Τετάρτη 9 Ιουνίου 2010

Οι μύθοι για την οικονομική κρίση, η ρεφορμιστική Αριστερά και η οικονομική δημοκρατία*ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

Οι μύθοι για την οικονομική κρίση, η ρεφορμιστική Αριστερά και η οικονομική δημοκρατία*

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

Αν θέλουμε τα πράγματα να παραμείνουν ως έχουν, τα πράγματα θα πρέπει να αλλάξουν.
Giuseppe Tomasi di Lampedusa (Ο Γατόπαρδος, 1958)

Μολονότι η χρηματοπιστωτική κρίση, η οποία ξέσπασε τον Σεπτέμβριο, αυτή τη στιγμή φαίνεται να καταλαγιάζει, μετά από την μεταφορά τεραστίων χρηματικών ποσών από τις τσέπες των φορολογουμένων σε αυτές των τραπεζιτών, επενδυτών και άλλων (πιθανώς ως ανταμοιβή για την πρόκληση της κρίσης και για το παράλληλο τσέπωμα πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων υπό μορφή μισθών, μπόνους, κ.λπ.!) η ίδια η βασική οικονομική κρίση βρίσκεται μακράν του τέλους της. Αυτό άλλωστε φανερώνει και η σημερινή μετάλλαξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης σε μία, ακόμη σοβαρότερη, παγκόσμια ύφεση που απειλεί να οδηγήσει σε μια παγκόσμια κρίση εφάμιλλη, αν όχι και μεγαλύτερη από αυτήν του μεσοπολέμου. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η ηθική χρεοκοπία του νεοφιλελευθερισμού (αν και όχι της ίδιας της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς που είναι η απώτερη αιτία της οικονομικής κρίσης) μόλις σήμερα αναγνωρίζεται γενικά (είκοσι χρόνια μετά από την πρώτη μας προσπάθεια να δείξουμε τις καταστροφικές συνέπειες της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης1), δεν πρέπει κανείς να συγχέει την ηθική χρεοκοπία του συστήματος με την πραγματικότητα, όπως κάνουν σήμερα οι υποστηρικτές της ρεφορμιστικής Αριστεράς, οι οποίοι εξακολουθούν να επαναλαμβάνουν τον μύθο του τέλους της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και της υποτιθέμενης επιστροφής του κρατισμού.
Αντιθέτως, όπως θα προσπαθήσω να δείξω σε αυτό το κείμενο, το μόνο που θα μπορούσαμε να περιμένουμε σήμερα, στη συγκεκριμένη φάση ―η διάρκεια και η ένταση της οποίας είναι ακόμη απρόβλεπτες― μιας χρόνιας καπιταλιστικής κρίσης, δηλαδή της κρίσης που άρχισε με την ίδια την καθιέρωση της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς, είναι η αντικατάσταση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης με ένα είδος σοσιαλφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, η οποία θα αντανακλά την συναίνεση τόσο των νεοφιλελεύθερων όσο και των σοσιαλφιλελεύθερων (των τέως σοσιαλδημοκρατών). Σε μια τέτοια σοσιαλφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση η ουσία της σημερινής παγκοσμιοποίησης θα παραμείνει ως έχει, ίσως με την προσθήκη κάποιων ελέγχων στις χρηματοπιστωτικές αγορές, έτσι ώστε το σύστημα να μπορεί να λειτουργήσει με λιγότερες και μικρότερες αναταράξεις από την σημερινή, η οποία έχει θέσει ολόκληρο το σύστημα σε σοβαρό κίνδυνο κατάρρευσης.
Επομένως, η σημερινή ρητορική της υπερεθνικής ελίτ (Sarkozy, Brown, Obama κ.ά.) για «ένα νέο σύστημα», έναν ολοκαίνουργιο «καπιταλισμό» κ.λπ., είναι απλά προσπάθειες να αποπροσανατολίσουν τους λαούς, οι οποίοι, όπως δείχνουν οι καθημερινά διογκούμενες κοινωνικές εκρήξεις, από την Ελλάδα μέχρι την Ισλανδία και τις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες, συνειδητοποιεί τη νέα φοβερή αποτυχία της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς. Ο αποπροσανατολισμός αυτός στοχεύει στην μετάθεση της συζήτησης από την ανάγκη αντικατάστασης του σημερινού συστήματος, σε μια άσχετη συζήτηση για διακοσμητικές αλλαγές του που παρουσιάζονται ως δήθεν τεράστιες αλλαγές.
1. Οι μύθοι για το σύστημα της αγοράς και τις χρηματοπιστωτικές αγορές
Το σύστημα της αγοράς: ο χειρότερος τρόπος κατανομής σπάνιων πόρων
Η παρούσα κρίση, καθώς και οι προηγούμενες κρίσεις κατά την περίοδο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης (1987, 1990, 1994, 1997/8, 2001, κ.λπ.), αλλά και αυτές που προηγήθηκαν στην διάρκεια της κρατικιστικής περιόδου (1973/4, 1979 κ.λπ.), ή ακόμη και κατά την προπολεμική περίοδο (1929, 1873 και πριν από αυτήν κ.λπ.), με κανέναν τρόπο δεν αντιπροσωπεύουν κάτι νέο στο καπιταλιστικό σύστημα της οικονομίας της αγοράς. Ήταν ακριβώς για αυτόν τον λόγο που η κατάργηση της «αναρχίας» της αγοράς ήταν πάντα ένα βασικό αίτημα της αντι-συστημικής Αριστεράς, προτού να γίνει ηγεμονική η παρούσα «μεταλλαγμένη» ρεφορμιστική Αριστερά, η οποία δεν βλέπει κανένα κακό με το σύστημα της αγοράς, εφόσον είναι «κοινωνικά ελεγχόμενο»,. Με άλλα λόγια, δεν είναι αλήθεια ότι ο καπιταλισμός, σήμερα, με το άνοιγμα και την απορύθμιση των αγορών έχει στραφεί ενάντια στη δική του «λογική» και έχει μετατρέψει την παγκόσμια οικονομία σε ένα «πλανητικό καζίνο», όπως υποστήριξε ο Καστοριάδης.2 Ο καπιταλισμός ήταν πάντα, σε διάφορους βαθμούς, ένα «καζίνο» («υψηλός κίνδυνος για υψηλά κέρδη») και καθʼ όλη τη διάρκεια της ιστορίας του των διακοσίων χρόνων ήταν ευπρόσβλητος σε κρίσεις που ενέσκηπταν περιοδικά σαν την πανούκλα. Η μόνη διαφορά με το παρελθόν είναι ότι αυτό το καζίνο τώρα, ως αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης, είναι πλανητικό. Επιπλέον, η μοναδική περίοδος στην ιστορία του καπιταλισμού, όπου η λειτουργία του καπιταλισμού ως καζίνου είχε περιοριστεί, ήταν ο μισός περίπου αιώνας του Σοσιαλιστικού κρατισμού (σοσιαλδημοκρατία στη Δύση) όταν αυτές οι κρίσεις ήταν σε κάποιο βαθμό ελεγχόμενες από το κράτος. Όμως, μια τέτοια περίοδος είναι αδύνατον να επαναληφθεί σε μια διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς όπως η παρούσα, δεδομένου ότι αυτό θα προϋπέθετε ένα παγκόσμιο κράτος, ή, τουλάχιστον, αυστηρές παγκόσμιες ρυθμίσεις όλων των αγορών, οι οποίες δεν είναι μόνο ουτοπικές να εφαρμοστούν ―δεδομένης της θεμελιώδους ανισομέρειας που η ίδια η οικονομία της αγοράς δημιουργεί μεταξύ διαφόρων περιοχών3― αλλά είναι επίσης και ασύμβατες με την ίδια τη λογική και τη δυναμική μιας διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς που στηρίζεται σε αγορές οι οποίες πρέπει να είναι όσο το δυνατόν ελεύθερες για να μεγιστοποιούνται τα κέρδη.
Είναι, επομένως, σαφές ότι η παρούσα χρηματοπιστωτική κρίση της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς έδειξε για μία ακόμη φορά γιατί το σύστημα αγοράς είναι το χειρότερο σύστημα κατανομής σπάνιων πόρων, όπως προσπάθησα να δείξει αλλού.4 Το σύστημα αγοράς, όμως, προωθείται από τους ιδεολόγους του συστήματος ως ένας αυτόματος μηχανισμός στον οποίο ένα αόρατο χέρι, κατά τον Adam Smith, κατανέμει τους σπάνιους πόρους με έναν δήθεν ορθολογικό τρόπο, χθες μέσα στα όρια του έθνους-κράτους και, σήμερα, μέσα σε μια διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Οι παραδοχές στις οποίες βασίζεται αυτή η μυθολογία του οικονομικού φιλελευθερισμού είναι δύο:
• Πρώτον, ότι ο ελεύθερος συνδυασμός ατομικών ορθολογικών αποφάσεων οδηγεί σε μια κοινωνικά ορθολογική κατανομή, και,
• Δεύτερον, ότι ο μηχανισμός της αγοράς είναι το πιο οικονομικό σύστημα πληροφοριών, το οποίο προσφέρει τα σωστά κίνητρα, που μπορούν να εξασφαλίσουν μια αποτελεσματική αποκέντρωση των πόρων.
Το συμπέρασμα αυτών των παραδοχών είναι ότι ο μηχανισμός της αγοράς είναι το καλύτερο σύστημα να εγγυηθεί μια ορθολογική κατανομή των πόρων, χωρίς να τίθεται σε αμφισβήτηση η αυτονομία του κάθε ατόμου. Μια παραλλαγή του ίδιου μύθου χρησιμοποιείται για να εξηγήσει τις χρηματοπιστωτικές αγορές, οι οποίες έχουν προκαλέσει την παρούσα κρίση, όπως θα δούμε παρακάτω.
Ωστόσο, αυτές οι παραδοχές ισχύουν μόνο υπό ορισμένες πολύ αυστηρές προϋποθέσεις. Γιʼ αυτό και οι ιδιότητες της αγοράς, που υποτίθεται καταλήγουν σε μια ορθολογική κατανομή, συνήθως αποτυγχάνουν μόλις η μυθική κατάσταση της ισορροπίας διαταραχθεί. Έτσι, ακόμη και ένας από τους πρωτοπόρους της θεωρίας γενικής ισορροπίας, ο Νομπελίστας Kenneth Arrow, παραδέχθηκε την ήττα του στις προσπάθειές του να αναπτύξει μια θεωρία που να δείχνει την ικανότητα μιας οικονομίας της αγοράς να επιτύχει γενική ισορροπία και, αφού ανέπτυξε διάφορα άλυτα τεχνικά προβλήματα της θεωρίας, τόνισε ότι η πιο γνωστή παραβίαση της γενικής ισορροπίας είναι η περιοδική ύπαρξη μαζικής ανεργίας, η οποία αποτελεί σαφή εσωτερική αντίφαση του συστήματος ισορροπίας.5 Με άλλα λόγια, όπως σημειώνει ο Will Hutton, «η κύρια θέση των οικονομικών της ελεύθερης αγοράς ―ότι απορυθμισμένες αγορές θα μπορούσαν από μόνες τους να επιτύχουν μη επιδεχόμενα βελτίωσης αποτελέσματα για όλους τους συμμετέχοντες― αποδείχθηκε ότι είναι ανοησία».6 Και, βεβαίως, ρεφορμιστές οικονομολόγοι, όπως ο Keynes, και σοσιαλδημοκράτες όπως ο Polanyi7 έχουν δείξει, εδώ και καιρό, ότι η αγορά είναι ένα σύστημα επιρρεπές σε κρίσεις, το οποίο δεν μπορεί να διασφαλίσει την πλήρη αξιοποίηση των πόρων και ιδιαίτερα της εργασίας. Τέλος, η εγγενής τάση της οικονομίας της αγοράς να οδηγεί σε συγκέντρωση οικονομικής δύναμης/εξουσίας και σε ανισότητα8 δείχνει ότι το παρόν είδος στρεβλής ανάπτυξης είναι το υποπροϊόν ενός συστήματος επιρρεπούς σε κρίσεις, όπου ικανοποιούνται μόνο οι ανάγκες που υποστηρίζονται με χρήμα, οι οποίες βέβαια δεν συμπίπτουν αναγκαστικά με τις βασικές ανθρώπινες ανάγκες. Επομένως, ορθόδοξοι οικονομολόγοι, οι οποίοι παίρνουν ως δεδομένη την οικονομία της αγοράς και την υποτιθέμενη «ανωτερότητά» της, στην πραγματικότητα, εκλογικεύουν την ανισότητα, την φτώχεια και την εξαθλίωση εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο, προς όφελος των προνομιούχων μειονοτήτων στις οποίες ανήκουν και οι ίδιοι.
Στην πραγματικότητα, η ελευθερία επιλογής, που το σύστημα της οικονομίας της αγοράς υποτίθεται ότι διασφαλίζει, σημαίνει «κατανομή μέσω του πορτοφολιού». Οι πολίτες σε ένα σύστημα οικονομίας της αγοράς δεν είναι στη πραγματικότητα ελεύθεροι να επιλέξουν ούτε ως καταναλωτές, ούτε ως παραγωγοί:
• ως καταναλωτές, διότι οι επιλογές τους και επομένως η κάλυψη ή μη των αναγκών τους περιορίζεται από το εισόδημα/πλούτο τους, και,
• ως παραγωγοί, διότι οι γενικές «αποφάσεις» για το τι και πόσο θα παραχθεί λαμβάνονται από τον αυτόματο μηχανισμό της αγοράς για λογαριασμό τους, ενώ οι επί μέρους επιλογές τους για το πώς θα παράγουν αυτό που επιτάσσει η «αγορά» περιορίζονται καθοριστικά από την οικονομική τους δύναμη, δεδομένου ότι η πρόσβασή τους στους παραγωγικούς πόρους και, κατά συνέπεια, η παραγωγικότητά τους, εξαρτώνται από αυτή.
Ωστόσο, η οικονομική ανάπτυξη έγινε συνάρτηση της οικονομικής δύναμης των παραγωγών πολύ πρόσφατα, δηλαδή, όταν οι παραγωγικοί πόροι άρχισαν να διατίθενται αποκλειστικά μέσω της αγοράς. Καθώς οι σχέσεις της αγοράς άρχισαν να διεισδύουν σε κάθε τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας και η τοπική αυτοδυναμία καταστράφηκε σε όλο τον κόσμο, η πρόσβαση στους παραγωγικούς πόρους έγινε ζήτημα αγοραστικής δύναμης. Σε ένα σύστημα οικονομίας της αγοράς, επομένως, οι βασικές οικονομικές αποφάσεις που μια κοινωνία οφείλει να πάρει (δηλαδή, τι, πώς και για ποιον να το παράγει) καθορίζονται αποφασιστικά από την αγοραστική δύναμη εκείνων των εισοδηματικών ομάδων που μπορούν να υποστηρίξουν τις απαιτήσεις τους με χρήμα. Ένας συνεχής πλειστηριασμός για αγαθά, υπηρεσίες και πόρους λαμβάνει χώρα, και νικητές είναι εκείνοι με τη μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη. Έτσι, το σύστημα της οικονομίας της αγοράς, αντίθετα με την φιλελεύθερη μυθολογία, είναι το χειρότερο σύστημα κατανομής πόρων, όταν η αγοραστική δύναμη διανέμεται άνισα. Σε συνθήκες ανισότητας, η οποία είναι, βεβαίως, το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της δυναμικής της οικονομίας της αγοράς, η θεμελιώδης αντίφαση της αγοράς σχετικά με την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών γίνεται προφανής: δηλαδή, η αντίφαση μεταξύ της δυνητικής ικανοποίησης των βασικών αναγκών του συνόλου του πληθυσμού, έναντι της πραγματικής ικανοποίησης των χρηματικά στηριζόμενων αναγκών ενός μέρους του πληθυσμού. Δεν προκαλεί έκπληξη επομένως ότι οι ορθόδοξοι οικονομολόγοι κάνουν την βολική υπόθεση της «δεδομένης κατανομής εισοδήματος», όταν προσπαθούν να αποδείξουν ότι η καλύτερη κατανομή των πόρων είναι αυτή που επιτυγχάνεται μέσω του συστήματος της οικονομίας της αγοράς! Η φημισμένη ανάλυση του Pareto για τις βέλτιστες συνθήκες στην κατανομή των σπάνιων πόρων, που υποτίθεται δείχνει τη δυνατότητα του μηχανισμού της αγοράς να εξασφαλίσει την βέλτιστη κατανομή τους, βασίζεται ακριβώς στην αποδοχή της επικρατούσας κατανομής του εισοδήματος.
Εντούτοις, ιδιαίτερα στην σημερινή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, η ανισότητα αυξάνεται ταχύτατα όχι μόνο μεταξύ του γεωγραφικού Βορρά και του γεωγραφικού Νότου, όπως στο παρελθόν, αλλά κυρίως μεταξύ του «νέου Βορρά» (εκείνων των προνομιούχων κοινωνικών ομάδων που επωφελούνται από την παγκοσμιοποίηση, είτε βρίσκονται στον γεωγραφικό Βορρά είτε στον γεωγραφικό Νότο, π.χ. Κίνα, Ινδία κ.λπ.) και του «νέου Νότου» (εκείνων, είτε στον Βορρά είτε στον Νότο), που πληρώνουν το τίμημα της παγκοσμιοποίησης, όπως δείχνουν η επισιτιστική κρίση και τώρα η χρηματοπιστωτική κρίση και η συνακόλουθη ύφεση. Χαρακτηριστικά, το έτος της μεγαλύτερης εισοδηματικής ανισότητας στις ΗΠΑ τον 20ο αιώνα ήταν το 1928, λίγο πριν από τη Μεγάλη Ύφεση, όταν το πλουσιότερο 5% του πληθυσμού εισέπραξε περισσότερο από το 1/3 του συνόλου του προσωπικού εισοδήματος. Εντούτοις, τα τελευταία δύο ή τρία χρόνια, το πλουσιότερο 5% έχει συγκεντρώσει ακόμη μεγαλύτερο εισόδημα από τότε, έχοντας εισπράξει τώρα περίπου 38% του συνολικού προσωπικού εισοδήματος, σύμφωνα με ίσως συντηρητικές εκτιμήσεις του Emmanuel Saez, οικονομολόγου στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια9. Επίσης, σε παγκόσμιο επίπεδο, το κατά κεφαλήν εισόδημα στον «Βορρά» (ΗΠΑ, ΕΕ, Καναδάς, Ιαπωνία, Αυστραλία, Ελβετία, Νορβηγία) ήταν το 2003 περίπου 22 φορές υψηλότερο από εκείνο στον Νότο!10 Δεδομένου, λοιπόν, του «πλειοδοτικού μηχανισμού» της αγοράς που περιγράφηκε παραπάνω, το σύστημα αυξανόμενα φροντίζει για τις ανάγκες του «νέου» Βορρά ―γεγονός που υποδηλώνει ότι η ρητορική του για ελευθερία επιλογής σε ένα σύστημα αγοράς είναι κυριολεκτικά κενή περιεχομένου. Στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς, μόνο ένα μικρό μέρος του πληθυσμού της Γης μπορεί να ικανοποιήσει τις οποιεσδήποτε πραγματικές ή φανταστικές «ανάγκες» έχει, αντλώντας από σπάνιους πόρους και καταστρέφοντας τα οικοσυστήματα, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων στον πλανήτη δεν μπορούν να καλύψουν ούτε τις βασικές τους ανάγκες. Όμως, η ελευθερία επιλογής είναι κενή περιεχομένου, εάν δεν έχουν προηγουμένως ικανοποιηθεί οι βασικές ανάγκες.
Επιπλέον, η πελώρια συγκέντρωση οικονομικής δύναμης/εξουσίας, όπως εκφράζεται από την τεράστια ανισότητα στην κατανομή εισοδήματος και πλούτου, έχει διαδραματίσει ένα κρίσιμο ρόλο τόσο στην παρούσα χρηματοπιστωτική κρίση, όπως θα δούμε παρακάτω, όσο και στην οξεία επιδείνωση της οικολογικής κρίσης. Και αυτό, διότι η ανισότητα είναι η βασική αιτία για την ενθουσιώδη υιοθέτηση του οικο-καταστροφικού στόχου ανάπτυξης από τις ελίτ σε όλο τον κόσμο, εφόσον ο συνακόλουθος στόχος των «οικονομικών της διάχυσης της ευημερίας προς τα κάτω» (trickle-down economics) είναι, ακριβώς, να διατηρηθεί η κοινωνική συνοχή μιας πολύ άνισης κοινωνίας, μέσω της συνεχούς ανάπτυξης και του μεγαλώματος της «πίτας», παρά της αναδιανομής της.11
Οι χρηματοπιστωτικές αγορές ως ένα απαραίτητο τμήμα του συστήματος της αγοράς
Εάν ορίσουμε την οικονομία της αγοράς ως μια οικονομία η οποία βασίζεται κατά κύριο λόγο στις αλληλεπιδράσεις μεταξύ αγοραστών και πωλητών για την κατανομή των πόρων, τότε μπορούμε να διακρίνουμε τα ακόλουθα δυο κύρια είδη αγορών που ανήκουν σε μια οικονομία της αγοράς, τα οποία είναι ενσωματωμένα στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς:
α) Αγορές για «πραγματικούς» πόρους, δηλαδή, για παραγωγικούς πόρους (αγορές εργασίας, αγορές για γεωργική και αστική γη, αγορές για μηχανήματα, εργαλεία, πρώτες ύλες κ.λπ.), καθώς και αγορές για καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες, και,
β) Αγορές για χρηματικούς πόρους ή χρηματοπιστωτικά προϊόντα, όπως οι αγορές κεφαλαίων (που χρησιμοποιούνται για την συγκέντρωση κεφαλαίων μέσω μετοχών και ομολόγων), αγορές παραγώγων (που χρησιμοποιούνται για την διαχείριση του χρηματοπιστωτικού κινδύνου) αγορές συναλλάγματος (που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά του κινδύνου σχετικά με νομισματικές διακυμάνσεις ) κ.λπ.
Κατά την γνώμη μου, το διακριτικό χαρακτηριστικό μεταξύ των αγορών για «πραγματικούς» και χρηματικούς πόρους είναι ότι, ενώ ο κύριος καθοριστικός παράγοντας των τιμών στις αγορές για πραγματικούς πόρους, (μισθοί, ενοίκια, έγγειος πρόσοδος, τιμές ακινήτων, μηχανημάτων, εργαλείων κ.λπ.) είναι η διαπραγματευτική δύναμη των κοινωνικών ομάδων που ελέγχουν αυτούς τους πόρους (εργαζόμενοι, καπιταλιστές, αγρότες, γαιοκτήμονες κ.λπ.), ―δηλαδή, σε τελική ανάλυση, αυτό που μπορούμε να αποκαλέσουμε η «ταξική πάλη», όπου η τάξη ορίζεται με ευρύτερη έννοια από την συνήθη Μαρξιστική12― στις αγορές για χρηματικούς πόρους ο κύριος καθοριστικός παράγοντας των τιμών είναι η κερδοσκοπία από τις διακυμάνσεις των τιμών σε σχέση με την αγορά, κατοχή, πώληση (συμπεριλαμβανομένων των βραχυπρόθεσμων πωλήσεων) μετοχών, ομολόγων, νομισμάτων, καθώς και διαφόρων «παραγώγων».
Όσον αφορά, ιδιαίτερα, στις αγορές παραγώγων, τα οποία έχουν διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην έκρηξη της παρούσας κρίσης, η επέκταση του εμπορίου σε αυτά κατά τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 ήταν ένας σημαντικός τομέας ανάπτυξης στις χρηματοπιστωτικές αγορές γενικώς. Στην πραγματικότητα, είναι η ανεξέλεγκτη επέκταση μιας μορφής παραγώγων, «των εγγυημένων ομολόγων στεγαστικής αγοράς μειωμένης εξασφάλισης» (securitised subprime mortgages), ―δηλαδή, σε απλά ελληνικά, των τεμαχισμένων σε ευπώλητα «πακέτα» ενυπόθηκων δανείων αυξημένου κινδύνου― τα οποία διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην παρούσα κρίση. Τα «παράγωγα» είναι χρηματοπιστωτικά προϊόντα που έχουν δημιουργηθεί από διάφορους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, με στόχο την εκμετάλλευση του κινδύνου που προκύπτει από τις διακυμάνσεις στις τιμές των χρηματοπιστωτικών προϊόντων. Οτιδήποτε φέρει μια τιμή μπορεί να δημιουργήσει μια αγορά παραγώγων. Με άλλα λόγια, τα παράγωγα είναι χρηματοπιστωτικά συμβόλαια η πώληση των οποίων έχει στόχο την μεταβίβαση του κινδύνου σε άλλους. Το αποτέλεσμα αυτού του είδους αγοραπωλησιών είναι η διασπορά του κινδύνου, ο καταμερισμός του ανάμεσα σε περισσότερους καπιταλιστές, ώστε να καρπώνονται μεν τα κέρδη από τις αυξομειώσεις των τιμών, αλλά με το μικρότερο δυνατό ατομικό ρίσκο! Ακόμη, δεδομένου ότι τα παράγωγα αυτά είναι ιδιωτικά συμφωνητικά μεταξύ επιχειρήσεων ή ιδρυμάτων, δεν είναι δυνατός ο πραγματικός έλεγχος η αξιολόγηση τους. Δεν είναι λοιπόν απορίας άξιον ότι τα παράγωγα έχουν επονομαστεί η μεγαλύτερη «μαύρη τρύπα» του κόσμου, εφόσον λειτουργούν έξω από την «τσιμπίδα» κυβερνήσεων, εφοριακών ελεγκτών και ρυθμιστικών αρχών, δηλαδή σε έναν παράλληλο κόσμο με το υπόλοιπο τραπεζικό σύστημα. Η αγορά παραγώγων για ομόλογα ―που ο κερδοσκοπικός τζίρος της υπερβαίνει τα 56 τρισεκατομμύρια δολάρια― είναι ένα παράδειγμα αγοράς χρηματοπιστωτικών παραγώγων. Η ανταλλαγή παραγώγων για ομόλογα αποτελεί ουσιαστικά μια ασφάλιση κατά του κινδύνου αδυναμίας πληρωμής των τόκων σε εταιρικά ομόλογα και, στην πραγματικότητα, δεν χρειάζεται καν κάποιος να κατέχει το ίδιο το ομόλογο.
Το γεγονός που κάνει την αγορά παραγώγων τόσο επικίνδυνη είναι το ίδιο το τεράστιο και ανεξέλεγκτο μέγεθος της, εφόσον υπολογίζεται ότι η αγορά αυτή είναι αξίας άνω των 516 τρισεκατομμυρίων δολαρίων13, δηλαδή περίπου δεκαπλάσια της αξίας του συνόλου της παγκόσμιας παραγωγής. Μολονότι επομένως, από μόνα τους, τα συμβόλαια σε παράγωγα δεν είναι επικίνδυνα, η «αναρχία» της αγοράς τα καθιστά δυνητικά ολέθρια. Ακόμη και αν ένα από αυτά τα συμβόλαια πάει στραβά ―«το κακό 2 τοις εκατό», όπως αποκαλείται― η αλυσιδωτή κατάρρευση που ακολουθεί (domino effect) μπορεί να έχει τεράστιες, αν όχι καταστροφικές συνέπειες. Αυτό συμβαίνει διότι τα παράγωγα δεν στηρίζονται πουθενά ―δεν υπάρχει οποιαδήποτε υποχρέωση να τηρείται κάποια ελάχιστη αναλογία τους σε αποθεματικά, ως τελικό στήριγμα των συναλλαγών πάνω σε αυτά, όπως συμβαίνει με τα χαρτονομίσματα. Δεν προκαλεί, επομένως, έκπληξη το γεγονός ότι ο Warren Buffet, ο Αμερικανός γκουρού των επενδυτικών κεφαλαίων, τα επονόμασε «χρηματοπιστωτικά όπλα μαζικής καταστροφής» ―«όπλα», τα οποία στα χέρια των τραπεζών, των επιχειρήσεων που διαχειρίζονται κερδοσκοπικά κεφάλαια αντιστάθμισης του κινδύνου (hedge funds) και άλλων κερδοσκόπων στην Wall Street, στο City του Λονδίνου και αλλού, επέφεραν στους κατόχους τους δισεκατομμύρια δολάρια.
Η παραπάνω διάκριση μεταξύ αγορών για «πραγματικούς» και χρηματικούς πόρους, αν και μοιάζει με την Μαρξιστική διάκριση μεταξύ βιομηχανικού και χρηματιστικού καπιταλισμού, στην πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Πρώτον, διότι όπως έδειξα αλλού14, η έννοια της οικονομίας της αγοράς που χρησιμοποιούμε είναι μια ευρύτερη έννοια από τον καπιταλισμό, δεδομένου ότι η πρώτη αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο κατανέμονται οι πόροι, ενώ η δεύτερη αναφέρεται στις σχέσεις ιδιοκτησίας. Δεύτερον, επειδή ο χρηματιστικός καπιταλισμός για τους Μαρξιστές θεωρείται ως προϊόν της δυναμικής του βιομηχανικού καπιταλισμού και ως μέρος μιας διαδικασίας που σηματοδοτεί το γεγονός ότι η καπιταλιστική περίοδος της Ιστορίας έχει εισέλθει στην τελική της φάση ―μια παρωχημένη άποψη που δεν συμμεριζόμαστε. Έτσι, όπως έγραψε ένα Μαρξιστικό περιοδικό πρόσφατα:
Η επέκταση της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας έχει οδηγήσει σε μια νέα υβριδική φάση του μονοπωλιακού σταδίου του καπιταλισμού, που θα μπορούσε να ορισθεί ως «χρηματοπιστωτικός-μονοπωλιακός καπιταλισμός» (...) φαίνεται ότι το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο είχε αναπτύξει ένα νέο μαγικό κύκλωμα Χ-Χʼ όπου το χρήμα θα μπορούσε να δημιουργείται μόνο από χρήμα, χωρίς την παρέμβαση της πραγματικής παραγωγής. Το νέο μυστικό της συσσώρευσης υποτίθεται ότι είναι η διαχείριση του κινδύνου, που επέτρεπε την αγορά τίτλων υποσχόμενων υψηλότερες αποδόσεις, ακόμη και αν εμπεριείχαν υψηλότερο κίνδυνο, και τον δανεισμό πολλαπλάσιου ποσού από αυτό που διέθετε ο επενδυτής ως μετοχικό κεφάλαιο ―ίσως δέκα, είκοσι, τριάντα, ή σε ορισμένες περιπτώσεις, εκατό φορές, περισσότερο (...) Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο επεκτάθηκε παρασιτικά.15
Στην πραγματικότητα, όμως, τράπεζες και άλλοι ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί διαδραματίζουν ένα σημαντικό ρόλο, και όχι απλώς παρασιτικό, στον σημερινό παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό, δεδομένου ότι αποτελούν το κύριο μέσο για να έρθουν σε επαφή δανειστές από όλο τον κόσμο (από τον εργαζόμενο που αποταμιεύει σε ένα συνταξιοδοτικό Ταμείο για την τρίτη ηλικία του, μέχρι κυρίαρχα κεφάλαια, δηλαδή, κρατικά επενδυτικά κεφάλαια) με δανειολήπτες (από τον υπάλληλο που παίρνει ένα καταναλωτικό δάνειο για να αγοράσει ένα νέο αυτοκίνητο μέχρι μια Κυβέρνηση ή ένα δήμο). Επομένως, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι τα εταιρικά κέρδη του Αμερικανικού χρηματοπιστωτικού τομέα, όπως η ίδια εφημερίδα τόνισε επίσης, έχουν αυξηθεί από ένα ποσοστό μικρότερο του 2% των συνολικών εγχώριων εταιρικών κερδών στα μέσα της δεκαετίας του 1960, σε 40% στα μέσα της παρούσας δεκαετίας.16
Ωστόσο, παρά το ότι η έκρηξη των χρηματοπιστωτικών αγορών στην νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση με κανένα τρόπο δεν σηματοδοτεί, από μόνη της, τον επικείμενο θάνατο του καπιταλιστικού συστήματος, αυτό δεν σημαίνει ότι τα επιχειρήματα που προωθούνται από τους ιδεολόγους του συστήματος για την αναγκαιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών έχουν οποιαδήποτε εγκυρότητα για κάποιον που δεν παίρνει ως δεδομένη την καπιταλιστική οικονομία της αγοράς. Υποστηρίζεται, για παράδειγμα, το επιχείρημα, ότι οι αγορές κεφαλαίου είναι σημαντικές για την συγκέντρωση κεφαλαίου (αλλά, θα μπορούσαν να υπάρχουν εναλλακτικοί τρόποι για να γίνει αυτό σε μια οικονομία χωρίς αγορά) ή για την μεταφορά κινδύνου (αλλά, σε μια δημοκρατικά σχεδιαζόμενη οικονομία δεν υπάρχουν παρόμοιοι κίνδυνοι) ή στο να βοηθούν τους δανειολήπτες να βρίσκουν δανειστές (αλλά, αυτό παίρνει ως δεδομένο ότι ο δανεισμός πρέπει να γίνεται από ιδιωτικές εταιρείες και όχι, για παράδειγμα, από δημοτικές επιχειρήσεις που ελέγχονται από τους δήμους, στις αποφάσεις του οποίου συμμετέχουν όλοι οι πολίτες, είτε είναι δανειολήπτες είτε δανειστές!). Όπως έχω υποστηρίξει αλλού17, μια οικονομική δημοκρατία χωρίς χρήμα και αγορά είναι απολύτως ρεαλιστική, στο πλαίσιο μιας α-κρατικής Περιεκτικής Δημοκρατίας.
2. Οι μύθοι σχετικά με τα αίτια της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής κρίσης
Έχοντας συζητήσει τον ρόλο των αγορών γενικά και των χρηματοπιστωτικών αγορών ειδικότερα, μπορούμε να απομυθοποιήσουμε την τρέχουσα μυθολογία σχετικά με τα αίτια της κρίσης. Σε γενικές γραμμές, μπορούμε να κατατάξουμε τις βασικές προσεγγίσεις για την κρίση, ως ακολούθως. Πρώτον, οι νεοφιλελεύθερες προσεγγίσεις, οι οποίες θεωρούν δεδομένες τις ελεύθερες και βασικά ανεξέλεγκτες αγορές (το κυριότερο στοιχείο του νεοφιλελευθερισμού) και υποστηρίζονται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τους ιδεολόγους του συστήματος. Δεύτερον, οι ρεφορμιστικές προσεγγίσεις, των οποίων κοινό χαρακτηριστικό είναι ότι κυρίως αμφισβητούν τον νεοφιλελευθερισμό και, είτε παίρνουν ως δεδομένο το καπιταλιστικό σύστημα της οικονομίας της αγοράς και ό,τι περνάει σήμερα ως «δημοκρατία» (σοσιαλφιλελεύθεροι, ―δηλαδή, τέως σοσιαλδημοκράτες― Κευνσιανοί διαφόρων αποχρώσεων κ.ά.) είτε, ενώ επικρίνουν το καπιταλιστικό σύστημα, υιοθετούν ρεφορμιστικές στρατηγικές και ρεφορμιστικά αιτήματα, που δεν αμφισβητούν την ίδια την ύπαρξη της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς και της «δημοκρατίας» (ρεφορμιστική Αριστερά, μερικές αποχρώσεις της Μαρξιστικής Αριστεράς κ.ά.). Τέλος, οι αντισυστημικές προσεγγίσεις, οι οποίες ρητά αμφισβητούν το παρόν σύστημα, τους θεσμούς και τις αξίες του, όπως η προσέγγιση της ΠΔ.
Οι νεοφιλελεύθερες προσεγγίσεις
Όπως θα περίμενε κανείς, οι νεοφιλελεύθεροι ιδεολόγοι (ή κομισάριοι) του συστήματος, κατηγόρησαν όλους τους άλλους, εκτός από το σύστημα των ελεύθερων αγορών, για την παρούσα κρίση. Η κύρια τάση σε αυτή την προσέγγιση επιχείρησε ―μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης που ελέγχονται από την υπερεθνική ελίτ― να «προσωποποιήσει» την κρίση και τις αιτίες της, υποστηρίζοντας ότι η κρίση απλά οφείλεται σε κάποιους ασυνείδητους και άπληστους τραπεζίτες και κεφαλαιούχους, οι οποίοι, είτε δεν εφάρμοσαν σωστά τους υπάρχοντες κανονισμούς είτε, εναλλακτικά, δημιούργησαν διάφορα χρηματοπιστωτικά προϊόντα για την αποτελεσματική παράκαμψη αυτών των κανονισμών, για χάρη της μεγιστοποίησης των τεράστιων κερδών που αποκομίζουν οι οργανισμοί τους και ―το σημαντικότερο― των μυθικών μισθών και μπόνους που οι ίδιοι εξασφάλισαν όλα αυτά τα χρόνια.
Δεν υπάρχει, βέβαια, αμφιβολία ότι υπάρχει αφθονία τέτοιων προσώπων στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Η ίδια η φύση του επαγγέλματος, που έχει στόχο την αποκόμιση χρημάτων για χάρη της τράπεζας ή του χρηματοπιστωτικού οργανισμού που τους απασχολεί, προσελκύει ταλαντούχους αποφοίτους, των οποίων το κύριο ταλέντο συνίσταται ακριβώς στο να μεγιστοποιούν τα κέρδη του οργανισμού στον οποίο δουλεύουν, και, έμμεσα, των ίδιων. Ωστόσο, θα ήταν το ίδιο ανόητο να κατηγορούνται αυτά τα πρόσωπα για την κρίση, όσο θα ήταν να κατηγορούνται εκείνοι από το Αμερικανικό λούμπεν προλεταριάτο που αποστέλλονται ως μισθοφόροι στο Ιράκ ή το Αφγανιστάν γιατί σκοτώνουν ανθρώπους! Στην πρώτη περίπτωση είναι το συγκεκριμένο σύστημα που κάνει δυνατή την κερδοφορία με τη χρήση κάθε «νόμιμης» δυνατής μεθόδου ―η νομιμότητα ή μη της μεθόδου, βέβαια, ορίζεται από εκείνους που ελέγχουν το σύστημα― και στην δεύτερη περίπτωση είναι πάλι το ίδιο σύστημα που στέλνει ανθρώπους στην άλλη άκρη του κόσμου για να σκοτώνουν «νόμιμα» άλλους ανθρώπους ―η νομιμότητα ορίζεται από εκείνους που τους έστειλαν εκεί κατά πρώτον λόγο, δηλαδή, πάλι, από εκείνους που ελέγχουν το σύστημα. Είναι, λοιπόν, προφανές ότι αυτό το απλοϊκό είδος νεοφιλελεύθερης εξήγησης, στην πραγματικότητα, δημιουργεί περισσότερα ερωτήματα από αυτά που προσπαθεί να απαντήσει. Για παράδειγμα, γιατί κατά τη διάρκεια της κρατικιστικής περιόδου της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης (1945-c.1975) όταν οι αγορές, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοπιστωτικών αγορών, ήταν ουσιαστικά ελεγχόμενες, δεν προέκυψαν παρόμοιες κρίσεις; Σαφώς, οι ελεύθερες και ανεξέλεγκτες αγορές έχουν άμεση σχέση με τις αιτίες της σημερινής κρίσης!
Ο καθηγητής του Harvard, Jeffrey A. Miron, όμως, εξέφρασε μια δήθεν πιο εκλεπτυσμένη νεοφιλελεύθερη προσέγγιση. Για αυτόν, είναι το κράτος ―για μια ακόμη φορά και όχι οι αγορές― το οποίο ευθύνεται για την κρίση (παραφράζοντας το φημισμένο σκετς από το σίριαλ Faulty Towers του John Cleese «μην αναφέρετε τις αγορές»!). Σύμφωνα με την εξήγησή του18:
Το σημερινό χάος δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει προκύψει εάν έλειπαν οι λανθασμένες ομοσπονδιακές πολιτικές. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση παραχώρησε ειδικό καθεστώς στους Fannie Mae το 1938 και Freddie Mac το 1970. Αυτοί οι δύο οργανισμοί ενυπόθηκου δανεισμού βρίσκονται στο επίκεντρο της κρίσης. Η κυβέρνηση έμμεσα υποσχέθηκε σε αυτούς τους οργανισμούς να αποζημιώνει τα χρέη τους, έτσι οι Fannie και Freddie ανέλαβαν υπέρμετρους κινδύνους. Ακόμη χειρότερα, στην αρχή του 1977, και ιδίως στη δεκαετία του 1990 και στις αρχές του αιώνα μας, το Κογκρέσο (Σ.τ.Μ. για λόγους κοινωνικής πολιτικής) παρότρυνε ενυπόθηκους δανειστές, όπως οι Fannie/Freddie, να επεκτείνουν τον δανεισμό για την αγορά σπιτιών ακόμη και σε περιπτώσεις αυξημένου κινδύνου (Σ.τ.Μ. σε σχέση με την αποπληρωμή του δανείου) (subprime lending). Ο κλάδος των ενυπόθηκων δανειστών ήταν ευτυχής να εξυπηρετήσει, δεδομένης της έμμεσης Ομοσπονδιακής δέσμευσης για στήριξη, και κατά συνέπεια ο δανεισμός αυξημένου κινδύνου εκτινάχθηκε στα ύψη.
Ωστόσο, ακόμη και αν δεχθεί κανείς τον ισχυρισμό του Miron ότι το Κογκρέσο ―με πολιτικές όπως ο Νόμος για Κοινοτικές Επανεπενδύσεις που εξανάγκασε τράπεζες σε δανειοδότηση υψηλού κινδύνου για λόγους κοινωνικής πολιτικής― πράγματι πίεσε τους F & F και παρόμοιους οργανισμούς να επεκτείνουν αυτό το είδος υψηλού κινδύνου δανειοδότησης, εντούτοις, η παγκόσμια κρίση των σημερινών διαστάσεων δεν θα είχε ποτέ δημιουργηθεί από τον ίδιο τον δανεισμό αυτό, εάν δεν υπήρχε το θεσμικό πλαίσιο που επέτρεπε στους F & F και άλλους παρόμοιους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς να τεμαχίζουν και να πακετάρουν τα δάνεια σε εγγυημένα διαπραγματεύσιμα ομόλογα (securitization). Αλλά, ήταν ακριβώς το σύστημα των ελεύθερων και απορυθμισμένων αγορών, που εγκαθιδρύθηκε από την νεοφιλελεύθερη συναίνεση κατά τα τελευταία περίπου 25 χρόνια, το οποίο έκανε δυνατή την ανάπτυξη των εν λόγω ευφάνταστων χρηματοπιστωτικών προϊόντων καθώς και την παγκόσμια εξάπλωσή τους ―ένα κρίσιμο γεγονός για την παγκοσμιοποίηση της σημερινής χρηματοπιστωτικής κρίσης, η οποία πιθανώς δεν προσέλκυσε την προσοχή αυτού του εμβριθούς οικονομολόγου από το Harvard!
Οι σοσιαλφιλελεύθερες προσεγγίσεις
Όπως προανέφερα, υπάρχει μια ποικιλία προσεγγίσεων που ανήκουν στην κατηγορία αυτή που περιλαμβάνει από σοσιαλφιλελεύθερους, νεο-Κευνσιανούς μετά-Κευνσιανούς και παρόμοιους (δηλαδή, εκείνους που ανήκουν στο κεντρο-Αριστερό πολιτικό ρεύμα των πρώην σοσιαλδημοκρατών που σήμερα υποστηρίζουν το «Νέο» Εργατικό Κόμμα στο Ηνωμένο Βασίλειο, το ανακαινισμένο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα στη Γερμανία κ.λπ.) ―μέχρι τους ρεφορμιστές στην Αριστερά (Πράσινους, ορισμένους Mαρξιστές κ.ά.), που ουσιαστικά εκφράζουν την πολιτική πλατφόρμα του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ.
Ο John Gray, παραδείγματος χάριν, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της ευφορίας που έχει δημιουργηθεί εντός της κεντρο-Αριστεράς λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης, η οποία, ωστόσο, όπως ο ίδιος τονίζει, «μολονότι απέχει πολύ από του να σημαίνει το τέλος του καπιταλισμού, η φρενήρης αναταραχή που υπάρχει σήμερα στην Ουάσιγκτον σηματοδοτεί την πάροδο ενός είδους καπιταλισμού ―του ιδιόμορφου και άκρως ασταθούς είδους που υπήρχε στην Αμερική τα τελευταία 20 χρόνια. Αυτό το πείραμα μιας απόλυτα ελεύθερης χρηματοπιστωτικής αγοράς καταποντίστηκε»19. Επομένως, γιʼ αυτόν, καθώς και για όλους τους άλλους στην κεντρο-Αριστερά, δεν πρόκειται για μια συστημική κρίση, αλλά απλώς για μια κρίση «Αγγλο-Σαξονικού» νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος, σαφώς, υποτίθεται ότι είναι ένα είδος ιδεολογίας, ή αναστρέψιμης πολιτικής, και όχι μια συστημική τάση, όπως υποστηρίζει το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η κρίση δεν είναι, σύμφωνα με τον Gray, συστημική, εντούτοις θεωρεί ότι δεν είναι απλώς μια κανονική χρηματοπιστωτική κρίση αλλά μια ιστορική γεωπολιτική αλλαγή:
Εδώ υπάρχει μια ιστορική γεωπολιτική αλλαγή, στην οποία η ισορροπία δυνάμεων στον κόσμο μεταβάλλεται αμετάκλητα. Η εποχή της Αμερικανικής παγκόσμιας ηγεσίας, η οποία ανάγεται στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τελείωσε (...) Με την εθνικοποίηση καίριων τμημάτων του χρηματοπιστωτικού συστήματος, το Αμερικανικό δόγμα της ελεύθερης αγοράς έχει αυτο-καταστραφεί, ενώ οι χώρες που διατήρησαν τον γενικό έλεγχο των αγορών δικαιώθηκαν (…) Για το σημερινό χάλι ευθύνεται η πολιτική τάξη της Αμερικής η οποία υιοθέτησε την επικίνδυνα απλοϊκή ιδεολογία της απορύθμισης (...) Υπό αυτές τις συνθήκες, το ερώτημα είναι: θα συνεχίσουν οι κυβερνήσεις χωρών που αγοράζουν μεγάλες ποσότητες Αμερικανικών ομολόγων, όπως για παράδειγμα, η Κίνα, τα Κράτη του Κόλπου και η Ρωσία, να υποστηρίζουν τον ρόλο του δολαρίου ως το παγκόσμιο συναλλαγματικό απόθεμα; Ή μήπως αυτές οι χώρες θα το δουν σαν ευκαιρία να γείρει η ισορροπία της οικονομικής δύναμης περαιτέρω υπέρ αυτών; (...) Οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να είναι η μεγαλύτερη στον κόσμο οικονομία για κάποιο χρόνο ακόμα, αλλά θα είναι οι νέες ανερχόμενες δυνάμεις που, μόλις τελειώσει η κρίση, θα αγοράσουν ό,τι θα έχει παραμείνει ανέπαφο μέσα στα συντρίμμια του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Αμερικής.
Ωστόσο, τα παραπάνω αστήρικτα συμπεράσματα βασίζονται σε εξίσου εσφαλμένες παραδοχές. Η κρίση, σε αντίθεση με τη μυθολογία που προωθείται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, δεν οδήγησε σε οποιεσδήποτε πραγματικές «εθνικοποιήσεις» κρίσιμων τμημάτων του χρηματοπιστωτικού συστήματος για ιδεολογικούς λόγους, όπως ήταν οι μεταπολεμικές εθνικοποιήσεις. Αντιθέτως, όπως οι πολιτικές ηγεσίες σε ΗΠΑ και Βρετανία έκαναν απολύτως σαφές, κάθε εθνικοποίηση τραπεζών και άλλων οργανισμών θα είναι προσωρινή και δεν θα πρέπει να συγχέεται με τις εθνικοποιήσεις του παρελθόντος, που αποσκοπούσαν να επεκτείνουν τον κοινωνικό έλεγχο σε βάρος των ελεύθερων αγορών. Έτσι, όπως ο Ben Bernanke, πρόεδρος του Ομοσπονδιακού Τραπεζικού συστήματος, δήλωσε στις 14 Οκτωβρίου, «οι παρούσες εθνικοποιήσεις υποτίθεται θα διαρκέσουν μέχρις ότου το χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει «αποκατασταθεί και μεταρρυθμιστεί». Ο Τζορτζ Μπους συμπλήρωσε την πραγματική εικόνα του τι συνέβαινε στην πραγματικότητα, δηλώνοντας την ίδια μέρα «η ενέργεια μας δεν αποσκοπεί να κυριεύσει την ελεύθερη αγορά, αλλά να την διατηρήσει». Επιπλέον, οι δήθεν «εθνικοποιήσεις», συνήθως σήμαιναν, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, την απόκτηση από το κράτος προνομιακών μετοχών στις Τράπεζες που κινδύνευαν (ώστε νʼ αυξήσουν το κεφάλαιό τους και νʼ αντισταθμίσουν τα «τοξικά» αποθεματικά τους), δηλαδή μετοχών οι οποίες δεν παρέχουν δικαίωμα ψήφου και επομένως δυνατότητα επιρροής στις αποφάσεις τους!
Τέλος, η ρητορική ερώτηση του Gray, εάν τα κρατικά επενδυτικά κεφάλαια (sovereign wealth funds) ―ιδιαίτερα τα Κινεζικά και τα Ινδικά― θα συνεχίσουν να στηρίζουν τον ρόλο του δολαρίου ως το παγκόσμιο αποθεματικό συνάλλαγμα, επίσης υπαινίσσεται μια αβάσιμη δυνατότητα: ότι χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία ―των οποίων η ταχεία ανάπτυξη εξαρτάται αποφασιστικά από τις εξαγωγές τους προς τις ΗΠΑ― μπορεί να δελεαστούν στο μέλλον να μεταφέρουν τα κεφάλαιά τους αλλού, προφανώς αγνοώντας το γεγονός ότι μια τέτοια ενέργεια θα προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερη ύφεση στις ΗΠΑ, που αναπόφευκτα θα την ακολουθήσει παρόμοια κρίση στις δικές τους οικονομίες! Στην πραγματικότητα, κατά τη διάρκεια της κρίσης, οι ίδιες οι αγορές έδωσαν την δική τους απάντηση στο ερώτημα αν «ο “Κινεζικός γίγαντας” μπορεί δυνητικά να διαδραματίσει τον ρόλο ενός εναλλακτικού πόλου προς τις ΗΠΑ». Ο οικονομικός συντάκτης του Independentπεριέγραψε ως εξής την ξαφνική υποτροπή των χρηματιστηρίων, μετά την ευφορία στις αρχές της εβδομάδας που άρχισε στις 13 Οκτωβρίου όταν οι ελίτ πίστευσαν ότι τα τρισεκατομμύρια δολάρια των φορολογουμένων με τα οποία ενισχύθηκαν οι χρηματοπιστωτικές αγορές φάνηκαν επιτέλους να έχουν αποτέλεσμα:
Πέρυσι, οι ΗΠΑ κατάφεραν να συσσωρεύσουν ένα έλλειμμα $256 δις. σε σχέση με την Κίνα, τον μεγαλύτερό τους εμπορικό εταίρο. Εάν οι Αμερικανοί σταματήσουν να αγοράζουν Κινεζικές συσκευές DVD, τροφές σκύλων, παιχνίδια και οδοντόπαστα, τότε η Κίνα θα αρχίσει να παραπατάει. Οι αγορές αντέδρασαν άσχημα σε ολόκληρη την Ασία, και ο φόβος παγκόσμιας ύφεσης επεκτάθηκε σε ολόκληρο τον πλανήτη. Τα αποθέματα των ορυχείων, που είχαν αυξηθεί λόγω της ζήτησης για άνθρακα, χαλκό, ψευδάργυρο και των άλλων πρώτων υλών της Κινεζικής βιομηχανικής επανάστασης, συσσωρεύτηκαν. Η τιμή του πετρελαίου κατρακύλησε κάτω των 70 δολαρίων το βαρέλι, στο ήμισυ των 147 δολαρίων που είχε ανέβει τον Ιούλιο.20
Αυτό ήταν, βεβαίως, η αντίδραση των αγορών στην είδηση ότι η γιγαντιαία εξορυκτική εταιρία Rio Tinto αναθεώρησε τα σχέδια διάθεσης του κεφαλαίου της (οδηγώντας σε κατακόρυφη πτώση των τιμών των μετοχών της) προειδοποιώντας, ταυτοχρόνως, για μια σημαντική επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης στην Κίνα, ενώ η Εταιρία Αλουμινίου της Κίνας (Chalco) αποφάσισε να μειώσει την Κινεζική παραγωγή. Στη συνέχεια ήρθε η είδηση ότι «οι Κινεζικοί οικονομικοί δείκτες τιμών, από τις τιμές χάλυβος μέχρι αυτές των σπιτιών, δείχνουν ότι επίκειται μια σοβαρή οικονομική επιβράδυνση και ότι τα Κινεζικά εργοστάσια αναφέρουν κατακόρυφη πτώση των παραγγελιών για εξαγωγές. Την περασμένη εβδομάδα, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι οι μισές επιχειρήσεις κατασκευής παιχνιδιών της χώρας έκλεισαν (...) Η αγορά μετοχών μειώνεται κατακόρυφα, το ίδιο και οι τιμές των κατοικιών, ενώ οι πωλήσεις αυτοκινήτων έχουν ελαττωθεί δραματικά. Οι καταναλωτές περικόπτουν τις δαπάνες καθώς πιστεύουν ότι έρχονται δυσκολότεροι καιροί»21. Δεν προκαλεί επομένως έκπληξη το γεγονός ότι αρκετοί Δυτικοί αναλυτές σήμερα εκφράζουν την άποψη ότι «οι κυβερνήτες του πολυπληθέστερου έθνους στον κόσμο απλώς δημιούργησαν μια οικονομία-φούσκα που είναι έτοιμη να σκάσει»22.
Όλα αυτά επιβεβαιώνουν τα συμπεράσματα που έχω διατυπώσει αλλού23, ότι ο κύριος πόλος σήμερα δεν είναι απλώς οι Αμερικανικές ελίτ, όπως ο John Gray και η ρεφορμιστική Αριστερά γενικώς υποθέτουν, αλλά η υπερεθνική ελίτ, ενώ η μόνη χώρα σήμερα η οποία δυνητικά θα μπορούσε να διαδραματίσει τον ρόλο ενός εναλλακτικού πόλου σε αυτή την ελίτ είναι ―για τους λόγους που εξηγήθηκαν εκεί― η Ρωσία και η ελίτ της, εάν βέβαια μειώσει περαιτέρω την οικονομική της εξάρτηση από τους φυσικούς της πόρους και εάν πάρει κάποια κρίσιμα μέτρα για την απο-ενσωμάτωση της Ρωσίας από τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Αλλά αυτά είναι πολύ μεγάλα «εάν» που ήδη αποδείχθηκαν απραγματοποίητα με τη σημερινή κρίση, η οποία, με τη βοήθεια των οικονομικών οργανισμών της Δύσης, σε συνεργασία με το Ρωσικό κεφάλαιο που είναι στραμμένο προς αυτή, πήρε ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις στη Ρωσία σε σχέση με άλλες χώρες σε παρόμοιο επίπεδο ανάπτυξης, κόβοντας την όρεξη του Πούτιν ή κάθε επίδοξου Ρώσου εθνικιστή να παίξει πράγματι ανεξάρτητο ρόλο η χώρα.
Ομοίως, οι σοσιαλφιλελεύθεροι οικονομολόγοι και Nομπελίστες Paul Krugman και Joseph Stiglitz βλέπουν τα αίτια της κρίσης στις καταχρήσεις του συστήματος της αγοράς και της δημοκρατίας και όχι στο ίδιο το σύστημα. Έτσι, ο Krugman μιλά για «την οικονομία της απληστίας» (ωσάν να μην είναι το ίδιο το σύστημα που δημιουργεί άπληστους ανθρώπους!), ενώ ο Joseph Stiglitz έσπευσε να πανηγυρίσει την απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων να απορρίψει το σχέδιο διάσωσης (bailout), το οποίο μετέφερε το κόστος της κρίσης, που δημιουργήθηκε από το τραπεζικό σύστημα και τις χρηματοπιστωτικές εταιρείες, στους φορολογούμενους («μια θλιβερή ημέρα για την Wall Street, αλλά ίσως μια λαμπρή μέρα για την δημοκρατία»24). Προφανώς, ο Stiglitz θα πρέπει ήδη να μετάνιωσε για τη βιασύνη του να δοξάσει το Κογκρέσο όταν λίγες ημέρες αργότερα, οι ίδιοι «αντιπρόσωποι» πέρασαν το ίδιο σχέδιο διάσωσης, όχι ― φυσικά― επειδή πείσθηκαν τελικά για την αξία του λόγω της προσθήκης μερικών διακοσμητικών αλλαγών προς όφελος των μικρών επιχειρήσεων και των μεσαίων στρωμάτων, αλλά επειδή οι χορηγοί τους «βοήθησαν» τα μέλη του Κογκρέσου να καταλάβουν ότι θα πρέπει να χορεύουν στον ρυθμό τους, εάν επιθυμούν να εξασφαλίσουν την χρηματοδότηση των δαπανηρών προεκλογικών εκστρατειών τους!
Οι προσεγγίσεις της ρεφορμιστικής Αριστεράς
Από την πλευρά της ρεφορμιστικής Αριστεράς, η κρίση δεν αποδίδεται μεν στους «κακούς» τραπεζίτες και κερδοσκόπους, αλλά στους αντίστοιχα «κακούς» νέο-συντηρητικούς των ΗΠΑ και στους Αγγλο-Σάξονες νεοφιλελεύθερους, οι οποίοι υιοθέτησαν την νεοφιλελεύθερη ανάλυση συντηρητικών οικονομολόγων (Hayek, Friedman κ.ά.) Για τους διανοούμενους της ρεφορμιστικής Αριστεράς, ο νεοφιλελευθερισμός είναι απλώς μια ιδεολογία που, χάρη στην Thatcher και τον Reαgan, θεσμοθετήθηκε μέσω της απελευθέρωσης όλων των αγορών στη δεκαετία του 1980 (συμπεριλαμβανομένων των χρηματοπιστωτικών αγορών) ―μια διαδικασία η οποία έχει οδηγήσει σε ένα «καπιταλισμό-καζίνο». Σύμφωνα με την ίδια άποψη, η «ιδεολογία» της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης σήμερα καταρρέει παντού και επιστρέφει ο κρατισμός ―όπως δήθεν αποδεικνύεται από τις «εθνικοποιήσεις» τραπεζών και τα σχέδια «διάσωσης» (που ούτως ή άλλως δεν είναι καινούργια και υπήρξαν και στο παρελθόν, ακόμη και στην εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, τόσο στη δεκαετία του 1980 όσο και στη δεκαετία του 1990). Έτσι, ο Immanuel Wallerstein25 μιλά για «την ιδεολογία της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης» και περιγράφει κατά ποιον τρόπο «την δεκαετία του 1980, αυτές οι ιδέες προτάθηκαν ως μια αντιτιθέμενη άποψη στην εξίσου παλαιά Κευνσιανή και/ή στις παλαιές σοσιαλιστικές απόψεις». Έτσι, για τον Wallerstein, η Κευνσιανή ηγεμονία στην κρατικιστική περίοδο της νεωτερικότητας και η σημερινή νεοφιλελεύθερη ηγεμονία απλώς εκφράζουν αλλαγές στις ιδεολογίες που αντανακλούν αντίστοιχες μεταβολές στην πολιτική ισορροπία. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι καταλήγει με το ακόλουθο συμπέρασμα που δείχνει μια πλήρως εσφαλμένη εκτίμηση του χαρακτήρα της παγκοσμιοποίησης: «η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, σε περίπου δέκα χρόνια από σήμερα, θα περιγράφεται ως μια κυκλική μεταβολή στην ιστορία της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας». Δεν αποτελεί επομένως έκπληξη που σε μια πρόσφατη συνέντευξη προέβλεψε ακόμη και το τέλος του ίδιου του καπιταλισμού!26
Εντούτοις, όπως προσπάθησα να δείξω αλλού,27 η νέα μορφή της οικονομίας της αγοράς, η οποία εγκαθιδρύθηκε τα τελευταία περίπου είκοσι πέντε χρόνια ―αυτό που ονομάζουμε «διεθνοποιημένη« οικονομίας της αγοράς (και όχι «παγκοσμιοποιημένη» οικονομία, που εσφαλμένος όρος)― αντιπροσωπεύει μια δομική αλλαγή, την μετάβαση σε μια νέα μορφή νεωτερικότητας, δηλαδή την μετάβαση από την κρατικιστική στην νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα, και όχι απλώς μια αλλαγή στην οικονομική πολιτική ή μια ιδεολογία, όπως υποστηρίζει η ρεφορμιστική Αριστερά. Με αυτή την έννοια, η σημερινή παγκοσμιοποίηση (όπως συνήθως αποκαλείται η διεθνοποίηση) είναι πράγματι ένα νέο φαινόμενο, παρόλο που είναι το αποτέλεσμα της έκβασης της Κοινωνικής Πάλης, σε αλληλεπίδραση με την δυναμική της οικονομίας της αγοράς που εγκαθιδρύθηκε πριν από δύο αιώνες και οδήγησε στην αγοραιοποίηση της οικονομίας, δηλαδή στην διαδικασία ελαχιστοποίησης των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές και κυρίως εκείνων που αποσκοπούσαν στην προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος οι οποίοι ερχόντουσαν σε σύγκρουση με την οικονομική «αποτελεσματικότητα» και την κερδοφορία. Η εμφάνιση και ταχεία επέκταση των πολυεθνικών εταιρειών (ένα νέο φαινόμενο στην ιστορία της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς), οδήγησε αρχικά σε ένα άτυπο άνοιγμα και απελευθέρωση των αγορών, που αργότερα θεσμοθετήθηκε από τον Θατσερισμό και τα Ρηγκανόμικς. Ήταν αυτή η εξέλιξη, η οποία, σε συνδυασμό με την αλλαγή στις υποκειμενικές συνθήκες, δηλαδή, την παρακμή των εργατικών και σοσιαλιστικών κινημάτων στον απόηχο της αποβιομηχάνισης στη Δύση (βλέπε παρακάτω), σηματοδότησε την κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας.
Εντούτοις, το γεγονός ότι μπορούμε να διακρίνουμε διάφορες φάσεις νεωτερικότητας ―σύμφωνα πάντα με την εκάστοτε έκβαση της Κοινωνικής Πάλης― σε κάποιες από τις οποίες η ιστορική τάση για περαιτέρω αγοραιοποίηση που υιοθετούσε η ελίτ ήταν κυρίαρχη (φιλελεύθερη και νεοφιλελεύθερη φάση) ενώ σε άλλες φάσεις κάποιες εναλλακτικές τάσεις που στόχευαν στην προστασία της κοινωνίας από την αγορά έγιναν κυρίαρχες (κρατικιστική φάση) δεν συνεπάγεται, όπως υποθέτει ο Wallerstein και η ρεφορμιστική Αριστερά, ότι όλες οι αλλαγές που συνόδευαν την μετάβαση από την μια φάση της νεωτερικότητας στην άλλη ήταν εξίσου αναστρέψιμες μέσα στο σύστημα. Στην πραγματικότητα, όπως προσπάθησα να δείξω στην Περιεκτική Δημοκρατία28, θα πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ, από τη μια μεριά, των αλλαγών που συνόδευσαν τη μετάβαση από την φιλελεύθερη φάση της νεωτερικότητας τον 19o αιώνα στην κρατικιστική τον 20ο αιώνα και, από την άλλη, αυτές που συνόδευσαν τη μετάβαση από την κρατικιστική στην νεοφιλελεύθερη φάση.
Είναι φανερό ότι οι πρώτες (οι αλλαγές που συνόδευσαν τη μετάβαση στην κρατικιστική φάση) ήταν ασύμβατες με την μακροπρόθεσμη τάση της οικονομίας της αγοράς για περαιτέρω αγοραιοποίηση και επιβλήθηκαν μέσω λαϊκής πίεσης πάνω στις ελίτ, κάτω από εξαιρετικά ευνοϊκές για τα λαϊκά κινήματα συνθήκες, τόσο αντικειμενικές (κυριαρχία έθνους-κράτους) αλλά και υποκειμενικές (άνθηση του εργατικού και του σοσιαλιστικού κινήματος). Οι ελίτ απλώς ανέχθηκαν αυτές τις αλλαγές, εφόσον αντιμετώπιζαν το δίλημμα είτε να δεχθούν σοβαρούς κοινωνικούς ελέγχους πάνω στις αγορές και τις «ελευθερίες» τους, έτσι ώστε να μπορέσουν να σώσουν το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα (και το «κεφάλι» τους!) είτε, εναλλακτικά, να δουν την εξαφάνιση τους, όπως στο αναπτυσσόμενο, εκείνη την εποχή, στρατόπεδο του «υπαρκτού σοσιαλισμού»29.
Από την άλλη μεριά, οι δεύτερες (οι αλλαγές που συνόδευαν τη μετάβαση στην νεοφιλελεύθερη φάση) ήταν πλήρως συμβατές με την μακροπρόθεσμη τάση της οικονομίας της αγοράς για περαιτέρω αγοραιοποίηση και επιβλήθηκαν κάτω από συνθήκες ιδιαίτερα ευνοϊκές για τις ελίτ, τόσο αντικειμενικές (διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς) όσο και υποκειμενικές (κατάρρευση της παραδοσιακής αντισυστημικής Αριστεράς).30Οι αλλαγές αυτές επομένως, αντίθετα με αυτές που συνόδευσαν τη μετάβαση στη κρατικιστική φάση (σοσιαλδημοκρατία), οι οποίες επεβλήθησαν «από μέσα» στο σύστημα, είναι μη αναστρέψιμες μέσα σε αυτό. Με άλλα λόγια, μόνο μια επαναστατική αλλαγή του συστήματος θα μπορούσε νʼ ανατρέψει τη σημερινή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, η οποία σήμερα μετατρέπεται παντού σε σοσιαλφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, με την άμεση βοήθεια των τ. σοσιαλδημοκρατών και νυν σοσιαλφιλελεύθερων και την έμμεση στήριξη από την ρεφορμιστική Αριστερά. Όχι μόνο σήμερα ο καπιταλισμός είναι ισχυρότερος παρά ποτέ ―παρά το γεγονός ότι βρίσκεται στο μέσο μιας καταστροφικής κρίσης― εξαιτίας της έκλειψης της αντισυστημικής Αριστεράς και του συμβιβαστικού ρόλου της ρεφορμιστικής Αριστεράς (υποστηριζόμενης από τους Wallerstein, Chomsky, Albert και άλλους που υιοθετούν τις θέσεις του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ) αλλά έχει, επίσης, δημιουργήσει τις αντικειμενικές συνθήκες που καθιστούν οποιαδήποτε ανατροπή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης «από μέσα» σχεδόν αδύνατη. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι κανένα ρεφορμιστικό Αριστερό κόμμα (ακόμα και ένα διεθνές όπως η «Ευρωπαϊκή Αριστερά») δεν θα μπορούσε ποτέ να εφαρμόσει οποιεσδήποτε αποτελεσματικές πολιτικές για την ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού μέσα σε ένα πλαίσιο ανοικτών και απελευθερωμένων αγορών. Όμως, οι ανοικτές και απελευθερωμένες αγορές είναι απολύτως απαραίτητη προϋπόθεση για αυτήν την ίδια την λειτουργία μιας διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς που βασίζεται σε πολυεθνικές εταιρείες. Αυτός είναι ο λόγος που αναφέρθηκα παραπάνω σε μια σοβαρή δομική αλλαγή μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα που αντιπροσωπεύει η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση ―μια αλλαγή που προφανώς δεν είναι αναστρέψιμη από μέσα (όπως υποθέτει ο Wallerstein), εφόσον μόνο εάν ένα Αριστερό κόμμα θα ήταν διατεθειμένο να καταργήσει τις ίδιες τις πολυεθνικές εταιρείες και να θέσει τις αγορές κάτω από αυστηρούς κοινωνικούς ελέγχους θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μια τέτοια αντιστροφή. Όμως, αν ένα κόμμα έφθανε σε αυτό το σημείο θα είχε ήδη προσχωρήσει στην αντισυστημική Αριστερά!
Επιπλέον, θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει ως ιδεολογικά χρεοκοπημένο εκείνο το τμήμα της ρεφορμιστικής Αριστεράς που θεώρησε την μεγαλύτερη συστημική απάτη που συμβαίνει αυτή τη στιγμή με τη μορφή των σχεδίων διάσωσης και των «εθνικοποιήσεων» των τραπεζών, ως ένα είδος επιστροφής στον κρατισμό και τον Κεϋνσιανισμό. Στη πραγματικότητα, τα μέτρα αυτά όχι μόνο δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με την σοσιαλδημοκρατική ―πολύ δε λιγότερο με τη σοσιαλιστική― ιδεολογία, που θέτει τους παραγωγικούς πόρους κάτω από τον κοινωνικό έλεγχο, αλλά αντίθετα αποσκοπούν ακριβώς στο αντίθετο: στην σωτηρία των ιδιωτικών τραπεζικών συστημάτων, μέσω της μαζικής ανακατανομής του εισοδήματος και του πλούτου από τα χαμηλότερα στα μεσαία και ανώτερα εισοδηματικά στρώματα και στις οικονομικές και πολιτικές ελίτ που, άμεσα ή έμμεσα, τσέπωσαν τρισεκατομμύρια δολάρια τα τελευταία χρόνια από τις χρηματοπιστωτικές φούσκες που οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει. Δεν είναι να απορεί κανείς ότι οι πολιτικές ελίτ σήμερα, είτε νεοφιλελεύθερες είτε σοσιαλφιλελεύθερες, όχι μόνο δεν αμφισβητούν την ιδιωτικοποίηση των εκατοντάδων κρατικών επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένων των βασικών υπηρεσιών κοινής ωφέλειας που έχουν γίνει τα τελευταία 25 χρόνια, την θεσμοποίηση των «ελαστικών» αγορών εργασίας, την κατάργηση των αυστηρών ελέγχων στη διακίνηση εμπορευμάτων και κεφαλαίων, καθώς και του προοδευτικού συστήματος φορολογίας εισοδήματος που διαβαθμιζόταν με βάση το μέγεθος του εισοδήματος, αλλά και δεν συζητούν καν την δυνατότητα πλήρους εθνικοποίησης των τραπεζικών συστημάτων, ως την μόνη ορθολογική μεσοπρόθεσμη διέξοδο από την κρίση. Αντιθέτως, είτε «κοινωνικοποιούν» ―μέσω των σχεδίων διάσωσης― τις τεράστιες απώλειες των καρχαριών των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (αν και ποτέ δεν σκέφτηκαν, φυσικά, να κοινωνικοποιήσουν και τα γιγαντιαία κέρδη τους) είτε, εναλλακτικά, εισφέρουν δισεκατομμύρια δολάρια στα θησαυροφυλάκια των χρεοκοπημένων τραπεζών, ακόμη και χωρίς να εξασφαλίζουν έναν αποτελεσματικό έλεγχο της χρήσης τους, καθώς συνήθως προσφέρουν τα κεφάλαια αυτά με αντάλλαγμα προνομιακές μετοχές χωρίς δικαίωμα ψήφου! Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς που η λαϊκή οργή αυξάνεται, παρά την πλύση εγκεφάλου από τα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης για την αναγκαιότητα αυτών των μέτρων σε σχέση με την σωτηρία θέσεων εργασίας.
Μια νεο-Μαρξιστική προσέγγιση
Σύμφωνα με τον William Tabb,31 το σύγχρονο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα δεν αντιμετωπίζει απλώς μια χρηματοπιστωτική κρίση αλλά τέσσερις κρίσεις μαζί, που οι άλλες τρεις είναι η κρίση του Αμερικανικού ιμπεριαλισμού, η κρίση που δημιουργήθηκε από την ανάδυση ενός πολυπολικού κόσμου, και η κρίση που προέκυψε από την αφόρητη πίεση στους φυσικούς πόρους που δημιουργεί η οικονομία ανάπτυξης. Στην προσέγγιση αυτή, η χρηματοπιστωτική κρίση θεωρείται από την άποψη της συνήθους Μαρξιστικής ανάλυσης της υπερ- συσσώρευσης. Όπως τονίζει ο συγγραφέας:
Υπάρχει μια υπερ-επένδυση σε παραγωγική ικανότητα που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί μέσα σε μια παράλογη κοινωνική δομή, στην οποία η μόνη πραγματική ζήτηση είναι αυτή που υποστηρίζεται από επαρκή αγοραστική δύναμη. Η υπερπαραγωγή, την ίδια στιγμή που πολλές κοινωνικές ανάγκες μένουν ανικανοποίητες, χαρακτηρίζει το σύστημα, καθώς και η πίεση στους εργάτες παντού να αμείβονται με χαμηλότερους μισθούς, χάρη στη ταξική εξουσία του κεφαλαίου και την ικανότητά του να στρέφει τη μια κατηγορία εργατών ενάντια στην άλλη. Το πλεόνασμα που παράγεται και οικειοποιείται από το κεφάλαιο δεν μπορεί να βρει διεξόδους στην παραγωγή και καταφεύγει στην χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία, όπου απορροφάται σε κερδοσκοπικές φούσκες που τελικά καταρρέουν, σκορπίζοντας το χάος και τον πόνο σε όλη την οικονομία.
Ωστόσο, η προσέγγιση αυτή δεν έχει σχεδόν καμία σχέση με την σημερινή πραγματικότητα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Αρχικά, μολονότι είναι αλήθεια ότι η άνιση κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου και, επομένως, της οικονομικής δύναμης/εξουσίας, βρίσκεται στην ρίζα της οικονομικής κρίσης που χαρακτηρίζει μια οικονομία της αγοράς, όπως θα δούμε στο επόμενο τμήμα, η αιτία αυτής της κρίσης δεν είναι ότι η ανισότητα δημιουργεί μια κρίση υποκατανάλωσης ή υπερπαραγωγής ―το παραδοσιακό επιχείρημα της Αριστεράς. Όπως έχει δείξει η καταναλωτική έκρηξη στην Δύση τα τελευταία πενήντα χρόνια, η υποκατανάλωση δεν είναι το πρόβλημα των καπιταλιστικών κοινωνιών στο κέντρο (για διαφόρους λόγους που υπερβαίνουν τα περιθώρια του παρόντος άρθρου) και, στην πραγματικότητα, δεν είναι ούτε καν το πρόβλημα στην καπιταλιστική περιφέρεια, λόγω της δημιουργίας ενός «νέου Βορρά» στο Νότο, ως μέρος της διαδικασίας παγκοσμιοποίησης που είδαμε στο πρώτο μέρος. Δεύτερον, δεν αληθεύει ότι «το πλεόνασμα που παράγεται και οικειοποιείται από το κεφάλαιο δεν μπορεί να βρει διεξόδους στην παραγωγή και καταφεύγει στην χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία όπου απορροφάται σε κερδοσκοπικές φούσκες». Μολονότι αυτό μπορεί να έχει βάση στην περίπτωση μιας εθνικής οικονομίας της αγοράς, ελάχιστη σχέση έχει με την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Στην πραγματικότητα, το μεγαλύτερο μέρος του πλεονάσματος, που χρησιμοποιείται σήμερα για χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία, προέρχεται από τα κυρίαρχα (κρατικά) επενδυτικά καπιταλιστικά κεφάλαια τέτοιων καπιταλιστικών «θαυμάτων» όπως η Κίνα και η Ινδία, καθώς και Ρώσων, Αράβων και Λατινοαμερικάνων δισεκατομμυριούχων ―δηλαδή, από χώρες στις οποίες η ακραία ανισότητα στην κατανομή εισοδήματος και πλούτου, σε συνδυασμό με την υπερεκμετάλλευση της εργατικής τους δύναμης (ή των φυσικών πόρων) και η ουσιαστική απουσία κράτους πρόνοιας έχουν δημιουργήσει τεράστια πλεονάσματα, τα οποία οι ελίτ, αντί να τα επενδύουν στην εγχώρια αγορά για την βελτίωση του «κοινωνικού μισθού» των φτωχών εργατών τους, προτιμούν να τα επενδύουν σε δυτικές χρηματοπιστωτικές αγορές (ιδιαίτερα σε εκείνες των ΗΠΑ) και κερδοσκοπικές φούσκες. Χαρακτηριστικά, η Κινεζική ηγεσία μόνο τώρα αποφάσισε να διαθέσει τμήμα των αποθεμάτων αυτών για την υγεία, την εκπαίδευση και την υποδομή γενικότερα, ακριβώς διότι, πανικόβλητη από την οικονομική κρίση που φουντώνει σήμερα και στην Κίνα, προσπαθεί νʼ αποτρέψει την κοινωνική έκρηξη στην οποία ωθεί η αύξηση της ανεργίας η οποία ήδη φθάνει τα 26 εκατομμύρια!32
Όσον αφορά στην κρίση του Αμερικανικού ιμπεριαλισμού, ο συγγραφέας βασίζει την επιχειρηματολογία του στην παραδοχή ότι «έχει αρχίσει να διαμορφώνεται η αντίληψη ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχασαν μόνο το Ιράκ αλλά και ότι η κατάσταση στο Αφγανιστάν είναι περαιτέρω αποκαλυπτική της αδυναμίας τους να το κατακτήσουν και να επιβάλλουν αλλαγή καθεστώτος και ιμπεριαλιστική σταθερότητα». Ωστόσο θα μπορούσε, κανείς να αντεπιχειρηματολογήσει εδώ ότι η υπερεθνική ελίτ (και όχι μόνο η ελίτ των ΗΠΑ, όπως υποθέτει αυτή η προσέγγιση) όχι μόνο δεν «χάνει» το Ιράκ και το Αφγανιστάν, αλλά στην πραγματικότητα έχει θέσει τα θεμέλια για καθεστώτα ελεγχόμενα από αυτήν που θα κυβερνούν τις εν λόγω χώρες στο προβλεπτό μέλλον. Με άλλα λόγια, ακόμη και αν η υπερεθνική ελίτ αναγκαστεί να σταματήσει την στρατιωτική κατοχή των χωρών αυτών και να αποσύρει τις δυνάμεις ξηράς από εκεί κάποτε στο εγγύς μέλλον, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα έχει την δύναμη να ελέγχει αυτές τις χώρες οικονομικά (δείτε το Βιετνάμ!) καθώς και πολιτικά και στρατιωτικά, όσο δεν ανακύπτει ένας εναλλακτικός παγκόσμιος πόλος που θα διεκδικήσει μερίδιο αυτού του ελέγχου. Ο κόσμος είναι γεμάτος από παρόμοια άτυπα «προτεκτοράτα» και, σίγουρα, το καθεστώς των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, και πολύ περισσότερο το κοσμικό, εθνικιστικό, Μπααθικό καθεστώς στο Ιράκ 33 δεν ανετράπησαν διότι ήταν Δυτικά προτεκτοράτα πριν την εισβολή ―όπως ασφαλώς θα γίνουν ακόμη και μετά την απόσυρση των κατοχικών δυνάμεων από τις χώρες αυτές. Ποιος λοιπόν «έχασε» αυτές τις χώρες;
Τέλος, σε σχέση με τα παραπάνω, το ακόλουθο συμπέρασμα που συνάγεται από τον συγγραφέα είναι προφανώς αβάσιμο: «μια συνέπεια αυτής της αποκάλυψης των συμφερόντων, που επωφελήθηκαν από τις πολιτικές της “συναίνεσης της Ουάσινγκτον”, ήταν ότι σήμερα οι ηγέτες της Δύσης σπεύδουν να καλέσουν τις πιο σημαντικές αναπτυσσόμενες χώρες του κόσμου να αναλάβουν ένα μεγαλύτερο ρόλο, να τους δοθούν περισσότερα δικαιώματα ψήφου, και να ασκήσουν περισσότερη εξουσία στους οργανισμούς του Bretton Woods». Στην πραγματικότητα, όμως, η σπουδή τους αυτή ―η οποία πράγματι εκδηλώθηκε πρόσφατα όσον αφορά στην πρόταση για μια σύνοδο κορυφής της «Ομάδας των 20» (G20) τον Νοέμβριο που θα συνεχιστεί την άνοιξη του 2009 με στόχο την αναμόρφωση των διεθνών οικονομικών οργανισμών ―έχει πολύ λίγο να κάνει με τις ...εξωτικές εξηγήσεις που δόθηκαν από τον συγγραφέα! Μολονότι είναι αλήθεια ότι η υπερεθνική ελίτ (που, σε γενικές γραμμές, εκφράζεται πολιτικά από την G7) πράγματι ενδιαφέρεται να συμπεριλάβει στα τυπικά της μέλη, χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία κ.λπ. ο λόγος για αυτό, δεν είναι βέβαια επειδή αναγνωρίζει σε αυτές τις χώρες τις αναδυόμενες νέες οικονομικές δυνάμεις του μέλλοντος, που θα έπρεπε να συμμετέχουν στην διαχείριση της Νέας Διεθνούς Τάξης. Ο λόγος, όπως θα δούμε στο τελευταίο μέρος, είναι η επιδίωξη τους να τις υποχρεώσουν να συμμετάσχουν στο κόστος της οικονομικής και οικολογικής κρίσης. Την στιγμή, όμως, που οποιαδήποτε από αυτές τις αναδυόμενες «μεγάλες» δυνάμεις θʼ αποπειραθεί να ακολουθήσει μια πραγματικά διαφορετική πολιτική από εκείνη που έχει καθοριστεί από την G7, θα τους δειχθεί απλά η πόρτα, όπως ακριβώς συνέβη με τη Ρωσία το καλοκαίρι,34 της οποίας η ελίτ ακόμη πληρώνει ακριβά την τότε ανυπακοή της, παρόλο που τελευταία δείχνει ότι έμαθε το μάθημά της (όπως επίσης το μαθαίνει σήμερα η άλλη αναδυόμενη «μεγάλη δύναμη», η Κίνα!) και με το πρόσχημα της αντικατάστασης του «κακού» Μπους από τον «καλό» Ομπάμα αναθερμαίνει τις σχέσεις της με την υπερεθνική ελίτ.
Ένας ακόμη μεγαλύτερος μύθος, που προωθείται από την ρεφορμιστική Αριστερά, είναι το «τέλος της αυτοκρατορίας των ΗΠΑ» που υποτίθεται ότι πιστοποιεί η σημερινή κρίση. Στην πραγματικότητα, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, δεν μπορούμε να μιλούμε πια για μια αυτοκρατορία που βασίζεται σε ένα μοναδικό γεωγραφικό κέντρο εξουσίας. Η οικονομική, καθώς και η πολιτική, εξουσία σήμερα συγκεντρώνεται στα χέρια της υπερεθνικής ελίτ, η οποία ορίζεται ως η ελίτ που αντλεί την εξουσία της (οικονομική, πολιτική ή γενικά κοινωνική), μέσω της λειτουργίας της σε υπερεθνικό επίπεδο ―γεγονός που υποδηλώνει ότι δεν εκφράζει, μόνο ή, ακόμη, πρωταρχικά, τα συμφέροντα ενός συγκεκριμένου έθνους-κράτους. Έτσι, παρόλο που η Αμερικανική ελίτ έχει διαδραματίσει έναν ηγεμονικό ρόλο στο πλαίσιο της υπερεθνικής ελίτ, λόγω της ανώτερης οικονομικής ―και, κατά συνέπεια, πολιτικο-στρατιωτικής― εξουσίας, έπαψε να παίζει οποιονδήποτε ηγεμονικό οικονομικό ρόλο μόλις δημιουργήθηκαν άλλα πραγματικά κέντρα οικονομικής εξουσίας στην μεταπολεμική περίοδο, όπως η Ιαπωνία και η Γερμανία. Ως εκ τούτου, το πραγματικό ζήτημα, σήμερα, δεν είναι αν η Αμερικανική αυτοκρατορία καταρρέει ―κάτι που υπονοεί τον μύθο ότι η Ευρωπαϊκή ελίτ παίζει ένα πιο «προοδευτικό ρόλο» στις παγκόσμιες υποθέσεις― αλλά αν μία αυτοκρατορία βασισμένη σε μια και μόνη χώρα, παρά σε μια σειρά από χώρες, θα μπορούσε ακόμη να αποτελεί την βάση μιας υπερεθνικής ελίτ στην εποχή της παγκοσμιοποίησης.
Όσον αφορά στην τρίτη κρίση, την οποία, σύμφωνα με τον William Tabb, αντιμετωπίζει ο σύγχρονος καπιταλισμός, δηλαδή, την κρίση που δημιουργήθηκε από την ανάδυση ενός πολυπολικού κόσμου, το εσφαλμένο αυτό συμπέρασμα βασίζεται στα συνηθισμένα στατιστικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται συνήθως από ορθόδοξους οικονομολόγους. Έτσι, ο συγγραφέας αντλεί το συμπέρασμά του αποδεχόμενος αβασάνιστα τέτοιες αβάσιμες προβλέψεις, όπως αυτές μιας μελέτης του 2006 από τους PriceWaterhouseCoopers ότι «το έτος 2050, η Κινεζική οικονομία θα είναι σχεδόν τόσο μεγάλη όσο αυτή των Ηνωμένων Πολιτειών και η Ινδία θα είναι η τρίτη μεγαλύτερη». Ωστόσο, αυτού του είδους τα συμπεράσματα βασίζονται σε συγκρίσεις απόλυτων οικονομικών δεικτών εισοδήματος, παραγωγής, κ.λπ., που, φυσικά, δεν έχουν πολύ νόημα όταν αναφέρονται σε μια χώρα που συγκεντρώνει το 21% του παγκόσμιου πληθυσμού. Δηλαδή, αν λάβουμε υπόψη μας τις τεράστιες διαφορές στα πληθυσμιακά μεγέθη, τότε, το κατά κεφαλήν εισόδημα της Κίνας (σε όρους αγοραστικής δύναμης) είναι μόνο 17% του αντίστοιχου κατά κεφαλήν εισοδήματος των ανεπτυγμένων οικονομιών του Βορρά.35 Εντούτοις, ακόμη και το πολυδιαφημισμένο από νεο-φιλελεύθερους και σοσιαλφιλελεύθερους ρεκόρ-ανάπτυξης της Κίνας, που σημειώθηκε μετά την πλήρη ένταξη της χώρας στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, κρύβει μια σχεδόν αμελητέα αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος. Έτσι, το 1994, μετά από 14 χρόνια αύξησης του ΑΕΠ στο ποσοστό ρεκόρ του 10%, το κατά κεφαλήν εισόδημα της Κίνας ήταν περίπου 10% αυτού των ΗΠΑ.36 Μετά από 10 ακόμη χρόνια μιας ανάπτυξης ρεκόρ, το 2003, το κατά κεφαλήν εισόδημα της Κίνας μόλις είχε φθάσει το13% αυτού των ΗΠΑ!37 Αυτό σημαίνει ότι, ακόμη και εάν μπορούσε η Κίνα να συνεχίσει επ' αόριστον, τους ρυθμούς ανάπτυξης εκείνης της περιόδου ―κάτι σχεδόν αδύνατο για οικονομικούς λόγους (ήδη η κατάρρευση των ρυθμών ανάπτυξης του Κινεζικού «θαύματος» εξαιτίας της παγκόσμιας ύφεσης είναι χαρακτηριστική3 αλλά και οικολογικούς λόγους― πάλι, θα έπαιρνε στους Κινέζους, όχι μερικές δεκαετίες, αλλά μερικούς αιώνες ακόμη και για να πλησιάσουν το κατά κεφαλήν εισόδημα των ΗΠΑ και αυτό των προηγμένων καπιταλιστικών χωρών στην ΕΕ! Παρόμοιες εκτιμήσεις ισχύουν και για το άλλο «θαύμα» της καπιταλιστικής ανάπτυξης, την Ινδία, η οποία, ακόμη περισσότερο από την Κίνα, αποτελείται από μερικές «νησίδες» ανάπτυξης μέσα σε μια απέραντη θάλασσα φτώχειας και υπανάπτυξης.
Σε αυτό το σημείο, νεοφιλελεύθεροι και σοσιαλφιλελεύθεροι συνήθως αναφέρονται στην υποτιθέμενη δραματική μείωση της φτώχειας στην Κίνα, η οποία, ωστόσο, οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στο γεγονός ότι η ελίτ του Κομμουνιστικού Κόμματος αφαίρεσε από τον κατάλογο των φτωχών Κινέζων 422 εκατομμύρια κατά την περίοδο 1981-2001, επειδή είχαν φτάσει το «αξιοσέβαστο» εισόδημα του $1 την ημέρα (το αυθαίρετο κριτήριο που χρησιμοποιείται από διεθνείς οργανισμούς για να ορίσουν την απόλυτη φτώχεια39), μειώνοντας με μια μονοκοντυλιά τον αριθμό των απόλυτα φτωχών κατά το ένα τρίτο, από 634 εκ. το 1981 σε 212 εκ. το 2001!40 Εν τω μεταξύ, ως αποτέλεσμα της Κινεζικής «ανάπτυξης», η χώρα σήμερα, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, έχει μια από τις πιο άνισες κατανομές εισοδήματος στον κόσμο, με το 20% των πλουσιότερων Κινέζων να κατέχουν το 50% του πλούτου της χώρας, ενώ το 20% των φτωχότερων να κατέχουν μόνο το 4,7%. Δεν είναι απορίας άξιον ότι η Κίνα έχει σήμερα έναν από τους υψηλότερους συντελεστές ανισότητας στον κόσμο (Gini coefficient) ―ακόμη χειρότερο και από αυτόν της νεοφιλελεύθερης Βρετανίας και των ΗΠΑ και σχεδόν διπλάσιο αυτού των Σκανδιναβικών χωρών!41
Τέλος, μια ακόμη σημαντική ένδειξη του είδους «ανάπτυξης» που συντελείται σε χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία (το οποίο όχι μόνο δεν δείχνει την ανάδυση νέων οικονομικών «γιγάντων» οι οποίοι θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν την υπερεθνική ελίτ στο μέλλον, αλλά, στην πραγματικότητα, φανερώνει την αυξανόμενη οικονομική εξάρτηση αυτών των χωρών από την υπερεθνική ελίτ) είναι η σπουδαιότητα του ξένου κεφαλαίου και του ξένου εμπορίου σχετικά με αυτήν την διαδικασία. Το ξένο κεφάλαιο, (δηλαδή οι πολυεθνικές, οι οποίες εγκαταστάθηκαν στην Κίνα για να εκμεταλλευθούν τους γελοία χαμηλούς μισθούς εκεί που φθάνουν το ένα τριακοστό εκείνων στην Δύση),42 μετέτρεψε την χώρα σε «αλυσίδα συναρμολόγησης» της υπερεθνικής ελίτ, με πάνω από το 60% των Κινεζικών εξαγωγών γενικά, και το σύνολο σχεδόν των υψηλής τεχνολογίας εξαγωγών της ειδικότερα, να συνίστανται από «made in China» προϊόντα ξένων εταιριών, ως επί το πλείστον πολυεθνικών επιχειρήσεων από τις χώρες της υπερεθνικής ελίτ.43 Χαρακτηριστικά, ο Will Hutton συνοψίζει ως εξής την Κινεζική «ανάπτυξη»:44
Η Κίνα ασφαλώς αναδύεται ως ένας ηγετικός εξαγωγέας, αλλά ουσιαστικά είναι ένας υπεργολάβος της Δύσης. Δεν κατάφερε ναι αποτινάξει τον τρόπο με τον οποίο η παγκοσμιοποίηση έχει στρεβλωθεί βαθιά προς όφελος των πλουσίων ανεπτυγμένων εθνών. Η παραγωγικότητα της είναι μικρή, δεν διαθέτει μεγάλες διεθνώς γνωστές μάρκες, η ιστορία των καινοτομιών της είναι αξιολύπητη και στηρίζεται υπερβολικά στις εξαγωγές και τις επενδύσεις για να προωθήσει την οικονομία της.
Δεδομένου, επομένως, του βαθμού εξάρτησης της Κινεζικής «ανάπτυξης» από τις άμεσες επενδύσεις από χώρες της υπερεθνικής ελίτ και τις εξαγωγές προς αυτές, ιδιαιτέρως τις ΗΠΑ, οποιαδήποτε κρίση στις χώρες της υπερεθνικής ελίτ επηρεάζει άμεσα την Κινεζική ανάπτυξη, όπως έχει ήδη δείξει η παρούσα κρίση, με τα Κινεζικά χρηματιστήρια στην Shanghai και στο Hong Kong να καταρρέουν το ίδιο με τα άλλα χρηματιστήρια στον κόσμο και την εξελισσόμενη παγκόσμια ύφεση ήδη να πλήττει καίρια την Κινεζική αλλά και την Ινδική ανάπτυξη! Έτσι, σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις του ΔΝΤ η ανάπτυξη της Κίνας αναμένεται να πέσει στο 6,7 το 2009 και αυτή της Κίνας στο 5%!45
Τελευταίο, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, είναι το γεγονός πως θα μπορούσε κανείς λογικά να υποθέσει ότι οι σημερινοί ρεκόρ ρυθμοί ανάπτυξης δεν είναι βιώσιμοι έτσι κι αλλιώς, εξαιτίας της τρομερής καταστροφής που καταφέρουν στο περιβάλλον46, όπως αποδεικνύεται από την επιταχυνόμενη ερημοποίηση της χώρας και την μαζικά αυξανόμενη μόλυνση που ήδη οδηγεί σε πρώιμο θάνατο 400.000 ανθρώπους τον χρόνο.47
Αλλά, αυτό μας φέρνει στην τέταρτη κρίση που αναφέρθηκε από τον συγγραφέα, δηλαδή, αυτή που συνδέεται με την εξάντληση των πόρων ως τμήμα της οικολογικής κρίσης. Όμως, μολονότι η κρίση αυτή είναι φυσικά βασικό συστατικό στοιχείο της πολυδιάστατης κρίσης που ο καπιταλιστικός κόσμος αντιμετωπίζει σήμερα, δεν έχει άμεση σχέση με την χρηματοπιστωτική κρίση στην οποία θα στραφούμε τώρα. Στη πραγματικότητα, η ίδια η παγκόσμια ύφεση που ακολούθησε την χρηματοπιστωτική κρίση έχει μειώσει δραστικά την πίεση πάνω στους ενεργειακούς πόρους, όπως φανερώνει και η κατακόρυφη πτώση της τιμής πετρελαίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: