Παρασκευή 21 Μαΐου 2010

Κώστα Λαπαβίτσα* Τράπεζες για τα συμφέροντα του λαού

Τράπεζες για τα συμφέροντα του λαού

Η κρίση του 2007-9 ήταν περισσότερο μια συστημική αναταραχή παρά αποτέλεσμα μίας ανεπαρκούς ρύθμισης, ή των κερδοσκοπικών χρηματοπιστωτικών υπερβολών .Ήταν κρίση του χρηματοπιστωτικοποιημένου καπιταλισμού. Η χρηματοπιστωτικοποίηση είναι ένας δομικός μετασχηματισμός των προηγμένων καπιταλιστικών οικονομιών, που έχει σαν αποτέλεσμα την ασύμμετρη αύξηση της κυκλοφορίας του χρήματος σε σχέση με την παραγωγή και τη δυνατότητα έτσι διείσδυσης της χρηματοδότησης σε κάθε πτυχή της κοινωνικής και προσωπικής ζωής. Ως εκ τούτου μια συστημική αποτυχία των δραστηριοτήτων των ιδιωτικών τραπεζών θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια παγκόσμια κρίση.
Οι χαμηλόμισθοι, για παράδειγμα, ανησυχούν πολύ για τις συντάξεις τους, τις αποταμιεύσεις τους και την ασφάλιση τους. Το βάρος του χρέους - όχι μόνο των υποθηκών αλλά και των προσωπικών - έγινε μια πάγια παράμετρος στη σύγχρονη ζωή της εργατικής τάξης. Εν τω μεταξύ, η ανισότητα εντείνεται απεριόριστα, με τους τραπεζίτες και τους χρηματοδότες να κερδίζουν αστρονομικά μπόνους, μετατοπίζοντας το κόστος της κρίσης στην κοινωνία.
 Ριζοσπάστες ακτιβιστές έχουν επιδιώξει από καιρό να θέσουν αιτήματα για άμεσες βελτιώσεις στις συνθήκες εργασίας των εργαζομένων. Στην περίπτωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, τα αιτήματα αυτά θα μπορούσαν να αναδείξουν ευρύτερα ζητήματα συνολικού ελέγχου της οικονομίας. Η αναδιοργάνωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος με βάση τις σύγχρονες συνθήκες, θα μπορούσε να θέσει μια ευθεία πρόκληση στις καπιταλιστικές σχέσεις.
Κατά συνέπεια, είναι ατυχές το γεγονός της αδυναμίας της Αριστεράς να επηρεάσει καταλυτικά το δημόσιο διάλογο - για να μην αναφερθούμε στην πολιτική - τόσο στη Μεγάλη Βρετανία όσο και οπουδήποτε αλλού. Υπάρχουν διάφοροι λόγοι για αυτό, συμπεριλαμβανομένης και της παρατεταμένης οργανωτικής παρακμής της.
Όταν ξέσπασε η κρίση, στην Αριστερά αναζήτησαν την εξήγησή της στην έννοια της χρηματοπιστωτικοποίηση. Αυτό υπήρξε η πλέον ελπιδοφόρα θεωρητική εξέλιξη στο σοσιαλιστικό κίνημα την τελευταία περίοδο. Πράγματι, η ιδέα αυτή δημιουργήθηκε πρωτίστως αλλά όχι κατ΄ αποκλειστικότητα μέσα στην αριστερά -στο ρεύμα που αντιπροσωπεύεται από το έργο συγγραφέων όπως ο Harry Magdoff και ο Paul Sweezy στο χώρο της αμερικανικής, κατά βάση, “Μηνιαίας Επιθεώρησης”.
Η επανεξέταση του χρηματοπιστωτικού συστήματος αποτελεί, για την αριστερά, συστημικό και πολιτικό στόχο. Λαμβάνοντας υπόψη τη χρηματοπιστωτική υπερτροφία των καπιταλιστικών οικονομιών - με πρωτοπόρο τη Μεγάλη Βρετανία - η χρηματοπιστωτική αναδιάρθρωση θα μπορούσε να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην οικονομία και την κοινωνία. Θα μπορούσαν να υπάρξουν άμεσα οφέλη για τους εργαζόμενους και όχι μόνο, στους τομείς της απασχόλησης, κατοικίας, εκπαίδευσης, υγείας και κατανάλωσης. Γενικότερα, το χρηματοπιστωτικό σύστημα θα μπορούσε να αναδομηθεί με τέτοιο τρόπο που να διευκολύνει μεγαλύτερο λαϊκό έλεγχο, βοηθώντας έτσι τον αγώνα μετασχηματισμού της οικονομίας προς μια σοσιαλιστική κατεύθυνση.

Οι βασικές τάσεις

Πώς μπορούμε, λοιπόν, να επανεξετάσουμε το χρηματοπιστωτικό σύστημα από μια σοσιαλιστική οπτική; Η απάντηση εξαρτάται από την βαθύτερη κατανόηση των βασικών τάσεων της χρηματοπιστωτικοποίησης, τρεις από τις οποίες είναι θεμελιώδεις. Πρώτον, οι μεγάλες εταιρίες έχουν χρηματοδοτήσει επενδύσεις κατά μεγάλο μέρος από τα κέρδη τους, διατηρώντας ταυτόχρονα τη δυνατότητα εξωτερικής χρηματοδότησης στην ανοιχτή αγορά. Εξαρτώνται, δηλαδή, λιγότερο από τις Τράπεζες και έχουν αποκτήσει τη δυνατότητα ανεξάρτητης συμμετοχής σε κερδοφόρες για τις ίδιες χρηματοπιστωτικές συναλλαγές.

Δεύτερον, και οι τράπεζες έχουν αντιστοίχως μετασχηματιστεί. Έχουν μεταφέρει το κέντρο βάρους του δανεισμού τους από τις επιχειρήσεις στους ιδιώτες. Έχουν στραφεί, επίσης, περισσότερο σε έσοδα από υπηρεσίες και προμήθειες που προέρχονται από τη μεσολάβηση τους στις ελεύθερες χρηματιστηριακές αγορές, παρά στα κέρδη από τόκους που προκύπτουν από τον άμεσο δανεισμό. Έτσι, οι τράπεζες πρόσθεσαν την τραπεζική επένδυση στις συνήθεις εμπορικές δραστηριότητές τους.

Τρίτον, οι εργαζόμενοι έχουν οδηγηθεί στην εξάρτησή τους από το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Οι πραγματικές αμοιβές, στις χώρες του ώριμου καπιταλισμού, έχουν παραμείνει στάσιμες ή υποχωρούν εδώ και δεκαετίες. Η συνεισφορά του δημοσίου σε συντάξεις, στέγαση, εκπαίδευση, υγεία, και τα άλλα συναφή έχει υποχωρήσει, αναγκάζοντας τους ανθρώπους να αναζητήσουν ιδιωτικές παροχές οι οποίες υλοποιούνται με τη διαμεσολάβηση των τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Η νοοτροπία τόσο απέναντι στο χρέος όσο και απέναντι στο ατομικό οικονομικό όφελος έχει επίσης αλλάξει, με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να ενθαρρύνονται να δανείζονται αλλά και να εμπλέκονται σε φούσκες ακινήτων.

Αυτές οι τάσεις βρίσκονται κάτω από τη γιγαντιαία κρίση του 2007-9. Μπορεί στην εμφάνιση τους να συνέβαλε η χρηματοπιστωτική απορύθμιση , αλλά οι ρίζες τους είναι βαθύτερες από την απλή ρυθμιστική χαλάρωση. Ο παραδοσιακός ρόλος του καπιταλιστικού χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι να υποστηρίζει τη συσσώρευση, διακινώντας διαθέσιμο προς δανεισμό κεφάλαιο, το οποίο κατόπιν προωθείται σε βιομηχανικές επιχειρήσεις. Όμως, η σύγχρονη τραπεζική χρηματοδότηση το έχει ξεπεράσει κατά πολύ αυτό. Τώρα, διακινεί πλεονάζον χρήμα σε ολόκληρη την κοινωνία, αποκτώντας ταυτόχρονα ένα μεγάλο μέρος των κερδών της μέσω της διαμεσολάβησης σε οικονομικές συναλλαγές ή μέσω του δανεισμού στους μεμονωμένους εργαζομένους.
Στις μέρες μας, το τραπεζικό κέρδος δεν είναι απλά ένα μέρος της υπεραξίας που δημιουργείται στην παραγωγή. Προκύπτει, και από την επαναδιαίρεση του προς δανεισμό κεφαλαίου στις χρηματιστηριακές αγορές, καθώς επίσης και από την απαλλοτρίωση του εισοδήματος των εργαζομένων. Μερικά από τα πρωτογενή και παραδοσιακά χαρακτηριστικά του δανειστή - τοκογλυφικός και αρπακτικός - έχουν εκ νέου αναδυθεί στην επιφάνεια με τους σύγχρονους τρόπους χρηματοδότησης. Κατά συνέπεια, οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί είχαν την δυνατότητα να πραγματοποιήσουν μυθικά κέρδη (έως και 45 τοις εκατό του συνόλου των κερδών των ΗΠΑ το 2002) παρ΄ όλο που γενικώς η κερδοφορία παρέμεινε προβληματική.
Η εξέλιξη αυτή, δηλαδή η χρηματοπιστωτικοποίηση της οικονομίας, δεν είχε καμία σχέση με κάποια αιφνίδια ή φυσιολογική ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας και κοινωνίας. Στηρίχθηκε, αυστηρά, στην υποστηριζόμενη από το κράτος άρσης των ελέγχων του χρηματοπιστωτικού τομέα, καθώς επίσης και την υποχώρηση των δημόσιων παροχών οι οποίες σχετίζονταν με την πρόνοια και τη λαϊκή κατανάλωση. Στηρίχθηκε, επίσης, σε κρατικούς οργανισμούς - χαρακτηριστικό παράδειγμα οι κεντρικές τράπεζες - προκειμένου να υπάρξει παρέμβαση σε περιόδους κρίσης, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το 2007-9. Το κράτος θα μπορούσε να διαδραματίσει αυτό το ρόλο επειδή ελέγχει πρώτον τα έσοδα από τη φορολόγηση και, δεύτερον, το έσχατο μέσο πληρωμής, δηλαδή τα χρήματα της κεντρικής τράπεζας.
Οι ευρύτερες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες του φαινόμενου της χρηματοπιστωτικοποίησης εμφανίζονται παντού αρνητικές. Οι μέσοι ρυθμοί ανάπτυξης μεταξύ των αναπτυγμένων χωρών μειώνονται κάθε δεκαετία μετά τη δεκαετία του ‘80. Σημαντικές χρηματοπιστωτικές κρίσεις εγκλωβίζουν συχνά την παγκόσμια οικονομία. Η παραγωγική ικανότητα στις ώριμες οικονομίες έχει πολύ μικρή δυναμική, ενώ η ανεργία έχει αυξηθεί γενικώς. Οι πραγματικές αμοιβές έχουν παραμείνει στάσιμες ενώ η ατομική αδυναμία εξόφλησης χρέους κλιμακώνεται. Στην τάξη των κεφαλαιοκρατών έχουν προσαρτηθεί νέα στρώματα υπέρμετρα πλούσιων μεγαλοστελεχών του χρηματοπιστωτικού συστήματος, απολύτως εναρμονισμένων με τούς «ηγήτορες της βιομηχανίας».

Δημόσιες τράπεζες

Τα μέτρα αντιστροφής αυτού του φαινομένου είναι προς το άμεσο συμφέρον των εργαζομένων και της κοινωνίας στο σύνολο της. Η στρατηγική κατεύθυνση είναι σαφής: ενισχύστε το δημόσιο και συλλογικό σε αντίθεση με το ιδιωτικό και το ατομικό. Αυτό σημαίνει την άμεση δημιουργία δημόσιων τραπεζών για την αντικατάσταση των ιδιωτικών, οι οποίες έχουν τελεσίδικα και κατηγορηματικά αποτύχει.
Οι δημόσιες τράπεζες θα απέχουν των επενδυτικών δραστηριοτήτων, αντιστρέφοντας την καταστροφική ανάμειξη της εμπορικής με την επενδυτική χρηματοδότηση. Οι κερδοσκοπικές και τοξικές επενδυτικές δραστηριότητες των τραπεζών θα μειώνονταν σε ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό τομέα. Οι δημόσιες τράπεζες θα εστίαζαν έπειτα στην αποκατάσταση των βασικών πιστωτικών και νομισματικών υπηρεσιών, επανορθώνοντας έτσι την αποτυχία των ιδιωτικών τραπεζών, οι οποίες μεταχειρίστηκαν συχνά τις υπηρεσίες αυτές ως τροφοδότες των επενδυτικών δραστηριοτήτων τους.
Είναι επείγουσα η ανάγκη να αναδιοργανωθεί η παροχή πιστωτικών και νομισματικών υπηρεσιών. Τα στεγαστικά δάνεια καθώς και άλλα προϊόντα μαζικής κατανάλωσης έχουν μία επωφελή διάσταση, όπως οι απλές υπηρεσίες συναλλαγών, για παράδειγμα οι καταθετικοί λογαριασμοί και η μεταφορά χρημάτων. Οι δημόσιες τράπεζες θα παρείχαν και τις δύο αυτές υπηρεσίες με ασφάλεια και χωρίς τις υπερβολικές χρεώσεις των ιδιωτικών τραπεζών.
Οι δημόσιες τράπεζες θα μπορούσαν επίσης να αναλάβουν τον όγκο των πιστωτικών παροχών για μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Αυτού του είδους οι πιστώσεις, επίσης, έχουν μια διάσταση χρησιμότητας, ενώ η εξόφληση τους μπορεί να προβλεφθεί με σχετική ακρίβεια, εφόσον αποφεύγονται οι κερδοσκοπικές υπερβολές . Ο σταθερός ρυθμός πιστωτικών παροχών θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντικό μέσο για την διατήρηση της παραγωγής και την προάσπιση της απασχόλησης, δύο τομείς οι οποίοι κατέρρευσαν το 2008-9, καθώς οι ιδιωτικές τραπεζικές πιστώσεις συρρικνώθηκαν.
Τέτοιου είδους μέτρα θα μπορούσαν να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης για πολλούς. Όμως, οι δημόσιες τράπεζες θα μπορούσαν, επίσης, να διαδραματίσουν ένα σημαντικό ρόλο στην αλλαγή της δομής των σύγχρονων οικονομιών, επαναφέροντας εκ νέου το ζήτημα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Πάνω από όλα, οι δημόσιες τράπεζες θα μπορούσαν να βοηθήσουν ώστε να επαναπροσανατολιστεί το σύνολο των επενδύσεων προς νέες παραγωγικές δραστηριότητες.
Οι υποδομές αποτελούν επείγουσα ανάγκη σε μεγάλο τμήμα της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Υπάρχει ισχυρή λαϊκή απαίτηση τόσο για την παραγωγή καθαρής ενέργειας, καθώς και για ενεργειακή επάρκεια σε σπίτια, αυτοκίνητα, μεταφορές κ.λπ. Τα δημόσια πιστωτικά ιδρύματα θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα σημαντικό μοχλό στήριξης δημόσιων πολιτικών σε όλους αυτούς τους τομείς, αποτρέποντας την κυριαρχία του ιδιωτικού κεφαλαίου, αλλά και εξασφαλίζοντας την επικράτηση των κοινωνικών κριτηρίων στη λήψη αποφάσεων.

Σοσιαλιστικός μετασχηματισμός

Η αναδιάρθρωση της οικονομίας και η ανάληψη μακροπρόθεσμων επενδύσεων θα έφερναν αναπόφευκτα τις δημόσιες τράπεζες σε σύγκρουση με τις μεγάλες επιχειρήσεις και τις ανοιχτές χρηματιστηριακές αγορές. Θα προέκυπταν, έτσι, ζητήματα τόσο γενικών χρηματοδοτικών ρυθμίσεων, όσο και ελέγχου του μεγάλου κεφαλαίου και ως εκ τούτου της οικονομίας συνολικά. Η αμφισβήτηση του καπιταλισμού και η πραγματοποίηση του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της οικονομίας θα βρίσκονταν φυσιολογικά στο προσκήνιο. Ποια θα μπορούσε να είναι η μορφή αυτής διαδικασίας είναι αδύνατο να προβλεφθεί καθώς εκ των πραγμάτων θα εξαρτηθεί από τις συμμαχίες των κοινωνικών δυνάμεων και τη δυναμική των ταξικών αγώνων.
Ωστόσο, μερικά βασικά μέτρα είναι προφανή: πρωτίστως, έλεγχοι των επιτοκίων και κρατική ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού κόστους, του μεγέθους των χρηματοδοτήσεων και του εύρους του κύκλου εργασιών. Να σημειωθεί ότι η διαχείριση των επιτοκίων έχει ήδη εφαρμοσθεί αποτελεσματικά - τα επιτόκια των κεντρικών τραπεζών έχουν κρατηθεί σε πολύ χαμηλό επίπεδο με βάση τα ιστορικά καταγεγραμμένα πρότυπα στις ΗΠΑ από το 2001 ενώ στην Ιαπωνία το χρονικό διάστημα είναι ακόμη μεγαλύτερο. Είναι πλέον η στιγμή, αυτή η πολιτική η οποία έχει ωφελήσει πρωτίστως τις ιδιωτικές τράπεζες, να υπηρετήσει ευρύτερους κοινωνικούς σκοπούς.
Συνοψίζοντας, η ίδρυση δημόσιων τραπεζών θα μπορούσε να είναι ένα σημαντικό βήμα στην αναδιαμόρφωση του πιστωτικού συστήματος, στην αντιστροφή της χρηματοπιστωτικοποίησης, και τη στροφή της οικονομίας προς σοσιαλιστική κατεύθυνση. Για να επιτευχθεί, ωστόσο, ο σκοπός αυτός, πρέπει να διαμορφωθούν κατάλληλα η εσωτερική οργάνωση και ο τρόπος διαχείρισης των δημόσιων τραπεζών. Οι δημόσιες τράπεζες θα πρέπει να είναι διαφανείς, υπεύθυνες και να περιλαμβάνουν μια ευρεία γκάμα προϊόντων και υπηρεσιών λαϊκού ενδιαφέροντος, και να λειτουργούν αυστηρά με όρους δημόσιας υπηρεσίας.
Η δημοκρατία απουσιάζει από την χρηματοοικονομική σφαίρα τα τελευταία χρόνια, με τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς να βασίζονται στην ασυγκράτητη απληστία. Τα αποτελέσματα για την κοινωνία υπήρξαν καταστροφικά. Υπάρχει τεράστια οργή προς τις τράπεζες, τους τραπεζίτες και τους χρηματιστές. Υπάρχει, επίσης, μια ισχυρή αν και σιωπηλή αναζήτηση εναλλακτικών ιδεών. Για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια, η αριστερά θα μπορούσε να διαπιστώσει ότι βρίσκεται σε ευνοϊκά νερά.

*Ο Κώστας Λαπαβίτσας διδάσκει οικονομικά στη Σχολή Ανατολικών και Αφρικανικών Μελετών του Λονδίνου, όπου επικεντρώνει την έρευνά του σε χρηματοοικονομικά θέματα.


Μετάφραση από το αγγλικό περιοδικό «Red Pepper»: Άρης Κυπριώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια: