, τα νέα μέτρα φέρνουν ακόμα μεγαλύτερη ύφεση, τα ελλείμματα θα παραμένουν σε πολύ υψηλά επίπεδα με αποτέλεσμα το χρέος να αυξάνεται συνεχώς και κάποια στιγμή θα είναι εντελώς αδύνατο να εξυπηρετηθεί γιατί και οι Ευρωπαίοι δεν θα μπορούν να δίνουν επ’ άπειρο δάνεια. Ας τα δούμε όλα αυτά με συγκεκριμένα στοιχεία: Από περίπου 120%, το 2009, το χρέος ήδη έχει ξεπεράσει το 150% και εκτιμάται πως το 2015 θα φτάσει το 200% . Για να περιοριστεί το χρέος στο 100% του ΑΕΠ το έτος 2025 (!) θα πρέπει να υπάρχουν πρωτογενή πλεονάσματα πάνω από 5,5% του ΑΕΠ και ρυθμός ανάπτυξης πάνω από 3,5% για 12 διαδοχικά χρόνια! Κι όλα αυτά όταν οι τόκοι εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους εκτινάσσονται το 2015 στο δυσθεώρητο ύψος των 23,4 δισεκατομμυρίων ευρώ, δηλαδή σε ποσοστό κοντά στο 40% των δημόσιων εσόδων, πράγμα που εκφράζει πλήρη αδυναμία εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους. Επιπρόσθετα το ύψος του επιτοκίου δανεισμού ορίζεται μεγαλύτερο από τον προβλεπόμενο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, που σημαίνει ότι το χρέος θα αυξάνεται ακόμη και χωρίς την ύπαρξη νέων ελλειμμάτων!!!
Τελικό συμπέρασμα: Και η χώρα θα χρεοκοπήσει αλλά και θα μεταβληθεί σε ένα απέραντο πτωχοκομείο. Το θέμα λοιπόν είναι τι κάνει (;) η Αριστερά…

3) Η μέχρι τώρα στάση της Αριστεράς και η αναγκαιότητα συγκρότησης Αριστερού Ριζοσπαστικού Μετώπου

α) Η στάση της Αριστεράς
Το ξέσπασμα της κρίσης βρήκε την Αριστερά, σε όλες της τις εκδοχές, απροετοίμαστη γι΄ αυτό που ερχόταν. Χάθηκε πολύτιμος χρόνος για να γίνει αντιληπτό πως ο ελληνικός καπιταλισμός βρισκόταν αντιμέτωπος με μια από τις μεγαλύτερες κρίσεις στην ιστορία του και δεν επρόκειτο για ένα «ψέμα» του συστήματος.
Από εκεί και πέρα το ΚΚΕ συνέχισε τη χρόνια αυτιστική πολιτική του. Καμία συμμαχία με κανένα, κανένας χωροταξικός συγχρωτισμός (μόνο λόγω του κινήματος των Πλατειών αναγκάστηκε να «σταθεί» για λίγο στο Σύνταγμα στις δύο τελευταίες απεργίες), κανένα μεταβατικό αίτημα, όλα θα τα λύσει η, ακαθόριστου χαρακτήρα, λαϊκή εξουσία. Το μόνο που ενδιαφέρει είναι η αναπαραγωγή του κόμματος και η εκλογική του ενίσχυση στις επόμενες εκλογές. Δεν πρόκειται, όμως, αυτή η στάση απλώς για υιοθέτηση αριστερίστικων πρακτικών. Στην πραγματικότητα είναι και μια μορφή συστημικής πολιτικής. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός πως με αυτή τη στάση καλλιεργήθηκε μια αντίληψη στον κόσμο πως δεν μπορούν να επιτευχθούν νίκες αυτή την περίοδο, όπως και με την άρνηση της Α. Παπαρήγα να βάλει στο τραπέζι της συζήτησης το θέμα της εξόδου από το ευρώ. Σίγουρα αν το ΚΚΕ είχε μια διαφορετική στάση, ως το μεγαλύτερο κόμμα της Αριστεράς, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Αλλά με τα «αν» δεν πάμε πουθενά….
Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε αφενός να αντιπαλέψει την προβληματική οργανωτική του κατάσταση (υπενθυμίζουμε πως στις αρχές της χρονιάς ήταν αμφίβολο αν υπήρχε ή δεν υπήρχε ΣΥΡΙΖΑ) και αφετέρου να διαχειριστεί τις διαφορετικές πολιτικές απόψεις που υπήρχαν στο εσωτερικό του (και στο εσωτερικό του Συνασπισμού). Ειδικά, για τον Συν, η εμμονή στο ζήτημα του θετικού χαρακτήρα της ΕΕ η οποία κάποια στιγμή μπορεί να μετεξελιχθεί σε «Ευρώπη των Λαών», η αδυναμία κατανόησης της κομβικότητας του αιτήματος για έξοδο από το ευρώ (λόγω του ρόλου που διαδραμάτισε το ευρώ για να βρεθούμε στη σημερινή κατάσταση) και μια φοβική συμπεριφορά απέναντι στο αίτημα για διαγραφή του χρέους και στάση πληρωμών λειτούργησαν ανασχετικά στη δυναμική που θα μπορούσε να έχει η συμμετοχή του χώρου αυτού στο κίνημα που αναπτύχθηκε.
O πέραν της ΑΝΤΑΡΣΥΑ χώρος της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, παρά την αγωνιστική του συμμετοχή δεν μπόρεσε να υπερβεί μια λογική βερμπαλισμού, μονολιθικότητας, κατανόησης πως βρισκόμαστε σε μια διαφορετική περίοδο όπου δεν αρκούν οι γενικόλογες καταγγελίες, αλλά χρειάζονται και συγκεκριμένες προτάσεις για τη συγκρότηση ενός πολιτικού μετώπου και ενός προγράμματος υπέρβασης της σημερινής κατάστασης προς όφελος των λαϊκών συμφερόντων.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ από το φθινόπωρο μίλησε για την ανάγκη ενός Πολιτικού Μετώπου το οποίο θα αρθρωνόταν γύρω από τα αιτήματα της εξόδου από το ευρώ, της άρνησης πληρωμής του χρέους, της εθνικοποίησης των τραπεζών και της αναδιανομής του εισοδήματος. Αποτελούσαν καίρια ζητήματα πάνω στα οποία έπρεπε να επικεντρωθεί μια μαχόμενη ριζοσπαστική Αριστερά. Ωστόσο και στην περίπτωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ενώ είχαν σωστά επισημανθεί αυτοί οι άξονες , έλειψε η τόλμη να ανοιχτεί αυτό το πλαίσιο και από τα «πάνω» και από τα «κάτω» όπου ήταν δυνατό να φτάσει η φωνή και η επιρροή της. Δεν έγινε, δε, δυνατό να χρησιμοποιηθεί ως όχημα και το πολύ καλό αποτέλεσμα των εκλογών του Νοεμβρίου και να υπάρξουν ανοίγματα σε ένα ευρύτερο κόσμο.
Πιστεύω πως όλες αυτές οι ελλείψεις που περιγράφηκαν εξηγούν, τουλάχιστον ως ένα βαθμό, γιατί η Αριστερά στη χώρα μας αντιμετωπίζεται, σε μεγάλο βαθμό, με δυσπιστία ακριβώς από εκείνους τους οποίους θα έπρεπε να αντιπροσωπεύει.

β) Οι δύο περίοδοι του κινήματος
Στο κινηματικό επίπεδο οι αντιδράσεις ενάντια στα μέτρα της τρόικας μπορούν να χωριστούν σε δύο περιόδους. Η πρώτη έχει να κάνει με ό,τι προηγήθηκε της 25 ης Μαΐου. Έγιναν πολλές μονοήμερες απεργίες, σημαντικές κινητοποιήσεις (με κορυφαία την 5η Μαίου του 2010) αλλά και περιφερειακές αντιδράσεις (όπως πχ οι αποδοκιμασίες υπουργών και βουλευτών κλπ). Τρία ήταν κατά τη γνώμη μου τα όρια που δεν μπορούσαν να ξεπεράσουν οι «παραδοσιακές» εργατικές κινητοποιήσεις: α) αποδείχτηκε, για μια ακόμη φορά, πως ήταν πάρα πολύ δύσκολο να πραγματοποιηθούν απεργίες στον ιδιωτικό τομέα. Οι λόγοι είναι πολλοί: φόβος απέναντι στην εργοδοτική αυθαιρεσία, μικρό μέγεθος μονάδων όπου λειτουργεί ένα πιο «παραδοσιακό» κλίμα απέναντι στο αφεντικό, φόβος για απώλεια αρκετών μεροκάματων. β ) Η καταστολή που εφάρμοζε η αστυνομία αλλά και οι πρακτικές τμήματος του αντιεξουσιαστικού χώρου δεν επέτρεπαν ούτε την άνετη συμμετοχή ενός κόσμου που δεν ήταν εξοικειωμένος με συγκρούσεις και δακρυγόνα, αλλά ούτε και την κατάληψη της Πλατείας Συντάγματος- στόχου που είχε τεθεί ήδη από την απεργία της 23ης Φεβρουαρίου. γ) Ο πιο σημαντικός λόγος, ωστόσο, ήταν πως στο ερώτημα «Τι θα γίνει αν πάψουμε να παίρνουμε χρήματα από την τρόικα και τι θα επακολουθήσει;», δεν υπήρχε ούτε ενιαία ούτε σαφής απάντηση. Η στάση πληρωμών δεν ήταν ηγεμονική μέχρι τότε άποψη- πόσω μάλλον η αποχώρηση από τη ζώνη του ευρώ. Αλλά ακόμα και οι υποστηρικτές αυτών των θέσεων ήταν σε δύσκολη θέση να περιγράψουν το τι θα συνέβαινε αν η χώρα σταματούσε να πληρώνει τα δάνεια και αποχωρούσε από την Ευρωζώνη.
Η υποχώρηση των «παραδοσιακών» μέσων του κινήματος και η άνοδος των Πλατειών ήρθε ακριβώς τη στιγμή που είχε ξεκινήσει η συζήτηση για τα νέα μέτρα και τις επιπτώσεις τους για τα λαϊκά και τα μεσαία στρώματα. Τότε ήταν που έγινε φανερό σε ευρύτερα στρώματα πως δεν υπήρχε δυνατότητα εξόδου από την κρίση και πως κάθε λίγο και λιγάκι θα λαμβάνονται καινούρια μέτρα. Παράλληλα εντάθηκε η άρρητη αμφισβήτηση της Αριστεράς η οποία δεν είχε κατορθώσει να ανατρέψει τους συσχετισμούς και συντελέσει στο να δει ο λαός ένα καλύτερο παρόν. Μέσα σε αυτή τη συγκυρία η πρόσκληση για κατάληψη της Πλατείας Συντάγματος από ένα αριθμό ανθρώπων που δεν ανήκαν σε κόμματα και πίστευαν στην ανεξάρτητη ριζοσπαστική, ειρηνική δράση λειτούργησε σαν θρυαλλίδα για τις μετέπειτα εξελίξεις. Το βασικό στοιχείο που ήταν η κατάληψη της Πλατείας είχε επιτευχθεί χωρίς συγκρούσεις και δακρυγόνα απέναντι σε μια ολοένα και πιο απονομιμοποιημένη κυβέρνηση η οποία κοιτούσε αμήχανη τις πρακτικές αυτές. Το γεγονός αυτό βοήθησε στο να συσσωρευτεί ένας κόσμος που έβλεπε πως όχι «μόνο» η ζωή του χειροτέρευε άρδην, αλλά πως αυτό δεν θα είχε τέλος. Είναι ευεξήγητο γιατί αυτοί οι άνθρωποι ήταν «πυρ και μανία» απέναντι στα καθεστωτικά κόμματα. Μένει, όμως, να κατανοήσουμε τη γενικά απορριπτική στάση τους απέναντι στα κόμματα. Η γνώμη μου είναι πως το πρόβλημα δεν είναι ο λαός, άλλωστε δεν μπορούμε να εκλέξουμε άλλον λαό όπως θα έλεγε και ο Μπρεχτ, αλλά το γεγονός της απόστασης που έχουν οι φορείς της Αριστεράς απέναντι στη γνώμη των «απλών» ανθρώπων. Ίσως να μην ισχύει αυτό για όλες τις αριστερές οργανώσεις, αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα για τον κόσμο. Αισθάνεται πως οι φορείς της Αριστεράς είτε ενδιαφέρονται για την κατάληψη διάφορων οφιτσίων είτε δεν ακούν τις απόψεις του, αφού ήδη τα διάφορα επιτελεία έχουν σχηματίσει μια αντίληψη σχετικά με το πώς θα πρέπει να σκέφτεται ο «μέσος άνθρωπος» και το τι θα «πρέπει» να του ειπωθεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: κάθισε ποτέ η Αριστερά να ασχοληθεί σοβαρά με τις αντιδράσεις των κατοίκων των περιοχών που υπάρχει έντονο το μεταναστευτικό στοιχείο ή κυριάρχησε η αντίληψη πως πρόκειται για ακροδεξιούς οι οποίοι δε μας ενδιαφέρουν; Όλα αυτά δείχνουν την ήττα της Αριστεράς που δεν μπορεί να απευθυνθεί σε ευρύτερα στρώματα περιχαρακωμένη στις δικές της αλήθειες. Οι αντιλήψεις περί αποχής από τα κοινά που καλλιεργούνται από διάφορους θεσμούς τα τελευταία χρόνια θα έπρεπε να έχουν αποκρουστεί από την Αριστερά λόγω της δικής της διαφορετικής, υποδειγματικής στάσης.
Βεβαίως με τα παραπάνω δεν υποστηρίζουμε πως ο,τιδήποτε λέχθηκε ή έγινε στην «πάνω» ή στην «κάτω» πλατεία είναι δικαιολογημένο ή σωστό. Το ζήτημα όμως για μια λαϊκή Αριστερά είναι η αποφασιστικότητά της να παρέμβει για να το μετασχηματίσει και όχι να αδιαφορήσει ή να το καταγγείλει. Σε κάθε περίπτωση από ένα σημείο και μετά η πλην του ΚΚΕ Αριστερά συμμετείχε στις διαδικασίες της πλατείας έχοντας το μερίδιό της στα θετικά και στα αρνητικά που σημειώθηκαν εκεί. Σίγουρα η συγκρότηση και η λειτουργία των διάφορων ομάδων αποτέλεσε ένα άλμα στους θεσμούς λαϊκής αυτοργάνωσης- κάτι που είχαμε να το δούμε πολλά χρόνια. Η συνέλευση των εννιά αναδείκνυε την ανάγκη ενός κόσμου να συμμετάσχει πιο ενεργά και αδιαμεσολάβητα στα πολιτικά πράγματα. Ωστόσο μια μαχόμενη Αριστερά θα πρέπει να κάνει σαφές: α) πως δεν μπορούν πάντα όλα να αναπτύσσονται εντός 1,5 λεπτού β) πως υπάρχει ένα αντικειμενικό όριο στην άμεση δημοκρατία και μετά αρχίζει η μεσολάβηση των πολιτικών φορέων .
Η πάνω πλατεία είχε διαφορετική κοινωνική και πολιτική σύνθεση. Αποτελούνταν από πιο λαϊκό κόσμο που πληττόμενος από την οξύτητα των μέτρων ένιωθε την ανάγκη να εκφράσει άμεσα αυτό του το θυμό φωνάζοντας συνθήματα, βρίζοντας, μουντζώνοντας, κυματίζοντας την ελληνική σημαία (κατανοώντας πως η ξένη επιστασία θα έκανε ακόμα πιο δύσκολη τη ζωή του). Οι αριστεροί κατήγοροι αυτών των συμπεριφορών δεν μπόρεσαν να καταλάβουν πως με αυτό τον τρόπο τα στρώματα αυτά α) έκαναν μια μετατόπιση από τη θέση «τι να κάνουμε, αυστηρά τα μέτρα αλλά χρωστάγαμε» σε αυτή του «δεν είναι δικό μας χρέος, δεν πληρώνουμε» β) το ότι αυτοί οι άνθρωποι πέραν της φραστικής αντιπαράθεσης δεν είχαν ένα εναλλακτικό σχέδιο εξόδου από την κρίση να υιοθετήσουν και γι’ αυτό μόνο εκείνοι δεν ήταν υπεύθυνοι.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο φούντωσαν οι αντιδράσεις και μπόρεσε να εκδηλωθεί η οργή ενός κόσμου που έβλεπε να καταρρέει το μοντέλο ζωής που είχε και όλα να κατευθύνονται σε ένα άδηλο μέλλον. Επαναλαμβάνουμε: το γεγονός πως οι συγκεντρώσεις ήταν απογευματινές χωρίς να κινδυνεύει ο άλλος να χάσει το μεροκάματό του, ειρηνικές, και επαναλαμβανόμενες και σε πανελλαδικό επίπεδο (ίσως και σε 100 πόλεις ταυτόχρονα) όλα αυτά αποτέλεσαν ένα εύφλεκτο υλικό που ανέδειξε την έλλειψη νομιμοποίησης της κυβέρνησης και τω μέτρων της τρόικα. Σε επίπεδο κινήματος αυτό συμπυκνώθηκε στις κορυφώσεις της 5ης Ιουνίου (με την εξαίρεση της πρώτης επετείου του Πολυτεχνείου το 1974 πρέπει να ήταν η μεγαλύτερη κινητοποίηση που γνώρισε ποτέ η χώρα) της 15 Ιουνίου και της 29ης Ιουνίου αλλά και με τις καθημερινές συγκεντρώσεις στις Πλατείες. Σε επίπεδο εξουσίας η δυναμική του κινήματος εκφράστηκε με πολύωρη πτώση της κυβέρνησης και με τα γεγονότα της 16ης Ιουνίου που φάνηκε να οδηγούν σε ευρεία αμφισβήτηση της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ αλλά και με την αυτιστική επιμονή της τρόικα στην επιβολή των μέτρων- δείγμα της αποστείρωσης που χαρακτηρίζουν αυτά τα διεθνικά κέντρα εξουσίας από τις σχέσεις διαμεσολάβησης που διακρίνουν τους πολιτικούς φορείς. Ουσιαστικά αυτή η στάση της τρόικα είναι μια φυγή προς τα εμπρός για να κερδηθεί ο απαραίτητος χρόνος ώστε να γίνουν οι ιδιωτικοποιήσεις, να ξεφορτωθούν τα ελληνικά χρεόγραφα οι ευρωπαϊκές τράπεζες και να φανεί πως μπορεί να λειτουργήσει ένα «τριτοκοσμικό» κοινωνικό μοντέλο ακόμα και σε μια δυτική χώρα.

4) Η ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος και η ανάγκη της συγκρότησης του Αριστερού Ριζοσπαστικού Μετώπου

Το ζήτημα βέβαια είναι πως το Μεσοπρόθεσμο τελικά ψηφίστηκε από μια μισητή κυβέρνηση παρά το γεγονός πως εκατοντάδες χιλιάδες λαού βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή στους δρόμους όλης της χώρας. Το ερώτημα είναι τι γίνεται από εδώ και πέρα. Η γνώμη μας είναι πως το μεγαλύτερο πρόβλημα που θα έχει να αντιμετωπίσει η αστική εξουσία είναι πως δεν μπορεί να σταθεροποιήσει το εύρος της επίθεσης συγκροτώντας ένα ιδιόμορφο κοινωνικό συμβόλαιο, όπου ναι μεν θα έχει επιδεινωθεί η κατάσταση των λαϊκών και των μεσαίων στρωμάτων, αλλά θα υπάρξει παγίωση αυτού του πλαισίου, δεν θα υπάρξουν νέα μέτρα και δε θα δημιουργηθεί περαιτέρω επιδείνωση. Κατά συνέπεια, οι υλικές συνέπειες αυτής της πολιτικής θα γίνονται ολοένα πιο έντονες και κάθε νέα «μεταρρύθμιση» θα οδηγεί σε νέες αντιδράσεις. Με δεδομένο αυτό το πλαίσιο είναι πιθανό το σενάριο εκλογών στο επόμενο διάστημα (π.χ., Οκτώβριο) όταν δεν θα έχει γίνει αισθητό το αδιέξοδο των νέων μέτρων (περαιτέρω ύφεση και αύξηση των ελλειμμάτων) με σκοπό τη μη κατάρρευση της σημερινής κυβέρνησης υπό την πίεση του λαϊκού παράγοντα και τη δημιουργία μιας δικομματικής κυβέρνησης (αφού θα είναι δύσκολο να επιτευχθεί αυτοδυναμία), με τη συμμετοχή και προσωπικοτήτων, η οποία θα αναλάβει να διαχειριστεί, «συναινετικά», την κρίση.
Το θέμα είναι πως ακόμα και να τελεσφορήσει ένα τέτοιο σενάριο δεν μπορεί να αποφύγει την ύπαρξη δύο πολύ σοβαρών παραμέτρων: από τη μια το ότι η χώρα βαδίζει προς τη χρεοκοπία και από την άλλη πως θα πρέπει συνεχώς να λαμβάνονται νέα μέτρα -- γεγονός που θα εξανεμίσει το σύνηθες διάστημα χάριτος. Το συμπέρασμα λοιπόν που βγάζουμε είναι πως ανεξάρτητα από την, απόλυτα δικαιολογημένη, κόπωση που επικρατεί αυτή τη στιγμή και τη θερινή ραστώνη οι κοινωνικές αντιδράσεις θα συνεχίσουν να εκφράζονται. Στο πολιτικό επίπεδο με την αποδοκιμασία του δικομματισμού, και ειδικά του κυβερνητικού κέντρου, και στο κοινωνικό με την διαρκή εμφάνιση κοινωνικών αντιδράσεων. Επιπρόσθετα, θα ανοίξουν νέα μέτωπα, όπως το νέο μισθολόγιο για τους δημόσιους υπαλλήλους, η ΔΕΗ , ο νόμος πλαίσιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ θα πρέπει να αναπτυχθεί και μέτωπο υπεράσπισης των δημοκρατικών δικαιωμάτων.
Φτάνει όμως αυτό; Κατά τη γνώμη μου όχι κι αυτό γιατί είμαστε πια στην περίοδο που χρειάζεται μια πιο συνολική επίθεση από το λαϊκό παράγοντα απέναντι στην πολιτική εξουσία. Για να χρησιμοποιήσουμε πιο «κλασική» μαρξιστική ορολογία στο πλαίσιο του παρατεταμένου πολέμου (κατά την εύστοχη διατύπωση του Στάθη Κουβελάκη) πρέπει να περάσουμε στο στάδιο της στρατηγικής αντεπίθεσης του λαϊκού κινήματος. Για να γίνω πιο σαφής σύμφωνα με τον Μάο ο παρατεταμένος πόλεμος περνάει από τρεις φάσεις: η πρώτη είναι αυτή της στρατηγικής άμυνας όπου ο λαϊκός «στρατός» απαντά διάσπαρτα στις επιθέσεις του εχθρού με σκοπό να τον κουράσει και να επιτύχει αλλαγή στην ισορροπία δυνάμεων. Είναι ότι ζήσαμε μέχρι την 15η Ιουνίου όπου έγινε φανερό πως η δυναμική του κινήματος τροποποιούσε συσχετισμούς και έφτανε μέχρι να απειλήσει πραγματικά την κυβέρνηση με πτώση. Η αναδιάταξη των κυβερνητικών δυνάμεων και όσα ακολούθησαν με τις συγκρούσεις της 29ης Ιουνίου δείχνουν πως έχουμε περάσει σε μια φάση «παράλληλης ισορροπίας» , δηλαδή αυτό ο Μάο ονομάζει «στρατηγική άμυνα του εχθρού». Ο εχθρός αντιλαμβάνεται πως πια απέναντί του έχει κάτι πιο συγκροτημένο που έχει προσδιορίσει ορισμένα υλικά κεκτημένα στη δράση του (κατάληψη πλατειών, συμμετοχή μεγάλου τμήματος του πληθυσμού σε κινητοποιήσεις και εξάλειψη των αντιδράσεων απέναντί τους, πλήρης απονομιμοποίηση των μέτρων, γελοιοποίηση της κυβέρνησης αλλά και άλλων τμημάτων του αστικού προσωπικού, δημοκοπική μείωση του δικομματισμού) Εννοείται πως η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να ανατρέψει αυτό το συσχετισμό κάνοντας νέες επιθέσεις, ανοίγοντας νέα μέτωπα και επιδιώκοντας να περάσει νέες δέσμες μέτρων. Κατά συνέπεια η φάση της «παράλληλης ισορροπίας» είναι πιθανό να μην κρατήσει πολύ, γι’ αυτό είναι απαραίτητο να περάσουμε στην τρίτη φάση του παρατεταμένου πολέμου που είναι αυτή της «στρατηγικής αντεπίθεσης» των λαϊκών δυνάμεων.

Πώς θα γίνει αυτό; Εδώ τα πράγματα δεν είναι απλά. Χρειάζονται δύο βασικές προϋποθέσεις. Η μία είναι η δημιουργία Πολιτικού Μετώπου και η δεύτερη είναι η εκπόνηση ενός μεταβατικού προγράμματος φιλολαϊκής εξόδου από την κρίση. Το πρώτο είναι απαραίτητο γιατί χρειάζεται ένας φορέας ο οποίος με συντεταγμένο και συνεκτικό τρόπο να χαράξει μια κατεύθυνση, να δημιουργήσει κοινωνικές συμμαχίες και να επιλέξει τα κρίσιμα επίδικα της περιόδου έτσι ώστε οι λαϊκές τάξεις να αισθανθούν πως αντιπροσωπεύονται από αυτόν. Το δεύτερο συνδέεται άρρηκτα με το πρώτο γιατί μόνο μέσω της διατύπωσης μιας σαφούς εναλλακτικής λύσης μπορεί ο λαϊκός «στρατός» να κερδίσει με ενεργητικό τρόπο στο επίπεδο της ηγεμονίας (όχι τι δεν θέλει, αλλά τι θέλει να γίνει για τη χώρα).

Ποιοι θα είναι οι βασικοί άξονες αυτού του Πολιτικού Μετώπου και γιατί επιλέγονται οι συγκεκριμένοι και όχι κάποιοι άλλοι;

Ο πρώτος άξονας θα πρέπει να είναι η άρνηση πληρωμών και η απαίτηση διαγραφής του χρέους με παράλληλη πρόνοια για τα ομόλογα που έχουν στην κατοχή τους ασφαλιστικοί φορείς και μικροί εισοδηματίες. Ο άξονας αυτός είναι εντελώς απαραίτητος γιατί τα τεράστια ποσά που πηγαίνουν για τοκοχρεολύσια θα πάψουν να χρηματοδοτούν το τραπεζιτικό κεφάλαιο και η χώρα θα απελευθερωθεί από το βρόχο του χρέους που κάθε μέρα την καταστρέφει όλο και περισσότερο.

Ο δεύτερος άξονας έχει να κάνει με την έξοδο από το ευρώ. Είναι ανάγκη να ανακτηθεί η νομισματική αυτονομία της χώρας έτσι ώστε να μπορέσει να προχωρήσει η οικονομική της ανασυγκρότηση με βάση τις λαϊκές ανάγκες και όχι με βάση τις ανάγκες των πιο ισχυρών μερίδων του ελληνικού κεφαλαίου.

Ο τρίτος άξονας περιλαμβάνει την αναδιανομή του εισοδήματος προς όφελος των δυνάμεων της εργασίας και σε βάρος των δυνάμεων του κεφαλαίου. Δεν έχει νόημα να προχωρήσει η χώρα σε τόσο εκτεταμένες αλλαγές, αν αυτό δεν πρόκειται να αποβεί υπέρ των κυριαρχούμενων τάξεων.

Ο τέταρτος άξονας θα έχει να κάνει με την εθνικοποίηση των τραπεζών, που θα αποτελέσουν και μηχανισμό ανόρθωσης της ελληνικής οικονομίας σε διαφορετική βάση, αλλά και την απαγόρευση της κίνησης κεφαλαίων προς το εξωτερικό, έτσι ώστε μετά την αλλαγή νομίσματος να μην υπάρξει φυγή οικονομικού πλούτου και κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος.

Ο πέμπτος άξονας αφορά την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας. Η αλήθεια είναι πως η Ελλάδα έχει σήμερα μεταβληθεί από τις κυρίαρχες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις σε χώρα μειωμένης κυριαρχίας. Μια αριστερή ριζοσπαστική πολιτική σαφώς θα πρέπει να έχει στην προμετωπίδα της τη στοχοθεσία για ακύρωση των πάσης φύσεως αποικιοκρατικών συμβάσεων και την έξοδο της χώρας από το ΝΑΤΟ.

Στο επίπεδο τώρα του πολιτικού προγράμματος χρειάζεται μια σύνθετη προσπάθεια η οποία απαιτεί τη συντονισμένη δουλειά ενός δυναμικού το οποίο θα κληθεί να απαντήσει σε μια σειρά από κρίσιμα ερωτήματα (κρίσιμα ερωτήματα, και γιατί χωρίς ικανοποιητικές απαντήσεις σε αυτά δεν είναι δυνατό να οικοδομηθεί μια ηγεμονία των λαϊκών δυνάμεων αλλά και γιατί χωρίς κατάλληλο και επαρκή σχεδιασμό, υπάρχει ο κίνδυνος να γίνει ακόμα χειρότερη η καθημερινότητα των ανθρώπων ) .Χαρακτηριστικά αναφέρουμε: ποιο θα είναι το αναπτυξιακό μοντέλο που θα υιοθετηθεί από τη χώρα; Σε ποιους βιομηχανικούς κλάδους θα πέσει το βάρος και τι θα γίνει με τη γεωργία; Πώς θα είναι οι εργασιακές σχέσεις στον ιδιωτικό τομέα και πώς στο δημόσιο; Από πού θα παίρνει πετρέλαιο η χώρα; Θα υπάρξει εκμετάλλευση των εναλλακτικών μορφών ενέργειας; Και το βασικότερο: ποια η ενεργητική εμπλοκή του λαϊκού παράγοντα στο σχεδιασμό, στη υλοποίηση και στον επανασχεδιασμό αυτού του προγράμματος;

Για να μη δημιουργηθούν παρεξηγήσεις: ούτε το Αριστερό Μέτωπο είναι κόμμα ούτε το πολιτικό πρόγραμμα οδηγεί στο σοσιαλισμό. Το Αριστερό Μέτωπο αποτελεί μια συμμαχία πολιτικών φορέων, κινήσεων οργανώσεων και ανέντακτων αριστερών γύρω από ένα πολύ συγκεκριμένο πολιτικό πλαίσιο και συνιστά το προαπαιτούμενο για να εκκινήσει η φιλολαϊκή έξοδος της χώρας από την κρίση. Η δημιουργία κόμματος απαιτεί άλλου είδους συζητήσεις και πολιτικο- ιδεολογικές συμφωνίες. Το ζήτημα είναι μπροστά στην κοινωνική λαίλαπα που είναι ήδη υπάρχουσα να μπορέσει να αντιπαραταχθεί μια συγκεκριμένη πολιτική συμφωνία που να συντελεί στο να πάνε τα πράγματα αλλιώς. Από την άλλη, ένα τέτοιου είδους πρόγραμμα δεν θα οδηγήσει ευθύγραμμα στο σοσιαλισμό, αλλά θα δώσει τη δυνατότητα να ανακουφιστούν τα λαϊκά στρώματα, να πιστέψουν στις δυνάμεις τους και να μπορέσουν να δημιουργήσουν συνθήκες δυαδικής εξουσίας.




5) Για να συνοψίσουμε




Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός είναι αντιμέτωπος με τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση των τελευταίων δεκαετιών κι αυτό γιατί αυτή είναι απόρροια τόσο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης όσο και της εξάντλησης του μοντέλου καπιταλιστικής ανάπτυξης που υιοθετήθηκε μετά το τέλος του εμφυλίου. Η χώρα είναι αντιμέτωπη με τη χρεοκοπία ιδιαίτερα μετά την εφαρμογή των μέτρων που επέβαλε η τρόικα. Η ύφεση εντάθηκε με αποτέλεσμα η Ελλάδα να έχει εμπλακεί σε μια «παγίδα χρέους» από την οποία είναι αδύνατο να ξεφύγει. Η χρηματοδότηση από το εξωτερικό γίνεται, αφενός, ώστε να αποφευχθεί η χρεοκοπία μέχρι οι ξένες τράπεζες να έχουν μεταβιβάσει τα ελληνικά ομόλογα στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και στις Κρατικές Κεντρικές Τράπεζες με συνέπεια μετά τη χρεοκοπία το κόστος να το αναλάβουν όχι οι ιδιωτικές τράπεζες αλλά οι πολίτες μέσω τη φορολόγησής τους, αφετέρου, για να προλάβει η κυβέρνηση να ιδιωτικοποιήσει όλες τις κερδοφόρες δημόσιες επιχειρήσεις. Όταν ολοκληρωθούν αυτές οι διαδικασίες θα αφεθεί η χώρα να χρεοκοπήσει αφού πρώτα τα μέτρα θα έχουν διαμορφώσει μια νέα τριτοκοσμική πραγματικότητα η οποία θα μπορεί να εξαχθεί και σε άλλες δυτικές χώρες. Το θέμα είναι λόγω της εμβάθυνσης της ύφεσης υπάρχει το ενδεχόμενο η χρεοκοπία να προηγηθεί των στόχων των κυρίαρχων κύκλων.

Κατά συνέπεια η χώρα έχει εμπλακεί σε μια περιδίνηση όπου τα κέντρα εξουσίας θα παίρνουν όλο και πιο επώδυνα μέτρα και η ζωή των λαϊκών, αλλά και των μεσαίων, στρωμάτων θα επιδεινώνεται διαρκώς. Οι κινητοποιήσεις των τελευταίων 16 μηνών ξεκίνησαν ως «παραδοσιακού» χαρακτήρα με έντονη την παρουσία των συνδικάτων, αλλά από τις 25 Μαΐου άλλαξαν μορφή έγιναν πιο παλλαϊκές, πιο μαζικές και πιο ριζοσπαστικές (χαρακτηριστικά στοιχεία από αυτή την άποψη είναι η υιοθέτηση του συνθήματος «Δε χρωστάμε, δεν πουλάμε, δεν πληρώνουμε», αλλά και η πλήρης απαξίωση του πολιτικού προσωπικού). Σε αυτή τη φάση έχουμε φτάσει σε ένα κρίσιμο σημείο. Υπάρχει μια «παράλληλη ισορροπία». Η κυβέρνηση πέρασε το μακροπρόθεσμο, αλλά η αμφισβήτησή της έχει φτάσει στο ζενίθ (ας αναλογιστούμε πόσο αποδοκιμάζονται από τους απλούς πολίτες οι κυβερνητικοί βουλευτές). Η κοινωνική δυναμική που αναπτύχθηκε το τελευταίο διάστημα είναι δυνατό να συντελέσει στην ανατροπή της προσχεδιασμένης κοινωνικής κατάρρευσης , αλλά για να συμβεί αυτό χρειάζεται Πολιτικό Μέτωπο να τη συγκροτήσει και να την κατευθύνει και σαφές και διεξοδικό πολιτικό πρόγραμμα για να δημιουργηθούν όροι λαϊκής αντι- ηγεμονίας.

Δεδομένου ότι όπως δείξαμε η χρεοκοπία της χώρας είναι προ των πυλών, όταν φτάσει αυτή η στιγμή τα πράγματα θα πάρουν δραματικές διαστάσεις και τότε οι σκηνές από την Αργεντινή θα μας φανούν πολύ οικείες. Εκείνη ακριβώς την ώρα όποιος είναι σε θέση να διατυπώσει ένα πρόγραμμα εξόδου από την κρίση και να υπερασπιστεί την εθνική ανεξαρτησία θα είναι ο μεγάλος κερδισμένος. Και είναι μεγάλος ο κίνδυνος αν αυτό δε γίνει από τα αριστερά να γίνει από ακροδεξιές ή λαϊκίζουσες θέσεις. Για να το πούμε διαφορετικά οι δυνάμεις της Αριστεράς βρίσκονται σήμερα μπροστά σε ένα ιστορικό σταυροδρόμι που δεν είναι , σύμφωνα με το κινέζικο ιδεόγραμμα, «κίνδυνος» ή «ευκαιρία», αλλά είναι «καταστροφή» ή «ευκαιρία». Η αργεντίνικη Αριστερά που δεν κατανόησε τη σοβαρότητα της κατάστασης ακόμα δεν έχει συνέλθει από τις πολιτικές επιπτώσεις της χρεοκοπίας. Κανείς σήμερα δε θυμάται τις όποιες διαφωνίες υπήρχαν στο εσωτερικό του ΚΚΕ τους πρώτους μήνες του 1940, αλλά όλοι θυμούνται του γράμμα του Ζαχαριάδη και την εαμική εποποιία.

Εν κατακλείδι, η δραματικότητα των καιρών που ζούμε θα πρέπει να αντιμετωπιστεί από τις δυνάμεις μιας ριζοσπαστικής μαχόμενης Αριστεράς με την πρέπουσα σοβαρότητα. Όλες δυνάμεις που δεν ηγεμονεύονται από τυφλή ευρωλαγνεία και κατανοούν πως χρειάζονται ριζοσπαστικές κατευθύνσεις (έξοδος από τα ευρώ, στάση πληρωμών, διαγραφή του χρέους, εθνικοποίηση τραπεζών, απαγόρευση εξόδου κεφαλαίων, αναδιανομή του εισοδήματος, υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας, εκπόνησης σαφούς φιλολαϊκού προγράμματος εξόδου από την κρίση ) για να αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο θα πρέπει να λάβουν πολύ τολμηρές πρωτοβουλίες υπερβαίνοντας τους εαυτούς τους. Στο μέλλον σχεδόν κανείς δε θα θυμάται τις πραγματικές ή τις δημοσκοπικές επιδόσεις των διάφορων πολιτικών φορέων της μαχόμενης ριζοσπαστικής Αριστεράς του 2011, αλλά όλοι θα θυμούνται αν συνέβαλε ή όχι στην αποτροπή της επερχόμενης καταστροφής …




5/7/2011




«Χρειάζονται πολλά τον κόσμο για να αλλάξεις:

Οργή και επιμονή. Γνώση και αγανάκτηση.

Γρήγορη απόφαση, στόχαση βαθιά.

Ψυχρή υπομονή, κι ατέλειωτη καρτερία.

Κατανόηση της λεπτομέρειας και κατανόηση του συνόλου.

Μονάχα η πραγματικότητα μπορεί να μας μάθει πώς την

την πραγματικότητα να αλλάξουμε»




B. Brecth

Δεν υπάρχουν σχόλια: