Τρίτη 3 Ιουλίου 2012

Ο φασισμός στο σαλόνι μας

ΦΑΚΕΛΟΣ | 27 Ιουνίου 2012

Ο φασισμός στο σαλόνι μας


Βιβλιογραφία Παρακάτω μπορείτε να δείτε τη βιβλιογραφία που χρησιμοποιήθηκε για την τεκμηρίωση του φακέλου. Κατά κανόνα προτιμήσαμε τις πηγές εκείνες που είναι πιο προσιτές στον αναγνώστη

«Απάντηση κατοίκων Αγίου Παντελεήμονα στην Ελευθεροτυπία». Δημοσιεύεται στις «Ελληνικές Γραμμές» στις 25 Ιανουαρίου 2009.


Εισαγωγικό σημείωμα
Ο εκλογικός θρίαμβος της Χρυσής Αυγής αντιμετωπίστηκε με υποκριτική έκπληξη. Στο ThePressProject επιχειρούμε μέσα από τη μελέτη μίας χαρακτηριστικής περίπτωσης, του Άγιου Παντελεήμονα, που σταδιακά αναδείχθηκε σε σημαία της ακροδεξιάς ρητορικής, να δείξουμε την πορεία προς αυτή την κατάληξη. Εστιάζουμε στο πώς στη διάρκεια των τελευταίων ετών σταδιακά άλλαξε ο λόγος για τους μετανάστες στην πλατεία του Άγιου Παντελεήμονα (κυρίως τους ασιάτες μετανάστες: είναι χαρακτηριστικό ότι τα στερεότυπα που αφορούσαν τους Αλβανούς της δεκαετίας του ’90 έχουν ατονήσει εδώ και καιρό), παίρνοντας ως παράδειγμα την εφημερίδα «Καθημερινή», και ακολούθως συζητούμε το αν και κατά πόσο η όξυνση της ρητορικής περί εγκληματικότητας των μεταναστών ανταποκρίνεται στα στατιστικά δεδομένα. Ο φάκελος περιλαμβάνει συγκεντρωμένο υλικό από τις εφημερίδες, βίντεο και εικόνες, σχετικές επιστημονικές έρευνες καθώς και συνεντεύξεις από ειδικούς και ακτιβιστές.



Αυτός είναι ο πρώτος φάκελος της νέας έκδοσης του ThePressProject. Τα bold τμήματα του κειμένου σάς δίνουν τη δυνατότητα να περιηγηθείτε στο υλικό τεκμηρίωσης του φακέλου, ενώ στο δεξί μέρος θα βρείτε μια σειρά εργαλείων και οπτικουακουστικό υλικό.
Άγιος Παντελεήμονας
Ο Άγιος Παντελεήμονας είναι μια γειτονιά του Δήμου Αθηναίων που ανήκει στο 6ο δημοτικό διαμέρισμα, μαζί με γειτονιές όπως η Κυψέλη,  τα Κάτω Πατήσια και ο Σταθμός Λαρίσης.

Πρόκειται για μια περιοχή που, όπως αποδεικνύει η εναπομείνασα σήμερα αρχιτεκτονική της κληρονομιά, κατοικήθηκε από μεσαία τουλάχιστον στρώματα από τον 19ο αιώνα. Η ανοικοδόμηση της δεκαετίας του ’60 με τη μέθοδο της αντιπαροχής πρόσθεσε στην περιοχή και τα νέα μικροαστικά στρώματα. Ωστόσο η δεκαετία του ’90 βρίσκει την περιοχή ήδη υποβαθμισμένη, καθώς η περιβαλλοντική επιβάρυνση της δεκαετίας του ’80 έχει οδηγήσει σταδιακά τους μεσαίας τάξης, σχετικώς ευκατάστατους πια, κατοίκους εκτός αθηναϊκού κέντρου. Στη θέση τους, και εξαιτίας των χαμηλών σχετικά ενοικίων, θα έρθουν κατά χιλιάδες οι μετανάστες από τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης και την Αλβανία (Καβουλάκος-Κανδύλης 2012).

Στην οδό Φυλής, στην καρδιά της περιοχής του Αγίου Παντελεήμονα, συγκεντρώνεται από δεκαετίες η δραστηριότητα των οίκων ανοχής. Οι κάτοικοι της περιοχής δραστηριοποιούνται γύρω από το ζήτημα αυτό ήδη από τη δεκαετία του ’90, καθώς η λειτουργία τους, λένε, συνδέεται με το οργανωμένο έγκλημα. Χαρακτηριστική είναι η συγκρότηση ομάδων περιφρούρησης από κατοίκους, για την οποία μας ενημερώνει ο Ριζοσπάστης της 10ης Μαρτίου 1995:


Σε... αναγκαστική αργία βρίσκονται το τελευταίο δεκαπενθήμερο οι οίκοι ανοχής, γύρω από τις οδούς Φυλής και Θήρας, καθώς οι κάτοικοι της περιοχής έχουν εγκαταστήσει σε 24ωρη βάση ομάδες περιφρούρησης και επεμβαίνουν ειδοποιώντας την αστυνομία, μόλις δουν κάποιο από τα φωτάκια των εισόδων να ανάβει, ένδειξη ότι... το "κατάστημα" λειτουργεί!

Το πρωτότυπο, όσο και δυναμικό, μέτρο στο οποίο κατέληξαν τον τελευταίο καιρό, προήλθε μετά τη ραγδαία αύξηση τον τελευταίο χρόνο των οίκων ανοχής και τη με γεωμετρική πρόοδο υποβάθμιση της περιοχής τους. Όπως επισημαίνουν οι ίδιοι, ένας περιορισμένος αριθμός νόμιμων οίκων ανοχής θα ήταν ανεκτός, ωστόσο σήμερα η κατάσταση είναι εκρηκτική, αφού από την Πλατεία Αμερικής μέχρι και την Πλατεία Βικτωρίας έχουν καταμετρηθεί 102 παράνομοι οίκοι ανοχής, οι οποίοι συνεχώς αυξάνονται.


Τέσσερα χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 1999, ο τότε Υπουργός Δημόσιας Τάξης Μιχάλης Χρυσοχοΐδης καταθέτει νομοσχέδιο με θέμα «Εκδιδόμενα με αμοιβή πρόσωπα». Στη συζήτηση στην ολομέλεια της Βουλής το παράδειγμα της οδού Φυλής χρησιμοποιείται από βουλευτές όλων των κομμάτων. Ειδική μνεία γίνεται, μάλιστα, από τον πρόεδρο του ΔΗΚΚΙ Δημήτρη Τσοβόλα στο σπίτι του προέδρου της Κυβέρνησης του Βουνού καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Αλέξανδρου Σβώλου, στη γωνία Φερών και Φυλής, που εξακολουθεί τότε να χρησιμοποιείται ως οίκος ανοχής – κι αυτό, παρά «την ιδιαίτερη σημασία που έχει η μνήμη του Αλ. Σβώλου για εμένα υπό την επιστημονική μου ιδιότητα» και τις ενέργειες που εξαγγέλλει ο Υπουργός Πολιτισμού Ευάγγελος Βενιζέλος, απαντώντας σε ερώτηση της βουλευτίνας του ΠΑΣΟΚ Ελένης Ανουσάκη λίγους μήνες νωρίτερα.

Στην ίδια συζήτηση του 1999, ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Νάσος Αλευράς επισημαίνει ότι «υπάρχουν πτυχές εγκληματικότητας σε έξαρση σε περιοχές της Αθήνας» και υπενθυμίζει περιστατικό που συνέβη εκείνες τις μέρες στην πλατεία Πλυτά της Γούβας (εκεί που έπαιζε μικρός ο Νίκος Μιχαλολιάκος) «όπου συμμορίες Αλβανών λαθρομεταναστών αντάλλαξαν πυροβολισμούς το απόγευμα, δημιουργώντας πανικό στις οικογένειες και στα παιδιά που έπαιζαν στην πλατεία».

Ο Άγιος Παντελεήμονας είναι, λοιπόν, μια μόνο απ’ τις βασανισμένες γειτονιές του Δήμου Αθηναίων, κι αυτό συμβαίνει εδώ και δεκαετίες. Τι μεσολάβησε όμως ώστε τα τελευταία χρόνια να φτάσει να γίνει συνώνυμο της υποβάθμισης και τελικά κύριο πεδίο εκδίπλωσης της αντιμεταναστευτικής ρητορικής; Πώς αναγορεύτηκε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης σε εθνική απειλή;

Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, η παρουσίαση της πλατείας του Άγιου Παντελεήμονα από τα ΜΜΕ έχει διολισθήσει προς μια εξαιρετικά φορτισμένη ρητορική. Τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών δείχνουν πως η διάδοση του απορριπτικού για τους μετανάστες λόγου είναι μεγάλη. Επίσης, η σύνδεση του μεταναστευτικού προβλήματος με την εγκληματικότητα εμφανίζεται ως δεδομένη για μεγάλο μέρος του πληθυσμού.

Ωστόσο μέχρι πρόσφατα δεν ήταν έτσι, ακόμη και στο ταλαιπωρημένο κέντρο της Αθήνας. Σύμφωνα με την έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών "Επιχειρηματικότητα, κίνδυνοι και ανταγωνισμός στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας" που διεξήχθη το 2007 μεταξύ 730 επιχειρηματιών του εμπορικού ιστορικού κέντρου (Βαρουξή et al 2009: 225-388), οι επιχειρηματίες του κέντρου αναγνωρίζουν αυθορμήτως ως τρεις κυριότερες απειλές εναντίον τους τις κλοπές, τον ανταγωνισμό και την κρίση (σ. 263). Οι μετανάστες υπάρχουν φυσικά στην εικόνα αλλά με την ιδιότητα των ανταγωνιστών εξαιτίας του παράνομου υπαίθριου εμπορίου και των πολλών κινέζικων επιχειρήσεων, ενώ η χαμηλή και ορατή εγκληματικότητα της περιοχής, που επίσης απασχολεί τους Έλληνες επιχειρηματίες, συσχετίζεται άμεσα με το ζήτημα της διακίνησης και χρήσης ναρκωτικών, και άρα δεν περιορίζεται στους μετανάστες. Ακόμη κι έτσι, μόνο το 57,6% δηλώνει θετικά ότι χρειάζεται λήψη αστυνομικών μέτρων για την αντιμετώπιση των πλανόδιων μικροπωλητών (σ. 332) και μόνο το 7,5% δηλώνει ότι πρέπει το κράτος να διώχνει τους αλλοδαπούς εν γένει για να ενισχυθεί η επιχειρηματική δραστηριότητα (σ. 231). Μεταξύ των ευρημάτων της έρευνας ασφαλώς υπάρχουν ψήγματα της μεταστροφής που επήλθε στο μεταξύ – αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι αυτή ακριβώς η διαδικασία.
Απ΄ το οργανωμένο έγκλημα στη συλλογική ευθύνη
Παρά την πολύχρονη υποβάθμιση της περιοχής του Αγίου Παντελεήμονα, μόνο από το 2008 και μετά η γειτονιά βρέθηκε στο κέντρο της προσοχής των μέσων ενημέρωσης. Το ζήτημα της εγκληματικότητας ήταν η κεντρική αλλά όχι η μοναδική αφορμή. Για παράδειγμα, η έγκριτη μα συντηρητική Καθημερινή, τον Απρίλη του 2008, περιγράφει τον Άγιο Παντελεήμονα σαν μια πολυπολιτισμική γειτονιά, της οποίας η οικονομική δραστηριότητα βασίζεται πια στους μετανάστες κατοίκους της. Ένας Έλληνας καταστηματάρχης της περιοχής που διαθέτει προϊόντα από τις βαλκανικές χώρες δηλώνει: «Βάλαμε λίγα πράγματα στην αρχή, και σιγά - σιγά, όταν είδαμε ότι έχουν μεγάλη πέραση φτάσαμε να πουλάμε αποκλειστικά για τους ξένους. Προσλάβαμε και πωλητές από χώρες καταγωγής των πελατών μας». Στο άρθρο του διαβάζουμε για το κουρείο που γεμίζει κόσμο, γίνεται στέκι και «η κουβεντούλα ανάβει», για ένα ρωσικό παντοπωλείο όπου κάνει κουμάντο η γυναίκα του αφεντικού, καθώς αφηγείται το αφεντικό γελώντας, σε ένα κλίμα χαρακτηριστικά πιο αγαθό από ό,τι έμελλε να ακολουθήσει.

Ωστόσο το παλιό, καλό οργανωμένο έγκλημα εξακολουθεί να υπάρχει στην περιοχή, αρκετά για να πυροδοτήσει λίγες βδομάδες αργότερα πρωτοσέλιδο της ίδιας εφημερίδας με τίτλο «Έρμαιο συμμοριών ο Άγιος Παντελεήμονας». Σ’ αυτό το ρεπορτάζ ένας άλλος επιχειρηματίας δηλώνει: «Η περιοχή έχει πρόβλημα, όπως και οι περισσότερες περιοχές του κέντρου. Έχει μεγάλο αριθμό μεταναστών: Οι περισσότεροι απ’ αυτούς είναι καλά παιδιά, αλλά υπάρχουν και μερικοί σκάρτοι που δημιουργούν προβλήματα».

Η σταδιακή έλευση εκατοντάδων Αφγανών μεταναστών στην περιοχή και η πρόχειρη διαβίωσή τους στην πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα φαίνεται ωστόσο να αλλάζει την ποιότητα της συζήτησης. Οι δυνάμεις της ακροδεξιάς αποφασίζουν να ενεργοποιηθούν και να εκμεταλλευτούν πολιτικά την κατάσταση, κάτι που δεν είχαν κάνει δέκα χρόνια νωρίτερα στην πλατεία Κουμουνδούρου.

Τον Νοέμβριο του 2008, μια επιτροπή κατοίκων και καταστηματαρχών της περιοχής καλεί σε συγκέντρωση στην πλατεία, με βάση μια επιστολή προς τις αρμόδιες αρχές που υπογράφεται από χίλιους κατοίκους. Αριστερές και αντιρατσιστικές οργανώσεις, αλλά και η κοντινή αναρχική κατάληψη villa amalias καλούν σε αντισυγκεντρώσεις και τα αίματα δεν αργούν ν’ ανάψουν.

Στον απόηχο των γεγονότων αυτών, ο ακροδεξιός τύπος ταυτίζει τους αντιρατσιστές με τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ λίγο αργότερα η επιτροπή κατοίκων τα βάζει, μεταξύ άλλων, με το ΕΜΠ που φιλοξενεί σε σέρβερ του το Indymedia. Στην άλλη πλευρά, η villa amalias σε κείμενο που κυκλοφορεί αμέσως μετά τα γεγονότα κάνει την εκτίμηση ότι «η πρωτοβουλία καθοδηγήθηκε από το μαγαζί του Καρατζαφέρη [ΛΑ.Ο.Σ.] και κατέληξε σε πολιτική διαφήμισή του. Αυτοί άλλωστε φρόντισαν να μοιραστούν όλα αυτά τα κείμενα [από την πλατεία Αττικής ως την Άνω Κυψέλη], να ενημερώσουν όλα τα μμε και να ανακοινώσουν μέσω του site τους τη συνδιοργάνωση ενός πογκρόμ παρέα με μερίδα κατοίκων-καταστηματαρχών».

Η Καθημερινή, πιστή για την ώρα στην γραμμή των ίσων αποστάσεων, εκτιμά ότι «Η έκρηξη οργής των κατοίκων για την αδιαφορία των αρμόδιων φορέων («είμαστε όμηροι στην ίδια μας τη γειτονιά») αποτέλεσε αντικείμενο εκμετάλλευσης από ακραίες δυνάμεις (μέλη της «Χρυσής Αυγής» και κρανοφόρων αναρχικών), που επί ώρες επιδόθηκαν σε πετροπόλεμο».

Η υπόθεση του Αγίου Παντελεήμονα επισκιάζεται τις αμέσως επόμενες μέρες από τα γεγονότα που ακολούθησαν τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου στις 6 Δεκέμβρη 2008 και τον αντίκτυπό τους.

Το αμέσως επόμενο διάστημα, οι αριστερές και αντιρατσιστικές οργανώσεις επιδιώκουν ανεπιτυχώς, όπως παραδέχεται και ο Θανάσης Κούρκουλας από την Κίνηση «Απελάστε το ρατσισμό», να αποκτήσουν τοπική παρουσία ως αντίβαρο της φασιστικής ακροδεξιάς, η οποία, παρά το κλίμα των ημερών, προσπαθεί να ανασυνταχθεί.

Οι μήνες περνούν• βρισκόμαστε στην εποχή του «Λεφτά υπάρχουν» – η συντεταγμένη αποχώρηση του Κώστα Καραμανλή από την πρωθυπουργία ανοίγει τον δρόμο στο νέο ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου. Ο μικρόκοσμος του Άγιου Παντελεήμονα δεν συμμερίζεται την ευφορία των ημερών. Οι ανοιχτές βίαιες αντιπαραθέσεις συνοδεύονται από έναν πόλεμο χαμηλής ισχύος και μεγάλου βάθους, όπως αποδείχτηκε, τουλάχιστον από την πλευρά της ακροδεξιάς. Οι νέες πιεστικές συνθήκες του πρώτου μνημονίου αυξάνουν τον εκνευρισμό του κόσμου κι ανοίγουν το δρόμο στις πιο ακραίες θέσεις. Ταυτοχρόνως, το ΠΑΣΟΚ δεν διστάζει να πριμοδοτεί τον ρατσιστικό λόγο του ΛΑΟΣ αποβλέποντας σε πρόσκαιρα πολιτικά οφέλη αποδυνάμωσης της Νέας Δημοκρατίας, ενδεχομένως χωρίς να μπορεί να προβλέψει ότι την περίοδο εκείνη επωάζει το αβγό του φιδιού.

Το μαχητικό ρεπορτάζ της Μαρίας Δεληθανάση βρίσκει ακόμη τον δρόμο του προς τις σελίδες της Καθημερινής:


Την εικόνα του φόβου, της οργής, του μίσους, συμπληρώνουν οι καθημερινές επιθέσεις από κακοποιά στοιχεία και η δυναμική στρατολόγηση «μαχητών του μίσους» σε σχολεία της περιοχής των Πατησίων και της Κυψέλης. Όχι τυχαία, στα προχθεσινά επεισόδια πρωτοστάτησαν ανήλικοι Έλληνες και Αλβανοί. «Είναι φυσικό να εξεγείρονται οι Αλβανοί που έχουν δημιουργήσει περιουσία στην περιοχή», δηλώνει στην «Κ» κάτοικος της περιοχής που πρεσβεύει την αυτοδικία και επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του. «Για την κατάσταση φταίει η πολιτική αδιαφορία. Κανένα κόμμα δεν έχει σταθεί στο πλευρό της πλατείας. Ό,τι κάνουν, το κάνουν οι κάτοικοι μόνοι τους. Εμείς καλούμεθα να αμυνθούμε στη βία με βία. Περιμένω έναν νεκρό και τότε ο σώζων εαυτόν σωθήτω».

Έντονη οργή κατά του πολιτικού συστήματος εκφράζει και άλλη κάτοικος, συνταξιούχος του Δημοσίου: «Η εξουσία έχει κάνει την περιοχή σκουπιδότοπο. Θα πάρουμε τα όπλα. Δεν υπάρχει άλλη λύση. Η αδιαφορία μάς έχει κάνει επιθετικούς. Μέχρι τώρα περιοριζόμασταν στη λεκτική βία. Τώρα θα προχωρήσουμε. Θέλουμε μια φυσιολογική ζωή όπως αυτή που έχουν στο Κολωνάκι, την Εκάλη, τη Βούλα και τη Βουλιαγμένη. Ισοπολιτεία δεν θέλουμε; Η επανάσταση θα ξεκινήσει από εδώ».


Όμως η άποψη της εφημερίδας, όπως εκφράζεται στο κύριο άρθρο της, είναι διαφορετική από της συντάκτριας. Αρχίζει πια να εδραιώνεται η αντίληψη της συλλογικής ευθύνης των μεταναστών για όλα τα δεινά της ελληνικής κοινωνίας:

Το ζήτημα της λαθρομετανάστευσης συνιστά τη σημαντικότερη απειλή εθνικής ασφάλειας για τη χώρα. Το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη δείχνει να έχει αντιληφθεί το πρόβλημα και επιχειρεί να συντονίσει όλο τον κρατικό μηχανισμό σε μια προσπάθεια να το αντιμετωπίσει.

Πρόκειται για θετική εξέλιξη, καθώς η κατάληψη πολλών γειτονιών της Αθήνας από ομάδες λαθρομεταναστών έχει λάβει εφιαλτικές διαστάσεις.

Η Ελλάδα δεν αντέχει άλλο την εισροή 100.000 λαθρομεταναστών τον χρόνο. Όσο για τα υπόλοιπα μέλη της κυβέρνησης θα πρέπει να καταλάβουν ότι το συγκεκριμένο θέμα δεν αφορά μόνο την ΕΛ.ΑΣ. αλλά και τα υπουργεία Άμυνας και Εξωτερικών, τα οποία οφείλουν να ενεργοποιηθούν άμεσα.


Λίγες βδομάδες αργότερα, ο Νίκος Μιχαλολιάκος της Χρυσής Αυγής εκλέγεται δημοτικός σύμβουλος Αθηναίων. Στα εκλογικά τμήματα της περιοχής, η «Ελληνική Αυγή για την Αθήνα» πετυχαίνει τα καλύτερα ποσοστά της. Κι αυτό ήταν μόνο η αρχή...

Στη διαδικασία αυτή ο κύριος παράγοντας που θα πρέπει να υπολογιστεί είναι βεβαίως η μεροληπτική, έως σημείου προκλήσεως, στάση των ΜΜΕ. Ξεκινάμε από την απλή διαπίστωση, βεβαιωμένη και από μελέτες που εντοπίζουν το φαινόμενο και στη διεθνή εμπειρία, ότι τα κανάλια και οι εφημερίδες κανονικά δεν θεωρούν σκόπιμο να μας ενημερώνουν για καμία δράση των μεταναστών, αν δεν είναι εγκληματική. Θεωρούν πως γενικώς «οι μειονοτικές ομάδες δεν ενδιαφέρουν την πλειοψηφία του πληθυσμού, εκτός και αν αποτελούν απειλή για την κοινωνική ευταξία» (Τσουκαλά 2001, 68). Σε συνδυασμό με την εκ των πραγμάτων ενδεή τους διαβίωση, αυτό έχει ως συνέπεια τα υψηλότατα ποσοστά στην κάλυψη της εγκληματικότητας των οικονομικών μεταναστών από τον Τύπο» (Φραγκίσκου 2009, 174). Εις ό,τι αφορά την τηλεόραση, ο ρατσιστικός λόγος δεν περιορίζεται στις εκπομπές πολιτικού χαρακτήρα, αλλά επεκτείνεται με πιο στρογγυλεμένες διατυπώσεις, τη γνωστή διγλωσσία του ακροδεξιού χώρου (Ψαρράς 2010), σε όλο το τηλεοπτικό φάσμα. Η διασπορά του στις εκπομπές life style είναι τόσο πυκνή, ώστε να θεωρείται δεδομένο ότι μια συζήτηση για τη μόδα μπορεί να διακοπεί προκειμένου να αφουγκραστούμε τη «δικαιολογημένη αγανάκτηση» των κατοίκων κάποιας περιοχής που πήραν τα όπλα και αυτοδίκησαν έναντι μεταναστών (Πανούσης 2007, Τσουκαλά 2001, Φραγκίσκου 2009).

Η πρακτική των μέσων ενημέρωσης ενισχύει την πολιτικοποίηση του εγκλήματος και των ποσοτικών του απεικονίσεων, τη χρήση του δηλαδή προκειμένου να επικυρώσει συγκεκριμένες πολιτικές. Έτσι, πίσω από τον ηθικό πανικό και τις ηθικές σταυροφορίες, ελλοχεύει ο προσανατολισμός της εξουσίας «που αναζητά ένα εξιλαστήριο θύμα για τον εξαγνισμό των κοινωνικών προβλημάτων και την εκτόνωση της ήδη υφιστάμενης κοινωνικής δυσφορίας» (Ροϊνιώτη, 2009). Το φαινόμενο είναι γνωστό, διεθνές και πολυσχολιασμένο. Ενδεικτικά, στη Μεγάλη Βρετανία, ήδη από τη δεκαετία του 1970, οι Hall et al. (1978) πηγαίνουν ένα βήμα παραπέρα και υποστηρίζουν ότι «η εκ των άνω δημιουργία κρίσεων αποτελεί πάγια τακτική των κυβερνήσεων σε περιόδους ορατών οικονομικών κρίσεων ή όταν ο εκάστοτε συσχετισμός δυνάμεων τείνει να διαταράσσει την κοινωνική ισορροπία».
Για την εγκληματικότητα και τις στατιστικές της
Σε μια πρώτη ματιά, ο ρατσιστικός, αντιμεταναστευτικός απορριπτικός λόγος φαίνεται να έχει στο πλευρό του τους αριθμούς. Στην Ελλάδα της κρίσης, στην περιοχή ευθύνης της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής το 2011 οι ανθρωποκτονίες αυξήθηκαν κατά 24,6% σε σχέση με το 2008, οι ληστείες κατά 104%, οι  κλοπές και διαρρήξεις κατά 26% και οι απάτες κατά 43% (Παραδόξως, οι παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών έχουν μειωθεί κατά 25% και οι πλαστογραφίες κατά 73,5%!). Με τους αλλοδαπούς να υπολογίζονται στο 8% των κατοίκων της χώρας (Παύλου 2004), ευλόγως προβληματίζεται κανείς από την υπερεκπροσώπησή τους μεταξύ των συλλαμβανόμενων από την αστυνομία: Σύμφωνα με την ΕΛ.ΑΣ.οι αλλοδαποί ευθύνονται για το 41,3% των ανθρωποκτονιών, το 54% των ληστειών και το 43,8% των κλοπών και διαρρήξεων στη χώρα για το έτος 2011.
Οι παραπάνω αριθμοί, στη βάση των οποίων συγκροτείται ο λόγος για την εγκληματικότητα, προέρχονται από τις αστυνομικές στατιστικές. Είναι, ωστόσο, αναγκαίο να ρίξουμε μια πιο προσεκτική ματιά στις στατιστικές αυτές και στο τι ακριβώς απεικονίζουν, γιατί μια σειρά από παρατηρήσεις γι’ αυτές αποδεικνύουν ότι πιο πολύ συσκοτίζουν παρά φωτίζουν την κατάσταση στον χώρο του εγκλήματος.

Ας εμπιστευτούμε για λίγο τα αναλυτικά στοιχεία που δίνει η Ελληνική Αστυνομία για την εξέλιξη του αδικήματος της ανθρωποκτονίας στην Ελλάδα στην τελευταία εικοσαετία:
Έτος Τελεσθείσες Απόπειρες Σύνολο Εξιχνιάσεις Ημεδαποί Αλλοδαποί Σύνολο
1991 138 93 231 177 204 25 229
1992 137 124 261 209 231 34 265
1993 150 104 254 192 257 34 291
1994 133 131 264 203 244 34 278
1995 151 134 285 199 228 40 268
1996 169 149 318 227 241 62 303
1997 203 147 350 200 222 81 303
1998 154 119 273 200 201 66 267
1999 154 134 288 200 175 97 272
2000 146 104 250 206 214 62 278
2001 132 145 277 215 185 92 277
2002 94 115 209 216 187 91 278
2003 116 134 250 218 189 113 302
2004 111 121 232 203 193 64 257
2005 132 128 260 204 195 91 286
2006 110 123 233 196 203 92 295
2007 128 135 263 202 195 103 298
2008 139 165 304 242 201 147 348
2009 143 187 330 252 249 124 373
2010 176 193 369 265 245 179 424
2011 184 182 366 291 255 180 435
Πηγή: ΕΛ.ΑΣ., 1991-20092010-2011
Ένα πρώτο συμπέρασμα είναι πως, αντίθετα με ό,τι θα περίμενε κανείς, οι ανθρωποκτονίες από το 1991 μέχρι σήμερα δεν σημειώνουν συνεχή αυξητική τάση, ενώ η ανώτατη τιμή εμφανίζεται το 1997.
Σε σχέση με τις κλοπές-διαρρήξεις και τη συμμετοχή των αλλοδαπών: Υπάρχει στην εγκληματολογία μια εκτενής συζήτηση για τις μεθοδολογικές αδυναμίες των αστυνομικών στατιστικών, που αξίζει να την παρακολουθήσουμε. Καταρχάς, οι στατιστικές της ΕΛ.ΑΣ. αφορούν συλλήψεις φερομένων ως δραστών και όχι καταδίκες (Ροϊνιώτη 2009). Στις εξιχνιάσεις των αδικημάτων, οι αστυνομικές στατιστικές δεν διακρίνουν μεταξύ τελεσθεισών πράξεων και αποπειρών. Επίσης, αν κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας οι κατηγορίες αλλάξουν, η στατιστική δεν ενημερώνεται (Καλίτσης 2009). Πιο συγκεκριμένα: από τις 56.852 κλοπές και διαρρήξεις που τελέστηκαν το 2011 στην Αττική εξιχνιάστηκαν οι 6.959. Σε αυτές που εξιχνιάστηκαν εμπλέκονται 3.448 αλλοδαποί και 2.402 ημεδαποί δράστες. Όμως δεν έχουμε στοιχεία για τις υπόλοιπες. Ξέρουμε αντιθέτως ότι η αστυνομία κατευθύνει τις έρευνές της προς τους αλλοδαπούς διότι ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένες κοινωνικές πιέσεις προκειμένου να αποδείξει την αποτελεσματικότητά της σε πεδία στα οποία κυρίως εστιάζει ο δημόσιος διάλογος. Αυτό οφείλεται σε δύο λόγους: πρώτον, στις προκαταλήψεις των ίδιων των αστυνομικών, που εκφράζονται πλέον καθαρά στην εκλογική τους συμπεριφορά αλλά εκφράζονται και στην ίδια την άσκηση των αστυνομικών τους καθηκόντων. Σε αντίθεση με τα εγκλήματα που αποδίδονται στους μετανάστες, τα εγκλήματα ρατσιστικής βίας πολύ δύσκολα βρίσκουν τον δρόμο προς την καταγραφή, πόσο μάλλον την καταγγελία και διαλεύκανση. Υπάρχουν περιπτώσεις που τα θύματα ρατσιστικών επιθέσεων δεν μπορούν να καταθέσουν στην αστυνομία παρά μόνο υπό την πίεση Ελλήνων δικηγόρων. Δεύτερον, στην πραγματική κοινωνική πίεση που δέχεται η αστυνομία προκειμένου να φανεί αποτελεσματική στην καταπολέμηση εγκλημάτων στα οποία εμπλέκονται μετανάστες (Τσουκαλά 2001). Η αστυνομική στατιστική είναι εργαλείο προστασίας του γοήτρου της αστυνομίας και επιβεβαίωσης των επιτυχιών της (Καλίτσης 2009, Λαμπροπούλου 1994). Γι’ αυτό η σύγχρονη εγκληματολογία θεωρεί τις αστυνομικές στατιστικές δευτερογενή, έμμεσα κι όχι πρωτογενή δεδομένα (Τσίγκανου 2010, Ροϊνιώτη 2009).

Αυτή η διαπίστωση ενισχύεται και από την διεθνή εμπειρία ότι οι αστυνομικοί τείνουν να ελέγχουν περισσότερο ορισμένες ομάδες πληθυσμού, όπως φυλετικές μειονότητες, μετανάστες κλπ. Χαρακτηριστική από αυτή την άποψη είναι η εβδομαδιαία ανασκόπηση δραστηριότητας της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αθηνών: Για την εβδομάδα 2-8 Ιουνίου 2012, π.χ., οι αλλοδαποί αποτελούσαν το 70% των ελεγχθέντων και το 85% των προσαχθέντων από το κέντρο της πόλης σε διάφορες αστυνομικές υπηρεσίες• παρόμοια είναι η εικόνα για τις προηγούμενες εβδομάδες.

Με δεδομένα τα προβλήματα των αστυνομικών στατιστικών, για να διαμορφωθεί μια πληρέστερη εικόνα της εγκληματικότητας και να αποκαλυφθεί ο λεγόμενος «σκοτεινός αριθμός» της, οι αστυνομικές στατιστικές συμπληρώνονται απ’ τους εγκληματολόγους με τις λεγόμενες έρευνες θυματοποίησης, όπου ζητείται από τους ερωτώμενους να δηλώσουν αν υπήρξαν θύματα εγκληματικών πράξεων. Ακόμη κι έτσι όμως υπάρχει ένα «ελληνικό παράδοξο», όπως επισημαίνει η Χριστίνα Ζαραφωνίτου:


Συγκρίνοντας τα ποσοστά της ανασφάλειας των Ελλήνων µε εκείνα που αφορούν τη θυµατοποίησή τους, τουλάχιστον στις συµβατικές µορφές εγκληµατικότητας, διαπιστώνεται ότι είναι κατ’ εξοχήν δυσανάλογα και υψηλά, συγκριτικά και µε τα αντίστοιχα των υπολοίπων χωρών που περιλαµβάνονται στην ευρωπαϊκή και διεθνή έρευνα θυµατοποίησης. Προκειµένου να ερµηνευθεί αυτό το «παράδοξο», παράγοντες όπως η ικανοποίηση από την ποιότητα ζωής των κατοίκων και από το επίπεδο των προσφεροµένων κρατικών υπηρεσιών στο πεδίο ελέγχου του εγκλήµατος, φαίνονται ιδιαίτερης σηµασίας. Συµπληρωµατικά θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και επί µέρους παράγοντες όπως είναι οι στάσεις των θυµάτων και οι αντιδράσεις τους µέσα από τα υψηλά µεν επίπεδα ανασφάλειάς τους, από τα χαµηλά δε επίπεδα µέτρων αυτοπροστασίας τους, συγκριτικά και µε τα ευρωπαϊκά δεδομένα, καθώς και ο ρόλος των μέσων μαζικής ενημέρωσης.


Πράγματι, άλλες εγκληματολογικές έρευνες (Τσαλίκογλου 1996) έχουν δείξει εδώ και καιρό ότι η απειλή που νιώθουν οι πολίτες, ο φόβος του εγκλήματος, περισσότερο οφείλεται στην τάση των ειδήσεων να παρουσιάζουν επίμονα τα ειδεχθή εγκλήματα, παρά στον στατιστικό κίνδυνο να πέσουν όντως θύματα τέτοιων επιθέσεων.

Θα πίστευε κανείς ότι η προσέγγιση των σωφρονιστικών στατιστικών θα έλυνε μερικά απ’ τα προβλήματα των αστυνομικών στατιστικών και θα ξεκαθάριζε κάπως τα πράγματα. Ωστόσο το διεθνές και τεκμηριωμένο βιβλιογραφικά φαινόμενο της υπερεκπροσώπησης των μεταναστών στις σωφρονιστικές στατιστικές έχει άλλες εξηγήσεις: πρώτον πολλοί κρατούνται για παραβιάσεις της νομοθεσίας περί αλλοδαπών (πλαστογραφία, παραβιάσεις εργατικού δικαίου κ.λπ.) Επίσης, υπάρχουν ανάμεσά τους πολλοί υπόδικοι, διότι οι μετανάστες δεν πληρούν τους όρους που απαιτούνται από τις αρχές για την επιβολή περιοριστικών όρων ή άλλων εναλλακτικών μέτρων προς την προσωρινή κράτηση: νόμιμη παραμονή στη χώρα, νόμιμη σταθερή εργασία κ.λπ. Τρίτον, τα δικαστήρια τους επιβάλλουν αυστηρότερες ποινές απ’  ό,τι στους ημεδαπούς, ενώ το επίπεδο της υπεράσπισης είναι πολύ χαμηλό. Στην Ελλάδα καταγγέλλονται και δίκες χωρίς διερμηνέα. (Τσουκαλά 2001, σ. 29 κ.επ., Τσίγκανου 2010).

Την άποψη ότι «έχουμε γίνει Σικάγο» φαίνεται πως δεν μπορούν να στηρίξουν και ορισμένα συγκριτικά στοιχεία σε ευρωπαϊκό επίπεδο: η αύξηση των βίαιων εγκλημάτων (ανθρωποκτονίες, σωματικές βλάβες, ληστείες, βιασμοί κλπ.) στην Ελλάδα κατά 17% μεταξύ 2006 και 2009, θα πρέπει να συγκριθεί τόσο με τη μείωση κατά 17% στην Αγγλία και Ουαλία ή στην Πολωνία, όσο και με την αύξηση κατά 42% στην Κύπρο, 34% στην Δανία και 32% στο Λουξεμβούργο. Τι να πουν οι φιλήσυχοι Λουξεμβούργιοι, στην καρδιά της Ευρώπης, με τη διπλάσια από τη δική μας αύξηση; Επίσης, τα ίδια συγκριτικά στοιχεία δείχνουν ότι ο δείκτης ανθρωποκτονιών στην Αθήνα (1,98 ανθρωποκτονίες ανά 100.000 κατοίκους στην περίοδο 2007-09) είναι συγκρίσιμος με το Βερολίνο (1,93) και το Λονδίνο (1,92), ενώ πόλεις όπως οι Βρυξέλλες και το Άμστερνταμ είναι πιο επικίνδυνες απ’ αυτή την άποψη (3,09 και 3,65 αντίστοιχα). Τέτοιες συγκρίσεις στατιστικών στοιχείων δεν βρίσκουν συνήθως το δρόμο τους προς τα ελληνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης.

Όπως δηλαδή το έχει διατυπώσει με σαφήνεια ο Ηλίας Δασκαλάκης (1985), «στις στατιστικές δεν καταγράφεται το έγκλημα, αλλά τα αποτελέσματα της δράσης των οργάνων της επίσημης κοινωνικής αντίδρασης... η εικόνα που αντλούμε από την εγκληματολογική στατιστική δεν στοιχειοθετεί τη φαινομενολογία του εγκλήματος αλλά τη φαινομενολογία του στίγματος για τη μελέτη της οποίας και μόνο προσφέρεται η εγκληματολογική στατιστική»

Δεν υπάρχουν σχόλια: