Παρασκευή 4 Ιουνίου 2010

Οργανώνοντας την αντικαπιταλιστική μετάβαση, Ντέιβιντ Χάρβι

Πρωτοβουλία για την Αντισυστημική Αριστερά


23/12/2009 Γράψτε ένα σχόλιο Go to comments

Οργανώνοντας την αντικαπιταλιστική μετάβαση

Ντέιβιντ Χάρβι, Cuny Graduate Center, Νέα Υόρκη

Σημειώσεις που βασίζονται στο βιβλίο Το Αίνιγμα του Κεφαλαίου, που θα εκδοθεί τον Απρίλιο του 2010.

Μετάφραση: Αριάδνη Α. ( ΠΑΣΑ)

Η ιστορική γεωγραφία της καπιταλιστικής ανάπτυξης βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σημείο καμπής στο οποίο οι γεωγραφικές διευθετήσεις ισχύος μεταβάλλονται γρήγορα την ίδια στιγμή που η χρονική δυναμική αντιμετωπίζει πολύ σοβαρούς περιορισμούς. Η σύνθετη οικονομική μεγέθυνση της τάξης του 3% (που γενικά θεωρείται ο ελάχιστος ικανοποιητικός συντελεστής μεγέθυνσης για μια υγιή καπιταλιστική οικονομία) γίνεται όλο και λιγότερο εφικτό να διατηρηθεί χωρίς την καταφυγή σε ποικίλες επινοήσεις (όπως αυτές που χαρακτήριζαν τις χρηματοπιστωτικές υποθέσεις και τις αγορές τίτλων τις τελευταίες δύο δεκαετίες). Υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύουμε ότι δεν υφίσταται εναλλακτική λύση για μια νέα παγκόσμια τάξη διακυβέρνησης που τελικά θα πρέπει να χειριστεί τη μετάβαση προς μια οικονομία με μηδενικούς ρυθμούς μεγέθυνσης. Προκειμένου αυτό να γίνει με δίκαιο τρόπο, τότε δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική πλην του σοσιαλισμού ή του κομουνισμού. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ αποτέλεσε το κέντρο μέσω του οποίου αρθρώθηκε η θέση “Ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός”. Σήμερα πρέπει να προσδιορίσουμε πώς ένας άλλος σοσιαλισμός ή κομουνισμός είναι εφικτός και πώς μπορεί να επιτευχθεί η μετάβαση σ’ αυτές τις εναλλακτικές λύσεις . Η τρέχουσα κρίση προσφέρει μια ευκαιρία να στοχαστούμε ποιες θα μπορούσαν να είναι οι εξελίξεις.
Η τρέχουσα κρίση προήλθε από τις ενέργειες που έγιναν για να ξεπεραστεί η κρίση της δεκαετίας του 1970. Αυτές περιλάμβαναν:

α)Την αποφασιστική επίθεση εναντίον των οργανωμένων εργατών και των πολιτικών τους θεσμώνμε ταυτόχρονη επιστράτευση των παγκόσμιων πλεονασμάτων εργατικών χεριών, με την εισαγωγή τεχνολογιών εξοικονόμησης εργασίας και με την τεράστια ένταση του ανταγωνισμού. Το αποτέλεσμα ήταν η παγκόσμια συμπίεση των μισθών (μείωση του μεριδίου των μισθών στο ΑΕΠ σχεδόν σε όλες τις χώρες) και η δημιουργία ενός ακόμη μεγαλύτερου, διαθέσιμου εφεδρικού στρατού εργασίας που ζει σε οριακές συνθήκες.

β)Υπονόμευση των προϋπαρχουσών δομών μονοπωλιακής ισχύος και εκτόπιση του προηγούμενου σταδίου (εθνικού) μονοπωλιακού καπιταλισμού με το άνοιγμα του καπιταλισμού στον ακόμη πιο άγριο διεθνή ανταγωνισμό. Η ένταση του παγκόσμιου ανταγωνισμού μεταφράστηκε σε μείωση των κερδών που δεν προέρχονταν από τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Η ανισόμετρη γεωγραφική ανάπτυξη και ο ανταγωνισμός μεταξύ γεωγραφικών περιοχών έγιναν τα κύρια χαρακτηριστικά της καπιταλιστικής ανάπτυξης, ανοίγοντας το δρόμο προς μια μετατόπιση της ηγεμονίας ιδίως, αλλά όχι αποκλειστικά, προς την Ανατολική Ασία.

γ)Η χρησιμοποίηση και η ενίσχυση της πιο ρευστής και άκρως κινητικής μορφής κεφαλαίου –του χρηματικού κεφαλαίου– με σκοπό την ανακατανομή των κεφαλαιακών πόρων παγκοσμίως (τελικά μέσω των ηλεκτρονικών αγορών) αποτέλεσαν το έναυσμα για την αποβιομηχάνιση των παραδοσιακών περιοχών και για νέες μορφές (άκρως καταπιεστικής) εκβιομηχάνισης και την απόσπαση φυσικών πόρων και αγροτικών πρώτων υλών από τις αναδυόμενες αγορές. Το αποτέλεσμα ήταν να ενισχυθεί η κερδοφορία των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και να βρεθούν νέοι τρόποι παγκόσμιας διασποράς και, υποτίθεται, απορρόφησης των ρίσκων μέσω της δημιουργίας των αγορών εικονικού κεφαλαίου.
δ)Για το άλλο άκρο της κοινωνικής κλίμακας, αυτό σήμαινε ότι εντάθηκε η “συσσώρευση μέσω της αποστέρησης” ως μέσον για την αύξηση της καπιταλιστικής ταξικής ισχύος. Οι νέοι γύροι πρωταρχικής συσσώρευσης με θύματα τους ιθαγενείς και αγροτικούς πλυθυσμούς ενισχύθηκαν με τις απώλειες περιουσιακών στοιχείων των κατώτερων τάξεων στις βασικές οικονομίες (όπως μαρτυρεί η αγορά των χαμηλής εξασφάλισης στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ που οδήγησε σε μια τεράστια απώλεια περιουσιακών στοιχείων ιδίως για τους Αφρο-αμερικανούς).

ε)Η ένταση της ούτως ή άλλως πτωτικής τάσης της πραγματικής ζήτησης με την ώθηση της οικονομίας του χρέους (κρατικού, εταιρικού και χρέους των νοικοκυριών) στα όριά της (ιδίως στις ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και σε άλλες χώρες από τη Λετονία ως το Ντουμπάι).

στ) Η αντιστάθμιση των αναιμικών ρυθμών απόδοσης της παραγωγής με τη δημιουργία μιας ολόκληρης σειράς από φούσκες στην αγορά, που όλες είχαν το χαρακτήρα των πυραμίδων τύπου Πόνζι, κάτι που διόγκωσε στο έπακρο τη φούσκα στον τομέα των ακινήτων η οποία έσκασε στα 2007-8. Αυτές οι φούσκες τροφοδοτήθηκαν από το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και η δημιουργία τους διευκολύνθηκε από τις εκτεταμένες χρηματοπιστωτικές καινοτομίες όπως τα παράγωγα και και οι τίτλοι εγγυημένων δανειακών υποχρεώσεων.
Οι πολιτικές δυνάμεις που συνασπίστηκαν και κινητοποιήθηκαν προς επίτευξη αυτών των μεταβάσεων είχαν διακριτό ταξικό χαρακτήρα και παρουσιάστηκαν με το ένδυμα μιας διακριτής ιδεολογίας που αποκλήθηκε νεοφιλελευθερισμός. Η ιδεολογία αυτή βασίστηκε στην ιδέα ότι οι ελεύθερες αγορές, το ελεύθερο εμπόριο, η προσωπική πρωτοβουλία και η επιχειρηματικότητα αποτελούσαν τις καλύτερες εγγυήσεις της ατομικής ελευθερίας και αυτονομίας και ότι το “κράτος γκουβερνάντα” θα έπρεπε να διαλυθεί προς όφελος όλων. Στην πράξη όμως, όλα αυτά συνεπάγονταν ότι το κράτος οφείλει να υποστηρίζει την αξιοπιστία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και έτσι (αρχίζοντας από την κρίση του χρέους στο Μεξικό και στις αναπτυσσόμενες χώρες το 1982) εισήγαγε σε ακραίο βαθμό τον “ηθικό κίνδυνο” στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Το κράτος (τόσο σε τοπικό όσο και σε εθνικό επίπεδο) δεσμεύτηκε να εξασφαλίζει “καλό επιχειρηματικό κλίμα” για να προσελκύει επενδύσεις σε ένα εξαιρετικά ανταγωνιστικό περιβάλλον. Τα συμφέροντα των απλών ανθρώπων ήταν δευτερεύοντα μπροστά στα συμφέροντα του κεφαλαίου και εν όψει μιας σύγκρουσης μεταξύ αυτών των δύο, έπρεπε να θυσιαστούν τα συμφέροντα των ανθρώπων (μια συνήθης πρακτική που εκφράστηκε με τα προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου από τη δεκαετία του 1980 και εξής). Το σύστημα που δημιουργήθηκε μ’ αυτό τον τρόπο ισοδυναμεί με μια αυθεντική μορφή κομουνισμού για την τάξη των καπιταλιστών.
Οι συνθήκες ποίκιλλαν κατά πολύ, βεβαίως, ανάλογα με το μέρος του κόσμου που κατοικούσε κανείς, τις ταξικές σχέσεις που επικρατούσαν εκεί, τις πολιτικές και πολιτισμικές παραδόσεις και τις μεταβολές ισορροπίας της πολιτικο-κοινωνικής δύναμης.
Πώς αντιμετώπισε η Αριστερά τη δυναμική αυτής της κρίσης; Σε καιρούς κρίσης, ο παραλογισμός του καπιταλισμού γίνεται κατάφωρος. Το πλεονάζον κεφάλαιο και η πλεονάζουσα εργασία συνυπάρχουν και φαινομενικά δεν υπάρχει τρόπος να συνδυαστούν , εν μέσω τεράστιων ανθρώπινων βασάνων και ανικανοποίητων αναγκών. Στα μέσα του καλοκαιριού του 2009, το ένα τρίτο του κεφαλαιακού εξοπλισμού στις ΗΠΑ παρέμενε αναξιοποίητο, ενώ το 17% του εργατικού δυναμικού ήταν είτε μη απασχολούμενο είτε δούλευε αναγκαστικά με μερική απασχόληση είτε ζητούσε αλλά δεν έβρισκε δουλειά. Υπάρχει κάτι πιο παράλογο απ’ αυτό;
Μπορεί ο καπιταλισμός να επιζήσει από την τρέχουσα τραυματική κατάσταση; Ναι. Με ποιο κόστος όμως; Αυτό το ερώτημα κρύβει ένα άλλο. Μπορεί η καπιταλιστική τάξη να αναπαραγάγει την εξουσία της εν όψει ενός πλήθους οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών, γεωπολιτικών και περιβαλλοντικών δυσκολιών; Και πάλι η απάντηση είναι ένα ηχηρό “ναι”. Αλλά η μάζα των ανθρώπων πρέπει να παραδώσει τους καρπούς του μόχθου της σ’ αυτούς που κατέχουν την εξουσία, να παραδώσει πολλά από τα δικαιώματά της και τα αποκτημένα με πολλές θυσίες και κόπους περιουσιακά στοιχεία της (από σπίτια μέχρι συνταξιοδοτικά δικαιώματα) και να υποστεί πάμπολλα περιβαλλοντικά δεινά, για να μη μιλήσουμε για τις συνεχείς μειώσεις στο βιοτικό επίπεδο που σημαίνουν πείνα για πολλούς που σήμερα ήδη παλεύουν να επιβιώσουν στον κοινωνικό βυθό. Οι ταξικές ανισότητες θα αυξηθούν (αυτό το βλέπουμε ήδη). Και για να αντιμετωπιστεί η αναταραχή ίσως απαιτηθεί κάτι περισσότερο από την πολιτική καταστολή, δηλαδή αστυνομική βία και στρατιωτικοποιημένος κρατικός έλεγχος.
Εφόσον οι αναταραχές επέρχονται ως επί το πλείστον απρόβλεπτα και εφόσον οι χώροι της παγκόσμιας οικονομίας είναι τόσο μεταβλητοί, σε καιρούς κρίσης οι αβεβαιότητες σχετικά με τα αποτελέσματα πολλαπλασιάζονται. Κατά τόπους είναι πιθανές πολλές εξελίξεις που προκύπτουν είτε από εκκολαπτόμενους καπιταλιστές οι οποίοι ιδρύουν επιχειρήσεις σε κάποιο νέο χώρο, αδράχνοντας τις ευκαιρίες για να αμφισβητήσουν τις παλαιότερες ταξικές και εδαφικές ηγεμονίες (όπως έγινε στις ΗΠΑ όπου η Σίλικον Βάλεϊ αντικατέστησε το Ντιτρόιτ από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και εξής ) είτε από ριζοσπαστικά κινήματα που αμφισβητούν την αναπαραγωγή μιας ήδη αποσταθεροποιημένης ταξικής εξουσίας. Όταν λέμε ότι η τάξη των καπιταλιστών και ο ίδιος ο καπιταλισμός μπορούν να επιβιώσουν αυτό δεν σημαίνει ότι είναι προκαθορισμένη αυτή η εξέλιξη ούτε σημαίνει ότι είναι δεδομένος ο μελλοντικός της χαρακτήρας. Οι κρίσεις είναι στιγμές του παράδοξου και των ενδεχόμενων.
Τι θα συμβεί αυτή τη φορά; Εάν επιστρέψουμε σε ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης της τάξης του 3%, τότε αυτό σημαίνει εξεύρεση νέων και επικερδών επενδυτικών ευκαιριών, σε παγκόσμιο επίπεδο, για 1,6 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2010, τα οποία θα ανέλθουν σχεδόν στα 3 τρισεκατομμύρια το 2030. Αυτοί οι αριθμοί έρχονται σε έντονη αντίθεση με τα 150 δισεκατομμύρια δολάρια νέων επενδύσεων που χρειάστηκαν το 1950 και τα 420 δισεκατομμύρια που χρειάστηκαν το 1973 (τα στοιχεία για τα δολάρια είναι αποπληθωρισμένα). Τα πραγματικά προβλήματα εξεύρεσης επαρκών διεξόδων για το πλεονάζον κεφάλαιο άρχισαν να εμφανίζονται μετά το 1980, παρά το άνοιγμα της Κίνας και την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ. Οι δυσκολίες ξεπεράστηκαν εν μέρει με τη δημιουργία των εικονικών αγορών όπου η κερδοσκοπία πάνω στις αξίες των τίτλων μπορούσε να απογειωθεί ανεμπόδιστα. Πού θα πάνε τώρα όλες αυτές οι επενδύσεις;
Αν αφήσουμε κατά μέρος τους αναμφισβήτητους περιορισμούς που επιβάλλει το ζήτημα του περιβάλλοντος (η παγκόσμια υπερθέρμανση είναι το πρόβλημα με τη μέγιστη σημασία), πιθανώς θα υπάρξουν πολύ μεγάλα εμπόδια όσον αφορά την πραγματική ζήτηση στις αγορές, τις τεχνολογίες και τη γεωγραφική/γεωπολιτική κατανομή , ακόμη κι αν υποθέσουμε, κάτι απίθανο όμως, ότι δεν θα προκύψει σοβαρή και ενεργή εναντίωση στη συνεχή συσσώρευση κεφαλαίου και ότι θα υπάρξει περαιτέρω σταθεροποίηση της ταξικής ισχύος του. Ποιες εκτάσεις έχουν απομείνει στην παγκόσμια οικονομία όπου θα μπορούσε να απορροφηθεί σε νέους χώρους το πλεονάζον κεφάλαιο; Η Κίνα και το πρώην σοβιετικό μπλοκ έχουν ήδη ενσωματωθεί στην παγκόσμια οικονομία. Η Νότια και η Νοτιοανατολική Ασία καλύπτονται με γρήγορους ρυθμούς. Η Αφρική δεν έχει ακόμη ενσωματωθεί στην παγκόσμια οικονομία, αλλά πουθενά αλλού δεν μπορεί να απορροφηθεί όλο αυτό το πλεονάζον κεφάλαιο. Ποιες νέες γραμμές παραγωγής μπορούν ν’ ανοίξουν για να απορροφήσουν τη μεγέθυνση; Πιθανώς δεν υπάρχουν ρεαλιστικές μακροχρόνιες καπιταλιστικές λύσεις (εκτός από την επάνοδο σε εικονικές λοβιτούρες του κεφαλαίου) σ’ αυτή την κρίση του καπιταλισμού. Σε κάποιο σημείο οι ποσοτικές αλλαγές οδηγούν σε ποιοτικές μεταβολές και πρέπει να αντιληφθούμε, με όλη την πρέπουσα σοβαρότητα, ότι πιθανώς βρισκόμαστε σε ένα τέτοιο σημείο καμπής στην ιστορία του καπιταλισμού. Άρα η αμφισβήτηση του μέλλοντος του καπιταλισμού ως ενός ανεκτού κοινωνικού συστήματος θα όφειλε να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των τρεχουσών συζητήσεων.
Κι όμως δεν φαίνεται να υπάρχει πολλή όρεξη για μια τέτοια συζήτηση, ακόμη και στους κόλπους της Αριστεράς. Αντ’ αυτού συνεχίζουμε να ακούμε τις συνήθεις συμβατικότητες όσον αφορά τη βελτίωση της ανθρωπότητας με τη βοήθεια των ελεύθερων αγορών και του ελεύθερου εμπορίου, της ατομικής ιδιοκτησίας και της προσωπικής ευθύνης, των χαμηλών φόρων και της ελάχιστης παρέμβασης του κράτους στην κοινωνική πρόνοια, παρόλο που όλα αυτά ηχούν όλο και περισσότερο απατηλά. Διαφαίνεται μια κρίση νομιμοποίησης. Αλλά συνήθως οι κρίσεις αυτές εκτυλίσσονται με διαφορετικό ρυθμό από τις κρίσεις των χρηματιστηρίων. Χρειάστηκαν, για παράδειγμα, τρία ή τέσσερα χρόνια για να αναπτυχθούν μαζικά κοινωνικά κινήματα (προοδευτικά και φασιστικά) μετά το κραχ του 1929, το 1932 περίπου. Η ένταση με την οποία επιζητεί την έξοδο από την κρίση η σημερινή πολιτική εξουσία μπορεί να έχει κάποια σχέση με το φόβο της διαφαινόμενης κρίσης νομιμοποίησης.
Ωστόσο, τα τελευταία τριάντα χρόνια έχουμε δει την ανάδειξη συστημάτων διακυβέρνησης που φαίνονται απρόσβλητα από την άποψη της νομιμοποίησης, και αδιάφορα ακόμη και για τη διαμόρφωση συναίνεσης. Το μείγμα αυταρχισμού, χρηματικής διαφθοράς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, παρακολούθησης, αστυνόμευσης και στρατιωτικοποίησης (ιδίως μέσω του πολέμου κατά της τρομοκρατίας), ελέγχου των ΜΜΕ και της διαφήμισης δείχνει έναν κόσμο όπου η τιθάσευση της δυσαρέσκειας μέσω της παραπληροφόρησης, του κατακερματισμού της αντιπολίτευσης και της διαμόρφωσης μιας κουλτούρας αντιπολίτευσης μέσω της προώθησης των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ) τείνει να επικρατήσει, ενώ όποτε είναι αναγκαίο υποστηρίζεται από τη δύναμη του καταναγκασμού.
Η ιδέα πως η κρίση έχει συστημικές αιτίες σπανίως εκφράζεται στα κατεστημένα ΜΜΕ (ακόμη κι αν ελάχιστοι οικονομολόγοι του κατεστημένου όπως ο Στίγκλιτς, ο Κρούγκμαν ακόμη και ο Τζέφρι Σακς προσπαθούν να κλέψουν κάποια από τα ιστορικά επιχειρήματα της Αριστεράς ομολογώντας μια δυο φορές ότι τους ήρθε θεία φώτιση). Οι περισσότερες κυβερνητικές ενέργειες για την ανάσχεση της κρίσης στη Βόρεια Αμερική και στην Ευρώπη ισοδυναμούν με τη διαιώνιση της ίδιας πρακτικής, δηλαδή της οικονομικής υποστήριξης προς τους καπιταλιστές. Ο “ηθικός κίνδυνος” που αποτέλεσε την αφορμή για την εκδήλωση των χρεοκοπιών στον χρηματοπιστωτικό τομέα μεγεθύνεται στο έπακρο με τις διασώσεις των τραπεζών. Οι πρακτικές του νεοφιλελευθερισμού (σε αντίθεση με την ουτοπική του θεωρία) πάντα συνεπάγονται κατάφωρη υποστήριξη του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και των καπιταλιστικών ελίτ (συνήθως με τη δικαιολογία ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρέπει να προστατευθούν με κάθε τίμημα και ότι καθήκον της κρατικής εξουσίας είναι να δημιουργεί καλό επιχειρηματικό κλίμα σταθερής κερδοφορίας). Αυτή η πρακτική δεν έχει αλλάξει σχεδόν καθόλου. Δικαιολογείται δε με την επίκληση της αμφίβολης υπόθεσης ότι σε μια “φουσκοθαλασσιά” καπιταλιστικής επέκτασης θα “επιπλεύσουν όλες οι βάρκες” ή ότι τα οφέλη της οικονομικής μεγέθυνσης θα “διαχυθούν” με μαγικό τρόπο (κάτι που δεν συμβαίνει ποτέ, εκτός από τα ελάχιστα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι των πλούσιων).
Πώς λοιπόν θα εξέλθουν οι καπιταλιστικές τάξεις από την τρέχουσα κρίση και πόσο γρήγορη θα είναι αυτή η έξοδος; Η αύξηση των χρηματιστηριακών αξιών στο προηγούμενο επίπεδό τους από τη Σανγκάη και το Τόκιο μέχρι τη Φρανκφούρτη, το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη είναι καλό σημάδι, μας λένε, ακόμη κι αν εξακολουθεί να αυξάνεται αμείωτα η ανεργία παντού. Παρατηρήστε την ταξική προκατάληψη σ’ αυτό. Χαιρόμαστε με την ανάκαμψη των χρηματιστηριακών αξιών, όπως λέγεται, γιατί αυτή πάντα προηγείται μιας ανάκαμψης της “πραγματικής οικονομίας”, με την οποία δημιουργούνται θέσεις εργασίας και εισοδήματα. Το γεγονός ότι η τελευταία αύξηση των μετοχών στις ΗΠΑ, μετά το 2002, αποδείχθηκε μια “ανάκαμψη χωρίς δημιουργία θέσεων εργασίας” φαίνεται να έχει ήδη ξεχαστεί. Το αγγλοσαξονικό κοινό ιδίως φαίνεται να έχει προσβληθεί από ένα είδος αμνησίας. Ξεχνά πολύ εύκολα και συγχωρεί τα ανομήματα της τάξης των καπιταλιστών και τις περιοδικές καταστροφές που αυτά επιφέρουν. Τα καπιταλιστικά ΜΜΕ καλλιεργούν μετά χαράς αυτού του είδους την αμνησία.
Η Κίνα και η Ινδία εξακολουθούν να σημειώνουν αυξημένους ρυθμούς οικονομικής επέκτασης, η πρώτη με άλματα και αναπηδήσεις. Όμως το τίμημα είναι μια τεράστια επέκταση του τραπεζικού δανεισμού σε ριψοκίνδυνα προγράμματα (οι κινεζικές τράπεζες δεν παγιδεύτηκαν στην παγκόσμια κερδοσκοπική φρενίτιδα, αλλά τώρα τη συνεχίζουν). Η υπερσυσσώρευση παραγωγικής ικανότητας προχωρεί ακάθεκτη και και οι μακροπρόθεσμες επενδύσεις στις υποδομές, η παραγωγικότητα των οποίων δεν θα είναι γνωστή για αρκετά χρόνια, αυξάνονται εκρηκτικά (ακόμη και στις αγορές ακινήτων των πόλεων). Και η αυξανόμενη ζήτηση της Κίνας σύρει στη δική της τροχιά εκείνες τις οικονομίες που προμηθεύουν πρώτες ύλες, όπως η Αυστραλία και η Χιλή. Δεν μπορεί να απορριφθεί η πιθανότητα ενός επόμενου κραχ στην Κίνα, αλλά πιθανώς θα χρειαστεί χρόνος για να γίνει αντιληπτό (μια μακροχρόνια παραλλαγή του Ντουμπάι). Εν τω μεταξύ, επιταχύνεται η μετατόπιση του παγκόσμιου επίκεντρου του καπιταλισμού προς την Ανατολική Ασία.
Στα παλιά χρηματοπιστωτικά κέντρα, οι νεαροί καρχαρίες του χρηματοπιστωτικού τομέα που έχουν πάρει ήδη τα περσινά τους μπόνους άρχισαν να δημιουργούν μικρά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για να περικυκλώσουν τη Γουόλ Στριτ και το Σίτι του Λονδίνου για να ξεδιαλέξουν τα απομεινάρια των χτεσινών χρηματοπιστωτικών γιγάντων και να αρπάξουν τα πιο ζουμερά κομμάτια ώστε ν’ αρχίσει πάλι το παιχνίδι από την αρχή. Οι επενδυτικές τράπεζες που απόμειναν στις ΗΠΑ –Goldman Sachs και J. P. Morgan– παρόλο που μετενσαρκώθηκαν ως εταιρείες που ελέγχουν εμπορικές τράπεζες εξαιρέθηκαν (χάρη στη Κεντρική Τράπεζα) από τις ρυθμίσεις και πραγματοποιούν τεράστια κέρδη (βάζοντας στην άκρη χρήματα για αντίστοιχα τεράστια μπόνους) κερδοσκοπώντας ριψοκίνδυνα με χρήματα των φορολογουμένων στις αρρύθμιστες και ακόμη ανθούσες αγορές παραγώγων. Η μόχλευση [υπερβολική χρήση δανεισμένου χρήματος] που μας οδήγησε στην κρίση επαναλαμβάνεται σε ακραίο βαθμό σαν να μην έχει συμβεί τίποτε. Οι χρηματοπιστωτικές καινοτομίες προελαύνουν, καθώς εφευρίσκονται και προσφέρονται σε διάφορα ιδρύματα (όπως τα συνταξιοδοτικά ταμεία), τα οποία ψάχνουν αγωνιωδώς να βρουν νέες τοποθετήσεις για το πλεονάζον κεφάλαιο, καινούργιοι τρόποι συνδυασμού και πώλησης εικονικών κεφαλαιακών χρεών. Οι εικονικές αξίες (και τα μπόνους) είναι πάλι εδώ!
Μεγάλοι πολυκλαδικοί όμιλοι αγοράζουν κατασχεμένα ακίνητα και είτε περιμένουν να υπάρξει κάποια στροφή στην αγορά πριν κάνουν κάποια μεγάλη οικονομική επιτυχία είτε φυλάσσουν τη γη υψηλής αξίας μέχρι μια μελλοντική στιγμή επανάληψης της ενεργού οικιστικής ανάπτυξης. Οι κανονικές τράπεζες καταχωνιάζουν το ρευστό χρήμα, μεγάλο μέρος του οποίου έχει παρασχεθεί από τα κρατικά ταμεία, με τη βλέψη, επίσης, να δώσουν ξανά εκείνα τα τεράστια μπόνους που ταιριάζουν με τον παλιό τρόπο ζωής, ενώ πλήθος επιχειρηματιών αδημονεί να εκμεταλλευτεί τη στιγμή της δημιουργικής καταστροφής που στηρίζεται με μια πλημμύρα δημόσιου χρήματος.
Εν τω μεταξύ, η εξουσία του γυμνού χρήματος που έχουν συσσωρεύει ελάχιστοι υπονομεύει κάθε έννοια δημοκρατικής διακυβέρνησης. Τα λόμπι των φαρμακευτικών εταιρειών, των εταιρειών ασφάλισης υγείας και των νοσοκομείων, π.χ., δαπάνησαν πάνω από 133 εκατομμύρια δολάρια το πρώτο τρίμηνο του 2009 για να εξασφαλίσουν ότι θα εκπληρωθούν οι επιθυμίες τους όσον αφορά τη μεταρρύθμιση του τομέα της υγείας στις ΗΠΑ. Ο Μαξ Μπάουκους, επικεφαλής της κρίσιμης επιτροπής οικονομικών της Γερουσίας που διαμόρφωσε το νομοσχέδιο για την υγεία, πήρε 1,5 εκατομμύριο δολάρια για ένα νομοσχέδιο που παραδίδει τεράστιο αριθμό νέων πελατών στις ασφαλιστικές εταιρείες με ελάχιστη προστασία έναντι της ανελέητης εκμετάλλευσης και κερδοφορίας (χαράς ευαγγέλια στη Γουόλ Στριτ). Σύντομα στις ΗΠΑ θα γίνουν οι ενδιάμεσες εκλογές, στις οποίες επικρατεί η νομότυπη διαφθορά λόγω της τεράστιας εξουσίας του χρήματος. Στις ΗΠΑ, τα κόμματα των διάφορων ομάδων πίεσης, των think tanks και της Γουόλ Στριτ θα επανεκλεγούν, καταπώς πρέπει, καθώς οι εργαζόμενοι Αμερικανοί σκοτώνονται στη δουλειά για να βρουν διέξοδο από το χάος που έχει δημιουργήσει η άρχουσα τάξη. Όπως όλοι θυμόμαστε, είχαμε και στο παρελθόν περάσει τέτοια δεινά και κάθε φορά οι εργαζόμενοι Αμερικανοί σήκωναν τα μανίκια τους, έσφιγγαν τα ζωνάρια τους και έσωζαν το σύστημα από κάποιο μυστήριο μηχανισμό αυτοκαταστροφής για τον οποίο η άρχουσα τάξη αρνείται κάθε ευθύνη. Η προσωπική ευθύνη, στο κάτω κάτω, ανήκει μόνο στους εργάτες όχι στους καπιταλιστές.
Αν αυτό είναι το περίγραμμα της στρατηγικής της εξόδου, τότε είναι σίγουρο ότι θα βρεθούμε ξανά στην ίδια χαοτική κατάσταση μέσα σε πέντε χρόνια. Όσο πιο γρήγορα βγούμε από αυτή την κρίση και όσο λιγότερο πλεονάζον κεφάλαιο καταστραφεί τώρα, τόσος λιγότερος χώρος θα υπάρχει για την επανάληψη μιας μακροπρόθεσμης πραγματικής μεγέθυνσης. Οι απώλειες στις αξίες των τίτλων σε τούτη τη συγκυρία (μέσα 2009) είναι τουλάχιστον 55 τρισεκατομμύρια δολάρια, κατά τα λεγόμενα του ΔΝΤ, ποσό που ισοδυναμεί σχεδόν με την ετήσια παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών σε όλο τον κόσμο. Ήδη έχουμε οπισθοχωρήσει στα επίπεδα παραγωγής του 1989. Και οι απώλειες μπορεί να φτάσουν τα 400 τρισεκατομμύρια δολάρια πριν εξέλθει πλήρως η οικονομία από την κρίση. Όντως, σύμφωνα με έναν πρόσφατο πολύ εντυπωσιακό υπολογισμό, μόνο το αμερικανικό κράτος θα παρείχε εγγυήσεις για τίτλους αξίας 200 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Η πιθανότητα να πάνε όλοι αυτοί οι τίτλοι άσχημα είναι πολύ μικρή, όμως η σκέψη ότι πολλοί απ’ αυτούς θα μπορούσαν να έχουν αυτή την πορεία είναι πολύ λογική. Ας πάρουμε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα: Οι οργανισμοί Fannie Mae και Freddie Mac, που έχουν εξαγοραστεί από την αμερικανική κυβέρνηση, κατέχουν ή έχουν παράσχει εγγυήσεις άνω των 5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων σε στεγαστικά δάνεια πολλά από τα οποία είναι εξαιρετικά επισφαλή (μόνο το 2008 καταγράφηκαν απώλειες άνω των 150 εκατομμυρίων δολαρίων). Ποιες είναι οι εναλλακτικές λύσεις;
Επί μακρόν, το όνειρο πολλών ανθρώπων στον κόσμο ήταν πως μπορεί να βρεθεί και να επιτευχθεί ορθολογικά μια εναλλακτική λύση στον καπιταλιστικό (αν)ορθολογισμό μέσω της κινητοποίησης του πάθους των ανθρώπων για τη συλλογική αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής για όλους. Αυτές οι εναλλακτικές –που ιστορικά ονομάστηκαν σοσιαλισμός ή κομουνισμός– δοκιμάστηκαν σε διάφορες εποχές και τόπους. Σε παλιές εποχές, τη δεκαετία του 1930, το όραμα του σοσιαλισμού ή του κομουνισμού λειτούργησε σαν φάρος ελπίδας. Στις πρόσφατες εποχές όμως έχασαν και οι δυο την ελκτική τους δύναμη, απορρίφθηκαν ως επιθυμητές λύσεις, όχι μόνο λόγω της αποτυχίας των ιστορικών πειραμάτων του κομουνισμού ως προς την υλοποίηση των υποσχέσεών του και της ροπής των κομουνιστικών καθεστώτων να καλύπτουν τα λάθη τους με την καταστολή, αλλά και εξαιτίας των υποτιθέμενα εσφαλμένων αντιλήψεών τους σχετικά με την ανθρώπινη φύση και τη δυνητική τελειοποίηση της ανθρώπινης προσωπικότητας και των ανθρώπινων θεσμών.
Αξίζει να σημειωθεί η διαφορά ανάμεσα στο σοσιαλισμό και τον κομουνισμό. Ο σοσιαλισμός στοχεύει σε ένα δημοκρατικά διευθυνόμενο και ρυθμιζόμενο καπιταλισμό με τρόπους που μειώνουν τις υπερβολές του και αναδιανέμουν τα οφέλη του προς το κοινό καλό. Αυτό αφορά τη διασπορά του πλούτου μέσω της προοδευτικής φορολογίας, ενώ βασικές ανάγκες –όπως παιδεία, υγεία ακόμη και στέγαση– παρέχονται από το κράτος και βρίσκονται εκτός βεληνεκούς των δυνάμεων της αγοράς. Πολλά από τα βασικά επιτεύγματα του αναδιανεμητικού σοσιαλισμού στη μετά το 1945 περίοδο και όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά πέραν αυτής έχουν εμπεδωθεί στην κοινωνία τόσο ώστε είναι απρόσβλητα από τη νεοφιλελεύθερη επίθεση. Ακόμη και στις ΗΠΑ, η Κοινωνική Ασφάλιση και η Κρατική Περίθαλψη για τους ηλικιωμένους είναι προγράμματα τόσο δημοφιλή που οι δυνάμεις της Δεξιάς αδυνατούν να τα αποδιαρθρώσουν. Οι οπαδοί της Θάτσερ στη Βρετανία δεν μπόρεσαν να θίξουν το εθνικό σύστημα υγείας, παρά μόνο οριακά. Η κοινωνική πρόνοια στη Σκανδιναβία και στις περισσότερες χώρες της Δυτικής Ευρώπης φαίνεται να είναι ακλόνητο στοιχείο της κοινωνικής τάξης πραγμάτων.
Απ’ την άλλη πλευρά, ο κομουνισμός επιδιώκει να εκτοπίσει τον καπιταλισμό δημιουργώντας έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο παραγωγής και διανομής των προϊόντων και των υπηρεσιών. Στην ιστορία του υπαρκτού κομουνισμού, ο κοινωνικός έλεγχος της παραγωγής , της ανταλλαγής και της διανομής σήμαινε κρατικό έλεγχο και συστηματικό κρατικό σχεδιασμό. Παρόλο που μακροπρόθεσμα ο σχεδιασμός αποδείχθηκε ανεπιτυχής, είναι ενδιαφέρον ότι η αλλαγή του χαρακτήρα του στην Κίνα (και η πρώιμη επίσης υιοθέτησή του σε χώρες όπως η Σιγκαπούρη) αποδείχθηκε πολύ πιο επιτυχής από ό,τι το καθαρό νεοφιλελεύθερο μοντέλο ως προς την καπιταλιστική οικονομική μεγέθυνση για λόγους που δεν μπορούμε να αναλύσουμε εδώ. Οι προσπάθειες που γίνονται σήμερα να αναβιώσει η κομουνιστική υπόθεση συνήθως αποκηρύττουν τον κρατικό έλεγχο και αναζητούν άλλες μορφές συλλογικής κοινωνικής οργάνωσης που θα εκτοπίσουν τις δυνάμεις της αγοράς και την κεφαλαιοκρατική συσσώρευση ως βάση για την οργάνωση της παραγωγής και της διανομής. Στον πυρήνα της νέας μορφής κομουνισμού βρίσκονται ως όραμα συστήματα οριζόντιας δικτύωσης, σε αντίθεση με τα ιεραρχικά δομημένα και εκ των άνω διευθυνόμενα συστήματα συντονισμού, μεταξύ των αυτόνομα οργανωμένων και αυτοδιοικούμενων συλλογικοτήτων παραγωγών και καταναλωτών. Οι σύγχρονες τεχνολογίες επικοινωνίας καθιστούν εφικτό, κατά τα φαινόμενα, ένα τέτοιο σύστημα. Τα ποικίλα πειράματα μικρής κλίμακας παγκοσμίως αναδεικνύουν πώς δομούνται τέτοιες οικονομικές και πολιτικές μορφές. Ως προς αυτό υπάρχει κάποιο είδος σύγκλισης ανάμεσα στις μαρξιστικές και αναρχικές παραδόσεις που ανάγεται χρονικά στην ευρύτατα διαδεδομένη συνεργασία μεταξύ τους πριν από τη δεκαετία του 1860, στην Ευρώπη.
Ενώ τίποτε δεν είναι βέβαιο, θα μπορούσε το 2009 να σηματοδοτήσει την έναρξη μιας παρατεταμένης, θεμελιώδους αλλαγής κατά τη διάρκεια της οποίας το ζήτημα των μεγάλων και σαρωτικών εναλλακτικών έναντι του καπιταλισμού θα αναδεικνύεται βήμα το βήμα στη μια ή στην άλλη περιοχή του κόσμου. Όσο πιο πολύ διαρκεί η αβεβαιότητα και άρα η εξαθλίωση, τόσο θα αμφισβητείται η νομιμοποίηση του σημερινού συστήματος και τόσο θα αυξάνεται η απαίτηση να αναπτυχθεί κάτι διαφορετικό. Οι ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις μπορεί να εμφανιστούν πολύ πιο αναγκαίες από ό,τι οι επιδιορθωτικές κινήσεις για την αντιμετώπιση των επικίνδυνων στοιχείων του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Επίσης, η ακανόνιστη ανάπτυξη των καπιταλιστικών πρακτικών παγκοσμίως έχει δημιουργήσει αντικαπιταλιστικά κινήματα παντού. Οι κρατικοκεντρικές οικονομίες των περισσότερων χωρών της Ανατολικής Ασίας δημιουργούν διαφορετικού τύπου δυσαρέσκειες (όπως στην Ιαπωνία και στην Κίνα) σε σύγκριση με τους εκρηκτικούς αντινεοφιλελεύθερους αγώνες που αναπτύσσονται στο μεγαλύτερο μέρος της Λατινικής Αμερικής όπου το μπολιβαριανό επαναστατικό κίνημα λαϊκής εξουσίας συνυπάρχει σε μια ιδιόμορφη σχέση με τα καπιταλιστικά ταξικά συμφέροντα που ακόμη πρέπει να αντιμετωπίζονται στην πράξη. Οι διαφορές, όσον αφορά την τακτική και τις πολιτικές ως απάντηση στην κρίση, μεταξύ των κρατών που συγκροτούν την Ευρωπαϊκή Ένωση αυξάνονται, παρόλο που βρίσκεται καθ’ οδόν μια δεύτερη προσπάθεια για να υπάρξει ένα ενιαίο σύνταγμα. Σε πολλές από τις περιθωριακές περιοχές του καπιταλισμού υπάρχουν επίσης επαναστατικά και καθαρά αντικαπιταλιστικά κινήματα , αν και δεν είναι όλα προοδευτικά. Έχουν ανοιχθεί χώροι μέσα στους οποίους μπορεί να ανθήσει κάτι ριζικά διαφορετικό από την άποψη των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων, του τρόπου ζωής, της παραγωγικής ικανότητας και των νοητικών συλλήψεων για τον κόσμο. Αυτό συμβαίνει τόσο στους Ταλιμπάν όσο και στην κομουνιστική διακυβέρνηση του Νεπάλ, στους Ζαπατίστας της Τσιάπας όσο και στα κινήματα των ιθαγενών στη Βολιβία και στα μαοϊκά κινήματα της αγροτικής Ινδίας, παρόλο που όλα αυτά αντιπροσωπεύουν πολύ διαφορετικούς κόσμους από την άποψη των αντικειμενικών σκοπών, της στρατηγικής και της τακτικής.
Το κύριο πρόβλημα είναι ότι συνολικά δεν υπάρχει ένα αποφασιστικό και επαρκώς ενοποιημένο αντικαπιταλιστικό κίνημα που να μπορεί να αμφισβητήσει ισχυρά την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής τάξης και τη διαιώνιση της εξουσίας της στην παγκόσμια σκηνή. Ούτε υπάρχει κάποιος προφανής τρόπος επίθεσης στους προμαχώνες των προνομίων των καπιταλιστικών ελίτ ή της κάμψης της τεράστιας οικονομικής και στρατιωτικής της ισχύος. Ενώ υπάρχουν ανοίγματα προς κάποια εναλλακτική κοινωνική τάξη πραγμάτων, ουδείς γνωρίζει πραγματικά πού ή ποια είναι αυτή. Αλλά το ότι δεν υπάρχει πολιτική δύναμη ικανή να αρθρώσει και βεβαίως να διατυπώσει ολοκληρωμένα ένα τέτοιο πρόγραμμα δεν είναι λόγος να μην προχωρήσουμε στη σκιαγράφηση εναλλακτικών λύσεων.
Το περίφημο ερώτημα του Λένιν “Τι να κάνουμε;” ασφαλώς δεν μπορεί να απαντηθεί χωρίς μια κοινή αίσθηση του ποιος θα μπορούσε να το κάνει και πού. Όμως ένα παγκόσμιο αντικαπιταλιστικό κίνημα είναι απίθανο να αναδειχθεί χωρίς κάποιο ζωογόνο όραμα για το τι πρόκειται να γίνει και γιατί. Υπάρχει ένα διπλό εμπόδιο: η έλλειψη εναλλακτικού οράματος εμποδίζει το σχηματισμό ενός κινήματος αντίστασης, ενώ η απουσία ενός τέτοιου κινήματος αποκλείει την άρθρωση μιας εναλλακτικής λύσης. Πώς μπορεί κανείς να υπερβεί αυτό το εμπόδιο; Η σχέση μεταξύ του οράματος για το τι πρέπει να γίνει και γιατί και του σχηματισμού ενός πολιτικού κινήματος που να διασχίζει τους επιμέρους χώρους και το οποίο θα υλοποιήσει το όραμα έχει σπειροειδή μορφή. Το καθένα πρέπει να ενισχύει το άλλο, προκειμένου να γίνει κάτι πραγματικά. Αλλιώς η δυνητική αντίσταση θα παραμείνει για πάντα παγιδευμένη σε έναν κλειστό κύκλο που ματαιώνει όλες τις προοπτικές θεμελιώδους αλλαγής, και μας αφήνει ευάλωτους στις επαναλαμβανόμενες μελλοντικές κρίσεις του καπιταλισμού με όλο και πιο θανατηφόρα αποτελέσματα. Το ερώτημα του Λένιν απαιτεί απάντηση.
Το κεντρικό πρόβλημα που πρέπει να απαντηθεί είναι αρκετά σαφές. Η σύνθετη οικονομική μεγέθυνση είναι αδύνατον να συνεχίζεται για πάντα και τα προβλήματα που ταλαιπωρούν τον κόσμο αυτά τα τελευταία τριάντα χρόνια δείχνουν ότι διαφαίνεται ένα όριο στη συνεχή κεφαλαιακή συσσώρευση που δεν μπορεί να ξεπεραστεί, παρεκτός με τη δημιουργία εικονικών καταστάσεων που δεν διαρκούν. Αν προσθέσουμε το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι στον κόσμο ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, ότι η υποβάθμιση του περιβάλλοντος βαίνει ανεξέλεγκτη, ότι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια δέχεται παντού προσβολές καθώς οι πλούσιοι σωρεύουν όλο και περισσότερο πλούτο (ο αριθμός των δισεκατομμυριούχων στην Ινδία διπλασιάστηκε το τελευταίο έτος από 27 σε 52) υπό τον έλεγχό τους και ότι οι μοχλοί της πολιτικής, θεσμικής, δικαστικής, στρατιωτικής και μιντιακής ισχύος βρίσκονται κάτω από τόσο άκαμπτο ιδεολογικό-πολιτικό έλεγχο, ώστε είναι ανίκανοι να κάνουν τίποτε άλλο εκτός από τη διαιώνιση του υπάρχοντος και την κατάπνιξη της δυσαρέσκειας.
Μια επαναστατική πολιτική, που μπορεί να διαμορφώσει μια σαφή αντίληψη του θέματος της ατέρμονης, εντατικής κεφαλαιακής συσσώρευσης και τελικά να σταματήσει τη λειτουργία της ως κύριου κινητήρα της ανθρώπινης ιστορίας, έχει ως προαπαιτούμενο τη βαθιά κατανόηση του τρόπου με τον οποίο επέρχεται μια κοινωνική αλλαγή. Οι αποτυχίες των περασμένων προσπαθειών οικοδόμησης ενός ακατάλυτου σοσιαλισμού και κομουνισμού πρέπει να αποφευχθούν και πρέπει να αντλήσουμε μαθήματα από μια εξαιρετικά περίπλοκη ιστορική διαδρομή. Ωστόσο, πρέπει να αναγνωριστεί η αδήριτη αναγκαιότητα ενός συνεκτικού αντικαπιταλιστικού επαναστατικού κινήματος. Ο θεμελιώδης στόχος αυτού του κινήματος είναι να αναλάβει τον κοινωνικό έλεγχο στην παραγωγή και την κατανομή των πλεονασμάτων.
Χρειαζόμαστε επειγόντως μια σαφή επαναστατική θεωρία κατάλληλη για την εποχή μας. Προτείνω μια “συν-επαναστατική θεωρία” [co-revolutionary κατά το coevolution (nary)= συνεξέλιξη, δάνειο από τη βιολογία όπου σημαίνει ότι η αλλαγή μιας βιολογικής οντότητας προκαλείται από την αλλαγή μιας άλλης συγγενούς βιολογικής οντότητας] που προκύπτει από την κατανόηση της μαρξιστικής εξήγησης για το πώς προήλθε ο καπιταλισμός από τη φεουδαρχία. Η κοινωνική αλλαγή προκύπτει μέσω της διαλεκτικής εκτύλιξης των σχέσεων ανάμεσα σε εφτά ροπές στρέψης μέσα στο πολιτικό σώμα του καπιταλισμού που θεωρείται ως ένα σύνολο δραστηριοτήτων και πρακτικών:

α)τεχνολογικές και οργανωτικές μορφές παραγωγής, ανταλλαγής και κατανάλωσης

β)Σχέσεις με τη φύση

γ)κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων

δ)νοητικές παραστάσεις του κόσμου, που συμπεριλαμβάνουν γνώσεις, πολιτισμικές αντιλήψεις και πεποιθήσεις

ε)εργασιακές διαδικασίες και παραγωγή ειδικών προϊόντων, γεωγραφίες, υπηρεσίες ή επιδράσεις

στ)θεσμικές, νομικές και κυβερνητικές διευθετήσεις

ζ)καθημερινή συμπεριφορά που στηρίζει την κοινωνική αναπαραγωγή

Καθεμία από αυτές τις ροπές στρέψης είναι εσωτερικά δυναμική και σηματοδοτείται από εντάσεις και αντιφάσεις (σκεφθείτε απλώς τις νοητικές παραστάσεις του κόσμου), αλλά όλες συν-εξαρτώνται και συν-εξελίσσονται η μία εν σχέσει με την άλλη. Η μετάβαση στον καπιταλισμό συνεπαγόταν ένα αλληλοϋποστηριζόμενο κίνημα που διαπερνούσε και τις εφτά αυτές ροπές. Οι νέες τεχνολογίες δεν θα μπορούσαν να ανακαλυφθούν και να εφαρμοστούν χωρίς τις νέες νοητικές παραστάσεις του κόσμου (συμπεριλαμβανομένης της σύλληψης των σχέσεων μεταξύ φύσης και κοινωνικών σχέσεων). Οι κοινωνιολόγοι έχουν τη συνήθεια να μιλούν μόνο για μία απ’ αυτές τις ροπές και να τη βλέπουν ως το “κρίσιμο στοιχείο” που επιφέρει την αλλαγή. Επίσης έχουμε τους τεχνολογικούς ντετερμινιστές (Τομ Φρίντμαν), τους περιβαλλοντικούς ντετερμινιστές (Τζάρεντ Ντάιαμοντ), τους ντετερμινιστές της καθημερινής ζωής (Πολ Χόκιν), τους ντετερμινιστές της εργασιακής διαδικασίας (αυτονομιστές), τους οπαδούς των θεσμών κοκ. Όλοι κάνουν λάθος. Εκείνο που πραγματικά μετρά είναι η διαλεκτική κίνηση μέσω όλων αυτών των ροπών, ακόμη κι αν η ανάπτυξη αυτής της κίνησης είναι ακανόνιστη.
Όταν ο καπιταλισμός περνά περιόδους ανανέωσης, αυτό γίνεται λόγω ακριβώς της συν-εξέλιξης όλων των ροπών, προφανώς όχι χωρίς εντάσεις, αγώνες, μάχες και αντιθέσεις. Αναλογιστείτε, όμως, πώς συντονίστηκαν αυτές οι εφτά ροπές περί το 1970, πριν τη νεοφιλελεύθερη έφοδο, και πώς φαίνονται τώρα, και θα διαπιστώσετε πως όλα έχουν αλλάξει με τρόπους που επαναπροσδιορίζουν τα λειτουργικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού ιδωμένου ως μη εγελιανή ολότητα.
Ένα αντικαπιταλιστικό πολιτικό κίνημα μπορεί να αρχίσει οπουδήποτε (στις εργασιακές διαδικασίες, γύρω από τις νοητικές παραστάσεις, σε σχέση με τη φύση, στις κοινωνικές σχέσεις, στο σχεδιασμό των επαναστατικών τεχνολογιών και των οργανωτικών μορφών, από την καθημερινή ζωή, μέσω προσπαθειών να αλλάξουν θεσμικές και διοικητικές δομές, περιλαμβανομένου του ανασχηματισμού των κρατικών εξουσιών). Το κλειδί είναι να ωθείται το πολιτικό κίνημα από τη μια ροπή στην άλλη με αμοιβαία ενισχυόμενο τρόπο. Έτσι ακριβώς εμφανίστηκε ο καπιταλισμός από τη φεουδαρχία και μ’ αυτό τον τρόπο κάτι ολότελα διαφορετικό που ονομάζεται κομουνισμός, σοσιαλισμός ή όπως αλλιώς πρέπει να εμφανιστεί μέσα από τον καπιταλισμό. Οι προηγούμενες απόπειρες να δημιουργηθεί μια κομουνιστική ή σοσιαλιστική εναλλακτική λύση μοιραία απέτυχαν να διατηρήσουν σε κίνηση τη διαλεκτική μεταξύ των διαφορετικών ροπών στρέψης και απέτυχαν να ενστερνιστούν τα απρόβλεπτα και τις αβεβαιότητες της διαλεκτικής κίνησης μεταξύ αυτών. Ο καπιταλισμός επιβίωσε διατηρώντας τη διαλεκτική κίνηση μεταξύ των ροπών στρέψης ενστερνιζόμενος δημιουργικά τις αναπόφευκτες εντάσεις, και τις κρίσεις που προκύπτουν.
Βεβαίως, η αλλαγή προκύπτει από μια υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων και πρέπει να τιθασεύσει τις εγγενείς σε μια κατάσταση δυνατότητες. Εφόσον η υπάρχουσα κατάσταση ποικίλλει σε τεράστιο βαθμό από το Νεπάλ μέχρι τις βολιβιανές επαρχίες του Ειρηνικού, τις αποβιομηχανοποιημένες πόλεις του Μίσιγκαν, τις ακόμη εκρηκτικά αναπτυσσόμενες πόλεις της Βομβάης και της Σαγκάης και τα κλονισμένα αλλά καθόλου κατεστραμμένα χρηματοπιστωτικά κέντρα της Νέας Υόρκης και του Λονδίνου, όλα τα πειράματα κοινωνικής αλλαγής σε διάφορα μέρη και σε διαφορετικές γεωγραφικές κλίμακες είναι πιθανώς και δυνητικώς διαφωτιστικά ως μέθοδοι για να γίνει (ή να μη γίνει) εφικτός ένας άλλος κόσμος. Και σε κάθε περίσταση, μπορεί να φαίνεται ότι η μια ή η άλλη πλευρά της κατάστασης αποτελεί το κλειδί για ένα διαφορετικό πολιτικό μέλλον. Όμως, ο πρώτος κανόνας για ένα παγκόσμιο αντικαπιταλιστικό σύστημα πρέπει να είναι: μη βασίζεσαι ποτέ στην εκτυλισσόμενη δυναμική μίας ροπής στρέψης χωρίς να μετράς προσεκτικά πώς προσαρμόζονται και επηρεάζονται οι σχέσεις με τις άλλες.
Εφικτές μελλοντικές πιθανότητες προκύπτουν από την κατάσταση των σχέσεων μεταξύ διαφορετικών ροπών. Στρατηγικές πολιτικές επεμβάσεις εντός και μεταξύ σφαιρών μπορούν να ωθήσουν σταδιακά την κοινωνική τάξη πραγμάτων σε διαφορετικό δρόμο εξέλιξης. Αυτό κάνουν διαρκώς συνετοί ηγέτες και προβλεπτικοί θεσμοί σε τοπικό πλαίσιο, άρα δεν υπάρχει λόγος να σκεφτούμε ότι υπάρχει οτιδήποτε ιδιαιτέρως δύσκολο ή ουτοπικό σ’ αυτού του είδους τη δράση. Η Αριστερά πρέπει να επιδιώκει να οικοδομήσει συμμαχίες μεταξύ και διαμέσου εκείνων που εργάζονται στις ξεχωριστές σφαίρες. Ένα αντικαπιταλιστικό κίνημα οφείλει να είναι πολύ ευρύτερο από τις ομάδες που κινητοποιούνται γύρω από τις κοινωνικές σχέσεις ή για τα ζητήματα της καθημερινής ζωής. Για παράδειγμα, η παραδοσιακή εχθρότητα ανάμεσα σε εκείνους που έχουν τεχνική, επιστημονική και διοικητική γνώση και εκείνους που εμψυχώνουν τα κοινωνικά κινήματα πρέπει να αντιμετωπιστεί και να ξεπεραστεί. Στο παράδειγμα του κινήματος για την κλιματική αλλαγή, έχουμε στη διάθεσή μας ένα σημαντικό στοιχείο για το πώς μπορούν να αρχίσουν να λειτουργούν τέτοιου τύπου συμμαχίες.
Σ’ αυτό το παράδειγμα το αρχικό σημείο είναι η σχέση με τη φύση, αλλά όλοι καταλαβαίνουν ότι διαπλέκεται κατά κάποιον τρόπο με όλες τις άλλες ροπές στρέψης και ενώ υπάρχει μια φιλόδοξη πολιτική που επιθυμεί να δει τη λύση ως καθαρά τεχνολογική, συν τω χρόνω γίνεται όλο και πιο σαφές ότι η καθημερινή ζωή, οι νοητικές παραστάσεις του κόσμου, οι θεσμικές διευθετήσεις, οι παραγωγικές διαδικασίες και οι κοινωνικές σχέσεις πρέπει να εμπλακούν σ’ αυτή τη λύση. Και όλο αυτό σημαίνει ένα κίνημα για την αναδόμηση της καπιταλιστικής κοινωνίας συνολικά το οποίο θα έρθει αντιμέτωπο με τη λογική της οικονομικής μεγέθυνσης που αποτελεί τη βάση του προβλήματος, αρχικά.
Ωστόσο, πρέπει να υπάρξει κάποια χαλαρή συμφωνία επί των κοινών αντικειμενικών σκοπών οποιουδήποτε κινήματος μετάβασης. Μπορούν να διατυπωθούν μερικοί γενικοί κανόνες. Αυτοί θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν (τους θέτω εδώ προς συζήτηση) το σεβασμό για τη φύση, τον ριζικό εξισωτισμό στις κοινωνικές σχέσεις, θεσμικές διευθετήσεις βασισμένες σε μια αίσθηση των κοινών συμφερόντων και της κοινής ιδιοκτησίας, δημοκρατικές διοικητικές διαδικασίες (σε αντίθεση με τις υποκριτικές βασισμένες στο χρήμα διαδικασίες που υπάρχουν σήμερα), εργασιακές διαδικασίες που οργανώνονται από τους ίδιους τους παραγωγούς, καθημερινή ζωή ως ελεύθερη διερεύνηση νέων μορφών κοινωνικών σχέσεων και βιοτικών διακανονισμών, νοητικές παραστάσεις που εστιάζουν στην αυτοπραγμάτωση στην υπηρεσία των άλλων και τεχνολογικές και οργανωτικές καινοτομίες που προσανατολίζονται στην επιδίωξη του κοινού καλού αντί στην υποστήριξη της στρατιωτικοποιημένης εξουσίας, της επιτήρησης και της απληστίας των εταιρειών. Αυτά θα μπορούσαν να είναι τα συν-επαναστατικά σημεία γύρω από τα οποία θα μπορούσε να συγκλίνει και να περιστρέφεται η κοινωνική δράση. Βεβαίως είναι κάτι ουτοπικό! Και τι μ’ αυτό! Δεν αντέχουμε πλέον να μην είμαστε ουτοπιστές.
Επιτρέψτε μου να μιλήσω πιο αναλυτικά για μια ιδιαίτερη πτυχή του προβλήματος που προέκυψε στο χώρο όπου εργάζομαι. Οι ιδέες έχουν συνέπειες και οι εσφαλμένες ιδέες μπορούν να έχουν καταστροφικές συνέπειες. Οι πολιτικές αποτυχίες που βασίζονται σε εσφαλμένη οικονομική σκέψη έπαιξαν κρίσιμο ρόλο τόσο στην πορεία προς την καταστροφή της δεκαετίας του 1930 όσο και στην εμφανή ανικανότητα να βρεθεί ο κατάλληλος τρόπος διεξόδου. Παρόλο που οι ιστορικοί και οι οικονομολόγοι δεν συμφωνούσαν μεταξύ τους ως προς το ποιες ακριβώς πολιτικές απέτυχαν, υπήρχε συμφωνία ότι η δομή της γνώσης μέσω της οποίας γίνεται κατανοητή η κρίση έπρεπε να επαναστατικοποιηθεί. Ο Κέινς και οι συνάδελφοί του εκπλήρωσαν αυτή την αποστολή. Αλλά στα μέσα της δεκαετίας του 1970, έγινε καθαρό ότι τα εργαλεία της κεϊνσιανής πολιτικής δεν ήταν πλέον αποδοτικά, τουλάχιστον με τον τρόπο που εφαρμόζονταν, και σ’ αυτό το πλαίσιο μεταμοσχεύτηκαν ευρέως στη μακρο-οικονομική κεϊνσιανή σκέψη ο μονεταρισμός, η θεωρία της προσφοράς και η (γοητευτική) μαθηματική μοντελοποίηση των μικρο-οικονομικών αγοραίων συμπεριφορών. Το μονεταριστικό και το πιο στενό νεοφιλελεύθερο θεωρητικό πλαίσιο που κυριάρχησε μετά το 1980 σήμερα αμφισβητείται. Στην πραγματικότητα έχει αποτύχει πλήρως, προκαλώντας καταστροφές.
Χρειαζόμαστε καινούργιες νοητικές παραστάσεις για να καταλάβουμε τον κόσμο. Ποιες θα μπορούσαν να είναι και ποιος θα τις παραγάγει με δεδομένη την κοινωνιολογική και πνευματική δυσπραγία που επικρέμαται πάνω από την παραγωγή της γνώσης και (εξίσου σημαντικό) της εξάπλωσής της γενικότερα; Οι βαθιά εμπεδωμένες νοητικές παραστάσεις που συνδέονται με τις νεοφιλελεύθερες θεωρίες και τη νεοφιλελευθεροποίηση και με την υποταγή των πανεπιστημίων και των ΜΜΕ στις μεγάλες εταιρείες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πρόκληση της παρούσας κρίσης. Για παράδειγμα, το όλο ζήτημα του τι να κάνουμε για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, τον τραπεζικό τομέα, τον άξονα κράτους-χρηματιστών και την ισχύ των δικαιωμάτων της ατομικής ιδιοκτησίας δεν μπορεί να αναδειχθεί χωρίς να βγούμε από το πλαίσιο της συμβατικής σκέψης. Για να γίνει αυτό χρειάζεται μια επανάσταση στη σκέψη σε μέρη τόσο διαφορετικά όσο τα πανεπιστήμια , τα ΜΜΕ και η κυβέρνηση, όπως και μέσα στα ίδια τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Ο Καρλ Μαρξ, παρόλο που δεν είχε καθόλου την τάση να ενστερνίζεται τον φιλοσοφικό ιδεαλισμό, πίστευε ότι οι ιδέες είναι υλική δύναμη στην ιστορία. Οι νοητικές παραστάσεις αποτελούν, στο κάτω-κάτω, μία από τις εφτά ροπές στη γενική θεωρία της συν-επαναστατικής αλλαγής. Συνεπώς, αυτόνομες εξελίξεις και εσωτερικές συγκρούσεις για το ποιες νοητικές παραστάσεις θα αποκτήσουν ηγεμονία έχουν να παίξουν ιστορικό ρόλο. Γι’ αυτό το λόγο ο Μαρξ (μαζί με τον Ένγκελς) έγραψε το Κομουνιστικό Μανιφέστο, το Κεφάλαιο και αναρίθμητα άλλα έργα. Αυτά τα έργα παρέχουν μια συστηματική κριτική , αν και ανολοκλήρωτη, του καπιταλισμού και των τάσεών του να παράγει κρίσεις. Όπως επέμενε όμως ο ίδιος ο Μαρξ, μόνο όταν αυτές οι κρίσιμες ιδέες μεταφερθούν στο πεδίο των θεσμικών διευθετήσεων , των οργανωτικών μορφών, των συστημάτων παραγωγής, της καθημερινής ζωής, των κοινωνικών σχέσεων, των τεχνολογιών και των σχέσεων με τη φύση θα μπορέσει να αλλάξει πραγματικά ο κόσμος.
Εφόσον ο σκοπός του Μαρξ ήταν να αλλάξει τον κόσμο και όχι απλώς να τον κατανοήσει, οι ιδέες έπρεπε να διατυπωθούν με μια ορισμένη επαναστατική πρόθεση. Αυτό , αναπόφευκτα, σήμαινε σύγκρουση με τρόπους σκέψης που ήταν πιο συνυπαρξιακοί με και πιο χρήσιμοι για την άρχουσα τάξη. Το γεγονός ότι οι αντιπολιτευτικές ιδέες του Μαρξ, ιδίως τα πρόσφατα χρόνια, έγιναν επανειλημμένα στόχος αποσιώπησης και αποκλεισμού (για να μην αναφερθούμε στο πλήθος των τμημάτων του έργου του που εξαιρούνται ή παρερμηνεύονται) υποδεικνύει ότι οι ιδέες του πρέπει να είναι πολύ επικίνδυνες για να γίνουν ανεκτές από την άρχουσα τάξη. Ενώ ο Κέινς είχε πει πολλές φορές ότι δεν είχε διαβάσει Μαρξ, περιβαλλόταν και επηρεάστηκε, στη δεκαετία του 1930, από πολλούς ανθρώπους (όπως η συνάδελφός του οικονομολόγος Τζόαν Ρόμπινσον) που είχαν διαβάσει Μαρξ. Και ενώ πολλοί από αυτούς απέρριπταν κραυγαλέα τις θεμελιώδεις ιδέες και τη διαλεκτική συλλογιστική του Μαρξ, είχαν πλήρη επίγνωση και είχαν επηρεαστεί βαθιά από ορισμένα πολύ διορατικά συμπεράσματά του. Πιστεύω, ότι είναι δίκαιο να πούμε ότι η επανάσταση της κεϊνσιανής θεωρίας δεν θα μπορούσε να είχε γίνει χωρίς την ανατρεπτική, αν και μη αντιληπτή πλήρως, παρουσία του Μαρξ.
Το πρόβλημα στους καιρούς μας είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν ιδέα ποιος ήταν ο Κέινς και τι αληθινά υπερασπιζόταν, ενώ η γνώση για τον Μαρξ είναι αμελητέα. Η κατάπνιξη των κριτικών και ριζοσπαστικών ρευμάτων σκέψης, ή για να το πούμε με μεγαλύτερη ακρίβεια ο περιορισμός του ριζοσπαστισμού μέσα στα όρια του πολυπολιτισμού, της πολιτικής της ταυτότητας και της πολιτισμικής επιλογής δημιουργεί μια αξιοθρήνητη κατάσταση στον ακαδημαϊκό κόσμο και πέραν αυτού, η οποία κατά κανόνα δεν διαφέρει από το ότι ζητούν από τους τραπεζίτες, που δημιούργησαν όλο αυτό το χάος στην οικονομία, να επανορθώσουν με τα ίδια ακριβώς μέσα που χρησιμοποίησαν για να το δημιουργήσουν. Δεν βοηθά επίσης η ευρεία αποδοχή των μεταμοντέρνων και των μεταδομιστικών ιδεών που τιμούν το ιδιόμορφο εις βάρος του σχηματισμού μιας γενικότερης εικόνας για τα πράγματα. Βεβαίως, το τοπικό και το ιδιόμορφο είναι πράγματα πολύ σημαντικά και οι θεωρίες που δεν μπορούν, π.χ. να διερευνήσουν τη γεωγραφική διαφοροποίηση είναι χειρότερες κι από άχρηστες. Όταν όμως αυτό χρησιμοποιείται για να αποκλείσει οτιδήποτε είναι ευρύτερο από μια τοπικιστική πολιτική, τότε η προδοσία των διανοουμένων και η ακύρωση του παραδοσιακού τους ρόλου ολοκληρώνεται.
Οι σημερινοί ακαδημαϊκοί, διανοούμενοι και ειδικοί των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών σε γενικές γραμμές είναι ανεπαρκώς καταρτισμένοι για να αναλάβουν το συλλογικό καθήκον της επαναστατικοποίησης των δομών της γνώσης. Έχουν εμπλακεί βαθιά στη δημιουργία των νέων συστημάτων της νεοφιλελεύθερης κυβερνησιμότητας ώστε αποφεύγουν τα θέματα της νομιμοποίησης και της δημοκρατίας και καλλιεργούν μια τεχνοκρατική αυταρχική πολιτική. Ελάχιστοι φαίνονται διατεθειμένοι να αναστοχαστούν κριτικά τη στάση τους. Τα πανεπιστήμια συνεχίζουν να προωθούν τα ίδια άχρηστα μαθήματα ή των νεοκλασικών οικονομικών ή την πολιτική θεωρία της ορθολογικής επιλογής, σαν να μην έχει συμβεί τίποτε, και οι εξυμνημένες σχολές διοίκησης επιχειρήσεων προσθέτουν απλώς μια σειρά μαθημάτων για την ηθική του επιχειρείν ή για το πώς βγάζει κανείς χρήματα από τις χρεοκοπίες άλλων. Στο κάτω-κάτω, η κρίση προέκυψε από την ανθρώπινη απληστία και δεν μπορεί να γίνει τίποτε γι’ αυτήν!
Η σημερινή δομή γνώσης είναι σαφώς δυσλειτουργική και εξίσου σαφώς μη νομιμοποιημένη. Η μόνη ελπίδα βρίσκεται σε μια νέα γενιά ευφυών φοιτητών (ευφυών με την έννοια όλων εκείνων που επιδιώκουν να γνωρίσουν τον κόσμο) που θα διαπιστώσει την κατάσταση και θα επιμείνει στην αλλαγή της. Αυτό συνέβη το 1960. Σε πολλές ιστορικές στιγμές οι φοιτητές ενέπνευσαν κινήματα, διότι αναγνωρίζοντας τη διάσταση ανάμεσα σ’ αυτό που συνέβαινε στον κόσμο και σ’ αυτά που διδάσκονταν και διοχετεύονταν από τα ΜΜΕ, προετοίμασαν τη δράση γύρω απ’ αυτά τα θέματα. Υπάρχουν σημάδια ενός τέτοιου κινήματος, από την Τεχεράνη μέχρι την Αθήνα και σε πολλές ευρωπαϊκές πανεπιστημιουπόλεις. Το πώς θα αντιδράσει η νέα γενιά φοιτητών στην Κίνα απασχολεί έντονα τους διαδρόμους της πολιτικής εξουσίας του Πεκίνου.
Ένα νεανικό επαναστατικό κίνημα με πρωτοπορία τους φοιτητές , παρ΄ όλες τις αβεβαιότητες και τα προβλήματά του, είναι αναγκαία αλλά μη επαρκής συνθήκη για να γίνει αυτή η επανάσταση στις νοητικές παραστάσεις που μπορεί να μας οδηγήσει σε μια πιο ορθολογική λύση των σημερινών προβλημάτων της ατέρμονης οικονομικής μεγέθυνσης.
Γενικότερα, τι θα συνέβαινε αν ένα αντικαπιταλιστικό κίνημα αποτελούνταν από μια ευρεία συμμαχία των αποξενωμένων, δυσαρεστημένων, στερημένων και εκείνων που τους έχουν αρπάξει τα μέσα διαβίωσής τους; Η εικόνα όλων αυτών των ανθρώπων που ξεσηκώνονται παντού και απαιτούν και επιτυγχάνουν τη θέση που τους ανήκει στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή είναι πραγματικά πολύ ζωντανή. Βοηθά επίσης να εστιάσουμε στο ζήτημα του τι ζητούν και τι χρειάζεται να γίνει.
Οι επαναστατικοί μετασχηματισμοί δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν χωρίς να αλλάξουμε έστω και ελάχιστα τις ιδέες μας, χωρίς να βάλουμε στην άκρη τις παγιωμένες πεποιθήσεις και προκαταλήψεις μας και χωρίς να παραιτηθούμε από πολλές καθημερινές ανέσεις και δικαιώματα, ακολουθώντας ένα άλλο καινούργιο πρόγραμμα καθημερινής ζωής, αλλάζοντας τον κοινωνικό και πολιτικό μας ρόλο, επαναπροσδιορίζοντας τα δικαιώματα, τα καθήκοντα και τις ευθύνες μας και αλλάζοντας τη συμπεριφορά μας ώστε να ταιριάζει καλύτερα στις συλλογικές ανάγκες και στην κοινή βούληση. Ο κόσμος γύρω μας –οι γεωγραφίες μας– πρέπει να αναμορφωθεί εκ βάθρων όπως και οι κοινωνικές σχέσεις μας , η σχέση με τη φύση και με όλες τις άλλες ροπές της συν-επαναστατικής διαδικασίας. Σε κάποιο βαθμό, είναι κατανοητό το ότι πολλοί προτιμούν μια πολιτική άρνησης αντί για μια πολιτική πραγματικής αντιπαράθεσης με όλα αυτά.
Θα ήταν επίσης βολικό να νομίζουμε ότι όλα αυτά μπορούν να εκπληρωθούν ειρηνικά και εθελοντικά, ότι θα εγκαταλείπαμε, θα απογυμνωνόμαστε, κατά κάποιο τρόπο, από όλα όσα κατέχουμε τώρα, που εμποδίζουν την πορεία προς μια πιο δίκαιη κοινωνικά, σταθερά αναπαραγόμενη, κοινωνική τάξη πραγμάτων. Ωστόσο, δεν θα ήταν και τόσο ευφυές να φανταζόμαστε ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί μια τέτοια κατάσταση πραγμάτων, χωρίς πραγματικό αγώνα στον οποίο περιλαμβάνεται και η βία, σε κάποιο βαθμό. Όπως κάποτε είπε ο Μαρξ, ο καπιταλισμός ήρθε στον κόσμο βουτηγμένος στο αίμα και στη φωτιά. Παρόλο που είναι πιθανό να εξέλθει η ανθρωπότητα απ’ αυτόν με καλύτερο τρόπο απ’ ό,τι εισήλθε, οι πιθανότητες για ειρηνικό πέρασμα στη γη της επαγγελίας μάλλον δεν είναι και τόσο ευνοϊκές .
Στην Αριστερά υπάρχουν πολλά και πολύ διαφορετικά ρεύματα σκέψης σχετικά με το πώς θα αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα που έχουμε τώρα μπροστά μας. Υπάρχει κατ’ αρχάς ο συνήθης σεχταρισμός που προέρχεται από την ιστορία της ριζοσπαστικής δράσης και τις εκφράσεις της αριστερής πολιτικής θεωρίας. Περιέργως πώς, ο μόνος χώρος όπου δεν επικρατεί αμνησία είναι η Αριστερά (δεν ξεχνιούνται οι διαιρέσεις μεταξύ αναρχικών και μαρξιστών που συνέβησαν στη δεκαετία του 1870, μεταξύ τροτσκιστών, μαοϊκών και ορθόδοξων κομουνιστών , μεταξύ των οπαδών του κεντρικού κρατικού σχεδιασμού και των αντικρατιστών αυτονομιστών και αναρχικών). Τα επιχειρήματα είναι τόσο φαρμακερά και διασπαστικά που ορισμένες φορές νομίζει κανείς ότι η αμνησία είναι καλό πράγμα. Όμως, πέρα από αυτές τις παραδοσιακές επαναστατικές σέκτες και πολιτικές ομάδες, όλο το πεδίο της πολιτικής δράσης έχει μεταμορφωθεί ριζικά από τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Ο χώρος του πολιτικού αγώνα και των πολιτικών δυνατοτήτων έχει μετατοπιστεί, τόσο γεωγραφικά όσο και οργανωτικά.
Σήμερα υπάρχει τεράστιος αριθμός Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ) που παίζουν πολιτικό ρόλο ο οποίος σπανίως γινόταν ορατός πριν από τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Χρηματοδοτούνται τόσο από τα κράτη όσο και από ιδιωτικά συμφέροντα, επανδρώνονται συχνά από ιδεαλιστές διανοητές και οργανωτές (που ως επί το πλείστον εργάζονται σ’ αυτές) και ασχολούνται κυρίως με ένα θέμα (περιβάλλον, φτώχεια, δικαιώματα γυναικών, καταπολέμηση του δουλεμπορίου του σεξ και της αναγκαστικής εργασίας κ.λπ), ενώ παράλληλα απέχουν από την άμεση εμπλοκή στην αντικαπιταλιστική πολιτική, ακόμη και όταν υιοθετούν προοδευτικές ιδέες και σκοπούς. Ωστόσο, ορισμένες απ’ αυτές είναι ανοιχτά νεοφιλελεύθερες, αναμειγνύονται στην ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών κρατικής πρόνοιας ή προωθούν θεσμικές μεταρρυθμίσεις που διευκολύνουν την ενσωμάτωση περιθωριοποιημένων πληθυσμών στην αγορά (η μικροπίστωση και η μικροχρηματοδότηση ανθρώπων με πολύ χαμηλό εισόδημα αποτελούν το κλασικό παράδειγμα).
Παρόλο που στις ΜΚΟ συμμετέχουν πολλοί ριζοσπάστες και αφιερωμένοι στο σκοπό τους επαγγελματίες, το έργο τους στην καλύτερη των περιπτώσεων είναι απλώς βελτιωτικό. Συνολικά, δεν έχουν και πολύ συνεπή επίδοση όσον αφορά τα προοδευτικά επιτεύγματα, αν και σε ορισμένους τομείς, όπως τα δικαιώματα των γυναικών, η φροντίδα για την υγεία και η προστασία του περιβάλλοντος, μπορούν εύλογα να ισχυριστούν ότι έχουν συμβάλει πολύ στη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων. Όμως, είναι αδύνατον αυτές οι οργανώσεις να πετύχουν κάποια επαναστατική αλλαγή. Περιορίζονται ασφυκτικά από τις πολιτικές θέσεις και την πολιτική που εφαρμόζουν οι δωρητές τους. Ακόμη όμως κι εκεί που, υποστηρίζοντας τους ντόπιους, βοηθούν να ανοίξουν χώροι όπου μπορεί να καταστούν δυνατές αντικαπιταλιστικές εναλλακτικές λύσεις, να υποστηριχθεί ο πειραματισμός πάνω σε τέτοιες λύσεις, δεν κάνουν τίποτε που να αποτρέπει την απορρόφηση αυτών των εναλλακτικών λύσεων στην κυρίαρχη καπιταλιστική πρακτική: ίσως να την ενθαρρύνουν κιόλας. Η συλλογική δύναμη των ΜΚΟ στην εποχή μας αντανακλάται στον κυρίαρχο ρόλο που παίζουν στο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ, όπου έχουν επικεντρωθεί τα τελευταία δέκα χρόνια οι προσπάθειες να διαμορφωθεί ένα κίνημα για την παγκόσμια δικαιοσύνη, μια παγκόσμια εναλλακτική λύση στον νεοφιλελευθερισμό.
Η δεύτερη μεγάλη ομάδα αντίστασης αποτελείται από αναρχικούς, αυτόνομους και από λαϊκές οργανώσεις που αρνούνται την εξωτερική χρηματοδότηση ακόμη και αν κάποιες απ’ αυτές βασίζονται σε μια εναλλακτική θεσμική βάση (όπως η Καθολική Εκκλησία με τις πρωτοβουλίες της για τις “κοινότητες βάσης” στη Λατινική Αμερική ή ευρύτερα οι χορηγίες εκκλησιών προς το πολιτικό κίνημα σε κάποιες πόλεις της ενδοχώρας των ΗΠΑ). Αυτή η ομάδα δεν έχει καμιά ομοιογένεια (στην πραγματικότητα υπάρχουν μεγάλες διαμάχες μεταξύ τους που φέρνουν, π.χ., σε αντιπαράθεση τους κοινωνικούς αναρχικούς με τους λεγόμενους “λάιφστάιλ” αναρχικούς). Ωστόσο, μοιράζονται την κοινή αντιπάθεια έναντι των διαπραγματεύσεων με το κράτος και δίνουν έμφαση στην κοινωνία των πολιτών ως σφαίρα όπου μπορεί να επιτευχθεί η αλλαγή. Η δύναμη της αυτο-οργάνωσης των ανθρώπων στην καθημερινή ζωή αποτελεί τη βάση κάθε αντικαπιταλιστικής εναλλακτικής λύσης. Η οριζόντια δικτύωση είναι το προτιμητέο απ’ αυτούς οργανωτικό μοντέλο. Η αποκαλούμενη “οικονομία της αλληλεγγύης” που βασίζεται στον αντιπραγματισμό και στα συλλογικά, τοπικά παραγωγικά συστήματα είναι η προτιμητέα απ’ αυτούς πολιτική οικονομική μορφή. Συνήθως εναντιώνονται στην ιδέα οποιασδήποτε κεντρικής διεύθυνσης και απορρίπτουν τις ιεραρχικές κοινωνικές σχέσεις ή τις ιεραρχικές δομές πολιτικής εξουσίας που χαρακτηρίζουν τα συμβατικά πολιτικά κόμματα. Αυτού του είδους οι οργανώσεις βρίσκονται παντού και σε κάποιους χώρους παίζουν σημαντικό ρόλο. Ορισμένες απ’ αυτές είναι ριζικά αντικαπιταλιστικές ως προς την πολιτική τους στάση και υιοθετούν επαναστατικούς σκοπούς, είναι έτοιμες σε κάποιες περιπτώσεις να υποστηρίξουν σαμποτάζ και άλλες μορφές ρήξεων (παραλλαγές των Ερυθρών Ταξιαρχιών της Ιταλίας, της ομάδας Μπάαντερ-Μάινχοφ της Γερμανίας ή των Weather Underground των ΗΠΑ της δεκαετίας του 1970). Όμως η αποτελεσματικότητα όλων αυτών των κινημάτων (αφήνοντας κατά μέρος τις πιο βίαιες περιθωριακές τους πτέρυγες) είναι περιορισμένη λόγω της απροθυμίας τους και της ανικανότητάς τους να αναπτύξουν τη δραστηριότητά τους σε μεγάλης κλίμακας οργανωτικές μορφές ικανές να αντιμετωπίσουν τα παγκόσμια προβλήματα. Η άποψη ότι η τοπική δράση είναι το μόνο αξιόλογο πεδίο αλλαγής και οτιδήποτε μυρίζει ιεραρχία είναι αντεπαναστατικό ανατρέπεται όταν τίθενται τα ευρύτερα ζητήματα. Όμως, αυτά τα κινήματα αναμφίβολα παρέχουν μια ευρεία βάση πειραματισμού στην αντικαπιταλιστική πολιτική.
Η τρίτη ευρεία τάση προκύπτει από το μετασχηματισμό των παραδοσιακών εργατικών οργανώσεων και των αριστερών πολιτικών κομμάτων, που καλύπτουν ένα ποικίλο φάσμα, από τις σοσιαλδημοκρατικές παραδόσεις μέχρι τις πιο ριζοσπαστικές μορφές τροτσκιστικών και κομουνιστικών πολιτικών κομματικών οργανώσεων. Αυτή η τάση δεν είναι εχθρική έναντι της κατάληψης της κρατικής εξουσίας ή έναντι των ιεραρχικών δομών οργάνωσης. Στην πραγματικότητα, θεωρεί αυτές τις δομές αναγκαίες για την ολοκλήρωση της πολιτικής οργάνωσης σε πολλές και διάφορες πολιτικές κλίμακες. Τα χρόνια κατά τα οποία η σοσιαλδημοκρατία ήταν ηγεμονική δύναμη στην Ευρώπη και είχε επιρροή ακόμη και στις ΗΠΑ, ο κρατικός έλεγχος στη διανομή του πλεονάσματος είχε γίνει κρίσιμο εργαλείο μείωσης των ανισοτήτων. Το ότι δεν επιτεύχθηκε ο κοινωνικός έλεγχος της παραγωγής των πλεονασμάτων και συνεπώς δεν αμφισβητήθηκε στην πράξη η εξουσία της καπιταλιστικής τάξης ήταν η αχίλλειος πτέρνα αυτού του πολιτικού συστήματος, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε τις προόδους που πέτυχε, ακόμη κι αν σήμερα φαίνεται ξεκάθαρα ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στο πολιτικό μοντέλο του κράτους πρόνοιας και των κεϊνσιανών οικονομικών. Το μπολιβαριανό κίνημα στη Λατινική Αμερική και η άνοδος στην κρατική εξουσία προοδευτικών κοινωνικο-δημοκρατικών κυβερνήσεων είναι ένα από τα πιο ελπιδοφόρα σημάδια αναβίωσης μιας νέας μορφής αριστερού κρατισμού.
Τα τελευταία τριάντα χρόνια, τόσο οι οργανωμένες δυνάμεις της εργατικής τάξης όσο και τα αριστερά πολιτικά κόμματα έχουν δεχτεί σκληρά πλήγματα στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο. Και οι μεν και τα δε είτε πείστηκαν είτε αναγκάστηκαν να υποστηρίξουν το νεοφιλελευθερισμό, με ελαφρώς πιο ανθρώπινο πρόσωπο. Όπως σημειώθηκε προηγουμένως, ένας τρόπος θεώρησης του νεοφιλελευθερισμού είναι να τον δει κανείς ως ένα μεγάλο και επαναστατικό κίνημα (υπό την ηγεσία της αυτοχρισμένης επαναστάτριας Μάργκαρετ Θάτσερ) για την ιδιωτικοποίηση των πλεονασμάτων ή τουλάχιστον για την αποτροπή της περαιτέρω κοινωνικοποίησής τους.
Ενώ υπάρχουν κάποια σημάδια ανάκαμψης των οργανωμένων δυνάμεων της εργατικής τάξης και της αριστερής πολιτικής (σε αντίθεση με τον “τρίτο δρόμο” των Νέων Εργατικών στη Βρετανία υπό τον Τόνι Μπλερ, που τον αντέγραψαν με καταστροφικά αποτελέσματα πολλά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη) και επίσης σημάδια εμφάνισης πιο ριζοσπαστικών πολιτικών κομμάτων σε διάφορα μέρη του κόσμου, η αποκλειστική στήριξη στην πρωτοπορία των εργατών αμφισβητείται σήμερα όπως αμφισβητείται και η ικανότητα εκείνων των αριστερών κομμάτων που είχαν κάποια πρόσβαση στην πολιτική εξουσία να επηρεάσουν την εξέλιξη του καπιταλισμού και να καταπιαστούν με την προβληματική δυναμική της συσσώρευσης που είναι επιρρεπής στις κρίσεις. Η επίδοση του γερμανικού Κόμματος των Πρασίνων όταν βρέθηκε στην εξουσία δεν έχει καμιά σχέση με τις πολιτικές θέσεις του όταν ήταν εκτός εξουσίας και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έχουν χάσει εντελώς το δρόμο τους ως πραγματικές πολιτικές δυνάμεις. Όμως τα αριστερά πολιτικά κόμματα και τα εργατικά συνδικάτα παίζουν ακόμη σημαντικό ρόλο και η κατάληψη πλευρών της κρατικής εξουσίας εκ μέρους τους, όπως συνέβη με το Κόμμα Εργαζομένων στη Βραζιλία ή με το μπολιβαριανό κίνημα στη Βενεζουέλα έχει σαφή επίδραση στην αριστερή σκέψη και όχι μόνο στη Λατινική Αμερική. Το περίπλοκο πρόβλημα του πώς μπορεί κανείς να ερμηνεύσει το ρόλο του Κομουνιστικού Κόμματος στην Κίνα, το οποίο ασκεί αποκλειστικά την πολιτική εξουσία, και ποια θα είναι η μελλοντική του πολιτική δεν είναι επίσης εύκολο στη λύση του.
Η συν-επαναστατική θεωρία που παρουσιάστηκε προηγουμένως θα μας υποδείκνυε ότι δεν υπάρχει η μέθοδος οικοδόμησης μιας αντικαπιταλιστικής κοινωνικής τάξης χωρίς την κατάληψη της κρατικής εξουσίας, τον ριζικό μετασχηματισμό της και την εκ νέου επεξεργασία του συνταγματικού και θεσμικού πλαισίου που σήμερα στηρίζει την ατομική ιδιοκτησία, το σύστημα της αγοράς και τη συνεχή κεφαλαιακή συσσώρευση. Ο διακρατικός ανταγωνισμός και οι γεωοικονομικοί και γεωπολιτικοί αγώνες για καθετί, από το εμπόριο και το χρήμα μέχρι την ηγεμονία είναι εξαιρετικά σημαντικά πράγματα για να αφεθούν σε τοπικά κοινωνικά κινήματα ή για να αφεθούν στην άκρη ως τεράστια προβλήματα για τα οποία δεν μπορούμε να σκεφθούμε λύσεις. Κατά την αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων στην καπιταλιστική πολιτική οικονομία, δεν μπορούν να αγνοηθεί το πώς θα αναδιαμορφωθεί η αρχιτεκτονική του άξονα κράτος-χρηματοπιστωτικός τομέας και επίσης το πιεστικό ζήτημα του κοινού μέτρου αξίας που παρέχεται από το χρήμα. Συνεπώς, η αγνόηση του κράτους και της δυναμικής του διακρατικού συστήματος είναι μια γελοία ιδέα για να την αποδεχθεί οποιοδήποτε αντικαπιταλιστικό επαναστατικό κίνημα.
Την τέταρτη γενική τάση εκφράζουν όλα εκείνα τα κοινωνικά κινήματα που δεν καθοδηγούνται απόάποια ιδιαίτερη πολιτική φιλοσοφία ή κλίση , αλλά από την πραγματική ανάγκη να αντισταθούν στην εκτόπιση και την αποστέρηση (μέσω της εκτόπισης εργατικών και φτωχών πληθυσμών από τις εστίες τους και της μετατροπής τους σε περιοχές της μεσαίας τάξης, μέσω της βιομηχανικής ανάπτυξης, της οικοδόμησης φραγμάτων, της ιδιωτικοποίησης τη παροχής νερού, της αποδιάρθρωσης των κοινωνικών υπηρεσιών και της δημόσιας εκπαίδευσης κ.λπ). Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η συγκέντρωση της προσοχής στην καθημερινή ζωή στις πόλεις, στις κωμοπόλεις, στα χωριά ή όπου αλλού παρέχει μια πραγματική βάση πολιτικής οργάνωσης ενάντια στις απειλές που δημιουργούν για τους ευάλωτους πληθυσμούς οι κρατικές πολιτικές και τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Αυτές οι μορφές πολιτικής διαμαρτυρίας είναι μαζικές.
Και εδώ υπάρχει μια τεράστια ποικιλία κοινωνικών κινημάτων τέτοιας μορφής, μερικά από τα οποία ριζοσπαστικοποιούνται συν τω χρόνω καθώς συνειδητοποιούν όλο και περισσότερο ότι τα προβλήματα είναι συστημικά και όχι ιδιόμορφα και τοπικά. Η προσέγγιση αυτών των κοινωνικών κινημάτων και η διαμόρφωση συμμαχιών μεταξύ αγροτών/χωρικών (όπως η Via Campesina, το κίνημα των ακτημόνων χωρικών στη Βραζιλία ή το κίνημα των χωρικών ενάντια στην αρπαγή γης και πόρων από καπιταλιστικές εταιρείες, στην Ινδία) ή κατοίκων πόλεων (το δικαίωμα στην πόλη και τα κινήματα διεκδίκησης επιστροφής γης στη Βραζιλία και τώρα στις ΗΠΑ) δείχνουν το δρόμο που μπορεί να ανοίξει για την σύμπηξη ευρύτερων συμμαχιών οι οποίες θα αντιμετωπίσουν τις δυνάμεις του συστήματος που επιδιώκουν την απαλλοτρίωση της γης των φτωχών, την κατασκευή φραγμάτων και την ιδιωτικοποίηση ή ό,τι άλλο. Αυτά τα κινήματα, παρόλο που οδηγούνται από τις πραγματικές ανάγκες παρά από ιδεολογικές αντιλήψεις, μπορούν μέσα από την εμπειρία τους να κατανοήσουν τις συστημικές διαστάσεις των προβλημάτων τους . Στο βαθμό που πολλά από αυτά υπάρχουν στον ίδιο χώρο, π.χ. μέσα σε μια μεγάλη πόλη, μπορούν (όπως έγινε με τους εργοστασιακούς εργάτες στα πρώιμα στάδια της βιομηχανικής επανάστασης) να διαμορφώσουν κοινούς σκοπούς και ν’ αρχίσουν να σφυρηλατούν, βάσει της εμπειρίας τους, τη συνείδηση του πώς λειτουργεί ο καπιταλισμός και τι θα μπορούσε να γίνει μέσα από τη συλλογική δράση. Αυτό είναι το πεδίο όπου η μορφή του “οργανικού διανοούμενου” ηγέτη, για την οποία πολλά χρωστάμε στο έργο του Αντόνιο Γκράμσι, του αυτοδίδακτου, που φτάνει να κατανοήσει τον κόσμο από πρώτο χέρι μέσω των πικρών εμπειριών του, αλλά διαμορφώνει και μια γενικότερη κατανόηση για τον καπιταλισμό, έχει να μας πει πολλά. Το να ακούς τους χωρικούς ηγέτες του MST της Βραζιλίας ή τους ηγέτες του κινήματος κατά της αρπαγής γης από τις εταιρείες στην Ινδία αποτελεί προνομιούχο εκπαίδευση. Σ’ αυτή την περίπτωση αποστολή εκείνων των μορφωμένων που νιώθουν αποξένωση και δυσαρέσκεια είναι να μεγεθύνουν τη φωνή των από κάτω ώστε να δοθεί προσοχή στις συνθήκες της εκμετάλλευσης και καταπίεσης και να δοθούν εκείνες οι απαντήσεις που μπορούν να μετασχηματιστούν σε αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα.
Το πέμπτο επίκεντρο της κοινωνικής αλλαγής βρίσκεται στο κίνημα χειραφέτησης γύρω από ζητήματα ταυτότητας –γυναικών, παιδιών, ομοφυλοφίλων, φυλετικών, εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων που όλες ζητούν μια ισότιμη θέση κάτω απ’ τον ήλιο– μαζί με ένα τεράστιο σύνολο περιβαλλοντικών κινημάτων που δεν είναι σαφώς αντικαπιταλιστικά. Τα κινήματα που αξιώνουν χειραφέτηση σε καθένα από αυτά τα ζητήματα είναι μη ομαλώς κατανεμημένα γεωγραφικά και συχνά διαιρούνται, επίσης γεωγραφικά, βάσει των αναγκών και των βλέψεών τους. Όμως, οι παγκόσμιες διασκέψεις για τα δικαιώματα των γυναικών (στο Ναϊρόμπι το 1985 που οδήγησε στη Διακήρυξη του Πεκίνου το 1995) και κατά του ρατσισμού (στην πολύ πιο επίμαχη διάσκεψη του Ντέρμπαν το 2009) προσπαθούν να βρουν κοινό έδαφος, ενώ το ίδιο ισχύει και για τις διασκέψεις για το περιβάλλον, και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι κοινωνικές σχέσεις αλλάζουν σε όλες αυτές τις πτυχές και σε πολλά μέρη του κόσμου. Όταν εξεταστούν στενά, με ουσιοκρατικούς όρους, αυτά τα κινήματα μπορεί να φαίνονται ως ανταγωνιστικά στους ταξικούς αγώνες. Βεβαίως, στους ακαδημαϊκούς κύκλους έχουν κερδίσει την πρωτοκαθεδρία εις βάρος της ταξικής ανάλυσης και της πολιτικής οικονομίας. Αλλά η αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στο παγκόσμιο εργατικό δυναμικό, η αύξηση της φτώχειας των γυναικών σχεδόν παντού και η χρήση των ανισοτήτων μεταξύ των φύλων ως μέσου για τον έλεγχο των εργαζομένων καθιστούν τη χειραφέτηση και την τελική απελευθέρωση των γυναικών από την καταπίεση μια αναγκαία συνθήκη για τον ταξικό αγώνα, αφού μπορεί να του προσδώσει ακόμη μεγαλύτερη αιχμηρότητα. Η ίδια παρατήρηση ισχύει για όλες τις άλλες μορφές ταυτότητας όπου απαντούν διακρίσεις ή ανοιχτή καταπίεση. Ο ρατσισμός και η καταπίεση των γυναικών και των παιδιών αποτέλεσαν τα θεμέλια της ανόδου του καπιταλισμού. Όμως ο καπιταλισμός όπως είναι συντεταγμένος σήμερα μπορεί, κατά κανόνα, να επιβιώνει χωρίς αυτές τις μορφές διακρίσεων και καταπίεσης , αν και η ικανότητά του ως προς αυτό θα περιοριστεί σοβαρά αν δεν τραυματιστεί θανάσιμα εν όψει μιας πιο ενοποιημένης ταξικής δύναμης. Η μετριοπαθής υιοθέτηση του πολυπολιτισμού και των δικαιωμάτων των γυναικών από τον εταιρικό κόσμο, ιδίως στις ΗΠΑ, παρέχει κάποιες αποδείξεις της προσαρμογής του καπιταλισμού σ’ αυτές τις πτυχές της κοινωνικής αλλαγής (σ’ αυτά περιλαμβάνεται και το περιβάλλον), παρόλο που αυτά προσδίδουν ξανά έμφαση στη σημασία των ταξικών διαιρέσεων ως βασικής διάστασης της πολιτικής δράσης.
Αυτές οι πέντε γενικές τάσεις δεν αλληλοαποκλείονται ούτε εξαντλούν τις οργανωτικές αρχές της πολιτικής δράσης. Κάποιες οργανώσεις συνδυάζουν σωστά πλευρές και των πέντε τάσεων. Αλλά χρειάζεται να γίνει πολλή δουλειά για να συνενωθούν αυτές οι διαφορετικές τάσεις γύρω από το θεμελιώδες ζήτημα: μπορεί να αλλάξει ο κόσμος, υλικά, κοινωνικά, πνευματικά και πολιτικά με τέτοιο τρόπο ώστε να αντιμετωπίσει όχι μόνο την ολέθρια κατάσταση των κοινωνικών σχέσεων και των σχέσεων με τη φύση σε τόσο πολλά μέρη του κόσμου, αλλά και να αντιμετωπίσει επίσης τη διαιώνιση της ατέρμονης οικονομικής μεγέθυνσης; Αυτό είναι το ερώτημα που οι αποξενωμένοι και όσοι δυσανασχετούν πρέπει να θέτουν ξανά και ξανά, καθώς διδάσκονται από εκείνους που βιώνουν τον πόνο άμεσα και που είναι τόσο εξοικειωμένοι με την οργάνωση αντιστάσεων στις ολέθριες συνθήκες της οικονομικής μεγέθυνσης στον τόπο τους.
Οι κομουνιστές δεν έχουν πολιτικό κόμμα, όπως διακήρυξαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς στην αρχική σύλληψή τους που διατυπώθηκε στο Κομουνιστικό Μανιφέστο. Απλώς αποτελούν σε όλες τις εποχές και σε όλους τους τόπους εκείνους που κατανοούν τα όρια , τις αποτυχίες και τις καταστροφικές τάσεις της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων, όπως επίσης τα αναρίθμητα ιδεολογικά προσωπεία και τις ψευδονομιμοποιήσεις που παράγουν οι καπιταλιστές και οι απολογητές τους (ιδίως τα ΜΜΕ), προκειμένου να διατηρήσουν την ταξική εξουσία τους. Κομουνιστές είναι όλοι εκείνοι που δουλεύουν ακατάπαυστα για να έλθει ένα διαφορετικό μέλλον απ’ αυτό που προοιωνίζεται ο καπιταλισμός. Αυτός είναι ένας ενδιαφέρων ορισμός. Ενώ ο παραδοσιακός θεσμοποιημένος κομουνισμός έχει πεθάνει και ενταφιαστεί, υπάρχουν ανάμεσά μας, βάσει αυτού του ορισμού, εκατομμύρια εκ των πραγμάτων δραστήριοι κομουνιστές, πρόθυμοι να δράσουν βάσει των αντιλήψεών τους, έτοιμοι να ακολουθήσουν δημιουργικά τα αντικαπιταλιστικά προτάγματα. Εάν “ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός”, όπως διακήρυσσε το κατά της παγκοσμιοποίησης κίνημα στα τέλη της δεκαετίας του 1990, τότε γιατί να μην πούμε “ένας άλλος κομουνισμός είναι εφικτός”; Οι τρέχουσες συνθήκες καπιταλιστικής εξέλιξης απαιτούν κάτι τέτοιο, αν θέλουμε να επιτευχθεί μια θεμελιώδης αλλαγή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: