Παρασκευή 28 Μαΐου 2010

ΝΑΡ: Η καπιταλιστική κρίση και η επαναστατική αριστερά

ΝΑΡ: Η καπιταλιστική κρίση και η επαναστατική αριστερά


18.11.08

Κείμενο πρώτων προσεγγίσεων και διαλόγου

Έκδοση του ΝΑΡ, Νοέμβρης 2008

Α. ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ: ΕΠΟΧΗ ΝΕΩΝ ΠΡΟΚΛΗΣΕΩΝ

ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Όλα τα χαρακτηριστικά της κρίσης που πλήττει σήμερα τον καπιταλιστικό κόσμο δείχνουν ότι πρόκειται για μια κρίση-σταθμό, με μακροπρόθεσμες συνέπειες στην εξέλιξη της ταξικής πάλης. Δεν είναι, δηλαδή, μια συνηθισμένη διακύμανση του καπιταλιστικού κύκλου ή απλώς μια κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αλλά ούτε και μια κρίση που οδηγεί σε κατάρρευση του νεοφιλελευθερισμού ή του «καπιταλισμού καζίνο» (πολύ περισσότερο του καπιταλισμού γενικώς). Χαρακτηριστική ήταν η δήλωση του πρώην γκουρού της Αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας (FED) Άλαν Γκρίνσπαν: «Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια κρίση που ξεσπά μία φορά τον αιώνα»! Αλλά και το πλήθος των πηχιαίων τίτλων στις εφημερίδες, τα περιοδικά και στα τηλεοπτικά κανάλια του στιλ «καταρρέει ο καπιταλισμός;», «τέλος του νεοφιλελευθερισμού και των αγορών», «επιστρέφει το κράτος», «ο Μαρξ στην επικαιρότητα».
Στους δύο μήνες που μεσολάβησαν από την κατάρρευση της Lehman Brothers ακούσαμε τον Φρ. Φουκουγιάμα (αυτόν που πριν μερικά χρόνια προφήτευε το «τέλος της ιστορίας» και θεωρούσε τον «υπαρκτό καπιταλισμό» αιώνιο μονόδρομο) να χαρακτηρίζει το νεοφιλελευθερισμό «σύνθετη άποψη» που μπορεί να εφαρμοστεί και χωρίς τις ακρότητες των αγορών και τον... Τζ. Σόρος να μιλά για τη «χειρότερη κρίση μετά το 1929» και να ασκεί κριτική στην άποψη ότι οι «αγορές πρέπει να είναι απολύτως ανεξέλεγκτες». Αλλά και το σοσιαλδημοκράτη υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας Π. Στόινμπεργκ, που πριν την κατάρρευση της Lehman Brothers χαρακτήριζε π«εταμένα λεφτά αυτά που διοχετεύονται σε κεϊνσιανές ρυθμίσεις», ένα μήνα μετά να δηλώνει ότι «ορισμένα τμήματα της θεωρίας του Μαρξ δεν είναι και τόσοι κακά».
Ακούσαμε την Α. Μέρκελ να μιλά για «δίκαια κοινωνία της αγοράς» και τον Ν. Σαρκοζί για «ένα νέο καπιταλισμό, όπου οι αγορές δεν θα είναι ασύδοτες και δεν θα επιβάλλουν αυτές την κυριαρχία τους σε όλη την υπόλοιπη κοινωνία». Αλλά και τον Α. Βγενόπουλο της MIG να κάνει «αριστερή» κριτική στο πακέτο των 28 δις της κυβέρνησης, λέγοντας ότι η ουσία του είναι «να πάρουμε λεφτά από τους φορολογούμενους, να τους βάλουμε ένα premium και να τους τα ξαναγυρίσουμε πίσω» και ότι «δεν θα πήγαινα στο κράτος να του πω “για χρόνια περνάγαμε καλά, βγάζαμε υπερκέρδη -κέρδη να δουν τα μάτια σας!- εκατοντάδες εκατομμυρίων, αλλά τώρα μήπως θα μπορούσε ο ελληνικός λαός να με βοηθήσει;”»
Παράλληλα, ζήσαμε την αμηχανία της Αριστεράς αλλά και του εργατικού κινήματος, με την πρώτη να αδυνατεί να χαράξει μια ουσιαστική πολιτική γραμμή απέναντι στην καινούργια κατάσταση και το εργατικό κίνημα να απουσιάζει για την ώρα από τις μάχες για την απόκρουση-ρήξη-ανατροπή της διαρκούς αντιδραστικής σταυροφορίας του κεφαλαίου, των επιπτώσεων της κρίσης και της αστικής απάντησης σε αυτή.
Τούτη η πρωτόγνωρη κατάσταση αναδιαμορφώνει τους όρους της ταξικής πάλης, θέτει νέα δεδομένα και καθήκοντα στο εργατικό κίνημα και την επαναστατική Αριστερά, και ανεβάζει πολύ ψηλά τον πήχη της ιδεολογικής και πολιτικής αντιπαράθεσης γύρω από την κρίση και τη γραμμή υπέρβασής της. Μάλιστα, η αντιπαράθεση αυτή δεν αφορά μόνο τη σφαίρα των ιδεών γενικά, αλλά εμπλέκεται αξεδιάλυτα τόσο με τις ανάγκες των εργατικών και νεολαιίστικων αγώνων, όσο και με τους δρόμους οικοδόμησης μιας επαναστατικής ενωτικής Αριστεράς, μιας γραμμής αντικαπιταλιστικού μετώπου και κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης. Πολύ περισσότερο που -όπως δείχνει η ιστορία- η κρίση δεν επιδρά μονοσήμαντα στις συνειδήσεις και τους συσχετισμούς και που οι όποιες δυνατότητες αναφύονται από αυτήν δεν θα πραγματοποιηθούν «μόνες τους νέτες σκέτες».

Προβάλλουν, έτσι, για την αντικαπιταλιστική-επαναστατική Αριστερά και το μαχόμενο εργατικό κίνημα δύο ανάγκες:

* Να οργανωθεί μια πιο συστηματική κι επιστημονική μαρξιστική δουλειά -κι ένας αντίστοιχος γόνιμος διάλογος- γύρω από την κρίση και εν γένει γύρω από τις εξελίξεις στο σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο. Μια συζήτηση που θα συνδυάζει τα μαρξιστικά κείμενα με τη δημιουργική προσέγγιση των σύγχρονων φαινομένων, το ειδικό με το γενικό, το εθνικό με το διεθνικό, και η οποία θα διαπνέεται από διαλεκτικό πνεύμα, αποφεύγοντας τις μονομέρειες, τις τελεσίδικες κρίσεις (που δεν ταιριάζουν σε εξελισσόμενα γεγονότα) ή την αναπαραγωγή ιδεολογικών σχημάτων του συρμού.

* Να οργανωθεί αυτή προσπάθεια όχι από αγωνιστές και συλλογικότητες που δρουν ως οικονομικοί αναλυτές, αλλά ως μάχιμες πολιτικές οντότητες. Δηλαδή, ανιχνεύοντας το πώς επιδρά η κρίση στην ταξική πάλη, στη συνείδηση και τη συμπεριφορά των εργαζομένων, ποιες πολιτικές γραμμές και ιδεολογικές απόψεις συγκρούονται για την ερμηνεία και τη διέξοδο απ’ αυτή, πώς μπορεί και πρέπει να παρέμβει η επαναστατική Αριστερά κινηματικά, πολιτικά, θεωρητικά.
Το παρόν κείμενο εργασίας φιλοδοξεί να συμβάλλει σε μια τέτοια προσπάθεια και, με αυτή την έννοια, κατατίθεται στο δημόσιο διάλογο στην αντικαπιταλιστική Αριστερά και στους αγωνιστές του εργατικού κινήματος, επιδιώκοντας -μέσα από μια τέτοια γόνιμη διαδικασία- να γίνουμε όλοι πιο ώριμοι και ουσιαστικοί και, κυρίως, πιο ικανοί στην παρέμβασή μας στο κίνημα, στη θεωρητική διαπάλη και στην πολιτική δράση.

Β. ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΤΟΥ «ΥΠΑΡΚΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ»

Η κρίση -«χρηματοοικονομικό Περλ Χάρμπορ» τη χαρακτήρισε ο γνωστός αμερικανός μεγαλοεπενδυτής Γ. Μπάφετ- εκδηλώθηκε με ανοιχτό τρόπο τον Ιούλιο του 2007 και αρχικά εμφανίστηκε ως κρίση των subprimes (των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων υψηλού ρίσκου), για να κορυφωθεί μετά τις 15 Σεπτεμβρίου 2008 (κατάρρευση της Lehman Brothers, της τέταρτης μεγαλύτερης επενδυτικής τράπεζας των ΗΠΑ). Ωστόσο, όλα τα δεδομένα συγκλίνουν στο ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός βρίσκεται αντιμέτωπος όχι με μια απλή χρηματοπιστωτική κρίση, αλλά με μια βαθύτερη κρίση που εδράζεται στο «σκληρό πυρήνα» των σχέσεων παραγωγής και των συνολικότερων όρων αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος. Άλλωστε, όπως σημείωνε χαρακτηριστικά ο Κ. Μαρξ στο Κεφάλαιο: «Αυτό που εμφανίζεται στη χρηματαγορά σαν κρίση, στην πραγματικότητα εκφράζει ανωμαλίες στο προτσές της παραγωγής και της αναπαραγωγής».
Η εκτίμηση αυτή πηγάζει από ορισμένα κρίσιμα χαρακτηριστικά της κρίσης, που καταγράφονται τόσο στο πεδίο της οικονομίας όσο και σε εκείνα της πολιτικής και της ιδεολογίας:

1. Η κρίση έχει ως επίκεντρο την «καρδιά» του καπιταλιστικού κόσμου (ΗΠΑ, Βρετανία, ΕΕ), καθώς και τις πιο γοργά αναπτυσσόμενες καπιταλιστικές οικονομίες των τελευταίων χρόνων (π.χ. Κίνα, Ρωσία – τις λεγόμενες αναδυόμενες οικονομίες), και όχι περιφερειακές χώρες, όπως γινόταν μέχρι πρότινος (π.χ. Χονγκ Κονγκ, Μεξικό ή Αργεντινή).

2. Έχει, παράλληλα, έντονα διεθνή διάσταση, συμπαρασύροντας ταχύτατα στη δίνη της όλες τις καπιταλιστικές χώρες. Στη βάση της διεθνικότητας που έχει η κρίση βρίσκονται οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί τα τελευταία χρόνια στο διεθνές σύστημα του κεφαλαίου: καπιταλιστικές ολοκληρώσεις, απελευθέρωση των αγορών και τεράστια ροή κεφαλαίων στα διεθνή χρηματιστήρια, κυριαρχία των πολυεθνικών-πολυκλαδικών μονοπωλίων, γεωστρατηγικές αλλαγές, διεθνοποίηση της καπιταλιστικής παραγωγής, εκτατική ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων. Είναι χαρακτηριστικά τα ακόλουθα στοιχεία: Το 50% περίπου των τίτλων στο ελληνικό χρηματιστήριο (ΧΑΑ) το κατέχουν ξένοι θεσμικοί επενδυτές. Θρυαλλίδα για την κατάρρευση της Lehman Brothers -και για το ντόμινο που ακολούθησε- ήταν η ανακοίνωση της κινεζικής τράπεζας China Invesment Co. ότι παύει πλέον να τη χρηματοδοτεί. Στις ισλανδικές τράπεζες που κατέρρευσαν είχαν επενδύσει 108 βρετανικοί δήμοι, που τώρα δεν θα μπορούν να ανταποκριθούν σε στοιχειώδεις υποχρεώσεις τους (φωτισμός, καθαριότητα κ.λπ.).

3. Η πρόσφατη κρίση έχει ως επίκεντρο τομείς, κλάδους και εταιρείες (Wall Street, επενδυτικές τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες κ.λπ.) που εμφανίζονταν ως σύμβολα της υπεροχής του καπιταλισμού και της ελεύθερης αγοράς, ως φορείς που με τη δράση και τα προϊόντα τους μπορούν να ικανοποιήσουν κάθε ανθρώπινη ανάγκη. Χαρακτηριστικά παραδείγματα στις ΗΠΑ είναι η κατάρρευση της AIG, της μεγαλύτερης ασφαλιστικής εταιρείας στον κόσμο (που θα έδινε δήθεν καλύτερες συντάξεις, αλλά σώθηκε χάρη στη διπλή παρέμβαση της FED) και των Fannie Mae και Freddie Mac (που υποτίθεται ότι θα κάλυπταν τις στεγαστικές ανάγκες των χαμηλότερα αμειβόμενων λαϊκών στρωμάτων, καθώς κάλυπταν δάνεια αξίας 5,4 τρις ή ποσοστό 50% των ενυπόθηκων δανείων). Ακόμη και η UBS, η τράπεζα-σύμβολο της Ελβετίας και των καπιταλιστικών άδυτων, χρειάστηκε την κρατική βοήθεια για να μην καταρρεύσει.

Να σημειώσουμε επίσης, ότι η Lehman Brothers το 2007 παρουσίασε ρεκόρ εσόδων και κερδών για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά και τον υψηλότερο όγκο συναλλαγών στο χρηματιστήριο του Λονδίνου για τρίτη συνεχόμενη χρονιά, ενώ η πτώχευσή της είναι η μεγαλύτερη στην παγκόσμια ιστορία. Συνολικά, στις ΗΠΑ είχαμε την αποκαθήλωση της λεγόμενης «χρυσής πεντάδας» της Wall Street (Bear Stearns, Lehman Brothers, Merill Lynch, Goldman Sachs και Morgan Stanley), από την οποία πλέον ως ανεξάρτητες συνεχίζουν μόνο δύο (Goldman Sachs και Morgan Stanley), που μάλιστα υποχρεώνονται να μετατραπούν σε εμπορικές τράπεζες.

4. Αν και στην πρώτη γραμμή των κρισιακών φαινομένων βρίσκεται το χρηματοπιστωτικό σύστημα (που ούτως ή άλλως δεν πατάει σε τόσο σταθερές βάσεις όσο το παραγωγικό κεφάλαιο), η κρίση αγγίζει όλους τους τομείς της καπιταλιστικής οικονομίας (τη λεγόμενη «πραγματική» οικονομία). Κι αυτό γιατί, ιδιαίτερα στο σύγχρονο καπιταλισμό, υπάρχει αξεδιάλυτη συνύφανση τραπεζικού, χρηματιστικού, εμπορικού, βιομηχανικού κεφαλαίου (άρα οι τριγμοί στο ένα αντανακλούν στο άλλο).

Αυτή η αλληλοδιαπλοκή εκδηλώνεται, για παράδειγμα, στο γεγονός ότι οι επενδύσεις σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμό και νέες μονάδες στηρίζονται σε τραπεζικά δάνεια ή σε άντληση κεφαλαίων από το χρηματιστήριο, ενώ τα δάνεια και οι μετοχές, με τη σειρά τους, στηρίζονται στην προεξόφληση των προσδοκιών κερδοφορίας. Σε αυτό το πλαίσιο δραστηριοποιούνται οι εταιρείες επιχειρηματικών συμμετοχών (venture capital) που –σύμφωνα και με τις ρυθμίσεις των «αναπτυξιακών» νόμων- βοήθησαν στην ανανέωση του εξοπλισμού και στην επέκταση πολλών βιομηχανικών επιχειρήσεων, καθώς και στις επενδύσεις στην υψηλή τεχνολογία, στις βιοτεχνολογίες και στις πράσινες τεχνολογίες.

Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, η αύξηση του ενεργητικού της βιομηχανίας κατά 9,45% το 2005 χρηματοδοτήθηκε κατά 66,36% από δάνεια και μόνο κατά 34,64% από τα ίδια κεφάλαια, ενώ η αύξηση των τραπεζικών υποχρεώσεων των βιομηχανικών επιχειρήσεων κατά 24,3% συνοδεύτηκε από πτώση της αποδοτικότητας των κεφαλαίων τους κατά 8,73% και του περιθωρίου καθαρού κέρδους από 5,69 σε 4,6% (2004). Η αλληλοδιαπλοκή αυτή εκδηλώνεται επίσης και στις συγχωνεύσεις, οι οποίες επίσης στηρίχτηκαν από επενδυτικά σχήματα, αλλά μειώθηκαν κατά 28% την τελευταία χρονιά λόγω της πιστωτικής κρίσης.

Ήδη τα πρώτα δείγματα της κρίσης είναι ορατά και στους άλλους τομείς της καπιταλιστικής οικονομίας με μειώσεις πωλήσεων (αυτοκινήτων, κατοικιών, καταναλωτικών αγαθών κ.λπ.), πτώση της βιομηχανικής παραγωγής (ακόμη και στην Κίνα), κλείσιμο μονάδων, αύξηση της ανεργίας, συγχωνεύσεις και εξαγορές που οδηγούν σε απολύσεις. Οι πωλήσεις αυτοκινήτων, για παράδειγμα, την περίοδο Σεπτέμβριος 2007-Σεπτέμβριος 2008 έπεσαν κατά 21,2% στη Βρετανία, 32,2% στην Ισπανία, 11,6% στη Δανία, 40,1% στην Ιρλανδία. Η Fiat ανακοίνωσε ότι η ζήτηση των προϊόντων της θα συρρικνωθεί κατά 10-20% και τα κέρδη της ως και 65%, ενώ η Hyundai ανακοίνωσε πτώση κερδών κατά 38% στο τρίτο τρίμηνο του 2008. Τέλος, έκθεση του οίκου Standard and Poors εκτιμά ότι πάνω από 300 αμερικανικές πολυεθνικές κινδυνεύουν να πτωχεύσουν (μεταξύ τους οι Ford, General Motors, Dole Foods, Chrysler).

5. Η κρίση έχει μεγάλη διάρκεια, καθώς ήδη έχει περάσει περίπου 1,5 χρόνος από το πρώτο «μπαμ» στην αγορά των στεγαστικών δανείων, είναι άγνωστο αν βρίσκεται στην κορύφωσή της και πολλοί αστοί οικονομολόγοι μιλούν για ύφεση με διάρκεια 2-10 χρόνια που θα την ακολουθήσει. Αποκαλυπτικές ήταν οι πρόσφατες οικονομικές εκτιμήσεις του κοινοτικού επιτρόπου Χ. Αλμούνια, που ανέφεραν ότι για το επόμενο δίχρονο οι χώρες της ευρωζώνης θα έχουν ρυθμό ανάπτυξης 0,1% και η ΕΕ των 27 0,2%, ενώ ακόμη πιο αποκαρδιωτικές ήταν οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ, που προέβλεπαν για το 2009 αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης (-0,5%) στις αναπτυγμένες χώρες.

6. Σε επίπεδο οικονομικών δεικτών, η κρίση εμφανίζει μεγάλο βάθος. Έτσι, οι χρηματιστηριακές απώλειες από την αρχή της χρονιάς ως τα τέλη του Οκτωβρίου ξεπερνούσαν το 45% στις αναπτυγμένες χώρες και το 56% στις αναδυόμενες. Μάλιστα, από τον περσινό Αύγουστο ως τα μέσα Οκτωβρίου χάθηκαν 28,5 από τα 62,5 τρις δολάρια της παγκόσμιας χρηματιστηριακής αξίας. Αστοί αναλυτές θεωρούν, παράλληλα, ότι οι οικονομίες των καπιταλιστικών χωρών θα βιώσουν βαθιά ύφεση ως το 2010, κατά τη διάρκεια της οποίας τα εταιρικά κέρδη θα υποχωρήσουν κατά 40-50% και η μέση αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων θα περιοριστεί στο 8% από 14%. Σε εξαιρετικά δεινή θέση είναι και τα πολυδιαφημισμένα hedge funds (ή κεφάλαια αντισταθμιζόμενου ρίσκου), μιας και σύμφωνα με τις προβλέψεις το επόμενο διάστημα θα καταρρεύσουν 500-2.400 από τα 8.000. Η κατάρρευση (ή η απειλή της) δεν αφορά μόνο τις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, αλλά και χώρες ολόκληρες (Ισλανδία, Ουγγαρία, Ουκρανία κ.ά.), που προσφεύγουν στο ΔΝΤ για βοήθεια. Ήδη γίνεται λόγος για περίπου 100 χώρες που βρίσκονται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Μάλιστα, ο επικεφαλής της ΕΚΤ (Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας) Ζ.-Κ. Τρισέ, δήλωνε στις αρχές Νοεμβρίου ότι «όλες οι τράπεζες πρέπει να είναι προετοιμασμένες για το απροσδόκητο».

7. Εμφανίζει μεγάλη αντοχή σε όλες τις μέχρι τώρα προσπάθειες αντιμετώπισής της. Παρά τα σχέδια Πόλσον και Μπράουν, τα πακέτα Θαπατέρο και το κινεζικό πρόγραμμα αναθέρμανσης της οικονομίας, τις κρατικές ενέσεις, τις εξαγορές και τις συγχωνεύσεις, τις μειώσεις επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες, η κατρακύλα συνεχίζεται –με μικρές αναλαμπές- και δεν φαίνεται να αντιστρέφεται εύκολα ούτε με αυτά τα μέτρα ούτε με τις καθησυχαστικές δηλώσεις-εγγυήσεις των Μπους, Μπερνάκι, Τρισέ, Μπράουν, Σαρκοζί, ούτε με την εκλογή Ομπάμα (τον οποίο στήριξε απλόχερα η Wall Street).

8. Τέλος, η κρίση έχει έκδηλες ιδεολογικές και πολιτικές παραμέτρους – εξ ου και οι απόψεις ορισμένων που μιλούν για «1989 του νεοφιλελευθερισμού» ή του «υπαρκτού καπιταλισμού». Κι αυτό γιατί τόσο η εκδήλωσή της όσο και –κυρίως- οι προωθούμενες αστικές μορφές υπέρβασής της θέτουν σε αμφισβήτηση, από τη μια, βασικά ως σήμερα δόγματα της αστικής (και δη της νεοφιλελεύθερης) φιλολογίας-ιδεολογίας (αντικρατισμός, ελεύθερη αγορά κ.λπ.) και, από την άλλη, βασικά δεδομένα (οργάνωση κοινωνικών συμμαχιών, μορφή κομματικού συστήματος κ.λπ.) στο αστικό πολιτικό σύστημα, στις μορφές αστικής κυριαρχίας και στον αστικό συνασπισμό εξουσίας. Επιπλέον, γιατί δείχνουν μαζικά πλέον στους εργαζόμενους και τη νεολαία -και όχι στη φαντασία κάποιων αμετανόητων κομμουνιστών ή χιλιαστών της επανάστασης- ότι ο καπιταλισμός δεν είναι άτρωτος, δεν έχει απαλλαγεί από τις κρίσεις, δεν μπορεί να τις ξεπερνά βελτιώνοντας τη ζωή των εργαζομένων και των νέων. Δεν είναι τυχαίο, από αυτή την άποψη, ότι ακόμη και ο άνθρωπος-σύμβολο των αγορών Τζ. Σόρος δηλώνει ότι «το σημερινό κυρίαρχο παράδειγμα, δηλαδή ότι οι χρηματοοικονομικές αγορές τείνουν προς την ισορροπία, είναι εσφαλμένο και παραπλανητικό»! Βέβαια, ειδικά σε ό,τι αφορά τις ΗΠΑ, είναι έκδηλη μετά την εκλογή Ομπάμα, μια προσπάθεια να αναστηλωθεί το τραυματισμένο τους κύρος και να αντικατασταθεί το στίγμα της χώρας του πιο καθαρόαιμου νεοφιλελευθερισμού, των πολέμων και των κοινωνικών ανισοτήτων με την ταμπέλα της χώρας-σύμβολο των ελευθεριών και της δημοκρατίας, της χώρας που γεννά ελπίδες ακόμη και στις πιο καταστροφικές στιγμές της.





Γ. ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ



1. Γύρω από την ερμηνεία της κρίσης και τις αιτίες της διεξάγεται έντονη ιδεολογική και πολιτική διαπάλη. Όπως είναι φανερό, το επίδικό της δεν είναι το χθες, αλλά το αύριο, τα συμπεράσματα που θα βγάλουν ο κόσμος της εργασίας και η νέα γενιά γι’ αυτό που γίνεται και γι’ αυτό που ως κοινωνικοπολιτική διέξοδος πρέπει να γίνει. Άρα, αυτή η συζήτηση δεν είναι άνευ νοήματος και οι «λεπτές» αποχρώσεις της δεν είναι διαμάχες για το «φύλο των αγγέλων» ή ακαδημαϊκοί σχολαστικισμοί.



2. Σύμφωνα με αρκετές αστικές ερμηνείες –τις πιο συντηρητικές και πάντως όχι τις πιο διαδεδομένες, για την ώρα τουλάχιστον- η κρίση οφείλεται:

* Στις διαρθρωτικές ανισορροπίες της οικονομίας (ειδικά της αμερικανικής, με τα μεγάλα δημοσιονομικά ανοίγματα κ.λπ.), που δημιουργήθηκαν ή συντηρήθηκαν από λάθος πολιτικές επιλογές («φταίει η πολιτική και όχι η αγορά», λένε, δηλαδή, αρκετοί συντηρητικοί).

* Στην απληστία και στην ακόρεστη δίψα για υπερβολικό κέρδος που έδειχναν ορισμένες επιχειρήσεις και κυρίως οι επενδυτικές τράπεζες και αρκετά υψηλόβαθμα στελέχη εταιρειών (τα διαβόητα golden boys).

* Στην απουσία αποτελεσματικού θεσμικού πλαισίου που θα ρυθμίζει τους κανόνες του παιχνιδιού και θα αποτρέπει κραυγαλέες εκτροπές.

* Στην ατολμία να «κλαδευτούν» έγκαιρα και τολμηρά μετά το 1973 όλα τα «ξερά κλαδιά» της καπιταλιστικής οικονομίας. Με άλλα λόγια, στον ελαττωματικό τρόπο με τον οποίο λειτούργησε η «δημιουργική καταστροφή», σύμφωνα με την αστική ορολογία.



3. Σύμφωνα με τις διάφορες εκδοχές των αντινεοφιλελεύθερων, σοσιαλδημοκρατικών και νεοκεϊνσιανών απόψεων, η κρίση οφείλεται:

* Στο νεοφιλελεύθερο δογματισμό-«φονταμενταλισμό» των κυβερνήσεων (για πολλούς, ανάμεσα στους οποίους και το ΠΑΣΟΚ, ειδικά των ΗΠΑ) και τη «θρησκευτική τους προσήλωση» στις αγορές και τη φιλελευθεροποίησή τους. Σε αυτά τα πλαίσια, πλήθος είναι οι αναφορές που αποδίδουν την κρίση στο «νεοφιλελεύθερο ιεραποστολικό ζήλο», στα «Σικάγο μπόις» (λόγω της σχολής του Σικάγου, που ιδρύθηκε από τον πατριάρχη του νεοφιλελευθερισμού Μ. Φρίντμαν), στον «αχαλίνωτο καπιταλισμό», στον «παγκόσμιο χρηματιστικό καπιταλισμό της αγοράς», στο «υπερφιλελεύθερο μοντέλο του αμερικανικού καπιταλισμού» κ.ά.

* Στην κυριαρχία της χρηματοπιστωτικής σφαίρας απέναντι στη λεγόμενη «πραγματική οικονομία» (π.χ. αναλύσεις του νομπελίστα Π. Κρούγκμαν περί «καπιταλισμού καζίνο» ή άλλων περί «τουρμποκαπιταλισμού» ή «κακοποιού καπιταλισμού») και της οικονομίας απέναντι στην πολιτική.

* Στην αχαλίνωτη κερδοσκοπία και την άπληστη αναζήτηση του μέγιστου κέρδους.

* Στην άνευ ορίων φιλελευθεροποίηση των αγορών και στην απουσία ρυθμιστικών κανόνων και «κοινωνικών κριτηρίων» από την πλευρά του κράτους και της πολιτικής (τόσο σε εθνικό, όσο και σε διεθνικό επίπεδο), που θα ελέγχουν τους μηχανισμούς της αγοράς και της «παγκοσμιοποίησης», και θα συμπληρώνουν την «οικονομική σύγκλιση» με την «πραγματική» (εξ ου και η ανάδειξη ως αιτίας της κρίσης του «άναρχου καπιταλισμού»).

Οι απόψεις αυτές διατυπώνονται από ένα μεγάλο εύρος δυνάμεων: από τον Μπάφετ και την ΕΕ ως τον Ομπάμα, το ΠΑΣΟΚ, τη ΓΣΕΕ και τη Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων, και από τον Σαρκοζί και τον Μπερλουσκόνι ως και κομμάτια της Αριστεράς.



4. Οι δύο οπτικές έχουν ορισμένες διαφορές αλλά και αρκετά κοινά σημεία. Έτσι, υπάρχουν οι ακραιφνείς νεοφιλελεύθεροι που εξακολουθούν να προπαγανδίζουν την εξυγιαντική δύναμη της αγοράς και την ικανότητά της να αυτορυθμίζεται ή κατηγορούν τον… Μπους για «κρατισμό», αλλά και άλλοι (π.χ. Σόρος ή και κάποιοι εκπρόσωποι της Σχολής του Σικάγου) που δανείζονται πλευρές της «αντινεοφιλελεύθερης»-νεοκεϊνσιανής θεώρησης.
Διαμορφώνεται έτσι ένας «κοινός τόπος» σε όλα τα ρεύματα που απαρτίζουν τον αστικό συνασπισμό εξουσίας, τα οποία -παρά τις επιμέρους διαφορές- συγκλίνουν λίγο πολύ στην ακολουθητέα στρατηγική για την υπέρβαση της κρίσης. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ποιοι «σέρνουν το χορό» της αντικρισιακής σταυροφορίας (Μπους, Μπερνάκι, Μπράουν, Σαρκοζί, ΕΕ, ΔΝΤ) και πόσο ηγεμονική είναι η γραμμή τους απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία και τη «συστημική» Αριστερά.
Από αυτόν τον «κοινό τόπο» απουσιάζει ως αιτία το ίδιο το σύστημα της ατομικής ιδιοκτησίας, της μισθωτής εκμετάλλευσης, της ελεύθερης αγοράς, του ανταγωνισμού και της κρατικής καταπίεσης – άρα απουσιάζει ως λύση η σύγκρουση με αυτά τα δομικά στοιχεία του συστήματος και η πάλη για την ανατροπή του. Αντίθετα, «στοχοποιούνται» -αν και όταν γίνεται αυτό- οι πιο ακραίες εκφράσεις αυτού του συστήματος – χωρίς βέβαια να δίνεται απάντηση στο «γιατί αυτές οι ακρότητες διογκώθηκαν τώρα». Άρα και ως λύση-διέξοδος προτείνεται στην ουσία η «λείανση» αυτών των «ακροτήτων».



5. Στο στρατόπεδο της Αριστεράς διαμορφώνονται οι εξής χονδρικές ερμηνείες:

* Η μία είναι αυτή του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, που στην ουσία είναι συμπληρωματική της νεοκεϊνσιανής-αντινεοφιλελεύθερης οπτικής (έστω με πιο αιχμηρούς τόνους κατά της αγοράς και του καπιταλισμού). Είναι ενδεικτικές οι τοποθετήσεις του Α. Αλαβάνου, με τις οποίες καταγγέλλει τους «κερδοσκόπους και τους τυχοδιώκτες της αγοράς», οι ανησυχίες του Α. Τσίπρα πως «η κρίση δεν είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε πολύ μεγάλες αλλαγές στην κατεύθυνση της ρύθμισης της οικονομίας» και οι δηλώσεις του που επιρρίπτουν τις ευθύνες για την κρίση στις ΗΠΑ και στην προσπάθειά τους να «χειραγωγήσουν την παγκόσμια οικονομία με εργαλείο τη νεοφιλελεύθερη πολιτική».

* Η άλλη είναι αυτή του ΚΚΕ, που «ξεμπερδεύει» εύκολα και αβασάνιστα επαναλαμβάνοντας την –αναμφισβήτητη αλήθεια- ότι οι κρίσεις είναι σύμφυτο και πάγιο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού, χωρίς ωστόσο να προχωρά σε «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης» και να μελετά-αναδεικνύει τη σημασία και τον ειδικό χαρακτήρα της παρούσας κρίσης.


Δ. ΓΙΑ ΜΙΑ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

1. Η προσέγγιση του ΝΑΡ για την κρίση έχει ως πυρήνα και μεθοδολογικά εργαλεία τη μαρξιστική ανάλυση για τον καπιταλισμό γενικά (που πράγματι έχει ως σύμφυτο στοιχείο τις κρίσεις) και τη ανάλυση για το σύγχρονο ολοκληρωτικό καπιταλισμό ειδικότερα (στα πλαίσια του οποίου οι καπιταλιστικές κρίσεις αποκτούν ειδικό περιεχόμενο, μορφές κ.λπ.). Είναι, δηλαδή, μια προσέγγιση που επιχειρεί να συνδυάσει το ειδικό με το γενικό, το διαχρονικό με το ιστορικά συγκεκριμένο.
Ως ΝΑΡ ήδη από το 1ο και το 2ο Συνέδριό μας, σε μια περίοδο όπου όλα φαίνονταν να «κυλούν» ευνοϊκά για το κεφάλαιο και η κυριαρχία του φάνταζε συντριπτική και αδιατάρακτη, υπογραμμίζαμε ότι στο νέο καπιταλιστικό στάδιο το σύστημα της εκμετάλλευσης δεν θα είναι απαλλαγμένο από τις κρίσεις. Αντίθετα, θα μαστίζεται από πιο συχνές κρίσεις, με μεγαλύτερη διάρκεια, πιο μικρές περιόδους ανάκαμψης και πιο χαμηλούς αναπτυξιακούς δείκτες. Γι’ αυτό χαρακτηρίζαμε τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό «νέο στάδιο αντιδραστικής ανάπτυξης και κρίσης του καπιταλισμού» κι αποκρούαμε τις απόψεις που τον ήθελαν «ανίκητο», «παντοδύναμο» ή «μονόδρομο» και οδηγούσαν τους εργαζόμενους είτε στη μοιρολατρία και το συμβιβασμό είτε στην αποσπασματική και κατακερματισμένη αμφισβήτησή του - όχι όμως στη συνολική και πολιτική πάλη για την ανατροπή του. Επιπλέον, ιδιαίτερα στο 2ο Συνέδριο (οι Θέσεις του οποίου γράφτηκαν το φθινόπωρο του 2005) σημειώναμε τον ειδικό ρόλο που θα έχει το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο στις επερχόμενες κρίσεις, το ρόλο που είχε η στηριγμένη στα δάνεια άνοδος της κατανάλωσης στης ΗΠΑ, καθώς και το ενδεχόμενο μιας νέας κρίσης που θα είχε ως αφορμή την επαπειλούμενη (τότε) κρίση στην αγορά ακινήτων και την άνοδο των τιμών του πετρελαίου. Τα στοιχεία επιβεβαιώνουν αυτή την οπτική: την περίοδο 1960-2007 εκδηλώθηκαν 28 πιστωτικές κρίσεις (που διήρκεσαν κατά μέσο όρο 2,5 χρόνια και μείωσαν τα διαθέσιμα κεφάλαια κατά 20%), 28 εκρήξεις «φούσκας» στην αγορά ακινήτων (που διήρκεσαν 4,5 χρόνια και μείωσαν τις τιμές κατά 30%), 58 χρηματιστηριακές κρίσεις (που διήρκεσαν 2,5 χρόνια και οδήγησαν σε μείωση της αξίας των μετοχών κατά 50%) και 122 υφέσεις σε 21 αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες.
Από αυτή την άποψη, δεν μας αρκεί να επαναλαμβάνουμε τις γενικές μαρξιστικές απόψεις περί κρίσης ούτε την εκτίμηση ότι η κρίση είναι «δομική»-«διαρθρωτική» ή ότι είναι κρίση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Επιχειρούμε να προσεγγίσουμε την κατάσταση πολύ πιο ουσιαστικά και συγκεκριμένα.

2. Η κρίση έχει πίσω της μια περίοδο αλλεπάλληλων και γιγαντιαίων αναδιαρθρώσεων σε όλες της σφαίρες της κοινωνικοοικονομικής και πολιτικοϊδεολογικής πραγματικότητας, που -μέσα από συγκρούσεις, κρισιακούς σπασμούς και ανατροπές- οδήγησαν στη διαμόρφωση (όχι όμως και στην οριστική αποκρυστάλλωση) των βασικών χαρακτηριστικών του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Κοινό στοιχείο αυτών των αλλαγών ήταν από τη μια το πώς θα εξασφαλιστεί η αντιρρόπηση της τάσης πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους (όπου, ποσοστό κέρδους είναι η σχέση της υπεραξίας προς το συνολικό κεφάλαιο - σταθερό και μεταβλητό-, η οποία αποτελεί δείκτη της αποδοτικότητας του κεφαλαίου), που με έντονο τρόπο είχε εκδηλωθεί στις κρίσεις υπερσυσσώρευσης του 1973-5 και του 1980-2, και από την άλλη το πώς θα θωρακιστεί πολιτικά η αστική κυριαρχία (που είχε δεχτεί σημαντικά πλήγματα κατά την περίοδο 68-73).
Η στρατηγική αυτή (που πήρε διάφορα ονόματα: μονεταρισμός, ρηγκανοθατσερισμός, νεοφιλελευθερισμός, Νέα Οικονομία κ.λπ.) στηρίχτηκε στους νέους συνδυασμούς απόσπασης απόλυτης υπεραξίας (που προέρχεται από την παράταση της εργάσιμης μέρας ή την εντατικοποίηση της εργασίας) και σχετικής υπεραξίας (που προέρχεται από την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, με τη βοήθεια και των τεχνολογικών καινοτομιών) και στη νέα σύμπλεξη των μορφών εκμετάλλευσης (παλιών και νέων), στην αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών (πληροφορική, επικοινωνίες, βιοτεχνολογία, μικροηλεκτρονική κ.ά.), στην εκτατική ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων (γεωγραφικά και σε νέους κλάδους που «βιομηχανοποιήθηκαν»), στον αυξημένο ρόλο του χρηματοπιστωτικού τομέα αλλά και του πολεμικού στοιχείου, στην πολύμορφη καπιταλιστική διεθνοποίηση (τη λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση»), τις αλλαγές στο διεθνές πλέγμα του κεφαλαίου και τα ποιοτικά βήματα της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, στις ιδιωτικοποιήσεις και τη νέα μορφή του αστικού κράτους και του πολιτικού συστήματος.

Η προώθηση τούτης της αστικής στρατηγικής στα προηγούμενα 25-30 χρόνια δεν ήταν ομοιόμορφη ή αδιατάρακτη. Συγκλονίστηκε αρκετές φορές από σημαντικούς αγώνες και κινήματα αμφισβήτησης (εργατικοί, κατά της παγκοσμιοποίησης, Ζαπατίστας κ.λπ.), από σημαντικές ενδοκαπιταλιστικές-ενδοϊμπεριαλιστικές συγκρούσεις (στην οικονομία, στην πολιτική, γεωστρατηγικά), από υφεσιακές και κρισιακές στιγμές (με σημαντικότερη εκείνη των αρχών του 2000, οπότε και η 11η Σεπτέμβρη), από παραλλαγές στη συνεισφορά καθενός από τους προαναφερθέντες πυλώνες των αναδιαρθρώσεων – δυστυχώς, όμως, όχι από ρεύματα βαθύτερης πολιτικής και ιδεολογικής αμφισβήτησης και επαναστατικής ανατροπής

Συνολικά, πάντως, οι αναδιαρθρώσεις αυτές είχαν αποτελέσματα για το κεφάλαιο, τόσο οικονομικά (ανάσχεση και μια ορισμένη αντιστροφή κατά περιόδους της τάσης πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους) όσο και πολιτικοϊδεολογικά (ασφυκτική ηγεμονία νεοφιλελεύθερων δογμάτων, αποδιάρθρωση εργατικών συλλογικοτήτων κ.λπ.). Σε αυτό συνέβαλλαν οι «ανάσες» που προσέφεραν στο αστικό μπλοκ οι «καταρρεύσεις» των λεγόμενων «σοσιαλιστικών» χωρών (που επέτρεψαν μια άνευ προηγουμένου εκτατική ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων και επικερδή αξιοποίηση των υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων, τροφοδότησαν το κεφάλαιο με φτηνά εργατικά χέρια και λειτούργησαν ως ούριος ιδεολογικός άνεμος για τις αξίες της αγοράς και του καπιταλισμού), αλλά και η σύγκλιση νεοφιλελευθερισμού-σοσιαλδημοκρατίας και η «κατάρρευση»-ενσωμάτωση της Αριστεράς της Δύσης.

Ωστόσο, τα αποτελέσματα αυτά δεν είχαν τέτοια έκταση και βάθος, ώστε να διαμορφώσουν μια νέα «χρυσή περίοδο» για τον καπιταλισμό όπως εκείνη που διαμορφώθηκε μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό φάνηκε και στην οικονομία (όπου το ποσοστό κέρδους και οι αναπτυξιακοί δείκτες, ακόμη κι όταν κινήθηκαν ανοδικά, δεν προσέγγισαν τους ρυθμούς του 50 και 60, ενώ ήταν συχνοί και οι κρισιακοί τριγμοί), αλλά και στην πολιτική (όπου ήταν αδύνατη η σύναψη με τα εργατικά-λαϊκά στρώματα μαζικών κοινωνικών συμβολαίων σαν τα κεϊνσιανά, που θα εξασφάλιζαν πολιτική σταθερότητα, με αποτέλεσμα να κυριαρχεί η ανοχή που εξασφάλιζαν καταθλιπτική αστική ιδεολογική ηγεμονία και ο οικονομικός καταναγκασμός).



3. Σε όλη αυτή τη διαδρομή, μπορούμε να διακρίνουμε ορισμένες φάσεις, που η σκιαγράφησή τους βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα τόσο τη σημερινή κρίση, όσο και το γεγονός ότι ο νόμος της πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους λειτουργεί ως τάση -όπως σημείωνε ο Μαρξ- και όχι με σχηματικό τρόπο.

Καταρχήν, την πρώτη περίοδο μετά την κρίση του 73 πρυτάνευαν οι περιοριστικές οικονομικές πολιτικές (μείωση μισθών και κοινωνικών παροχών, χτύπημα εργατικού κινήματος κ.λπ.) ως μέσο τόνωσης της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Η επιλογή αυτή σχετιζόταν με το γεγονός ότι, σε εκείνη τη φάση, η υπερσυσσώρευση και η πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους προερχόταν κυρίως από την «αύξηση της χρηματικής αξίας του μεταβλητού κεφαλαίου (εξαιτίας των αυξημένων μισθών) και την αντίστοιχη με αυτή μείωση της σχέσης της υπερεργασίας προς την αναγκαία εργασία» (δηλ. μείωση του ποσοστού υπεραξίας - Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο) και λιγότερο από την αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου - δηλαδή, της σχέσης του σταθερού κεφαλαίου (πρώτες ύλες, μηχανήματα) προς το μεταβλητό κεφάλαιο (μισθοί), που αντικατοπτρίζει το πόση μάζα ζωντανής εργασίας (μεταβλητό κεφάλαιο) κινεί μια ορισμένη μάζα μέσων παραγωγής σε κάθε επιχείρηση (σταθερό κεφάλαιο).

Από τα μέσα της δεκαετίας του 80 (οπότε σημειώθηκε υποχώρηση των εταιρικών κερδών στις ΗΠΑ κατά 14,3%, το 1985-6), ήρθαν πιο έντονα στο προσκήνιο οι αναδιαρθρωτικές διεργασίες, που συνδέονταν με την είσοδο των νέων τεχνολογικών και επικοινωνιακών μέσων, τις αλλαγές στην εργασιακή διαδικασία και τις σχέσεις εκμετάλλευσης, τις αναπροσαρμογές στην κρατικοπονοπωλιακή λειτουργία, και οι οποίες επιχειρούσαν να τονώσουν την καπιταλιστική κερδοφορία στηριζόμενες κυρίως στις μορφές απόσπασης σχετικής υπεραξίας.

Ωστόσο, αυτή η αναπροσαρμογή δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, μιας και οδήγησε σε άνοδο της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και στο λεγόμενο «παράδοξο της παραγωγικότητας» (παρά την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας δεν βελτιωνόταν η κερδοφορία, δεν αυξάνονταν οι μισθοί, δεν μειωνόταν η ανεργία). Συνέπεια αυτής της κατάστασης ήταν η πτώση των εταιρικών κερδών στις ΗΠΑ την περίοδο 1991-3 κατά 25% για 28 μήνες. Έτσι, από τα μέσα του 90 ο διαμορφούμενος ολοκληρωτικός καπιταλισμός οδηγήθηκε σε μια νέα αναπροσαρμογή, σε ένα νέο στρατηγικό «μείγμα» (σημαίες του ήταν τότε η αμερικανική Νέα Οικονομία και η ευρωπαϊκή στρατηγική της Λισσαβόνας) που αναβάθμιζε τις μεθόδους απόσπασης απόλυτης υπεραξίας (βοηθούσαν εδώ οι «καταρρεύσεις» στην Ανατολή, τα μεταναστευτικά κύματα, οι δυνατότητες «βιομηχανοποίησης»-καπιταλιστικοποίησης νέων τομέων που διαμόρφωναν οι τεχνολογικές αλλαγές, η εμπορευματοποίηση της φύσης, οι ιδιωτικοποιήσεις), την ποιοτική αναδιαμόρφωση του εργατικού δυναμικού, των όρων εργασίας-εκμετάλλευσής του και της σχέσης του με τα μέσα εργασίας (ώστε να ενισχυθεί η απόσπαση σχετικής υπεραξίας), την καπιταλιστική διεθνοποίηση και τις ολοκληρώσεις (εξ ου και η ΟΝΕ, τα Σύμφωνα Σταθερότητας και η κυκλοφορία του ευρώ), τον πόλεμο, τη βαθύτερη σύμπλεξη παραγωγικού-χρηματοπιστωτικού τομέα (στα πλαίσια της οποίας το πλασματικό-χρηματικό κεφάλαιο άρχιζε να διαδραματίζει ολοένα και πιο καθοριστικό ρόλο στην επιτάχυνση της διαδικασίας συσσώρευσης του κεφαλαίου συνολικά και στην επιβράδυνση της κρίσης), την ενίσχυση του χρηματιστηρίου, τη συγκέντρωση-συγκεντροποίηση του κεφαλαίου. Καταλυτική ήταν τότε, στα χρόνια της προεδρίας Κλίντον (1999), η χαλάρωση των εποπτικών και ρυθμιστικών κανόνων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα στις ΗΠΑ, με την τροποποίηση από το Κογκρέσο της νομοθεσίας του 1933 (Glass-Steagall Act).

Αν και υπήρξαν κάποια αποτελέσματα από αυτές τις αναπροσαρμογές, οι τριγμοί του 2000-2001 επανέφεραν στο προσκήνιο τις πτωτικές για το ποσοστό κέρδους τάσεις (για 25 μήνες το 2001-3 σημειώθηκε βουτιά των επιχειρηματικών κερδών στις ΗΠΑ κατά 19,8%), οδηγώντας σε νέες αναπροσαρμογές που ενίσχυαν ακόμη περισσότερο το πολεμικό στοιχείο (Αφγανιστάν, Ιράκ, Λίβανος), τις τάσεις καπιταλιστικής διεθνοποίησης και τους μηχανισμούς έμμεσης εκμετάλλευσης (εδώ και η συντριβή του λεγόμενου «κράτους πρόνοιας») και εμπεριείχαν την ανατίμηση των εμπράγματων αξιών (πετρέλαιο, χρυσός, τρόφιμα, πρώτες ύλες – εξ ου και το ράλι των τιμών τους τα τελευταία χρόνια), την υποτίμηση του δολαρίου και τη μείωση των επιτοκίων (στις ΗΠΑ, από τον Ιανουάριο του 2001 ως τα μέσα του 2003 τα επιτόκια έπεσαν από 6,5 σε 1,5%, οπότε ο δανεισμός τριπλασιάστηκε). Πάνω απ’ όλα, όμως, εμπεριείχαν –ως ιδιαίτερο στοιχείο- την υπερεπέκταση του χρηματοπιστωτικού τομέα και του πλασματικού-χρηματικού κεφαλαίου, ιδιαίτερα στη στεγαστική πίστη και τη χορήγηση καταναλωτικών δανείων: στην Ισλανδία, για παράδειγμα, οι τράπεζες χρωστούν 4,5 φορές το ΑΕΠ της χώρας συνολικά, ενώ σε αρκετές χώρες οι τράπεζες χρησιμοποιούσαν κεφάλαια που ήταν κατά 35 προς 1 δανεικά. Σύμφωνα με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, επίσης, η πλασματική αξία όλων των σημαντικών χρηματοοικονομικών συμβολαίων σε διεθνές επίπεδο στα τέλη του 2007 ανήλθε στα 600 τρις δολάρια, ποσό 11 φορές μεγαλύτερο του παγκόσμιου ΑΕΠ, από 2,5 φορές που ήταν την προηγούμενη δεκαετία. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Γ. Μπάφετ χαρακτήρισε τα λεγόμενα παράγωγα «χρηματοοικονομικά όπλα μαζικής καταστροφής»!

Ο Κ. Μαρξ, στο Κεφάλαιο, είχε περιγράψει ως εξής την τάση αυτή: «Αν πέσει το ποσοστό κέρδους, τότε, από τη μια μεριά, το κεφάλαιο εντείνει τις δυνάμεις του για να μπορέσει ο ξεχωριστός κεφαλαιοκράτης, χρησιμοποιώντας καλύτερες μεθόδους κ.λπ., να συμπιέσει την ατομική αξία της μονάδας του εμπορεύματός του κάτω από τη μέση κοινωνική αξία του και να βγάλει έτσι, με δοσμένη την αγοραία τιμή, ένα έκτακτο κέρδος. Από την άλλη μεριά, αναπτύσσεται η κερδοσκοπία και η γενική εύνοια της κερδοσκοπίας από τις μανιώδεις προσπάθειες με νέες μέθοδες παραγωγής, με νέες επενδύσεις κεφαλαίου, με νέες τυχοδιωκτικές περιπέτειες να εξασφαλίσουν κάποιο έκτακτο κέρδος που να είναι ανεξάρτητο από το γενικό μέσο όρο και που να υψώνεται πάνω από αυτόν».

Τούτη η υπερανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό στα κεφάλαια (την υπεραξία) που είχαν αντληθεί στις πετρελαιοπαραγωγούς αραβικές χώρες και κυρίως στις λεγόμενες «αναδυόμενες οικονομίες» (δηλαδή, τις οικονομίες με χαμηλή οργανική σύνθεση του κεφαλαίου) με τις πιο άγριες μεθόδους απόσπασης απόλυτης υπεραξίας και ενίσχυσης της μάζας και του ποσοστού υπεραξίας. Τα κεφάλαια επενδύονταν χαμηλότοκα στις δυτικές τράπεζες, εξασφαλίζοντάς τους ρευστότητα και τη δυνατότητα να στηρίξουν την επέκταση των δανείων, των πιστωτικών καρτών κ.λπ. Επιπλέον, τα κεφάλαια αυτά αντλήθηκαν από τις αναπτυγμένες χώρες με τις πιο σκαιές μεθόδους έμμεσης εκμετάλλευσης, και ιδιαίτερα με την ένταξη των τεράστιων αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα (εξ ου και τα δικά μας δομημένα ομόλογα ή οι οδηγίες της ΕΕ που αύξαναν το ποσοστό των αποθεματικών των ταμείων που τοποθετούνταν στο χρηματιστήριο).

Διαμορφώθηκε έτσι ένας ιδιόμορφος «τραπεζικός κεϊνσιανισμός», που στη θέση της παραδοσιακής «ενεργού ζήτησης» και του «έμμεσου μισθού» έβαζε την απλόχερη χορήγηση δανείων (για αγορά κατοικίας, καταναλωτικών αγαθών κ.λπ.) –συχνά, μάλιστα, με υψηλό ρίσκο. Αυτό το πρότυπο στηρίχτηκε επιπλέον στην τιτλοποίηση-διασπορά του κινδύνου από αυτά τα δάνεια (με τη διαμόρφωση κάθε λογής παραγώγων, «τοξικών ομολόγων» και άλλων χρηματιστηριακών προϊόντων, που δημιούργησαν πλασματικές αξίες και κεφάλαια πολλαπλάσια της αξίας των προϊόντων που βρίσκονταν στη βάση αυτής της πυραμίδας – έχοντας αναλογίες με τα μεγάλα ελλείμματα και τη δημοσιονομική χαλαρότητα του παραδοσιακού κεϊνσιανισμού) και στις προσδοκίες κερδοφορίας της λεγόμενης «πραγματικής οικονομίας» των καπιταλιστικών χωρών (που θα αύξανε την καταναλωτική δυνατότητα των μισθωτών).

Επιπλέον, αυτό το πρότυπα αποτελούσε σημείο μιας ορισμένης σύγκλισης συμφερόντων των εργαζομένων (που απέφευγαν την απόλυτη εξαθλίωση και εξασφάλιζαν «χρήμα» σε περιόδους σκληρής λιτότητας), της λεγόμενης «πραγματικής οικονομίας» (καθώς έτσι εξασφάλιζε την πώληση των προϊόντων της -άρα, την πραγμάτωση της υπεραξίας- και απέφευγε να δανείζεται για να αυξήσει τους μισθούς, μετατρέποντας τους μισθωτούς σε απευθείας δανειολήπτες) και του χρηματοπιστωτικού τομέα (που έτσι διεκδικούσε ή αποσπούσε για λογαριασμό του ένα διαρκώς αυξανόμενο τμήμα της συνολικά παραγόμενης υπεραξίας και του όγκου των κερδών – καθώς το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο μπορεί να συνεχίζει να παράγει κέρδη ακόμη και όταν η διαδικασία της πραγματικής συσσώρευσης παρουσιάζει προβλήματα) – άρα πεδίο οικοδόμησης ενός κοινωνικοπολιτικού μπλοκ στήριξης της ακολουθούμενης πολιτικής.

Το μοντέλο αυτό άρχισε να καταρρέει όταν άρχισε να συρρικνώνεται μια βασική παράμετρός του: η καταναλωτική δυνατότητα των εργαζομένων της Δύσης, και ειδικότερα των φτωχότερων λαϊκών στρωμάτων, που ήταν οι βασικοί δανειολήπτες των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων (των λεγόμενων «δανείων των φτωχών»). Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνει άλλη μια θέση του Κεφαλαίου, σύμφωνα με την οποία «η τελική αιτία όλων των πραγματικών κρίσεων παραμένει πάντα η φτώχεια και ο περιορισμός της κατανάλωσης των μαζών, που αντιτίθενται στην τάση της καπιταλιστικής παραγωγής να αναπτύσσει έτσι τις παραγωγικές δυνάμεις, λες και το όριό της αποτελείται μόνο από την απόλυτη ικανότητα κατανάλωσης της κοινωνίας». Επιπλέον, παραπέμπει σε δύο βασικές ιδιότητες της καταναλωτικής δυνατότητας των εργαζομένων, που σχετίζονται άρρηκτα με την καπιταλιστική παραγωγή: πρώτον, το ύψος της δυνατότητας αυτής αντανακλά τη ζωτικότητα της λεγόμενης «πραγματικής οικονομίας» -άρα τη δυνατότητά της να παρέχει κάποιους σχετικά καλύτερους μισθούς- και δεύτερον χωρίς την κατανάλωση των εμπορευμάτων που παρήχθησαν είναι αδύνατη η «πραγμάτωση» της υπεραξίας που αντλήθηκε από το κεφάλαιο στην παραγωγή.

Η καταναλωτική δυνατότητα των εργαζομένων μειώθηκε κατά την περίοδο αυτή λόγω της αύξησης των επιτοκίων (που ωφελούσαν το χρηματοπιστωτικό τομέα, αλλά δυσκόλευαν και τους ιδιώτες-δανειολήπτες και τις επιχειρήσεις-δανειολήπτες) και κυρίως λόγω των δυσκολιών που παρουσίαζε η κερδοφορία της «πραγματικής οικονομίας» (του παραγωγικού κεφαλαίου), οδηγώντας σε αδυναμία αποπληρωμής των δανείων και σε καταβαράθρωση των πλασματικών αξιών που αντιπροσώπευαν τα κάθε λογής «τοξικά ομόλογα». Το γεγονός ότι αυτά τα δάνεια δεν είναι παρά μόνο το 14% των στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ, αποδεικνύει το βάθος και τη συνθετότητα της κρίσης και καταρρίπτει την άποψη ότι είναι απλώς και μόνο μια χρηματοπιστωτική κρίση.



4. Με αυτή την έννοια, η παρούσα κρίση είναι μια δομική κρίση του σύγχρονου καπιταλισμού και ειδικά του τύπου συσσώρευσης και διευρυμένης αναπαραγωγής, του κοινωνικοπολιτικού «μείγματος» με το οποίο το κεφάλαιο και οι κυβερνήσεις του (εθνικά και διεθνικά) επεδίωκαν τα τελευταία 25-30 χρόνια να στηρίξουν τους «δίδυμους πύργους» του κεφαλαιοκρατικού συστήματος: την καπιταλιστική κερδοφορία (οικονομικά) και την αστική κυριαρχία (πολιτικά). Με άλλα λόγια, είναι μια κρίση των όρων συνολικής αναπαραγωγής του συστήματος, στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Είναι χαρακτηριστικό, από αυτή την άποψη, ότι ο Τζ. Σόρος μιλά για «κρίση παραδείγματος» και για «σημείο καμπής, καθώς τόσο η δεσπόζουσα τάση όσο και οι κυρίαρχες παρανοήσεις της έχουν καταστεί αβάσιμες», ενώ ο μέχρι πρόσφατα επικεφαλής της FED Ά. Γκρίνσπαν δήλωνε: «Ανακάλυψα σφάλμα στο μοντέλο το οποίο θεωρούσα ότι καθόριζε πώς λειτουργεί ο κόσμος»!

Από οικονομική άποψη, είναι μια κρίση υπερσυσσώρευσης, που συνδυάζεται με τη δυναμική επανεμφάνιση των τάσεων πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους. Μάλιστα, πρόκειται για τάσεις πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους που τώρα –σε διάκριση από το 1973- τροφοδοτούνται κυρίως από την αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και πολύ λιγότερο από τη μείωση του βαθμού εκμετάλλευσης και του ποσοστού υπεραξίας.

Κάνουμε λόγο για κρίση υπερσυσσώρευσης, καθώς τη χαρακτηρίζει το βασικό κριτήριο του Μαρξ, ότι έχουμε υπερσυσσώρευση όταν το κεφάλαιο είναι «ανίκανο να εκμεταλλεύεται την εργασία στο βαθμό εκείνο της εκμετάλλευσης που απαιτεί η “υγιής”, “ομαλή” ανάπτυξη του κεφαλαιοκρατικού προτσές παραγωγής». Παράλληλα, εστιάζουμε την προσοχή μας στο ποσοστό κέρδους και κάνουμε θεμέλιο της ανάλυσής μας την εξέλιξή του (στην αλληλοσύνδεσή του με την υπερσυσσώρευση), καθώς, πάλι σύμφωνα με το συγγραφέα του Κεφαλαίου, «το ποσοστό του κέρδους είναι η κινητήρια δύναμη στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή και παράγεται σε αυτήν μόνο εκείνο που μπορεί να παραχθεί με κέρδος και εφόσον μπορεί να παράγεται με κέρδος».

Η βάση του προβλήματος, λοιπόν, είναι ότι τα κεφάλαια που έχουν συσσωρευτεί (προερχόμενα όχι από το απόλυτο κενό ή τα «παιχνίδια των χρηματιστηριακών χαρτιών», αλλά από την αχαλίνωτη εκμετάλλευση των μισθωτών σε Ανατολή και Δύση, η οποία στηρίχτηκε σε τρόπους που απογείωναν τα τελευταία χρόνια την απόσπαση άμεσης υπεραξίας, αλλά κυρίως συνέθεταν σε ένα οργανικό και αδιάσπαστο «όλο» τις μορφές απόσπασης σχετικής και απόλυτης υπεραξίας) δεν μπορούν πλέον να αξιοποιηθούν με ικανοποιητικό ποσοστό κέρδους – πολύ περισσότερο που οι «παρθένες αγορές» (σε άλλες χώρες ή στους ιδιωτικοποιούμενους-αγοραιοποιούμενους-καπιταλιστικοποιούμενους τομείς ή στο φυσικό περιβάλλον) δεν είναι ανεξάντλητες, οι νέοι τεχνολογικά τομείς δεν είναι αστείρευτοι και για να αντισταθμιστεί η ανοδικά κινούμενη οργανική σύνθεση του κεφαλαίου δεν είναι αρκετό το φτηνό εργατικό δυναμικό της γενιάς των 700 ευρώ, των μεταναστών, των μερικά απασχολούμενων ή των κάθε λογής Κινέζων εργατών.

Αυτό περιπλέκεται και από το γεγονός ότι οι «προσδοκίες κέρδους» (την προεξόφληση αυτών των προσδοκιών αντιπροσωπεύουν οι μετοχές) που είχαν διαμορφωθεί ή καλλιεργηθεί σε αρκετούς τομείς της άμεσης καπιταλιστικής παραγωγής και συσσώρευσης (ιδιαίτερα τους νεότερους) δεν ευοδώθηκαν (τουλάχιστον στον προσδοκώμενο βαθμό) ή δεν φαίνεται να ευοδώνονται στο ορατό μέλλον. Παράλληλα, αρκετά γρήγορα εξατμίστηκαν οι τονωτικές ενέσεις που πρόσφεραν οι ιδιωτικοποιήσεις και η τρομακτική λεηλασία των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων.

Επιπλέον, δεν είχε το προσδοκώμενα αποτελέσματα και η προσπάθεια αποφασιστικής τόνωσης της απόσπασης σχετικής υπεραξίας, μέσω της ανάπλασης των εργασιακών ικανοτήτων του εργατικού δυναμικού (στην οποία στόχευαν οι αλλεπάλληλες αντιδραστικές τομές της Λισσαβόνας, της Μπολόνια, του άρθρου 16, του νόμου-πλαισίου κ.λπ. στην παιδεία), των σχέσεων εργασίας στην άμεση παραγωγή, των σχέσεων των εργαζομένων με τα μέσα παραγωγής. Έτσι, εκτός από την απόσπαση απόλυτης «στόμωσε» και η απόσπαση σχετικής υπεραξίας – της μόνης που μπορεί με μακροπρόθεσμο τρόπο να αντιρροπίσει την τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους.

Σε όλα αυτά πρέπει να προσθέσουμε έναν ακόμα σημαντικό παράγοντα: τον ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό, που σε τέτοιες φάσεις παροξύνεται και στο εσωτερικό μιας χώρας και διεθνώς, και πολεμικά και οικονομικά-γεωστρατηγικά (π.χ. μάχη για αγωγούς και φυσικό αέριο, αναμετρήσεις για το πετρέλαιο, νέος ρόλος Ρωσίας). Ένα από τα πολλά αποτελέσματα αυτού του ανταγωνισμού είναι ότι τείνει να διαμορφώσει ένα μέσο ποσοστό κέρδους, μια καπιταλιστικά πιο «ισόρροπη» μοιρασιά της αποσπώμενης από τους εργαζόμενους υπεραξίας, ψαλιδίζοντας σε ένα βαθμό τους πιο προκλητικούς «κερδοσκόπους».

Τέλος, σημαντικότατο ρόλο έπαιξαν στην εκδήλωση της κρίσης και οι αντιστάσεις των εργαζομένων και των λαών που δεν επέτρεψαν να προωθηθούν απρόσκοπτα κάποιες επιλογές του κεφαλαίου, υπονομεύοντας και την κερδοφορία του (π.χ. εργατικοί αγώνες, κίνημα κατά παγκοσμιοποίησης, φαινόμενα τύπου Τσάβες, ιρακινή αντίσταση, όχι στο Ευρωσύνταγμα).



5. Εν τέλει, η παρούσα κρίση εδράζεται στην ειδική μορφή με την οποία εκδηλώνονται στα πλαίσια του ολοκληρωτικού καπιταλισμού ορισμένες από τις εγγενείς αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, όπως: η αντίφαση ανάμεσα στον κοινωνικοποιημένο χαρακτήρα της παραγωγής και στον ατομικό χαρακτήρα της ιδιοποίησης, η αντίφαση ανάμεσα στην αναρχία-τον ανορθολογισμό στο επίπεδο της καπιταλιστικής παραγωγής συνολικά και στον ορθολογισμό στο επίπεδο της κάθε καπιταλιστικής επιχείρησης, οι σχετικές αντιφάσεις ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση, την αξία χρήσης και την ανταλλακτική αξία, το πλασματικό-χρηματικό και το «πραγματικό» παραγωγικό κεφάλαιο. Αντιφάσεων που δεν μπορούν να αρθούν ιστορικά στα πλαίσια του συστήματος – θα αρθούν μόνο όταν καταργηθεί-ανατραπεί επαναστατικά το ίδιο το σύστημα. Κι ακόμα, αντιφάσεων που αντί να αμβλύνονται οξύνονται από την υπερεπέκταση του χρηματοπιστωτικού τομέα. «Η πίστη αναπαράγει όλες τις κύριες αντιθέσεις του καπιταλισμού, τις οδηγεί στο παράλογο (στο έπακρο)», σημείωνε χαρακτηριστικά η Ρ. Λούξεμπουργκ στο Κοινωνική μεταρρύθμιση ή επανάσταση. Για παράδειγμα:

* Η λεηλασία της εργατικής τάξης της Δύσης από τις δεκαετίες σκληρής λιτότητας, υπερεκμετάλλευσης, χρηματιστηριακής κλοπής, φορολογικής αφαίμαξης και ασφαλιστικής λεηλασίας αλλά και η άγρια εκμετάλλευση της εργατικής τάξης των οδηγιών Μπολκενστάιν, των μεταναστών, των αναδυόμενων καπιταλιστικών οικονομιών κ.λπ. εκτίναξε σε προηγούμενες φάσεις την καπιταλιστική κερδοφορία, ωστόσο προοπτικά προσκρούει στα όρια φυσικής-βιολογικής επιβίωσης της εργατικής τάξης (δεν λέμε για τα ιστορικά, που διαμορφώνονται από το επίπεδο της ταξικής πάλης και τις ιστορικές συνθήκες, καθώς αυτά, λόγω του αρνητικότατου για την εργασία συσχετισμού δύναμης, έχουν συμπιεστεί στο έπακρο και συμπλησιάσει ή ταυτιστεί για μεγάλα εργατικά στρώματα με τα φυσικά-βιολογικά). Με τέτοιες εργατικές αμοιβές, όμως, ποιος και πόσο θα καταναλώνει, ώστε να πραγματώνεται η παραχθείσα στην παραγωγή υπεραξία; Πόσο μάλλον που ο εργάτης-καταναλωτής είναι ήδη καταχρεωμένος για δεκαετίες ολόκληρες με δάνεια, κάρτες κ.λπ., τα οποία ίσως και να μην μπορέσει να αποπληρώσει ποτέ. Η σημασία αυτού του παράγοντα φαίνεται και στην περίπτωση των ενυπόθηκων δανείων για αγορά κατοικίας, τα οποία στήριξαν για μια περίοδο την υψηλή κερδοφορία του χρηματοπιστωτικού τομέα, αλλά όταν οι δανειολήπτες δεν μπορούσαν να τα αποπληρώσουν οι τράπεζες κατέρρευσαν.

* Η καθολική υπαγωγή στους όρους της κεφαλαιακής αξιοποίησης όλων των πλευρών της κοινωνικής ζωής και της φύσης, η εκτατική και σε βάθος ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων, η ανοιχτή εμπορευματοποίηση-βιομηχανοποίηση των υπηρεσιών αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης και της αγροτικής παραγωγής αποτέλεσαν μία ακόμη διέξοδο κερδοφορίας για τα υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια. Ωστόσο, και αυτή η πλευρά δημιουργεί πλήθος προβλημάτων στους συνολικούς όρους αναπαραγωγής του συστήματος, τα οποία προκύπτουν από τη μια από τις περιβαλλοντικές καταστροφές, την εξάντληση των ορίων πλανήτη, των νερών και των εδαφών, την κλιματική αλλαγή και, από την άλλη, από τα φαινόμενα τύπου Κατρίνα, τα εκατομμύρια των ανασφάλιστων κ.λπ..

* Ο πόλεμος (ως ενδεχόμενο ή ως πράξη) αποτέλεσε μια ακόμη σταθερά της αστικής στρατηγικής, πολύ περισσότερο που η αμιγώς πολεμική και η λεγόμενη «ειρηνική» βιομηχανία είναι σε μεγάλο βαθμό συγκοινωνούντα δοχεία. Ωστόσο, ο «πολεμικός» τρόπος τόνωσης της κερδοφορίας και αντιμετώπισης της υπερσυσσώρευσης και οι υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες αποτελούν «οξυγόνο» για κάποια τμήματα του κεφαλαίου, αλλά «θηλιά» για άλλα (π.χ. η άνοδος των στρατιωτικών δαπανών μειώνει τις «κοινωνικές», άρα τη λαϊκή κατανάλωση). Επιπλέον, οι ελπίδες, άρα και οι μετοχές (π.χ. των πετρελαϊκών εταιρειών, των εταιρειών ανοικοδόμησης) που στηρίχτηκαν στην επιτυχή έκβαση κάποιων πολέμων δεν επιβεβαιώνονται για την ώρα, καθώς προσκρούουν στις αντιστάσεις των λαών, στη δυσκολία να σταθεροποιηθεί η «δυτικού τύπου δημοκρατία και οικονομία» (π.χ. Ιράκ, Αφγανιστάν), στις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις.



6. Με αυτή την έννοια, η σημερινή κρίση, αν και σχετίζεται με εκείνη του 1973, δεν αποτελεί απλή συνέχεια και προέκτασή της ή απλή ένδειξη ότι εκείνη δεν ξεπεράστηκε επί της ουσίας ποτέ. Πρώτα απ’ όλα γιατί η κρίση του 73 ήταν κρίση ενός συγκεκριμένου προτύπου συσσώρευσης και αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων (μονοπωλιακός καπιταλισμός, κεϊνσιανισμός, τεϊλορισμός-φορντισμός κ.λπ.), ενώ η σημερινή είναι κρίση ενός ποιοτικά διαφορετικού προτύπου – αυτού που σχετίζεται με την πορεία διαμόρφωσης του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού.

Επίσης, η σημερινή κρίση δεν μπορεί να παρομοιαστεί με κάποια τελική κρίση ή με μια κρίση που οδηγεί λίγο πολύ αυτόματα στην παρακμή, τη σήψη και την κατάρρευση του καπιταλισμού. Ωστόσο, η φύση και ο χαρακτήρας της επαναφέρουν στη συζήτηση τις έννοιες της γενικής ή ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού. «Όχι με την ντετερμινιστική αντίληψη για την επικείμενη κατάρρευση του καπιταλισμού και τη νομοτελειακή νίκη της εργατικής τάξης. Αλλά με σύγχρονους όρους, οι οποίοι σχετίζονται με την καταστροφική τάση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού απέναντι στον εργαζόμενο άνθρωπο και στη φύση, με την πρωτοφανή εχθρότητα του κέρδους και της ανταγωνιστικότητας προς κάθε έννοια ανθρώπινου δικαιώματος, με την αποσύνδεση της ανάπτυξης από τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης, με την κυριαρχία της καταστολής και του ελέγχου απέναντι στην ενσωμάτωση – δηλαδή, με τους εντεινόμενους φραγμούς για την ανάπτυξη του ανθρώπου και της κοινωνίας» (Θέσεις 2ου Συνεδρίου του ΝΑΡ).





Ε. ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΔΙΕΞΟΔΟΥ



1. Η παρούσα κρίση, όπως και κάθε κρίση, έχει πάντα διπλή φύση: αποτελεί βίαια εξωτερίκευση των αντιθέσεων που ταλανίζουν τον καπιταλιστικό κόσμο, αλλά και βίαιο τρόπο για την εξομάλυνσή τους. Άρα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το αστικό στρατόπεδο, είναι αναγκαίο να βλέπουμε σε κάθε τέτοια συγκυρία και τις δύο πλευρές, με τις επιπτώσεις που έχουν για τα εργατικά συμφέροντα και την ταξική πάλη.



2. Ο ακριβής χαρακτήρας της αστικής απάντησης και η νέα αστική στρατηγική που θα οικοδομηθεί γύρω από αυτή δεν έχουν αποκρυσταλλωθεί ακόμη πλήρως. Επιπλέον, τα μέτρα που έχουν προωθηθεί (με το προσωνύμιο «Μεγάλη Διάσωση») δεν έχουν εξαντλήσει τα «βέλη που διαθέτει στη φαρέτρα του» ο σύγχρονος καπιταλισμός, ο οποίος βέβαια δεν θα καταρρεύσει αν δεν τον ανατρέψει το επαναστατικό κίνημα, ούτε θα παραμείνει στο διηνεκές εντός αυτής της κρίσης.

Ωστόσο, με βάση τα μέχρι τώρα δεδομένα, και παρά ορισμένες αποκλίσεις-διαφορές μεταξύ αμερικανικού και ευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού κέντρου, έχουν διαφανεί ορισμένοι κομβικοί πυλώνες της νέας αστικής στρατηγικής για την υπέρβαση της κρίσης, την ανάκαμψη της καπιταλιστικής κερδοφορίας και την πολιτική θωράκιση της αστικής τάξης πραγμάτων. Στο σύνολό τους και στην αλληλεπίδρασή τους, οι πυλώνες αυτοί δεν συνθέτουν μια γραμμή υπέρβασης του νεοφιλελευθερισμού, ούτε την επάνοδο του κεϊνσιανισμού, του «νιου ντιλ» ή της ισορροπίας «κράτους-αγοράς», όπως διατείνονται αστοί δημοσιολόγοι και πολιτικοί. Αντίθετα, συνθέτουν ένα νέο κανιβαλικό γύρο λεηλασίας των εργατικών αναγκών, μια εφιαλτική περίοδο κοινωνικής βαρβαρότητας, μια νέα φάση επιθετικότερης προώθησης των αναδιαρθρώσεων του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Πιο συγκεκριμένα:

* Ο βασικότερος πυλώνας είναι μια άγρια βουτιά στην εκμετάλλευση των εργαζομένων. Άμεσα, με την έννοια ότι θα ενταθεί η λιτότητα και η συμπίεση των μισθών και θα επεκταθεί η προσφυγή του κεφαλαίου στις πιο βάρβαρες μεθόδους εκμετάλλευσης και απόσπασης απόλυτης υπεραξίας (παράταση εργάσιμου χρόνου, μετεγκαταστάσεις επιχειρήσεων, ελαστικοποίηση εργασιακών σχέσεων κ.λπ.). Και έμμεσα, με την έννοια ότι θα αυξηθούν τρομακτικά οι φορολογικές επιβαρύνσεις (ώστε να καλυφθούν τα διάφορα πακέτα Πόλσον και Μπράουν ή τα 28 δις της κυβέρνησης Καραμανλή), θα συρρικνωθούν δραματικά οι κοινωνικές παροχές του προϋπολογισμού και θα συντριβούν οι μελλοντικές συντάξεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι 27 της ΕΕ, την ίδια στιγμή που αποφάσιζαν μια πιο «ευέλικτη εφαρμογή» των κριτηρίων του Συμφώνου Σταθερότητας, δεν έκαναν βήμα πίσω από τη λιτότητα.

* Ο δεύτερος πυλώνας είναι μια ορισμένη αναδιάταξη των μορφών της κρατικής παρέμβασης (για την ακρίβεια, ορισμένων πλευρών της κρατικομονοπωλιακής συνύφανσης), με σύνθημα «κρατικοποίηση-κοινωνικοποίηση των ζημιών και ιδιωτικοποίηση των κερδών». Πρόκειται για μια τάση που χαρακτηρίζεται ως «ευέλικτος παρεμβατισμός» και εκφράζεται κυρίως με ενέσεις ρευστότητας προς τις τράπεζες, εξαγορά πακέτου μετοχών τους από το κράτος (πρώτη στον κατάλογο αυτό ήταν η Northern Rock στη Βρετανία, το Φεβρουάριο 2008), μετατροπή «τοξικών ομολόγων» σε κρατικά, εγγυήσεις διατραπεζικού δανεισμού, εγγυήσεις καταθέσεων, αλλά και με τη διαμόρφωση νέων ρυθμιστικών κανόνων (εθνικών και διεθνικών) για τη λειτουργία των αγορών και του χρηματοπιστωτικού συστήματος ή με προτάσεις σαν αυτή του Σαρκοζί για δημιουργία «κρατικού ταμείου παρέμβασης για τις στρατηγικές επιχειρήσεις» που αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας. Οι πιο γνωστές περιπτώσεις,, σε αυτά τα πλαίσια είναι οι κρατικοποιήσεις των Fannie Mae και Freddie Mac στις ΗΠΑ (που καλύπτουν το 50% της αγοράς στεγαστικών δανείων), της στεγαστικής τράπεζας Hypo Real Estate, της δεύτερης μεγαλύτερης δανειστικής τράπεζα της Γερμανία (είχαν προηγηθεί άλλες τέσσερις, οι IKB, SachsenLB, WestLB, BayernLB), του γαλλοβελγικού ασφαλιστικού-τραπεζικού ομίλου Dexia (του μεγαλύτερου δανειστή δήμων στον κόσμο) που σώθηκε με κρατική παρέμβαση του Λουξεμβούργου, της Γαλλίας και του Βελγίου, και του ομίλου Fortis (Βέλγιο, Ολλανδία Λουξεμβούργο).

Γενικά, η έκταση της κρατικής παρέμβασης ποικίλλει, με την ΕΕ να στηρίζει το χρηματοπιστωτικό της σύστημα με ποσά μεγαλύτερα απ’ ό,τι οι ΗΠΑ. Ποικίλλουν επίσης και οι μορφές της, που για την ώρα λειτουργούν κυρίως ως «συμπτωματική θεραπεία» και πάντως δεν έχουν ακόμη αποκρυσταλλωθεί οριστικά. Παράλληλα, ορατή είναι και η διαμάχη για το αν αυτά τα κονδύλια θα διοχετευτούν μόνο στο χρηματοπιστωτικό σύστημα ή θα χορηγηθούν με όρο τη μεγαλύτερη χρηματοδοτική στήριξη της «πραγματικής οικονομίας» εκ μέρους των τραπεζών. Ωστόσο, όλες αυτές οι εξελίξεις δεν αλλάζουν άλλες πλευρές της κρατικομονοπωλιακής λειτουργίας, πολύ βασικές για τον καπιταλισμό και πολύ χαρακτηριστικές για τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό και το λεγόμενο «νεοφιλελευθερισμό»: δεν αναιρούνται οι ιδιωτικοποιήσεις (π.χ. Ολυμπιακή), τα ΣΔΙΤ, η συντριβή του «κράτους πρόνοιας» και η τάση πλήρους εμπορευματοποίησης όλων των πλευρών της κοινωνικής ζωής και της φύσης. Άλλωστε, δηλωμένος στόχος των αστών είναι όταν εξυγιανθούν οι κρατικοποιούμενες σήμερα τράπεζες να αποδοθούν πάλι στους ιδιώτες (κάτι σαν τις προβληματικές του Α. Παπανδρέου ή όπως έγινε με την Brandford & Bingley στη Βρετανία, που κρατικοποιήθηκε και, στη συνέχεια, πουλήθηκε εν ριπή οφθαλμού στην ισπανική Santander). Επιπλέον, στόχος τους δεν είναι η σωτηρία κάθε «ξερού κλαδιού» που χρεοκοπεί, αλλά η «σωτηρία του συστήματος συνολικά» (όπως διαρκώς επαναλαμβάνουν) και –από αυτή, ακριβώς, την άποψη- η σωτηρία εκείνων των δοκιμαζόμενων εταιριών που έχουν στρατηγική θέση στο όλο σύστημα (π.χ. οι 27 θα στηρίξουν μόνο τις 44 «συστημικές» από τις συνολικά 8.000 τράπεζες της ΕΕ). Eίναι χαρακτηριστικό, εδώ, ότι η FED πίεσε τη JP Morgan να αγοράσει την Bear Stearns (για να μην καταρρεύσει) και την αποταμιευτική, επενδυτική και δανειστική τράπεζα Washington Mutual, αλλά όχι τη Lehman Brothers. Κι όλα αυτά, παρότι στις Συνθήκες της ΕΕ και ειδικά σε αυτή της Λισσαβόνας απαγορεύονται οι κρατικές ενισχύσεις ως νόθευση-στρέβλωση του ανταγωνισμού (με αυτό το πλαίσιο εγκαλείται και οδηγείται σε ιδιωτικοποίηση η Ολυμπιακή).

* Ο τρίτος πυλώνας είναι ο ενδεχόμενος παροξυσμός των πολεμικών συγκρούσεων, ως συνισταμένη στην οποία συγκλίνουν πολλοί παράγοντες: η όξυνση του ενδοκαπιταλιστικού-ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού, η αστική ανάγκη για μαζική καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων, η ανάγκη για τροφοδότηση της κερδοφορίας ενός πλήθους κλάδων της καπιταλιστικής οικονομίας (τόσο της λεγόμενης «ειρηνικής», όσο και της καθαρόαιμα πολεμικής), η ανάγκη για εξασφάλιση νέων ζωνών εκτατικής ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, επικερδούς τοποθέτησης των υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων και άντλησης απόλυτης υπεραξίας, η ανάγκη για απαλλαγή από τις χώρες-«ανορθογραφίες» του διεθνούς συστήματος, ώστε να υπάρχουν λίγο πολύ κοινοί και σχετικά ασφαλείς για τα πολυεθνικά-πολυεθνικά μονοπώλια διεθνείς κανόνες του παιχνιδιού, καθώς και η ανάγκη για αποτελεσματικότερη κατάπνιξη-καθυπόταξη του «εσωτερικού εχθρού», της εργατικής τάξης. Καθένας από τους λόγους αυτούς –πολύ περισσότερο όλοι μαζί, στην αλληλεπίδρασή τους- τροφοδοτούν με ακατανίκητο τρόπο τον πόλεμο, που βέβαια είναι άγνωστο αν τελικά θα εκδηλωθεί, πού και πώς (καθώς δεν παύει να είναι το έσχατο αντικρισιακό όπλο του καπιταλισμού).

Μερικά στοιχεία εδώ είναι χαρακτηριστικά: Το 2007-8 οι στρατιωτικές δαπάνες παγκοσμίως εκτινάχτηκαν σε ύψος ρεκόρ, με τις ΗΠΑ να κατέχουν το 50%. Ο πόλεμος στο Ιράκ θα φτάσει φέτος σε κόστος τα 750 δις δολ, το 2009 το 1 τρις και τελικά τα 3 τρις. Το πρώτο 9μηνο του 2008 οι ρωσικές εξαγωγές όπλων αυξήθηκαν κατά 23%, φέρνοντας τη χώρα αυτή στην πρώτη τριάδα εμπόρων όπλων, με το 70% των ρωσικών εξαγωγών να κατευθύνεται σε Ινδία και Κίνα.

Να προσθέσουμε εδώ –μετά τη Γεωργία- τις άσβεστες πολεμικές εστίες σε Ιράκ και Αφγανιστάν, το Ιράν, την αντιπαράθεση ΗΠΑ, Ρωσίας και άλλων χωρών γύρω από Αρκτική (για το ποιος θα κατοχυρώσει πρώτος το δικαίωμα στις υποθαλάσσιες έρευνες μετά το λιώσιμο των πάγων όπλα), τις στρατιωτικές ασκήσεις της Ρωσίας στη Βενεζουέλα, την αντιπυραυλική ασπίδα των ΗΠΑ, τη ρωσική στρατιωτική άσκηση «Σταθερότητα 2008» και τις δηλώσεις Μεντβέντεφ ότι οι στρατιωτικές δαπάνες της Ρωσίας θα αυξηθούν κατά 26% το 2009. Κι ακόμη το γεγονός ότι η σχετική οικονομική υποχώρηση των ΗΠΑ μετά την κρίση μπορεί να ενισχύσει τη στρατιωτική τους επιθετικότητα, ως μέσο διατήρησης ή ενίσχυσης της θέσης τους στο διεθνές ιμπεριαλιστικό πλέγμα

* Ένας ακόμη βασικός πυλώνας είναι η ένταση της επίθεσης στις λαϊκές ελευθερίες (όξυνση του δημοκρατικού προβλήματος, δηλαδή), ως στοιχείο των ευρύτερων ανακατατάξεων στο αστικό πολιτικό σύστημα και στον αντιδραστικό συνασπισμό εξουσίας. Ανακατατάξεων που καλούνται να θωρακίσουν πολιτικά το αστικό καθεστώς σε μια περίοδο που δεν μπορούν να διαμορφωθούν μαζικά κοινωνικά συμβόλαια κεϊνσιανού τύπου, που κλονίζονται δραματικά (λόγω των συνεπειών της κρίσης και της γραμμής υπέρβασής της) ακόμη και οι κοινωνικές συμμαχίες που στήριξαν τις προηγούμενες δεκαετίες τη «νεοφιλελεύθερη» διαχείριση, που συγκλίνουν με πρωτοφανή τρόπο σοσιαλδημοκρατία-κλασική δεξιά (με αποτέλεσμα να μπαίνει πιο συχνά στα ενδεχόμενα αρκετών χωρών η συγκυβέρνησή τους, τύπου γερμανικού «μεγάλου συνασπισμού» υπό τη Μέρκελ), που απαξιώνονται τα υπάρχοντα κόμματα και συνδικάτα και οι λαϊκές μάζες αποστοιχίζονται από αυτά, που αυξάνουν οι πιθανότητες ανεξέλεγκτων κοινωνικών εκρήξεων και καταγράφεται μια τεράστια ιδεολογική φθορά των νεοφιλελεύθερων ιδεών και μια επίσης μεγάλη αδυναμία του καπιταλισμού να συνδεθεί με θετικά και ελπιδοφόρα για τις λαϊκές μάζες πρότυπα. Δηλωτικές αυτών των ανακατατάξεων –και όχι απλώς του βατοπεδινού σκανδάλου- είναι και οι διεργασίες στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό (π.χ. μια κάποια αναστήλωση του ΠΑΣΟΚ, πριμοδότηση οικολόγων, ποσοστά ΣΥΡΙΖΑ). Οι θέσεις του Σαρκοζί για μια «οικονομική κυβέρνηση» σε επίπεδο ΕΕ, που θα παρακάμπτει τα όποια εκλεγμένα όργανα, η διεύρυνση των χωρών στις οποίες πραγματοποιούνται περιπολίες του στρατού στους δρόμους και, βεβαίως, ο δραματικός χαρακτήρας που αποκτά ο οικονομικός-κοινωνικός καταναγκασμός (λόγω του φόβου της ανεργίας κ.λπ.) είναι μερικά ενδεικτικά στοιχεία της νέας κατάστασης, που επιπροστίθενται στα αλλεπάλληλα κύματα περιστολής των λαϊκών ελευθεριών και κρατικής καταπίεσης της προηγούμενης περιόδου.

* Τέλος, βασικός πυλώνας φαίνεται να αναδεικνύεται και μια άνευ προηγουμένου λεηλασία της φύσης και του περιβάλλοντος, όξυνση των κλιματικών και οικολογικών καταστροφών, μετατροπή των φυσικών πόρων σε εμπορεύσιμο είδος.



3. Στα πλαίσια αυτά, εκτυλίσσονται και ορισμένες σημαντικές διεργασίες στο στρατόπεδο του κεφαλαίου. Έτσι:

* Έχει ήδη δρομολογηθεί ένας νέος συνδυασμός οξύτατου ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού-διεθνικής ρύθμισης, του «ας σωθεί ο καθένας όπως μπορεί» με τις συνδυασμένες διεθνείς προσπάθειες. Μάλιστα, το τελευταίο διάστημα οι προσπάθειες για νέες διεθνικές ρυθμίσεις και κανόνες πυκνώνουν και δείχνουν να κυριαρχούν, λόγω και του έντονα διεθνικού χαρακτήρα της κρίσης. Εδώ εγγράφονται η συνδυασμένη απόφαση των μεγάλων κεντρικών τραπεζών να μειώσουν τα επιτόκια, οι αποφάσεις του G7, οι αποφάσεις της ΕΕ, τα σχέδια για νέο Μπρέτον Γουντς, οι κοινές διεθνείς διασκέψεις του G20 (η πρώτη στις 15/11), οι προτάσεις για αναδιάρθρωση ΔΝΤ και και «παγκόσμια διακυβέρνηση», τα πρώτα βήματα μιας «ευρασιατικής» συνεργασίας και η σύνοδος 40 χωρών στο Πεκίνο (27 της ΕΕ και χωρών μελών της ASEAN, που αντιπροσωπεύουν 60% παγκόσμιου ΑΕΠ), η πρόσφατη Ευρωμεσογειακή Διάσκεψη. Εδώ, επίσης, εγγράφονται το γεγονός ότι η ιαπωνική Nomura εξαγόρασε τις δραστηριότητες της Lehman Brothers στην Ασία και την Ωκεανία, ενώ και η ιαπωνική Mitsubishi UFJ Financial εξαγόρασε το 20% της Goldman Sachs. Είναι αυτονόητο ότι οι ρυθμίσεις αυτές δεν καταργούν τον ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό –που απογειώνεται σε τέτοιες περιόδους-, αλλά διαμορφώνουν το νέο πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτός θα εκτυλίσσεται και αποτυπώνουν (πάντα μέσα από αντιφάσεις και συγκρούσεις) το νέο συσχετισμό στο διεθνές πλέγμα του κεφαλαίου ανάμεσα στα εθνικά αστικά κράτη και τα πολυεθνικά-πολυκλαδικά μονοπώλια.

Το νέο διεθνικό πλαίσιο της κρίσης δημιουργεί προβλήματα για αρκετές από τις ελληνικές επιχειρήσεις στα Βαλκάνια (στη Ρουμανία, για παράδειγμα, δραστηριοποιούνται 4.000 ελληνικές μικρού και μεσαίου μεγέθους, ενώ στη Βουλγαρία η Ελλάδα είναι ο τρίτος μεγαλύτερος ξένος επενδυτής). Αυτοί που κυρίως πλήττονται είναι οι κατασκευαστικές εταιρείες, όσοι έχουν επενδύσει στην αγορά ακινήτων, οι τράπεζες και όσες άλλες εταιρείες αντλούν μεγάλη αναλογία των κερδών τους από τα Βαλκάνια. Ιδιαίτερα σημαντικά θα είναι τα προβλήματα για τις ελληνικές τράπεζες: για κάθε ευρώ που έχουν ως κατάθεση έχουν χορηγήσει δάνεια αξίας 1,7 ευρώ, κινούμενες πιο τολμηρά απ’ ό,τι την Ελλάδα (όπου η σχέση δανείων-καταθέσεων είναι ή κάτω από 1 ή λίγο πάνω, ως 1,2). Για παράδειγμα, η Εθνική: στην Ελλάδα οι χορηγήσεις αποτελούν το 82% των καταθέσεων, ενώ στα Βαλκάνια με 12,3 δις καταθέσεις έχει 19,1 δις χορηγήσεις.

* Σε εξέλιξη βρίσκεται ένας νέος γύρος συγκέντρωσης-συγκεντροποίησης και ραγδαίων αναδιατάξεων στους κόλπους του κεφαλαίου, με κυρίαρχο τις εξαγορές-συγχωνεύσεις, την αναδιάταξη των ηγετικών κλάδων και μερίδων και τη νέα ισορροπία μεταξύ παραγωγικού και χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, ως αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας –που δεν έχει ολοκληρωθεί- έχουν διαμορφωθεί τέσσερις χρηματοπιστωτικοί γίγαντες (Bank οf Amerika, που εξαγόρασε την Merill Lynch και την Countrywide – JP Morgan, που εξαγόρασε την Bear Stearns και την Washington Mutual – Citigroup – Wells Fargo). Στην Ελλάδα η Πειραιώς εξαγόρασε ένα σημαντικό τμήμα της Proton Bank. Ορατή είναι και η σύγκρουση (εκδηλώνεται και στην Ελλάδα) μεταξύ τραπεζικού κεφαλαίου και «πραγματικού»-παραγωγικού κεφαλαίου για το πού θα διοχετευθούν οι κρατικές ενισχύσεις. Εδώ εμπίπτουν οι χαρακτηρισμοί του πακέτου Πόλσον ως «πραξικόπημα των τραπεζιτών» και οι ανάλογοι χαρακτηρισμοί για το πακέτο των 28 δις του Αλογοσκούφη. Εδώ, τέλος, να σημειώσουμε και τις δραματικές συνέπειες της πιστωτικής ασφυξίας για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, όπου αυτές είναι πάμπολλες, αναμένονται πολλά λουκέτα και απολύσεις.

* Αντίστοιχης σημασίας είναι και η εξελισσόμενη αναδιάταξη του διεθνούς συσχετισμού δύναμης. Στα πλαίσια αυτά είναι ορατός ένας σημαντικός κλονισμός της αμερικανικής ηγεμονίας (οικονομικά, πολιτικά, ιδεολογικά, ως χώρας-υποδείγματος για τον καπιταλισμό) και μια ενίσχυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ρωσίας (φάνηκε ήδη στη Γεωργία και στις συγκρούσεις για το φυσικό αέριο και τους αγωγούς πετρελαίου), της Κίνας (μιας χώρας με αστείρευτες καταναλωτικές δυνατότητες και ανεξάντλητες δυνατότητες εκτατικής και με φτηνό εργατικό κόστος ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων, ενίσχυσης της μάζας και του ποσοστού της αποσπώμενης υπεραξίας, τροφοδότησης με ρευστό και συναλλαγματικά αποθέματα το χειμαζόμενο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Δύσης) και της Ινδίας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα της ισχυροποίησης της Ινδίας είναι το ότι η Jaguar εξαγοράστηκε από την Tata Motors και ότι η Arcelor, η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή βιομηχανία ατσαλιού εξαγοράστηκε από την Mittal Steel.



4. Ορατή είναι επίσης μια νεοκεϊνσιανή-νεοσοσιαλδημοκρατική-«αντινεοφιλελεύθερη» γραμμή διεξόδου, στην οποία συμπλέουν με παραλλαγές από κυρίαρχες αστικές μερίδες σε ΕΕ και ΗΠΑ ως το ΠΑΣΟΚ. Μάλιστα, δεν είναι λίγοι αυτοί, όπως ο Ν. Μουζέλης στο Βήμα, που κάνουν λόγο για «ευκαιρία για δεύτερη άνοιξη της σοσιαλδημοκρατίας», συνδέοντάς την και με τη δημοσκοπική ανάκαμψη του ΠΑΣΟΚ.

Η γραμμή αυτή -σε αρμονία με την προαναφερθείσα ανάλυση της κρίσης- επιχειρεί να ανασυγκροτήσει σε νέα βάση και με νέες ηγεμονικές δυνάμεις τον αντιδραστικό συνασπισμό εξουσίας και δίνει βάρος όχι στην ουσία των καπιταλιστικών σχέσεων (εκμετάλλευση, ελεύθερη αγορά, ατομική ιδιοκτησία, κρατική καταπίεση), αλλά στην ανάγκη ρύθμισης των ακραίων τους εκδηλώσεων, στο συνδυασμό των αναδιαρθρώσεων με κάποια στοιχεία κοινωνικής αποδοχής-ανοχής, εν τέλει στην προώθηση ενός καπιταλισμού με πιο ανθρώπινο και όχι νεοφιλελεύθερο πρόσωπο. Βεβαίως, ακόμα και αυτά τα στοιχεία (που προβλήθηκαν ως πακέτο Θαπατέρο), δεν είναι «προνόμιο των σοσιαλδημοκρατών». Αντίστοιχα μέτρα έχουν προωθηθεί και από συντηρητικές κυβερνήσεις, ενώ και οι ελληνικές τράπεζες προέβησαν για το θεαθήναι σε κάποια παγώματα αποπληρωμής δόσεων, σε προσωρινή αναστολή κατασχέσεων κ.λπ.

Σε ό,τι αφορά πιο ειδικά το ΠΑΣΟΚ, είναι εμφανής μια διάσταση γενικής συνθηματολογίας (όπου μιλά για «νιου ντιλ» –παγκόσμιο αυτή τη φορά- και κεϊνσιανισμό κι εμφανίζει τον Αλογοσκούφη ως τον τελευταίο νεοφιλελεύθερο, κάνοντάς του κριτική από τη σκοπιά των Πόλσον-Μπράουν-ΕΕ) και πιο συγκεκριμένων προτάσεων, όπου στην ουσία στηρίζει ή και υπερακοντίζει το αντιδραστικό αστικό πακέτο που προωθείται για να αντιμετωπιστεί η κρίση. Σε αυτά τα πλαίσια το ΠΑΣΟΚ προτείνει στήριξη της «πραγματικής οικονομίας», να δοθούν τα 28 δις στους τραπεζίτες αλλά «με διαφάνεια και έλεγχο», λελογισμένη αγορά τραπεζικών μετοχών από το κράτος, διασφάλιση συνεχούς ροής δανεισμού σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, έμφαση στις δημόσιες επενδύσεις και την ανάπτυξη, ενισχυμένο σύστημα εγγυοδοσίας για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, έκτακτο επίδομα αλληλεγγύης στα μεσαία και χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα (αλλά όχι καταγγελία και αναδιαπραγμάτευση της προδοτικής Συλλογικής Σύμβασης που υπέγραψαν ΣΕΒ-ΓΣΕΕ), συγκεκριμένα μέτρα προστασίας των δανειοληπτών (πάγωμα δόσεων σε ανέργους, αναστολή κατασχέσεων) και κίνητρα (στις επιχειρήσεις, εννοείται) για την απορρόφηση των ανέργων.



5. Σε μια γραμμή ουράς απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία –γραμμή αριστερού κεϊνσιανισμού και αντινεοφιλελευθερισμού- κινείται λίγο-πολύ και ο ΣΥΝ. Μάλιστα ορισμένες θέσεις του φαντάζουν πίσω και από εκείνες που διακηρύσσουν οι Θαπατέρο-Μπράουν-Σαρκοζί.

Το γενικό της στίγμα περιγράφεται από τις εξής θέσεις: «Δεν είναι μονόδρομος η επιλογή της ανεξέλεγκτης λειτουργίας της αγοράς» (Α. Αλαβάνος). Προτείνουμε μια «άλλη κοινωνία, που θα τοποθετεί τους ανθρώπους πάνω από τα κέρδη» (Α.Τσίπρας), «ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης και αναδιανομής, για πλήρη απασχόληση και κοινωνική δικαιοσύνη» και «ανατροπή του νεοφιλελεύθερου θεσμικού πλαισίου των απελευθερώσεων, ιδιωτικοποιήσεων, απορρυθμίσεων» (15 προτάσεις ΣΥΡΙΖΑ για την κρίση, 20/10).

Σε αυτά τα πλαίσια ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ προτείνει «ισχυρή παρουσία του δημοσίου στον τραπεζικό τομέα» (Αλαβάνος), με πυλώνα την Εθνική Τράπεζα, για την οποία όμως προτείνει γενικά «να περάσει ο έλεγχος της στο δημόσιο» και όχι εθνικοποίηση ή έστω κρατική πλειοψηφία στο μετοχικό πακέτο. Σε ό,τι αφορά τις τράπεζες, συνολικά, προτείνει μια τράπεζα να περνά στον κρατικό έλεγχο μόνο αν «έχει ανάγκη από κεφάλαια, αλλά οι μέτοχοι δεν μπορούν ή δεν θέλουν να τα εξασφαλίσουν» (ανάλογη είναι η θέση του ΠΑΣΟΚ και του Βγενόπουλου της MIG).

Επίσης, βασικό στοιχείο των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ είναι η λογική της ρύθμισης της αγοράς και οι προτάσεις για «διαφάνεια», «νέα κριτήρια αποδοτικότητας και τράπεζες με υγιείς ισολογισμούς». Ενδεικτικά, ο Λ. Μπίσκι, πρόεδρος του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς, δηλώνει ότι αυτό που χρειάζεται σήμερα είναι η «επαναρρύθμιση» ή η «θέσπιση νέων κανόνων στη λειτουργία της ενιαίας αγοράς», ενώ ο Α. Τσίπρας προτείνει «να καταδικαστεί οριστικά αυτό το αρπακτικό σύστημα και να μπουν κανόνες και ρυθμίσεις».

Βασικό στοιχείο των θέσεων του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ είναι όχι, βέβαια, η ρήξη με την ΕΕ, αλλά η επαναφορά «του άμεσου πολιτικού ελέγχου στη νομισματική πολιτική της ΕΕ και ο καθορισμός της από το Συμβούλιο Κορυφής σε συνεργασία με το Ευρωκοινοβούλιο και τα Εθνικά Κοινοβούλια και όχι την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα» (όπως αναφέρει ο Λ. Μπίσκι) ή αλλιώς ο «πολιτικός έλεγχος των επιλογών της ΕΚΤ» και «το Σύμφωνο Σταθερότητας να αντικατασταθεί από ένα σύστημα απασχόλησης, ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής» (όπως αναφέρουν οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ). Μάλιστα ο Α. Τσίπρας οραματίζεται ένα άλλο υπόδειγμα κόσμου όπου «η ΕΕ θα παίξει ένα πολύ πιο σημαντικό ρόλο παγκόσμια υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης… θα αλλάξει το μοντέλο ανάπτυξης, τον τρόπο κατανάλωσης και παραγωγής… θα βοηθήσει στην επίτευξη της ειρήνης».

Τέλος, για τη στήριξη των τραπεζών με δημόσιο χρήμα θεωρεί ότι «προφανώς και κάποιος έπρεπε να προσπαθήσει να απαντήσει στο άμεσο της κρίσης, προφανώς και έπρεπε να υπάρξει ένα σχέδιο σταθεροποίησης των αγορών» (Α. Τσίπρας), ενώ για τις αγορές προτείνει απλώς «επανεξέταση της απελευθέρωσης των αγορών».

Τι δεν λέει το «νέο προοδευτικό σχέδιο για την αντιμετώπιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης» που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ; Δεν λέει τίποτα για απαγόρευση των απολύσεων, για καταγγελία και αναδιαπραγμάτευση της ΕΓΣΕΕ και γενναίες αυξήσεις, φορολογία των καπιταλιστικών κερδών κ.λπ. Αντίθετα, λέει «όχι στον ατελέσφορο αμυντισμό ταξικισμό» (Δραγασάκης).



Η απάντηση του ΚΚΕ, από την άλλη, εντάσσεται στη μέχρι τώρα διαμορφωμένη λογική του κι έχει ως κόκκινη κλωστή τη «λαϊκή οικονομία-λαϊκή εξουσία». Σύμφωνα με την ανακοίνωση του ΠΓ, η κρίση δείχνει ότι «είναι αδήριτη ανάγκη η κοινωνική ιδιοκτησία στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής και ο κεντρικός σχεδιασμός της κοινωνικής παραγωγής, ο εργατικός και κοινωνικός έλεγχος που προϋποθέτει την ανατροπή στο επίπεδο της εξουσίας». Ενώ, σύμφωνα με το Ριζοσπάστη: «Η πραγματική διέξοδος προϋποθέτει την αποφασιστική σύγκρουση με την εξουσία του μεγάλου κεφαλαίου, ώστε να πάρει ο λαός την τύχη του στα χέρια του. Να κοινωνικοποιήσει τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής, να σχεδιάσει κεντρικά την κοινωνική παραγωγή με γνώμονα τις ανάγκες του. Να αξιοποιήσει τον εργατικό έλεγχο στην προσπάθεια της κεντρικά σχεδιασμένης λαϊκής οικονομίας».

Με βάση αυτή, το ΚΚΕ διατυπώνει μια σειρά προτάσεις νόμου και αιτήματα, που αντιπαρατίθενται μεν στην πολιτική της ΝΔ, της ΕΕ, του ΠΑΣΟΚ, του κεφαλαίου, αλλά μένουν στη μέση καθώς δεν συνοδεύονται από αιχμηρούς στόχους συνολικού αντικαπιταλιστικού χαρακτήρα (π.χ. να περάσουν οι τράπεζες στο δημόσιο, να απαλλοτριωθούν και να δοθούν σε αυτούς που έχουν ανάγκη οι 120.00 αδιάθετες κατοικίες). Η εμμονή του στη μη διατύπωση τέτοιων στόχων, καθηλώνει το κίνημα στο πιο χαμηλό πολιτικό επίπεδο, τη στιγμή που απαιτείται ακριβώς το αντίθετο, καθώς η πολιτική αντιπαράθεση στο εσωτερικό του κινήματος έχει απογειωθεί. Επιπλέον, η σωστή κριτική που ασκεί στον ΣΥΝ, ότι το πρόβλημα δεν είναι οι ακραίες εκφράσεις αλλά η ουσία της εκμετάλλευσης και της αγοράς, ψαλιδίζεται από το ίδιο το ΚΚΕ τόσο στο κίνημα (του οποίου τους πολιτικούς στόχους φτωχαίνει), όσο και συνολικά πολιτικά, όπου ως συνολική πολιτική λύση-πρόταση εμφανίζεται η «λαϊκή οικονομία-λαϊκή εξουσία».

ΣΤ. ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΑΠΑΛΗΣ


1. Σύμφωνα με το κυρίαρχο ιδεολογικό σχήμα της περιόδου, βασική αιτία της κρίσης είναι η απληστία, η κερδοσκοπική διάθεση, το ακραίο ρίσκο και η ανευθυνότητα που επέδειξαν ορισμένοι τραπεζίτες, διαχειριστές κεφαλαίων, επενδυτές κ.λπ. Στον πυρήνα του σχήματος βρίσκεται η άποψη που καταδικάζει το «χυδαίο καπιταλισμό και το νεοφιλελεύθερο φονταμενταλισμό», τις «υπερβολές» της ελεύθερης οικονομίας και της αγοράς, αλλά όχι την «εντός λογικών πλαισίων και με κοινωνική υπευθυνότητα» λειτουργία τους. Όμως, οι «υπερβολές» και οι «ακρότητες» δεν είναι φαινόμενα που αντιστρατεύονται τη φύση του καπιταλισμού, αλλά εκδηλώσεις του γενετικού του κώδικα: εκδηλώσεις της σύμφυτης με τον καπιταλισμό και την αγορά τάσης για αναζήτηση του μέγιστου κέρδους και των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων (είτε αυτά προκύπτουν από την υπερεκμετάλλευση των εργαζομένων, από τις τεχνολογικές καινοτομίες, από την αποτελεσματικότερη διεθνή διαπλοκή, από την υπεροχή στη σφαίρα της κυκλοφορίας του κεφαλαίου και της διασύνδεσης παραγωγικού-χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου).
Ας θυμηθούμε και πάλι τον Μαρξ: Το καπιταλιστικό κέρδος, ανέφερε στο Κεφάλαιο, είναι το κίνητρο και «το ζωογόνο πυρ της παραγωγής». Ως εκ τούτου: «Το κεφάλαιο το τρομάζει η έλλειψη κέρδους ή το πολύ μικρό κέρδος... Όταν το κεφάλαιο έχει το ανάλογο κέρδος, γίνεται τολμηρό. Με δέκα τα εκατό (10%) κέρδος αισθάνεται τον εαυτό του σίγουρο και μπορεί να το χρησιμοποιήσει κανείς παντού, με 20% γίνεται ζωηρό, με 50% γίνεται θετικά παράτολμο, με 100% τσαλαπατάει όλους τους ανθρώπινους νόμους, με 300% δεν υπάρχει έγκλημα που να μη ριψοκινδυνεύσει να το πράξει, ακόμα και με κίνδυνο να πάει στην κρεμάλα»!
Από αυτή την άποψη, το ζητούμενο για το εργατικά συμφέροντα δεν είναι απλώς το «ψαλίδισμα των υπερβολών», η «εγκράτεια» ή η «θέσπιση ρυθμιστικών κανόνων», αλλά η κατάργηση της εκμετάλλευσης, της ατομικής ιδιοκτησίας και της αγοράς που -όσο διατηρούνται- θα αναπαράγουν διαρκώς την απληστία και το «εντός» αλλά και το «εκτός πλαισίων» κυνήγι του κέρδους.

2. Η κρίση σημαίνει, μήπως, ότι «πέθανε» ή «χρεοκόπησε» ο νεοφιλελευθερισμός ή ότι «το ανεξέλεγκτο σύστημα του καπιταλισμού καζίνο καταρρέει» (Α. Αλαβάνος). Η άποψη αυτή απηχεί προφανώς πλευρές της αλήθειας. Πρώτον, διότι η κρίση και η αστική στρατηγική αντιμετώπισής της καταρρακώνουν βασικά πολιτικά-ιδεολογικά σχήματα του νεοφιλελευθερισμού, καθώς και την αστική άποψη ότι ο καπιταλισμός μπορεί να ξεπερνά τις κρίσεις του και να δίνει απαντήσεις στις ανθρώπινες ανάγκες. Και δεύτερον, διότι η κρίση αποκαλύπτει τη διπλή αδυναμία του προτύπου συσσώρευσης και αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων που κυριάρχησε κατά την προηγούμενη περίοδο: να εξασφαλίσει μακροπρόθεσμα ανοδικούς ρυθμούς κερδών και να θωρακίσει πολιτικά και επίσης μακροπρόθεσμα το αστικό καθεστώς.
Ωστόσο, η άποψη περί «τέλους του νεοφιλελευθερισμού» είναι κατά βάση λανθασμένη, γιατί η απελευθέρωση των αγορών, η εμπορευματοποίηση των πάντων και η χρηματοπιστωτική υπερανάπτυξη αποτελούν τη μία πλευρά των αναδιαρθρώσεων που τον χαρακτήριζαν. Τα άλλα στοιχεία είναι η αχαλίνωτη (με μοντέρνους και παραδοσιακούς τρόπους) εκμετάλλευση των μισθωτών, η επέκταση του πολεμικού στοιχείου, οι καπιταλιστικές ολοκληρώσεις και η λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση», η καταπίεση και η λεηλασία των λαϊκών ελευθεριών. Κι όλα αυτά τα στοιχεία προωθήθηκαν όχι μόνο στις ΗΠΑ κι όχι μόνο από κλασικές νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις, αλλά σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο και από κάθε λογής κυβερνήσεις (σοσιαλδημοκρατικές, κεντροαριστερές, μεγάλων συνασπισμών κ.λπ.).
Με αυτή την έννοια, οι διαφαινόμενες αστικές απαντήσεις στην κρίση τροποποιούν μεν κάποια στοιχεία της κυρίαρχης κατά την προηγούμενη φάση αστικής στρατηγικής, ωστόσο δεν φαίνεται -για την ώρα- να συνιστούν συνολικότερη αλλαγή στρατηγικής, να διαμορφώνουν ένα άλλο «παράδειγμα». Η τροποποίηση αυτή αφορά ορισμένες μορφές κρατικομονοπωλιακής παρέμβασης, ωστόσο, η φιλοσοφία αυτής της παρέμβασης δεν αλλάζει (παραμένει εκφραστής των συλλογικών συμφερόντων του κεφαλαίου) και τα βάρη της φορτώνονται με κλασικό νεοφιλελεύθερο τρόπο στους εργαζόμενους. Παράλληλα, δεν αναιρείται καμιά από τις κεντρικές επιλογές της αχαλίνωτης αγοραιοποίησης, ενώ δηλώνεται ότι οι χρηματοπιστωτικοί φορείς, αφού εξυγιανθούν, θα επιστρέψουν σε ιδιωτικά χέρια. Επιπλέον, με τα μέχρι τώρα δεδομένα, άλλα καίρια στοιχεία της λεγόμενης νεοφιλελεύθερης στρατηγικής (π.χ. πόλεμος, στέρηση ελευθεριών, υπερεκμετάλλευση των μισθωτών) είτε δεν αναιρούνται είτε θα ενταθούν.
Συνεπώς ούτε η «νεοφιλελεύθερη στρατηγική» ανατρέπεται, ούτε η σοσιαλδημοκρατία και η ευρωπαϊκή Αριστερά τύπου ΣΥΝ δικαιώνονται (όπως διατείνονται) για την κριτική που ασκούσαν τα προηγούμενα χρόνια στο «νεοφιλελεύθερο δογματισμό»

3. Πολύ περισσότερο δεν επιβεβαιώνονται οι απόψεις περί «επιστροφής του σοσιαλισμού ή του μαρξισμού» ή περί «νέου συμβιβασμού μεταξύ της δημοκρατίας και του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού» ή περί «νέας ισορροπίας σοσιαλισμού-καπιταλισμού» ή περί «δίκαιου» ή «νέου καπιταλισμού». Αυτό που βλέπουμε δεν είναι η «επιστροφή του κρατικού παρεμβατισμού», αλλά η αναπροσαρμογή ορισμένων μορφών παρέμβασης του αστικού κράτους, η αναμόρφωση της κρατικομονοπωλιακής συνύφανσης, ώστε να διασφαλίζεται η μακροπρόθεσμη επιβίωση και αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων. Αυτό απηχούν οι δηλώσεις στο Καμπ Ντέιβιντ τόσο του πιο «νεοφιλελεύθερου» (με βάση τις απόψεις του συρμού) Μπους, σύμφωνα με τις οποίες «είναι σημαντικό να διατηρήσουμε τα θεμέλια του δημοκρατικού καπιταλισμού, τη δέσμευση στις ελεύθερες αγορές, την ελεύθερη επιχειρηματικότητα και το ελεύθερο εμπόριο», όσο και εκείνες του (με βάση τις ίδιες απόψεις) εκφραστή δήθεν του «πιο κοινωνικά ευαίσθητου ευρωπαϊκού μοντέλου» Ν. Σαρκοζί, σύμφωνα με τις οποίες «θα ήταν καταστροφικό να αμφισβητηθεί η οικονομία της αγοράς».
Οι δηλώσεις αυτές και γενικότερα το γεγονός ότι η εν λόγω αναμόρφωση ορισμένων πλευρών της οικονομικής λειτουργίας του αστικού κράτους υποστηρίζεται από το σκληρό πυρήνα του αστικού συνασπισμού εξουσίας (Μπους, FED, ΕΕ, Σαρκοζί, Μπράουν, ΣΕΒ, τράπεζες, ΔΝΤ, Σόρος, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και σοσιαλδημοκρατία κ.λπ.) είναι δηλωτικά του πόσο μαρξιστική είναι. Είναι, άλλωστε χαρακτηριστική η θέση της γερμανίδας καγκελαρίου Α. Μέρκελ: «Στήνουμε δομές για μια ανθρώπινη οικονομία της αγοράς». Αλλά και η θέση του προέδρου της FED Μπ. Μπερνάκι: «Δεν υπάρχουν άθεοι στα χαρακώματα ούτε ιδεολόγοι στην κρίση»!
Επιπλέον, το επιχείρημα περί «επιστροφής του κρατισμού ή του μαρξισμού» στηρίζεται στην εξής απλουστευτική και βαθιά λαθεμένη εξίσωση (που, δυστυχώς, υιοθετούν και αρκετά τμήματα της Αριστερά): οτιδήποτε κρατικό είναι εξ ορισμού αριστερό, μαρξιστικό, φιλεργατικό. Η εξίσωση αυτή προφανώς δεν ισχύει. Η οικονομική και πολιτική παρέμβαση του αστικού κράτους έχει ως οδηγό της πάντα τα αστικά συμφέροντα – και όταν ιδιωτικοποιεί και όταν κρατικοποιεί, και όταν αυξάνει και όταν περιορίζει τα δημόσια ελλείμματα, και όταν αναπτύσσει και όταν συνθλίβει το λεγόμενο «κράτος πρόνοιας». Από την άλλη, η εργατική-επαναστατική γραμμή δεν έχει στη σημαία της γενικώς και αορίστως την «κρατικοποίηση», αλλά την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, της εκμετάλλευσης και της αγοράς, την ανατροπή του αστικού κράτους και την πορεία απονέκρωσής του, τη συλλογική-κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, την εργατική εξουσία και αυτοδιεύθυνση, το «βασίλειο των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών». Με οδηγό αυτές τις δύο θέσεις, το εργατικό κίνημα και η επαναστατική Αριστερά σήμερα αποκρούουν την ψευδεπίγραφα φιλολαϊκή «κρατικοποίηση»-«κοινωνικοποίηση» (της νέας εποχής ή των παλαιότερων παπανδρεϊκών πειραμάτων), τη συρρίκνωση των κοινωφελών δραστηριοτήτων του κράτους, την ιδιωτικοποίηση-εμπορευματοποίηση κάθε σφαίρας της κοινωνικής ζωής και της φύσης, και διεκδικούν (με ένα πλαίσιο στόχων πάλης) συλλογικές μορφές ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών, κόντρα στη λογική της αγοράς και του κέρδους.
Στη βάση όλων αυτών, θεωρούμε πως οι αστικές κρατικές παρεμβάσεις της περιόδου δεν συνιστούν ένα σύγχρονο «νιου ντιλ» ούτε μια επανεμφάνιση του κεϊνσιανισμού. Ο κεϊνσιανισμός δεν ταυτίζεται απλώς και μόνο με τις αυξημένες κρατικές χρηματοδοτήσεις-επενδύσεις-επιχειρήσεις. Ήταν ένα συνολικό πρότυπο συσσώρευσης και αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων που αντιστοιχούσε στο στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού και εδραζόταν στη μαζική τεϊλορική-φορντική παραγωγή, στις τεχνικές απόσπασης σχετικής υπεραξίας, σε μια ορισμένη στήριξη του εργατικού εισοδήματος (εξ ου και τα περί «ενεργού ζήτησης» και «έμμεσου-κοινωνικού μισθού»), στην ανοχή απέναντι στα δημοσιονομικά ελλείμματα, στο «κράτος πρόνοιας», στην ύπαρξη μαζικής και ομοιόμορφα εργαζόμενης εργατικής τάξης, στη σύναψη μαξικών «κοινωνικών συμβολαίων», στη σταθερά λειτουργούσα αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία. Απ’ όλα αυτά τίποτα δεν ισχύει σήμερα κι ούτε φαίνεται να υιοθετείται ως απάντηση στην κρίση από τον αστικό συνασπισμό εξουσίας. Συνεπώς, υπό αυτές τις συνθήκες είναι αδύνατη μια «νεκροφάνεια του κεϊνσιανισμού» και είναι λάθος να βαφτίζονται έτσι τα αντικρισιακά μέτρα του Μπράουν, της FED και της ΕΕ.

4. Ένα από τα πλέον διαδεδομένα σχήματα της περιόδου –που αναπαράγεται και από δυνάμεις της Αριστεράς- είναι ο διαχωρισμός «πραγματικής» και «εικονικής-πλασματικής οικονομίας» (η πρώτη αφορά την παραγωγική σφαίρα και τα υλικά ή μη προϊόντα-εμπορεύματά της και η δεύτερη το χρηματοπιστωτικό σύστημα και τα προϊόντα του). Αυτή η διχοτομία συνοδεύεται από μια γραμμή ανάλυσης για την κρίση (που χαρακτηρίζεται ως κρίση της «πλασματικής οικονομίας», ως χρηματοπιστωτική κρίση απλώς ή ως κρίση των αγορών), αλλά και από μια γραμμή διεξόδου (που εδράζεται στην ενίσχυση της «πραγματικής οικονομίας»).

Στις Θεωρίες για την υπεραξία, ο Μαρξ σχολίαζε αυτή τη θέση ως εξής: «Η πραγματική κρίση δεν μπορεί να παρουσιαστεί παρά αν ξεκινήσουμε από την πραγματική κίνηση της καπιταλιστικής παραγωγής, του καπιταλιστικού ανταγωνισμού και της καπιταλιστικής πίστωσης».

Δεν είναι μόνο η θέση του Μαρξ που πιστοποιεί ότι η παραπάνω οπτική δεν ευσταθεί, αλλά και η ίδια η σύγχρονη πραγματικότητα. Διότι, παρότι υπάρχει μια ορισμένη διάκριση-αυτονομία του χρηματοπιστωτικού-πλασματικού κεφαλαίου (της σφαίρας της κυκλοφορίας – στην οποία κατανέμεται ένα τμήμα της υπεραξίας και των κερδών) από το παραγωγικό κεφάλαιο (την άμεσα παραγωγική σφαίρα, στην οποία –και μόνο σε αυτή- παράγεται η υπεραξία), τελικά οι σφαίρες αυτές διαπλέκονται οργανικά και είναι αλληλένδετες, και η εν λόγω διάκριση δεν έχει τη βαρύτητα που της αποδίδεται. Μάλιστα οι δύο αυτοί τομείς δεν αλληλοδιαπλέκονται ισότιμα, αλλά συνδέονται με έναν τρόπο που τοποθετεί στην «καρδιά» των καπιταλιστικών σχέσεων συνολικά τη σφαίρα της άμεσης παραγωγής και της πραγματικής συσσώρευσης, στην οποία παράγεται όλη η μάζα της υπεραξίας (η οποία, στη συνέχεια, κατανέμεται στα διάφορα τμήματα του κεφαλαίου).
Σε αυτά τα πλαίσια, η χρηματοπιστωτική σφαίρα επιτελεί μια σειρά κρίσιμες λειτουργίες: Συγκεντρώνει και «καναλιζάρει» χρήμα που βρίσκεται «άπραγο» στα χέρια του «κοινού» και το διαθέτει ως χρηματικό κεφάλαιο στους καπιταλιστές. Προεξοφλώντας τη δυναμική της κεφαλαιακής συσσώρευσης, δημιουργεί χρήμα, κυρίως ως χρηματικό κεφάλαιο διαθέσιμο στους καπιταλιστές. Λειτουργώντας ως δίκτυο απαιτήσεων στη μελλοντική παραγωγή, «κοινωνικοποιεί» και διαχέει στην τάξη των καπιταλιστών τις ροές υπεραξίας. Επιτρέπει τη γρήγορη μετακίνηση του κεφαλαίου από τομέα σε τομέα της οικονομίας και με την έννοια αυτή εντείνει τον κεφαλαιακό ανταγωνισμό και τη συσσώρευση. Δημιουργεί ένα σύστημα διαχείρισης επιχειρηματικού κινδύνου» για κάθε μορφή οικονομικής δραστηριότητας, κυρίως μέσω των παραγώγων» κ.λπ.
Έτσι, η ευρωστία στη σφαίρα της κυκλοφορίας και της πίστης, τελικά, αντανακλά τις ανοδικές τάσεις της μάζας και του ποσοστού υπεραξίας που αντλεί το παραγωγικό κεφάλαιο ή έστω την ελπίδα τέτοιων τάσεων. Λέμε όμως τελικά, διότι το πλασματικό-χρηματικό κεφάλαιο μπορεί σε ορισμένες περιόδους –όχι για πάντα- να εκδηλώνει μια υπερανάπτυξη-αυτονόμηση (κι αυτό συνέβη στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, ιδιαίτερα μετά από ένα χρονικό σημείο). Ας προσφύγουμε και πάλι στον Μαρξ, που σημείωνε στο Κεφάλαιο: το κέρδος «είναι το ίδιο πράγμα με την υπεραξία, με απατηλή όμως μορφή, που προκύπτει ωστόσο με αναγκαιότητα από τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής» ή ότι «είναι μια παραλλαγμένη μορφή της υπεραξίας, μια μορφή με την οποία συγκαλύπτεται και σβήνεται η καταγωγή της και το μυστικό της ύπαρξής της».

Τούτη η μαρξιστική θέση για τη σχέση «πραγματικής»-«πλασματικής» οικονομίας επιβεβαιώνεται πλήρως και στην πρόσφατη κρίση, όπου τόσο η απαρχή της χρηματιστικής υπερεπέκτασης όσο και η απαρχή της κρίσης πυροδοτήθηκαν από διεργασίες στη σφαίρα της άμεσης παραγωγής και της εκμετάλλευσης-απόσπασης υπεραξίας. Πιο συγκεκριμένα:

Η υπερδιόγκωση του πλασματικού-χρηματικού κεφαλαίου πυροδοτήθηκε –εκτός των άλλων- από την αύξηση της μάζας και του ποσοστού της υπεραξίας που αντλήθηκε με βάση το νέο παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας (κυρίως με μεθόδους απόσπασης απόλυτης υπεραξίας στις αναδυόμενες καπιταλιστικές οικονομίες). Η θέση των Financial Times ότι «η Αμερική πνίγηκε στην ασιατική ρευστότητα είναι χαρακτηριστική: η Κίνα, διέθετε στα τέλη του 2007 εμπορικό πλεόνασμα 256 δις δολ. στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και συναλλαγματικά διαθέσιμα 1,8 τρις δολάρια (μαζί με των άλλων ασιατικών χωρών φτάνουν τα 4,3 τρις δολ.), τα 2/3 των οποίων έχουν επενδυθεί σε αμερικανικές κεφαλαιαγορές. Μάλιστα, τα διαθέσιμα αυτά ήταν εξαπλάσια από εκείνα του 2002 και αντιπροσωπεύουν το 20% του ΑΕΠ της Κίνας, όταν το σύνηθες ποσοστό για μια πλούσια χώρα της Δύσης είναι 4%. Συνολικά οι ασιατικές χώρες και οι αναδυόμενες πετρελαιοπαραγωγές χώρες ελέγχουν 7 τρις δολ στοιχείων ενεργητικού και τα κρατικά ελεγχόμενα κεφάλαιά τους ελέγχουν το 41% του ενεργητικού των παγκόσμιων ασφαλιστικών οργανισμών, το 25% των παγκόσμιων αμοιβαίων κεφαλαίων και το 1/3 των συνταξιοδοτικών κεφαλαίων.

Η υπερδιόγκωση του πλασματικού κεφαλαίου πυροδοτήθηκε επίσης από τις υψηλές προσδοκίες για αύξουσα κερδοφορία και επιταχυνόμενη συσσώρευση (μάλιστα από την προεξόφληση αυτών των προσδοκιών), από την προσπάθεια να αξιοποιηθούν επικερδέστερα τα υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια που δεν έβρισκαν διέξοδο στην «πραγματική οικονομία» (ιδιαίτερα σε μια περίοδο όπου τα πολυεθνικά-πολυκλαδικά μονοπώλια δραστηριοποιούνταν και στις δύο σφαίρες), από την επιτάχυνση του χρόνου περιστροφής του κεφαλαίου (βοηθούντων και των νέων τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας), από τη δυνατότητά του να αποκομίσει μεγαλύτερο μερίδιο από την παραγόμενη υπεραξία (καθώς τόσο τα τραπεζικά δάνεια όσο και η είσοδος στο χρηματιστήριο αναδείχτηκαν σε βασικές προϋποθέσεις με τις οποίες το παραγωγικό κεφάλαιο εξασφάλιζε κεφάλαια κίνησης ή ανανέωσης των πολύ πιο ακριβών πλέον μέσων παραγωγής), της απελευθέρωσης των διεθνών ροών εμπορευμάτων και κεφαλαίων, από τη λεηλασία των λαϊκών αποταμιεύσεων και των αποθεματικών των συντάξεων, από τον οξύτατο ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό, από το γεγονός ότι η ανάπτυξη χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων από τον «παραγωγικό τομέα» έστρεφε τις τράπεζες σε πιο ριψοκίνδυνες μορφές και, τέλος, από την απληστία που χαρακτηρίζει το κεφάλαιο και τις «αγορές». Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Ελλάδας, όπου την περίοδο Ιούνιος 2007-Ιούνιος 2008, οι μακροπρόθεσμες δανειακές υποχρεώσεις των εισηγμένων στο ΧΑΑ ελληνικών επιχειρήσεων παρουσίασαν αύξηση 41% (27 δις ευρώ), ενώ οι βραχυπρόθεσμες παρουσίασαν αύξηση 38% (13 δις ευρώ). Πράγμα που σημαίνει ότι οι παραγωγικές επιχειρήσεις είναι άμεσα αλληλεξαρτώμενες με το χρηματοπιστωτικό σύστημα τόσο σε ό,τι αφορά τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις (επέκταση παραγωγής, ανανέωση εξοπλισμού), όσο και σε ό,τι αφορά το λεγόμενο κεφάλαιο κίνησης, που σχετίζεται με τις άμεσες ανάγκες τους.

Αλλά και η κρίση, όπως προαναφέρθηκε, πυροδοτήθηκε από την επανεμφάνιση των τάσεων μείωσης της μάζας και του ποσοστού υπεραξίας, που εκδηλώθηκαν με τη διάψευση των προσδοκιών κερδοφορίας (που ψαλίδιζε την αξία των μετοχών και τη δυνατότητα των μισθωτών να αποπληρώνουν τα δάνειά τους), με τη μείωση της βιομηχανικής παραγωγής και των ρυθμών ανάπτυξης. Επιπλέον, η αντοχή που επιδεικνύει η κρίση (παρά τις κρατικές ενέσεις στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα) δείχνει πως συνδέεται πρωτίστως με τη δυσοίωνη κατάσταση της παραγωγικής σφαίρας και δευτερευόντως με την κατάσταση της χρηματοπιστωτικής.

Για τη σχέση πραγματικής οικονομίας και πίστης και για το ρόλο του χρηματοπιστωτικού κυκλώματος στην κρίση, είναι χαρακτηριστικές και οι θέσεις της Ρ. Λούξεμπουργκ στο Κοινωνική μεταρρύθμιση ή επανάσταση: «Η πίστη απέχει πολύ από του να είναι ένα μέσο για την αποτροπή ή για την απάλυνση των κρίσεων, αλλά αντίθετα είναι ένας παράγοντας για τη δημιουργία των κρίσεων. Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Η ειδική λειτουργία της πίστης δεν αποτελεί –με μια εντελώς γενική διατύπωση- τίποτα άλλο από την απομάκρυνση και του τελευταίου υπολείμματος σταθερότητας από όλες τις καπιταλιστικές σχέσεις και τη μεταφορά παντού της μεγαλύτερης δυνατής ελαστικότητας, την παροχή στον ανώτερο βαθμό της ικανότητας για επέκταση σε όλες τις καπιταλιστικές δυνάμεις, τη σχετικοποίηση και την ευαισθητοποίησή του… Αν υπάρχει στη σημερινή καπιταλιστική οικονομία ένα μέσο που οξύνει στον ανώτερο βαθμό όλες τις αντιθέσεις, αυτό είναι ακριβώς η πίστη».





ΣΤ. ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΤΑΞΙΚΗ ΠΑΛΗ



1. Αν θέλουμε να σταθούμε απέναντι στην κρίση μάχιμα πολιτικά και κινηματικά, υπάρχει απόλυτη ανάγκη να προσεγγίσουμε πιο ουσιαστικά, πιο συστηματικά και κυρίως πιο συγκεκριμένα της επιπτώσεις της στην ταξική πάλη. Επιπτώσεις που -όπως πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις- δεν είναι μονοσήμαντες, είναι αντιφατικές και σφραγίζονται από την απογείωση της σύγκρουσης ανάμεσα στις αναδυόμενες τρομακτικές δυσκολίες και στις επίσης αναδυόμενες πρωτόγνωρες δυνατότητες για το εργατικό-επαναστατικό κίνημα. Μάλιστα, το ζητούμενο της περιόδου δεν είναι να αναδεικνύουμε με γενικόλογο και διαχρονικό τρόπο τη σύγκρουση δυνατοτήτων-δυσκολιών, τάσης χειραφέτησης και τάσης υποταγής, αλλά να προχωρήσουμε σε μια πολύ πιο συγκεκριμένη εξέτασή τους και σε μια πολύ πιο ουσιαστική αναζήτηση των δρόμων, της επαναστατικής πολιτικής γραμμής και πρακτικής, των ιδεολογικών και κινηματικών όρων αξιοποίησης των δυνατοτήτων και αντιμετώπισης των δυσκολιών, από τη σκοπιά των εργατικών συμφερόντων, της ανατροπής της αντεργατικής καταιγίδας, των πολιτικών φορέων της και των πολιτικών συσχετισμών, της αντικαπιταλιστικής επανάστασης-κομμουνιστικής απελευθέρωσης.

Είναι, από αυτή την άποψη, πολύ διδακτικά τα παραδείγματα ανάλογων ιστορικών καμπών, που σε ορισμένες περιπτώσεις οδήγησαν σε μια νέα επαναστατική πλημμυρίδα, συχνά όμως τροφοδότησαν αντεπαναστατικά, συντηρητικά ή και φασιστικά ρεύματα.



2. Καταρχήν, πρέπει να σημειώσουμε τις σημαντικές κοινωνικές συνέπειες που υπάρχουν για τους εργαζόμενους, τόσο από τη κρίση όσο και από την αστική γραμμή υπέρβασής της. Αυτές, σε γενικές γραμμές, είναι:

* Αύξηση της ανεργίας άμεσα ή έμμεσα: Ήδη αρκετές μεγάλες αμερικανικές επιχειρήσεις ανακοινώνουν απολύσεις, οι συγχωνεύσεις συνοδεύονται από απολύσεις, η πτώση της βιομηχανικής παραγωγής οδηγεί σε απώλεια θέσεων εργασίας. Ενδεικτικά, το Διεθνές Γραφείο Εργασίας μιλά για 20 εκατομμύρια νέους ανέργους το 2009, ενώ το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ ανεβάζει στις 80.000 τους νέους ανέργους στην Ελλάδα (λιανεμπόριο, τουρισμός, χρηματοπιστωτικό σύστημα, οικοδομή-κατασκευές). Στη Μέκκα του καπιταλισμού, τη Νέα Υόρκη, θα χαθούν τα επόμενα δύο χρόνια 35.000 θέσεις στο χρηματοπιστωτικό τομέα και συνολικά 165.000 θέσεις εργασίας. Την περίοδο Ιανουάριος-Σεπτέμβριος 2008 χάθηκαν στις ΗΠΑ 700.000 θέσεις εργασίας και εκτιμάται ότι το 2009 η ανεργία στις ΗΠΑ θα σκαρφαλώσει στο 8%. 62.000 είναι οι θέσεις εργασίας που θα χαθούν στο City του Λονδίνου. Πολλές αυτοκινητοβιομηχανίες δηλώνουν ότι αναστέλλουν τη λειτουργία κάποιων μονάδων τους για μερικές εβδομάδες. 14.000 άτομα έχασαν τη δουλειά τους με την κατάρρευση της Lehman Brothers, 24.000 εργαζόμενους απέλυσε η Citigroup το τελευταίο δεκαοκτάμηνο, 3.200 απολύει η Golgman Sachs, σε 10.000 απολύσεις προχωρεί η Merill Lynch μετά την ολοκλήρωση της εξαγοράς της από την Bank of America. Η Opel θα μειώσει τους επόμενους μήνες την παραγωγή της κατά 40.000 αυτοκίνητα, κλείνει το εργοστάσιο στην Ερφούρτη και στέλνει για τρει μήνες τους εργαζόμενους σε αναγκαστική άδεια.

* Ασφυκτική λιτότητα. Είναι χαρακτηριστικές εδώ οι κατευθύνσεις της ΕΕ στη Σύνοδο Κορυφής του Οκτωβρίου: «Οι μισθοί πρέπει να είναι ευνοϊκοί για την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση». Αλλά και οι δηλώσεις Αλμούνια στις αρχές Νοεμβρίου: «Το Σύμφωνο Σταθερότητας δεν καταργείται, ούτε αναμορφώνεται, απλώς υλοποιείται πιο ευέλικτα, με τρόπους που άλλωστε προβλέπει και το ίδιο για τις έκτακτες καταστάσεις». Που σημαίνει ότι, παρότι η τήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας θα χαλαρώσει ελάχιστα (ώστε να βρεθούν τα χρήματα που θα εξασφαλίσουν την πολυπόθητη «ρευστότητα» στις τράπεζες και τις επιχειρήσεις) και το Σύμφωνο Σταθερότητας θα ερμηνεύεται με διασταλτικό τρόπο, ο «ζουρλομανδύας» της άγριας λιτότητας θα είναι παρών. Η κατάσταση θα γίνει ακόμη πιο δραματική, καθώς οι τράπεζες αυξάνουν τα επιτόκια στα στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια και στις πιστωτικές κάρτες, μετακυλίοντας, από έναν ακόμη δρόμο, τα βάρη της κρίσης στους εργαζόμενους.

* Πολλαπλή λεηλασία των ασφαλιστικών δικαιωμάτων. Με την πτώση της αξίας των επενδύσεών τους (πολύ πάνω από τα ανακοινωθέντα 5,4 δις στην Ελλάδα). Με την εθνικοποίηση των ιδιωτικών ασφαλιστικών κεφαλαίων (Αργεντινή), ώστε να εισρεύσει ρευστό στα δημόσια οικονομικά, το οποίο στη συνέχεια θα θυσιαστεί στο βωμό της «αντιμετώπισης της κρίσης» (στην πραγματικότητα, του καπιταλιστικού κέρδους). Με καταρρεύσεις ή ανακοινώσεις για μεγάλη μείωση κερδών, όπως έγινε πρόσφατα με την AIG, την ING ή την Prudential. Είχαν προηγηθεί η μεγαλύτερη εταιρεία ασφαλειών ζωής στις ΗΠΑ, η MetLife Inc και ο όμιλος Hartford Financial Services Group, ενώ στην Ιαπωνία κατέρρευσε η ασφαλιστική Yamato Liife. Στις ΗΠΑ, το τελευταίο δεκαπεντάμηνο τα δημόσια και ιδιωτικά ασφαλιστικά ταμεία έχασαν το 20% της περιουσίας τους, με αποτέλεσμα να καταγράψουν απώλειες 2 τρις δολάρια και να πέσει το ποσοστό κάλυψης των δεσμεύσεών τους στο 85%. Παράλληλα, μειώθηκε δραματικά και ο δεύτερος πυλώνας, τα επιχειρηματικά ταμεία, καθώς το ποσοστό των μισθωτών που διαθέτει μια παραδοσιακή επιχειρηματική κάλυψη για σύνταξη στις ΗΠΑ από 60% που ήταν το 1980 έπεσε στο 37% το Μάιο του 2008. Τα ατομικά προγράμματα αποταμίευσης-σύνταξης έχασαν, επίσης, σε 8 μήνες το 40% της αξίας τους,

* Νέες τομές στις εργασιακές σχέσεις. Αυτές προαναγγέλθηκαν ήδη στα μέσα Οκτωβρίου από τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, όπου ξεκαθαρίστηκε ότι «η συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων παραμένει πιο σημαντική από ποτέ». Που σημαίνει, ότι πλάι στο νέο κύκλο αντεργατικών-υπερεκμεταλλευτικών αλλαγών στις εργασιακές σχέσεις, πρέπει να περιμένουμε και νέους γύρους ιδιωτικοποιήσεων, φορολογικής αφαίμαξης κ.λπ.

* Η παιδεία στο στόχαστρο πολύ πιο επιθετικά. Οι επισημάνσεις του Κ. Μαρξ στο Κεφάλαιο μάς βοηθούν να κατανοήσουμε τη βαρύτητα που θα αποκτήσει την επόμενη περίοδο το ζήτημα της παιδείας: «Το να μη χάνεται και να μη σπαταλιέται τίποτα, το να καταναλώνονται τα μέσα παραγωγής μόνο με τον τρόπο που απαιτεί η ίδια η παραγωγή εξαρτάται εν μέρει από την εκγύμναση και την εκπαίδευση των εργατών, εν μέρει από την πειθαρχία που επιβάλλει ο κεφαλαιοκράτης στους συνδυασμένους εργάτες». Που σημαίνει ότι η αναδιαμόρφωση των εργασιακών ικανοτήτων, του ίδιου του εμπορεύματος εργατική δύναμη, των σχέσεών του με τα μέσα παραγωγής, των σχέσεων μεταξύ των εργατών στην παραγωγική διαδικασία μετατρέπεται πολύ περισσότερο από ποτέ σε όρο απαράβατο για να αξιοποιηθούν με επικερδή τρόπο τα νέα, πολύ πιο ακριβά και πολύ πιο γρήγορα απαξιούμενα μέσα παραγωγής και να τονωθεί αποφασιστικά η απόσπαση σχετικής υπεραξίας.

* Μετακύλιση των κεφαλαιοκρατικών απωλειών στις πλάτες των εργαζομένων μέσα από τις τεράστιες κρατικές ενισχύσεις που προσφέρονται στις δοκιμαζόμενες επιχειρήσεις (τις οποίες θα χρηματοδοτήσουν μέσω της φορολογικής τους αφαίμαξης οι μισθωτοί, στην πιο γιγαντιαία επιχείρηση έμμεσης εκμετάλλευσης από καταβολής καπιταλισμού). Καθώς, μάλιστα, οι ενέσεις προς τις τράπεζες θα αυξήσουν τα δημόσια ελλείμματα και τη δημοσιονομική κρίση (το δημόσιο έλλειμμα των ΗΠΑ θα σκαρφαλώσει στο 7-8% το 2009, ενώ στην ευρωζώνη θα φτάσει στο 4,3% το 2009 και το 5% το 2010), θα οδηγήσουν σε μια άνευ προηγουμένου προσπάθεια ανακατανομής του κοινωνικού πλούτου υπέρ του κεφαλαίου.



3. Οι εν λόγω κοινωνικές συνέπειες οδηγούν σε ορισμένες καίριες κοινωνικοπολιτικές διεργασίες. Καταγράφουμε εδώ μερικές:

* Καταλυτική σημασία για τη συνείδηση και τη συμπεριφορά των εργαζομένων αποκτά το «κοινωνικό ζήτημα» και η στάση απέναντι σε αυτό. Με βάση αυτό –πολύ περισσότερο από ποτέ- θα κρίνονται πολιτικές δυνάμεις, συνδικάτα, ιδεολογικά ρεύματα, πολιτικές και στρατηγικές προτάσεις. Αυτό ακριβώς το ζήτημα (τα συμφέροντα και τις ανάγκες των εργαζομένων) πρέπει να κάνει και η αντικαπιταλιστική Αριστερά πιο αποφασιστικά από ποτέ επίκεντρο της δράσης της, της κριτικής της απέναντι στις άλλες δυνάμεις, των προσπαθειών της να οικοδομήσει ένα αυτοτελές αντικαπιταλιστικό κοινωνικοπολιτικό ρεύμα, να προωθήσει μια πολιτική γραμμή Αντικαπιταλιστικού Εργατικού Μετώπου – και να το κάνει όχι στα λόγια, αλλά στην πράξη, με συγκεκριμένο σχέδιο και πρωτοβουλίες.

* Το ζήτημα της επιβίωσης αποκτά μεγάλη βαρύτητα και πιεστικότητα για εκτεταμένα τμήματα των εργαζομένων. Γύρω από αυτό, όμως, διεξάγεται και θα ενταθεί οξύτατη πολιτική και ιδεολογική διαπάλη, η οποία αναπόφευκτα θα διασχίζει και τις εργατικές συλλογικότητες: Πώς θα αντιμετωπιστεί το πρόβλημα αυτό; Με «ρεαλιστικά» αιτήματα ή με αιτήματα με βάση τις ανάγκες; Ατομικά, δουλεύοντας δεύτερη και τρίτη δουλειά, υποκύπτοντας στις ορέξεις των αφεντικών, ανεχόμενοι κάθε μορφή ελαστικής εργασίας, φορτώνοντας τις κάρτες, περιστέλλοντας τις ανάγκες στα απολύτως απαραίτητα, διεκδικώντας επιδοματικά ψίχουλα ή «να σωθούμε εμείς και ας καούν οι άλλοι», οξύνοντας τον ανταγωνισμό μεταξύ των εργαζομένων και το ρατσισμό ή αγωνιστικά και συλλογικά. Πάνω σε αυτά τα διλήμματα θα δοκιμάζονται καθημερινά η πολιτική και η πρακτική της επαναστατικής Αριστεράς και γενικά και στο εργατικό κίνημα ειδικότερα, οι απόψεις της για τη σύνδεση τακτικής και στρατηγικής, η δυνατότητά της να μετατραπεί σε μαζικό πολιτικό ρεύμα. Σε σχέση με αυτό, αν και η πρώτη τάση φαντάζει επί του παρόντος συντριπτικά κυρίαρχη στη στάση των εργαζομένων, η δεύτερη, η ρηξιακή, που φαντάζει μειοψηφική, έχει τη δυνατότητα να οικοδομηθεί πιο σταθερά, πιο ουσιαστικά και με μεγαλύτερο πολιτικό και στρατηγικό βάθος, καθώς γίνεται πιο εμφανές από ποτέ ότι μόνο ο επαναστατικός αγώνας, μόνο μια πολιτική αντικαπιταλιστικού μετώπου, μόνο η αντικαπιταλιστική επανάσταση-κομμουνιστική απελευθέρωση είναι ικανή και να αποκρούσει την αντεργατική καταιγίδα, να απαντήσει στις άμεσες και μακροπρόθεσμες ανάγκες των εργαζομένων.

* Καθώς ο αντίπαλος πλέον δεν είναι ο συγκεκριμένος εργοδότης ή η εθνική κυβέρνηση, αλλά οι αόρατες αγορές, οι απόμακροι και αδιαφανείς διεθνείς οργανισμοί, τα σύνθετα και περίπλοκα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, αυξάνεται η πιθανότητα να ενισχυθούν η μοιρολατρία, η αίσθηση της ανημπόριας και του «δεν γίνεται τίποτα», η παθητικότητα, ο αδιόρατος φόβος και ο πανικός – μια κοινωνικοπολιτική «ψυχολογία» που δυσκολεύει πάρα πολύ τη συμμετοχή στην πολιτική πάλη και τη συλλογική διεκδίκηση, μπορεί να τροφοδοτήσει τη συστράτευση γύρω από «ισχυρούς πολιτικούς ηγέτες» (χαρακτηριστική είναι η άνοδος της δημοτικότητας του Μπερλουσκόνι και του Σαρκοζί ή του Φιλελεύθερου Κόμματος στη Γερμανία), το φασισμό, το ρατσισμό και το θρησκευτικό ανορθολογισμό. Παράλληλα, όμως, είναι αυξημένες οι δυνατότητες οι αναπτυσσόμενες εργατικές αντιδράσεις να στρέφονται πιο «ομαλά» συνολικά ενάντια στους πυλώνες της αντεργατικής επίθεσης, του αστικού συνασπισμού εξουσίας, της ίδιας της εκμετάλλευσης και της ατομικής ιδιοκτησίας, άρα να γίνονται πιο βαθιές και αποτελεσματικές. Με τον όρο, όμως, η εργατική-επαναστατική παρέμβαση να έχει ψηλά στις ιεραρχήσεις της τα στοιχεία της συλλογικότητας, της αλληλεγγύης, του διεθνισμού και της θεωρητικής-ιδεολογικής πρακτικής.

* Επίσης, καθώς αναπτύσσεται μια αίσθηση συνολικής κατάρρευσης –ή απειλής κατάρρευσης- επιχειρήσεων και «εθνικών οικονομιών», είναι δυνατόν να ενισχύονται λογικές συνευθύνης, «κοινωνικού εταιρισμού» και «όλοι μαζί για να σώσουμε την εθνική οικονομία ή την εταιρεία», να «αντιμετωπίσουμε τους κερδοσκόπους» λογικές που ενισχύονται από τον αστικό συνασπισμό εξουσίας και που –στο βαθμό που θα υιοθετηθούν- θα μετατρέψουν τους εργαζόμενους σε ουρά της αστικής πολιτικής και της προωθούμενης στρατηγικής για την υπέρβαση της κρίσης. Στο βαθμό, όμως, που μια εργατική επαναστατική γραμμή και πρακτική υπερβεί αυτές τις δυσκολίες, οικοδομώντας πάνω στην αυτοτέλεια των εργατικών συμφερόντων και στην ασυμβατότητά τους με τα αστικά, πάνω στο πραγματικό ταξικό νόημα της «εθνικής οικονομίας», θα έχει σαφώς πιο ουσιαστικές δυνατότητες.

* Η κρίση και η αστική απάντηση σε αυτή κλονίζουν δραματικά το κοινωνικοπολιτικό μπλοκ και τις κοινωνικές συμμαχίες στις οποίες στηρίχτηκε η ανοχή ή η στήριξη που παρείχαν στις αναδιαρθρώσεις του ολοκληρωτικού καπιταλισμού τμήματα των εργαζομένων και των μεσαίων στρωμάτων. Η εξέλιξη αυτή βρίσκεται στη βάση της πολιτικής αναστάτωσης που ταλανίζει το αστικό πολιτικό σύστημα, της αποστοίχισης από τα επίσημα πολιτικά κόμματα, των πολιτικών πειραματισμών τύπου «μεγάλου συνασπισμού» ή άλλων που προωθούν τα κέντρα εξουσίας. Από αυτή την άποψη, η δυνατότητα της επαναστατικής Αριστεράς να μετατραπεί πολιτικά από μια ισχνή μειοψηφία σε σχετικά μαζικό και αισθητό πολιτικό ρεύμα θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό στο αν και κατά πόσο θα συνδεθεί με πραγματικά εργατικά συμφέροντα και ανάγκες, αν δώσει σε αυτά κινηματική, πολιτική και ιδεολογική «διέξοδο», αν συγκροτήσει αυτοτελές κοινωνικοπολιτικό μέτωπο και πόλο.

* Τόσο με την εκδήλωση της κρίσης, όσο και με τις αστικές προσπάθειες υπέρβασής της-τραυματίζονται καίρια βασικές πολιτικές-ιδεολογικές θέσεις του νεοφιλευθερισμού και του καπιταλιστικού κόσμου συνολικά (π.χ. ότι το αόρατο χέρι της αγοράς του Άνταμ Σμιθ μπορεί να ρυθμίζει τα πάντα με ισόρροπο τρόπο, χωρίς την ανάγκη της κρατικής παρέμβασης), απομυθοποιούνται επιχειρήσεις, θεσμοί και χώρες-πρότυπά του (ΗΠΑ, Wall Street, επενδυτικοί οργανισμοί που αξιολογούσαν τις οικονομίες κ.λπ.) και καταρρίπτεται ο αστικός ισχυρισμός ότι ο καπιταλισμός έχει δήθεν αστείρευτες εσωτερικές δυνάμεις, ώστε να ξεπερνά τις κρίσεις του και να δίνει απαντήσεις στις ανθρώπινες ανάγκες. Τούτη η ιδεολογική απονομιμοποίηση μπορεί να τροφοδοτεί μια γραμμή «αντινεοφιλελεύθερου μετώπου», «καπιταλισμού και αγοράς χωρίς ακρότητες», ταυτόχρονα όμως δίνει δυνατότητες, καταδεικνύει πιο άμεσα και ορατά την ανάγκη απαλλαγής από το σύστημα συνολικά (και όχι μόνο από μια μορφή διαχείρισης ή από τις υπερβολές της αγοράς) και άρα αυξάνει τη βαρύτητα που έχουν η στρατηγική φυσιογνωμία, τα στοιχεία της προοπτικής, του απελευθερωτικού κομμουνιστικού ορίζοντα όχι μόνο ως διακηρύξεις προγραμματικές και ιδεολογική ζύμωση, αλλά και ως μέτρο της πρακτικής, ως νεύρο μιας επαναστατικής γραμμής του παρόντος (δηλαδή, μιας γραμμής Αντικαπιταλιστικού Εργατικού Μετώπου), ως σφραγίδα της συνολικής πολιτικής παρουσίας. Ο τρόπος που θα λύσει η αντικαπιταλιστική Αριστερά αυτό το γόρδιο δεσμό το επόμενο διάστημα είναι ένα από τα κομβικά ζητήματα στα οποία θα κριθεί το μέλλον της.

* Μιλώντας πιο συνολικά και πολιτικά, η κρίση και η αστική απάντηση σε αυτή θέτουν σε μεγάλη δοκιμασία την Αριστερά συνολικά -και την αντικαπιταλιστική, προφανώς, την κοινωνική της «χρησιμότητα», την πολιτική της φυσιογνωμία και γραμμή, την ιδεολογική της ταυτότητα, την κινηματική της παρέμβαση. Ήδη σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο είναι ορατή η αμηχανία τόσο του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ (μιας και η αντινεοφιλελεύθερη ρητορεία του και οι σχετικές με αυτήν προτάσεις έχουν πλέον γίνει σημαία του Σαρκοζί, του Μπράουν και της ΕΕ), όσο και του ΚΚΕ (μιας και η γραμμή της «λαϊκής οικονομίας-εξουσίας» φαντάζει περισσότερο από κάθε άλλη στιγμή φτωχή). Ορατό είναι και το ότι η «εντός των τειχών» Αριστερά ήταν απροετοίμαστη για μια τέτοια εξέλιξη – γεγονός που αναδεικνύει το πρόβλημα αναλυτικών-μεθοδολογικών εργαλείων που έχει. Ορατή είναι, τέλος, και η κινηματική τους αδυναμία, καθώς δεν έχουν ούτε τη γραμμή ούτε τη δυνατότητα να οργανώσουν τους τόσο αναγκαίους εργατικούς αγώνες απέναντι στην διαρκή αντεργατική επίθεση, στις συνέπειες της κρίσης και στην αστική γραμμή υπέρβασής της.
Αυτή η κατάσταση –όπως είναι φανερό- θέτει σε δοκιμασία και, κυρίως, σε μεγάλες προκλήσεις και την πολιτική προσπάθεια της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς για ένα άλλο επαναστατικό ρεύμα, για ένα μέτωπο-πόλο της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, που θα μπορέσει να ανδρωθεί όχι κυρίως κάνοντας κριτική στο ΚΚΕ και τον ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ και στην ανικανότητά τους, αλλά αποδεικνύοντας ότι αναζητά και δρα με τρόπο αποτελεσματικό και χρήσιμο για τους εργαζόμενους απέναντι στην αντεργατική πολιτική και στο ίδιο το σύστημα συνολικά, με τρόπο που μπορεί να κάνει πράξη τις μεγάλες ιδέες της εργατικής χειραφέτησης και της κομμουνιστικής απελευθέρωσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: