Σάββατο 22 Μαΐου 2010

Σάββας Μιχαήλ ,Η Ελλάδα και η Παγκόσμια Καπιταλιστική Κρίση

Η ΕΛΛΑΔΑΚΑΙ Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

[Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Απριλίου 2010 και παρουσιάστηκε σε διεθνές Συνέδριο στις 20 Απριλίου στο Κρατικό Πανεπιστήμιο Λομονόσωφ της Μόσχας. Κατατέθηκε ως υλικό συζήτησης στην προσυνεδριακή συζήτηση του ΕΕΚ.]

Μια ελληνική τραγωδία;

«Όλος ο κόσμος μια σκηνή»

Μετά τις κοινοβουλευτικές εκλογές της 4ης Οκτωβρίου 2009, ομολογήθηκε δημόσια η φάρσα της «δημιουργικής λογιστικής της ελληνικής στατιστικής» κι αποκαλύφθηκε έτσι η δημοσιονομική τραγωδία της χώρας που την συντρίβει το δίδυμο βάρος του χρέους και του ελλείμματος. Μιλώντας για την επερχόμενη καταστροφή ο υπουργός της νεοεκλεγμένης κυβέρνησης Παπανδρέου Γιώργος Παπακωνσταντίνου παρέπεμψε μεταφορικά στον θρυλικό Τιτανικό που πλέει προς την μοιραία σύγκρουση με το παγόβουνο.
Στην μεταφορική, όμως, αυτήν εικόνα, ποιο είναι πραγματικά το πλοίο, η Ελλάδα – ή ολόκληρο το σύστημα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού; Ή, πάλι, βλέποντάς το από μιαν άλλη σκοπιά, μήπως η Ελλάδα δεν είναι παρά μόνο το πιο ορατό τμήμα του γιγάντιου κρυμμένου παγόβουνου που ευθύνεται για το γενικευμένο ναυάγιο του καπιταλισμού που καταποντίζεται σε έναν ωκεανό χρεών;
Το καλοκαίρι του 2007, η ενδόρρηξη της αγοράς ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων υψηλού ρίσκου στις ΗΠΑ πυροδότησε μια χωρίς προηγούμενο παγκόσμια κρίση και πιστωτική ασφυξία που πήρε δραματικές διαστάσεις με την χρεοκοπία της Λήμαν Μπράδερς τον Σεπτέμβριο 2008, την διάλυση ολόκληρου του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος και την κατολίσθηση της παγκόσμιας οικονομίας σε μια πλανητική Μεγάλη Ύφεση. Ακολούθησε μια πρωτοφανούς κλίμακας κρατική παρέμβαση στις κύριες καπιταλιστικές χώρες, το 2008-2009, για να συγκρατηθεί η πτώση στην άβυσσο. Αλλά με την σειρά της η διόγκωση των δημοσίων ελλειμμάτων και χρεών άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στην οξυνόμενη κρίση. Στα τέλη του 2009, το Ντουμπάι ήταν το πρώτο σύμπτωμα μιας αρρώστιας που απλώνονταν σαν πανδημία παγκόσμια. Πολύ σύντομα την ξεπέρασε, ερχόμενη στο κέντρο της παγκόσμιας σκηνής, η «ελληνική τραγωδία», όπως την ονομάσανε, το επικείμενο χρεοστάσιο της υπερχρεωμένης Ελλάδας.
Σχολιάζοντας την ελληνική περίπτωση, ηγετικά στελέχη μεγάλων τραπεζών της Δύσης προβλέψανε σωστά ότι «μετά από δύο χρόνια ανησυχίας για τον κίνδυνο χρεοκοπιών των υποθηκών και των εταιρειών, ο κίνδυνος να χρεοκοπήσουν κράτη πρόκειται να αποτελέσει ΤΟ μεγάλο θέμα για το 2010 -τόσο για τις τράπεζες όσο και για την ευρύτερη επενδυτική κοινότητα».[1]
Το κρατικό χρέος κανονικά θεωρούνταν εκτός κινδύνου. «Αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο που πάνω τους στηρίζεται ο υπολογισμός άλλων πιο επισφαλών χρηματοπιστωτικών αποθεματικών », γράφουν οι David Roche και Bob McKee. «Μια αναθεώρηση των τιμών του κρατικού χρέους ως επισφαλούς χρέους θα ισοδυναμούσε με σεισμό στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Θα άνοιγε τρύπες στους ισολογισμούς χρηματοπιστωτικών θεσμών που θεωρούνταν μέχρι πρότινος ασφαλείς. Θα άνοιγε ένα νέο κεφάλαιο στην πιστωτική κρίση»[2]. Αυτό το νέο κεφάλαιο είναι μια λογική συνέπεια της τρέχουσας παγκόσμιας κρίσης, σύμφωνα μ’ αυτούς τους συγγραφείς, και ήδη έχει ανοίξει. Η ανάδυση μιας σειράς κρατικών χρεοστασίων σαν «μαύρων τρυπών» στο σύμπαν των παγκοσμιοποιημένων καπιταλιστικών σχέσεων απειλεί ολόκληρο το σύστημα.
Στις χώρες του ΟΟΣΑ το δημόσιο χρέος, μετά το 2007, εξερράγη. Διογκώθηκε κατά 70% εκτιναζόμενο από 44% του ΑΕΠ το 2006 στο 71%[3]. Σύμφωνα με μελέτες του ΔΝΤ και των Reinhart και Rogoff, το κρίσιμο σημείο για το δημόσιο χρέος βρίσκεται στην περιοχή του 60-90 % του ΑΕΠ. ΤΟ δημόσιο χρέος στις ΗΠΑ, την Βρετανία και την Ευρωζώνη έχει ήδη ξεπεράσει κατά πολύ αυτό το όριο και στην Ιαπωνία βρίσκεται στο διπλάσιο επίπεδο.
Ο Ντομινίκ Στρως-Καν, ο επικεφαλής του ΔΝΤ, έχει προειδοποιήσει ότι το δημόσιο χρέος στις ανεπτυγμένες οικονομίες θα φτάσει γύρω στο 110% του ΑΕΠ το 2014. Το χαρακτήρισε αυτό ως «τρομερή πρόκληση» και προέβλεψε ότι «για τις επόμενες μία-δύο δεκαετίες, οι οποιεσδήποτε κυκλικές αναθερμάνσεις θα χρησιμοποιούνται για να μειώνεται το δημόσιο χρέος κι όχι για την χρηματοδότηση δαπανών ή περικοπές φόρων»[4].
Η ελληνική περίπτωση πρέπει να τεθεί σ’ αυτό το παγκόσμιο, ιδιότυπο και περίπλοκο πλαίσιο μιας παγκόσμιας καπιταλιστικής χρεοκοπίας. «Η Ελλάδα» γράφει ο Mohamed El-Erian[5], διευθύνων σύμβουλος της Pimco, «είναι μέρος ενός ευρύτερου και ιστορικά ασυνήθιστου φαινόμενου - αυτού μιας ταυτόχρονης και μεγάλης ανατροπής του ισολογισμού πολλών βιομηχανικών χωρών. Δέστε τις ζώνες σας ».
Προειδοποιήσεις κι ανησυχίες για τις παγκόσμιες συνέπειες μιας δημοσιονομικής τραγωδίας που δεν περιορίζεται στην Ελλάδα ή στη Νότια Ευρώπη εκφράζει κι ο νεοφιλελεύθερος Niall Ferguson που βλέπει την ελληνική κρίση να φτάνει στην Αμερική: «Άρχισε στην Αθήνα. Επεκτείνεται στη Λισαβόνα και την Μαδρίτη. Αλλά θα ήταν σοβαρό λάθος να υποθέσει κανείς ότι η αναπτυσσόμενη κρίση του κρατικού χρέους θα περιοριστεί στις πιο αδύναμες οικονομίες της Ευρωζώνης[…] είναι μια δημοσιονομική κρίση όλου του Δυτικού κόσμου»[6].
Για την εξελισσόμενη ελληνική τραγωδία είναι «όλος ο κόσμος μια σκηνή». Κι όλοι όσοι παίζουν, όλες οι συγκρουόμενες κοινωνικές δυνάμεις, τάξεις και κράτη παίζουν και συγκρούονται πάνω «σ’ αυτό το πλατύ θέατρο, το οικουμενικό».[7]

Σε κρίση η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση

Ο κίνδυνος από ένα χρεοστάσιο μιας ελληνικής οικονομίας που αντιπροσωπεύει κάτι λιγότερο από το 3% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ ποτέ δεν θα αποκτούσε τέτοια σπουδαιότητα εάν δεν υπήρχε ο κίνδυνος μιας «εξάπλωσής» του όχι μόνο στις περιφερειακές χώρες της Ευρωζώνης αλλά στον ίδιο τον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ακόμα πιο πέρα, πλήττοντας όλους τους δανειστές της Ελλάδας, πρώτα-πρώτα τις γαλλικές, ελβετικές και γερμανικές τράπεζες[8].
Η κεντρικότητα του «ελληνικού ζητήματος» θα ήταν αδιανόητη χωρίς τον υψηλό βαθμό αλληλοσύνδεσης όλων των τμημάτων της παγκόσμιας οικονομίας που έχει αναπτυχθεί λόγω της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης των τελευταίων τριών δεκαετιών, συμπεριλαμβανόμενης της αντιφατικής διαδικασίας της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, όπως αυτή προωθήθηκε με την Συμφωνία του Μάαστριχτ μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» στην ανατολική Ευρώπη.
Η παγκοσμιοποίηση και η ευρωπαϊκή οικονομική και νομισματική ενοποίηση κάτω από καπιταλιστικές συνθήκες δεν καταργούν την ανισομέρεια της κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης στις διάφορες χώρες, αντιθέτως την βαθαίνει, ενισχύοντας όλες τις φυγόκεντρες δυνάμεις. Με την ενδόρρηξη του παγκόσμιου χρηματιστικού κεφαλαίου το 2007, ήρθαν στην επιφάνεια βίαια ανισορροπίες κι αντιφάσεις που υπάρχουν όχι απλώς ανάμεσα σε μια «λιτή», «πειθαρχημένη», πλεονασματική Γερμανία στο κέντρο και μια «άσωτη», διαβρωμένη από διαφθορά, σκάνδαλα, ελλείμματα και χρέη Ελλάδα στην περιφέρεια, ούτε μόνο ανάμεσα σε ένα ισχυρό ευρωπαϊκό Βορρά κι έναν αδύναμο μεσογειακό Νότο των χωρών που αλαζονικά λοιδορούνται σαν “PIGS” (= γουρούνια, τα αρχικά των χωρών Πορτογαλία, Ιταλία, Ελλάδα, Ισπανία) αλλά αφορά τον ίδιο τον γαλλογερμανικό άξονα του εγχειρήματος του Μάαστριχτ κα της ΟΝΕ.
20 χρόνια μετά την επανένωσή της και αφού επέβαλε στους Γερμανούς εργάτες για δεκαετίες ένα ζουρλομανδύα λιτότητας, χάρη στον Σρέντερ και την σοσιαλδημοκρατική γραφειοκρατία, η βιομηχανική Γερμανία είναι μείζων εξαγωγική χώρα, δεύτερη στον κόσμο μετά την Κίνα, αντιμέτωπη με μια παρακμασμένη, αποβιομηχανισμένη, όπως κι οι περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες, καπιταλιστική Γαλλία. Το φάσμα ενός χρεοστασίου σε μια χώρα-μέλος της Ευρωζώνης, σαν την Ελλάδα, απειλώντας με μια καταστροφική εξάπλωση άλλες ευρωπαϊκές χώρες, θέτει για πρώτη φορά σε μείζονα κίνδυνο την ύπαρξη του ευρώ κι αποτελεί μια θανάσιμη πρόκληση για ολόκληρο το ευρωπαϊκό ιμπεριαλιστικό σχέδιο ολοκλήρωσης της ηπείρου.
Ο Τζωρτζ Σόρος, σχολιάζοντας τους αυξανόμενους οξύτατους ανταγωνισμούς, τις εντάσεις και τους σάπιους συμβιβασμούς ανάμεσα στα μεγαλύτερα κράτη του σκληρού πυρήνα της ΕΕ, όπως εκδηλώθηκαν πριν, στη διάρκεια και μετά την Σύνοδο της 25 Μαρτίου 2010 σε σχέση με τον «μηχανισμό διάσωσης», ο οποίος επειγόντως απαιτούνταν για να εμποδίσει μια άμεση κήρυξη χρεοστασίου από την Ελλάδα, σωστά προειδοποίησε ότι η ΕΕ βρίσκεται «στο χείλος της διάλυσης»[9].
Αυτή η διαδικασία δεν σταμάτησε με τον εύθραυστο και αόριστο συμβιβασμό στην Σύνοδο της 25ης Μαρτίου 2010 να συσταθεί ένας «μηχανισμός διάσωσης» στον οποίο θα συμπεριλαμβάνεται σε καίριο ρόλο το ΔΝΤ για να αποφευχθεί τα ελληνικό χρεοστάσιο - μια απόφαση που δεν σταμάτησε αλλά παρόξυνε την κρίση ανεβάζοντας τα spreads για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα και τα ασφάλιστρα για χρεοκοπία (CDS) σε αστρονομικά ύψη. Ακόμα και η συγκεκριμενοποίηση που επιχειρήθηκε στην τηλε-διάσκεψη των υπουργών Οικονομικών της ΕΕ στις 11 Απριλίου 2010, με την ευρωπαϊκή υπόσχεση συμμετοχής με 30 δις ευρώ σαν βοήθεια τελευταία προσφυγής με τοκογλυφικό επιτόκιο 5% δεν μπορούσε να λύσει το πρόβλημα αδυναμίας πληρωμής του χρέους της ελληνικής οικονομίας ούτε να ξεπεράσει το ιστορικό αδιέξοδο της ίδιας της ΕΕ. Στις 15 Απριλίου, η ελληνική κυβέρνηση άρχισε τις τυπικές διαδικασίες ενεργοποίησης της διαδικασίας διάσωσης που συμπεριλαμβάνει και τα νέα δρακόντεια μέτρα τα οποία απαιτεί το ΔΝΤ[10].
Το επίσημο κάλεσμα στο αμερικανοκίνητο ΔΝΤ να συμμετάσχει στην επιχείρηση διάσωσης μιας χώρας της ΕΕ που δεν είναι αυτή την φορά η Λετονία ή η Ουγγαρία αλλά μια χώρα σε σοβαρή κρίση στο εσωτερικό της Ευρωζώνης, αποδεικνύει όχι μόνο την στενοκεφαλιά της Άνκελα Μέρκελ αλλά προπαντός την αδυναμία του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού συνολικά να αμφισβητήσει την παγκόσμια ηγεμονία του υπερατλαντικού ανταγωνιστή του, του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, ακόμα κι όταν ο τελευταίος βρίσκεται σε προχωρημένη παρακμή και κρίση.
Τα τεράστια εμπόδια στη χρηματοδότηση του χρέους ενός μέλους της Ευρωζώνης όπως η Ελλάδα αντανακλά την απουσία μιας κοινής δημοσιονομικής πολιτικής, η οποία είναι δυνατή μοναχά μέσω της πολιτικής ενοποίησης. Η ιστορική ετυμηγορία είναι σαφής: στη διάρκεια ενός ολόκληρου αιώνα, οι άρχουσες τάξεις της Ευρώπης απέτυχαν να ενοποιήσουν την ήπειρο κάτω από το ατσάλινο τακούνι τους παρόλη την βαρβαρότητα δύο παγκοσμίων πολέμων, έναν Ψυχρό Πόλεμο και πάνω από 50 χρόνια προσπαθειών για την εγκαθίδρυση ενός κοινού οικονομικού και νομισματικού χώρου. Το ιστορικό καθήκον της ευρωπαϊκής ενοποίησης μπορεί να εκπληρωθεί μοναχά από την ευρωπαϊκή εργατική τάξη με επαναστατικά μέσα στις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης.
Η κρίση που ξέσπασε το 2007 είναι η κρίση της ίδιας της παγκοσμιοποίησης του χρηματιστικού κεφαλαίου, μια παγκόσμια κρίση με κέντρο τις ΗΠΑ που ανάδειξε κι όλες τις εσωτερικές αντιφάσεις κι αδυναμίες του ευρωπαϊκού καπιταλισμού.
Ταυτόχρονα απέδειξε την αποτυχία τριών δεκαετιών πλανητικής επέκτασης του χρηματιστικού κεφαλαίου και την αποτυχία της λεγόμενης «νεοφιλελεύθερης» στρατηγικής να δώσουν μια σταθερή λύση στη φοβερή κρίση υπερπαραγωγής κεφαλαίου, την οποία δημιούργησαν, κατά πρώτο λόγο, τα «Τριάντα Ένδοξα Χρόνια» της μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης που στηρίχτηκαν στις Κεϋνσιανές βάσεις των Συμφωνιών του Μπρέττον Γουντς το 1944. Αυτή η κρίση υπερσυσσώρευσης στην παραγωγική σφαίρα και ο νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, η Νέμεση του κεφαλαίου, είναι η κινητήρια δύναμη τόσο της επέκτασης του χρηματιστικού κεφαλαίου παγκόσμια όσο και της παρούσας ενδόρρηξής του[11].
Ο Κεϋνσιανισμός κι ο αντικεϋνσιανός νεοφιλελευθερισμός, οι δύο οικονομικές στρατηγικές που επεξεργάστηκε ο αναπτυγμένος ιμπεριαλιστικός καπιταλισμός για να αντιμετωπίσει τις συστημικές του αντιφάσεις και την ιστορική του παρακμή ως τρόπου παραγωγής, απέτυχαν και οι δύο. Η κρίση υπερπαραγωγής κεφαλαίου εμποδίζει μια επιστροφή στον Κεϋνσιανισμό της μεταπολεμικής περιόδου γιατί κάτι τέτοιο θα ενέτεινε την τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους και θα πυροδοτούσε τις πληθωριστικές πιέσεις. Από την άλλη μεριά, η παγκοσμιοποίηση του χρηματιστικού κεφαλαίου και η πολιτική της, ο «νεοφιλελευθερισμός», οδήγησαν στην χειρότερη κρίση στην Ιστορία του καπιταλισμού· μια ανεξέλεγκτη συνέχιση της δημιουργίας «φουσκών» θα παράγει περισσότερες ανεξέλεγκτες καταστροφές πλασματικού κεφαλαίου βαθαίνοντας την παγκόσμια κάμψη της οικονομίας. Αυτό το στρατηγικό αδιέξοδο εγκαινιάζει μια παρατεταμένη περίοδο σπασμών και διατάραξης όλων των κοινωνικών και διεθνών σχέσεων, όπου θα βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη ιμπεριαλιστικοί και εμφύλιοι πόλεμοι, κάθε μορφής εξεγέρσεις, κοινωνικές και αντιϊμπεριαλιστικές επαναστάσεις.
Η φύση της εποχής μας της καπιταλιστικής παρακμής ως εποχής μετάβασης στον παγκόσμιο κομμουνισμό έρχεται στο φως διαψεύδοντας όλες τις αστικές αυταπάτες για ένα «τέλος του κομμουνισμού» που πρόωρα πανηγύρισαν το 1989-1991. Η διάγνωση και πρόγνωση που έκανε ο Καρλ Μαρξ στα Grundrisse και στο Κεφάλαιο δικαιώνονται ιστορικά. Η «τάση καθολικοποίησης του κεφαλαίου», ανεπτυγμένη ως τα άκρα της στην εποχή του ιμπεριαλισμού, ιδιαίτερα στις τελευταίες δεκαετίες παγκοσμιοποίησης του χρηματιστικού κεφαλαίου, το φέρνει προς την διάλυσή του, την «τελική βίαιη ανατροπή του»[12] και την μετάβαση σε ένα νέο τρόπο παραγωγής σε μια αταξική κοινωνία: «αυτή η τάση [καθολικοποίησης] -την οποία κατέχει τα κεφάλαιο, αλλά κι η οποία ταυτόχρονα αντιφάσκει μαζί του, μια και το κεφάλαιο είναι μια ιστορικά περιορισμένη μορφή παραγωγής και συνεπώς το κινεί προς την διάλυση- ξεχωρίζει το κεφάλαιο από προηγούμενους τρόπους παραγωγής και εμπεριέχει συνάμα αυτό το στοιχείο, ότι το κεφάλαιο τίθεται απλώς ως σημείο μετάβασης»[13].
Η παρούσα παγκόσμια συστημική κρίση δεν επιταχύνει μόνο τις διαδικασίες διάλυσης (μαζική καταστροφή πλεονάζοντος κεφαλαίου, μαζική χρόνια ανεργία και εξαθλίωση)· είναι επίσης και κινητήρια δύναμη της μετάβασης πέραν του κεφαλαίου.


Ο ελληνικός Δεκέμβρης:

ένα μήνυμα από το μέλλον

Επιφανείς ηγέτες των διεθνών καπιταλιστικών θεσμών ή και ηγέτες χωρών της ΕΕ, όπως ο επικεφαλής του ΔΝΤ Ντομινίκ Στρως-Καν κι ο Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζύ[14] είχανε χαρακτηρίσει σωστά τη λαϊκή εξέγερση στην Ελλάδα, με πρωτοπορία την νεολαία, τον Δεκέμβρη του 2008, ως την πρώτη πολιτική έκρηξη της παρούσας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης[15].
Η εξέγερση του Δεκέμβρη ήρθε πράγματι την επαύριον της κατάρρευσης της Λήμαν Μπράδερς, τη διάλυση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος και τον πανικό που ακολούθησε. Όλα τα ταξικά συνειδητά τμήματα των καπιταλιστών σε όλο τον κόσμο είδανε καθαρά τα γεγονότα στην Ελλάδα σαν το μήνυμα από το εγγύς μέλλον του παγκόσμιου καπιταλισμού με επερχόμενες κοινωνικές και πολιτικές αναταραχές.
Γίνανε κι ακόμα γίνονται συγκρίσεις ανάμεσα στην ελληνική εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 και το Αργεντινάσο, την μαζική εξέγερση στην Αργεντινή τον Δεκέμβριο του 2001 μετά το χρεοστάσιο της λατινοαμερικάνικης χώρας. Υπάρχουν προφανείς ομοιότητες μεταξύ των δύο λαϊκών εξεγέρσεων αλλά πιο διδακτικές είναι οι διαφορές.
Στην Αργεντινή, το χρεοστάσιο προηγήθηκε της εξέγερσης, ενώ από την άλλη μεριά, η ελληνική εξέγερση ήταν η πρώτη εκδήλωση μιας βαθιάς, συνεχιζόμενης κρίσης, η οποία θα φέρει την υπερχρέωση το 2009-2010 στο δραματικό σημείο μιας κοινωνικής οικονομικής καταστροφής και χρεοκοπίας.
Οι διαφορές δεν σταματούν εδώ. Το χρεοστάσιο της Αργεντινής του 2001, η χρεοκοπία μιας χώρας που θεωρούνταν μέχρι τότε η «μεγάλη επιτυχία» του νεοφιλελευθερισμού και το «κόσμημα στο στέμμα» του ΔΝΤ, προανάγγειλε όντως το γεγονός ότι η χρηματιστική παγκοσμιοποίηση κι ο νεοφιλελευθερισμός είχαν εξαντλήσει την δυναμική τους – γεγονός που γίνεται κυρίαρχο μετά την αποσύνθεση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος το 2007-2008. Το χρεοστάσιο, όμως, της Αργεντινής ήρθε με την ολοκλήρωση ενός άλλου κύκλου διεθνώς και την απαρχή ενός καινούργιου.
Η κατάρρευση της Αργεντινής ήταν η κορύφωση της διεθνούς χρηματοπιστωτικής θύελλας που ξεκίνησε με το κραχ στην Ασία το 1997 και αναπτύχθηκε σαν σπείρα διεθνώς με το χρεοστάσιο της Ρωσίας το 1998, την κατάρρευση του Long Term Capital Management, το σπάσιμο της «φούσκας» της αμερικανικής “dot.com” οικονομίας και την ύφεση του 200-2001, το σκάνδαλο και την πτώση της Enron, τις κρίσεις στην Τουρκία και την Βραζιλία.
To αργεντίνικο χρεοστάσιο πυροδότησε την λαϊκή εξέγερση. Στην Ελλάδα, η εξέγερση ήταν το προμήνυμα για την επερχομένη χρεοκοπία. Ανάμεσα, όμως, τις δύο εξεγέρσεις το παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον άλλαξε εντελώς και δραματικά.
Αμέσως μετά το Αργεντινάσο, ακριβέστερα την περίοδο 2002-2007, ακολούθησε μια ασθενική παγκόσμια αναθέρμανση της οικονομίας. Η χρηματοπιστωτική θύελλα συγκρατήθηκε με παρόμοια πάνω-κάτω μέσα που είχαν χρησιμοποιηθεί και σε προηγούμενα σοκ και κραχ, στη διάρκεια των δεκαετιών της χρηματιστικής παγκοσμιοποίησης (π.χ. μετά το διεθνές κραχ του 1987). Τα επιτόκια παντού, ακολουθώντας τη γραμμή της αμερικανικής Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας (Federal Reserve Bank), πέσανε σε χαμηλά, μηδενικά σχεδόν επίπεδα, παρέχοντας φτηνή πρόσβαση σε ρευστό. Το χρηματιστικό κεφάλαιο στράφηκε σε κάθε είδους εξωτικά χρηματοπιστωτικά εργαλεία που αργότερα αποδείχτηκαν να είναι «τοξικά», εκρηκτικές νάρκες σπαρμένες και κρυμμένες παντού μέσα στο παγκοσμιοποιημένο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Τα παράγωγα επέτρεψαν μια επέκταση της πίστης σε κολοσσιαία κλίμακα καθώς οι τράπεζες μπορούσανε να «τιτλοποιήσουν» τα δάνειά τους, διασπείροντας το ρίσκο. Σε συνδυασμό με αυτήν την παγκόσμια οικονομία της «φούσκας», η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών λόγω του ιμπεριαλιστικού «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», ιδιαίτερα με τους πολέμους στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, συνέβαλλε σε μια εφήμερη ανάκαμψη σε παγκόσμια κλίμακα[16].
Ραχοκοκαλιά αυτής της ασθενικής ανάκαμψης της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας ήταν ο αμερικανο-κινεζικός άξονας. Τα γιγάντια ελλείμματα της ισχυρότερης και πιο υπερχρεωμένης καπιταλιστικής υπερδύναμης στον κόσμο χρηματοδοτήθηκαν και χρηματοδοτούνται από τα τεράστια νομισματικά αποθέματα που συσσώρευσε και συσσωρεύει η εξαγωγική υβριδική οικονομία της Κίνας μετά την στροφή της στην καπιταλιστική παλινόρθωση. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιο εύγλωττη εικόνα της παρακμής και του παρασιτισμού μιας οικονομίας, της αμερικανικής, που αντιπροσωπεύει το υψηλότερο σημείο της παγκόσμιας καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Ο καθηγητής Robert Skidelsky συνοψίζει το δίχτυ των σινο-αμερικανικών σχέσεων ως εξής: «Αντί να δανείζεται από το αμερικανικό κοινό για να χρηματοδοτήσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα, η αμερικανική κυβέρνηση μπορούσε να δανείζεται από τις κινεζικές αποταμιεύσεις εκδίδοντας κρατικά ομόλογα που τα αγόραζαν οι Κινέζοι. Ως εκ τούτου τα ομοσπονδιακά ελλείμματα δεν ανέβαζαν το κόστος του εγχώριου δανεισμού, πράγμα που θα ήταν υποχρεωμένη να κάνει η κυβέρνηση εάν έπρεπε να δανειστεί από αμερικανικές αποταμιεύσεις αντί να πουλάει χρέος στην Κίνα[…] Με τις κινεζικές αποταμιεύσεις στη διάθεσή της, η κυβέρνηση των ΗΠΑ μπορούσε να διαχειρίζεται το έλλειμμα χωρίς να επιβαρύνει την ιδιωτική δαπάνη. Αυτό επέτρεψε στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα να διατηρήσει χαμηλότερα τα επιτόκια με τα οποία οι τράπεζες δανείζονται από αυτήν και αναμεταξύ τους, βοηθούμενη από την πτωτική πίεση πάνω στις τιμές λόγω της εισαγωγής φτηνών κινεζικών αγαθών κατασκευασμένων από φτηνή κινεζική εργασία.
Το φτηνό χρήμα, με την σειρά του, επέτρεψε στις τράπεζες να επεκτείνουν τα αποθέματά τους και τα δάνειά τους σε πελάτες, περισσότερο από όσο θα μπορούσανε να κάνουν αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Με δυο λόγια, χάρη στον αντίχτυπο που είχαν οι κινεζικές αποταμιεύσεις στη χρηματοδότηση του ομοσπονδιακού ελλείμματος κατόρθωσαν οι Αμερικανοί καταναλωτές να αυξήσουν σημαντικά τις καταναλωτικές δαπάνες τους. »
Η υπερσυσσώρευση κεφαλαίου στην παραγωγική σφαίρα και η πτώση της κερδοφορίας προσανατόλισε τις δαπάνες σε κερδοσκοπικές δραστηριότητες. Ο Σκιντέλσκυ συνεχίζει: «Η απουσία ευκαιριών για κερδοφόρα επένδυση καθόρισε το πρότυπο των αμερικανικών δαπανών. Οι Αμερικανοί δανείζονταν όχι για να επενδύσουν σε νέα μηχανήματα αλλά για να κερδοσκοπήσουν στην αγορά ακινήτων, σε συγχωνεύσεις και εξαγορές. Η επακόλουθη αύξηση του χάρτινου πλούτου πυροδότησε μια καταναλωτική άνθηση. Η κατάσταση δεν μπορούσε να διατηρηθεί για πολύ γιατί δεν δημιουργούνταν νέοι πόροι για να αποπληρωθούν είτε τα εγχώρια είτε τα διεθνή δάνεια»[17]. Η πελώρια πυραμίδα χάρτινου πλούτου ήταν αναπόφευκτο να καταρρεύσει, αρχίζοντας από την αγορά ενυπόθηκων δανείων υψηλού ρίσκου (sub-prime mortgage market) το 2007 και οδηγώντας στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική διάλυση και την ύφεση.
Είναι αυτή η εντελώς καινούργια παγκόσμια κατάσταση, που οι ίδιοι οι καπιταλιστές την αναγνωρίζουν σαν την χειρότερη κρίση στην Ιστορία του συστήματός τους, η ιστορική μήτρα που γέννησε τον ελληνικό Δεκέμβρη και εγκαινίασε μια ποιοτικά καινούργια περίοδο κοινωνικών συγκρούσεων και πολιτικών εκρήξεων όχι μοναχά στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη και διεθνώς. Δεν μπορεί να υπάρξει μια επιστροφή στο status quo ante. Η μαζική κρατική παρέμβαση το 2008-2009 δεν περιορίστηκε σε μέτρα νομισματικής πολιτικής, συνδυάζοντας εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια με τεράστια πακέτα διάσωσης που ξεπερνούσαν σε κλίμακα οτιδήποτε γνωρίσαμε στο παρελθόν, μετά τα διεθνή κραχ του 1987 ή του 1997. Το γεγονός ότι μια τέτοια χωρίς προηγούμενο παρέμβαση οδήγησε στα τέλη του 2009 σε ένα αβάσταχτο βάρος γιγάντιου δημόσιου χρέους σε ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο δείχνει πόσο ανεπαρκή πλέον είναι τα παλιά μέσα για να λύσουν το τωρινό ιστορικό πρόβλημα του παγκόσμιου καπιταλισμού.
Έτσι η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση αλλά τον μικρόκοσμο που συμπυκνώνει, με έναν ιδιαίτερο, πρωτότυπο τρόπο, τα βασικά χαρακτηριστικά της παγκόσμιας διαδικασίας.

Γιατί η Ελλάδα;

Η Ελλάδα θεωρείται ο πιο αδύνατος κρίκος στη διεθνή αλυσίδα των κρατών-μελών της ΕΕ, η πιο αδύναμη ακόμα και ανάμεσα στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας που το ευρωπαϊκό κέντρο περιφρονεί σαν PIGS. Τα εμπειρικά στοιχεία που έδωσαν οι ελληνικές αρχές το Νοέμβριο 2009 είναι από μόνα τους συντριπτικά με τον συνδυασμό ενός ελλείμματος 12,7% του ΑΕΠ για το 2009 κι ένα πελώριο δημόσιο χρέος 113% του ΑΕΠ (γύρω στα 300 δις ευρώ) που θα αυξηθεί στο 120,8% το 2010[18] κατά την Τράπεζα της Ελλάδας και καθιστούν την Ελλάδα πιο ευάλωτη από οποιαδήποτε άλλη χώρα της ΕΕ.
Αλλά οι εμπειρικές συγκρίσεις δεν είναι αρκετές και δεν αποκαλύπτουν, από μόνες τους, τους δομικούς-ιστορικούς λόγους, οι οποίοι κάνουν την Ελλάδα «προνομιούχο τόπο» της πρώτης πολιτικής έκρηξης της τρέχουσας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης κι ενός επερχόμενου χρεοστασίου που απειλεί ολόκληρη την Ευρωζώνη.
Η εισδοχή στη διαδικασία της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης και προπαντός η ένταξη στην ΟΝΕ το 2000 δημιούργησε την εντύπωση, που έγινε αποδεκτή από τις διεθνείς αγορές, ότι η Ελλάδα βγήκε από τις γραμμές των «αναδυομένων χωρών» για να ενταχθεί στις «ανεπτυγμένες οικονομίες», κατά την ορολογία του ΟΟΣΑ. Έχοντας γίνει πόλος έλξης του πλεονάζοντος χρηματιστικού κεφαλαίου μετά το ασιατικό κραχ του 1997 λόγω της αξιοπιστίας που της έδωσε η ένταξη στην Ευρωζώνη, η ελληνική αστική τάξη επιχείρησε να πραγματοποιήσει την παλιά της φιλοδοξία να αναδειχθεί σε ηγεμονική περιφερειακή δύναμη επενδύοντας μαζικά και ελέγχοντας το τραπεζικό σύστημα στα Βαλκάνια κι επεκτείνοντας την οικονομική της επιρροή σ’ αυτή την ζωτική γεωπολιτική περιοχή, στο μαλακό υπογάστριο της Ρωσίας και την πύλη της Μέσης Ανατολής.
Δέκα χρόνια μετά την εισαγωγή του ευρώ, η ΟΝΕ και η ΕΕ αντιμετωπίζουν τώρα την χειρότερη κρίση τους και τον κίνδυνο διάλυσης, ενώ η Ελλάδα βρίσκεται κάτω από την σκιά μιας κρατικής χρεοκοπίας. Οι κεντρομόλες τάσεις της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης εντείνανε την συνδυασμένη ανάπτυξη αλλά οι φυγόκεντρες τάσεις των ιστορικά διαμορφωμένων εσωτερικών της αντιφάσεων βάθυναν την ανισόμερη ανάπτυξη. Η στιγμή της αλήθειας ήρθε με την κρίση: τα απατηλά φαινόμενα συντρίφτηκαν με την έκρηξη των ουσιωδών αντιφάσεων.
«Ο ελληνικός καπιταλισμός γεννήθηκε γέρος», έγραψε σωστά ο πρωτεργάτης του ελληνικού Τροτσκισμού Παντελής Πουλιόπουλος[19]. Η καθυστερημένη ιστορική ανάπτυξη της αστικής Ελλάδας, με την απουσία μιας ισχυρής βιομηχανικής βάσης κι έναν υπερτροφικό, γραφειοκρατικό δημόσιο τομέα που επιβλέπει και δίνει δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική στήριξη στο ντόπιο κεφάλαιο, καθόρισε την διαμόρφωση μιας οικονομικής ανάπτυξης στηριγμένης στη συσσώρευση χρέους, γεγονός που την κατέστησε εξαρτημένη από και εξαιρετικά ευαίσθητη στις ροές του ξένου κεφαλαίου και στις παγκόσμιες τάσεις του καπιταλισμού, ιδιαίτερα στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο.
Τα ξένα δάνεια κι η διείσδυση του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου, με το οποίο το ελληνικό κεφάλαιο συνέδεσε την δική του συσσώρευση κι επιβίωση, έπαιξαν και συνεχίζουν να παίζουν καθοριστικό ρόλο στην πορεία της οικονομικής και πολιτικής Ιστορίας της νεότερης Ελλάδας.[20]
Από μια άποψη, η Ιστορία του ελληνικού καπιταλισμού είναι η Ιστορία των χρεοκοπιών του. Οι χρεοκοπίες αυτές, με τη σειρά τους, συμπίπτουν με τις κρισιακές στιγμές και τις Μεγάλες Υφέσεις στην Ιστορία του παγκόσμιου καπιταλισμού: την Μεγάλη Ύφεση του 1873-1896 που έφερε και την κρατική πτώχευση της Ελλάδας το 1893· το κραχ του 1929 και την Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930 που οδήγησε στο ελληνικό χρεοστάσιο του 1932· την παρούσα παγκόσμια κρίση στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα που έθεσε στην ημερήσια διάταξη ξανά μια τρίτη κρατική χρεοκοπία της χώρας. Κάθε μία από αυτές τις χρεοκοπίες συνδέεται με μεγάλες πολιτικές αναταραχές κι ανοίγει νέα κεφάλαια στην Ιστορία της πάλης των τάξεων.
Για να καταλάβουμε τη φύση της κρίσης του χρέους πίσω από κάθε μία από αυτές τις χρεοκοπίες απαιτείται να την τοποθετήσουμε στο δικό της ιστορικό πλαίσιο, όπως αυτό διαμορφώνεται από την κοινωνική πάλη.
Το ιστορικό υπόβαθρο της παρούσας επικείμενης πτώχευσης εμπεριέχει την ανάπτυξη της ταξικής πάλης στη χώρα, μετά την προδομένη από τον σταλινισμό και νικημένη από τον ιμπεριαλισμό ελληνική επανάσταση του 1941-49, μαζί και τον ιστορικό σταθμό που αντιπροσωπεύει η πτώση της αντικομμουνιστικής στρατιωτικής δικτατορίας που επέβαλε η CIA το 1967-1974 και τις συνέπειές της. Η εξέγερση της νεολαίας στο Πολυτεχνείο το 1973, που επιτάχυνε την κρίση από την οποία τελικά η χούντα δεν μπορούσε να επιβιώσει τελικά, ήταν, πραγματικά, η τελευταία μάχη του προηγούμενου εμφυλίου πολέμου βάζοντας τέρμα στα μετεμφυλιοπολεμικά αυταρχικά καθεστώτα.
Η άδοξη κατάρρευση της δικτατορίας το 1974 προκάλεσε ένα κενό εξουσίας, το οποίο μαζί με την πολιτική ριζοσπαστικοποίηση του λαού δημιούργησαν την μεγαλύτερη απειλή που γνώρισε η εξουσία της άρχουσας τάξης από τον καιρό του εμφυλίου πολέμου. Για να εκτονώσουν το συσωρευμένο επαναστατικό δυναμικό και να το καναλιζάρουν σε ένα ξαναζωντανεμένο αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα, ήταν αναγκαίο να εισάγουν πολιτικές και οικονομικές παραχωρήσεις στους εργάτες, τους αγρότες και τα φτωχά μικροαστικά στρώματα της πόλης.
Τα ίδια χρόνια που σε όλο τον υπόλοιπο καπιταλιστικό κόσμο κατεδαφίζονταν το μεταπολεμικό κεϋνσιανό οικοδόμημα μετά την κατάρρευση των Συμφωνιών του Μπρέττον Γουντς το 1971 (η κατάρρευση της ελληνικής χούντας ήταν η ίδια μέρος μιας διεθνούς θύελλας και μιας παγκόσμιας επαναστατικής πλημμυρίδας που αγκάλιασε ολόκληρο τον πλανήτη από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 έως τα μέσα της δεκαετίας του ’70), στην Ελλάδα, μια αντίστροφη διαδικασία λάμβανε χώρα: αμέσως μετά την πτώση της χούντας και ιδιαίτερα μετά την άνοδο στην εξουσία το 1981 του λαϊκιστικού ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, εισήχθησαν κεϋνσιανού τύπου μέτρα (κρατικοποιήσεις, ανάπτυξη των κρατικών επιχειρήσεων, των ΔΕΚΟ, αύξηση του λαϊκού εισοδήματος κλπ.) για να αναχαιτισθεί η ανανεωμένη μαχητικότητα της εργατικής τάξης και για να εκτονωθεί μια εν δυνάμει επαναστατική πολιτική κρίση.
Αυτά τα μέτρα πάρθηκαν στη βάση ενός διαρκώς διογκούμενου εξωτερικού χρέους. Η υπερχρέωση της Ελλάδας οφείλεται όχι μόνο στη διαφθορά της άρχουσας τάξης και του πολιτικού προσωπικού της αλλά επίσης στο βαθύτατο φόβο τους απέναντι στις λαϊκές πιέσεις από τα κάτω μετά το 1974.
Η Ελλάδα, βέβαια, δεν είχε ανοσία απέναντι σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον που βυθιζόταν στην κρίση υπερπαραγωγής κεφαλαίου. Η περίοδος εκβιομηχάνισης 1963-1973 που οφείλονταν σε μεγάλο βαθμό στην διείσδυση πολυεθνικών εταιρειών, οι οποίες εκμεταλλεύονταν την απουσία συνδικαλιστικής δραστηριότητας κάτω από το στρατοκρατικό καθεστώς, είχε εξαντληθεί καταλήγοντας στη λεγόμενη «επενδυτική αποχή».
Οι βιομηχανικές επενδύσεις παρέμειναν ασθενικές. Παραδοσιακά η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων βασίζονταν στην προστασία με τους υψηλούς δασμούς και το χαμηλό κόστος εργασίας. Και οι δύο παράγοντες αυτοί διαβρώθηκαν από τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Το κόστος εργασίας αυξήθηκε και η προστασία των δασμών άρχισε να σβήνει μετά την είσοδο το 1981 στην ΕΟΚ. «Επιπλέον» παρατηρεί ο Τάκης Φωτόπουλος «η διάβρωση του συγκριτικού ελληνικού πλεονεκτήματος σε σχέση με το κόστος εργασίας κι η αποτυχία της οικονομικής αναδιάρθρωσης της ελεύθερης αγοράς να αλλάξει τον τύπο των εξαγωγών συνεπάγονταν μια πολύ ασθενική ανταπόκριση των εξαγωγών και μια συνεχή επέκταση των εισαγωγών»[21].
Ο παραδοσιακός αγροτικός τομέας, βασισμένος στη μικρή ιδιοκτησία γης, με την πίεση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής και παρά την εισροή των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων, συρρικνώθηκε δραστικά. Ο αγροτικός πληθυσμός μειώθηκε δραματικά από το 31% του ενεργού πληθυσμού το 1981 στο 13 % το 2006[22].
Καθώς αποσυντίθετο ο παραγωγικός ιστός της οικονομίας σε βιομηχανία και γεωργία, η μειωμένη απασχόληση έβρισκε μια σχετική διέξοδο στους υπερτροφικούς τομείς των υπηρεσιών και του δημοσίου. Ενισχύθηκαν τα πελατειακά δίκτυα που ήταν δεμένα με το διεφθαρμένο πολιτικό προσωπικό του κοινοβουλευτικού συστήματος και μια κρατική γραφειοκρατία στενά δεμένη με το ξένο και ντόπιο κεφάλαιο, προωθώντας την παρακμή της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, η οποία είχε αποκατασταθεί το 1974.
Οι κοινωνικές ανισότητες στην κατανομή του εισοδήματος ξεπέρασαν κατά πολύ τον μέσο όρο της ΕΕ, με το 20% των φτωχότερων στρωμάτων να παίρνουν λιγότερο από 7% του εισοδήματος, ενώ το 20% των πλουσιότερων να καρπώνεται περίπου το 42%[23].
Από τη δεκαετία του 1990, η χρόνια ανεργία συνδυάζονταν με την εισαγωγή της «ελαστικής εργασίας», πλήττοντας ιδιαίτερα τις νεότερες γενιές. Τις παραμονές της εξέγερσης της νεολαίας τον Δεκέμβρη του 2008, ένα τέταρτο των ανέργων ήταν νέοι κι ένας στους δύο άνεργους νέους είχε πανεπιστημιακό πτυχίο.
Η φτηνή εργασία με την υπερεκμετάλλευση των ξένων μεταναστών που δουλεύουν κάτω από τις πιο βάρβαρες συνθήκες έγινε η βάση των ετοιμασιών του ελληνικού καπιταλισμού να συνδεθεί με την ΟΝΕ, όπως διατυμπάνιζε κυνικά ο Γιάννος Παπαντωνίου, ο τότε υπουργός Οικονομικών της νεοφιλελεύθερης πασοκικής κυβέρνησης του Κώστα Σημίτη.
Οι δομικές αδυναμίες του ελληνικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, του ενσωματωμένου πλέον ως μητροπολιτικού κόμβου στο πλέγμα των παγκοσμιοποιημένων καπιταλιστικών σχέσεων, εκδηλώνονταν με το αυξανόμενο έλλειμμα για να αντιμετωπιστεί ο αυξανόμενος δανεισμός από το εξωτερικό και, μέσω των αυξανόμενων πληρωμών για την εξυπηρέτηση του χρέους, με τον φαύλο κύκλο της συσσώρευσης χρέους.
Από την δεκαετία του 1980, το δημόσιο και το εξωτερικό χρέος τριπλασιάστηκαν και, σύμφωνα με την Deutsche Bank, το εξωτερικό χρέος σήμερα έχει φτάσει το 150% του ΑΕΠ[24].
Η χρηματιστική παγκοσμιοποίηση με την παρατεταμένη επέκταση της πίστης στήριξε το πελώριο βουνού του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους που ορθωνότανε - μέχρι την αναπόφευκτη ενδόρρηξή του μετά το 2007.

Που πάει η Ελλάδα;

Από τις αρχές του 2010, μια ντε φάκτο χρεοκοπημένη Ελλάδα έχει υποβιβαστεί σε ένα προτεκτοράτο της ΕΕ[25], με την δημοσιονομική και οικονομική της πολιτική να βρίσκεται κάτω από την επίσημη «επιτήρηση» της τρόικας της Κομισιόν της ΕΕ, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του ΔΝΤ. Η κυβέρνηση εγκαταλείπει την εθνική οικονομική κυριαρχία κι η χώρα υποβιβάζεται στην οιωνεί ημιαποικιακή θέση, στην οποία βρισκότανε πάνω από 100 χρόνια πριν, το 1897, όταν μετά από την πτώχευση και τον καταστροφικό ελληνοτουρκικό πόλεμο, ένας «Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος» (ΔΟΕ) των ξένων τραπεζών επιβλήθηκε στην Ελλάδα.
Η εισαγωγή από την «σοσιαλιστική» κυβέρνηση Παπανδρέου, στις 3 Μαρτίου 2010, του ψευδεπίγραφου «Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης» δραστικών περικοπών των δημοσίων κοινωνικών δαπανών, των μισθών και των συντάξεων, συμφωνήθηκε με την ΕΕ για να πετύχει την αδύνατη αποστολή της περικοπής του ελλείμματος από το 13% περίπου στο 3% του ΑΕΠ. Αυτό, όμως, ήταν μόνο το πρελούδιο του δράματος, η εισαγωγή στην «αίθουσα βασανιστηρίων του Βόλφγκανγκ Σόϋμπλε», όπως την χαρακτήρισε σωστά ο Γκίντεον Ράχμαν, παραπέμποντας στο όνομα του Γερμανού υπουργού Οικονομικών[26]. Το πρόγραμμα λιτότητας αυτό ακολουθήθηκε από μια αντιλαϊκή «φορολογική μεταρρύθμιση» που ευεργετεί μοναχά τους πλουσιότερους καθώς και το ξέπλυμα χρήματος κάθε είδους Μαφιόζου κι απατεώνα, κι από ένα νεοφιλελεύθερο πολυνομοσχέδιο κατά της Παιδείας ενώ αναμένεται το καινούργιο νομοσχέδιο σφαγιασμού των συνταξιοδοτικών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων.
Η ΕΕ, κάτω από την ηγεμονία της Γερμανίας της Μέρκελ και του Σόϋμπλε, και με την «τεχνογνωσία» του ΔΝΤ «στρίβουν την βίδα» στον λαιμό της ελληνικής εργατικής τάξης και λαϊκών μαζών. Δεν πρόκειται απλώς για αντιμετώπιση του κινδύνου κρατικής χρεοκοπίας και των συνεπειών της στην Ευρωζώνη αλλά και για ένα βάρβαρο κοινωνικό «πείραμα» με τον ελληνικό λαό σαν πειραματόζωο, για να γίνει παράδειγμα για την τρομοκράτηση ολόκληρης της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης.
Η πρόσκληση στο ΔΝΤ κι η ενεργητική εμπλοκή του στην Ελλάδα φέρνει νέα βασανιστήρια, νέες δρακόντειες περικοπές για να επιβληθούν εκείνα τα σχέδια του ΔΝΤ που ήδη εφαρμόστηκαν με ολέθρια αποτελέσματα στην Ουγγαρία, την Λετονία και την Ρουμανία. Ο Ντομινίκ Στρως-Καν προδιαγράφει έναν μαζικό αποπληθωρισμό των μισθών και τιμών για μια ακαθόριστη χρονική περίοδο σαν όρο για την όποια χρηματοδότηση.
Πέρα από την τεράστια κοινωνική καταστροφή που επιφέρει και τα φοβερά δεινά που προκαλεί στον λαό, θα μπορούσε μήπως αυτή η αποπληθωριστική επιδρομή κατά των εργαζομένων να φέρει και κάποια πραγματική λύση στην συστημική κρίση της Ελλάδας και της Ευρωζώνης;
«Ένα σχέδιο διάσωσης της Ελλάδας ανακοινώθηκε τελικά αλλά καμιά πραγματική λύση [δεν υπήρξε]» παρατήρησε ο Βόλφγκανγκ Μυνχάου[27]. «Σαν μέλος μιας πλατιάς νομισματικής ένωσης η Ελλάδα μπορεί να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της μόνο μέσω ενός σχετικού αντιπληθωρισμού συγκριτικά με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, ο οποίας στην πραγματικότητα σημαίνει μόνο μέσω ενός αποπληθωρισμού. Όπως, όμως, τονίζει ο Γάλλος οικονομολόγος Jacques Depla, αυτό αναπόφευκτα δημιουργεί μια δυναμική χρέους-αποπληθωρισμού στον ελληνικό ιδιωτικό τομέα σαν αυτή που περιέγραψε στη δεκαετία του 1930 ο οικονομολόγος Irving Fischer[…] αυτό που είναι πραγματική παγίδα στην ελληνική κρίση είναι το γεγονός ότι η κατάσταση ρευστότητας της χώρας είναι καλλίτερη από την ικανότητα αποπληρωμής των χρεών της. Η αδυναμία αποπληρωμής είναι μια βαθμιαία, αόρατη διαδικασία. Τα αρνητικά αποτελέσματα της δυναμικής χρέους-αποπληθωρισμού δεν έχουν αρχίσει ακόμη, αλλά θα γίνουν αναπόφευκτα καθώς ο ελληνικός δημόσιος κι ο ιδιωτικός τομέας περνούν μέσα από μια ταυτόχρονη διαδικασία μείωσης των χρεών τους ».[28]
Η σπείρα το χρέους-αποπληθωρισμού θα βαθύνει παραπέρα την ύφεση στην οικονομία που με την σειρά της θα αυξήσει το έλλειμμα κάνοντας απαραίτητη την κάλυψή του με νέα συσσώρευση χρεών.
Ο Μυνχάου, επιχειρηματολογώντας για το ότι είναι αναπόφευκτο ένα ελληνικό χρεοστάσιο, τονίζει : «Είναι αρκετά δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι η Ελλάδα μπορεί να βγει από μια κρίση που είναι ταυτόχρονα κρίση χρέους και κρίση ανταγωνιστικότητας χωρίς να πέσει σε κάποιο φαύλο κύκλο - του χρέους και του αποπληθωρισμού π.χ. ή μιας ακραίας δημόσιας εχθρότητας που θα τορπιλίσει τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες της κυβέρνησης. Είναι όμως αδύνατο, τουλάχιστον για μένα, να φανταστώ μια κατάσταση στην οποία η Ελλάδα θα μπορέσει να καταφέρει να γλυτώσει από την επικείμενη καταστροφή χωρίς κάποια αναδιάρθρωση του χρέους»[29].
Αξίζει να προσεχτεί σ’ αυτή τη δήλωση όχι μόνον η απαισιόδοξη, από αστική άποψη, πρόβλεψη ενός φαύλου κύκλου χρέους-αποπληθωρισμού αλλά κι ο φόβος μιας «ακραίας δημόσιας εχθρότητας», με άλλα λόγια, μιας «ακραίας» εργατικής αντίστασης σε μια βαρβαρότητα που είναι κάτι παραπάνω από ακραία!
Επιπλέον δεν είναι η Ελλάδα μόνο στον φαύλο κύκλο αλλά κι η Ευρωζώνη συνολικά. Αιωρείται πάντα σαν δαμόκλεια σπάθη η απειλή της εξάπλωσης, πρώτα-πρώτα πάνω από την Πορτογαλία (που ήδη πιέζεται από τις Βρυξέλες για νέα «δημοσιονομική αναπροσαρμογή») και την Ισπανία, την τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία στην Ευρωζώνη με ένα ετήσιο ΑΕΠ που ξεπερνάει το 1 τρισεκατομμύριο ευρώ. Οποιοδήποτε σχέδιο διάσωσής της θα τίναζε στον αέρα όλον τον δύσκολο και ασταθή συμβιβασμό ανάμεσα στην Γερμανία και την Γαλλία.
Το ρεφορμιστικό Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς κι ο Συνασπισμός στην Ελλάδα καταθέτουν προτάσεις για να βγει η ΕΕ από τον φαύλο κύκλο μέσα από μια ριζική αναδιάρθρωση του Σύμφωνου Σταθερότητας και της ΟΝΕ, θέτοντας την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κάτω από τον «δημοκρατικό»(;) έλεγχο του Ευρωκοινοβουλίου, ζητώντας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα φτηνά δάνεια με επιτόκιο 1% για χώρες που βρίσκονται στο χείλος του χρεοστασίου και την εκπόνηση ενός πιο αναδιανεμητικού προϋπολογισμού της ΕΕ. Πέρα από τους επαναστάτες Μαρξιστές, ο Κώστας Λαπαβίτσας κι η ερευνητική του ομάδα έχουν δείξει την ματαιότητα τέτοιων ευχολόγιων για ένα «καλό ευρώ», για μια «μεταρρυθμισμένη ΟΝΕ» σε μια «μεταρρυθμισμένη ΕΕ»[30]. Αφήνοντας κατ’ αρχήν στην άκρη τα τεράστια πολιτικά εμπόδια, αυτές οι μεταρρυθμίσεις είναι ουτοπικές οικονομικά καθώς δεν λύνουν αλλά παροξύνουν παραπέρα την αντίφαση ανάμεσα στο ευρώ σαν ένα νόμισμα ταυτόχρονα εθνικό και διεθνές και την δημοσιονομική ανεξαρτησία των κρατών-μελών της Ευρωζώνης, με τελικό αποτέλεσμα την κατάρρευση της ίδιας της ΟΝΕ και την διάλυση της ΕΕ. Τελευταίο αλλά όχι έσχατο, αυτές οι ρεφορμιστικές προτάσεις είναι και κοινωνικά αντιδραστικές, αποπροσανατολίζοντας το εργατικό κίνημα σε ένα αδιέξοδο και δένοντας την τύχη του με τις απαιτήσεις μιας καταρρέουσας ιμπεριαλιστικής Ευρωπαϊκής Ένωσης των μεγαλοκαπιταλιστών.
Παραμένει ως εναλλακτική λύση, η έξοδος από την ευρωζώνη κι από την ΕΕ. Ο Λαπαβίτσας κάνει την διάκριση ανάμεσα σε μια «συντηρητική» και μια «προοδευτική» έξοδο, με την τελευταία να είναι αναγκαστικά συνδεμένη με μεγάλους μετασχηματισμούς στην οικονομία και την κοινωνία όπως είναι η εθνικοποίηση των τραπεζών, ο έλεγχος στις εκροές κεφαλαίων, την εθνικοποίηση των στρατηγικών τομέων της οικονομίας, ένα πρόγραμμα αναβίωσης της βιομηχανίας, δημόσια έργα κλπ.
Ο όροι αυτών των μέτρων δεν ξεκαθαρίζονται και πάνω απ’ όλα, ο μετασχηματισμός των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων που βλέπουν ο Λαπαβίτσας κι οι συνεργάτες του διαχωρίζεται από την κεντρική της προϋπόθεση: την ριζική ανατροπή και τον μετασχηματισμό των υπαρκτών σχέσεων ταξικής εξουσίας στην Ελλάδα την Ευρώπη και διεθνώς.
Ο Γόρδιος δεσμός του χρέους και της εξυπηρέτησης του χρέους πρέπει όντως να κοπεί με μαζική ταξική δράση που θα απορρίψει τον στραγγαλισμό στα χέρια των διεθνών τοκογλύφων, της ΕΕ/ΕΚΤ και του ΔΝΤ, των αστυνόμων του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου. Η έξοδος από την αίθουσα βασανιστηρίων του Σόϋμπλε είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου.
Μια μονομερής κατάργηση του εξωτερικού χρέους στους διεθνείς τοκογλύφους και μια ριζική ρήξη με την ΟΝΕ και την ΕΕ κάνει αναγκαία όχι μόνο μιαν αλλαγή στις σχέσεις διανομής του κοινωνικού πλούτου αλλά μια ριζική ρήξη με τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, μια αναδιοργάνωση των κοινωνικών σχέσεων πάνω σε νέες, σοσιαλιστικές βάσεις. Συνεπώς, τίθεται το κεντρικό ζήτημα μιας επαναστατικής αναμέτρησης με την αστική κυριαρχία και το κράτος της, το ζήτημα της πάλης για εργατική εξουσία και παραπέρα, η ώθηση σε μια διεθνή δυναμική επέκταση αυτών των επαναστατικών κοινωνικών αλλαγών στην Ευρώπη και παγκόσμια.
Ο «σοσιαλισμός σε μια μόνη χώρα» αποδείχτηκε ότι ήταν μια τραγωδία που τελείωσε χωρίς καμιά κάθαρση, άδοξα, στα χέρια της καπιταλιστικής παλινόρθωσης. Μια επανάληψή της στις σημερινές συνθήκες προωθημένης αλληλοσύνδεσης όλων των μερών της παγκόσμιας οικονομίας ή αντιδραστικά εθνικιστικά όνειρα αυτάρκειας σε ένα «καπιταλισμό σε μια μόνο χώρα» θα ήταν μοναχά μια εφήμερη τραγική κωμωδία.
Η ελληνική τραγωδία -μια τραγωδία για τον λαό της και ένα τυχερό παιχνίδι για υπερκέρδη των χρηματιστικών αρπακτικών- έχει ως σκηνή της ολόκληρο τον κόσμο. Είναι σ’ αυτό το οικουμενικό θέατρο που θα κορυφωθεί. Εκεί η Ύβρη του κεφαλαίου θα τιμωρηθεί. Η έξοδος από τον καπιταλιστικό φαύλο κύκλο της καταστροφής δεν μπορεί παρά να είναι μια έξοδος από τα σύστημα, μια σοσιαλιστική επανάσταση σε διεθνή κλίμακα, προς ένα νέο κόσμο που έρχεται, τον κομμουνισμό χωρίς σύνορα, χωρίς αφεντικά και χωρίς γραφειοκράτες. Αυτή δεν είναι απλώς η καλύτερη εναλλακτική λύση. Είναι η μοναδική λύση.


15 Απριλίου 2010











--------------------------------------------------------------------------------

[1] Financial Times, 21 Δεκεμβρίου 2009

[2] David Roche και Bob McKee, «Προσέξτε τις μαύρες τρύπες των κρατικών χρεών», Financial Times 31 Μαρτίου 2010

[3] Στο ίδιο.

[4] «Το ΔΝΤ προειδοποιεί για την τρομερή πρόκληση του μεγάλου δημόσιου χρέους» Ρόϊτερ 10/4/2010

[5] Mohamed El-Erian, “Γιατί η διάσωση της Ελλάδας δεν θα προχωρήσει όπως σχεδιάστηκε”, Financial Times 7 Απριλίου 2010

[6] Niall Ferguson, «Μια ελληνική κρίση καταφθάνει στην Αμερική», Financial Times 10 Φεβρουαρίου 2010.

[7] Ουΐλιαμ Σαίξπηρ, Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε, Πράξη Β΄ Σκηνή 7.

[8] Jorge Altamira, «Una piñata que no es sólo griega», Defensa del marxismo No 37, 5/3/2010

[9] Gillian Tent και Chris Giles, “O Σόρος προειδοποιεί την Ευρώπη ότι θα διαλυθεί”, Financial Times 11 Απριλίου 2010

[10] Kerin Hope, “Ή Αθήνα παραδέχεται την ήττα της στην κρίση”, Financial Times 15 Απριλίου 2010.

[11] Βλ. Γιώργου Οικονομάκη, Αλέξη Αναστασιάδη και Μαρίας Μαρκάκη, US economic performance from 1919 to 2008 in terms of the Marxian theory of crises, with some notes on recent financial crisis, Critique 2010 (υπό εκτύπωση)

[12] K. Marx, Grundrisse-Introduction to the Critique of Political Economy, Penguin 1973 σ. 750

[13] Ό. π. π. σ. 540

[14] Le Monde 13 Δεκεμβρίου 2008

[15] Βλ. Savas Michael-Matsas, The Greek Revolt, the World Crisis and Freedom of Expression, Critique vol. 38 No1 Φεβρουάριος 2010 σ. 54-55

[16] Hillel Ticktin, Critique Notes, Critique vol.38 No3, Δεκέμβριος 2008 σ.338

[17] Robert Skidelsky, The World Finance Crisis and the American Mission, The New York Review of Books, vol. LVI, No12, 16 Ιουλίου - 12 Αυγούστου 2009, σ.32

[18] David Oakley και Kerin Hope, “Οι Έλληνες δίνουν τον τόνο στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα”, Financial Times 23 Νοεμβρίου 2009

[19] Π. Πουλιόπουλος, Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική Επανάσταση στην Ελλάδα;[1934] Δίφρος 1963.

[20] Μια επισκόπηση του ρόλου του ξένου κεφαλαίου και των ξένων δανείων στην Ελλάδα από τον καιρό της τυπικής πολιτικής ανεξαρτησίας της μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο μας έδωσε ο ιστορικός κομμουνιστής ηγέτης Νίκος Μπελογιάννης (που εκτελέστηκε από την αστική κυβέρνηση Πλαστήρα το 1952 κατά διαταγήν του αμερικανικού ιμπεριαλισμού) στο βιβλίο που έγραψε στην φυλακή Το Ξένο Κεφάλαιο στην Ελλάδα (αναδημοσιευμένου πρόσφατα, Άγρα 2010). Παρά τις στρεβλώσεις που οφείλονται στο ερμηνευτικό σχήμα που επέβαλε στο ΚΚΕ η σταλινική Κομιντέρν το 1934, παρουσιάζοντας την Ελλάδα να κυριαρχείται από ένα «αστικοτσιφλικάδικο συνασπισμό» και να αντιμετωπίζει ανολοκλήρωτα καθήκοντα μιας «αστικοδημοκρατικής» επανάστασης, ο Μπελογιάννης πηγαίνει πέρα από τα αυθαίρετα ψευτο-θεωρητικά όρια και αναδεικνύει μερικά ουσιώδη χαρακτηριστικά του ελληνικού αστικού σχηματισμού. Οι συζητήσεις και διαμάχες στη δεκαετία του 1920 και 1930 πάνω στη φύση της ελληνικής κοινωνίας και τα στρατηγικά καθήκοντα της επερχόμενης κοινωνικής επανάστασης αποκτούν νέα επικαιρότητα κι απαιτούν μια επανεπεξεργασία στο φως των τωρινών εκρηκτικών εξελίξεων.

[21] Takis Fotopoulos, Economic restructuring and the debt problem: the Greek case, International review of Applied Economics, vol.6, No1, 1992. Βλ. στο διαδίκτυο www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/english/bravarious/re…

[22] Στο ίδιο.

[23] Takis Fotopoulos, Greece: the implosion of the systemic crisis, Inclusive Democracy vol. 5 No1 (Φθινόπωρο 2009/Χειμώνας 2010) βλ. www.inclusivedemocracy.org/journal/vol5/no5_no4

[24] Ό. π. π. Βλ. επίσης Wolfgang Münchau «Δεν πρέπει να περιμένει η Ελλάδα δώρα από τις Βρυξέλλες», Financial Times 30 Νοεμβρίου 2009

[25] Jorge Altamira, Grecia convertida en protectorado, Prensa Obrera 18 Φεβρουαρίου 2010

[26] Gideon Rachman, “Wolfgang’s Schäuble’s torture chamber” Financial Times 11 Απριλίου 2010

[27] Wolfgang Münchau, “A Greek bail-out at last but no real solution”, Financial Times 11 Απριλίου 2010

[28] Wolfgang Münchau, «Greece will default but not this year», Financial Times 4 Απριλίου 2010

[29] Wolfgang Münchau, “A Greek bail-out at last but no real solution”, ό. π. π

[30] Βλ. C. Lapavitsas et al., Eurozone Crisis: Beggar Yourself and Thy Neighbour, Studies of Research on Money and Finance (RMF), Μάρτιος 2010. Βλ. και στο διαδίκτυο www.researchonmoneyandfinance.org/media/reports/eurocrisis/fullreport.pdf

Δεν υπάρχουν σχόλια: