Τρίτη 11 Μαΐου 2010

Η τρέχουσα κρίση του καπιταλισμού: μια προσπάθεια συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κρίσης

02.05.09

Εισήγηση του Φάνη Παπαδάτου, οικονομολόγου, στην εκδήλωση του ΝΑΡ για την Εργατική Πρωτομαγιά 2009

.

Η παρούσα παγκόσμια καπιταλιστική κρίση είναι μια κρίση-σταθμός κι όχι μια τρέχουσα διακύμανση του καπιταλιστικού κύκλου. Είναι κρίση με μακροπρόθεσμες συνέπειες στην εξέλιξη της ταξικής πάλης και όχι εφήμερη τροποποίηση των δεδομένων της.

Η προαναφερθείσα εκτίμηση για κρίση-σταθμό πηγάζει από ορισμένα κρίσιμα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά της, που καταγράφονται τόσο στο πεδίο της οικονομίας όσο και σε εκείνα της πολιτικής και της ιδεολογίας. Ειδικότερα:

α. Έχει ως επίκεντρο την καρδιά του καπιταλιστικού κόσμου (ΗΠΑ, Βρετανία, ΕΕ) κι όχι ανεπτυγμένες μεν καπιταλιστικά αλλά περιφερειακές χώρες, όπως γινόταν μέχρι πρότινος (π.χ. Χονγκ Κονγκ, Αργεντινή).

β. Έχει τρομακτικές τάσεις διεθνοποίησης, που συμπαρασύρουν ταχύτατα στη δίνη της όλες τις καπιταλιστικές χώρες. Στην ουσία μιλάμε για ένα διεθνές φαινόμενο, στη βάση του οποίου βρίσκονται οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί τα τελευταία 30 χρόνια στο διεθνές σύστημα του κεφαλαίου με τις καπιταλιστικές ολοκληρώσεις, τη ροή κεφαλαίων στα διεθνή χρηματιστήρια, την κυριαρχία των πολυεθνικών – πολυκλαδικών μονοπωλίων, τις γεωστρατηγικές αλλαγές κ.λπ.

γ. Έχει ως επίκεντρο τομείς και φορείς (χρηματοπιστωτικό σύστημα, Γουόλ Στριτ, επενδυτικές τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες κ.λπ.) που ως χθες εμφανιζόντουσαν ως τα σύμβολα της υπεροχής και τα τεκμήρια ζωτικότητας του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού, καθώς και ως οι φορείς που με τα προϊόντα τους (δάνεια κ.λπ.) μπορούν να εξασφαλίσουν την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών.

δ. Αν και στην πρώτη γραμμή των κρισιακών φαινομένων βρίσκεται το χρηματοπιστωτικό σύστημα, εντούτοις η κρίση αγγίζει όλους τους τομείς της καπιταλιστικής παραγωγής και οικονομίας (τη λεγόμενη «πραγματική» οικονομία). Αυτό συμβαίνει για πολλούς λόγους: γιατί υπάρχει αξεδιάλυτη συνύφανση τραπεζικού – χρηματιστηριακού – βιομηχανικού τομέα (άρα οι τριγμοί στον ένα αντανακλούν στον άλλο), γιατί η μείωση των δανείων μειώνει την «καταναλωτική δυνατότητα» (άρα και τις πωλήσεις), γιατί πολλές επιχειρήσεις της «πραγματικής οικονομίας» έχουν πλέον αναπτύξει αυτοτελή χρηματοπιστωτικό βραχίονα, γιατί οι μετοχές αντανακλούν – πέραν των άλλων – προσδοκίες κερδοφορίας, που αν διαψευστούν οι μετοχές πέφτουν κ.λπ. Χαρακτηριστική η περίπτωση της General Motors ή του κατασκευαστικού τομέα.

ε. Έχει μεγάλη διάρκεια. Παρότι έχει περάσει περισσότερος από ενάμισι χρόνος από τις πρώτες εκδηλώσεις της στην αγορά ενυπόθηκων δανείων (στεγαστική πίστη), είναι άγνωστο αν βρίσκεται στην κορύφωσή της. Αστοί οικονομολόγοι μιλούν για διάρκεια 2-10 χρόνια.

στ. Σε επίπεδο οικονομικών δεικτών, εμφανίζει μεγάλο βάθος, καθώς οι χρηματιστηριακές απώλειες ξεπερνούν το 40-50% μόνο κατά τη διάρκεια του 2008, ενώ καταγράφονται αρκετές καταρρεύσεις χρηματοπιστωτικών –για την ώρα- κολοσσών κι άλλες αποτρέπονται χάρη στη σανίδα σωτηρίας που προσφέρει η κρατική παρέμβαση.

ζ. Εμφανίζει μεγάλη αντοχή σε όλες τις μέχρι τώρα προσπάθειες αντιμετώπισής της. Παρά το σχέδιο Πόλσον, τις κρατικές ενέσεις παροχής ρευστότητας, τις εξαγορές και τις συγχωνεύσεις, η κατρακύλα συνεχίζεται και δεν αντιστρέφεται με τίποτα απ’ όλα αυτά ή με τις καθησυχαστικές δηλώσεις Μπους, Μπερνάκι, Τρισέ, Ομπάμα κ.λπ.

η. Έχει έκδηλες ιδεολογικές και πολιτικές παραμέτρους. Κι αυτό γιατί τόσο η εκδήλωσή της όσο και –κυρίως- οι προωθούμενες αστικές μορφές υπέρβασής της θέτουν σε αμφισβήτηση από τη μια βασικά ως σήμερα δόγματα της αστικής (και δη της νεοφιλελεύθερης) φιλολογίας-ιδεολογίας (αντικρατισμός, ελεύθερη αγορά κ.λπ.), καθώς και από την άλλη βασικά δεδομένα (οργάνωση κοινωνικών συμμαχιών, μορφή κομματικού συστήματος κ.λπ.) στο αστικό πολιτικό σύστημα, στις μορφές αστικής κυριαρχίας και στον αστικό συνασπισμό εξουσίας. Επιπλέον γιατί δείχνουν ότι ο καπιταλισμός δεν είναι άτρωτος, δεν έχει απαλλαγεί από τις κρίσεις, δεν μπορεί να τις ξεπερνά βελτιώνοντας τη ζωή των εργαζομένων και των νέων. Κατά συνέπεια οι δεσμοί των εργαζομένων με την αστική ιδεολογία δοκιμάζονται. Επάνω σε αυτά τα ρήγματα δημιουργείται για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια τόσο πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη της εργατικής πάλης και τη διείσδυση της απελευθερωτικής - επαναστατικής ιδεολογίας σε πρωτοπόρα τμήματα της τάξης.



2. Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της τρέχουσας κρίσης



Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της τρέχουσας κρίσης, πράγμα που της προσδίδει και δομικό χαρακτήρα, είναι ότι προσδιορίζεται από μία πολύ πιο έντονη απ’ ότι σε άλλες παρόμοιες κρίσεις, τάση του ποσοστού κέρδους να πέφτει, αποτελώντας την κυριότερη αιτία της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου που παρατηρείται. Αυτή η εντονότερη απ’ ότι σε άλλες κρίσεις του καπιταλισμού (π.χ. πετρελαϊκή κρίση) τάση του ποσοστού κέρδους να πέφτει παρατηρείται ιδιαίτερα από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 κάνοντας ιδιαίτερα δύσκολη (και το τελευταίο διάστημα ουσιαστικά αδύνατη) υπόθεση για τις αστικές τάξεις σε παγκόσμια κλίμακα τις προσπάθειες παράκαμψης του νόμου της αξίας.

Από αυτή την άποψη η συγκεκριμένη κρίση είναι κατά κύριο λόγο κρίση των μηχανισμών απόσπασης υπεραξίας και έρχεται σαν αποτέλεσμα της προσπάθειας του κεφαλαίου να αποφύγει τις συνέπειες του νόμου της αξίας, (δηλαδή, του γεγονότος ότι στον καπιταλισμό η εργατική δύναμη δεν πληρώνεται στην αξία της αλλά πάντοτε ως απαραίτητος όρος για την κερδοφορία του κεφαλαίου είναι η απόσπαση απλήρωτης δουλειάς-υπεραξίας από τον εργαζόμενο), που οδηγεί στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους

Πιο συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 οι υψηλοί ρυθμοί συσσώρευσης που παρατηρήθηκαν, αρχικά στηρίχτηκαν κατά κύριο λόγο στην αύξηση της απόσπασης της λεγόμενης σχετικής υπεραξίας. Όμως, καθώς προχωρούσε η συσσώρευση οδήγησε σε ακόμα μεγαλύτερη αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου επιτείνοντας την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους πράγμα που όξυνε ακόμα περισσότερο το πρόβλημα της υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου. Στη συνέχεια, το κεφάλαιο στην προσπάθειά του να καθυστερήσει και να αντιστρέψει την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους άρχισε να υποκαθιστά σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό τις μεθόδους απόσπασης σχετικής υπεραξίας, με μεθόδους απόσπασης απόλυτης υπεραξίας, χωρίς όμως η παραγωγή της σχετικής υπεραξίας να χάνει τον δεσπόζοντα ρόλο της στα πλαίσια της οργανικής τους διαπλοκής.[1]

Όμως η χρήση των τεχνικών απόσπασης απόλυτης υπεραξίας έχει όρια. Η αύξηση των ωρών εργασίας, η εντατικοποίηση της καθώς και η μείωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων προσκρούουν τόσο σε βιολογικούς όσο και σε κοινωνικούς περιορισμούς. Η αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων εξάλλου προσκρούει στο όριο της πλήρους απασχόλησης του εργατικού δυναμικού σε συνδυασμό με την αύξηση της τιμής της εργασιακής δύναμης πάνω από την αξία της, καθώς αυξάνεται η ζήτηση για εργατικά χέρια και μειώνεται ο εφεδρικός στρατός των ανέργων.



2.1. Ο ρόλος του πλασματικού κεφαλαίου

Περαιτέρω ιδιαίτερη μνεία σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο θα πρέπει να γίνει για την σημασία του πλασματικού-χρηματικού κεφαλαίου[2], το οποίο παίζει πρωτεύοντα ρόλο στην προώθηση και επιτάχυνση της διαδικασίας συσσώρευσης για το κεφάλαιο συνολικά, το βάθεμα της εκμετάλλευσης των εργαζομένων, την διατήρηση και αύξηση της κερδοφορίας στην τρέχουσα συγκυρία. Από αυτή την άποψη πρέπει να τονιστεί η δυνατότητα της χρηματοπιστωτικής σφαίρας να συνεχίζει να παράγει κέρδη συμβάλλοντας στην διατήρηση ή και αύξηση της μάζας των κερδών ακόμα και όταν η διαδικασία της πραγματικής συσσώρευσης αντιμετωπίζει προβλήματα. Δηλαδή, ακόμα και όταν ο συνδυασμός τεχνικών απόσπασης απόλυτης και σχετικής υπεραξίας έχει φθάσει στα όρια του και ο νόμος της αξίας κάνει απειλητική την παρουσία του θέτοντας σε κίνδυνο την κερδοφορία του κεφαλαίου. Βέβαια, το τίμημα για αυτή την «διευκόλυνση» είναι η συγκάλυψη και το βάθεμα των αντιφάσεων στο επίπεδο της πραγματικής συσσώρευσης, που τελικά είναι και η σφαίρα όπου πρωτογενώς αποσπάται η υπεραξία, με τελικό αποτέλεσμα την επίταση των προβλημάτων υπερσυσσώρευσης που οδήγησαν και στην τρέχουσα ιστορικών διαστάσεων κρίση.





2.2. Η διαμόρφωση των αντιφάσεων που οδήγησαν στην τρέχουσα κρίση

Έτσι, καθώς επιχειρήθηκε από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και μετά, να επιταχυνθεί η συσσώρευση (και να ξεπεραστούν τα προβλήματα που δημιουργούσε στην κερδοφορία η αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου) σιγά-σιγά οι τεχνικές απόσπασης απόλυτης υπεραξίας άρχισαν να παίρνουν την σκυτάλη σε σχέση με τις τεχνικές απόσπασης σχετικής υπεραξίας με ότι αυτό συνεπάγεται για τις εργασιακές σχέσεις. Ο νέος συνδυασμός τεχνικών απόσπασης σχετικής και απόλυτης υπεραξίας, (με αυξημένη συμμετοχή των τεχνικών απόσπασης απόλυτης υπεραξίας) μέσα σε ένα «περίβλημα» πλασματικού κεφαλαίου που πλέον είχε κάνει δυναμικά την εμφάνισή του έφερε μια νέα επιτάχυνση της διαδικασίας συσσώρευσης. Ως αποτέλεσμα οδήγησε στη δημιουργία της μεγαλύτερης μέχρι τότε χρηματιστηριακής φούσκας από την δεκαετία του 1920, που επηρέασε κατά κύριο λόγο τις τιμές των μετοχών της λεγόμενης «νέας οικονομίας», οι οποίες αποτελούσαν και την αιχμή του δόρατος της συσσώρευσης.

Στο πλαίσιο της «νέας οικονομίας» ήταν που για πρώτη φορά έγινε αντιληπτό ότι και ο νέος συνδυασμός τεχνικών απόσπασης σχετικής και απόλυτης υπεραξίας είχε όρια, καθώς η χρήση των τεχνικών απόσπασης απόλυτης υπεραξίας, πολύ σύντομα προσέκρουσε στους βιολογικούς και κοινωνικούς περιορισμούς που χαρακτηρίζουν την εφαρμογή τους. Έτσι χρειάστηκε να συμπληρωθούν με την εκτεταμένη χρήση του πλασματικού-χρηματικού κεφαλαίου. Η φούσκα διογκώθηκε εξαιτίας της ταχύτητας επέκτασης της προσφοράς πιστωτικού χρήματος και συνδυάστηκε τόσο με την αύξηση του χρέους των νοικοκυριών σε δυσθεώρητα ύψη, όσο και με δραματική επιδείνωση του ελλείμματος του ισοζυγίου των τρεχουσών συναλλαγών. Όταν η φούσκα «έσπασε» (εξ’ αιτίας των αυξήσεων της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και της πτώσης του ποσοστού κέρδους που επιταχύνθηκε από την κρίση του πλασματικού-χρηματικού κεφαλαίου) την άνοιξη του 2000, η αμερικανική οικονομία αντιμετώπιζε τον κίνδυνο να εισέλθει σε βαθύτατη ύφεση. Όμως η ύφεση που ακολούθησε το 2001 δεν ήταν ιδιαίτερα έντονη. Η αποφυγή της βαθιάς ύφεσης εξασφαλίστηκε μέσω μέτρων όπως ο συνδυασμός φοροαπαλλαγών και επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής. Από την πλευρά της νομισματικής πολιτικής, η κατάσταση αντιμετωπίστηκε με την ταχύτερη και πιο εκτεταμένη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής στην ιστορία των ΗΠΑ, ωθώντας τα πραγματικά επιτόκια σε αρνητικά επίπεδα για πρώτη φορά από το 1970. Αυτή όμως η επιτυχημένη αποφυγή της ύφεσης συνεπαγόταν το κόστος της διατήρησης όχι μόνο των ανισορροπιών που είχαν οδηγήσει σε αυτή, αλλά και το επιπλέον πρόβλημα της υπερβάλλουσας ρευστότητας στην οικονομία, (λόγω της παρατεταμένης διατήρησης χαμηλών επιτοκίων) που οδήγησε στην ανεξέλεγκτη συμπεριφορά των χρηματοπιστωτικών αγορών.

Έτσι, το τέλος της χρηματιστηριακής φούσκας διαδέχθηκε η φούσκα των ακινήτων ως το νέο προνομιακό πεδίο επέκτασης του χρηματικού κεφαλαίου σε συνθήκες χαμηλών επιτοκίων, προκειμένου να διατηρηθεί η κερδοφορία του κεφαλαίου. Αυτή ακριβώς η κατάσταση έκρυβε στο εσωτερικό της τους όρους μιας νέας κρίσης καθώς η συσσώρευση τώρα πια στηριζόταν σχεδόν αποκλειστικά στην αναστολή της λειτουργίας του νόμου της αξίας με την αλόγιστη επέκταση του πλασματικού-χρηματικού κεφαλαίου. Αυτή η κρίση, επίσημα τουλάχιστον φαίνεται να βρίσκεται σε εξέλιξη από το καλοκαίρι του 2007 και δεν είναι άλλη από την κρίση των λεγόμενων «δανείων χαμηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης» ή των «δανείων των φτωχών». Η θρυαλλίδα που την πυροδότησε ήταν η αύξηση των προβλημάτων αποπληρωμής των στεγαστικών δανείων μειωμένης εξασφάλισης. Τα δάνεια αυτά δίνονταν σε άτομα με ιδιαίτερα χαμηλό εισόδημα έχοντας προκαταβάλλει πολύ μικρό ποσοστό της αξίας του ακινήτου που αγόραζαν (5% ή και λιγότερο). Επιπλέον, δίνονταν με εγγύηση του ιδίου του ακινήτου και με υψηλότερα (και συνήθως κυμαινόμενα) επιτόκια λόγω της χαμηλής πιστοληπτικής ικανότητας των δανειζόμενων. Μέχρι πρόσφατα τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα στις ΗΠΑ μπορούσαν να χρηματοδοτούν την αποπληρωμή τέτοιων στεγαστικών δανείων με δύο τρόπους. Πρώτο, μέσω της αύξησης των ωρών εργασίας τους (οι ΗΠΑ είναι πρωταγωνιστής σε αυτή την κούρσα τα τελευταία χρόνια). Ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι κάτι τέτοιο αποδεικνύεται ιδιαίτερα προσοδοφόρο για το κεφάλαιο συνολικά, καθώς οι επιπλέον ώρες εργασίας συμβάλλουν στην απόσπαση επιπλέον υπεραξίας από τους εργαζόμενους. Δεύτερο, καθώς μέχρι πρόσφατα οι τιμές των ακινήτων αυξάνονταν, η εξυπηρέτηση αυτών των δανείων γινόταν πιο εύκολη (μέσω αναχρηματοδοτήσεων) ενώ πολλοί δανειολήπτες πωλούσαν τα ακίνητα που είχαν αγοράσει εισπράττοντας ποσά μεγαλύτερα από το συνολικό ποσό που έπρεπε να καταβάλουν προκειμένου να αποπληρώσουν τα δάνεια τους. Το πρόβλημα στην αμερικανική οικονομία εμφανίστηκε όταν η κεντρική τράπεζα άρχισε να αυξάνει τα επιτόκια κάνοντας πιο δύσκολη των αποπληρωμή αυτών των δανείων, αλλά και λόγω προβλημάτων στο επίπεδο αυτού που στα αστικά οικονομικά ονομάζεται «πραγματική οικονομία» ή για τον Μαρξισμό αποτελεί το παραγωγικό κεφάλαιο. Φαίνεται δηλαδή, ότι ύστερα από μια αρκετά μακρά περίοδο καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων που αύξησαν την συμμετοχή στην συσσώρευση των τεχνικών απόσπασης απόλυτης υπεραξίας, αυξάνοντας δραματικά τον βαθμό εκμετάλλευσης και τα κέρδη, για μια ακόμη φορά η συσσώρευση παρουσιάζει σημεία κόπωσης. Μάλιστα, αμερικανοί μαρξιστές οικονομολόγοι σε πρόσφατες εμπειρικές μελέτες υποστηρίζουν ότι η τάση του ποσοστού κέρδους να πέφτει ξαναρχίζει να ενισχύεται σε σχέση με τις προαναφερθείσες αντίρροπες δυνάμεις που κινητοποιήθηκαν από τις αναδιαρθρώσεις. Εξ’ αιτίας των παραπάνω, τα υψηλότερα επιτόκια ενώ ωφελούν την πλευρά των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων του κεφαλαίου κάνουν πιο δύσκολα τα πράγματα για την πλευρά των παραγωγικών δραστηριοτήτων του, με το να αυξάνουν το κόστος των επενδύσεων του παραγωγικού κεφαλαίου. Το γεγονός αυτό ενίσχυσε την τάση για ύφεση της αμερικανικής οικονομίας στο σύνολο της, καθώς τελικά το παραγωγικό κεφάλαιο είναι αυτό που πρωτογενώς αποσπά την υπεραξία, μέρος της οποίας αναδιανέμεται μέσω της πληρωμής τόκων στο χρηματικό κεφάλαιο. Δηλαδή, το πρόβλημα στην κτηματαγορά προέκυψε γιατί συνολικά ο αμερικανικός καπιταλισμός ασθμαίνει και επομένως η εργατική τάξη και τα λαϊκά και μεσαία στρώματα δεν διαθέτουν επαρκή εισοδήματα.



2.3. Η διεθνής διάσταση της κρίσης των «δανείων χαμηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης»



Πλέον, η κρίση στην αμερικάνικη κτηματαγορά έχει μετατραπεί σε κρίση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος. Αυτό έγινε όχι μόνο γιατί κινδυνεύουν οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί που έχουν χορηγήσει επισφαλή δάνεια (τα οποία άλλωστε δεν είναι παρά το 14% των στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ) αλλά γιατί με βάση αυτά τα δάνεια το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα (και όχι μόνο το αμερικάνικο) είχε ανοίξει σε διεθνή κλίμακα, πολλαπλασιαστικά μέσα από την δημιουργία ειδικών παραγώγων προϊόντων μια σειρά άλλες δραστηριότητες κερδοφορίας που τώρα και αυτές με την σειρά τους κινδυνεύουν. Δημιουργήθηκε δηλαδή μια κατάσταση ντόμινο. Οι τράπεζες (αμερικάνικες κατά βάση αλλά και ξένες) εξέδιδαν τα στεγαστικά δάνεια, τα οποία στη συνέχεια τιτλοποιούσαν πουλώντας τα σε διάφορους καπιταλιστές – κερδοσκόπους (περιλαμβανομένων και «ταμείων αντιστάθμισης κινδύνου» Hedge Funds). Περαιτέρω, η πώληση αυτών των τίτλων εξασφάλιζε ρευστό με το οποίο οι τράπεζες εξέδιδαν ακόμη περισσότερα στεγαστικά δάνεια. Το «αεροπλανάκι» παρουσίασε τις πρώτες «βλάβες» όταν παρουσιάσθηκαν τα προβλήματα στην αποπληρωμή των δανείων μειωμένης εξασφάλισης και μια σειρά τράπεζες αναθεωρώντας τη στάση τους, έπαψαν να ρευστοποιούν τους τίτλους που είχαν πουλήσει στους διάφορους κερδοσκόπους. Ταυτόχρονα προέκυψαν ανησυχίες και για την κεφαλαιακή επάρκεια όχι μόνο των κερδοσκοπικών οργανισμών που αγόραζαν τέτοια προϊόντα αλλά και των τραπεζών αυτών καθαυτών που υπήρχε υπόνοια ότι είχαν χρηματοδοτήσει τέτοιους οργανισμούς. Ως αποτέλεσμα προκλήθηκε κρίση εμπιστοσύνης, και οι τράπεζες ουσιαστικά έπαψαν να δανείζουν η μία την άλλη βραχυκυκλώνοντας της κυριότερες διατραπεζικές αγορές (σε ΗΠΑ, Ευρώπη, και Βρετανία), πράγμα που επιδείνωσε τα πράγματα ακόμα περισσότερο.

Περαιτέρω, το πρόβλημα πέρασε και στις διεθνείς κεφαλαιαγορές γιατί οι τράπεζες είναι εισηγμένες σε αυτές και μάλιστα με σημαντική βαρύτητα. Επισημαίνεται ότι οι κίνδυνοι είναι τεράστιοι καθώς όταν μια τράπεζα αντιμετωπίσει πρόβλημα, τότε ενδεχομένως να κινδυνεύσουν και μια σειρά επιχειρήσεις που αυτή έχει δανειοδοτήσει (πολλές εκ των οποίων είναι επίσης εισηγμένες στα χρηματιστήρια) ακόμη και αν από μόνες τους δεν είχαν προβλήματα. Μια άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή βρίσκεται στο ότι, το διάστημα μέχρι και λίγο πριν από την εκρηκτική εκδήλωση της κρίσης (Ιούλιος 20007) είχε σημειωθεί μια άνοδος των χρηματιστηρίων λόγω ενός κύματος εξαγορών και συγχωνεύσεων επιχειρήσεων οι οποίες πραγματοποιούνταν μέσω κερδοσκοπικών οργανισμών. Η χρηματοδότηση και αυτού του τύπου των δραστηριοτήτων υπήρξε ανάλογη με αυτή των επισφαλών στεγαστικών δανείων. Οι κερδοσκοπικοί οργανισμοί δανείζονταν από τις τράπεζες και οι τράπεζες τιτλοποιούσαν και πωλούσαν τα δάνεια αυτά σε τρίτους για να αντλήσουν ρευστότητα και να κάνουν επιπλέον δάνεια. Καθώς όμως αυξάνεται η ανησυχία για την επίπτωση που θα έχει η τυχόν εισδοχή των ΗΠΑ σε ύφεση για την παγκόσμια οικονομία φαίνεται ότι το κύμα εξαγορών αναστέλλεται, και οι τράπεζες γίνονται πιο επιφυλακτικές στις χρηματοδοτήσεις τους, ενώ οι κερδοσκοπικοί οργανισμοί, που αυτοτροφοδοτούνταν μέσω των εξαγορών, αντιμετωπίζουν ένα επιπλέον πρόβλημα. Το συνδυασμένο αποτέλεσμα είναι η αναταραχή και η νευρικότητα στα χρηματιστήρια που παρατηρήθηκε πρόσφατα. Οι κεντρικές τράπεζες παρενέβησαν, αρχικά με χορήγηση ρευστότητας σε μια προσπάθεια να εξομαλύνουν την κατάσταση στην διατραπεζική αγορά, γεγονός που βραχυχρόνια τουλάχιστον φαίνεται να στέφθηκε από επιτυχία. Στην συνέχεια όμως η απότομη υποχώρηση των χρηματιστηριακών δεικτών και της οικονομικής δραστηριότητας προκάλεσε την έντονη δραστηριοποίηση του κράτους που αποκάλυψε τον ταξικό του χαρακτήρα οδηγώντας ειδικότερα τις κυριότερες κεντρικές τράπεζες στην κατεύθυνση της λεγόμενης πολιτικής μηδενικών επιτοκίων, αναδεικνύοντας τα όρια και τα αδιέξοδα της νομισματικής πολιτικής. Ο πρόδηλα δομικός χαρακτήρας της κρίσης μας οδηγεί στην εκτίμηση ότι όχι μόνο τα νομισματικά αλλά ακόμα και ο συνδυασμός τους με δημοσιονομικά μέτρα δεν πρόκειται να οδηγήσει στην επίλυση των προβλημάτων που έχουν προκύψει αν δεν υπάρξουν και νέα διαρθρωτικά μέτρα στην κατεύθυνση αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης που θα δώσει νέα υπεραξία για να καλυφθούν οι απώλειες. Φυσικά για άλλη μια φορά οι εργαζόμενοι θα κληθούν «ελλείψει άλλου καθίσματος να καθίσουν στο άδικο».



3. Η Ευρωπαϊκή Ένωση

Για να έρθουμε όμως πιο κοντά στα καθ’ ημάς, τα παραπάνω σχετικά με την προοπτική των εργασιακών σχέσεων ισχύουν και για την Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία δοκιμάζεται εξ ίσου οδυνηρά αν και με μια διαφορά φάσης από την τρέχουσα κρίση. Μέχρι πολύ πρόσφατα (2005-2006) η ευρωπαϊκή οικονομία υστερούσε έναντι της αμερικανικής σε ότι αφορά τους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης. Η διαφορά μεταξύ της οικονομίας των ΗΠΑ και της Ευρώπης αποδόθηκε από τους κύκλους του κεφαλαίου της ΕΕ στην έγκαιρη εφαρμογή από το κεφάλαιο στις ΗΠΑ των νέων τεχνικών απόσπασης απόλυτης και σχετικής υπεραξίας με τρόπο που κατά το δυνατόν πιο έγκαιρα να αντισταθμίζει την αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Αυτό συνεπάγεται την θεμελιακή μεταβολή των εργασιακών σχέσεων υπέρ του κεφαλαίου με την καταπολέμηση και ουσιαστική διάλυση των συνδικάτων αλλά και την αποδόμηση των στοιχείων εκείνων του κοινωνικού κράτους που μειώνουν την κερδοφορία του κεφαλαίου (συνταξιοδοτικό-ασφαλιστικό σύστημα-κοινωνικές παροχές) και την επαναλειτουργία τους με όρους που να ενισχύουν αντί να μειώνουν την κερδοφορία (π.χ. εισαγωγή της έννοιας της «ανταποδοτικότητας» στις κοινωνικές παροχές, που ουσιαστικά καταργεί την λεγόμενη «αλληλεγγύη των γενεών» του προηγούμενου συστήματος). Αξίζει να σημειωθεί ότι στις τρεις μεγαλύτερες χώρες της ΕΕ (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία) παρά το γεγονός ότι οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αλλά και η επένδυση σε νέες τεχνολογίες πολλές φορές κατά τις δεκαετίες του 1980 και 1990 ήταν η υψηλότερη σε παγκόσμια κλίμακα, εξαιτίας της ισχυρής παρουσίας μεταπολεμικά Αριστεράς και εργατικού κινήματος σε όλες του τις μορφές (κομμουνιστικό, σοσιαλδημοκρατικό-ρεφορμιστικό) δεν συνοδεύτηκε με ταυτόχρονη μεταβολή των εργασιακών σχέσεων και την αναμόρφωση του κοινωνικού κράτους με τρόπο επωφελή για το κεφάλαιο. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα η ΕΕ να «χάσει» σε ανταγωνιστικότητα έναντι των Αμερικανών ανταγωνιστών της. Παρ’ όλα αυτά (και υπό το βάρος του ανταγωνισμού των κεφαλαίων) έστω και με κάποια καθυστέρηση βρίσκεται σε εξέλιξη μια γιγαντιαία προσπάθεια επαναδιευθέτησης τόσο των εργασιακών σχέσεων όσο και των στοιχείων του κοινωνικού κράτους υπέρ του κεφαλαίου κατά τα πρότυπα των ΗΠΑ η οποία ως αποτέλεσμα των επιπτώσεων της τρέχουσας κρίσης εκτιμούμε ότι πρόκειται να διευρυνθεί τόσο σε έκταση όσο και σε βάθος. Η συζήτηση κατ’ επέκταση που διεξάγεται στην ΕΕ για την επέκταση του εργάσιμου χρόνου (στις 65 ώρες), τη διεύρυνση της περιόδου διευθέτησης στην κατεύθυνση περαιτέρω ελαστικοποίησης και για την μείωση των εργατικών μισθών με την οδηγία Μπολκενστάϊν, για παράδειγμα, μόνο τυχαία δεν είναι. Το ίδιο ισχύει και για τις προτάσεις της Κομισιόν για μοίρασμα της ανεργίας. Αντίθετα αποτελούν τη στρατηγική απάντηση του ευρωπαϊκού καπιταλισμού για την υπέρβαση της κρίσης και το κατ’ εξοχήν πεδίο ταξικής αντιπαράθεσης την τρέχουσα ιστορική περίοδο.
Συμπερασματικά λοιπόν, και με αφορμή την τρέχουσα κρίση, μπορούμε να πούμε ότι στην παρούσα συγκυρία υπάρχει μια γενικευμένη τάση στο πλαίσιο του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού για την ολοένα και σε μεγαλύτερο βαθμό στήριξη της διαδικασίας συσσώρευσης του κεφαλαίου κατά κύριο λόγο σε τεχνικές απόσπασης απόλυτης υπεραξίας, λόγω αδυναμίας μείωσης της υψηλής οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου σε παγκόσμια κλίμακα, αφού οι διαδικασίες υποτίμησης και καταστροφής υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου όταν υπάρχουν, φαίνεται να είναι πάρα πολύ αργές. Γι αυτό κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει την προσφυγή στον πόλεμο, που θα σηματοδοτήσει την ακόμη πιο βίαιη και μαζική καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων και δυνατοτήτων, ως μέσο υπέρβασης της κρίσης από τη μεριά του ιμπεριαλισμού και των αστικών τάξεων. Όμως τα περιθώρια αύξησης της υπεραξίας κάτω από δοσμένες τεχνολογικές συνθήκες (δηλαδή χωρίς αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου), είναι περιορισμένα. Η αύξηση των ωρών εργασίας, η εντατικοποίηση της καθώς και η μείωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων προσκρούουν τόσο σε βιολογικούς όσο και σε κοινωνικούς περιορισμούς. Η αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων εξάλλου προσκρούει στο όριο της πλήρους απασχόλησης του εργατικού δυναμικού σε συνδυασμό με την αύξηση της τιμής της εργασιακής δύναμης πάνω από την αξία της, καθώς αυξάνεται η ζήτηση για εργατικά χέρια και μειώνεται ο εφεδρικός στρατός των ανέργων. Γι’ αυτό, ιστορικά η σημαντικότερη πηγή αυξήσεων της υπεραξίας, ειδικά μετά τα πρώτα στάδια ανάπτυξης του καπιταλισμού, υπήρξαν οι μεταβολές στις τεχνικές μεθόδους παραγωγής. Στο βαθμό που η αύξηση της υπεραξίας δεν στηρίζεται κατά κύριο λόγο στην απόσπαση σχετικής υπεραξίας, τότε δεν μπορούμε να πούμε ότι μια κρίση υπερσυσσώρευσης ξεπεράστηκε.
Ακριβώς αυτή η αδυναμία του κεφαλαίου να ξεπεράσει σε παγκόσμια κλίμακα την κρίση υπερσυσσώρευσης που το μαστίζει και το αναγκάζει να στηρίζει την κερδοφορία του στις τεχνικές απόσπασης απόλυτης υπεραξίας με καταστροφικές συνέπειες για τον άνθρωπο, υπογραμμίζει και την μεγάλη ανάγκη που υπάρχει σήμερα για αναδιοργάνωση και συντονισμό του εργατικού κινήματος σε παγκόσμια κλίμακα με σκοπό τουλάχιστον την άνοδο του επιπέδου της ταξικής πάλης, ανάγκη που για τους εργαζόμενους σήμερα φαίνεται να αποτελεί όρο επιβίωσης πολύ περισσότερο από ό,τι αποτελεί αδήριτη ανάγκη για το κεφάλαιο η αύξηση και το βάθεμα της εκμετάλλευσης σε παγκόσμια κλίμακα. Η πορεία αυτή φυσικά θα εξαρτηθεί σε κάθε χώρο εργασίας ξεχωριστά, μέσα σε κάθε χώρα.



4. Η περίπτωση της Ελλάδας

Τα παραπάνω αφορούν άμεσα και την Ελλάδα καθώς οι διάφορες οδηγίες περί της απελευθέρωσης των αγορών με προεξάρχουσα την αγορά εργασίας εφαρμόζονται με θρησκευτική σχεδόν ευλάβεια από τις ελληνικές κυβερνήσεις και ιδιαιτέρως από την τωρινή. Η υστέρηση που εμφανίζει το ευρωπαϊκό κεφάλαιο σηματοδοτεί την ανάγκη στήριξης και εδώ της κερδοφορίας σε τεχνικές απόσπασης απόλυτης υπεραξίας (ιδιαίτερα ύστερα από το άνοιγμα και των χωρών της ανατολικής Ευρώπης στην εκμετάλλευση του κεφαλαίου) πράγμα που σημαίνει ότι για όσο διάστημα το επίπεδο της ταξικής πάλης και η οργάνωση της εργατικής τάξης θα παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, αυτό θα εγγυάται και την σε απόλυτους και σχετικούς όρους χειροτέρευση των συνθηκών ζωής της.
Ειδικότερα οι τελευταίες εξελίξεις στο πλαίσιο της ελληνικής οικονομίας έχουν καταστήσει παραπάνω από σαφές ότι η άρχουσα τάξη και τα κόμματά της, όπως προκύπτει από τον κρατικό προϋπολογισμό του 2009 και το Επικαιροποιημένο Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης 2008-2011, αλλά και από τις διακηρυγμένες θέσεις των εκπροσώπων του δικομματισμού, προσπαθούν να αξιοποιήσουν την οικονομική κρίση για να επιταχύνουν την επιβολή των αντιλαϊκών μεταρρυθμίσεων. Βασική επιδίωξη είναι για μια ακόμα φορά να εμφανίσουν το δικό τους πρόβλημα σαν πρόβλημα ολόκληρης της κοινωνίας και με αυτό τον τρόπο να «περάσουν» στο λαό ότι είναι «αναγκαίο κακό» η κοινωνικοποίηση των ζημιών και η ιδιωτικοποίηση των κερδών, ώστε να ανακάμψει ο περίφημος «επιχειρηματικός κόσμος» και να δουν υποτίθεται καλυτέρευση και οι εργαζόμενοι. Για του λόγου το αληθές επισημαίνουμε ότι οι φόροι για τις μεγάλες επιχειρήσεις το 2000 ήταν στο 48%, έπεσαν το 2004 στο 37% και στην πενταετία της ΝΔ μειώθηκαν στο 30%. Την ίδια στιγμή οι άμεσοι φόροι από 51% που ήταν το 2000 ανέβηκαν στο 62% το 2004 και έφτασαν στο 70% επί των κυβερνήσεων της ΝΔ. Τα παραπάνω στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι και ο προϋπολογισμός του 2009 όπως άλλωστε και οι προηγούμενοι, είναι ταξικός και αντιλαϊκός.
Η φορολογική λεηλασία ωστόσο δεν θα επιλύσει τα διαρθρωτικά προβλήματα του ελληνικού καπιταλισμού που οδηγούνται σε παροξυσμό λόγω της κρίσης, όπως δείχνει κι η απότομη επιδείνωση των όρων δανεισμού του ελληνικού δημοσίου. Η αύξηση των επιτοκίων στις νέες εκδόσεις ομολόγων του ελληνικού δημοσίου κατ’ απαίτηση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου επιτείνει όμως ακόμη παραπέρα το δημοσιονομικό πρόβλημα του ελληνικού καπιταλισμού. Ένα πρόβλημα που δημιουργήθηκε όχι λόγω των γενναίων κοινωνικών παροχών αλλά της αφειδώλευτων επιδοτήσεων προς το κεφάλαιο και των φοροαπαλλαγών. Πέρα για πέρα ενδεικτική είναι η μείωση των φορολογικών συντελεστών από το 35% στο 25% που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός στη Διεθνή ‘Έκθεση Θεσσαλονίκης τον Σεπτέμβριο του 2004, ενώ με το φορολογικό νόμο του Αυγούστου του 2008 το ποσοστό αυτό μειώθηκε ακόμη περισσότερο. Η μαύρη τρύπα επομένως στα δημόσια οικονομικά δημιουργήθηκε από την ίδια την κυβέρνηση Κ. Καραμανλή που μείωσε τη φορολογία του κεφαλαίου για να αυξήσει την κερδοφορία του. Τα 28 δισ. ευρώ που χαρίζει η κυβέρνηση Κ. Καραμανλή στους τραπεζίτες επικαλούμενη την αντιμετώπιση της κρίσης αποτέλεσε την σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της δημοσιονομικής κρίσης.
Παρότι όμως η χρόνια δημοσιονομική κρίση είναι αποτέλεσμα της πολιτικής αθρόων παροχών προς το κεφάλαιο που ακολούθησαν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, η αστική τάξη επιχειρεί να στείλει τον λογαριασμό στους εργαζόμενους. Η συζήτηση για τον κίνδυνο προσφυγής στο ΔΝΤ για παράδειγμα και για το πολύ πιο πιθανό ενδεχόμενο κοινοτικής επιτήρησης λόγω υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος αν κάπου αποσκοπεί είναι στην προετοιμασία των εργαζομένων για ένα νέο εξοντωτικό πρόγραμμα λιτότητας διαρκείας!
Ακρογωνιαίοι λίθοι του θα είναι πρώτο, η μείωση των πραγματικών μισθών, δεύτερο, απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων, τρίτο, αναδιάρθρωση των αγορών ώστε να είναι ευκολότερη η διείσδυση των πολυεθνικών μονοπωλίων και τέλος μια νέα αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος πάνω στα χνάρια των προηγούμενων αντιλαϊκών νόμων Σιούφα Σουφλιά, Ρέππα και Πετραλιά και στην κατεύθυνση μείωσης των συντάξεων, αύξησης των εργατικών εισφορών και επιδείνωσης των όρων θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Η κυβέρνηση μάλιστα στρώνει μεθοδικά το έδαφος για ένα νέο αντιασφαλιστικό νομοσχέδιο υποχρηματοδοτώντας συστηματικά το ασφαλιστικό σύστημα.

5. Αντί επιλόγου

Απέναντι στην επερχόμενη αντιλαϊκή οικονομική καταιγίδα ο μοναδικός τρόπος για να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους οι εργαζόμενοι, συμπεριλαμβανομένων των μισθωτών και χαμηλοαμειβόμενων ελευθεροεπαγγελματιών οικονομολόγων, είναι να παλέψουν μαζί με την υπόλοιπη εργατική τάξη για την ανατροπή της επίθεσης, τη διαφύλαξη και αποφασιστική διεύρυνση των κατακτήσεών τους, στο πλαίσιο ενός νέου, ταξικού εργατικού κινήματος.

Η πάλη αυτή γίνεται σήμερα περισσότερο από ποτέ αναγκαία και δυνατή καθώς η κρίση μπορεί να δημιουργεί νέες δυσκολίες (λόγω των ευέλικτων εργασιακών σχέσεων, της υπονόμευσης των συλλογικών συμβάσεων, της τεράστιας ανεργίας) αλλά από την άλλη δημιουργεί και νέες δυνατότητες. Στο έδαφος της κρίσης διαμορφώνονται νέες, αυξημένες μάλιστα δυνατότητες για αντεπίθεση και νίκη καθώς οι εργαζόμενοι συνειδητοποιούν την αναγκαιότητα της ενότητας σε ένα ανώτερο ποιοτικά επίπεδο συντονισμένων πανεθνικών αγώνων με μορφές μαζικού πολιτικού εκβιασμού του κεφαλαίου και των κυβερνήσεων του, σε ρήξη με τους μηχανισμούς και τους θεσμούς του αστικού κράτους για την ικανοποίηση των σύγχρονων κοινωνικών αναγκών της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: