Παρασκευή 14 Μαΐου 2010

Σταύρος Δ. ΜαυρουδέαςΥπό οικονομική κατοχή η Ελλάδα.Μόνη λύση η έξοδος από την ΕΕ

Υπό οικονομική κατοχή η Ελλάδα. Μόνη λύση η έξοδος από την ΕΕ


13/05/2010 από Stavros Mavroudeas



Υπό οικονομική κατοχή η Ελλάδα.

Μόνη λύση η έξοδος από την ΕΕ

Σταύρος Δ. Μαυρουδέας

Δεν έχει στεγνώσει ακόμη το μελάνι από την οικονομική – και εν τέλει και πολιτική – παράδοση της χώρας στην ΕΕ και το ΔΝΤ εν ονόματι της σωτηρίας της και o πολυθρύλητος «μηχανισμός σωτηρίας» αποδεικνύεται ένα ανέκδοτο. Ο μηχανισμός δανεισμού που δημιουργήθηκε, πάνω στα ερείπια των οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των λαϊκών και μικρομεσαίων στρωμάτων, αποδεικνύεται πολύ λίγος για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Αποκαλύπτεται ότι το τελευταίο δεν αφορά μόνο κάποια «κακά παιδιά» αλλά ολόκληρη τη ΕΕ και μάλιστα τον σκληρό ηγεμονικό πυρήνα της. Από το Σαββατοκύριακο που πέρασε, πανικόβλητη η ηγεσία της ΕΕ προσπαθεί να φτιάξει ένα νέο «μηχανισμό σωτηρίας». Μάλιστα εξετάζονται ακόμη και μέχρι πρότινος αποδιοπομπαίες προτάσεις, όπως η αγορά ομολόγων και η δημιουργία πληθωριστικού χρήματος από την ΕΚΤ, η έκδοση ευρωομολόγων κλπ. Εύκολα συμπεραίνεται απ’ όλο αυτό τον τραγέλαφο ότι είναι άσκοπες οι θυσίες που υποβαλλόμαστε εν ονόματι μίας αδιέξοδης λύσης. Αντίθετα, πρέπει να αμφισβητηθούν τόσο τα κυρίαρχα μυθεύματα για το πως προέκυψε η σημερινή κατάσταση όσο και η συνταγή ΕΕ – ΔΝΤ ως ο δρόμος εξόδου από το αδιέξοδο.
Κατ’ αρχήν, αντίθετα με τα επισήμως προβαλλόμενα, η ελληνική οικονομία δεν είναι στο χείλος της καταστροφής. Εάν ήταν έτσι τότε τα σημάδια θα είχαν φανεί ήδη προ πολλού. Όλοι αυτοί που σήμερα κρώζουν ότι «δεν παράγεται τίποτα», «δεν υπάρχει σάλιο» κλπ. – και οι οποίοι συνήθως είναι αυτοί που προηγουμένως φωνασκούσαν περί «ισχυρής και ευρωπαϊκής Ελλάδας», «υψηλών ρυθμών ανάπτυξης» κλπ. – ψεύδονται ενσυνείδητα.
Είναι γεγονός ότι η ελληνική οικονομία δεν έχει ένα συνεκτικό παραγωγικό μοντέλο. Παράγεται πλούτος, και μάλιστα με υψηλότερους ρυθμούς από ότι αλλού, αλλά αυτή η παραγωγική δομή είναι συμπλήρωμα και εξάρτημα των μεγάλων ευρωπαίων «εταίρων» μας και όχι ένα αυτοδύναμο παραγωγικό σχήμα. Η κατάσταση αυτή είναι αποτέλεσμα της ένταξης στην Κοινή Αγορά (που διέλυσε το προϋπάρχον παραγωγικό μοντέλο) και επιδεινώθηκε δραματικά με την υιοθέτηση του ευρώ (που κυριολεκτικά υπονόμευσε την ελληνική ανταγωνιστικότητα)[1].
Αλλά και το δημοσιονομικό πρόβλημα δεν είναι ούτε πρωτοφανές ούτε μία ελληνική ιδιοτροπία. Άλλες χώρες έχουν τα πρωτεία. Μάλιστα σε όρους απόλυτων μεγεθών το ελληνικό πρόβλημα είναι μία απλή παρωνυχίδα. Ακόμη και μέσα στην Ευρωζώνη, με βάση τα δημοσιονομικά στοιχεία για το 2009 που δημοσίευσε στις 22/4/10 η Eurostat, τα σκήπτρα στη σχέση δημ. χρέους προς ΑΕΠ έχει η Ιταλία (115,8%) και ακολουθούν Ελλάδα (115,1%), Βέλγιο (96,7%), Ουγγαρία (78,3%), Γαλλία (77,6%), Πορτογαλία (76,8%), Γερμανία (73,2%), Μάλτα (69,1%), Ηνωμένο Βασίλειο (68,1%), Αυστρία (66,5%), Ιρλανδία (64,0%)[2]. Είναι το λιγότερο αξιοπερίεργο γιατί οι «αδέκαστες» αγορές δεν στοχοποίησαν την Ιταλία (αν μάλιστα συνυπολογισθεί το απόλυτο μέγεθος του χρέους) αλλά αντίθετα, ακόμη και μετά την δημοσιοποίηση των στοιχείων αυτών, η τελευταία δανείσθηκε 6,5 δις ευρώ σε επιτόκια χαμηλότερα από εκείνα των ομολόγων που έληξαν.
Το ξαφνικό αλλά και επιλεκτικό ενδιαφέρον για τα δημοσιονομικά ελλείμματα προέκυψε σήμερα γιατί το καπιταλιστικό σύστημα, στην προσπάθεια του να απαλύνει την τρέχουσα οικονομική (και όχι απλά χρηματοπιστωτική) κρίση του προχώρησε – ξεχνώντας εν μία νυκτί τον νεοφιλελευθερισμό – σε σοσιαλφιλελεύθερες συνταγές με ενεργητική νομισματική αλλά και κυρίως δημοσιονομική πολιτική. Τα τεράστια δημοσιονομικά προγράμματα στήριξης της καπιταλιστικής κερδοφορίας (στον χρηματοπιστωτικό αλλά και στον παραγωγικό τομέα της οικονομίας) καλλιεργούν τις πρόσφατες ψευδαισθήσεις περί τέλους της κρίσης. Για τα προγράμματα αυτά όμως προκαταβάλλονται κεφάλαια που πρέπει στο μέλλον να καλυφθούν από αύξηση του παραγόμενου πλούτου. Μάλιστα πρέπει ο ρυθμός αύξησης του πλούτου να υπερβαίνει το ρυθμό αποπληρωμής τους. Αυτό απαιτεί μία αρκετά ισχυρή ανάκαμψη, γεγονός εξαιρετικά αμφίβολο. Άλλωστε τα προγράμματα αυτά τελειώνουν εφέτος και είναι αμφίβολο εάν η θετική επίδραση τους θα επιβιώσει της λήξη τους. Η ανησυχία αυτή έχει μετατρέψει την κρίση σε δημοσιονομική. Οι ηγεμονικές οικονομίες (με πρώτη την αμερικανική), ενώ ευθύνονται πρωταρχικά για το πρόβλημα, το μεταθέτουν στις πιο αδύναμες οικονομίες. Έτσι μία αδύνατη οικονομία στοχοποιείται για παραδειγματισμό, πιέζεται από δανειστές με κυριολεκτικά τοκογλυφικούς όρους (ενώ τα κεφάλαια που απομυζούνται ενισχύουν την ανάκαμψη των ηγεμόνων) και τελικά όταν κυριολεκτικά στραγγισθεί οδηγείται στην προκρούστεια κλίνη του ΔΝΤ για να παραμορφωθεί πλέον οριστικά[3].
Το δημοσιονομικό πρόβλημα αποκτά μία ιδιαίτερη διάσταση μέσα στην ΕΕ καθώς πρόκειται για μία μη-βέλτιστη νομισματική περιοχή (δηλαδή έχει ένα κοινό νόμισμα για εξαιρετικά ανόμοιες και ασυγχρόνιστες οικονομίες). Μία κρίση αποσυντονίζει ιδιαίτερα τέτοιου τύπου τερατουργήματα καθώς οι οικονομίες-μέλη χτυπιούνται με διαφορετικούς τρόπους και ρυθμούς, πρέπει να διατηρηθεί η νομισματική ομοιομορφία και ταυτόχρονα δεν υπάρχουν εργαλεία (δημοσιονομικής πολιτικής) για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα και να απαλύνουν τις ανισομέρειες. Άλλωστε η ΕΕ είναι μία λυκοσυμμαχία μεγαλύτερων και μικρότερων καπιταλισμών με σκοπό την εκμετάλλευση άλλων πιο αδύνατων περιοχών και τον ανταγωνισμό με άλλους ομοίους της. Την μερίδα του λέοντος παίρνει ο γερμανικο-γαλλικός άξονας και τα κόκαλα πετιούνται στους παρακατιανούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα γερμανικά εμπορικά πλεονάσματα σήμερα προκύπτουν ακριβώς από τα αντίστοιχα ελλείμματα άλλων (μεταξύ των οποίων και της Ελλάδας). Με το ξέσπασμα της κρίσης οι ηγέτες αυτής της αγέλης επιδιώκουν να φορτώσουν τα βάρη όχι μόνο σε άλλους εκτός αυτής αλλά και στα πιο αδύναμα και πειθήνια μέλη της. Μάλιστα για να μην κινδυνεύσει το οικοδόμημα τους πιέζουν προληπτικά να επωμισθούν αυτό το κόστος. Γι’ αυτό άλλωστε ομαδοποιήθηκαν αρκετά από αυτά στα εξόχως προσβλητικά «γουρούνια» (PIGS). Η πίεση αυτή αρχίζει συνήθως με την αύξηση του κόστους δανεισμού, όπου οι τελευταίοι της αγέλης απομυζούνται τοκογλυφικά κυρίως από τράπεζες των ισχυρότερων. Όταν η διαδικασία αυτή εξαντληθεί τότε επιβάλλεται η «εσωτερική υποτίμηση», δηλαδή η δραματική μείωση των μισθών που διευκολύνει την κερδοφορία των εγχώριων καπιταλιστών αλλά και του ξένου κεφαλαίου αλλά με ασύμμετρο τρόπο. Καθώς αυτή θα πρέπει να ακολουθηθεί από μείωση των τιμών θα μειωθεί και η τιμή περιουσιακών στοιχείων. Η διαδικασία αυτή δεν είναι αυτόματη και στη διαδρομή της η αξία αρκετών ελληνικών κεφαλαίων θα πέσει με αποτέλεσμα επιχειρήσεις και περιουσιακά στοιχεία να μπορούν να εξαγορασθούν κυριολεκτικά για ένα ξεροκόμματο από ξένα κεφάλαια.
Οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ κατόρθωσαν να βάλουν την ελληνική οικονομία ακριβώς στο μάτι αυτού του κυκλώνα. Ήταν πασίγνωστο ότι μία σειρά χώρες – μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα – μπήκαν στην ΟΝΕ με πολιτική συμφωνία και χωρίς να πληρούν τα σχετικά κριτήρια. Στη συνέχεια οι ευρωπαίοι ηγεμόνες επεδίωξαν προληπτικά να σφίξουν τα λουριά. Πρώτη η ΝΔ με την απογραφή Αλογοσκούφη προσπάθησε να κάνει τον καλό υποτακτικό αποκαλύπτοντας (και φουσκώνοντας) το έλλειμμα και φορτώνοντας την ευθύνη στο ΠΑΣΟΚ. Ταυτόχρονα ζήτησε μία υπερβολική αύξηση της εκτίμησης του ΑΕΠ έτσι ώστε ο λόγος δημ. ελλείμματος προς ΑΕΠ να μπορεί να ελεγχθεί εύκολα. Οι ηγεμόνες όμως ήταν σκληροί και τελικά έδωσαν μόνο μία ασήμαντη αύξηση του ΑΕΠ. Το ΠΑΣΟΚ με την σειρά του έπαιξε το ίδιο θέατρο φουσκώνοντας το έλλειμμα και χωρίς καν το τρυκ της αύξησης του ΑΕΠ. Όμως το άθλιο αυτό θέατρο έγινε πλέον όταν είχε ξεσπάσει η κρίση και μάλιστα είχε μετατραπεί σε δημοσιονομική. Έτσι κατάφερε να βάλει την Ελλάδα στο επίκεντρο του προβλήματος και πλέον η ελληνική καθεστηκυία τάξη – από εκεί που ήθελε να κάνει ένα ελεγχόμενο παιχνίδι σε βάρος του λαού και να επιβάλλει αστραπιαία αντιδραστικές αλλαγές στο μισθολογικό, ασφαλιστικό, εργασιακό και πολιτικό σύστημα που αγκομαχά εδώ και χρόνια να επιβάλλει – βρέθηκε μέσα σε μία ανεξέλεγκτη δίνη όπου εκτός από τα λαϊκά και μεσαία στρώματα (που ούτως ή άλλως πληρώνουν) κινδυνεύει να πληρώσει και αυτή ένα μέρος του λογαριασμού.
Οι ευρωπαίοι ηγεμόνες αποδεικνύονται άτεγκτοι, εν πολλοίς για είναι και αυτοί στριμωγμένοι από την οικονομική κρίση. Και φυσικά δεν έχουν καμία ουσιαστική αντίθεση με το ΔΝΤ που έχει χρησιμοποιηθεί σε όλα τα ανάλογα ευρωπαϊκά πειράματα (Ουγγαρία, Ρουμανία, Εσθονία κλπ.). Και αυτό όχι μόνο γιατί έχει την τεχνογνωσία αλλά και γιατί ακριβώς είναι ένα χρήσιμο σκιάχτρο ώστε να προσελκύσει την λαϊκή αγανάκτηση και να μην στραφεί αυτή κατά της ΕΕ.
Η ένταξη στην ευρωπαϊκή ενοποίηση αποδεικνύεται η νέα «Μεγάλη Ιδέα» της ελληνικής καθεστηκυίας τάξης που οδηγεί, όπως και η παλιά, την χώρα στην καταστροφή. Υπάρχει μόνο ένας άλλος δρόμος: η έξοδος από αυτή την παγίδα. Η έξοδο από την ΕΕ και το ευρώ θα ξαναδώσει στη χώρα εργαλεία οικονομικής πολιτικής που έχουν εκχωρηθεί (εν αγνοία του λαού της) σε υπερεθνικά κέντρα. Η υποτίμηση θα έχει πολύ μικρότερο κόστος για τους εργαζόμενους και τα μεσαία στρώματα απ’ ότι οι αλλαγές των ΕΕ-ΔΝΤ, θα ξαναδώσει ανταγωνιστικότητα στις εξαγωγές και θα αναζωογονήσει παραγωγικούς κλάδους. Η στάση πληρωμών και η αναδιαπραγμάτευση του χρέους, σε συνδυασμό με ελέγχους στην κίνηση του κεφαλαίου, θα απειλήσει περισσότερο τους πιστωτές παρά την χώρα μας, όπως έδειξε και η περίπτωση της Αργεντινής. Ταυτόχρονα θα την απαλλάξει από το βάρος των τοκογλυφικών χρεών. Το επιχείρημα ότι το δημόσιο δεν θα μπορεί να πληρώνει τις εσωτερικές υποχρεώσεις του είναι έωλο καθώς είναι γνωστά τα εργαλεία που μπορεί να χρησιμοποιήσει. Η πραγματικά προοδευτική φορολόγηση του πλούτου των εχόντων και η ορθολογική φιλολαϊκή διαχείριση θα δώσει τους αναγκαίους πόρους. Η κρατικοποίηση των τραπεζών θα τις εξασφαλίσει από κινδύνους χρεοκοπίας και εξαγοράς και ταυτόχρονα θα δώσει ένα ισχυρό εργαλείο άσκησης οικονομικής πολιτικής. Τέλος, όλα τα παραπάνω μπορούν να δώσουν την δυνατότητα μίας παραγωγικής αναδιάρθρωσης προς όφελος της μεγάλης λαϊκής πλειοψηφίας. Τον δρόμο αυτό δεν μπορεί να ακολουθήσει η ελληνική καθεστηκυία τάξη λόγω των εσωτερικών και εξωτερικών δεσμεύσεων της. Μένει να φανεί εάν στην πατρίδα μας υπάρχουν εκείνες οι ζωντανές δυνάμεις που να τον επιβάλλουν.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Μαυρουδέας Στ. (2008), «Καπιταλιστική αναδιάρθρωση και κρατικές πολιτικές: 1985 μέχρι σήμερα», 11ο επιστημονικό συνέδριο του Ιδρύματος Σάκη Καράγιωργα, http://stavrosmavroudeas.wordpress.com.

Μαυρουδέας Στ. (2010), «Το εξωτερικό χρέος, οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί και ο «κλέψας του κλέψαντος», http://stavrosmavroudeas.wordpress.com.





--------------------------------------------------------------------------------
[1] Για μία αναλυτική επεξήγηση βλέπε Μαυρουδέας (2008).


[2] Έχει ενδιαφέρον ότι η φασαρία για το ελληνικό χρέος άρχισε με βάση τα στοιχεία του 2009 την ίδια στιγμή που, εν γνώσει των ελληνικών κυβερνήσεων, συγκρινόταν με τα στοιχεία του 2008 των άλλων οικονομιών.

[3] Διεξοδική ανάλυση δίνεται σε Μαυρουδέας (2010).

Δεν υπάρχουν σχόλια: