Παρασκευή 21 Μαΐου 2010

Απόφαση της Π.Ε. του ΝΑΡ, 20 Μαρτίου 2010


26.03.10

Α. ΒΑΣΙΚΕΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ

1. Έχουμε μπει σε περίοδο όξυνσης της ταξικής πάλης με άμεσες κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες. Οι πολιτικές εξελίξεις, το κίνημα και η ιδεολογική διαπάλη θα εξελίσσονται ραγδαία. Η ένταση των επιπτώσεων της κρίσης στον ελληνικό καπιταλιστικό σχηματισμό, σε συνδυασμό με το πλήρες ξεδίπλωμα της αστικής επίθεσης για την υπέρβασή της, δημιουργούν το έδαφος για εκρηκτικές κοινωνικές αντιδράσεις και – σε μια πορεία – για τεκτονικές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα και τους συσχετισμούς. Ειδικά μετά την ανακοίνωση των μέτρων έχουμε σοβαρή αλλαγή των διαθέσεων στους εργαζόμενους και το λαϊκό κόσμο, υιοθέτηση αγωνιστικών πρακτικών από σχετικά ευρύτερες μάζες, διευρυνόμενη αγανάκτηση (αποτυπώνεται και στις αστικές δημοσκοπήσεις), ενώ παραμένουν ισχυρές ακόμα οι τάσεις υποταγής που δυσκολεύουν την αγωνιστική συμμετοχή. Τα νέα κύματα μέτρων, μαζί με την πιθανολογούμενη προσφυγή της χώρας στο ΔΝΤ, θα προκαλέσουν νέους κύκλους μαζικών αντιστάσεων.

2. Παρά την ιδεολογική τρομοκρατία – ομοβροντία για τα ελλείμματα και τη χρεωκοπία, τα καλέσματα για εθνική (και υπερεθνική στα πλαίσια της Ε.Ε.) συναίνεση και ομοψυχία, την οικονομική βία του κεφαλαίου (απολύσεις, ανεργία, μη εφαρμογή συλλογικών συμβάσεων, περικοπές αποδοχών κλπ) οι αντιστάσεις δεν ισοπεδώθηκαν, όπως ήταν η σαφής επιδίωξη της κυβέρνησης και του συστήματος. Ίσα – ίσα που το πρώτο σφοδρό κύμα της επίθεσης ανέδειξε αγωνιστικές εφεδρείες, φρέσκιες δυνάμεις που μπαίνουν στη μάχη και κυρίως μια δυναμική διεύρυνσης του αγωνιστικού μπλοκ σε ανεξάρτητη, ταξική κατεύθυνση παρά το αρχικό μούδιασμα. Φυσικά το επίπεδο της πάλης είναι πίσω από τις απαιτήσεις. Από την άλλη μεριά η συζήτηση στους χώρους δουλειάς έχει φουντώσει. Ο κόσμος και οι συνειδήσεις αναμετρώνται με κορυφαία ιδεολογικά και πολιτικά ζητήματα (έξω ή μέσα στην Ε.Ε., εθνικοποιήσεις ή καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, ταξική ενότητα με δυναμικές απεργίες ή αντιπαράθεση δημόσιων – ιδιωτικών υπαλλήλων, αντικαπιταλιστική διέξοδος ή καλύτερη ρύθμιση των αγορών ενάντια στην «κερδοσκοπία»).

3. Αυτές οι αναζητήσεις αναδεικνύουν φυσικά τα τεράστια ιδεολογικά και πολιτικά ελλείμματα που έχει αφήσει η επέλαση και ηγεμονία του νεοσυντηρητισμού και σοσιαλφιλελευθερισμού τις προηγούμενες δεκαετίες και τις ιστορικές ευθύνες της ρεφορμιστικής αριστεράς στην εμπέδωση αντιλήψεων διαχείρισης και υποταγής στο αστικό πολιτικό σύστημα, την Ε.Ε, την αγορά και την ανταγωνιστικότητα την περίοδο αυτή, με κορυφαίο σταθμό το ’89. Η αριστερά, μαζί και η αντικαπιταλιστική, πληρώνει τις πολιτικές και θεωρητικές της ανεπάρκειες. Εμείς όμως πρέπει να δούμε τη θετική πλευρά αυτών των αντιφάσεων. Τη διάθεση ενός ευρύτερου κόσμου να «αναζητήσει» την άλλη αριστερά και το διαφορετικό, ριζικά ανατρεπτικό, εργατικό κίνημα. Να ψάξει αντισυστημικές απαντήσεις, προγράμματα και μέτωπα «εκτός των τειχών». Στην πορεία αυτής της σύγκρουσης θα διαμορφώνονται οι καινούριες πρωτοπορίες. Το κεντρικό ερώτημα της περιόδου είναι: θα καταφέρει το ΝΑΡ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και συνολικά η αντικαπιταλιστική αριστερά να προωθήσει με μαζικούς όρους την αντικαπιταλιστική εργατική απάντηση στην κρίση μέσα από ένα πρόγραμμα και μέτωπο ανατροπής της επίθεσης σε σύνδεση με τον συνολικό κλονισμό της αστικής εξουσίας και τη σύγχρονη κομμουνιστική προοπτική;

4. Η κρίση «εκπροσώπησης» στο ΠΑΣΟΚ βαθαίνει διαρκώς. Έχει δημιουργηθεί σοβαρό ρήγμα στη λαϊκή του βάση. Η Νέα Δημοκρατία συναινεί στα μέτρα, παρότι δεν τα ψήφισε, θέλοντας να κρατήσει κάποια επαφή με τις λαϊκές και μικροαστικές δυνάμεις που εκπροσωπεί. Γενικά το πολιτικό σύστημα συνειδητά επιλέγει την αντιδραστική επέλαση παρά τον κίνδυνο να θυσιαστεί κρίσιμο τμήμα του πολιτικού του προσωπικού. Η επίθεση - με πρωταγωνιστή το ΠΑΣΟΚ και το σκληρό πυρήνα που συσπειρώνεται γύρω από τον Γ. Παπανδρέου, αλλά και με τη σχεδόν καθολική στήριξη από το ΛΑΟΣ και άλλους πολιτικούς κύκλους (π.χ. Μητσοτάκης) – θα συνεχιστεί και θα ενταθεί. Με νέα κύματα σφοδρών καπιταλιστικών και εργασιακών αναδιαρθρώσεων, αντιδραστικές τομές στο ασφαλιστικό, τις συλλογικές συμβάσεις, απελευθέρωση απολύσεων, κατάργηση μονιμότητας στο δημόσιο, αφού είναι μονόδρομος για την αστική τάξη για την εξασφάλιση της ανταγωνιστικότητας και των κερδών της.
Στο επόμενο διάστημα θα δυναμώσουν την ιδεολογική επίθεση, θα σκληρύνουν τη στάση τους απέναντι στις κινητοποιήσεις και θα ενεργοποιήσουν όλους τους μηχανισμούς ποινικοποίησης των αγώνων (δηλώσεις Πάγκαλου-Μητσοτάκη, αντιαριστερή εκστρατεία, αξιοποίηση της επίθεσης στον Παναγόπουλο).

5. Η Αριστερά δεν συναινεί στα μέτρα και το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Όλες οι τάσεις της πρωταγωνιστούν στις απεργίες και τις κινητοποιήσεις και περισσότερος κόσμος κοιτάζει προς αυτήν. Παρόλα αυτά είναι εμφανής η αδυναμία και η αμηχανία της να διατυπώσει ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης και αγωνιστικής κλιμάκωσης, σε σύνδεση με τη στρατηγική της επανάστασης, της εργατικής δημοκρατίας και του κομμουνισμού. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να καλύψει την «πολιτική ανασφάλεια» ευρύτερων μαζών σε σχέση με την αντικαπιταλιστική διέξοδο από την κρίση, αδυνατεί να σπάσει το «κέλυφος» της επιρροής της στον κόσμο του αγώνα και συνολικά στην εργατική τάξη, να παρέμβει ηγεμονικά στη δυναμική αλλαγής των συσχετισμών. Το αν η κρίση εκπροσώπησης θα μετεξελιχθεί σε κρίση διακυβέρνησης και πολιτική κρίση σε αυτές τις συνθήκες δεν εξαρτάται μόνο από την αστική επίθεση αλλά πάνω από όλα από την ανάπτυξη της ταξικής πάλης και το αν η παρέμβαση της Αριστεράς θα κινηθεί σε κατεύθυνση σταθεροποίησης ή ανατροπής.
Το ΚΚΕ απαντά με ορισμένες σωστές γενικά διεκδικήσεις, αλλά χωρίς συνολικό αντικαπιταλιστικό πολιτικό πρόγραμμα και στόχο ανατροπής, χωρίς στρατηγική επανάστασης – κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Το πολιτικό του πρόγραμμα είναι άθροισμα άμεσων οικονομικών στόχων, που τους συνδέει μηχανιστικά με τη λαϊκή εξουσία και τα εργασιακά δικαιώματα του λαού στο «σοσιαλισμό που γνωρίσαμε» και όχι πρόγραμμα αντικαπιταλιστικής πάλης και ανατροπής. Εξακολουθεί στην νεολαία και στους εργαζόμενους να έχει λογική διάσπασης των αγωνιζόμενων δυνάμεων πράγμα που δυσκολεύει το ξεδίπλωμα αγώνων. Η γραμμή του αυτή σε συνδυασμό με τη στάση του απέναντι στον Δεκέμβρη και τη σταθερά εχθρική του στάση απέναντι στην αντικαπιταλιστική αριστερά και άλλες δυνάμεις του κινήματος, γίνονται στις σημερινές δύσκολες συνθήκες τροχοπέδη για την ανάπτυξη της πάλης και προκαλούν προβληματισμούς στο εσωτερικό του και τα πρώτα δείγματα διαφοροποίησης δυνάμεων.
Ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ αναδεικνύει ως αιτία της κρίσης την «αχαλίνωτη αγορά» και το νεοφιλελευθερισμό, αφήνοντας ουσιαστικά εκτός κριτικής τον καπιταλισμό της εποχής μας συνολικά. Εμφανίζεται με προτάσεις για μια «νέα ρύθμιση», ενώ παραμένει εγκλωβισμένος στην «ευρωπαϊκή» λογική του μιλώντας για «νέους κανόνες και συνθήκες στην Ε.Ε.», «αλλαγής του Μάαστριχτ και του Συμφώνου Σταθερότητας», και συντονισμού με άλλες χώρες που έχουν ομοειδή προβλήματα. Προτάσσει σταθερά διαχειριστικούς στόχους (όπως τα λαϊκά ομόλογα για το έλλειμμα), στο πλαίσιο της ΕΚΤ και της υπάρχουσας κατάστασης. Δεν λείπουν ακόμα και οι ισχυρές αυταπάτες για την πολιτική του ΠΑΣΟΚ, που οι αιχμές εναντίον της στρογγυλεύονται στο όνομα της «προγραμματικής αντιπολίτευσης». Δεν έχει ξεφύγει από την υποταγή του στην συνδικαλιστική γραφειοκρατία (ο Τσίπρας απευθύνει πρόταση για «κοινωνικό συνασπισμό – ενωτικό μέτωπο που θα μπλοκάρει τα κυβερνητικά μέτρα», τόσο προς την ηγεσία του ΚΚΕ όσο και προς τη συνδικαλιστική ηγεσία της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ!). Η «Αυτόνομη Παρέμβαση» έχει σοβαρές ταλαντεύσεις στην συνεισφορά της σε ένα πραγματικό ανεξάρτητο κίνημα «πρωτοβάθμιων σωματείων» ανεξάρτητων από την γραφειοκρατία. Ο δισταγμός για οποιοδήποτε αγωνιστικό, ιδιαίτερα απεργιακό σχεδιασμό που να υπερβαίνει το ημερολόγιο της ΓΣΕΕ -με χαρακτηριστικότερη της άρνησή της να συμμετάσχει στην απεργία στις 17.12-, ο φόβος απέναντι σε στοιχειώδη μέτρα ακόμα και εμφάνισης ενός ξεκάθαρα διακριτού μπλοκ στις πορείες, δεν αποτελούν παρά εκφράσεις της σοβαρής ταλάντευσης και των ορίων αυτού του χώρου στην ανεξάρτητη από την γραφειοκρατία δράση, παρά το σημαντικό βήμα της υποστήριξης πρωτοβουλιών βάσης των πρωτοβάθμιων σωματείων, από μέρος των δυνάμεων της. Υπάρχουν όμως και πρέπει να εξαντληθούν οι δυνατότητες κοινής δράσης με ορισμένες δυνάμεις της, στο μέτρο που απεγκλωβίζονται από την υποταγή στην ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ και συντάσσονται με τις διαδικασίες βάσης των σωματείων.

Το τελευταίο διάστημα εντείνεται η διαπάλη στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ (πλατφόρμα Λαφαζάνη για επανεξέταση της θέσης του για την Ε.Ε., επαφή με τις δραστηριότητες της εργατικής βάσης, όπως ο συντονισμός των πρωτοβάθμιων σωματείων).Οι διεργασίες αυτές αντανακλούν από τη μια μεριά τις διαθέσεις του αριστερού κόσμου που συσπειρώνει, από την άλλη όμως – και αυτό χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή από τις δυνάμεις μας - τους σχεδιασμούς εγκλωβισμού των αντικαπιταλιστικών τάσεων σε ένα νέο, σοσιαλδημοκρατικού τύπου «κοινωνικό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα».

Β. ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΚΡΙΣΙΜΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗΣ

1. Τώρα αρχίζουν να φαίνονται οι συνέπειες της κρίσης στους εργαζόμενους. Θα είναι μια επίθεση και μια ένταση της ταξικής πάλης με διάρκεια, όχι ευθύγραμμη, αλλά με κρίσιμες, κορυφαίες ίσως πολιτικές, κινηματικές, εξεγερτικές καμπές. Μια περίοδος ιστορικής σημασίας που εκτιμάμε ότι θα δώσει νέα πνοή στην υπόθεση της εργατικής επανάστασης, του κομμουνισμού της εποχής μας και των υποκειμένων τους στη χώρα μας. Χρειάζεται σκληρή προσπάθεια για τη δημιουργία πολιτικών και θεωρητικών εφοδίων για τέτοια αναμέτρηση. Δεν θα κριθεί μόνο με κινηματικούς όρους. Το ΝΑΡ και η αντικαπιταλιστική αριστερά χρειάζεται να ξανακατακτήσει την αυτοτέλειά της σε ιδιαίτερα απαιτητικές συνθήκες και με όλα τα ρεύματα της αριστεράς να διαγκωνίζονται για την ηγεμονία. Δεν πρέπει να διολισθήσει σε «εύκολες» λογικές συμμαχιών στο όνομα μιας τρέχουσας αποτελεσματικότητας. Τώρα είναι καιρός για συνολικά προγράμματα και εφ’ όλης της ύλης μέτωπα με σαφείς και καθαρές απαντήσεις, ενότητα τακτικής – στρατηγικής. Ειδικά σήμερα που επιβεβαιώνεται η εκτίμησή μας ότι δεν μπορεί να υπάρχει διαχειριστική λύση στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής επίθεσης κεφαλαίου. Η ενότητα μόνο γύρω από το «να μην περάσουν τα μέτρα» είναι μια στενή και όχι πλατιά γραμμή γιατί δεν απαντά στις μαζικές αναζητήσεις σε σχέση με την κρίση, τα αίτιά της, τη διέξοδο και την προοπτική της εργατικής τάξης σήμερα. Από την άλλη μεριά ένας συνεχής αριστερός ακτιβισμός που επαναλαμβάνει διαρκώς το σύνθημα για απεργία διαρκείας χωρίς να οικοδομεί νέες μορφές συλλογικότητας, περιεχόμενα, όργανα του κινήματος δεν μπορεί να οδηγήσει πουθενά.

2. Έχει φανεί πλέον καθαρά ότι η ΚΡΙΣΗ ΠΟΥ ΠΛΗΤΤΕΙ ΣΗΜΕΡΑ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΟΣΜΟ δεν είναι μια συνηθισμένη διακύμανση του καπιταλιστικού κύκλου, ούτε μια κρίση μόνο της «ασύδοτης αγοράς» και των τραπεζών. Αντίθετα, πρόκειται για μια βαθιά δομική κρίση που εδράζεται στο «σκληρό πυρήνα» των σχέσεων παραγωγής και των συνολικότερων όρων αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος. Αγγίζει όλους τους τομείς της καπιταλιστικής οικονομίας. Ιδιαίτερα στο σύγχρονο καπιταλισμό, υπάρχει – παρά τη σχετική αυτονομία τους - συνύφανση τραπεζικού, χρηματιστικού, εμπορικού, βιομηχανικού κεφαλαίου (άρα οι τριγμοί στο ένα αντανακλούν στο άλλο). Είναι μύθος και μαζική εξαπάτηση του κόσμου ο διαχωρισμός της οικονομικής δραστηριότητας του κεφαλαίου, η απομόνωση των «κακών τραπεζιτών» από τους «καλούς και παραγωγικούς επιχειρηματίες», ή η προσπάθεια εξυγίανσης της πραγματικής (καπιταλιστικής όμως) οικονομίας (επαναθέρμανση τη λέει ο Παπανδρέου) από τους κερδοσκόπους και τις «αγορές». Και τμήματα της αριστεράς, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, απολυτοποιούν την κυριαρχία της χρηματοπιστωτικής σφαίρας απέναντι στην παραγωγή και αναπαράγουν αναλύσεις όπως του νομπελίστα Π. Κρούγκμαν ή του Στίγκλιτς περί «καπιταλισμού καζίνο» κλπ.

3. Μέσα στη δίνη της παγκόσμιας κρίσης και των ανταγωνισμών εμφανίζονται βέβαια και αδύνατοι κρίκοι, πολιτικά και οικονομικά. Πρέπει να κάνουμε την εκτίμηση πως η Ελλάδα είναι ένας από τους αδύνατους κρίκους στην Ευρωζώνη και γενικά στην ΕΕ και στο διεθνές σύστημα του καπιταλισμού. Γεγονός που έχει άμεσες πολιτικές συνέπειες και για τους πάνω και για τους κάτω. Οι δυνάμεις του συστήματος υπολογίζουν σοβαρά τις αντιδράσεις των εργαζομένων και τον κίνδυνο «διάρρηξης της κοινωνικής συνοχής» και την όξυνση της κρίσης πολιτικής εκπροσώπησης. Γι’ αυτούς τους λόγους η λεγόμενη «στήριξη» (επιτήρηση) της Ελλάδας με ένα μικτού τύπου σύστημα από την Ε.Ε. και το ΔΝΤ, έχει εκτός από οικονομικό, έντονο χαρακτήρα πολιτικής παρέμβασης. Στην ουσία δημιουργείται μια υπερεθνική δομή επιτήρησης (αρωγός και σύμμαχος της αστικής τάξης και του πολιτικού συστήματος), που ξεπερνά την εμβέλεια μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας για να τιθασεύσει τις αντιδράσεις. Θα είναι ένα πειραματικό μοντέλο για πανευρωπαϊκή εφαρμογή στο βαθμό που υποταχτεί συνολικά το ελληνικό κίνημα. Παρόλα αυτά η Ε.Ε. παραμένει στρατηγική επιλογή για τον ελληνικό καπιταλισμό, αν και ορισμένες αστικές δυνάμεις που συνδέονται πιο άμεσα με το αμερικανικό κεφάλαιο ευελπιστούν σε μια Ελλάδα πιο στενά συνδεμένη με τις ΗΠΑ, πάντα ωστόσο «στο πλαίσιο της Ευρώπης». Εξάλλου μόνο σε τακτικό και προσωρινό επίπεδο θέτουν κάποιοι κύκλοι θέμα εξόδου από την ευρωζώνη ενώ ακόμα και η «λύση» του ΔΝΤ θέλουν να είναι σε συνδυασμό και όχι σε αντιπαράθεση με το ευρώ και την Ε.Ε.

4. Σε ταυτόχρονη δοκιμασία (δίδυμη κρίση) βρίσκονται ο νεοφιλελευθερισμός και ο νεοκεϋνσιανισμός (ως πολιτική, ιδεολογία αλλά και πρακτική των σοσιαλφιλελεύθερων κυβερνήσεων). Η κρίση του νεοκεϋνσιανισμού και της σοσιαλδημοκρατίας οφείλεται στην μη αποδεκτή στρατηγική της για τα σημερινά συμφέροντα του κεφαλαίου. Ενώ διακηρύσσει μια λελογισμένη ανακατανομή του πλούτου και περιορισμό των πιο ασύδοτων «αγορών», ώστε να τονωθεί η λαϊκή ζήτηση και η κοινωνική συνοχή, το κεφάλαιο και οι ολοκληρώσεις απαιτούν «σοκ και δέος», «εργατικό αίμα», μέσα από βαθύτατα αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις στο κράτος και τις εργασιακές σχέσεις, ρισκάροντας ακόμα και την καταστροφή δυναμικών τμημάτων του ή και ολόκληρων εθνικών οικονομιών, αφού η βουτιά στην εκμετάλλευση και η μέχρι τελικής πτώσης ενίσχυση του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού είναι μονόδρομος για το ξεπέρασμα της κρίσης σε όφελός τους. Η νεοκεϋνσιανή κρίση έχει όμως και μια δεύτερη αιτία. Την αδυναμία εμφάνισης ως τώρα, ενός επαναστατικού, αντικαπιταλιστικού εργατικού ρεύματος, επικίνδυνου για την αστική εξουσία, που θα ανεβάζει την «αξία χρήσης» των πολιτικών ενσωμάτωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας και της πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης. Γι’ αυτό η νεοκεϋνσιανή ρητορεία χρησιμεύει σε μικρές περιόδους σταθεροποίησης και φρεσκαρίσματος του πολιτικού συστήματος (όπως έγινε και στις πρόσφατες ελληνικές εκλογές), δεν αντέχει όμως ούτε 100 μέρες ως κυβερνητική πολιτική.

5. Ο κίνδυνος χρεοκοπίας. Το ζήτημα δεν είναι μόνο θεωρητικό και πρέπει να το αντιμετωπίσουμε πολιτικά και ιδεολογικά. Σίγουρα η ιδεολογική τρομοκρατία, στο όνομα των ελλειμμάτων και του χρέους, όχι μόνο τροφοδοτεί κερδοσκοπικές τάσεις και συνδέεται με τις πιέσεις των ισχυρών χωρών της Ε.Ε. και παγκοσμίως για μετακύλιση των βαρών της κρίσης στις πιο αδύναμες χώρες (και τις εργατικές τάξεις τους), αλλά συνδέεται και με την πάλη ενάντια στον «εσωτερικό εχθρό» που πρέπει οπωσδήποτε να πειστεί για την εθνική συναίνεση στις σκληρές θυσίες μπροστά στον κίνδυνο χρεοκοπίας. Η χρεοκοπία όμως είναι ταξικό, πολιτικό ζήτημα, όχι θέμα δεικτών ή ελλειμμάτων. Τίθεται ακριβώς αντίστροφα από ότι διακηρύττει ο Παπανδρέου, η αστική τάξη και η Ε.Ε. Για να «διασωθεί» η ικανότητα δανεισμού της χώρας (δηλ. η εξυπηρέτηση του χρηματιστηριακού κεφαλαίου και του ληστρικού δανεισμού στο πλαίσιο του διεθνούς καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας) και το ευρώ πρέπει να χρεοκοπήσουν οι εργαζόμενοι. Με τη συνέχιση αυτής της πολιτικής και το ΠΣΑ, οδηγούμαστε στη χρεοκοπία. Πριν απ’ όλα με τη μαζική πτώχευση των εργαζομένων. Εάν πτωχεύσει ο λαός μιας χώρας και διασωθεί η αστική της τάξη και τα ισχυρά μεσαία στρώματα, σημαίνει ότι η χώρα γλίτωσε τη χρεοκοπία; Από την άλλη μεριά και η αστική τάξη φυσικά ανησυχεί, γιατί αντικειμενικά χάνει σε ανταγωνιστικότητα, ή και καταρρέουν κάποια τμήματά της. Γι’ αυτό και είναι μονόδρομος η καταιγιστική επίθεση στην αξία της εργατικής δύναμης που εξουσιάζει ως αναγκαστικό αντίβαρο στη δυσχερή θέση της στο διεθνή ανταγωνισμό, ακόμα και με την παραχώρηση μέρους της «εθνικής κυριαρχίας της». Η αντιπαράθεση όμως γύρω από το ζήτημα της χρεωκοπίας κρύβει και κάτι πολύ βαθύτερο. Την υποτίμηση των συνεπειών της κρίσης με την αντιδιαλεκτική αντιμετώπισή της, όχι ως ενότητα αντικειμενικών και υποκειμενικών παραγόντων, αλλά ως «παιχνίδι», των ισχυρών, των κερδοσκόπων, των νεοφιλελεύθερων, των τραπεζών κλπ σε έναν κατά τα άλλα ακλόνητο ιστορικά καπιταλισμό, που πρέπει να αποκαθαρθεί από τα «τοξικά του προϊόντα».

6. Ο πραγματικός ρόλος της Ε.Ε.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες αποκαλύφθηκε πολύ καθαρά μπροστά στα μάτια εκατομμυρίων εργαζόμενων ο ρόλος της ΕΕ. Αντί για «μηχανισμός ανάσχεσης» της κρίσης και «σταθερότητας» αποδείχτηκε μηχανισμός βαθέματος και διεθνοποίησης της. Μηχανισμός ιμπεριαλιστικής επιβολής των ισχυρότερων αστικών τάξεων πάνω στους λαούς. Αλλά πάνω από όλα αναδείχθηκε σαν το πανίσχυρο πολιτικό μηχανισμό που οι συνασπισμένες αστικές τάξεις της Ευρώπης-μεταξύ αυτών φυσικά και η ελληνική- χρησιμοποιούν για να επιτεθούν στους εργαζόμενους και τους λαούς της Ευρώπης. Μόνο μέσα από την ρήξη-απειθαρχία με την πολιτική της ΕΕ και την αντικαπιταλιστική αποδέσμευση από αυτήν μπορούν οι εργαζόμενοι να ελπίζουν ότι θα υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους. Οδύρονται όλοι οι ευρωλάγνοι, γιατί η Ε.Ε. δεν διαθέτει μηχανισμούς ελέγχου, σύγκλισης μισθών και ελλειμμάτων, ενιαίας πολιτικής για το δημόσιο χρέος. Όπως πιστεύουν στον φαντασιακό «κοινωνικό καπιταλισμό» και το κράτος δικαίου έτσι πίστευαν και στην Ενωμένη, χωρίς αντιθέσεις, Ευρώπη. Στην Ε.Ε. ταυτόχρονα με την τάση για οικονομική- νομισματική- πολιτική ενοποίηση, υπάρχουν και υπήρχαν, όπως και γενικά στον καπιταλισμό, ισχυροί ενδοκαπιταλιστικοί ανταγωνισμοί. Όπως έλεγε ο Λένιν, «Οι ενωμένες πολιτείες της Ευρώπης ή θα είναι σοσιαλιστικές ή δεν θα υπάρξουν».

7. Η καλλιέργεια του μύθου ότι «τα μέτρα είναι προσωρινά, για να σπάσει ο φαύλος κύκλος δανεισμού – τόκων». Οι θυσίες δεν είναι προσωρινές. Δεν αφορούν την τριετία και τη μείωση του ελλείμματος. Στο ΠΣΑ, αλλά και στα βασικά νομοσχέδια (Καλλικράτης, ασφαλιστικό, εργασιακό, φορολογία κλπ) προβλέπονται στρατηγικές, μόνιμες και όχι προσωρινές αναδιαρθρώσεις. Τα ίδια έλεγαν και με την ΟΝΕ. Τα μέτρα δεν έχουν ημερομηνία λήξης. Πως θα σπάσει ο φαύλος κύκλος του δανεισμού και του πλαστικού, υπερτιμημένου χρήματος, όταν δανειζόμαστε με επταπλάσιο επιτόκιο λόγω των spreads, και όταν εδώ βασίζεται η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία; Αυτοί οι τόκοι δεν ξεπληρώνονται ποτέ. Μόνο με την αντικαπιταλιστική ανατροπή, το «σπάσιμο» του αδύνατου κρίκου και την αποδέσμευση από τους μηχανισμούς των τραπεζών, της Ε.Ε.-ΟΝΕ, του ΔΝΤ και του καπιταλισμού συνολικά μπορεί να σταματήσει ο φαύλος κύκλος.

Γ. Η ΓΡΑΜΜΗ ΜΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ

1. ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΙΑΣ ΝΕΑΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗΣ, Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ - ΤΑΚΤΙΚΗ, ΤΟ ΝΕΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ, Ο ΠΟΛΟΣ ΚΑΙ Η ΜΕΤΩΠΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΚΤΟΣ ΤΩΝ ΤΕΙΧΩΝ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΕΙΝΑΙ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΙΕΞΟΔΟΥ ΠΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ. Πιο συγκεκριμένα, μέσα στη μάχη, σε τέτοιες συνθήκες, να διαμορφώσουμε:

-ένα όχι απλά αισθητό, αλλά ισχυρό εργατικό επαναστατικό ρεύμα κομμουνιστικής προοπτικής και επαναθεμελίωσης, συμβολή σε ένα σύγχρονο φορέα της κομμουνιστικής απελευθέρωσης.

-ένα στρατηγικό πολιτικο- οργανωτικό σχέδιο που θα συμβάλει σε μια νέα πνοή στην υπόθεση της εργατικής και νεολαιίστικης πάλης, της αντικαπιταλιστικής απάντησης στην κρίση και στην πρωτοφανή επίθεση που εξαπολύουν η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, το κεφάλαιο και η Ε.Ε.

-την άμεση απάντηση ενάντια στα μέτρα, με ανένδοτο αγώνα που να τονώνει την αυτοπεποίθηση, να ενισχύει τις αντιστάσεις, να προωθεί την αγωνιστική ταξική ενότητα για την ανατροπή των μέτρων.
Αυτές άλλωστε είναι και οι προϋποθέσεις για τη νίκη των αγώνων και την ανατροπή της επίθεσης.



2. Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΤΟΧΟΣ

Όπως η αστική τάξη μιλάει για «άμεσα μέτρα επαναθέρμανσης» και «στρατηγικές αναδιαρθρώσεις» έτσι και το εργατικό κίνημα και η αριστερά, δεν πρέπει να μένει μόνο στα οικονομικά αιτήματα για αυξήσεις μισθών, απολύσεις, σταθερή εργασία κλπ, δηλ. ένα άμεσο πρόγραμμα ανακούφισης, χωρίς να «αγγίζει» την καπιταλιστική κρίση, την Ε.Ε. και την πορεία της χώρας. Για να διεκδικήσει τα άμεσα αιτήματά της η ε.τ. με όρους πολιτικής και ιδεολογικής ηγεμονίας, πρέπει να τα εντάξει σε ένα ενιαίο αντικαπιταλιστικό πολιτικό πλαίσιο με βασικούς πυλώνες:
Την απονομιμοποίηση, αποσταθεροποίηση, ανατροπή του ΠΣΑ, της κυβέρνησης και του πολιτικού συστήματος. Την απειθαρχία στην ΕΚΤ, την αντικαπιταλιστική ρήξη-αποδέσμευση από Ε.Ε. – ΔΝΤ.
Την αναγκαστική απαλλοτρίωση του χρέους και των τόκων. Την ένταξη των τραπεζών και των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας υπό δημόσιο έλεγχο. Τη φορολογία στο κεφάλαιο. Το πάγωμα των στρατιωτικών δαπανών και την έξοδο από το ΝΑΤΟ. Από τη σκοπιά μιας νέας εργατικής διεθνοποίησης στην Ευρώπη και τον κόσμο.
Προφανώς αυτό απαιτεί ρήξεις με τις κυβερνήσεις και το κράτος, τον αστικό συνασπισμό εξουσίας (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΛΑΟΣ, ΕΕ, κεφάλαιο, ΜΜΕ), επαναστατικές αντικαπιταλιστικές ανατροπές με μοχλό ένα ισχυρό ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΜΑΧΗΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ και ένα ταξικά αναγεννημένο, πολιτικό εργατικό κίνημα. Έτσι εξειδικεύεται ο κεντρικός πολιτικός μας στόχος «για την ανατροπή της διαρκούς και της νέας επιδρομής του κεφαλαίου, για να πληρώσει το κεφάλαιο την κρίση και όχι οι εργαζόμενοι, για να πάρουμε πίσω τα κέρδη (την κλεμμένη από τους εργάτες υπεραξία), για να μοιράσουμε τον τεράστιο κοινωνικό πλούτο που δημιουργούμε (αλλάζοντάς τον κιόλας) και όχι τις ζημιές που δημιουργούν, για κατακτήσεις οικονομικές - κοινωνικές - πολιτικές, με όπλο τον επαναστατικό αγώνα. Για τον κλονισμό της αστικής κυριαρχίας και την αντικαπιταλιστική επανάσταση».
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες αναβαθμίζεται η αξία της γραμμής του Αντικαπιταλιστικού Εργατικού Προγράμματος και Μετώπου, σε μια περίοδο που φρέσκιες δυνάμεις κινούνται προς τα αριστερά, ακόμα και σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση.

3. ΠΟΙΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΞΕΧΩΡΙΖΟΥΝ;

Α) Η ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΘΗΜΑΤΟΣ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

Δεν είναι μόνο οι αφηρημένες αγορές και ο καπιταλισμός γενικά που επιτίθενται στα εργατικά δικαιώματα. Είναι και κυβερνητική επιλογή η επίθεση και μάλιστα τα μέτρα είναι από καιρό σχεδιασμένα και προσεκτικά μεθοδευμένα. Αναβαθμίζεται, επομένως, το σύνθημα ανατροπής της κυβέρνησης και όσων τη στηρίζουν. Το σύνθημα «ή πάρτε πίσω τα μέτρα ή φύγετε όλοι».

Β) Το ΠΣΑ και ο τελευταίες εξελίξεις αναδεικνύουν και το εργατικό - δημοκρατικό ζήτημα της εποχής μας. Η πλήρης παραχάραξη της λαϊκής βούλησης (ακόμα και της εκλογικής) από την οικονομική χούντα των αγορών, η αντιδραστική τομή στο πολιτικό σύστημα με τον Καλλικράτη, η ιμπεριαλιστική επιτήρηση, οι «εξωκοινοβουλευτικές αποφάσεις» στα υπερεθνικά κέντρα κλπ είναι νέα ποιοτικά στοιχεία. Συνθήματα όπως το «κάτω η κοινοβουλευτική απολυταρχία», «η δικτατορία των αγορών και της Ε.Ε.», «η τρομοκρατία και η καταστολή», πρέπει να ξεχωρίζουν στη λαϊκή πάλη. Παράλληλα να ενισχύουμε πιο αποφασιστικά τα όργανα εργατικής δημοκρατικής οργάνωσης και πάλης όπως ταξικά σωματεία, εργατικές συνελεύσεις, λαϊκές συγκεντρώσεις στις γειτονιές, τοπικές επιτροπές ανέργων και απολυμένων, αγροτών κλπ.
Γ) Στη νέα φάση τα δύο έθνη, οι δύο κόσμοι ξεχωρίζουν, οι ταξικές διαχωριστικές γραμμές προβάλουν καθαρότερα. «Να πάρουμε από αυτούς που κλέβουν τους μισθούς και το χρόνο μας, την απλήρωτη εργασία μας για τα κέρδη τους». Το ζήτημα της ιμπεριαλιστικής, πολυεθνικής, τραπεζικής κυριαρχίας πάνω στο έθνος των εργαζομένων, με τη συμμαχία της εθνικής αστικής τάξης στο σύνολό της ξεχωρίζει επίσης. Αναβαθμίζεται η γραμμή της αντικαπιταλιστικής-εργατικής και όχι εθνικής αποδέσμευσης από την Ε.Ε.

Δ) Οι εργατικές ανάγκες και τα δικαιώματα σε σχέση με τον τεράστιο πλούτο που παράγεται με αιτήματα που δεν θα υποτάσσονται στην οικονομική χούντα του «δεν υπάρχει σάλιο». Να αυξηθούν οι μισθοί και οι συντάξεις, να μειωθεί ο χρόνος και τα χρόνια εργασίας, σε βάρος των κερδών και της υπεραξίας.

4. ΜΕ ΠΟΙΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ;

-Με την ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ (συγκρότηση, πρωτοβουλίες, εξόρμηση).

-Με ταξικά αναγεννημένο, πολιτικό εργατικό κίνημα.

-Με τη λογική του άμεσου επαναστατικού αγώνα, ενάντια στην αστική νομιμότητα, με όρους κινήματος και δημοκρατικής αυτοοργάνωσής του, σε αντιπαράθεση μάλιστα με τον κοινοβουλευτικό δρόμο των ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ, την «εργολαβία» της μαζικής βίας από τις δυνάμεις της αναρχοαυτονομίας, τη μάχη εντυπώσεων και τα καπέλα τους.

-Με ΚΟΙΝΗ ΔΡΑΣΗ της αριστεράς μέσα στο μαζικό εργατικό λαϊκό κίνημα, με όρους ισοτιμίας και ανοικτής δημοκρατικής συζήτησης- απόφασης σε συλλογικές διαδικασίες συνελεύσεων. Είναι ουσιαστικός όρος για την μαζικοποίηση της πάλης, την δημιουργία μέσα στα πιο πλατιά τμήματα των εργαζόμενων ενός συσχετισμού δύναμης που θα επιτρέψει το ξεδίπλωμα αποφασιστικών αγώνων, απέναντι σε έναν αντίπαλο συνασπισμένο και ισχυρό. Όμως θα ήταν αναντίστοιχη με την περίοδο μια κοινή δράση περιορισμένη στο κατώτερο σημείο συμφωνίας, στο «πάρτε πίσω τα μέτρα», την στιγμή που ο κόσμος βοά για τον αντιδραστικό ρόλο της κυβέρνησης και της ΕΕ, την στιγμή που η κοινωνία διασχίζεται από βαθύτατα πολιτικά ερωτήματα. Η πάλη για την ανατροπή του «προγράμματος σταθερότητας», η ρήξη απειθαρχία με την πολιτική της κυβέρνησης και της ΕΕ, η ουσιαστική κλιμάκωση των αγώνων, πρώτα από όλα των απεργιακών και η λογική της ταξικής ανασυγκρότησης του εργατικού κινήματος είναι σήμερα οι αναγκαίες ελάχιστες απαιτήσεις προκειμένου να βρίσκει στοιχειώδη διέξοδο και απαντήσεις η κίνηση του κόσμου. Ή κοινή δράση πρέπει να οργανώνεται μέσα στο μαζικό κίνημα, να απευθύνεται σε όλες τις δυνάμεις της αριστεράς (ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ) και στη λαϊκή βάση του ΠΑΣΟΚ. Η αγωνιστική κοινή δράση αδυνατίζει εξαιρετικά όταν μετατρέπεται σε πολιτικές συμμαχίες κορυφής, με τον ένα ή τον άλλο πόλο της διαχειριστικής αριστεράς ή τα υποσύνολα τους, που εν τέλει λοξοκοιτάνε σε πολιτικά σχέδια κοινοβουλευτικής επιβίωσης ή ενίσχυσης ενόψει και των δημοτικών και περιφερικών εκλογών.

-Με το διεθνικό αγώνα (εργαζόμενοι ευρωπαϊκού νότου, Ισλανδία κλπ).

Δ. ΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ

1. Σε πέντε κόμβους βασίζεται η γραμμή μας:

Α) υποστήριξη της λογικής του ανένδοτου και αναπτυσσόμενου, με αποφασιστικές καμπές αγώνα. Για την ανατροπή όλων των αντεργατικών νόμων και του ΠΣΑ τώρα, για ρήξη –ανατροπή της στρατηγικής επίθεσης του κεφαλαίου.

Β) ποιοτική και πιο πλούσια (σε συνθήματα, προπαγάνδα, επιχειρήματα) ανάπτυξη και προβολή της αντι ΕΕ, αντικυβερνητικής, γενικά αντικαπιταλιστικής πάλης και προοπτικής. Οι εξελίξεις των ημερών επιβεβαιώνουν ότι μόνο ένα αντικαπιταλιστικό πλαίσιο πάλης μπορεί να είναι ρεαλιστικό σήμερα, να ενώνει την τάξη, να πολιτικοποιεί τη δράση των μαζών, να δυσκολεύει την ηγεμονία και τις συμμαχίες του αντίπαλου. Πάνω σε αυτό θα αρθρώνονται και οι άμεσες οικονομικές διεκδικήσεις και η επαναστατική προοπτική.

Γ) συγκρότηση αγωνιστικής ενότητας στη βάση, μέσα από τα πρωτοβάθμια σωματεία με αναβάθμιση του περιεχομένου και διεύρυνση του συντονισμού τους, τις επιτροπές αγώνα και τις συνελεύσεις. Που μπορούν να εξελιχτούν σε πραγματικό πανελλαδικό κέντρο αγώνα με σημαντική επίδραση στην κατεύθυνση που θα πάρει η μαζική πάλη. Επιτροπές αγώνα και δραστηριότητες σε χώρους που δεν υπάρχουν σωματεία, στην ελαστική εργασία και τους ανέργους, καθώς και σε χώρους που επικρατούν εργοδοτικές και γραφειοκρατικές πρακτικές στα σωματεία. Με ανάπτυξη της ισότιμης κοινής δράσης μέσα στο μαζικό κίνημα με όλες τις δυνάμεις της αριστεράς και με όλους όσοι διαφοροποιούνται από τον αστικοποιημένο συνδικαλισμό.

Δ) ενίσχυση του ρόλου της αντικαπιταλιστικής πτέρυγας και των σχημάτων, όπου σε αυτή τη φάση μπορεί και πρέπει να παίξει ρόλο του αποφασιστικού-συνδετικού κρίκου και πολιτικού νεύρου, με την προώθηση – υποστήριξη αυτής της πολιτικής λογικής, για την ανάπτυξη του κινήματος και την δουλειά γύρω από τα απαιτούμενο πλαίσιο πάλης. Τα σχήματα παίζουν σημαντικό ρόλο σε αυτή τη φάση, ειδικά στο δημόσιο. Λείπει όμως η ενωτική τους εμφάνιση και παρέμβαση (όπως είχαν πράξει στη προηγουμένη μάχη του ασφαλιστικού), η συμφωνία και κοινή υποστήριξη ενός πλαισίου πολιτικής λογικής, στόχων πάλης και πρωτοβουλιών σε αυτή τη φάση. Τα σχήματα οφείλουν να πρωτοστατήσουν στην ανάπτυξη των αντιστάσεων και του αγώνα στους χώρους με την χρήση όλων των αναγκαίων μορφών (υπογραφές για συνελεύσεις, συγκρότηση επιτροπών αγώνα κλπ).

Ε) συμβολή όλου του δυναμικού του μαζικού κινήματος στη μάχη που γίνεται. Η κυβέρνηση και ο αστικός συνασπισμός εξουσίας πρέπει να περικυκλωθεί στη κυριολεξία από όλες τις πλευρές. Αυτό σημαίνει αυτοτελή παρέμβαση της ΕΑΑΚ τόσο για το κινηματικό άνοιγμα των ζητημάτων της εκπαίδευσης, του ασύλου κλπ, όσο και την ενεργοποίηση και ιδιαίτερη συμβολή του μαχόμενου φοιτητικού κινήματος στη μάχη της περιόδου, όχι από θέσεις «αλληλεγγύη» στο εργατικό κίνημα αλλά από θέσεις πρωταγωνιστικού ρόλου της αυριανής εργατικής βάρδιας που θυσιάζεται για να ξεπεραστεί η κρίση υπέρ του κεφαλαίου. Επίσης αφορά την παρέμβαση των κινήσεων πόλης στις γειτονιές, όπου οφείλουμε να συνδυάσουμε την παρέμβαση ενάντια στο Καλλικράτη με την τοπική δράση κατά του ΠΣΑ και των μέτρων. Υποστήριξη των πρωτοβουλιών και των κινήσεων που κάνουμε στο εργατικό κίνημα, εξορμήσεις στη πόλη και σε χώρους δουλειάς των περιοχών, πικετοφορίες κλπ.

..................................................................................



3. ΓΙΑ ΤΑ ΣΩΜΑΤΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΤΟΥΣ



Ο συντονισμός των πρωτοβάθμιων σωματείων έχει σαφή δυναμική. Η μαζικότητα έχει να κάνει με το ρόλο του, ενωτικό σε αγωνιστική – ταξική κατεύθυνση, που έχει μετατραπεί σε ένα εργαλείο συσπείρωσης και αναφοράς. Καταγράφεται, για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια η δυνατότητα ταξικού – αγωνιστικού συντονισμού, όχι ως τμήμα «πίεσης» στις ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, αλλά κυρίως ως μαζικό και αγωνιστικά πρωταγωνιστικό ρεύμα στο εργατικό κίνημα της περιόδου. Γι’ αυτό και συναντά την πολύπλευρη επίθεση του κράτους, της κυβέρνησης και της γραφειοκρατίας.

Το σχέδιο είναι τετραπλό: και απομόνωση – στοχοποίηση των σωματείων ατμομηχανή του συντονισμού, και διάσπασή του, και απονεύρωση από το πολιτικό του πλαίσιο, και προσπάθεια παγώματος της διεύρυνσης και πανελλαδικοποίησής του. Αυτό επιχειρήθηκε, ανεπιτυχώς, και στη μεγαλειώδη απεργιακή πορεία της Πέμπτης 11/3 στην Αθήνα, όπου τα ΜΑΤ με εντολή του υπουργείου «Προστασίας του Πολίτη», επιτέθηκαν και έπνιξαν στα χημικά τα μπλοκ των πρωτοβάθμιων σωματείων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και τους χιλιάδες αγωνιστές που τα πλαισίωναν. Επιδιώκουν την απομόνωση του ανεξάρτητου, δημοκρατικά (και όχι γραφειοκρατικά) οργανωμένου ταξικού ρεύματος που αναπτύσσεται δυναμικά μέσα στο εργατικό κίνημα. Που δεν ανησυχεί μόνο την κυβέρνηση και τον ΣΕΒ, αλλά και όλο το πλέγμα του κυβερνητικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού, γι’ αυτό και το σχέδιο της επίθεσης υλοποιήθηκε σε ολοφάνερη συνεργασία με τα ηγετικά κλιμάκια της ΓΣΕΕ. Το σχέδιο αυτό δεν πέρασε. Με την αποφασιστικότητα και την αλληλεγγύη όλου του δυναμικού των σωματείων του συντονισμού, όλων των απλών απεργών - διαδηλωτών.

.....................................

Πολιτική Επιτροπή του ΝΑΡ, 20/3/2010

Τελευταία ανανέωση ( 26.03.10 )

Δεν υπάρχουν σχόλια: