Πέμπτη 13 Μαΐου 2010

Για τη χρηματοπιστωτική κρίση

Τεύχος 103, περίοδος: Απρίλιος - Ιούνιος 2008

ΓΙΑ ΤΗ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ1

του Κώστα Λαπαβίτσα

μετάφραση Χρήστος Βαλλιάνος

Μπορείς να μας εξηγήσεις πώς αναπτύχθηκε στην αμερικανική οικονομία η παρούσα κρίση γύρω από τα ενυπόθηκα δάνεια χαμηλής αξιοπιστίας ( subprimes );
Όπως συμβαίνει με όλες τις χρηματοπιστωτικές κρίσεις, έτσι και η παρούσα κρίση αυτή έχει ρίζες που πάνε πολύ πίσω. Μετά την επίθεση της 11/9 στη Νέα Υόρκη, στις χρηματοπιστωτικές αγορές κυριάρχησε η αστάθεια και ο φόβος. Προκειμένου να αποφύγει η οικονομία των ΗΠΑ, αλλά και η παγκόσμια οικονομία, πιθανά αδιέξοδα, υπήρξε μια μείωση των επιτοκίων και μια χαλάρωση της πίστης, που ενθάρρυνε τον δανεισμό των πολιτών ώστε να διατηρηθεί η ζήτηση.
Οι τράπεζες επωφελήθηκαν απ’ αυτό και άρχισαν να προωθούν τα στεγαστικά ενυπόθηκα δάνεια. Το πρόβλημα των subprimes αναπτύχθηκε σταδιακά. Αυτό είναι τυπικό των πιστωτικών κρίσεων. Αρχικά οι τράπεζες δανείζουν με σχετικά καλούς όρους, όμως στη συνέχεια λειτουργεί ο ανταγωνισμός. Αρχικά τα πράγματα φαίνονται εντάξει γιατί οι τράπεζες αποκομίζουν κέρδη. Στη συνέχεια αρχίζουν να εμπλέκονται σ’ ένα όλο και πιο επισφαλή δανεισμό, όπως ο δανεισμός των ενυπόθηκων δανείων χαμηλής αξιοπιστίας (subprimes).
Ο επισφαλής δανεισμός έγινε ευκολότερος με τον πρόσφατο μετασχηματισμό του τρόπου με τον οποίο οι τράπεζες αξιολογούν τη δανειοληπτική ικανότητα των πελατών τους. Κατά το παρελθόν, η σύναψη ενός ενυπόθηκου δανείου ή σχεδόν οποιουδήποτε άλλου δανείου ήταν σε μεγάλο βαθμό μια διαδικασία προσωπικής σχέσης. Ο δανειζόμενος πήγαινε στον τραπεζίτη και επεδίωκε μια προσωπική σχέση μαζί του, προσπαθώντας να τον πείσει για την αξιοπιστία του. Κάποιοι μικροί ή μεσαίοι δανειολήπτες στις ΗΠΑ και το Ην. Βασίλειο έφταναν μέχρι να καλέσουν σε γεύμα τους τραπεζίτες, να γίνουν μέλη της ίδιας λέσχης, κ.ο.κ. Ωστόσο, στις δύο τελευταίες δεκαετίες, και ιδιαίτερα στα τελευταία επτά ή οκτώ χρόνια, η πρακτική αυτή παρακάμφθηκε και πλέον η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας έχει καταστεί μια ψευδοεπιστημονική ποσοτική διαδικασία, που ονομάζεται αξιολόγηση της πίστης (credit scoring). Ο υπάλληλος της τράπεζας μαρκάρει κάποια κουτάκια σε μια φόρμα αξιολόγησης, βαθμολογεί κάποιες απαντήσεις και αν ο αιτών βρίσκεται πάνω από ένα ορισμένο επίπεδο του χορηγεί το δάνειο.
Όταν οι αιτήσεις δανείων αξιολογούνται σ’ αυτή τη βάση, το μόνο που χρειάζεται η τράπεζα είναι μάλλον ένας αριθμός και όχι μια μακροχρόνια σχέση. Εφ’ όσον ο δανεισμός φαίνεται να πηγαίνει καλά, οι τράπεζες έχουν την τάση να χαμηλώνουν τον πήχη. Και συνεχίζουν να τον χαμηλώνουν υπό την πίεση του εντεινόμενου ανταγωνισμού με τις άλλες τράπεζες. Το γεγονός αυτό συνέτεινε σημαντικά στην εμφάνιση της κρίσης των subprimes.
O Riccardo Beliefiore αναφέρεται στη δημιουργία του καταναλωτικού χρέους (των νοικοκυριών) ως ενός είδους «ιδιωτικοποιημένου κεϋνσιανισμού».
Υπάρχει ασφαλώς ένα τέτοιο στοιχείο. Υπάρχουν επίσης άλλοι που προτείνουν πολιτικές που πηγαίνουν ακόμα παραπέρα, αν η εξελισσόμενη κρίση μετατραπεί σε ύφεση. Αυτός ο τύπος κεϋνσιανής έμπνευσης αντίδρασης δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει. Είναι το ίδιο πράγμα με αυτό που έκανε η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ μετά το 2001. Γνωρίζουν ότι είναι απαραίτητο να αναλάβουν τέτοιες ενέργειες ως κοντοπρόθεσμη απάντηση στην κρίση, όμως η μακροχρόνια αντίδραση της οικονομίας στην παρούσα κρίση είναι πολύ πιθανό να είναι πολύ επώδυνη.
Ποιος ήταν ο ρόλος της αυξανόμενης πολυπλοκότητας της χρηματοπιστωτικής σφαίρας στην επιδείνωση της κρίσης των subprimes ;
Η αγορά των subprimes δεν είναι πολύ μεγάλη. Κανείς δεν ξέρει ακριβώς πόσο μεγάλη είναι, όμως δεν υπερβαίνει το 15 με 25% του συνολικού όγκου των ενυπόθηκων δανείων που εκκρεμούν σήμερα στις ΗΠΑ. Αυτό βέβαια είναι ήδη αρκετά άσχημο, ωστόσο εκείνο που το μετατρέπει σε μια εν δυνάμει μεγάλη κρίση είναι οι γενικότερες εξελίξεις που συντελέστηκαν στην χρηματοπιστωτική σφαίρα τα τελευταία 15 – 20 χρόνια. Όταν οι τράπεζες καθιέρωσαν τα ενυπόθηκα δάνεια – στη βάση μιας «επιστημονικής» βαθμολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας – προχώρησαν στην πώλησή τους. Με άλλα λόγια, χειρίστηκαν τα δάνεια σαν περιουσιακά στοιχεία (ενεργητικό) που εγγυούνταν την αποπληρωμή των έντοκων δόσεών τους στον κάτοχό τους. Αυτή είναι η περίφημη «μετοχοποίηση - δημιουργία εγγυητικών τίτλων» («securitization») – η πώληση ενός χαρτιού που δίνει το δικαίωμα είσπραξης δόσεων που απορρέουν από ξεχωριστά δάνεια.
Εμφανίστηκε λοιπόν ένα ολόκληρο πλήθος νέων θεσμών που άρχισαν να ειδικεύονται σ’ αυτό. Αποκτούσαν φτηνές πιστώσεις στο περιβάλλον των χαμηλών επιτοκίων μετά το 2001, τις χρησιμοποιούσαν για να χορηγήσουν δάνεια και δημιουργήσουν «εγγυητικούς τίτλους» για αυτά. Κάποιοι άλλοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί χρησιμοποιούσαν επίσης φτηνές πιστώσεις για να αγοράσουν τους νέους αυτούς τίτλους. Στη συνέχεια, κάποιοι άλλοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί συνένωναν ορισμένους απ’ αυτούς τους «εγγυητικούς τίτλους» για να δημιουργήσουν ακόμα πιο πολύπλοκες «συνθετικούς» τίτλους που αφορούσαν Χρέη με Εγγύηση Χρεών (Collateralized Debt Obligations, CDO), που έδιναν στους κατόχους τους το δικαίωμα σωρευτικών τόκων επί των προηγούμενων «εγγυητικών τίτλων», κ.ο.κ. Σ’ αυτό τον υπερφορτωμένο και αδιαφανή κόσμο που κινείται από τη φτηνή πίστη, πολύ σύντομα όλοι σχεδόν οι μεγάλοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί σ’ ολόκληρο τον κόσμο βρέθηκαν να κατέχουν «εγγυητικούς τίτλους» που περιείχαν κομματάκια ενυπόθηκων δανείων χαμηλής αξιοπιστίας (subprimes).
Αυτό που αρχικά αποτελούσε μια μικρή ασθένεια στους κόλπους της οικονομίας των ΗΠΑ μεγεθύνθηκε σε τεράστιο βαθμό εξ αιτίας του τρόπου λειτουργίας της καπιταλιστικής πίστης. Επειδή εξαπλώθηκε τόσο ευρέως – καθώς πρόκειται για τη διαδοχική δημιουργία χρηματοπιστωτικών τίτλων (assets) οι οποίοι πηγάζουν από άλλους τίτλους, μια αλυσίδα που τελικά ανάγεται στην αγορά των subprimes – η αξιολόγηση των τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων, και τελικά της ρευστότητας των τραπεζών κατέστη βαθιά προβληματική.
Οι φορείς αξιολόγησης, που αποτίμησαν τον χρηματοπιστωτικό κίνδυνο που συνδέεται με αυτούς του τους τίτλους επίσης έπαιξαν κάποιο ρόλο.
Αυτό αποτελεί ένα μέρος της διαδικασίας δημιουργίας «εγγυητικών τίτλων» (securitisation ) Προκειμένου να αγοράσει κάποιος «εγγυητικούς τίτλους» με το οποιοδήποτε είδος αξιοπιστίας, θα πρέπει να εμφανιστεί ένας άλλος φορέας, ανεξάρτητος από τον πωλητή και να πει «μάλιστα, οι τίτλοι αυτοί αντιστοιχούν σε καλές ροές τόκων στο μέλλον». Αυτός είναι ο ρόλος των φορέων αξιολόγησης. Οι φορείς αυτοί προσεγγίζονται από τους πωλητές των τοκοφόρων τίτλων και υφίστανται ισχυρές πιέσεις προκειμένου να αποδεχτούν τις ενέργειές τους. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι εύκολο για μια Moody’s να πει στη Citigroup «Αυτό που προσπαθείτε να τιτλοποιήσετε είναι ένα μάτσο σκουπίδια». Αν έκαναν κάτι τέτοιο οι φορείς αξιολόγησης θα διακινδύνευσαν να χάσουν τη δουλειά τους. Φαίνεται ότι απένεμαν αξιολογήσεις «ΑΑΑ» χωρίς κάποια σοβαρή διερεύνηση των υποκείμενων δανείων.
Γενικότερα, ωστόσο, η κρίση δεν είναι αποτέλεσμα της κακής λειτουργίας των φορέων αξιολόγησης αλλά της αποτυχίας των αγορών. Η χρηματοπιστωτική αγορά, που υποτίθεται ότι αξιολογεί οτιδήποτε προσφέρεται προς πώληση και στη συνέχεια το τιμολογεί ανάλογα, έχει προφανώς αποτύχει, και έχει αποτύχει δραματικά. Βεβαίως, οι διάφοροι φορείς πρέπει να επωμιστούν το μερίδιο της ευθύνης τους, αλλά η πραγματική ευθύνη ανήκει στο σύστημα ως σύνολο. Στο κάτω-κάτω, μια από τις κρίσιμες λειτουργίες των τραπεζών στον καπιταλισμό υποτίθεται ότι είναι ο έλεγχος των δανειοληπτών πριν από τη δανειοδότησή τους με χρήματα τα οποία σε τελική ανάλυση ανήκουν στους καταθέτες. Με ποια λογική οι τράπεζες μεταβίβασαν αυτή τη λειτουργία σε κάποιον άλλο, που προφανώς δεν έκανε σωστά τη δουλειά; Και υπάρχει κάποιος στις σύγχρονες χρηματοπιστωτικές αγορές που ελέγχει σωστά την πιστοληπτική ικανότητα αυτών που δανείζονται τις αποταμιεύσεις άλλων ανθρώπων;
Ο Μαρξ διακρίνει δύο είδη πιστωτικών κρίσεων. Κάποιες κρίσεις αποτελούν απλά ένα μικρό πρόβλημα στην κορυφή που δημιουργεί πανικό. Κάποιες άλλες υποδηλώνουν πολύ βαθύτερα προβλήματα. Τα δύο αυτά είδη συγχέονται εύκολα μεταξύ τους. Έτσι λοιπόν, το χρηματιστηριακό κραχ του 1987 δημιούργησε τον απόλυτο πανικό επί ένα μήνα περίπου, και στη συνέχεια, ένα χρόνο αργότερα, φάνηκε να έχει ξεπεραστεί. Πόσο σοβαρή είναι η σημερινή κρίση; Αυτό είναι το πιο δύσκολο ερώτημα. Δεν προτίθεμαι να κάνω κάποια πρόβλεψη γιατί είναι πιθανό αυτός που θα το αποτολμήσει μετά από έξι μήνες να μοιάζει με ηλίθιο. Προτιμώ να συζητώ τα γενικά χαρακτηριστικά των κρίσεων και να αντλώ συμπεράσματα μ’ αυτό τον τρόπο. Η θέση του Μαρξ είναι μια πολύ σημαντική κατεύθυνση για την κατανόηση και τη συζήτηση των σημερινών πιστωτικών κρίσεων. Οι πιστωτικές κρίσεις αποτελούν ένα μόνιμο χαρακτηριστικό του σύγχρονου καπιταλισμού. Κάθε τόσο έχουμε μια πιστωτική κρίση του ενός ή του άλλου τύπου, και όπως είπατε, κάποιες ξεφουσκώνουν ενώ κάποιες άλλες έχουν μακροχρόνιες και τρομερές συνέπειες, όπως αυτή που ξέσπασε στην Ιαπωνία πριν από δεκαπέντε χρόνια. Ακόμα και σήμερα, η Ιαπωνία δεν έχει επανέλθει στο σημείο που βρισκόταν πριν από την εμφάνιση της κρίσης.
Επομένως, το πραγματικό ερώτημα είναι αν σήμερα είμαστε μάρτυρες μιας παροδικής καταιγίδας ή μιας κρίσης ιαπωνικού τύπου. Και το περαιτέρω ερώτημα είναι γιατί ο σύγχρονος καπιταλισμός συνεχίζει να ξεβράζει αυτές τις κρίσεις;
Για να απαντήσω στο πρώτο σας ερώτημα, η αίσθησή μου από τα μέχρι σήμερα γεγονότα είναι ότι η κρίση αυτή ενδέχεται να αποδειχθεί βαθιά και μακροχρόνια. Οι μεγαλύτεροι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί του κόσμου έχουν στην κατοχή τους κάποιους προβληματικούς «εγγυητικούς τίτλους» ή έχουν καταβάλει προβληματικά δάνεια. Μέχρις ότου αυτή η κακή πίστη βρει τη διέξοδό της και οι τράπεζες αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις που προκύπτουν από αυτήν, οι χρηματοπιστωτικοί αυτοί οργανισμοί θα έχουν πρόβλημα με τη χορήγηση νέων πιστώσεων. Και όταν δεν υπάρχουν εύκολα διαθέσιμες νέες πιστώσεις, η καπιταλιστική οικονομία δεν λειτουργεί καλά.
Πριν όμως ασχοληθούν με το πρόβλημα του επισφαλούς δανεισμού, θα πρέπει να γνωρίζουν την έκτασή του. Και κανείς δεν γνωρίζει πόσο μεγάλο είναι το πρόβλημα, για τους λόγους που ήδη ανέφερα. Από την άλλη, όσο καθυστερεί η αντιμετώπισή του, τόσο περισσότερο θα διαρκεί η δυσχερής αυτή κατάσταση.
Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι η αντίδραση των ασκούντων την εξουσία ήταν παρόμοια, μέχρι σήμερα, με αυτή των ιαπωνικών αρχών στις αρχές της δεκαετίας του 1990, σε μια εποχή που οι γιαπωνέζοι κατηγορούνταν για ανικανότητα. Αρχικά, δεν συνειδητοποίησαν ότι οι τράπεζες είχαν χορηγήσει κακά δάνεια σε τέτοια έκταση, και στη συνέχεια επιχείρησαν να κουκουλώσουν το πρόβλημα υποκρινόμενες ότι δεν επρόκειτο για κάτι το σημαντικό. Μετά πάγωσαν την αγορά κατοικίας. Σταδιακά μόνο αναγνώρισαν τη μεγάλη έκταση του προβλήματος. Λοιπόν, χρειάστηκαν τρεις μήνες στην κυβέρνηση των ΗΠΑ μέχρις ότου αρχίσει να αντιλαμβάνεται την έκταση του προβλήματος. Και σήμερα γίνεται λόγος για πάγωμα των επιτοκίων στην αγορά των subprimes.Ωστόσο, δεν βλέπω κάποιον προφανή τρόπο χειρισμού αυτών των προβλημάτων, ακόμα και μετά την πλήρη συνειδητοποίηση του μεγέθους τους. Για παράδειγμα, οι μεγάλες τράπεζες των ΗΠΑ, κατ’ εντολή του προέδρου της Κεντρικής Τράπεζας (Federal Reserve), Ben Bernanke, επιχείρησαν να δημιουργήσουν ένα «υπερ-ταμείο» που θα συγκέντρωνε όλα τα επισφαλή δάνεια και θα κρατούσε καθαρά τα χαρτοφυλάκια των τραπεζών. Είναι μια κλασική αντίδραση των τραπεζών σε τέτοια προβλήματα – ένα παρόμοιο πράγμα είδαμε στη Βρετανία με τη δευτερεύουσα τραπεζική κρίση των αρχών της δεκαετίας του 1970. Και, μ’ έναν αντίστοιχο τρόπο, οι υγιέστερες τράπεζες των ΗΠΑ αρνούνται σήμερα να καταβάλουν χρήματα σ’ ένα τέτοιο ταμείο, θέτοντας το ερώτημα «γιατί θα πρέπει να μεταφέρω τα προβλήματά σου στον ισολογισμό μου;» Πρόκειται για μια πραγματική αδελφότητα λύκων.
Στην ομιλία σου στο πρόσφατο Σεμινάριο πολιτικής οικονομίας που διοργάνωσε το περιοδικό μας υπογράμμισες ότι στο πρόσφατο παρελθόν υπήρξαν χρηματιστηριακές και νομισματικές κρίσεις, όμως η παρούσα κρίση είναι μια τραπεζική κρίση. Θα μπορούσες να εξηγήσεις λίγο περισσότερο τι σημαίνει αυτό;
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο επιμένω να επιστρέφω σ’ αυτό που συνέβη στην Ιαπωνία κατά τη δεκαετία του 1990. Επί δέκα χρόνια, οι διάφοροι δυτικοί σχολιαστές υποστήριζαν: «η ιαπωνική κρίση συνέβη γιατί οι γιαπωνέζοι ήταν ανίκανοι». Ωστόσο, η ιαπωνική κρίση ήταν μια πραγματικά τραπεζική κρίση και στις δυτικές οικονομίες επί πολλά χρόνια δεν υπήρξε πραγματική τραπεζική κρίση.Μια τραπεζική κρίση διαφέρει από μια χρηματιστηριακή κρίση. Το χρηματιστήριο είναι βασικά μια αγορά δανείσιμου κεφαλαίου μέσω της οποίας οι επιχειρήσεις αγοράζουν άλλες επιχειρήσεις. Οι τιμές βασίζονται στις προσδοκίες και έχουν ένα έντονα εικονικό στοιχείο. Επιπλέον, οι πραγματικά ανταλλασσόμενοι όγκοι δανείσιμου κεφαλαίου είναι σχετικά μικροί. Μια χρηματιστηριακή κατάρρευση έχει ασφαλώς το δυναμικό να προκαλέσει κάποια φθορά σε επιχειρήσεις και τράπεζες, ωστόσο οι συνέπειές της είναι δυνατόν να περιοριστούν.
Οι τράπεζες, ιδίως οι μεγάλες εμπορικές τράπεζες, διαφέρουν - αποτελούν το θεμέλιο του καπιταλιστικού χρηματοπιστωτικού συστήματος διότι δημιουργούν το μεγαλύτερο μέρος της νέας πίστης και δημιουργούν χρήμα. Δεν μοιάζουν με τους άλλους χρηματοπιστωτικούς θεσμούς αναλόγου μεγέθους, όπως τα συνταξιοδοτικά ταμεία. Αν οι τράπεζες βαρύνονται με προβληματικά δάνεια τα οποία δεν μπορούν να χειριστούν, το χρηματοπιστωτικό σύστημα ως σύνολο δεν μπορεί να λειτουργήσει σωστά.
Αυτού του πράγματος είμαστε μάρτυρες σήμερα. Το επίκεντρο της κρίσης βρίσκεται στη χρηματαγορά, η οποία από τον προηγούμενο Αύγουστο δεν είναι πλέον σε θέση να λειτουργήσει σωστά. Η χρηματαγορά είναι ο χώρος στον οποίο οι τράπεζες δανείζουν η μία την άλλη, κάτι θεμελιώδες για τη καπιταλιστική χρηματοπιστωτική σφαίρα. Ο δανεισμός μέσω της χρηματαγοράς προσδίδει ευελιξία στις τράπεζες και αποτελεί ένα αξιόπιστο τρόπο τιμολόγησης των προϊόντων τους. Αν η χρηματαγορά δεν λειτουργεί σωστά, οι τράπεζες επίσης δεν μπορούν να λειτουργήσουν σωστά. Από τον Αύγουστο και μετά η χρηματαγορά κινήθηκε από το πλήρες πάγωμα μέχρι περίπου το ξεφούσκωμά της. Ο λόγος είναι προφανώς ότι οι τράπεζες δεν εμπιστεύονται η μια την άλλη, εφ’ όσον όλες τους κατέχουν περιουσιακά στοιχεία που έχουν μολυνθεί από τα δάνεια των subprimes. Η μεγάλη αβεβαιότητα στη χρηματαγορά είχε σαν συνέπεια το χρηματοπιστωτικό σύστημα να δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να δημιουργεί νέες πιστώσεις.
Πώς μπορεί αυτή η κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος να αναπαράγεται στο ευρύτερο σύστημα του παραγωγικού κεφαλαίου; Οι κρίσεις των πρόσφατων ετών ήταν τελείως διαφορετικές από τις κρίσεις του 19ου αιώνα που ανέλυσε ο Μαρξ, αλλά και από τις κρίσεις της δεκαετίας του 1970 που πολλοί από μας ζήσαμε από πρώτο χέρι. Παραδοσιακά, οι τράπεζες δανείζουν στις παραγωγικές επιχειρήσεις, και τα κέρδη τους είναι ένα μερίδιο της υπεραξίας που δημιουργείται στην παραγωγή και τους καταβάλλεται ως τόκος. Σήμερα, μεγάλες επιχειρήσεις που βρίσκονται στον πυρήνα της πραγματικής συσσώρευσης εξαρτούν το δανεισμό τους ολοένα και λιγότερο από τις τράπεζες και τους εξωτερικούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς γενικότερα. Οι επενδύσεις φαίνεται να χρηματοδοτούνται εσωτερικά μέσω των προσποριζόμενων κερδών. Ως αποτέλεσμα, κατά τις τελευταίες δυο ως τρεις δεκαετίες, οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί υποχρεώθηκαν να αναζητήσουν άλλες πηγές κέρδους. Και αυτό σήμαινε μια όλο και μεγαλύτερη μετακίνηση σε περιοχές που δεν συνδέονται άμεσα με τη δημιουργία αξίας και υπεραξίας.
Μ’ αυτό τον τρόπο, καθώς το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο μεγεθυνόταν με ταχείς ρυθμούς, απέκτησε μια σχετική αυτονομία από τις παραγωγικές επιχειρήσεις. Η διαδικασία της πραγματικής συσσώρευσης μεγεθυνόταν με ρυθμούς πολύ υποδεέστερους.
Έτσι λοιπόν, το γεγονός είναι ότι οι τράπεζες δίνουν έμφαση στην επέκταση της καταναλωτικής και της στεγαστικής πίστης. Ακόμα, ενεπλάκησαν με πολύ μεγαλύτερη ένταση στη διευκόλυνση της συμμετοχής διαφόρων εταιρειών κλπ. στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Αντί λοιπόν να δανείζουν άμεσα σε μεγάλες επιχειρήσεις, οι τράπεζες επιβάλλουν χρεώσεις για τη διευκόλυνση που προσφέρουν σ’ αυτές σε σχέση με τις κυμαινόμενες τιμές των μετοχών, τα ομόλογα και τα άλλα χρεόγραφα στην ανοικτή αγορά. Η καταναλωτική πίστη, τα ενυπόθηκα δάνεια και το εισόδημα από διάφορες αμοιβές αποτελούν τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες πηγές τραπεζικών κερδών.
Στο πλαίσιο αυτό, οι τράπεζες έχουν ένα σχεδόν ενδογενές κίνητρο να δημιουργούν φούσκες, ιδίως όταν δανείζουν για κατανάλωση και κατοικία. Αν οι τράπεζες προσδοκούν ότι τα κέρδη τους θα προέρχονται όλο και περισσότερο από τόκους οι οποίοι χρηματοδοτούνται από μισθούς και όχι από υπεραξία, τότε έχουν πρόβλημα. Δεν υπάρχει καμιά εγγύηση ότι οι μισθοί και τα ημερομίσθια θα συνεχίσουν να αυξάνονται συστηματικά στο μέλλον. Μάλιστα, κατά τα τελευταία 20 χρόνια, στις ΗΠΑ οι πραγματικοί μισθοί έμειναν στάσιμοι.
Διατυπωμένο διαφορετικά, οι επιλογές των τραπεζών είναι ενδοφυώς περιορισμένες αν επικεντρώνονται στο δανεισμό ιδιωτών. Μπορούν να αυξήσουν τα κέρδη τους ιδιοποιούμενες ένα μεγαλύτερο μέρος του μισθιακού εισοδήματος, αλλά προφανώς αυτό έχει τα όριά του, ιδίως όταν τα πραγματικά εισοδήματα δεν αυξάνονται. Οι τράπεζες μπορούν επίσης να κατασκευάσουν φούσκες στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων (assets). Στην περίπτωση που οι τιμές των χρηματοπιστωτικών τίτλων (financial assets) ανεβαίνουν, οι τράπεζες μπορούν να πραγματοποιούν πρόσθετα κέρδη προσελκύοντας νέες ομάδες ατόμων στην αγορά υπό το επιχείρημα των κερδών επί του κεφαλαίου και του ασφαλούς δανεισμού. Αν για παράδειγμα οι τράπεζες δημιουργήσουν μια στεγαστική φούσκα, οι άνθρωποι φαίνεται να γίνονται πλουσιότεροι ακόμα και όταν τα πραγματικά τους εισοδήματα δεν αυξάνονται υποχρεωτικά. Νέοι δανειζόμενοι προσέρχονται στις αγορές, ή οι ήδη υπάρχοντες βυθίζονται ακόμα περισσότερο στα χρέη και οι τράπεζες πραγματοποιούν επί πλέον κέρδη μετασχηματίζοντας ένα αυξανόμενο μέρος του συνολικού ατομικού εισοδήματος σε δανείσιμο χρηματικό κεφάλαιο.
Όταν σκάνε αυτές οι φούσκες, τα πρώτα θύματα είναι οι εργάτες και όσοι έχουν δανειστεί μεγάλα ποσά. Εκατομμύρια άνθρωποι στις ΗΠΑ έχουν ήδη χάσει και αναμένεται να χάσουν φέτος και τον επόμενο χρόνο τα σπίτια τους. Είναι συγκλονιστικό ότι μέχρι στιγμής επισήμως δεν έχει ακουστεί ούτε μια λέξη για τη δοκιμασία τους. Καθώς όμως που οι εργάτες και άλλοι πλήττονται από το σκάσιμο της φούσκας, ανάλογα πλήττεται και η κατανάλωση, και αυτό έχει τον αντίκτυπό του επί της πραγματικής συσσώρευσης.Είναι σαφές ότι δεν πρόκειται για τον ίδιο μηχανισμό με αυτόν που περιγράφεται στην κλασική μαρξιστική ανάλυση, σύμφωνα με τον οποίο η καπιταλιστική επιχείρηση αρχικά δανειζόταν, υπερεπέκτεινε την παραγωγή της, δεν κατόρθωνε να πουλήσει τα προϊόντα της και κατά συνέπεια αδυνατούσε να εξυπηρετήσει τα δάνειά της στις τράπεζες και αλλού. Στη συνέχεια η επιχείρηση ήταν υποχρεωμένη να περικόψει την παραγωγή της, και ενδεχομένως ακόμα και να χρεοκοπήσει. Η παρούσα κρίση ακολούθησε ένα διαφορετικό μηχανισμό. Θα υπάρξει αντίκτυπος στην πραγματική οικονομία, όμως η πορεία θα είναι ασυνήθιστη.Αφήνεις να εννοήσουμε ότι μιλάς για ένα σύστημα στο οποίο οι μισθοί συγκρατούνται και προκειμένου να καταναλωθούν όλα τα εμπορεύματα που παράγονται από τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις οι καταναλωτές πρέπει να δαπανούν πέρα από τις δυνατότητές τους, υποστηριζόμενοι από τις αυξανόμενες τιμές της στέγης. Όταν το σύστημα αυτό περιέλθει σε κρίση αδυνατεί να καταναλώσει ό,τι παράγεται. Αυτό στη συνέχεια έχει αντίκτυπο στην πραγματική οικονομία.
Ένας καλύτερος τρόπος προσέγγισης αυτής της διαδικασίας είναι ότι οι τράπεζες δανείζουν στους καταναλωτές διότι προς το παρόν αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος πραγματοποίησης κερδών. Οι πραγματικοί μισθοί μένουν στάσιμοι, ο δανεισμός προκαλεί άνοδο των τιμών των περιουσιακών στοιχείων και με τις φούσκες που προκύπτουν μπορεί να διατηρείται ο δανεισμός και να δίνεται μια επίφαση κερδοφορίας. Ωστόσο, τελικά, οι τράπεζες αυξάνουν τα κέρδη τους αντλώντας από τους μισθούς και τα ημερομίσθια. Τα στοιχεία για το μερίδιο του ατομικού εισοδήματος που ιδιοποιήθηκαν οι τράπεζες στις ΗΠΑ τα πρόσφατα χρόνια είναι αποκαλυπτικά. Σύμφωνα με την Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ (Federal Reserve), το μέσο μερίδιο του διαθέσιμου προσωπικού εισοδήματος για την κάλυψη δανειακών υποχρεώσεων αυξήθηκε σταθερά από το 15,6% στις αρχές του 1983 στο 19,3% τον Ιούνιο του 2007.
Και ο λόγος είναι ότι για το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο υπάρχουν πλέον λιγότερες επικερδείς διέξοδοι δανεισμού προς τις επιχειρήσεις;
Διατηρώ κάποια επιφύλαξη ως προς αυτή τη διατύπωση. Δεν πρόκειται κυρίως ότι η πραγματική συσσώρευση δεν δημιουργεί αρκετές κερδοφόρες διεξόδους για τον τραπεζικό δανεισμό. Μάλλον τα παραγωγικά κεφάλαια είναι όλο και περισσότερο σε θέση να καλύπτουν τις χρηματοπιστωτικές τους απαιτήσεις είτε με την αξιοποίηση μέρους των κερδών τους, είτε με τον άμεσο δανεισμό από τις ανοιχτές αγορές ομολόγων ή άλλων τίτλων. Αυτό είναι πολύ καθαρό με τις ιαπωνικές εταιρίες, που επί πολλά χρόνια βασίζονταν ιστορικά στη χρηματοδότηση από τις μεγάλες τράπεζες. Αν τώρα θέλουν εξωτερική χρηματοδότηση των επενδύσεών τους, το πιθανότερο είναι να εκδώσουν ομόλογα στις διεθνείς αγορές. Οι τράπεζες έχουν αποκοπεί από αυτή τη δραστηριότητα και πρέπει να αναζητήσουν άλλες οδούς κερδοφορίας.
Θα πρέπει επίσης να αναφέρουμε σ’ αυτό το σημείο ότι οι τράπεζες πραγματοποιούν σημαντικά κέρδη από τη διαχείριση των τραπεζικών λογαριασμών των ιδιωτών, μεταφέροντας χρήματα, κάνοντας πληρωμές, ασφαλίζοντας τις καταθέσεις, κ.ο.κ. Είναι οι απλές δραστηριότητες διαχείρισης χρήματος.
Με δυο λόγια, κατά τα προηγούμενα δέκα με δώδεκα χρόνια οι τράπεζες ήταν πολύ κερδοφόρες. Ιδιοποιήθηκαν ένα μεγάλο μέρος του εισοδήματος των απλών ανθρώπων από μισθούς, είτε μέσω του δανεισμού τους, είτε μέσω της διαχείρισης των πληρωμών και των καταθέσεών τους. Είναι φυσικό να θέσουμε το ερώτημα: «Ήταν τουλάχιστον αποτελεσματικές σ’ αυτές τις τραπεζικές τους δραστηριότητες;» Η απάντηση είναι ότι δεν υπάρχουν στοιχεία υπέρ της άποψης ότι ήταν πράγματι αποτελεσματικές. Μάλιστα, οι σημαντικότερες εμπειρικές μελέτες σχετικά με τις δραστηριότητες των τραπεζών στις ΗΠΑ και το Ην. Βασίλειο δείχνουν σταθερά ότι οι τράπεζες είναι αναποτελεσματικές και ακριβές. Όποιος έχει προσπαθήσει να στείλει χρήματα από το Ην. Βασίλειο στο εξωτερικό μέσω τράπεζας θα καταλαβαίνει τι εννοώ.
O Martin Wolff και διάφοροι άλλοι αρθρογράφοι των Financial Timesαναφέρονται σε κάποια στοιχεία μιας μελέτης του ΔΝΤ πριν από δύο χρόνια, σχετικά με τα ισοζύγια σε παγκόσμιο επίπεδο. Ουσιαστικά θεωρούν ότι η ρίζα της κρίσης βρίσκεται στη μεταφορά κεφαλαίων από την Ανατολική Ασία στις ΗΠΑ μέσω του Ειρηνικού – και τώρα στη μεταφορά κεφαλαίων από τις επιχειρήσεις των ΗΠΑ που τοποθετούν χρήματα στις χρηματοπιστωτικές αγορές – η οποία δημιουργεί μια μάζα ρευστού που αναζητά διεξόδους επένδυσης.
Πρόκειται για μια σημαντική όψη της συνολικής εικόνας. Είναι γνωστό ότι σε παγκόσμια κλίμακα, ορισμένες χώρες-κλειδιά παρήγαν τεράστιες ποσότητες πλεονάσματος – ιδίως η Κίνα, η Ινδία σε μικρότερη κλίμακα, και σε ένα συνεχώς μεγαλύτερο βαθμό κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες, η Ρωσία και οι χώρες του Κόλπου. Συλλογικά, οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες ενδέχεται να έχουν πλέον ξεπεράσει την Κίνα. Τα χρηματοπιστωτικά αυτά πλεονάσματα έχουν προκύψει από το ισοζύγιο των εμπορικών πλεονασμάτων. Αυτό, πάλι, όσον αφορά τις αναπτυσσόμενες χώρες, αν εξαιρέσουμε τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες, είναι ένα καινοφανές και παθολογικό φαινόμενο. Οι αναπτυσσόμενες χώρες δεν θα έπρεπε να εξασφαλίζουν ένα πλεονάζον ισοζύγιο πληρωμών στα πρώιμα στάδια της ανάπτυξής τους, διότι τα πλεονάσματα αυτά σημαίνουν ότι σωρεύουν αποταμιεύσεις οι οποίες υπερβαίνουν σε αξία τις επενδύσεις. Αυτό δεν είναι σύμφωνο με τον τρόπο με τον οποίο θα όφειλε να πραγματοποιείται η καπιταλιστική ανάπτυξη. Και ασφαλώς δεν είναι ο σωστός τρόπος επέκτασης της ζήτησης και δημιουργίας θέσεων εργασίας σε χώρες που χαρακτηρίζονται από εκτεταμένη φτώχεια.
Εντούτοις, τα πλεονάσματα αυτά κατευθύνθηκαν στο εξωτερικό, κυρίως στις ΗΠΑ, όπου η αποταμίευση έχει καταρρεύσει και η κατανάλωση βρίσκεται σε πρωτοφανή επίπεδα σε σχέση με το εισόδημα. Ο κύριος όγκος των πλεονασμάτων κατευθύνθηκε σε κρατικά ομόλογα που αγόρασαν οι κεντρικές τράπεζες των αναπτυσσόμενων χωρών. Οι οικονομικοί αυτοί πόροι αποτελούν μια μορφή δανεισμού των ΗΠΑ από αρκετές φτωχές χώρες. Ωστόσο, ένα σημαντικό μέρος του πλεονάσματος φαίνεται ότι έχει κατευθυνθεί σε «εγγυητικούς τίτλους», υποστηρίζοντας σε τελική ανάλυση την έκρηξη των τίτλων και των ενυπόθηκων δανείων χαμηλής αξιοπιστίας.
Μια από τις συνέπειες του γεγονός αυτού είναι ότι η κρίση είναι πραγματικά παγκόσμια. Οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί που έχουν στην κατοχή τους έντονα προβληματικά χαρτοφυλάκια δεν βρίσκονται μόνο στις ΗΠΑ. Είναι διάσπαρτοι σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Μέχρι στιγμής δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε την έκταση που έχει πάρει αυτό το φαινόμενο. Αυτό θα φανεί μόνο καθώς θα ξεδιπλώνεται η κρίση.
Η χρηματοπιστωτική κρίση είναι μάλλον ένα ορόσημο στην αναστροφή αυτών των βαθιά παθολογικών παγκόσμιων ροών κεφαλαίου. Εκτιμώ ότι στο προσεχές μέλλον η αμερικανικές αποταμιεέσεις θα σημειώσουν σημαντική άνοδο. Το καταναλωτικό ξεφάντωμα στις ΗΠΑ κάποια στιγμή θα φτάσει στο τέρμα του. Ήδη το εξωτερικό έλλειμμα των ΗΠΑ μειώνεται καθώς αντίστοιχα βελτιώνεται το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας και αυξάνονται οι εξαγωγές της. Η άμεση αιτία αυτής της εξέλιξης είναι βεβαίως ότι η ισοτιμία του δολαρίου έχει καταρρεύσει.
Οι επιπτώσεις σ’ ολόκληρο τον κόσμο δεν είναι εύκολο να εκτιμηθούν. Φαίνεται όμως καθαρά ότι το δολάριο θα συνεχίσει να πληρώνει ένα αντίτιμο, και αυτό θα έχει συνέπειες για την αμερικανική ηγεμονία. Ήδη οι πολύ μεγάλοι ανεξάρτητοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί των παραγωγών πετρελαίου – που διαχειρίζονται τα πλεονάσματα που έχουν συσσωρευτεί κατά τα τελευταία δυο-τρία χρόνια, καθώς οι τιμές του πετρελαίου έχουν κτυπήσει κορυφή – αφήνουν να διαρρεύσουν φήμες περί διαφοροποίησης από το δολάριο, μέσω της αγοράς τίτλων, των οποίων η ονομαστική αξία εκφράζεται σε γιεν ή ευρώ. Αν αυτό συμβεί σε μεγάλη κλίμακα, η θέση του δολαρίου ως του κύριου νομίσματος συναλλαγματικών αποθεμάτων θα υποστεί ένα μεγάλο πλήγμα.
Περιέργως, δίνεται η εντύπωση ότι η άρχουσα τάξη στις ΗΠΑ δεν θεωρεί ότι αυτός είναι ο κύριος κίνδυνος που αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή. Κατά τη γνώμη μου, αυτή είναι η πιο εντυπωσιακή πλευρά όλων των ενεργειών του Προέδρου της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ, του Ben Bernanke, τους τελευταίους δύο μήνες. Αντιμέτωπος με μια εγχώρια κρίση και ένα επισφαλές δολάριο, επέλεξε να εγκαταλείψει το δολάριο. Αυτό αποτελεί ένδειξη του ότι σήμερα η άρχουσα τάξη των ΗΠΑ φοβάται πως η εγχώρια οικονομική κατάσταση είναι εκτός ελέγχου και ότι υφίσταται επίσης ο κίνδυνος διολίσθησης του δολαρίου και απώλειας έτσι διεθνούς αγοραστικής δύναμης, μέσα από την προσπάθεια να προστατευθεί η εγχώρια οικονομία. Το κατά πόσο η κρίση αυτή θα αποδειχτεί ορθή ή λάθος είναι ένα διαφορετικό θέμα.
Αν μειωθούν οι δαπάνες των καταναλωτών στις ΗΠΑ, αυτό δεν θα έχει σοβαρό αντίκτυπο σε οικονομίες όπως αυτή της Κίνας, οι οποίες φαίνεται να βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στις εξαγωγές προς τις ΗΠΑ;
Είμαι επιφυλακτικός ως προς αυτό, γιατί, μέχρις ενός σημείου, οι εγχώριες δυσχέρειες της Κίνας καθορίζονται από άλλους παράγοντες. Κάποια στιγμή, η κινεζική άρχουσα τάξη θα βρεθεί αντιμέτωπη με το πρόβλημα μιας ανεπαρκούς εγχώριας ζήτησης. Το πώς θα το χειριστούν δεν το γνωρίζω. Πιθανώς, η συρρικνούμενη αμερικανική αγορά να τους ενθαρρύνει να αναπροσανατολιστούν προς την εγχώρια αγορά.

Αυτή είναι μια ολόκληρη συζήτηση στους Financial Timesσχετικά με την «αποσύζευξη» (« decoupling »).

Οι γνώσεις μου για την κινεζική οικονομία δεν είναι τόσο λεπτομερείς, αυτό όμως που γνωρίζω είναι ότι, σύμφωνα με τα κινεζικά στοιχεία, οι δαπάνες σε επενδύσεις είναι τεράστιες. Η πιθανότητα μιας περαιτέρω επέκτασης των επενδύσεων δεν είναι μάλλον τόσο μεγάλη. Από την άλλη μεριά, η αύξηση της λαϊκής κατανάλωσης απαιτεί μια ουσιαστική αναδιανομή του εισοδήματος, μια διαφορετική προσέγγιση της κοινωνικής πρόνοιας, μια διαφορετική προσφορά δημόσιων αγαθών κ.ο.κ. Με δυο λόγια, μια τέτοια αύξηση προϋποθέτει μια συνολική αναθεώρηση του πώς το κινεζικό κράτος σχετίζεται με την εργατική τάξη. Μ’ αυτό τον τρόπο, θέτει βαθιά πολιτικά προβλήματα και δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση.

Μπορείς να αναφερθείς πιο αναλυτικά στο ρόλο των κεντρικών τραπεζών και τη συσχέτισή τους με το κράτος;

Έχουμε ήδη ζήσει τρεις δεκαετίες φιλελευθεροποίησης και παγκοσμιοποίησης. Αυτό που ακούμε από τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και όσους συνδέονται με αυτούς είναι ότι το κράτος είναι άνευ σημασίας, ότι δεν μπορεί να στηρίξει την αγορά, και διάφορες άλλες κοινοτοπίες. Ωστόσο, τη στιγμή της κρίσης όλοι αυτοί προσέρχονται γονυπετείς στο κράτος και εκλιπαρούν για τη σωτηρία τους, όπως συνέβη στη Βρετανία με την κατάρρευση της Northern Rock. Η θέση που υποστηρίζει το μη σημαντικό ρόλο του κράτους είναι πρόδηλα ιδεολογική. Το πραγματικό ζήτημα είναι να κατανοήσουμε πώς λειτουργεί το κράτος σήμερα, πώς έχει μεταβληθεί ο ρόλος του.Οι κεντρικές τράπεζες παίζουν ένα σημαντικό ρόλο σ’ αυτή τη διασύνδεση. Το κράτος και οι άρχουσες τάξεις ήταν πολύ ευφυείς. Η ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας – δηλαδή ο χωρισμός της διαδικασίας λήψης αποφάσεων σε θέματα νομισματικής πολιτικής από την εκλογική διαδικασία, που ασκεί ένα κάποιο έλεγχο – υπήρξε μια ευφυής κίνηση από μέρους τους. Η νομισματική πολιτική αναδείχθηκε σε αποκλειστικό μονοπώλιο των εμπειρογνωμόνων και όχι θέμα δημόσιας συζήτησης. Κάτι τέτοιο είναι καθαρή ανοησία. Όπως η φορολογική πολιτική υπόκειται στο δημόσιο διάλογο, τα λαϊκά αιτήματα και την πάλη των τάξεων, το ίδιο θα έπρεπε να γίνεται και με τη νομισματική πολιτική.
Κάτι που δεν έχει εκτιμηθεί σωστά σ’ αυτή τη σχέση είναι το γεγονός ότι, παρά την απορρύθμιση των τελευταίων 20 έως 30 χρόνων, το μονοπώλιο της κεντρικής τράπεζας επί του επίσημου νομίσματος (νόμιμου μέσου πληρωμών: legal tender) δεν αμφισβητήθηκε στο ελάχιστο. Μπορεί η χρηματοπιστωτική καινοτομία που εισήχθη να ήταν απίστευτη, όμως μόνο η κεντρική τράπεζα έχει το δικαίωμα να εκδίδει το νόμιμο μέσο πληρωμών, στο οποίο μετατρέπονται τελικά όλες οι άλλες χρηματικές μορφές. Αυτό αποτελεί τη βαθύτερη αντίφαση στην καρδιά του νεοφιλελευθερισμού. Αν είσαι αληθινός νεοφιλελεύθερος, αν πιστεύεις πραγματικά ότι η αγορά είναι ένα τόσο σπουδαίο πράγμα, θα πρέπει να την αφήσεις να οργανώσει και το χρήμα, γατί το χρήμα αποτελεί ένα κρίσιμο εμπόρευμα σε μια καπιταλιστική οικονομία. Γιατί θα έπρεπε να έχουμε ελεύθερη αγορά στα πάντα εκτός από το χρήμα; Σε τελική ανάλυση δεν υπάρχει λογική στον νεοφιλελευθερισμό. Όταν η συζήτηση φτάνει σ’ αυτό το ζήτημα, οι οικονομολόγοι του κυρίαρχου δόγματος απλά αντιμετωπίζουν αυτούς που θέλουν να εκχωρήσουν την έκδοση χρήματος στην ελεύθερη αγορά ως μονομανείς. Όταν όμως κάνετε την παρατήρηση ότι, από τη στιγμή που έχουμε ρύθμιση του χρήματος, γιατί να μην έχουμε επίσης ρύθμιση της οικονομίας γενικότερα, σας αποκαλούν «ακραίους».Έτσι λοιπόν, η αγορά του χρήματος κυριαρχείται πλήρως από την κεντρική τράπεζα, που εκδίδει το νόμιμο μέσο πληρωμών και μ’ αυτό τον τρόπο τροφοδοτεί με ρευστότητα τις άλλες τράπεζες. Αυτό προσφέρει στην κεντρική τράπεζα τεράστια ισχύ στο πλαίσιο του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Διότι το χρήμα της κεντρικής τράπεζας είναι αυτό που πρέπει να έχουν όλοι οι άλλοι οργανισμοί προκειμένου να διακανονίζουν τους λογαριασμούς τους. Είναι η έσχατη ενσάρκωση της αξίας, όπως είπε ο Μαρξ για το χρήμα γενικότερα. Με τον έλεγχο της προσφοράς του, η κεντρική τράπεζα είναι σε θέση να επηρεάζει αποφασιστικά τα επιτόκια σ’ όλη την έκταση της οικονομίας.
Θα υπογραμμίσω ωστόσο, ότι το γεγονός πως η κεντρική τράπεζα είναι σήμερα πραγματικά πανίσχυρη – πιθανώς περισσότερο από ποτέ στην ιστορία του καπιταλισμού – δεν σημαίνει ότι μπορεί να ενεργεί κατά βούληση. Η αδυναμία των κεντρικών τραπεζών, οι περιορισμοί της δύναμής τους, έγιναν πολύ ευκρινείς στη διάρκεια της κατάρρευσης της Northern Rock. Η τροφοδοσία των τραπεζών με χρήμα και ρευστότητα όφειλε να υπακούει σε εξωτερικές πιέσεις από την αγορά, και να λειτουργεί μέσα σ’ ένα πολύ στενό πλαίσιο που δημιουργούσε κινδύνους για όλους τους εμπλεκόμενους. Δεν νομίζω ότι η τράπεζα της Αγγλίας αντεπεξήλθε με επιτυχία σ’ αυτή τη δοκιμασία, καθώς οι ενέργειές της μάλλον όξυναν την έλλειψη ρευστότητας και επιδείνωσαν τις αναλήψεις πανικού από την Northern Rock.
Το ιαπωνικό παράδειγμα φαίνεται να αποδεικνύει ότι οι κυρίαρχες τάξεις είναι δυνατόν να πέσουν σ’ ένα λάκκο από τον οποίο πολύ δύσκολα θα μπορούν να βγουν. Η δεύτερη ισχυρότερη καπιταλιστική τάξη, και μια ιδιαίτερα αυτάρκης τάξη, ανάλωσε 15 χρόνια χωρίς να μπορεί να ξεφύγει από το λάκκο. Μερικοί από τους αναλυτές των Financial Timesέχουν εκφράσει σοβαρούς φόβους για το εάν η άρχουσα τάξη των ΗΠΑ οδεύει προς μια τέτοια κατάσταση. Ας δούμε τη Northern Rock. Είναι απίστευτο ότι η Βρετανική κυβέρνηση μπόρεσε να χάσει τα μισά από τα χρήματα που τοποθέτησε στη Northern Rock. Αυτό σημαίνει ότι η κατάσταση είναι πολύ σοβαρότερη απ’ όσο υπέθεταν κάποιοι από μας τον Αύγουστο. Λές λοιπόν ότι αυτό που μπορεί να κάνει το κράτος σ’ αυτή την κατάσταση έχει τα όριά του.Η κεντρική τράπεζα είναι μια τράπεζα. Μπορεί να ακούγεται υπερβολικό, αλλά ακόμα και οι κεντρικές τράπεζες μπορεί να χρεοκοπήσουν. Τουλάχιστον, δεν είναι δυνατόν να συνεχίζουν να αποκτούν τίτλους άνευ αξίας γιατί τότε οι ισολογισμοί τους αρχίζουν να δείχνουν πολύ άσχημοι. Και αυτό έχει συνέπειες για την τράπεζα της Αγγλίας και τη Northern Rock. H τράπεζα της Αγγλίας χορήγησε δάνεια στη Northern Rock με εγγύηση τους τίτλους της Northern Rock, που δεν είναι τίποτα άλλο από διάφορες υποθήκες και άλλα δάνεια που χορήγησε στο παρελθόν η Northern Rock. Αν οι τίτλοι της Nortrhern Rock έχαναν κάθε αξία, η τράπεζα της Αγγλίας θα κατέγραφε τεράστιες ζημίες. Και ασφαλώς δεν μπορεί να υπολογίζει ότι θα δανείζει με τους ίδιους ή παρόμοιους όρους άλλες δυο ή τρεις τράπεζες, χωρίς να υποθηκεύει σοβαρά την ευρωστία της.
Πολλαπλασιάστε τώρα αυτό με ένα μεγάλο συντελεστή και θα δείτε το πρόβλημα με το οποίο θα μπορούσε δυνητικά να βρεθεί αντιμέτωπος ο Ben Bernake της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ. Οι τράπεζες των ΗΠΑ απέκτησαν τόσο πολλούς προβληματικούς τίτλους τα τελευταία χρόνια, ώστε σήμερα κάθονται πάνω σ’ ένα βουνό από τέτοιους τίτλους. Έχουν ήδη διαγράψει 50 δις δολάρια και οι εκτιμήσεις για το επιπλέον κακό χρέος κυμαίνονται από 200 μέχρι 500 δις δολάρια, ενώ κάποιες πιο δυσοίωνες εικασίες μιλούν για τρις δολάρια. Ανάλογα με το πώς εκτυλίσσεται η κρίση, θα χρειαστούν πρόσθετη χρηματοδότηση προκειμένου να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Η Κεντρική Τράπεζα μπορεί να παίξει ένα κρίσιμο οργανωτικό ρόλο, ωστόσο δεν μπορεί να χορηγήσει άμεσα τόσο μεγάλες πιστώσεις. Βεβαίως, σε τελική ανάλυση θα μπορούσαν να παρέμβουν, να παράσχουν τις πρόσθετες πιστώσεις, να διαγράψουν χρέη, κ.ο.κ. Αυτές όμως είναι παρεμβάσεις έσχατης ανάγκης που γενικά έχουν ιδιαίτερα υψηλό πολιτικό και θεσμικό κόστος. Είναι κάτι που η άρχουσα τάξη δεν θέλει να αντιμετωπίσει γιατί αποκαλύπτει πολύ καθαρά τη φύση της ταξικής εξουσίας και δεν υπάρχουν εγγυήσεις μιας ομαλής διεξόδου.
Για να το θέσουμε διαφορετικά, οι κεντρικές τράπεζες παίζουν ένα καίριο ρόλο στην παρούσα κρίση, ωστόσο δεν είναι κατ’ ανάγκην σε θέση να χαράξουν βραχυπρόθεσμα κάποια διέξοδο. Είναι ένα κλασικό παράδειγμα της αντιφατικής καπιταλιστικής ανάπτυξης. Τη στιγμή της μέγιστης ισχύος της κεντρικής τράπεζας μπορούμε επίσης να διακρίνουμε την εκπληκτική της αδυναμία. Ο Bernanke δίνει την εντύπωση ενός αξιοθρήνητου ανθρώπου που δεν ξέρει προς ποια κατεύθυνση να στραφεί. Αυτό δεν οφείλεται στις προσωπικές του ανεπάρκειες σε σύγκριση με τον Alan Greenspan. Από ακαδημαϊκή άποψη, έχει ασφαλώς πολύ περισσότερα προσόντα από τον Greenspan. Η διαφορά έγκειται στη φύση της καταιγίδας που τον περικυκλώνει.
Θα ήθελα να προσθέσω κάτι ακόμα, στο οποίο αναφέρθηκα έμμεσα προηγουμένως. Πιστεύω ότι η Αριστερά θα έπρεπε να επιμείνει ότι η πιστωτική και νομισματική πολιτική αποτελούν ένα πεδίο στο οποίο πρέπει να ασκείται κριτική, και το οποίο οφείλει να αποτελεί πεδίο διερεύνησης, δημόσιου διαλόγου, ταξικών αντιπαραθέσεων και ριζοσπαστικών διεκδικήσεων. Η νομισματική πολιτική έχει θεμελιώδη σημασία για τον σύγχρονο καπιταλισμό. Λόγω ακριβώς της αυξανόμενης αυτονομίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, λόγω της γιγάντωσής του, η χρηματοπιστωτική σφαίρα σφετερίστηκε το δικαίωμα εκπόνησης νομισματικής πολιτικής, διακηρύσσοντας ότι η πολιτική αυτή είναι ζήτημα ειδημόνων. Ωστόσο, το αντίτιμο από το χάος που δημιουργείται από τη χρηματοπιστωτική σφαίρα το πληρώνουν οι απλοί άνθρωποι στις ΗΠΑ, τη Βρετανία και αλλού. Η Αριστερά θα πρέπει να τονίσει ότι οι απλοί άνθρωποι δικαιούνται μια πιο ορθολογική οργάνωση των χρηματοπιστωτικών υποθέσεων, η οποία που θα λαμβάνει σοβαρά υπόψη της τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους. Και ακόμα, ότι έχουν το δημοκρατικό δικαίωμα να ασκούν εξονυχιστική έρευνα και έλεγχο επί της ασκούμενης πιστωτικής και νομισματικής πολιτικής.



1Συνέντευξη του συγγραφέα στο περιοδικό International Socialism, τ. 117, Winter 2008: 13-24, με τίτλο: «The credit crunch».

Δεν υπάρχουν σχόλια: